Language of document : ECLI:EU:C:2014:283

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 (*)

«Κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών — Έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας βάσει του άρθρου 329, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Απόφαση 2013/52/ΕΕ — Προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως των άρθρων 327 ΣΛΕΕ και 332 ΣΛΕΕ και παραβιάσεως του διεθνούς εθιμικού δικαίου»

Στην υπόθεση C‑209/13,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 18 Απριλίου 2013,

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις E. Jenkinson και S. Behzadi Spencer, επικουρούμενες από τους M. Hoskins και P. Baker, QC, καθώς και από τη V. Wakefield, barrister,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την A.‑M. Colaert και τους F. Florindo Gijón και A. de Gregorio Merino,

καθού,

υποστηριζόμενο από

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον J.‑C. Halleux και την M. Jacobs,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller καθώς και από την K. Petersen,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και J.‑S. Pilczer,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και J. Menezes Leitão, καθώς και από την A. Cunha,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους A. Neergaard και R. van de Westelaken, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Lyal, B. Smulders και W. Mölls, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη και J.‑C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής του, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση 2013/52/ΕΕ του Συμβουλίου, της 22ας Ιανουαρίου 2013, περί ενισχυμένης συνεργασίας στη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΕΕ L 22, σ. 11, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας COM(2011) 594 τελικό του Συμβουλίου, για ένα κοινό σύστημα φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/7/ΕΚ (στο εξής: πρόταση του 2011).

3        Το άρθρο 1 της προτάσεως αυτής του 2011, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», όριζε στην παράγραφό του 2:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, εφόσον τουλάχιστον ένας συμβαλλόμενος στη συναλλαγή είναι εγκατεστημένος σε ένα κράτος μέλος και εφόσον ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτεια ενός κράτους μέλους είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ή ενεργώντας εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή.»

4        Το άρθρο 3 της εν λόγω προτάσεως, με τίτλο «Εγκατάσταση», προέβλεπε στην παράγραφό του 1:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκαταστημένο στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

ε)      είναι συμβαλλόμενο μέρος, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή, σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή με άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα το οποίο είναι εγκαταστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με τα στοιχεία α), β), γ) ή δ), ή με συμβαλλόμενο εγκαταστημένο στην επικράτεια κράτους μέλους ο οποίος δεν είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.»

5        Κατόπιν τριών συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 22 και 29 Ιουνίου καθώς και στις 10 Ιουλίου 2012, κατέστη σαφές ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να υποστηρίξει ομοφώνως την αρχή του κοινού συστήματος φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (στο εξής: ΦΧΣ) στο άμεσο μέλλον και, επομένως, ο σκοπός της εγκρίσεως ενός τέτοιου κοινού συστήματος δεν μπορεί να επιτευχθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικώς.

6        Υπό τις περιστάσεις αυτές, έντεκα κράτη μέλη, μεταξύ της 28ης Σεπτεμβρίου και της 23ης Οκτωβρίου 2012, γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι επιθυμούσαν να εγκαθιδρύσουν ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους στον τομέα του ΦΧΣ.

7        Στις 22 Ιανουαρίου 2013, το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

8        Η αιτιολογική σκέψη 6 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«[…] έντεκα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία και η Σλοβακία, υπέβαλαν αντίστοιχα αιτήματα στην Επιτροπή με επιστολές που παρελήφθησαν μεταξύ της 28ης Σεπτεμβρίου και της 23ης Οκτωβρίου 2012, στις οποίες διατύπωναν την επιθυμία τους να εγκαθιδρύσουν ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους στον τομέα του ΦΧΣ. Τα εν λόγω κράτη μέλη ζήτησαν να βασίζεται το εύρος και οι στόχοι της ενισχυμένης συνεργασίας στην πρόταση οδηγίας που υπέβαλε η Επιτροπή. Αναφέρθηκαν επίσης ιδιαιτέρως και στην ανάγκη αποτροπής των πράξεων φοροδιαφυγής, των στρεβλώσεων και της επιλογής άλλης δικαιοδοσίας.»

