Language of document : ECLI:EU:T:2017:100

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων – Κανόνες της EFSA σχετικά με τους ΑΕΕ – Απόφαση περί μη παρατάσεως της αποσπάσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Εξαίρεση σχετικά με την προστασία του ιδιωτικού βίου και της ακεραιότητας του ατόμου – Προστασία των προσωπικών δεδομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 – Αναγνωριστικό αίτημα και αίτημα εκδόσεως διαταγής – Συμπληρωματικό υπόμνημα στο δικόγραφο της προσφυγής – Τροποποίηση των αιτημάτων – Παραδεκτό»

Στην υπόθεση T‑493/14,

Ingrid Alice Mayer, κάτοικος Ellwangen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον T. Mayer, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), εκπροσωπούμενης από τον D. Detken, επικουρούμενο από τους R. Van der Hout και A. Köhler, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά των αποφάσεων της EFSA με τις οποίες απορρίφθηκαν, αφενός, το αίτημα της προσφεύγουσας περί παρατάσεως της αποσπάσεώς της ως εθνικής εμπειρογνώμονα στην EFSA και, αφετέρου, το αίτημα της προσφεύγουσας περί προσβάσεως σε έγγραφα που κατέχει η EFSA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tomac, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Ingrid Alice Mayer, είναι υπάλληλος του ομόσπονδου κράτους (Land) της Σαξονίας (Γερμανία) από την 1η Νοεμβρίου 1992. Η I. A. Mayer αποσπάσθηκε στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) από την 1η Ιουλίου 2013, δυνάμει συμβάσεως η οποία συνήφθη αυθημερόν μεταξύ της ιδίας, της EFSA και του ομόσπονδου κράτους (Land) της Σαξονίας (στο εξής: σύμβαση). Βάσει του άρθρου 5 της συμβάσεως, η διάρκειά της ήταν ενός έτους, ήτοι έως τις 30 Ιουνίου 2014. Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή της EFSA, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, περί καθορισμού των κανόνων σχετικά με την απόσπαση στην EFSA εθνικών εμπειρογνωμόνων και εθνικών εμπειρογνωμόνων υπό κατάρτιση (στο εξής: κανόνες περί ΑΕΕ), το οποίο εφαρμόζεται επί της συμβάσεως, η απόσπαση δύναται να ανανεωθεί άπαξ ή πλείονες φορές, αλλά η συνολική διάρκεια της αποσπάσεως δεν δύναται, καταρχήν, να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη.

2        Στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα εξελέγη εκπρόσωπος των αποσπασμένων εθνικών εμπειρογνωμόνων στην επιτροπή προσωπικού της EFSA (στο εξής: επιτροπή προσωπικού) με τριετή θητεία. Κατόπιν διαφωνίας μεταξύ της προσφεύγουσας και του προέδρου της επιτροπής προσωπικού σχετικά με υπόθεση που έπρεπε να εξεταστεί χωρίς την παρουσία της προσφεύγουσας, η επιτροπή προσωπικού αποφάσισε, στις 16 Δεκεμβρίου 2013, να αναστείλει την άσκηση των καθηκόντων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της επιτροπής για περίοδο έξι μηνών, με άμεση ισχύ, για τον λόγο ότι αυτή παρέβη το καθήκον της εχεμύθειας.

3        Στις 18 Δεκεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί αναστολής των καθηκόντων της ενώπιον του εκτελεστικού διευθυντή της EFSA, ζητώντας του να επιβάλει πειθαρχική κύρωση κατά του προέδρου της επιτροπής προσωπικού. Με το από 17 Ιανουαρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμά της, η επιτροπή προσωπικού ενημέρωσε επισήμως την προσφεύγουσα ότι είχε αποφασίσει να αναστείλει τη συμμετοχή της τελευταίας στις συνεδριάσεις της.

