Language of document : ECLI:EU:C:2015:77

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 11ης Φεβρουαρίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ταχυδρομικές υπηρεσίες – Οδηγία 97/67/EK – Άρθρο 12 – Φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας – Ποσοτικές εκπτώσεις – Χορήγηση στους μεσάζοντες οι οποίοι ομαδοποιούν ταχυδρομικά αντικείμενα – Υποχρέωση αποφυγής διακρίσεων»

Στην υπόθεση C‑340/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

bpost SA

κατά

Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev και J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουνίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η bpost SA, εκπροσωπούμενη από τους H. Gilliams, J. Bocken και T. Baumé, avocats,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs, επικουρούμενη από τους S. Depré και P. Vernet, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και F. Gloaguen,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Karlsson και την A. Falk,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον F. W. Bulst,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Οκτωβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της οδηγίας 97/67/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (EE 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (EE L 52, σ. 3, στο εξής: οδηγία 97/67).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της bpost SA (στο εξής: bpost), φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στο Βέλγιο, και του Institut belge des services postaux et des télécommunications [Βελγικού Οργανισμού των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και των Τηλεπικοινωνιών] (IBPT) σχετικά με απόφαση του εν ως άνω οργανισμού με την οποία επέβαλε στην bpost πρόστιμο λόγω παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά την εφαρμογή των συμβατικών τιμολογίων για το 2010.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Έχοντας υποβληθεί σε διαδοχικές τροποποιήσεις από τις οδηγίες 2002/39/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002 (EE L 176, σ. 21), και 2008/6, η οδηγία 97/67 συνεχίζει τη διαδικασία της βαθμιαίας απελευθερώσεως της αγοράς των ταχυδρομικών υπηρεσιών που ξεκίνησε το 1998.

4        Η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 97/67 έχει ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που να αποσκοπούν στη διασφάλιση σταδιακής και ελεγχόμενης ελευθέρωσης της αγοράς και σωστής ισορροπίας κατά την εφαρμογή των, προκειμένου να εξασφαλιστεί, σε όλη την Κοινότητα, στο πλαίσιο του σεβασμού των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας, η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών στον ίδιο τον τομέα των ταχυδρομείων».

5        Το άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

[...]

16)      αποστολέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, από το οποίο προέρχονται τα ταχυδρομικά αντικείμενα·

[...]».

6        Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα τιμολόγια καθεμίας από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία να πληρούν τις ακόλουθες αρχές:

–        οι τιμές πρέπει να είναι προσιτές και να επιτρέπουν την πρόσβαση του συνόλου των χρηστών, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης και με γνώμονα τις ειδικές εθνικές συνθήκες, στις προσφερόμενες υπηρεσίες· τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να καθιερώνουν την παροχή δωρεάν ταχυδρομικής υπηρεσίας προς όφελος ατόμων τυφλών ή με σοβαρά προβλήματα όρασης,

–        οι τιμές πρέπει να αντικατοπτρίζουν το κόστος και να παρέχουν κίνητρα για την αποτελεσματική παροχή καθολικής υπηρεσίας. Εφόσον απαιτείται για λόγους σχετικούς με το δημόσιο συμφέρον, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου σε ολόκληρη την επικράτειά τους και/ή στις διασυνοριακές υπηρεσίες που παρέχονται με χρέωση ανά μονάδα και σε άλλα ταχυδρομικά αντικείμενα,

–        η εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου δεν αποκλείει το δικαίωμα του φορέα ή των φορέων παροχής της καθολικής υπηρεσίας να συνάπτουν με ορισμένους χρήστες μεμονωμένες συμφωνίες όσον αφορά τις τιμές,