9        Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει δύο άρθρα. Το άρθρο 1 αυτής εξουσιοδοτεί τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως έντεκα κράτη μέλη (στο εξής: συμμετέχοντα κράτη μέλη) να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους για τη θέσπιση κοινού συστήματος ΦΧΣ, εφαρμόζοντας τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών. Το άρθρο 2 της ιδίας αποφάσεως ορίζει ότι η απόφαση αυτή αρχίζει να ισχύει την ημέρα της εκδόσεώς της.

10      Στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή ενέκρινε πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του ΦΧΣ (στο εξής: πρόταση του 2013).

11      Το άρθρο 3 της προτάσεως αυτής του 2013, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, υπό την προϋπόθεση τουλάχιστον ένας συμβαλλόμενος στη συναλλαγή να είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους και ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην επικράτεια ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους να είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ή ενεργώντας εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή.»

12      Το άρθρο 4 της εν λόγω προτάσεως, με τίτλο «Εγκατάσταση», προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 2:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκατεστημένο στην επικράτεια ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

ζ)      είναι συμβαλλόμενο μέρος, ενεργώντας για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου προσώπου, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου στη συναλλαγή, σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή δομημένου προϊόντος ή ενός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που έχει εκδοθεί εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους, με εξαίρεση τα μέσα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του εν λόγω τμήματος τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε οργανωμένη πλατφόρμα, ή ενεργεί εξ ονόματος συμβαλλομένου σε τέτοια συναλλαγή.

2.      Πρόσωπο το οποίο δεν αποτελεί χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

γ)      είναι συμβαλλόμενο μέρος σε χρηματοπιστωτική συναλλαγή δομημένου προϊόντος ή ενός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ το οποίο έχει εκδοθεί εντός της επικράτειας του εν λόγω κράτους μέλους, με εξαίρεση τα μέσα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του εν λόγω τμήματος τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε οργανωμένη πλατφόρμα.»

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

13      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

14      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

15      Στο Βασίλειο του Βελγίου, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στη Πορτογαλική Δημοκρατία, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή επετράπη να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

 Επί της προσφυγής

16      Το Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι αναγνωρίζει ότι η προσφυγή του, ασκηθείσα ως συντηρητικό μέτρο, μπορεί να θεωρηθεί πρόωρη, προβάλλει δύο λόγους προς στήριξή της. Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 327 ΣΛΕΕ και παραβίαση του διεθνούς εθιμικού δικαίου, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιτρέπει τη θέσπιση ΦΧΣ με εξωεδαφικά αποτελέσματα. Ο δεύτερος λόγος, προβληθείς επικουρικώς, αντλείται από παράβαση του άρθρου 332 ΣΛΕΕ καθόσον η απόφαση αυτή επιτρέπει τη θέσπιση ΦΧΣ η οποία συνεπάγεται έξοδα για τα κράτη μέλη τα οποία δεν μετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία (στο εξής: μη συμμετέχοντα κράτη μέλη).

 Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Ο πρώτος λόγος αποτελείται από δύο σκέλη, τα οποία αφορούν παράβαση του άρθρου 327 ΣΛΕΕ και παραβίαση του διεθνούς εθιμικού δικαίου, αντιστοίχως.

18      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, επιτρέποντας τη θέσπιση ΦΧΣ με εξωεδαφικά αποτελέσματα λόγω της «αρχής της αντιπαροχής» που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, της προτάσεως του 2011, και της «αρχής της εκδόσεως» του άρθρου 4, παράγραφοι 1, στοιχείο ζ΄, και 2, στοιχείο γ΄, της προτάσεως του 2013, η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη το άρθρο 327 ΣΛΕΕ.

19      Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση καθιστά δυνατή τη θέσπιση του εφαρμοστέου ΦΧΣ, λόγω των δύο προαναφερθεισών φορολογικών αρχών, σε ιδρύματα και πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτεια μη συμμετεχόντων κρατών μελών ή σε συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα κράτη αυτά, όπερ θίγει τις αρμοδιότητες και τα δικαιώματα των εν λόγω κρατών.

20      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το διεθνές εθιμικό δίκαιο δέχεται τα εξωεδαφικά αποτελέσματα μιας ρυθμίσεως μόνον όταν μεταξύ των επίμαχων πραγματικών περιστατικών ή υποκειμένων και του κράτους, το οποίο ασκεί έναντι αυτών την αρμοδιότητά του, υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος ο οποίος δικαιολογεί σφετερισμό της κυριαρχικής εξουσίας άλλου κράτους.

