Language of document : ECLI:EU:C:2010:785

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 16ης Δεκεμβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑407/09

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας

«Παράβαση υποχρέωσης εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως – Χρηματικές κυρώσεις – Υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού»





1.        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, το οποίο έχει καταστεί πλέον άρθρο 260 ΣΛΕΕ, λόγω φερόμενης παραβάσεως της υποχρέωσής της εκτελέσεως της απόφασης την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο στις 18 Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας (2) (στο εξής: απόφαση του 2007). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων (3), είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

2.        Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 228, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και να υποχρεώσει την καθής να της καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό (4). Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

3.        Επτά μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως του 2007, ήτοι στις 29 Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, ζητώντας να της κοινοποιηθούν εντός δύο μηνών τα μέτρα που ελήφθησαν προς εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως.

4.        Η Ελληνική Δημοκρατία δεν τήρησε την προθεσμία που έταξε η Επιτροπή, καθόσον απάντησε με επιστολή στις 10 Σεπτεμβρίου 2008. Με την απάντησή της πληροφόρησε την Επιτροπή ότι σχέδιο νόμου που επρόκειτο να θέσει τέρμα στην παράβαση, η οποία είχε διαπιστωθεί με την απόφαση του 2007, βρισκόταν στο τελικό στάδιο επεξεργασίας (5).

5.        Στις 23 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία αιτιολογημένη γνώμη, καλώντας την να λάβει εντός δύο μηνών τα αναγκαία μέτρα προς συμμόρφωσή της με την απόφαση του 2007.

6.        Η Ελληνική Δημοκρατία και πάλι δεν τήρησε την προθεσμία που έταξε η Επιτροπή. Απάντησε μόλις στις 22 Ιουνίου 2009, ενημερώνοντας την Επιτροπή ότι το σχέδιο νόμου για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 στην εσωτερική έννομη τάξη επρόκειτο να κατατεθεί προς ψήφιση από θερινό τμήμα της Βουλής.

7.        Στις 25 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πράγματι, η προσφυγή ασκήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2009 και είχε ως αίτημα να αναγνωρίσει το Δικαστήριο την ύπαρξη παραβάσεως, καθώς και να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία στην καταβολή χρηματική ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού.

8.        Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση της Επιτροπής να κινηθεί δικαστικώς και στην άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, η Ελληνική Δημοκρατία απέστειλε στην Επιτροπή δύο έγγραφα με πληροφορίες σχετικές με την εξέλιξη της νομοθετικής διαδικασίας όσον αφορά το νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας 2004/80 στην εθνική έννομη τάξη. Τελικώς, με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι η σχετική διαδικασία διεκόπη λόγω της προκηρύξεως πρόωρων βουλευτικών εκλογών.

 Εξελίξεις που επήλθαν κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας

9.        Η Ελληνική Δημοκρατία μετέφερε την οδηγία 2004/80 στο εθνικό της δίκαιο με τον νόμο 3811/2009, ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2009 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας,ΦΕΚ Α΄ 231.

10.      Ο νόμος αυτός κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 22 Δεκεμβρίου 2009. Παρά τη σχετική κοινοποίηση, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην ανακοίνωση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ (6) (στο εξής: ανακοίνωση του 2005), αποφάσισε να μην παραιτηθεί από την προσφυγή της. Με το υπόμνημα απαντήσεως, διευκρίνισε ότι δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής, αλλά εμμένει στο αίτημά της να υποχρεωθεί η καθής στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

 Επί της παραβάσεως

11.      Στην παρούσα υπόθεση, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως του 2007, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι το οικείο κράτος μέλος έλαβε, τελικώς, τα απαραίτητα μέτρα μετά την άσκηση της προσφυγής.

12.      Η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα με την κατάσταση στο κράτος μέλος, ως είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, και τυχόν επελθούσες εν συνεχεία μεταβολές δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (7).

13.      Εν προκειμένω, η εκτέλεση της αποφάσεως του 2007 συνεπαγόταν υποχρέωση της Ελληνικής Δημοκρατίας να θεσπίσει τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς την οδηγία 2004/80. Δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία θέσπισε τις διατάξεις αυτές μόλις τον Δεκέμβριο του 2009 με την ψήφιση του νόμου 3811/2009, ενώ η αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία τάχθηκε δίμηνη προθεσμία για τη συμμόρφωση προς την απόφαση του 2007, της εστάλη στις 23 Σεπτεμβρίου 2008.

