Language of document : ECLI:EU:C:2010:595

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 7ης Οκτωβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑235/09

DHL Express (France) SAS

κατά

Chronopost SA

[αίτηση του Cour de Cassation (Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Πνευματική ιδιοκτησία – Δίκαιο των σημάτων – Άρθρο 98 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 – Έκταση της εδαφικής ισχύος απαγορεύσεως την οποία έχει επιβάλει δικαστήριο κοινοτικών σημάτων – Χρηματικές ποινές που συνοδεύουν απαγόρευση – Ισχύς των χρηματικών ποινών στο έδαφος άλλων κρατών μελών από το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο που τις επιβάλλει»





1.        Με την παρούσα διάταξη περί παραπομπής, το Cour de Cassation (γαλλικό ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τέσσερα ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 98 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94, για το κοινοτικό σήμα (2). Ως γνωστόν, η εν λόγω διάταξη αφορά την απαγόρευση εξακολουθήσεως πράξεων παραποιήσεως/απομιμήσεως ή επαπειλούμενης παραποιήσεως/απομιμήσεως την οποία επιβάλλει εθνικό δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, καθώς και τα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση της εν λόγω απαγορεύσεως.

2.        Υπό ένα ευρύτερο οπτικό πρίσμα, η παρούσα υπόθεση καθιστά έκδηλες τις δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την ερμηνεία των διατάξεων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που περιέχει ο κανονισμός 40/94, ιδίως όσον αφορά τις έννομες συνέπειες των αποφάσεων που διαπιστώνουν πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως ή απόπειρα παραποιήσεως/απομιμήσεως ενός κοινοτικού σήματος. Κατ’ ουσίαν, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι αποφάσεις, περιλαμβανομένων των δευτερευόντων μέτρων, που εκδίδει ένα εθνικό δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, αποφαινόμενο επί των αξιώσεων των διαδίκων, παράγουν συνέπειες σε ολόκληρο το έδαφος της Ενώσεως ή εάν οι συνέπειες αυτές περιορίζονται σε ορισμένα ή σε ένα μόνο κράτος μέλος.

I –    Νομικό πλαίσιο

3.        Ο κανονισμός 40/94 εισήγαγε ένα κοινό καθεστώς για το κοινοτικό σήμα προκειμένου να παράσχει έναν ενιαίο τίτλο διανοητικής ιδιοκτησίας σε όλο το έδαφος της Ενώσεως. Προκειμένου να κατοχυρωθεί αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας, ο κανονισμός προβλέπει έναν τίτλο του οποίου τα αποτελέσματα έχουν ισχύ σε όλο το έδαφος της Ενώσεως, ενώ ταυτόχρονα τα δικαστήρια των κρατών μελών αποκτούν ειδική δικαιοδοσία.

4.        Το 2009 εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009, για το κοινοτικό σήμα (3), που κωδικοποιεί τις μέχρι τούδε υφιστάμενες επί του θέματος διατάξεις. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, και δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά προηγήθηκαν της ενάρξεως της ισχύος του νέου κανονισμού, θα παραπέμπω στο πλαίσιο των ανά χείρας προτάσεων αποκλειστικά στον κανονισμό 40/94.

5.        Η δέκατη πέμπτη και η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94 είναι δηλωτικές της σημασίας που προσδίδεται στον ενιαίο χαρακτήρα όχι μόνον του τίτλου, αλλά και των έννομων συνεπειών των αποφάσεων των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων:

«[Εκτιμώντας] ότι οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των κοινοτικών σημάτων είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του γραφείου και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των κοινοτικών σημάτων, ότι οι κανόνες της σύμβασης των Βρυξελλών περί δικαιοδοσίας και της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, εφαρμόζονται σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις που αφορούν κοινοτικά σήματα, εκτός εάν προβλέπεται παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό∙

[…] ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση κοινοτικό σήμα και παράλληλα εθνικά σήματα· ότι, προς τούτο, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όταν οι αγωγές ασκούνται μέσα στο ίδιο κράτος μέλος, πρέπει να αναζητηθούν στους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τους οποίους δεν θίγει ο παρών κανονισμός, ενώ, όταν οι αγωγές ασκούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, μάλλον ενδείκνυται διατάξεις που θα βασίζονται στους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας της σύμβασης των Βρυξελλών.»