21      Εν προκειμένω, τα εξωεδαφικά αποτελέσματα του μελλοντικού ΦΧΣ, τα οποία απορρέουν από την «αρχή της αντιπαροχής» και την «αρχή της εκδόσεως» δεν δικαιολογούνται από κανένα κανόνα φορολογικής αρμοδιότητας κατά το διεθνές δίκαιο.

22      Με τον δεύτερο λόγο, το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι, μολονότι οι δαπάνες σχετικά με την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του ΦΧΣ δύνανται, κατ’ αρχήν, δυνάμει του άρθρου 332 ΣΛΕΕ, να επιβαρύνουν μόνον τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, η εν λόγω ενισχυμένη συνεργασία συνεπάγεται έξοδα και για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, λόγω της εφαρμογής των οδηγιών 2010/24/ΕΕ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα (ΕΕ L 84, σ. 1), και 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64, σ. 1).

23      Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές οδηγίες δεν επιτρέπουν στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη να ζητούν την επιστροφή των εξόδων της αμοιβαίας συνδρομής και της διοικητικής συνεργασίας που άπτονται της εφαρμογής των οδηγιών αυτών στον μελλοντικό ΦΧΣ.

24      Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτει ότι η έννοια των «δαπανών που απορρέουν από την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας», κατά το άρθρο 332 ΣΛΕΕ, καλύπτει τις δαπάνες που αφορούν τις αιτήσεις συνδρομής ή συνεργασίας βάσει των εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες θεσπίζονται για την υλοποίηση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του ΦΧΣ.

25      Το Συμβούλιο, το σύνολο των παρεμβαινόντων υπέρ αυτού κρατών μελών, πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή δέχονται, ρητώς ή σιωπηρώς, ότι η προσφυγή και οι λόγοι που τη στηρίζουν είναι παραδεκτοί. Ωστόσο, διατείνονται ότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι βάσιμοι.

26      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, οι διάδικοι αυτοί τονίζουν, κατ’ ουσίαν ότι οι φορολογικές αρχές τις οποίες αμφισβητεί το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο του λόγου αυτού συνιστούν, στο στάδιο αυτό, αμιγώς υποθετικά στοιχεία μιας μέλλουσας να εκδοθεί νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, τα προβληθέντα από το εν λόγω κράτος μέλος επιχειρήματα, τα οποία βασίζονται στα φερόμενα ως εξωεδαφικά αποτελέσματα του μελλοντικού ΦΧΣ, είναι πρόωρα και αποτελούν εικασίες. Επομένως, δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

27      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, οι ίδιοι διάδικοι ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσφυγή αυτή εγείρει προώρως ένα θέμα περί του τρόπου με τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης θα ρυθμίσει το ζήτημα της αναλήψεως των εξόδων τα οποία συνεπάγεται η εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας την οποία εγκρίνει η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα λοιπά, η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ρυθμίζει τα ζητήματα της αμοιβαίας συνδρομής για τους σκοπούς της εφαρμογής του μελλοντικού ΦΧΣ.

28      Το Συμβούλιο, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Επιτροπή προσθέτουν ότι ο δεύτερος λόγος της προσφυγής στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 332 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό αφορά μόνον τις λειτουργικές δαπάνες που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης σε σχέση με τις πράξεις που θεσπίζουν την ενισχυμένη συνεργασία και όχι τις δαπάνες, τις οποίες αμφισβητεί το Ηνωμένο Βασίλειο, στις οποίες ενδέχεται να υποβληθούν τα κράτη μέλη δυνάμει των οδηγιών 2010/24 και 2011/16.

29      Βασιζόμενη σε ανάλογη επιχειρηματολογία με αυτήν που παρατίθεται στις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας αποφάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, και μάλιστα προδήλως απαράδεκτη, λόγω παραβάσεως της επιταγής του άρθρου 120, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι λόγοι τους οποίους προβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο προς στήριξη της προσφυγής του δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επικουρικώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατείνεται ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Πρώτον, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου, για την οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 120, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και της σχετικής νομολογίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών. Οι σχετικές αναφορές πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό από το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής καθεαυτό, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑360/11, EU:C:2013:17, σκέψη 26, και Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C‑545/10, EU:C:2013:509, σκέψη 108).