14.      Βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί διότι η Ελληνική Δημοκρατία, αφενός, συνεργάστηκε στενά και σταθερά με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και, αφετέρου, έπραξε τα απαραίτητα για την εκτέλεση της αποφάσεως του 2007 πριν εκδοθεί η απόφαση επί της παρούσας υποθέσεως.

15.      Κατά την άποψή μου, τα στοιχεία αυτά μπορούν, ενδεχομένως, να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν επιβάλλεται, εν προκειμένω, η επιβολή χρηματικών κυρώσεων, καθώς και του προσδιορισμού του ύψους των σχετικών ποσών, όχι όμως στο πλαίσιο της διαπιστώσεως της ύπαρξης της προβαλλομένης παραβάσεως.

16.      Συναφώς, θα προσέθετα ότι, στην πραγματικότητα, μπορεί να γίνει λόγος για «στενή και σταθερή συνεργασία» της Ελληνικής Δημοκρατίας με την Επιτροπή μόνον αφότου η τελευταία αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Θεωρώ ότι οι εκπρόθεσμες απαντήσεις των ελληνικών αρχών τόσο στο έγγραφο οχλήσεως όσο και στην αιτιολογημένη γνώμη δεν είναι, ασφαλώς, ενδεικτικές τέτοιου είδους συνεργασίας.

 Επί της χρηματικής κυρώσεως

 Τα επιχειρήματα των διαδίκων

17.      Αρχικώς, η Επιτροπή ζήτησε να υποχρεωθεί η Ελληνική Δημοκρατία στην καταβολή τόσο χρηματικής ποινής όσο και κατ’ αποκοπήν ποσού. Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στο σημείο 10 των προτάσεών μου, η Επιτροπή απέσυρε το αίτημα επιβολής χρηματικής ποινής, κατόπιν της μεταγενέστερης της ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής εκτελέσεως της αποφάσεως του 2007, εμμένοντας ωστόσο στο αίτημά της να υποχρεωθεί η καθής στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

18.      Η Επιτροπή φρονεί ότι η επιβολή αυτής της χρηματικής κυρώσεως δικαιολογείται, εν προκειμένω, από τη διάρκεια της παραβάσεως, που ανέρχεται σε 29 μήνες, και από τις επιπτώσεις της τόσο στο δημόσιο συμφέρον όσο και στα συμφέροντα των ιδιωτών, οι οποίες υπήρξαν ιδιαιτέρως σοβαρές, καθόσον η μη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 στην ελληνική έννομη τάξη παρακώλυσε την υλοποίηση του θεμελιώδους σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

19.      Η Επιτροπή εφιστά επίσης την προσοχή στις επιβαρυντικές περιστάσεις της προβαλλομένης παραβάσεως, και συγκεκριμένα, πρώτον, στη σαφήνεια της αποφάσεως του 2007 και των διατάξεων της οδηγίας 2004/80, οι οποίες, κατά συνέπεια, δεν προκαλούν ερμηνευτικές δυσκολίες, δεύτερον, στο γεγονός ότι δεν ανέκυψαν ιδιαίτερες δυσχέρειες κατά τη διαδικασία μεταφοράς της οδηγίας 2004/80 στο εσωτερικό δίκαιο, και, τρίτον, στην εκπρόθεσμη απάντηση των ελληνικών αρχών στην αιτιολογημένη γνώμη.

20.      Όσον αφορά το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή πρότεινε το ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό των 10 512 ευρώ, ανά ημέρα καθυστερήσεως από την έκδοση της αποφάσεως του 2007 έως την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση ή έως την ημερομηνία λήψης των αναγκαίων για την εκτέλεση της αποφάσεως του 2007 μέτρων, εφόσον αυτή επέλθει νωρίτερα (8).

21.      Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η ανακοίνωση του 2005, το ως άνω ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού ποσού των 200 ευρώ, με έναν συντελεστή σοβαρότητας, ο οποίος εν προκειμένω ορίστηκε σε 12 επί κλίμακας από 1 έως 20, καθώς και με έναν πάγιο συντελεστή ανά χώρα (στο εξής: συντελεστής «n») που υπολογίζεται βάσει, αφενός, της ικανότητας πληρωμής του ενεχόμενου κράτους μέλους, όπως αυτή προκύπτει από το ακαθόριστο εγχώριο προϊόν του, και, αφετέρου, του αριθμού των ψήφων που διαθέτει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντελεστής ο οποίος έχει οριστεί για την Ελληνική Δημοκρατία σε 4,38.