–        τα τιμολόγια πρέπει να είναι διαφανή και χωρίς διακρίσεις,

–        όταν οι φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας εφαρμόζουν ειδικά τιμολόγια, π.χ. για υπηρεσίες που παρέχονται σε επιχειρήσεις, σε αποστολείς μεγάλων ποσοτήτων αλληλογραφίας ή σε φορείς συγκεντρωτικής διαχείρισης της αλληλογραφίας διάφορων χρηστών, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις αρχές της διαφάνειας και της αποφυγής διακρίσεων όσον αφορά τόσο τις τιμές όσο και τους σχετικούς όρους. Οι τιμές, όπως και οι σχετικοί όροι, πρέπει να ισχύουν επίσης τόσο μεταξύ τρίτων μερών όσο και μεταξύ τρίτων μερών και φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας για τις ισοδύναμες υπηρεσίες. Κάθε τέτοιο τιμολόγιο πρέπει να είναι επίσης στη διάθεση των χρηστών, ιδίως των μεμονωμένων χρηστών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τις ταχυδρομικές υπηρεσίες υπό παρόμοιες συνθήκες.»

7        Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2008/6, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την ως άνω οδηγία το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

 Το βελγικό δίκαιο

8        Το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/39, μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη του Βελγίου με το άρθρο 144ter του νόμου της 21ης Μαρτίου 1991 περί αναμορφώσεως ορισμένων δημοσίων οικονομικών επιχειρήσεων (portant réforme de certaines entreprises publiques économiques, Moniteur belge της 27ης Μαρτίου 1991, σ. 6155), όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 2002 (Moniteur belge της 25ης Οκτωβρίου 2002, σ. 49053) και με τον νόμο της 13ης Δεκεμβρίου 2010 (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 83267).

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Η bpost αποτελεί στο Βέλγιο τον ιστορικό φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και φέρει κατά κύριο λόγο την ευθύνη της ταχυδρομικής διανομής, η οποία περιλαμβάνει ιδίως την περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων στους παραλήπτες.

10      Η bpost παρέχει υπηρεσίες ταχυδρομικής διανομής όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και σε δύο ειδικές κατηγορίες πελατών: τους αποστολείς μεγάλων ποσοτήτων αλληλογραφίας (στο εξής: αποστολείς) και τους μεσάζοντες.

11      Οι αποστολείς είναι τελικοί καταναλωτές υπηρεσιών ταχυδρομικής διανομής. Καθορίζουν το προς αποστολή μήνυμα και δημιουργούν αυτοί τη ζήτηση για τα ταχυδρομικά αντικείμενα. Οι δε μεσάζοντες παρέχουν στους αποστολείς υπηρεσίες δρομολογήσεως που έχουν προκαταρκτικό χαρακτήρα σε σχέση με την υπηρεσία ταχυδρομικής διανομής. Οι υπηρεσίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν την προπαρασκευή της αλληλογραφίας πριν την παράδοσή της στην bpost (τη διαλογή, την εκτύπωση, την εμφακέλωση, την επικόλληση ετικετών, την αναγραφή διευθύνσεων και τη γραμματοσήμανση) καθώς και την κατάθεση των ταχυδρομικών αντικειμένων (συλλογή από τους αποστολείς, ομαδοποίηση και συσκευασία των ταχυδρομικών αντικειμένων σε ταχυδρομικούς σάκους, μεταφορά και εναπόθεση στους καθορισμένους από τον φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών χώρους).

12      Η bpost εφαρμόζει διάφορα είδη τιμολογίων, μεταξύ των οποίων και τα συμβατικά τιμολόγια, τα οποία αποτελούν ειδικά τιμολόγια σε σχέση με το σύνηθες τιμολόγιο που ισχύει για το ευρύ κοινό. Τα ειδικά αυτά τιμολόγια προκύπτουν από σύμβαση μεταξύ της bpost και των ενδιαφερόμενων πελατών, η οποία μπορεί να προβλέπει εκπτώσεις για ορισμένους πελάτες που δημιουργούν εις όφελος του επιχειρηματικού φορέα ορισμένο κύκλο εργασιών. Οι πιο συχνές περιπτώσεις συμβατικής εκπτώσεως είναι οι ποσοτικές εκπτώσεις, οι οποίες χορηγούνται βάσει του όγκου ταχυδρομικών αντικειμένων που έχει δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς, και οι εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους, που έχουν σκοπό να ανταμείψουν ορισμένες πράξεις δρομολογήσεως και αποτελούν το αντάλλαγμα του κόστους που εξοικονομείται από την bpost.