4        Στις 8 και στις 31 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα έγινε δεκτή από τον ιεραρχικώς προϊστάμενό της, τον D., ο οποίος, κατά τη δεύτερη συνομιλία τους, την ενημέρωσε ότι η EFSA δεν σκόπευε να ανανεώσει τη σύμβασή της, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι λειτουργικές ανάγκες του τμήματος στο οποίο εργαζόταν η προσφεύγουσα είχαν αλλάξει και ότι τα επαγγελματικά της προσόντα δεν αντιστοιχούσαν πλέον στις απαιτούμενες προδιαγραφές. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά τη δεύτερη συνομιλία τους, ο D. έκανε αναφορά σε αίτηση προσβάσεως του δικτύου μη κυβερνητικών οργανώσεων Pesticide Action Network Europe (PAN Europe) σε έγγραφα σχετικά με την αλληλογραφία μεταξύ της K., ανώτερης αξιωματούχου της EFSA, και του International Life Sciences Institute (Διεθνούς ινστιτούτου επιστημών ζωής, στο εξής: ILSI), ιδιωτικού οργανισμού που δραστηριοποιείται στον τομέα της διατροφής. Η EFSA αμφισβητεί τον ισχυρισμό αυτόν.

5        Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2014, με αντικείμενο «[λ]ήξη της συμβάσεως αποσπάσεως [της προσφεύγουσας]», η EFSA ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η οικεία σύμβαση επρόκειτο να λήξει στις 30 Ιουνίου 2014, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να υποβάλει διοικητική ένσταση στον διευθυντή της EFSA δυνάμει του άρθρου 23 των κανόνων περί ΑΕΕ.

6        Η προσφεύγουσα, εκτιμώντας ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της επιτροπής προσωπικού, καθώς και ότι το γεγονός ότι είχε ακουσίως καταστεί, λόγω των αποκαλύψεων του D., μάρτυς μιας συγκρούσεως συμφερόντων αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ της EFSA και του ILSI ήταν οι λόγοι της «απομακρύνσεώς» της υπέβαλε, στις 24 Απριλίου 2014, διοικητική ένσταση στον διευθυντή της EFSA, δυνάμει του άρθρου 23 των κανόνων περί ΑΕΕ, κατά του προαναφερθέντος εγγράφου της 16ης Απριλίου 2014, διοικητική ένσταση που συμπληρώθηκε με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 5 και στις 10 Ιουνίου 2014.

7        Στις 12 Μαΐου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε από την EFSA να της παράσχει πρόσβαση στο σύνολο της αλληλογραφίας μεταξύ της K. και του ILSI, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την EFSA στις 5 Ιουνίου 2014 βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

8        Στις 8 Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην EFSA επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα, την οποία συμπλήρωσε με επιστολή της 15ης Ιουνίου 2014.

9        Με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2014, η EFSA, αφενός, απέρριψε τη διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 23 των κανόνων περί ΑΕΕ κατά του προαναφερθέντος εγγράφου της 16ης Απριλίου 2014, επισημαίνοντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, των κανόνων περί ΑΕΕ προέβλεπε ότι «η αρχική διάρκεια της αποσπάσεως δεν [μπορούσε] να είναι κατώτερη των έξι μηνών, ούτε ανώτερη των δύο ετών, και ότι η απόσπαση [μπορούσε] να ανανεωθεί άπαξ ή πλείονες φορές, αλλά η συνολική διάρκεια της αποσπάσεως δεν [μπορούσε], καταρχήν, να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη». Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα ανανεώσεως της συμβάσεως. Εξάλλου, η EFSA επικαλείται το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει για την οργάνωση των υπηρεσιών της και εκθέτει τους λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την απόφασή της περί μη παρατάσεως της συμβάσεως, αντικρούοντας, σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες αιτιάσεις που διατυπώθηκαν από την προσφεύγουσα σε διάφορες επιστολές που είχε προηγουμένως απευθύνει στην EFSA.

