Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (Ουγγαρία) στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 – Zsolt Sziber κατά ERSTE Bank Hungary Zrt.

(Υπόθεση C-483/16)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Fővárosi Törvényszék

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: Zsolt Sziber

Εναγομένη: ERSTE Bank Hungary Zrt.

Έτερος διάδικος: Mónika Szeder

Προδικαστικά ερωτήματα

Πρέπει οι ακόλουθες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ήτοι το άρθρο 129A, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (συνθήκη της Ρώμης), σε συνδυασμό με την παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου, το άρθρο 38 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012, C 362, σ. 2), το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές1 , σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, καθώς και με την αιτιολογική σκέψη 47 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου2 , να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική ρύθμιση (και η εφαρμογή της) που καθιερώνει συμπληρωματικές απαιτήσεις εις βάρος εκείνου του διαδίκου (ενάγοντος ή εναγομένου) ο οποίος, μεταξύ 1η Μαΐου 2004 και 26ης Ιουλίου 2014, συνήψε σύμβαση πιστώσεως, με την ιδιότητα του καταναλωτή, περιλαμβάνουσα καταχρηστική ρήτρα που επιτρέπει την μονομερή αύξηση του επιτοκίου, των εξόδων ή της προμήθειας ή που προβλέπει το εκτιμώμενο εύρος μεταξύ των τιμών αγοράς και πωλήσεως, εκ του λόγου ότι, βάσει των εν λόγω συμπληρωματικών απαιτήσεων, προκειμένου να μπορούν να ασκηθούν ενώπιον των δικαστηρίων τα δικαιώματα που απορρέουν από την ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων που έχουν συναφθεί με καταναλωτές και, ειδικότερα, προκειμένου το δικαστήριο να μπορεί να επιληφθεί της ουσίας της υποθέσεως, απαιτείται η κατάθεση στο πλαίσιο πολιτικής δίκης δικογράφου (κατ’ αρχήν αγωγής, μεταβολής της αγωγής ή ενστάσεως ακυρότητας προβαλλόμενης από τον εναγόμενο –κατά της καταδίκης του καταναλωτή– ή μεταβολής της ενστάσεως αυτής, ανταγωγής ή μεταβολής της ανταγωγής αυτής) με υποχρεωτικό περιεχόμενο, ενώ έτερος διάδικος που δεν συνήψε σύμβαση πιστώσεως, με την ιδιότητα του καταναλωτή, ή που συνήψε την ίδια περίοδο, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως διαφορετικού τύπου από την προαναφερθείσα δεν υποχρεούται να καταθέσει ένα τέτοιο δικόγραφο με υποχρεωτικό περιεχόμενο;

Τόσο στην περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει καταφατικά, όσο και στην περίπτωση που απαντήσει αρνητικά στο πρώτο ερώτημα, που έχει ευρύτερη διατύπωση από αυτό το δεύτερο ερώτημα, πρέπει οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που απαριθμούνται στο πρώτο ερώτημα να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτές η εφαρμογή των ακόλουθων υποχρεωτικών συμπληρωματικών απαιτήσεων [α΄ έως γ΄] στον διάδικο που συνήψε, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος:

α) το δικόγραφο της αγωγής, μεταβολής της αγωγής ή ενστάσεως ακυρότητας προβαλλόμενης από τον εναγόμενο –κατά της καταδίκης του καταναλωτή– ή μεταβολής της ενστάσεως αυτής, ανταγωγής ή μεταβολής της ανταγωγής αυτής που πρέπει να καταθέσει στο πλαίσιο της δίκης ο διάδικος (ενάγων ή εναγόμενος) που συνήψε, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος κρίνεται παραδεκτό μόνον –τουτέστιν τότε μόνον μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας–, εάν στο δικόγραφο αυτό ο διάδικος δεν ζητεί αποκλειστικώς όπως το δικαστήριο αποφανθεί ότι είναι άκυρη εν όλω ή εν μέρει η σύμβαση πιστώσεως που συνήφθη με καταναλωτές υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, αλλά επίσης να εφαρμόσει τις νόμιμες συνέπειες που συνεπάγεται η απόλυτη ακυρότητα, ενώ έτερος διάδικος που δεν συνήψε σύμβαση πιστώσεως, με την ιδιότητα του καταναλωτή, ή που συνήψε την ίδια περίοδο, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως διαφορετικού τύπου από την προαναφερθείσα δεν υποχρεούται να καταθέσει ένα τέτοιο δικόγραφο με υποχρεωτικό περιεχόμενο;