6.        Η διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού επιβεβαιώνει τον ενιαίο χαρακτήρα της προστασίας που παρέχει το κοινοτικό σήμα στον δικαιούχο του:

«Το κοινοτικό σήμα έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα: δεν δύναται να καταχωρηθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του, ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Κοινότητα.»

7.        Στην περίπτωση κατά την οποία ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων αποφανθεί ότι υπήρξε παραποίηση/απομίμηση ή απόπειρα παραποιήσεως/απομιμήσεως του σήματος, το άρθρο 98 του κανονισμού 40/94 προβλέπει την επιβολή απαγορεύσεως καθώς και άλλα συμπληρωματικά μέτρα χρησιμοποιώντας την εξής διατύπωση:

«1.      Όταν ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων διαπιστώνει ότι ο εναγόμενος έχει παραποιήσει/απομιμηθεί ή έχει απειλήσει να παραποιήσει/απομιμηθεί κοινοτικό σήμα και εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που το αποκλείουν, εκδίδει απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης/απομίμησης ή την επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση. Λαμβάνει επίσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγόρευσης.

2.      Εξάλλου, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκαν οι πράξεις παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλείται η παραποίηση/απομίμηση, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου του.»

8.        Τέλος, η οδηγία 2004/48/ΕΚ, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (4), προβλέπει ρητώς, στο άρθρο της 11, ένα εναρμονισμένο καθεστώς για τα μέτρα που μπορούν να επιβάλουν τα εθνικά δικαστήρια οσάκις διαπιστώνουν την ύπαρξη παραβάσεως:

«Απαγορευτική διάταξη δικαστηρίου

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που διαπιστώνει προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να απαγορεύουν στον παραβάτη τη συνέχιση της εν λόγω προσβολής στο μέλλον. Εφόσον το προβλέπει η εθνική νομοθεσία, η μη συμμόρφωση προς την απαγόρευση αυτή υπόκειται, εφόσον απαιτείται, σε επαναληπτικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δικαιούχοι να δύνανται να στραφούν κατά ενδιαμέσου, οι υπηρεσίες του οποίου χρησιμοποιούνται από τρίτον για την προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

9.        Η εταιρία Chronopost είναι δικαιούχος του γαλλικού και του κοινοτικού σήματος «WEBSHIPPING» τα οποία κατατέθηκαν αντιστοίχως στις 27 Απριλίου και στις 28 Οκτωβρίου 2000. Η καταχώριση αφορά υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστηρίξεως και διαβιβάσεως πληροφοριών, πρωτίστως δε την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.

10.      Μετά την ανωτέρω καταχώριση, η DHL International, διάδοχος της οποίας είναι πλέον η εταιρία DHL Express France, χρησιμοποίησε τους όρους «web shipping» και «webshipping» για να διακρίνει μια υπηρεσία διαχειρίσεως επείγουσας αλληλογραφίας, διαθέσιμη κυρίως μέσω του Διαδικτύου.

11.      Στις 9 Νοεμβρίου 2007 το Tribunal de Grande Instance de Paris εξέδωσε απόφαση επί αγωγής που είχε ασκήσει η Chronopost κατά της DHL Express France λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως του κοινοτικού σήματος. Το εν λόγω δικαστήριο, επιληφθέν ως δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, δέχτηκε την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος. Επίσης, το δικαστήριο απαγόρευσε τη συνέχιση των επιλήψιμων πράξεων επ’ απειλή χρηματικής ποινής.

12.      Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της αποφάσεως του Tribunal de Grande Instance, το Cour d’Appel de Paris, επιληφθέν ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση. Εντούτοις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα της Chronopost να επεκταθεί η απαγόρευση που επιβλήθηκε στην DHL Express France σε όλο το έδαφος της Κοινότητας. Ως εκ τούτου, η απόφαση του εφετείου επιβεβαίωσε τον περιορισμό των αποτελεσμάτων της απαγορεύσεως αποκλειστικά στο γαλλικό έδαφος.