10      Αφετέρου, με το ίδιο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2014, η EFSA απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα προαναφερθέντα έγγραφα, βασιζόμενη στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001. Η EFSA υπενθυμίζει ότι, οσάκις αίτηση βάσει του κανονισμού αυτού αποσκοπεί στην πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1). Όμως, το άρθρο 8, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 απαιτεί από τον αποδέκτη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβιβάσεώς τους, μέσω νόμιμης δικαιολογήσεως ή πειστικών επιχειρημάτων. Κατά την EFSA, η προσφεύγουσα δεν ικανοποίησε αυτήν την απαίτηση. Εξάλλου, κατά την EFSA, η απόφασή της περί μη παρατάσεως της αποσπάσεως βασίζεται αποκλειστικώς στο γεγονός ότι οι λειτουργικές ανάγκες του τμήματος στο οποίο υπαγόταν η προσφεύγουσα άλλαξαν, τα δε προσόντα της δεν ανταποκρίνονταν πλέον στις τότε απαιτούμενες προδιαγραφές, και ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ της αποφάσεως αυτής και της αλληλογραφίας στην οποία επιδιώκει να αποκτήσει πρόσβαση η προσφεύγουσα. Τέλος, η EFSA ενημερώνει την προσφεύγουσα ότι δύναται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά των δύο αποφάσεων που περιέχονται στο έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2014, ή ότι δύναται να υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 228 ΣΛΕΕ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ανανεώσει την απόσπασή της μέχρι τις 30 Ιουνίου 2015·

–        να διαπιστώσει ότι η λήξη της συμβάσεώς της, και ειδικότερα η απόφαση της EFSA με τίτλο «Λήξη της αποσπάσεως», της 16ης Απριλίου 2014, είναι παράνομη·

–        να διατάξει την EFSA να μην προβεί σε εκλογή νέου «παρατηρητή» των αποσπασμένων εθνικών πραγματογνωμόνων στο πλαίσιο της επιτροπής προσωπικού·

–        να διαπιστώσει ότι ο αποκλεισμός της από την επιτροπή προσωπικού για περίοδο έξι μηνών είναι παράνομος·

–        να διατάξει την EFSA να της παράσχει πρόσβαση στο σύνολο της αλληλογραφίας μεταξύ της K. και του ILSI·

–        επικουρικώς, να παράσχει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα σε τρίτον, ο οποίος θα οριστεί από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να καταδικάσει την EFSA στα δικαστικά έξοδα.

12      Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουλίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

13      Με διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Mayer κατά EFSA (T‑493/14 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:617), απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι η προσφυγή ακυρώσεως προς στήριξη της οποίας ζητήθηκε η λήψη ασφαλιστικών μέτρων δεν περιελάμβανε αίτημα κηρύξεως ακυρότητας και ότι το αίτημα περί προσωρινής δημοσιοποιήσεως των επίδικων εγγράφων ταυτιζόταν με εκείνο που υποβλήθηκε με την κύρια προσφυγή, με αποτέλεσμα το εν λόγω αίτημα να παραγνωρίζει την πάγια νομολογία κατά την οποία η απόφαση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων ουδόλως μπορεί να προδικάσει την απόφαση επί της υποθέσεως της κύριας δίκης ή να την καταστήσει μάταιη, αποστερώντας την από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

14      Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Σεπτεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε υπόμνημα, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 2014, με σκοπό, μεταξύ άλλων, να «αντικαταστήσει» τα αρχικά αιτήματα με εκείνα που αναφέρονται στο υπόμνημα αυτό (στο εξής: συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα).

15      Στο συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα, του οποίου το περιεχόμενο εν συνεχεία επαναλήφθηκε αυτολεξεί στο υπόμνημα απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιανουαρίου 2015, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι παραιτείται από το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής, σχετικά με τη διαφορά της με την επιτροπή προσωπικού, και ότι τα αρχικά της αιτήματα «αντικαθίσταντο» από τα ακόλουθα αιτήματα, με τα οποία ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει ότι η απόσπασή της ως αποσπασμένης εθνικής πραγματογνώμονα στην EFSA παρατείνεται έως τις 30 Ιουνίου 2017 και να ακυρώσει τη μη ανανέωση της αποσπάσεως·