13      Ο IBPT αποτελεί την κατά την οδηγία 97/67 εθνική κανονιστική αρχή του τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

14      Η bpost ενημέρωσε τον IBPT ότι τροποποιούσε για το 2010 το σύστημά της εκπτώσεων ως προς τα συμβατικά τιμολόγια που αφορούσαν τις υπηρεσίες διανομής διαφημιστικών επιστολών με συγκεκριμένο παραλήπτη και επιστολών διοικητικής φύσεως. Τα ως άνω ταχυδρομικά αντικείμενα αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % του κύκλου εργασιών της bpost στον ταχυδρομικό τομέα.

15      Το νέο αυτό σύστημα εκπτώσεων περιελάμβανε μια ποσοτική έκπτωση υπολογιζόμενη με βάση τον κατατιθέμενο όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων, η οποία χορηγούνταν τόσο στους αποστολείς όσο και στους μεσάζοντες. Η έκπτωση όμως που χορηγούνταν στους μεσάζοντες υπολογιζόταν όχι πλέον με βάση τον συνολικό όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων που προέρχονταν από το σύνολο των αποστολέων στους οποίους παρείχαν τις υπηρεσίες τους, αλλά με βάση τον όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων που δημιουργούσε ατομικά ο καθένας από τους πελάτες τους (στο εξής: ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα).

16      Εκτός από την ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα, το νέο σύστημα περιελάμβανε και έκπτωση λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους, την καλούμενη «Indirect Channel Rebate». Η έκπτωση αυτή αντιπροσώπευε το αντάλλαγμα του κόστους που εξοικονομούσε η bpost λόγω του ότι οι μεσάζοντες ανελάμβαναν τη διεκπεραίωση ορισμένων ενεργειών που ενέπιπταν στην υπηρεσία ταχυδρομικής διανομής.

17      Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2011, o IBPT έκρινε ότι η bpost είχε παραβεί ιδίως την υποχρέωση αποφυγής διακρίσεων σε ό,τι αφορούσε τις ποσοτικές εκπτώσεις των συμβατικών τιμολογίων του 2010.

18      Στην απόφαση αυτή, o IBPT επέκρινε την bpost για το ότι στερεί τους μεσάζοντες από τις μεγαλύτερες εκπτώσεις επί των κατατιθέμενων ποσοτήτων ταχυδρομικών αντικειμένων, παρά το ότι καταθέτουν όγκους ομαδοποιημένης αλληλογραφίας ανάλογους προς εκείνους που κατατίθενται από τους μεγαλύτερους αποστολείς. Συνεπώς, το σύστημα αυτό εισάγει διάκριση εις βάρος των μεσαζόντων.

19      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, η bpost ζήτησε από το cour d’appel de Bruxelles την ακύρωση της αποφάσεως του IBPT.

20      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 12, πέμπτο σημείο, της οδηγίας 97/67 και ως προς την ερμηνεία της διατάξεως αυτής που πραγματοποιήθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση Deutsche Post κ.λπ. (C‑287/06 έως C‑292/06, EU:C:2008:141).

21      Μολονότι δέχεται ότι το περιεχόμενο του άρθρου 12, πέμπτο σημείο, της οδηγίας 97/67 δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί κατόπιν της τροποποιήσεώς της με την οδηγία 2008/6, το ως άνω δικαστήριο έχει πάντως αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα αν η διάταξη αυτή αφορά αδιακρίτως τις εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους και τις ποσοτικές εκπτώσεις ή αν αντιθέτως αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τις ποσοτικές εκπτώσεις.

