Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 23 Νοεμβρίου 2011 η InuitTapiriit Kanatami κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) στις 6 Σεπτεμβρίου 2011, στην υπόθεση T-18/10, InuitTapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υποστηριζομένων από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή

(Υπόθεση C-583/11 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Inuit Tapiriit Kanatami, Nattivak Hunters' and Trappers' Association, Pangnirtung Hunters' and Trappers' Association, Jaypootie Moesesie, Allen Kooneeliusie, Toomasie Newkingnak, David Kuptana, Karliin Aariak, Canadian Seal Marketing Group, Ta Ma Su Seal Products, Inc., Fur Institute of Canada, NuTan Furs, Inc., GC Rieber Skinn AS, Inuit Circumpolar Council Greenland (ICC), Johannes Egede, Kalaallit Nunaanni Aalisartut Piniartullu Kattuffiat (KNAPK) (εκπρόσωποι: H. Viaene, avocat, J. Bouckaert, advocaat)

Αντίδικοι κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Βασίλειο των Κάτω Χωρών, Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των αναιρεσειόντων

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και να κηρύξει παραδεκτό το αίτημα ακυρώσεως, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως του προσβαλλομένου κανονισμού ·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσείοντες·

να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να καταβάλουν τα έξοδά τους.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

1. Η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται σε τρεις, κυρίως, λόγους: 1) το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (στο εξής: ΣΛΕΕ), 2) το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και, επικουρικώς, το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (στο εξής: Χάρτη), καθώς και τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ), ως αρχές του δικαίου της Ενώσεως, και 3) το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε κατά εσφαλμένο τρόπο και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες πρωτοδίκως.

2. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι η ερμηνεία της έννοιας του όρου "κανονιστική πράξη" στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, δηλαδή πράξη διαφορετική από και αποκλείουσα τη "νομοθετική πράξη", είναι πεπλανημένη καθόσον αναιρεί τον λόγο υπάρξεως της νέας δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής την οποία εισήγαγε το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως). Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη αποφαινόμενο ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα μόνον τέσσερις από τους δεκαοκτώ νυν αναιρεσείοντες. Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο υπερβολικά περιοριστικό την προϋπόθεση να αφορά η πράξη ατομικά τον προσφεύγοντα, ενώ υπέπεσε σε νομική πλάνη και κατά την ερμηνεία της προϋποθέσεως περί του ότι ο προσφεύγων πρέπει να θίγεται ατομικά.

3. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες υπενθυμίζουν ότι, στις παρατηρήσεις τους επί των ενστάσεων απαραδέκτου, υποστήριξαν ότι μόνον η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι σύμφωνη με το άρθρο 47 του Χάρτη και με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Δεδομένου ότι αυτός ο ισχυρισμός είχε καθοριστική σημασία για την έκβαση της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε εκ του νόμου να αποφανθεί επ' αυτού ταχέως και επακριβώς. Οι αναιρεσείοντες διατείνονται, όμως, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε δεόντως επί του ισχυρισμού αυτού. Η παράλειψη αυτή του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά νομική πλάνη που πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως (πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως). Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη για τον λόγο ότι η προκριθείσα ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και η συνακόλουθη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου να κηρύξει την προσφυγή των νυν αναιρεσειόντων απαράδεκτη αντιβαίνουν στο άρθρο 47 του Χάρτη και στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ που αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της Ενώσεως.

4. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε κατά εσφαλμένο τρόπο και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα των αναιρεσειόντων περί της ορθής ερμηνείας του όρου "κανονιστική πράξη", στηριζόμενο σε δύο αιτιάσεις τις οποίες απέδιδε στους αναιρεσείοντες, μολονότι στην πραγματικότητα αυτοί ουδόλως τις είχαν προβάλει. Οι διαπιστώσεις περί πραγματικών περιστατικών τις οποίες περιέχει η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη είναι ανακριβείς και αλλοιώνουν τη σαφή σημασία των αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τα προβληθέντα επιχειρήματα κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στη διατύπωσή τους, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου η οποία περιέχεται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1007/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, περί εμπορίου προϊόντων φώκιας (ΕΕ L 286 της 31.10.2009, σ. 36).