13.      Η DHL Express France άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Cour de Cassation κατά της αποφάσεως του Cour d’Appel de Paris, η οποία ήταν απορριπτική. Η δε Chronopost άσκησε ανταναίρεση σε σχέση με την έκταση της εδαφικής ισχύος της απαγορεύσεως και της χρηματικής ποινής.

14.      Βάσει των επιχειρημάτων που προέβαλε η Chronopost, το Cour de Cassation έκρινε ότι το ζήτημα που ανέκυψε χρήζει της ερμηνείας του Δικαστηρίου αιτιολογώντας με τον τρόπο αυτόν την υποβολή του παρόντος προδικαστικού ερωτήματος.

III – Το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.      Στις 29 Ιουνίου 2009, πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σε σχέση με τα εξής ζητήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 98 του κανονισμού 40/94, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, την έννοια ότι απαγόρευση επιβαλλόμενη από δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ισχύει αυτοδικαίως σε ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, μπορεί το εν λόγω δικαστήριο να επεκτείνει ειδικώς την απαγόρευση αυτή στο έδαφος άλλων κρατών μελών εντός των οποίων τελέσθηκαν ή απειλείται να τελεσθούν πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως;

3)      Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, έχουν εφαρμογή τα μέτρα εξαναγκασμού, με τα οποία το δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού του δικαίου, συνόδευσε την επιβληθείσα απαγόρευση, στο έδαφος των κρατών μελών εντός των οποίων ισχύει η απαγόρευση αυτή;

4)      Σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει τη λήψη τέτοιου μέτρου εξαναγκασμού, παρεμφερούς ή διαφορετικού από αυτό που διατάσσει βάσει του εθνικού του δικαίου, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου των κρατών εντός των οποίων ισχύει η απαγόρευση αυτή;»

16.      Εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, υπέβαλαν παρατηρήσεις, πέραν της Chronopost, η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, καθώς και η Επιτροπή.

17.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 30 Ιουνίου 2010 στην οποία μετέσχον πέραν του συνηγόρου της Chronopost, οι εκπρόσωποι της Γαλλικής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως καθώς και της Επιτροπής.

IV – Εισαγωγή: τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων ως ειδικά δικαιοδοτικά όργανα της Ενώσεως εντεταγμένα στη δικαστική εξουσία των κρατών μελών

18.      Εισαγωγικώς, η επίλυση της παρούσας διαφοράς απαιτεί μια σύντομη περιγραφή του δικαιοδοτικού συστήματος σε σχέση με το κοινοτικό σήμα το οποίο εισήγαγε ο κανονισμός 40/94, καθώς και τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει το νομοθέτημα αυτό με τη δημιουργία ενός τίτλου διανοητικής ιδιοκτησίας με υπερεθνικό χαρακτήρα.

19.      Όπως προελέχθη, ο κανονισμός 40/1994 προβλέπει ένα ιδιαίτερο νομικό καθεστώς για το κοινοτικό σήμα το οποίο περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός εξειδικευμένου δικαιοδοτικού συστήματος το οποίο διακρίνεται, ούτως ειπείν, σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο, το οποίο δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, περιλαμβάνει το Γραφείο Εναρμονίσεως της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ), του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ενδεχομένως, ενώπιον του Δικαστηρίου (5). Η ειδική λειτουργία αυτού του δικαιοδοτικού οργάνου είναι η εκτίμηση της νομιμότητας των αποφάσεων του ΓΕΕΑ σχετικά με την καταχώριση του κοινοτικού σήματος. Το δεύτερο επίπεδο περιλαμβάνει τα δικαστήρια των κρατών μελών στα οποία εναπόκειται η εκδίκαση των αγωγών λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι δικαιούχοι ενός κοινοτικού σήματος (6). Εν συνόψει, ενώ το ΓΕΕΑ και τα δικαστήρια της Ενώσεως επιλύουν τις κάθετες διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ ενός ιδιώτη και του διοικητικού οργάνου στο οποίο έχει ανατεθεί η καταχώριση του κοινοτικού σήματος, τα εθνικά δικαστήρια ασκούν πλήρη δικαιοδοσία στις οριζόντιες διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ ιδιωτών (7).