31      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας. Βάσει αυτού, το Συμβούλιο και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη μπόρεσαν να ετοιμάσουν την άμυνά τους σε σχέση με τα προβληθέντα από το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρήματα και το Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του επί της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32      Επομένως, η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

33      Δεύτερον, σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Συμβουλίου η οποία, όπως η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ως αντικείμενο την έγκριση ενισχυμένης συνεργασίας βάσει του άρθρου 329 ΣΛΕΕ, ο έλεγχος του Δικαστηρίου αφορά το αν η απόφαση αυτή είναι έγκυρη από απόψεως, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 20 ΣΕΕ καθώς και των άρθρων 326 ΣΛΕΕ έως 334 ΣΛΕΕ, τα οποία καθορίζουν τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για την έγκριση αυτή.

34      Ο εν λόγω έλεγχος δεν πρέπει να συγχέεται με τον έλεγχο που μπορεί να ασκηθεί, στο πλαίσιο μεταγενέστερης προσφυγής ακυρώσεως, κατά πράξεως εκδοθείσας βάσει της εφαρμογής της εγκεκριμένης ενισχυμένης συνεργασίας.

35      Ο πρώτος λόγος της υπό κρίση προσφυγής αφορά την αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων τα οποία μπορεί να έχει η εφαρμογή ορισμένων φορολογικών αρχών δυνάμει του μελλοντικού ΦΧΣ έναντι ιδρυμάτων και προσώπων εγκατεστημένων στην επικράτεια μη συμμετεχόντων κρατών μελών και έναντι των συναλλαγών που διεξάγονται στα κράτη αυτά.

36      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την εξουσιοδότηση έντεκα κρατών μελών να εγκαθιδρύσουν μεταξύ τους ενισχυμένη συνεργασία για τη θέσπιση κοινού συστήματος ΦΧΣ τηρώντας τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών. Αντιθέτως, οι αμφισβητούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο φορολογικές αρχές ουδαμώς αποτελούν συστατικά της αποφάσεως αυτής στοιχεία. Συγκεκριμένα, αφενός, η «αρχή της αντιπαροχής» αντιστοιχεί σε στοιχείο της προτάσεως του 2011 για την οποία γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως αυτής. Αφετέρου, η «αρχή της εκδόσεως» περιελήφθη για πρώτη φορά στην πρόταση του 2013.

37      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, με τον οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο μελλοντικός ΦΧΣ συνεπάγεται έξοδα για τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη λόγω των υποχρεώσεων αμοιβαίας συνδρομής και διοικητικής συνεργασίας σχετικά με την εφαρμογή των οδηγιών 2010/24 και 2011/16 στον φόρο αυτό, όπερ, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, αντίκειται στο άρθρο 332 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σε σχέση με το ζήτημα των δαπανών που αφορούν την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας την οποία εγκρίνει.

38      Περαιτέρω, και ανεξαρτήτως του αν η έννοια των «δαπανών που απορρέουν από την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας», κατά το άρθρο 332 ΣΛΕΕ, καλύπτει ή όχι τα έξοδα αμοιβαίας συνδρομής και διοικητικής συνεργασίας, στα οποία αναφέρεται το Ηνωμένο Βασίλειο με τον δεύτερο λόγο του, είναι προφανές ότι το ζήτημα του τυχόν αντικτύπου του μελλοντικού ΦΧΣ επί των διοικητικών δαπανών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών δεν μπορεί να εξετασθεί ενόσω οι φορολογικές αρχές που θα διέπουν τον φόρο αυτό δεν έχουν οριστικώς καθοριστεί στο πλαίσιο της εφαρμογής της ενισχυμένης συνεργασίας, η οποία εγκρίνεται με την προσβαλλομένη απόφαση.

39      Συγκεκριμένα, ο εν λόγω αντίκτυπος εξαρτάται από την υιοθέτηση της «αρχής της αντιπαροχής» και της «αρχής της εκδόσεως», οι οποίες πάντως δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως.

40      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν οι δύο λόγοι τους οποίους προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο προς στήριξη της προσφυγής του και, συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον το Συμβούλιο ζήτησε την καταδίκη του Ηνωμένου Βασιλείου και το κράτος αυτό ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στα δικαστικά έξοδα.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.