β) το δικόγραφο της αγωγής, μεταβολής της αγωγής ή ενστάσεως ακυρότητας προβαλλόμενης από τον εναγόμενο –κατά της καταδίκης του καταναλωτή– ή μεταβολής της ενστάσεως αυτής, ανταγωγής ή μεταβολής της ανταγωγής αυτής που πρέπει να καταθέσει στο πλαίσιο της δίκης ο διάδικος (ενάγων ή εναγόμενος) που συνήψε, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος κρίνεται παραδεκτό μόνον –τουτέστιν τότε μόνον μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας–, εάν στο δικόγραφο αυτό, πέραν της κηρύξεως από το δικαστήριο της απόλυτης ακυρότητας της συμβάσεως που συνήφθη με καταναλωτές υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος, δεν ζητεί, μεταξύ των νομικών συνεπειών που συνεπάγεται η απόλυτη ακυρότητα, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση προ της συνάψεως της συμβάσεως, ενώ άλλος διάδικος που δεν συνήψε σύμβαση πιστώσεως, με την ιδιότητα του καταναλωτή, ή που συνήψε την ίδια περίοδο, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως διαφορετικού τύπου από την προαναφερθείσα δεν υποχρεούται να καταθέσει ένα τέτοιο δικόγραφο με υποχρεωτικό περιεχόμενο;

γ) το δικόγραφο της αγωγής, μεταβολής της αγωγής ή ενστάσεως ακυρότητας προβαλλόμενης από τον εναγόμενο –κατά της καταδίκης του καταναλωτή– ή μεταβολής της ενστάσεως αυτής, ανταγωγής ή μεταβολής της ανταγωγής αυτής που πρέπει να καταθέσει στο πλαίσιο της δίκης ο διάδικος (ενάγων ή εναγόμενος) που συνήψε, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος κρίνεται παραδεκτό μόνον –τουτέστιν τότε μόνον μπορεί να εξεταστεί επί της ουσίας–, εάν στο δικόγραφο αυτό, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ της ενάρξεως της συμβατικής σχέσεως και της ημερομηνίας καταθέσεως της αγωγής, παρατίθενται αναλυτικές καταστάσεις των λογαριασμών, πράγμα εξαιρετικά περίπλοκο από μαθηματικής απόψεως (όπως ορίζεται από τις εθνικές διατάξεις), που πρέπει να πραγματοποιηθούν λαμβανομένων υπ’ όψιν επίσης των κανόνων μετατροπής σε ουγγρικά φιορίνια καθώς και λεπτομερειακά στοιχεία για κάθε οφειλή χωριστά, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο μαθηματικός έλεγχος, εκθέτοντας τις ληξιπρόθεσμες δόσεις που πρέπει να καταβληθούν βάσει της συμβάσεως, τις καταβληθείσες από τον ενάγοντα δόσεις, τις ληξιπρόθεσμες δόσεις που πρέπει να καταβληθούν χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η άκυρη ρήτρα, καθώς και η μεταξύ τους διαφορά, πρέπει δε να παραθέτει, υπό την μορφή ενός συνολικού ποσού, το υπολειπόμενο χρέος το οποίο εξακολουθεί να οφείλει ο διάδικος που συνήψε, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως υπό την έννοια του πρώτου ερωτήματος στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή το ποσό που έχει αχρεωστήτως καταβάλει, ενώ άλλος διάδικος που δεν συνήψε σύμβαση πιστώσεως, με την ιδιότητα του καταναλωτή, ή που συνήψε την ίδια περίοδο, με την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμβαση πιστώσεως διαφορετικού τύπου από την προαναφερθείσα δεν υποχρεούται να καταθέσει ένα τέτοιο δικόγραφο με υποχρεωτικό περιεχόμενο;

Πρέπει οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που απαριθμούνται στο πρώτο ερώτημα να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η παράβασή τους μέσω της θεσπίσεως των συμπληρωματικών απαιτήσεων που παρατίθενται ανωτέρω (στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα) συνεπάγεται ταυτοχρόνως παράβαση των άρθρων 20, 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012, C 326, σ. 2), λαμβανομένου υπ’ όψιν επίσης (εν μέρει επίσης σε σχέση με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα) ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης περί προστασίας των καταναλωτών ακόμη και σε υποθέσεις που δεν έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα, ήτοι που έχουν αμιγώς εσωτερικό χαρακτήρα, κατά την έννοια των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, Guimont (C-448/98, EU:C:2000:663), σκέψη 23, και της 10ης Μαΐου 2012, Duomo Gpa κ.λπ. (C-357/10 έως C-359/10, EU:C:2012:283), σκέψη 28, και της διατάξεως της 3ης Ιουλίου 2014, Tudoran (C-92/14, EU:C:2014:2051), σκέψη 39; Ή πρέπει να θεωρηθεί, στον βαθμό που οι συμβάσεις πιστώσεως στις οποίες αναφέρεται το προδικαστικό ερώτημα αποτελούν «συμβάσεις πιστώσεως που στηρίζονται σε ξένο νόμισμα», ότι, εξ αυτού και μόνον του λόγου, πρόκειται για υπόθεση με διασυνοριακό χαρακτήρα;

____________

1 Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

2 Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).