–        επικουρικώς, να κρίνει ότι η EFSA πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση περί της αποσπάσεώς της, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως και λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία του δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να ακυρώσει τη λήξη της συμβάσεώς της, ειδικότερα δε την απόφαση της 16ης Απριλίου 2014·

–        να της παρασχεθεί πρόσβαση στο σύνολο της αλληλογραφίας μεταξύ της K. και του ILSI η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς της·

–        επικουρικώς, να της παρασχεθεί πρόσβαση στην ανωτέρω αλληλογραφία, με εξαίρεση τις πληροφορίες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και οι οποίες θα έθιγαν σοβαρά την ιδιωτική ζωή της K. ή θα είχαν σοβαρές συνέπειες για αυτήν·

–        να ακυρώσει την απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση προσβάσεως στα προαναφερθέντα έγγραφα·

–        να καταδικάσει την EFSA στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται προς τα αιτήματα από τα οποία η προσφεύγουσα παραιτήθηκε.

16      Με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 2014, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο διάφορα έγγραφα και συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

17      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επανέλαβε τα διάφορα αιτήματα τα οποία είχε διατυπώσει στο συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα, επισήμανε ότι, με εξαίρεση το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής σχετικά με τη διαφορά της με την επιτροπή προσωπικού τα οποία απέσυρε, τα λοιπά αιτήματα της προσφυγής δεν «αντικαθίσταντο», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα, αλλά «έχρηζαν ερμηνείας» και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι η απόφαση της EFSA της 27ης Ιουνίου 2014 «[ήταν] άκυρη».

18      Μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 13 Μαΐου 2015, έγγραφο με ημερομηνία 6 Μαΐου 2015, στο οποίο σχολίαζε «γραπτό υλικό που έλαβε προσφάτως», ήτοι ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 16ης Μαΐου 2014 που της είχε αποστείλει η επιτροπή προσωπικού, ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της EFSA, της 19ης Νοεμβρίου 2014, το οποίο απευθυνόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας και την αρχική αίτηση προσβάσεως στην ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ της K. και του ILSI, η οποία είχε υποβληθεί από την PAN Europe στις 25 Σεπτεμβρίου 2013.

19      Τέλος, με έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2016, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η προσφεύγουσα διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο διάφορα «αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε προσφάτως».

20      Η EFSA υπέβαλε, καταρχάς, υπόμνημα αντικρούσεως, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2014, εν συνεχεία παρατηρήσεις επί του συμπληρωματικού του δικογράφου της προσφυγής υπομνήματος, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Οκτωβρίου 2014, έπειτα υπόμνημα ανταπαντήσεως, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2015 και, τέλος, παρατηρήσεις, οι οποίες πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2015, επί των από 6 Μαΐου 2015 προαναφερθεισών παρατηρήσεων της προσφεύγουσας.

21      Η EFSA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει, ως απαράδεκτο, το συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα·

–        να απορρίψει, ως απαράδεκτες, τις από 6 Μαΐου 2015 παρατηρήσεις της προσφεύγουσας·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, λαμβάνοντας υπόψη το συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα·

–        όλως επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται προς το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής της, τα οποία αποσύρθηκαν.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του συμπληρωματικού του δικογράφου της προσφυγής υπομνήματος

22      Η EFSA βάλλει κατά του παραδεκτού του συμπληρωματικού του δικογράφου της προσφυγής υπομνήματος για τον λόγο ότι η δυνατότητα υποβολής τέτοιου υπομνήματος δεν προβλέπεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Επικουρικώς, η EFSA υποστηρίζει ότι το ως άνω υπόμνημα περιλαμβάνει, εν πάση περιπτώσει, πλείστα όσα νέα, απαράδεκτα στοιχεία, ήτοι νέα αιτήματα, επέκταση των αρχικών αιτημάτων και έκθεση νέων πραγματικών περιστατικών ή προβολή νέων νομικών ισχυρισμών.