22.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή μείωσε το αρχικώς προταθέν ημερήσιο κατ’ αποκοπήν ποσό σε 10 248 ευρώ λόγω της τροποποιήσεως του συντελεστή «n» με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, καθώς και την ενημέρωση των στοιχείων τα οποία χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των κατ’ αποκοπήν ποσών και των χρηματικών ποινών που θα προτείνει η Επιτροπή στο Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως (9) (στο εξής: ανακοίνωση του 2010). Η τροποποίηση αυτή πραγματοποιήθηκε βάσει των διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων για το έτος 2008. Για την η Ελληνική Δημοκρατία, ο συντελεστής «n» ορίστηκε σε 4,27 αντί του 4,38 (10).

23.      Η Ελληνική Δημοκρατία επέμεινε, για διάφορους λόγους, ότι δεν πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

24.      Πρώτον, η Ελληνική Δημοκρατία συμμορφώθηκε, κατά την άποψή της, προς την απόφαση του 2007 πριν εκδοθεί απόφαση βάσει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ και, εν πάση περιπτώσει, σε εύλογο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισε προσφάτως η χώρα και οι οποίες εξακολουθούν να την ταλανίζουν.

25.      Δεύτερον, δεν συντρέχει κίνδυνος υποτροπής. Τρίτον και τελευταίον, η προβαλλόμενη παράβαση δεν πρέπει να θεωρηθεί ιδιαιτέρως σοβαρή, δεδομένου ότι η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε γενικώς, πέραν των ειδικών διατάξεων που θεσπίστηκαν προς τούτο τον Δεκέμβριο του 2009, την αποζημίωση των προσώπων που υπέστησαν ζημία και ότι η οδηγία 2004/80 έχει εφαρμογή σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, οπότε οι ενδεχόμενες συνέπειες της μη εκτελέσεως της αποφάσεως του 2007 επί του δημόσιου συμφέροντος και επί των συμφερόντων των ιδιωτών δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν άμεσες και είναι, εν πάση περιπτώσει, υποθετικές.

26.      Η Ελληνική Δημοκρατία υπογράμμισε ότι η καθυστέρηση στη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 και, κατά συνέπεια, στην εκτέλεση της αποφάσεως του 2007 δικαιολογείται κυρίως και αντικειμενικώς από την ανάγκη ευρέσεως των απαραίτητων χρηματοοικονομικών πόρων.

27.      Επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να την υποχρεώσει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό, η Ελληνική Δημοκρατία πρότεινε τη μείωσή του στο ελάχιστο ποσό που προβλέπει συναφώς η ανακοίνωση του 2005 σε σχέση με το εν λόγω κράτος μέλος, ήτοι 2 190 000 ευρώ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προσέθεσε ότι ζητεί να τύχει του πλεονεκτήματος της τμηματικής και άνευ τόκων καταβολής του σχετικού ποσού.

28.      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, το Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί επί του καταβλητέου κατ’ αποκοπήν ποσού, πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και, ειδικότερα, την ικανότητά της πληρωμής, ιδίως στο πλαίσιο της τρέχουσας καταστάσεώς της.

29.      Συναφώς, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί πρωτίστως τον συντελεστή «n» τον οποίο χρησιμοποιεί η Επιτροπή για να εκφράσει την ικανότητα πληρωμής των κρατών μελών βάσει του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και του αριθμού ψήφων που διαθέτει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στο Συμβούλιο. Μολονότι με την ανακοίνωση του 2010 ο συντελεστής αυτός μειώθηκε για την Ελληνική Δημοκρατία, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών στοιχείων για το έτος 2008, εντούτοις δεν ανταποκρίνεται στην τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα, δεδομένου ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν για τα έτη 2009 και 2010 είναι και πάλι διαφορετικό.

30.      Επιπλέον, στοιχεία όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και ο αριθμός ψήφων στο Συμβούλιο δεν αρκούν, αυτά καθαυτά, για να καθορίσουν την ικανότητα πληρωμής κάθε κράτους μέλους. Θα έπρεπε επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως, παραδείγματος χάρη, το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και ο πληθωρισμός.