22      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το cour d’appel de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει στο άρθρο 12, [πέμπτο σημείο], της οδηγίας 97/67 [...],να δοθεί η ερμηνεία ότι επιβάλλει υποχρέωση αποφυγής διακρίσεων, ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας και των μεσαζόντων, όσον αφορά τις χορηγούμενες από τον εν λόγω φορέα εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους και ότι οι εκπτώσεις που χορηγούνται αποκλειστικώς λόγω ποσότητας εξακολουθούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, [τέταρτο σημείο], [της ως άνω οδηγίας];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, εναρμονίζεται η χορηγούμενη αποκλειστικώς λόγω ποσότητας έκπτωση με την επιβαλλόμενη από το άρθρο 12, [τέταρτο σημείο], [της εν λόγω οδηγίας] υποχρέωση αποφυγής διακρίσεων όταν η διαφοροποιημένη τιμή βασίζεται σε παράγοντα αντικειμενικό υπό το πρίσμα της σχετικής από απόψεως γεωγραφικής εμβέλειας και υπηρεσιών αγοράς και δεν συνεπάγεται αποτέλεσμα αποκλεισμού ή προωθήσεως πελατειακής πίστεως;

3)      Σε περίπτωση αποφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, παραβιάζει η χορηγούμενη στον μεσάζοντα έκπτωση λόγω ποσότητας την προβλεπόμενη από το άρθρο 12, [πέμπτο σημείο], [της ως άνω οδηγίας] αρχή της αποφυγής διακρίσεων όταν η έκπτωση αυτή δεν είναι ίση με την έκπτωση που χορηγείται σε αποστολέα ο οποίος καταθέτει προς αποστολή ισοδύναμο αριθμό ταχυδρομικών αντικειμένων, αλλά είναι ίση με το σύνολο των εκπτώσεων που χορηγούνται στο σύνολο των αποστολέων βάσει του αριθμού των ταχυδρομικών αντικειμένων εκάστου των αποστολέων αυτών των οποίων ο εν λόγω μεσάζων σώρευσε τις αποστολές;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

23      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είναι προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από την bpost κατά της αποφάσεως του IBPT με την οποία της επιβάλλεται πρόστιμο για παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στο πλαίσιο της εφαρμογής της ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα.

24      Το ζήτημα αν η έκπτωση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τέταρτου σημείου του άρθρου 12 της οδηγίας 97/67 ή αν αντιθέτως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πέμπτου σημείου του ίδιου άρθρου δεν είναι καθοριστικό για τον έλεγχο της νομιμότητας της αποφάσεως τον οποίο πραγματοποιεί το αιτούν δικαστήριο.

25      Ειδικότερα, από το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67 προκύπτει ότι τα τιμολόγια καθεμίας από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην καθολική υπηρεσία πρέπει να τηρούν μεταξύ άλλων την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τόσο σε ό,τι αφορά τα «τιμολόγια» (τέταρτο σημείο) όσο και σε ό,τι αφορά τα «ειδικά τιμολόγια» (πέμπτο σημείο).

26      Εξ αυτού συνάγεται ότι η εκτίμηση του προβαλλόμενου διακριτικού χαρακτήρα των ποσοτικών εκπτώσεων τις οποίες εφάρμοσε η bpost κατά το 2010 δεν επηρεάζεται από το αν οι εκπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο τέταρτο και όχι στο πέμπτο σημείο του άρθρου 12 της οδηγίας 97/67 ή από το αν ισχύει το αντίστροφο.

27      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, πρέπει μόνο να εξακριβωθεί αν η επίμαχη πρακτική τηρεί την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις Ruckdeschel κ.λπ., 117/76 και 16/77, EU:C:1977:160, σκέψη 7, καθώς και Almer Beheer και Daedalus Holding, C‑441/12, EU:C:2014:2226, σκέψη 47).

28      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα προδικαστικά ερωτήματα, συνολικά θεωρούμενα, πρέπει να γίνουν αντιληπτά υπό την έννοια ότι αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τα ταχυδρομικά τιμολόγια την οποία προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα όπως το επίδικο στην κύρια δίκη.

29      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ποσοτικές εκπτώσεις αποτελούν μειώσεις της τιμής το ποσοστό των οποίων αυξάνεται σε συνάρτηση με τον όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων που δημιουργείται κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς.