23      Επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει, στην απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Lopes κατά Δικαστηρίου (T‑547/93, EU:T:1996:27, σκέψη 39), ότι η κατάθεση προσφυγής υπό μορφή τροποποιημένη επί της ουσίας δεν προβλεπόταν από τον Κανονισμό Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, και ότι, συνεπώς, τέτοιο έγγραφο δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στη δικογραφία.

24      Καίτοι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα υποβλήθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, στις 8 Σεπτεμβρίου 2014, όσον αφορά την απόφαση της EFSA της 27ης Ιουνίου 2014, εντούτοις το ως άνω υπόμνημα τροποποιεί αυτό καθαυτό το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, καθόσον διατυπώνονται για πρώτη φορά, στο πλαίσιο των νέων αιτημάτων, όχι μόνον αίτημα παρατάσεως της συμβάσεως έως τις 30 Ιουνίου 2017, αλλά και αιτήματα ακυρώσεως της φερόμενης αποφάσεως της 16ης Απριλίου 2014 και της αποφάσεως της 27ης Ιουνίου 2014, μολονότι η τελευταία ούτε καν είχε αναφερθεί κατά τη διατύπωση των αιτημάτων της προσφυγής. Συνεπώς, το συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

25      Ειδικότερα, το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 δεν μπορούν να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι επιτρέπουν, εν προκειμένω, στην προσφεύγουσα να υποβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου νέα αιτήματα για να μεταβάλει προσφυγή προδήλως απαράδεκτη, καθόσον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 32 έως 50 κατωτέρω, αυτή περιελάμβανε μόνον αίτημα για έκδοση διαταγής και αναγνωριστικό αίτημα, σε παραδεκτή προσφυγή, τροποποιώντας το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό προσδιορίστηκε στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, έστω και πριν τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.

26      Ασφαλώς, το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, βάσει του οποίου η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης επιτρέπεται μόνον αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, μπορεί να εφαρμοστεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην τροποποίηση των αιτημάτων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T‑385/04, EU:T:2009:97, σκέψεις 76 και 77). Τούτο ισχύει ιδίως οσάκις η προσβαλλόμενη απόφαση, διαρκούσας της εκκρεμοδικίας, αντικαθίσταται με απόφαση που αφορά το ίδιο αντικείμενο, οπότε αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματά του (διάταξη της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑141/05 RENV, EU:T:2011:503, σκέψη 34).

27      Εντούτοις, ελλείψει νομικών και πραγματικών στοιχείων τα οποία να ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, μόνον τα αιτήματα τα οποία διατυπώθηκαν στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης μπορούν να ληφθούν υπόψη, άλλως μεταβάλλεται το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό έχει προσδιοριστεί εξαντλητικώς στο εν λόγω εισαγωγικό δικόγραφο, με αποτέλεσμα το βάσιμο της προσφυγής να πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των αιτημάτων που περιέρχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2010, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑236/07, EU:T:2010:451, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Εν προκειμένω όμως είναι σαφές ότι η προσφεύγουσα δεν βασίζει τα νέα της αιτήματα σε νομικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και ειδικότερα μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως της προσφυγής, στις 30 Ιουνίου 2014, και της ημερομηνίας καταθέσεως του συμπληρωματικού του δικογράφου της προσφυγής υπομνήματος, στις 4 Σεπτεμβρίου 2014.

29      Επομένως, το συμπληρωματικό του δικογράφου της προσφυγής υπόμνημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

30      Η EFSA υποστηρίζει ότι τα αιτήματα που υποβλήθηκαν με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης είναι προδήλως απαράδεκτα, καθόσον με αυτά ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις και να απευθύνει διαταγές στην EFSA.

31      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα επισήμανε στο υπόμνημα απαντήσεως ότι παραιτείται από το τρίτο και το τέταρτο αίτημα της προσφυγής, τα οποία είναι σχετικά με τη διαφορά της με την επιτροπή προσωπικού, με αποτέλεσμα να απαιτείται απόφανση μόνο επί του πρώτου και του δεύτερου αιτήματος, τα οποία αφορούν τη μη παράταση της συμβάσεως αποσπάσεως, και επί του πέμπτου και του έκτου αιτήματος, τα οποία αφορούν το αίτημα προσβάσεως στα έγγραφα.