 Εκτίμηση

31.      Όπως είχα ήδη την ευκαιρία να εκθέσω με τις προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (11), φρονώ ότι, για να εφαρμοστεί ορθώς η διαδικασία εκτελέσεως που προβλέπει το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, πρέπει να νοηθεί ως εργαλείο για την πλήρη επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκουν οι διαδικασίες που θεσπίζει το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, ήτοι να τερματίζονται οι παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου και, συγχρόνως, να αποθαρρύνονται τα κράτη μέλη από το να ακολουθούν την πρακτική μη εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως τέτοιων παραβιάσεων βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

32.      Το χαρακτηριστικό του συστήματος των χρηματικών κυρώσεων οι οποίες, κατά την έννοια του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, χρησιμεύουν στην επίτευξη αυτών των σκοπών απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ενώ η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη να παρακινήσει το οικείο κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, μια παράβαση που, ελλείψει του μέτρου αυτού, θα έτεινε να συνεχιστεί, η κύρωση που συνίσταται στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτελέσεως των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των συμφερόντων των ιδιωτών και επί του δημοσίου συμφέροντος, ιδίως όταν η παράβαση έχει συνεχιστεί επί μακρόν αφότου εκδόθηκε η απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε αρχικώς η ύπαρξή της (12).

33.      Στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς η Επιτροπή απέσυρε το αίτημα επιβολής χρηματικής ποινής, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της λειτουργίας που επιτελεί η χρηματική ποινή όπως περιγράφηκε ανωτέρω, και, αφετέρου, της μεταγενέστερης εκτελέσεως της αποφάσεως του 2007 από την Ελληνική Δημοκρατία. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η επιβολή χρηματικής ποινής δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ δικαιολογείται, καταρχήν, μόνον εφόσον συνεχίζεται η παράβαση που συνίσταται στη μη εκτέλεση προγενέστερης αποφάσεως του Δικαστηρίου (13).

34.      Όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού, θα επαναλάβω την άποψη που εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (14), ότι δηλαδή δεν πρέπει να επιβάλλεται αυτομάτως σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες έχει διαπιστωθεί παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το οικείο κράτος μέλος από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

35.      Το Δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση αυτή, διαπιστώνοντας ότι η εν λόγω διάταξη του παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια προκειμένου να αποφασίσει αν θα επιβάλει την κύρωση αυτή ή όχι (15) βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων που αφορούν τόσο τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παραβάσεως όσο και τη συμπεριφορά την οποία επέδειξε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (16).

36.      Θεωρώ ότι, εν προκειμένω, τρία στοιχεία συνηγορούν υπέρ της επιβολής της υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού.

37.      Πρώτον, η συμπεριφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως ήδη επισήμανα με το ανωτέρω σημείο 16 των προτάσεών μου, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία έκανε λόγο για «στενή και σταθερή» συνεργασία της με την Επιτροπή, οι εκπρόθεσμες απαντήσεις των ελληνικών αρχών τόσο στο έγγραφο οχλήσεως όσο και στην αιτιολογημένη γνώμη δεν συνιστούν, ασφαλώς, απόδειξη τέτοιου είδους συνεργασίας κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών άλλαξε μόνον αφότου η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

38.      Δεύτερον, η διάρκεια της παραβάσεως. Κατά την άποψή μου, το διάστημα των 29 μηνών που παρήλθε από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του 2007 έως την ημερομηνία θεσπίσεως του νόμου για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 στην ελληνική έννομη τάξη πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντικό χρονικό διάστημα, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των στοιχείων που επισήμανε και η Επιτροπή, ήτοι της σαφήνειας της αποφάσεως του 2007 και της οδηγίας 2004/80 που, κατά συνέπεια, δεν προκαλούν ερμηνευτικές δυσκολίες, καθώς και του γεγονότος ότι δεν ανέκυψαν ιδιαίτερες δυσχέρειες κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 στο εθνικό δίκαιο.

39.      Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία προς δικαιολόγηση της διάρκειας της παραβάσεως, σχετικά με τα προβλήματα ανευρέσεως των αναγκαίων πόρων για τη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 και με τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, δεν πρέπει να γίνουν δεκτά. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως προς δικαιολόγηση της μη τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (17).