30      Κατά την bpost, η ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα εισήχθη στα συμβατικά τιμολόγιά της για το 2010 με σκοπό τον τερματισμό της πρακτικής ενός περιορισμένου αριθμού μεσαζόντων οι οποίοι αρκούνταν στο να συγκεντρώνουν την αλληλογραφία περισσότερων αποστολέων, κατά τρόπο ώστε να τους χορηγείται υψηλότερη ποσοτική έκπτωση, χωρίς να προβαίνουν σε κάποια λειτουργικής φύσεως παρέμβαση.

31      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, από την απόφαση του IBPT της 20ής Ιουλίου 2011 προκύπτει ότι η ως άνω αρχή έκρινε ότι η ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα διακρίνει μεταξύ, αφενός, των μεγάλων αποστολέων στους οποίους χορηγούνται υψηλότερες εκπτώσεις επί του όγκου ταχυδρομικών αντικειμένων τον οποίο παραδίδουν στην bpost και, αφετέρου, των μεσαζόντων οι οποίοι παραδίδουν στην bpost όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων ανάλογο μεν, αλλά προερχόμενο από ομαδοποίηση των ταχυδρομικών αντικειμένων από διάφορες επιχειρήσεις ή διοικητικές αρχές.

32      Δεν αμφισβητείται ότι, στο μέτρο που οι ποσοτικές εκπτώσεις υπολογίζονται επί τη βάσει του κύκλου εργασιών ο οποίος δημιουργείται ατομικά από τον κάθε αποστολέα, ο αποστολέας ο οποίος καταθέτει στην bpost μεγάλο όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων τυγχάνει μεγαλύτερης εκπτώσεως από τον μεσάζοντα ο οποίος καταθέτει στην bpost αντίστοιχο όγκο ταχυδρομικών αντικειμένων, προερχόμενο από τη σώρευση των ταχυδρομικών αντικειμένων περισσότερων αποστολέων.

33      Είναι μεν αληθές ότι βάσει μιας τέτοιας διαπιστώσεως μπορεί να κριθεί ότι η ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των αποστολέων και των μεσαζόντων, πλην όμως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν μπορεί να αποτελέσει διάκριση την οποία απαγορεύει το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67 παρά μόνον αν, αφενός, οι αποστολείς και οι μεσάζοντες τελούν σε παρόμοια κατάσταση στην αγορά της ταχυδρομικής διανομής και, αφετέρου, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από κάποιο θεμιτό σκοπό.

34      Προκειμένου να καθοριστεί η βάση επί της οποίας πρέπει να γίνει η σύγκριση της καταστάσεως, αντιστοίχως, των αποστολέων και των μεσαζόντων, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το σύστημα που εισήχθη από την bpost για το 2010 περιελάμβανε τόσο ποσοτικές εκπτώσεις όσο και εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους.

35      Προκειμένου όμως να διαπιστωθεί τυχόν διάκριση εις βάρος των μεσαζόντων στο πλαίσιο της χορηγήσεως της ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα, η κατάσταση των αποστολέων πρέπει να συγκριθεί μόνο με την κατάσταση των μεσαζόντων στις περιπτώσεις που αυτοί απλώς συγκεντρώνουν τα ταχυδρομικά αντικείμενα από ορισμένο αριθμό αποστολέων και τους χρεώνουν την παρασχεθείσα από την bpost υπηρεσία ταχυδρομικής διανομής, μη λαμβάνοντας επομένως υπόψη τις υπηρεσίες δρομολογήσεως για τις οποίες τους χορηγούνται εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους.

36      Στις παρατηρήσεις τους, η bpost και η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι σκοπός των ποσοτικών εκπτώσεων είναι να δώσουν ώθηση στη ζήτηση στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη προσφορά ανταγωνιστικών τρόπων αποστολής και ιδίως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

37      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι αποστολείς είναι οι μόνοι που μπορούν να αυξήσουν την ως άνω ζήτηση εφόσον από αυτούς «προέρχονται τα ταχυδρομικά αντικείμενα», όπως διευκρινίζει ο ορισμός της έννοιας του «αποστολέα», ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 2, σημείο 16, της οδηγίας 97/67.