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων τα οποία αφορούν τη μη παράταση της συμβάσεως

–       Επί του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής της προσφεύγουσας

32      Με το πρώτο αίτημά της, όπως αυτό διατυπώθηκε στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να παρατείνει τη σύμβασή της έως τις 30 Ιουνίου 2015. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφασίσει την παράταση της συμβάσεώς της έως τις 30 Ιουνίου 2017 και, επικουρικώς, να υποχρεώσει την EFSA να λάβει νέα απόφαση σχετικά με την απόσπαση της προσφεύγουσας, λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου.

33      Η EFSA προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να της απευθύνει διαταγή, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που θα απέρρεε από τυχόν ακύρωση νομικής πράξεως, εν προκειμένω από την ακύρωση της φερόμενης αποφάσεως της 16ης Απριλίου 2014, ακύρωση η οποία θα συνεπαγόταν την παράταση της αποσπάσεως της προσφεύγουσας.

34      Αρκεί η επισήμανση ότι, με το κρινόμενο αίτημα, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει την EFSA ή να της απευθύνει διαταγές, κάτι που προδήλως υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Αυτός ο περιορισμός του ελέγχου της νομιμότητας ισχύει για όλες τις κατηγορίες διαφορών των οποίων δύναται να επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, T‑51/07, EU:T:2008:420, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και, επομένως, και για τις σχετικές με την απόσπαση εθνικών εμπειρογνωμόνων διαφορές.

35      Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να παρατείνει τη σύμβασή της έως τις 30 Ιουνίου 2015 και, κατά μείζονα λόγο, έως τις 30 Ιουνίου 2017, όπως ζήτησε με τα αιτήματα του υπομνήματος απαντήσεως, ούτε να διατάξει την EFSA να αποφασίσει τέτοια παράταση.

–       Επί του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής

36      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η λήξη της συμβάσεώς της, και «ειδικότερα η απόφαση της EFSA […] της 16ης Απριλίου 2014», είναι παράνομη. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί, για πρώτη φορά, από το Γενικό Δικαστήριο να «ακυρώσει» την εν λόγω «απόφαση» και να κρίνει ότι η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014 «είναι άκυρη».

37      Πρέπει εξαρχής να υπομνησθεί ότι έχει επανειλημμένως κριθεί ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η EFSA, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, τα αιτήματα που αποσκοπούν αποκλειστικά στη διαπίστωση πραγματικών ή νομικών στοιχείων δεν μπορούν να αποτελέσουν αφεαυτών έγκυρα αιτήματα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, T‑146/95, EU:T:1996:105, σκέψη 23).

38      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, παραπέμποντας στο άρθρο 2 ΣΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ένωση βασίζεται στις αξίες του κράτους δικαίου, ότι όπου υπάρχει δικαίωμα, πρέπει να υπάρχει και δυνατότητα προσφυγής. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι υφίσταται δικαίωμα ανανεώσεως της συμβάσεώς της, το οποίο θεμελιώνεται στην «απαγόρευση της αυθαιρεσίας και των συμβάσεων που αντίκεινται στη δημόσια τάξη στο γερμανικό δίκαιο», καθώς και στις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου που εγγυάται τόσο η Συνθήκη ΕΕ όσο και η νομολογία του Bundesverfassungsgericht (γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου). Από αυτό το προβαλλόμενο δικαίωμα ανανεώσεως της συμβάσεως απορρέει ipso jure το δικαίωμα της προσφεύγουσας να προσφύγει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

39      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, λόγω της υπάρξεως αυτού του προβαλλόμενου δικαιώματος ανανεώσεως της συμβάσεώς της, είτε να κάνει δεκτό το «αίτημά της περί εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως» είτε να ερμηνεύσει και να αναδιατυπώσει το δεύτερο εκ των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής της ώστε τούτο να καταστεί παραδεκτό στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

40      Αντιθέτως, η EFSA υποστηρίζει ότι η έλλειψη δυνατότητας προσφυγής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τροποποίηση του συστήματος των διαδικασιών που θεσπίζει η Συνθήκη, εν αντιθέσει προς όσα διατείνεται η προσφεύγουσα προβάλλοντας ότι όπου υπάρχει δικαίωμα πρέπει να υπάρχει και δυνατότητα προσφυγής.