40.      Τρίτον, η σοβαρότητα της παραβάσεως συνηγορεί επίσης υπέρ της επιβολής υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού. Συγκεκριμένα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Ελληνική Δημοκρατία είναι το τελευταίο από τα κράτη μέλη που μετέφερε την οδηγία 2004/80 στο εθνικό δίκαιο, και μάλιστα τέσσερα έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας (18).

41.      Εντούτοις, η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/80 προβλέπει τα εξής:

«Δυνάμει της παρούσας οδηγίας θεσπίζεται σύστημα συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποζημίωσης των θυμάτων εγκληματικών πράξεων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθεί μηχανισμός αποζημίωσης σε όλα τα κράτη μέλη [(19)]

42.      Εξ αυτού συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με την κωλυσιεργία της κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2004/80, έθιξε ως έναν βαθμό και τα μέτρα που έλαβαν τα λοιπά κράτη μέλη, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα των δικών τους μηχανισμών αποζημιώσεως.

43.      Επιπλέον, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, η μη μεταφορά της οδηγίας 2004/80 στην ελληνική έννομη τάξη παρακώλυσε την υλοποίηση του θεμελιώδους σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός του ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/80, η οποία έχει ως εξής:

«Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, στην υπόθεση Cowan, ότι όταν η κοινοτική νομοθεσία εγγυάται σε ένα φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος, η προστασία του προσώπου αυτού βάσει των αυτών προϋποθέσεων με εκείνες για τους υπηκόους και τα πρόσωπα που διαμένουν σε αυτό το κράτος, συμβαδίζει με αυτή την ελεύθερη κυκλοφορία. Τα μέτρα για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο της υλοποίησης του στόχου αυτού.»

44.      Λαμβανομένων υπόψη της συμπεριφοράς της Ελληνικής Δημοκρατίας, της διάρκειας της παραβάσεως, καθώς και της σοβαρότητάς της, φρονώ ότι η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού.

45.      Όσον αφορά το ύψος του ποσού αυτού, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την πρόταση της Επιτροπής και ο καθορισμός του κατ’ αποκοπήν ποσού απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια (20).

46.      Ανατρέχοντας στις αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο καταδίκασε κράτη μέλη στην καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού (21), διαπιστώνω ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για τον καθορισμό της χρηματικής ποινής, το Δικαστήριο δεν έχει υιοθετήσει τη μέθοδο υπολογισμού του κατ’ αποκοπήν ποσού, την οποία πρότεινε η Επιτροπή με την ανακοίνωση του 2005.

47.      Για τον λόγο αυτό, θεωρώ ότι δεν είναι σκόπιμο ή αναγκαίο ούτε να ελεγχθεί η ορθότητα του υπολογισμού του συντελεστή «n», την οποία αμφισβήτησε η Ελληνική Δημοκρατία, ούτε να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν ο συντελεστής αυτός, που βασίζεται στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και στον αριθμό των ψήφων στο Συμβούλιο, αρκεί καθαυτός για τον καθορισμό της ικανότητας πληρωμής του κάθε κράτους μέλους (22).

48.      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως στην οποία οφείλει να προβεί για να προσδιορίσει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού, πρέπει να μεριμνά ώστε η κύρωση αυτή να είναι, αφενός, προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογη τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Μεταξύ των κρίσιμων συναφώς παραγόντων καταλέγονται στοιχεία όπως ο χρόνος κατά τον οποίο συνέχισε να υφίσταται η παράβαση μετά την έκδοση της αποφάσεως περί διαπιστώσεώς της, καθώς και το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα των ιδιωτών τα οποία διακυβεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση (23).

49.      Εν προκειμένω, κατόπιν των σκέψεων που εκτέθηκαν στα ανωτέρω σημεία 37 έως 43 των προτάσεών μου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία έπραξε τα απαραίτητα για την εκτέλεση της αποφάσεως του 2007 όσο η παρούσα υπόθεση ήταν εκκρεμής.

50.      Συμπερασματικώς, το ποσό των δύο εκατομμυρίων ευρώ είναι, κατά την άποψή μου, το ενδεδειγμένο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

 Πρόταση

51.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο τα εξής:

–        να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραλείποντας να λάβει εντός της προθεσμίας που της έταξε προς τούτο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την αιτιολογημένη γνώμη τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-26/07), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεώσει την Ελληνική Δημοκρατία να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους δύο εκατομμυρίων ευρώ·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – C-26/07.