38      Αντιθέτως, όταν οι μεσάζοντες παραδίδουν στην bpost την αλληλογραφία που έχουν προηγουμένως συλλέξει από διάφορους αποστολείς, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται αύξηση του συνολικού όγκου της αλληλογραφίας εις όφελος της bpost. Εξ αυτού συνάγεται ότι, πλην των περιορισμένων περιπτώσεων στις οποίες οι ως άνω μεσάζοντες είναι οι ίδιοι αποστολείς, η δραστηριότητά τους δεν συμβάλλει στην αύξηση του όγκου της αλληλογραφίας που παραδίδεται στην bpost.

39      Εξάλλου, η εφαρμογή του συστήματος ποσοτικών εκπτώσεων το οποίο ίσχυε πριν το 2010 και κατά το οποίο η χορηγούμενη σε μεσάζοντα έκπτωση υπολογιζόταν βάσει του συνολικού όγκου ταχυδρομικών αντικειμένων που προέρχονταν από όλους τους αποστολείς στους οποίους παρείχε τις υπηρεσίες του μπορεί να δυσχεράνει την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην αύξηση της ζητήσεως για ταχυδρομικές υπηρεσίες.

40      Ειδικότερα, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 69 και 72 των προτάσεών της, η ποσοτική έκπτωση κατ’ αποστολέα δεν χορηγείται στον αποστολέα ο οποίος δεν δημιουργεί ικανές ποσότητες αλληλογραφίας ώστε να δικαιούται τέτοιας εκπτώσεως, ανεξαρτήτως του αν θα αποφασίσει να καταθέσει ο ίδιος τα ταχυδρομικά του αντικείμενα στην bpost ή να αναθέσει τούτο σε μεσάζοντα. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του συστήματος ποσοτικών εκπτώσεων που ίσχυε πριν το 2010, ο ίδιος αποστολέας μπορούσε να τύχει εμμέσως της εκπτώσεως αυτής, για τον ίδιο όγκο αλληλογραφίας, εάν αποφάσιζε να συνεργασθεί με μεσάζοντα, δεδομένου ότι ο όγκος της αλληλογραφίας του θα ενοποιούνταν στην περίπτωση αυτή με τον όγκο αλληλογραφίας άλλων αποστολέων που εξυπηρετούνταν από τον ίδιο μεσάζοντα.

41      Στην τελευταία αυτή περίπτωση, χορηγούνταν εμμέσως έκπτωση στον εν λόγω αποστολέα χωρίς αυτός να έχει αυξήσει τον όγκο της αλληλογραφίας του, πράγμα που δεν μπορούσε να τον παρακινήσει σε παραγωγή περισσότερης αλληλογραφίας στο μέλλον. Μια τέτοια κατάσταση, σαφώς αντιβαίνουσα στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η bpost με την εισαγωγή συστήματος ποσοτικών εκπτώσεων, θα μπορούσε να οδηγήσει τον ως άνω επιχειρηματικό φορέα στο να περιορίσει ή και να καταργήσει το σύστημα αυτό προκειμένου να διαφυλάξει τη χρηματοοικονομική του ισορροπία. Η απόφαση αυτή όμως ασφαλώς θα είχε με τη σειρά της αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση για ταχυδρομικές υπηρεσίες γενικώς και, κατά συνέπεια, στη χρηματοοικονομική ισορροπία της bpost.

42      Βεβαίως, στην απόφαση Deutsche Post κ.λπ. (EU:C:2008:141, σκέψη 44), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67 απαγορεύει να μη χορηγείται στους μεσάζοντες οι οποίοι ομαδοποιούν τα ταχυδρομικά αντικείμενα διαφόρων αποστολέων το ευεργέτημα των ειδικών τιμολογίων το οποίο ο εθνικός φορέας παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας χορηγεί στους αποστολείς.