41      Υπενθυμίζεται ότι η τυχόν έλλειψη δυνατότητας προσφυγής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τροποποίηση, μέσω ερμηνείας του δικαστή, του συστήματος προσφυγών και διαδικασιών που θεσπίζει η Συνθήκη ΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 29ης Απριλίου 2002, Bactria κατά Επιτροπής, T‑339/00, EU:T:2002:107, σκέψη 54). Εν προκειμένω, πρέπει να προστεθεί ότι τίποτα δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να ζητήσει την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

42      Εξάλλου, καίτοι αληθεύει ότι ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύει τους λόγους που επικαλείται ο διάδικος βάσει της ουσίας τους και όχι βάσει του νομικού τους χαρακτηρισμού, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε ορολογικού ζητήματος, ωστόσο τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι προκύπτουν από το δικόγραφο της προσφυγής με επαρκή σαφήνεια, ενάργεια και ακρίβεια ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2000, ADT Projekt κατά Επιτροπής, T‑145/98, EU:T:2000:54, σκέψεις 66 και 67).

43      Τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο αναμφίλεκτο, ούτως ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο είτε να αποφανθεί ο δικαστής της Ένωσης ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑387/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:5, σκέψη 14).

44      Με άλλα λόγια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να υποχρεώσει το Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε υποθέσεις ως προς τις συγκεκριμένες τόσο πραγματικές όσο και νομικές σκέψεις που μπορεί να αποτέλεσαν τη βάση των αιτιάσεών του. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση, η οποία αποτελεί πηγή νομικής ανασφάλειας και είναι ασύμβατη προς την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, έχει ως σκοπό να αποτρέψει το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, καθόσον επιτάσσει να επισημαίνει το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων επιχειρημάτων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 19ης Μαΐου 2008, TFI κατά Επιτροπής, T‑144/04, EU:T:2008:155, σκέψεις 56 και 57).

45      Εν προκειμένω, όπως ορθώς προέβαλε η EFSA, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας εμφανίζεται συγκεχυμένη. Η προσφεύγουσα διατυπώνει τις θέσεις της με όρους τουλάχιστον ασαφείς, παραπέμποντας στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014 χωρίς, ωστόσο, όπως επισήμανε εξάλλου και ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου στη διάταξη της 7ης Ιουλίου 2014, Mayer κατά EFSA (T‑493/14 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:617, σκέψη 29), να διατυπώσει το παραμικρό αίτημα ακυρώσεως της φερόμενης αποφάσεως της 16ης Απριλίου 2014 ή της αποφάσεως της 27ης Ιουνίου 2014 στο πλαίσιο των αιτημάτων της, ενώ το αντικείμενό τους δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως παρά μόνο στην περίπτωση ελλείψεως νομικών ή πραγματικών στοιχείων που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

46      Και μόνο για αυτούς τους λόγους, τα αιτήματα σχετικά με τη μη παράταση της συμβάσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα

47      Με το πέμπτο και το έκτο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί ρητώς από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την EFSA να της παράσχει πρόσβαση στο σύνολο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ της K. και του ILSI ή, επικουρικώς, να παράσχει πρόσβαση στην εν λόγω ηλεκτρονική αλληλογραφία σε τρίτον, ο οποίος θα οριστεί από το Γενικό Δικαστήριο. Με το πέμπτο, το έκτο και το δέκατο αίτημα του υπομνήματος απαντήσεως, η προσφεύγουσα ζητεί, επιπροσθέτως, να της παρασχεθεί, επικουρικώς, μερική πρόσβαση στην προαναφερθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία, να ακυρωθεί η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014 καθόσον αφορά την άρνηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα και να παρασχεθεί στο Γενικό Δικαστήριο, ως τρίτον οριζόμενο από αυτό, πρόσβαση στην εν λόγω αλληλογραφία.