3 – ΕΕ L 261, σ. 15.


4 – Αρχικώς, η Επιτροπή ζήτησε και την επιβολή χρηματικής ποινής. Απέσυρε, ωστόσο, το αίτημα αυτό, λόγω των μέτρων που έλαβε στη συνέχεια η Ελληνική Δημοκρατία προς εκτέλεση της αποφάσεως του 2007.


5 – Επισημαίνεται ότι ο ίδιος αμυντικός ισχυρισμός περιεχόταν ήδη στο από 27 Φεβρουαρίου 2007 υπόμνημα αντικρούσεως, το οποίο είχε καταθέσει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως του 2007.


6 – SEC(2005) 1658. Κατά το σημείο 10 της ανακοινώσεως αυτής, η Επιτροπή θα προτείνει εφεξής συστηματικά να υποχρεώνεται το παραβαίνον κράτος μέλος σε καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και θα εμμένει στο αίτημα αυτό, χωρίς να παραιτείται πλέον από την προσφυγή της, ακόμη και σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος θέτει τέρμα στην παράβαση μετά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου και πριν από την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ.


7 – Βλ. αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, C-121/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2008, σ. I-9159, σκέψη 22), καθώς και της 4ης Ιουνίου 2009, C-568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I-4505, σκέψη 24).


8 – Κατά τον χρόνο που η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή, ήτοι στις 25 Ιουνίου 2009, το κατ’ αποκοπήν ποσό ανερχόταν σε 7 431 484 ευρώ.


9 – SEC(2010) 923.


10– Η ανακοίνωση του 2010 προβλέπει ότι ναι μεν τα αριθμητικά δεδομένα τα οποία περιέχει θα εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που η Επιτροπή θα ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 260 du ΣΛΕΕ από τη δέκατη μέρα μετά την έκδοση της ανακοινώσεως αυτής και εντεύθεν, πλην όμως η Επιτροπή, δεδομένου ότι θα έχει αναθεωρήσει τον χρησιμοποιούμενο στο πλαίσιο του υπολογισμού συντελεστή, θα προσαρμόσει τη μέθοδο υπολογισμού βάσει του νέου συντελεστή «n» στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια του έτους 2009 δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΕΕ, εφόσον ο νέος αυτός συντελεστής είναι μικρότερος εκείνου που εφαρμόστηκε αρχικώς, κατά τον χρόνο ασκήσεως της οικείας προσφυγής. Αυτό ακριβώς συνέβη εν προκειμένω.


11 – C-70/06 (Συλλογή 2008, σ. I-1).


12 – Βλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑6263, σκέψη 81)· της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 58), και της 4ης Ιουνίου 2009, C-568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 45).


13 – Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C-568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7.


15 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 63), καθώς και της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I-5703, σκέψη 144).


16 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 62)· της 4ης Ιουνίου 2009, C-568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 44)· της 4ης Ιουνίου 2009, C‑109/08, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I-4657, σκέψη 51), και της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 144).


17 – Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C-568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


18 – Το άρθρο 18 της οδηγίας 2004/80 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία αυτή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2006.


19 –      Η υπογράμμιση δική μου.


20 – Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 64).


21 – Πρόκειται, μέχρι σήμερα, για πέντε αποφάσεις, ήτοι της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 12 – το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, ύψους 20 εκατομμύρια ευρώ)· της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 – το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ)· της 4ης Ιουνίου 2009, C‑568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7 – το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ)· της 4ης Ιουνίου 2009, C-109/08, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 16 – το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ), και της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07,Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15 – το Δικαστήριο διέταξε την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού, ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ).


22 – Πρέπει, συγχρόνως, να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, ως προς τον υπολογισμό του ποσού της χρηματικής ποινής, ότι η μέθοδος που συνίσταται στον πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού με έναν συντελεστή «n» συνιστά ενδεδειγμένο μέσον, το οποίο αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, διατηρώντας ταυτόχρονα μια εύλογη απόκλιση στον τρόπο αντιμετωπίσεως των διαφόρων κρατών μελών (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


23 – Βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2009, C-369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψεις 146 και 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).