43      Στο πλαίσιο όμως της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε ιδίως το επιχείρημα της Deutsche Post AG και της Γερμανικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο σε περίπτωση που οι μεσάζοντες είχαν τη δυνατότητα να επωφελούνται ορισμένων εκπτώσεων θα διακινδύνευε η χρηματοοικονομική ισορροπία της Deutsche Post AG (απόφαση Deutsche Post κ.λπ., EU:C:2008:141, σκέψη 36).

44      Εντούτοις, παρά τα όσα υποστηρίζουν η Βελγική, η Ιταλική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.

45      Ειδικότερα, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Deutsche Post κ.λπ. (EU:C:2008:141) δεν αφορούσε ποσοτικές εκπτώσεις, αλλά εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 37 της ως άνω αποφάσεως, ότι, στο μέτρο που τα ειδικά τιμολόγια τα οποία λαμβάνουν υπόψη το εξοικονομούμενο σε σύγκριση με την τυποποιημένη υπηρεσία κόστος μπορούν να διαμορφωθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνονται από τα κανονικά τιμολόγια αποκλειστικώς ως εκ του ότι μόνο το κόστος που όντως εξοικονομείται από τον επιχειρηματικό φορέα αφαιρείται από τα κανονικά τιμολόγια, η εφαρμογή των ως άνω τιμολογίων στους μεσάζοντες δεν μπορούσε να θίξει την οικονομική σταθερότητα της Deutsche Post AG ως φορέα παροχής της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

46      Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, αν αποδεικνυόταν ότι η χορήγηση στους μεσάζοντες των εκπτώσεων που επί του παρόντος παρέχονταν μόνο στους επαγγελματίες πελάτες της Deutsche Post AG είχε ως αποτέλεσμα οι εν λόγω εκπτώσεις να είναι υπερβολικές σε σχέση με το εξοικονομούμενο κόστος, θα ήταν θεμιτό για την εταιρία αυτή να μειώσει κατά το αναγκαίο μέτρο τις εκπτώσεις αυτές για όλους τους δικαιούχους τους (απόφαση Deutsche Post κ.λπ., EU:C:2008:141, σκέψη 38).

47      Κατά συνέπεια, μολονότι οι αποστολείς και οι μεσάζοντες ήταν δυνατό να τελούν σε παρόμοια κατάσταση σε ό,τι αφορά τις εκπτώσεις λόγω εξοικονομήσεως λειτουργικού κόστους, όπως προκύπτει από την απόφαση Deutsche Post κ.λπ. (EU:C:2008:141), δεν συντρέχει κατ’ ανάγκην τέτοια περίπτωση ως προς τις ποσοτικές εκπτώσεις όπως οι επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ειδικότερα, οι ποσοτικές εκπτώσεις κατ’ αποστολέα είναι ικανές να παρακινήσουν τους αποστολείς να παραδίδουν περισσότερη αλληλογραφία στην bpost παρέχοντάς της έτσι τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει οικονομίες κλίμακας. Αντιθέτως, η δραστηριότητα των μεσαζόντων δεν συμβάλλει αφεαυτής, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, στην αύξηση της αλληλογραφίας που παραδίδεται στην bpost και, κατά συνέπεια, στην πραγματοποίηση από την bpost τέτοιων οικονομιών.

48      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι αποστολείς και οι μεσάζοντες δεν τελούν σε παρόμοια κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται από το σύστημα ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα και ο οποίος ανάγεται στην τόνωση της ζητήσεως στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών, εφόσον μόνον οι αποστολείς μπορούν να παρακινηθούν, με το σύστημα αυτό, να αυξήσουν τον όγκο των ταχυδρομικών αντικειμένων τους που παραδίδουν στην bpost και, κατά συνέπεια, να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών του ως άνω επιχειρηματικού φορέα. Συνεπώς, η διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών πελατών η οποία απορρέει από την εφαρμογή του συστήματος ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα δεν συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67.

49      Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τα τιμολόγια την οποία προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε σύστημα ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα όπως το επίδικο στην κύρια δίκη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως προς τα τιμολόγια την οποία προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 97/67/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε σύστημα ποσοτικής εκπτώσεως κατ’ αποστολέα όπως το επίδικο στην κύρια δίκη.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.