48      Η EFSA προβάλλει ότι τα εν λόγω αιτήματα είναι απαράδεκτα, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να της απευθύνει διαταγές στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

49      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στα όργανα της Ένωσης ή να τα υποκαθιστά στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας που ασκεί. Κατά συνέπεια, τα αιτήματα που αποσκοπούν στην παροχή προσβάσεως στα προαναφερθέντα έγγραφα πρέπει, και μόνο για αυτούς τους λόγους, να απορριφθούν ως απαράδεκτα, ενώ, παράλληλα, τα αιτήματα του υπομνήματος με τα οποία ζητείται για πρώτη φορά η ακύρωση της αποφάσεως της 27ης Ιουνίου 2014 περί απορρίψεως του αιτήματος παροχής προσβάσεως στα προαναφερθέντα έγγραφα πρέπει επίσης να απορριφθούν, καθόσον τα αιτήματα που διατυπώνονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν πλέον να τροποποιηθούν στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, ελλείψει πραγματικών ή νομικών στοιχείων τα οποία να ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

50      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η προσφυγή ως απαράδεκτη, ενώ παρέλκει η απόφανση επί του παραδεκτού των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, ιδίως των παρατηρήσεων της 6ης Μαΐου 2015 και της 29ης Ιουνίου 2016, με τις οποίες αναπτύσσονται και ενισχύονται τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη των διάφορων αιτημάτων που κρίθηκαν απαράδεκτα.

 Δικαστικά έξοδα

51      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

52      Όσον αφορά το τρίτο και το τέταρτο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, σχετικά με την επιτροπή προσωπικού της EFSA, από τα οποία η προσφεύγουσα παραιτήθηκε, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 136, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως. Δυνάμει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα έξοδα ο αντίδικος, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

53      Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η EFSA πρέπει να φέρει τα έξοδα σχετικά με τα αιτήματα από τα οποία παραιτήθηκε, λόγω της «επιλήψιμης συμπεριφοράς» της EFSA έναντί της.

54      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το τρίτο και το τέταρτο αίτημα του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης ήταν, εν πάση περιπτώσει, προδήλως απαράδεκτα, καθόσον δεν περιείχαν κανένα αίτημα ακυρώσεως, αλλά συνίσταντο σε αίτημα για έκδοση διαταγής και αναγνωστικό αίτημα, οπότε δεν μπορεί να συναχθεί ότι η στάση της EFSA δικαιολογεί την επιβάρυνσή της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 136, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, με τα σχετικά με τα συγκεκριμένα αιτήματα έξοδα.

55      Εξάλλου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να εφαρμόσει, απευθείας ή κατ’ αναλογίαν, το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το οποίο προβλέπει ότι, στις διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη ισχύει και όσον αφορά τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες.

56      Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι εθνικοί εμπειρογνώμονες που είναι αποσπασμένοι σε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης δεν είναι «υπάλληλοι» υπό την έννοια του άρθρου 270 ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2006, Gualtieri κατά Επιτροπής, F‑53/06, EU:F:2006:100, σκέψεις 21 και 22) και ότι έχει κριθεί ότι το ειδικό καθεστώς του άρθρου 88 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 δεν εφαρμόζεται επ’ αυτών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Gualtieri κατά Επιτροπής, T‑284/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:335, σκέψη 47).

57      Δεδομένου ότι η EFSA ζήτησε να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει η προσφεύγουσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Ingrid Alice Mayer στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2017.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού του συμπληρωματικού του δικογράφου της προσφυγής υπομνήματος

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

Επί του παραδεκτού των αιτημάτων τα οποία αφορούν τη μη παράταση της συμβάσεως

– Επί του παραδεκτού του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής της προσφεύγουσας

– Επί του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής

Επί του παραδεκτού των αιτημάτων σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα

Δικαστικά έξοδα



* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.