20.      Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια δικαιοδοτούν ειδικώς ως δικαστήρια κοινοτικών σημάτων. Στην περίπτωση αυτή, τα εθνικά δικαστήρια δεν λειτουργούν ως δικαιοδοτικά όργανα του κοινού δικαίου της Ενώσεως, πράγμα το οποίο συμβαίνει οσάκις εφαρμόζουν την ευρωπαϊκή νομοθεσία στο πλαίσιο των συνήθων διαφορών που άγονται ενώπιόν τους. Η αποστολή του εθνικού δικαστή ως δικαστή κοινοτικών σημάτων διαφέρει από την αποστολή που έχει ως δικαστής της Ενώσεως, μολονότι αμφότερες οι αποστολές έχουν προφανώς κοινά σημεία. Εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στο συμβατικό πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως από τα δικαστήρια, μια διαφορά που άπτεται των κοινοτικών σημάτων μετατρέπει το εθνικό δικαστήριο σε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο της Ενώσεως, που συστήνεται προκειμένου να διαφυλάξει τα δικαιώματα που απορρέουν από έναν ειδικό τίτλο ιδιοκτησίας της Ενώσεως, στο πλαίσιο ενός συστήματος δικαιοδοσίας της Ενώσεως για την ορθή λειτουργία του οποίου πρέπει να μεριμνούν τα κράτη μέλη (8).

21.      Υπ’ αυτήν την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι ο κανονισμός 40/94, με τη δέκατη τέταρτη και τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του υπενθυμίζει στα κράτη μέλη την ανάγκη να ορίσουν «για την ενίσχυση της προστασίας των κοινοτικών σημάτων […] βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, τον μικρότερο δυνατό αριθμό εθνικών δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού ως αρμόδια για θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας του κοινοτικού σήματος» των οποίων οι αποφάσεις «είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων».

22.      Βάσει της δικαιοδοσίας αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εθνικά δικαστήρια κοινοτικών σημάτων, ως ειδικά δικαιοδοτικά όργανα της Ενώσεως, διασφαλίζουν την επίτευξη των ακόλουθων σκοπών.

23.      Πρώτον, τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων διασφαλίζουν την ομοιόμορφη εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου των κοινοτικών σημάτων υπό την έννοια ενός κοινού και αυτοτελούς νομικού πλαισίου του οποίου οι διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα της συστάσεως, της απονομής και ενδεχομένως της αποσβέσεως ενός τίτλου ιδιοκτησίας της Ενώσεως ο οποίος συνυπάρχει με άλλους τίτλους ιδιοκτησίας, όπως είναι το εθνικό σήμα του οποίου η εδαφική ισχύς περιορίζεται στο έδαφος εκάστου κράτους μέλους (9). Ο κανονισμός 40/94 αναφέρεται στα ανωτέρω με τον όρο «αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος» (10).

24.      Δεύτερον, τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων διασφαλίζουν την ενιαία προστασία του κοινοτικού σήματος. Καθιστώντας τα εθνικά δικαστήρια ειδικά δικαιοδοτικά όργανα της Ενώσεως, με δικονομικούς κανόνες που έχουν υπέρτερη ισχύ και παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, καθώς και με ρυθμίσεις σχετικά με τη δικαιοδοσία που καθορίζουν με ιδιαίτερο τρόπο το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς, ο κανονισμός 40/94 προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου ενός σήματος. Εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 40/94 σκοπεί να αποτρέψει την ύπαρξη πλειόνων δικαιοδοτικών οργάνων που δυσχεραίνουν την εξεύρεση ενιαίας λύσεως και συμβάλλουν έτσι στην ύπαρξη ανασφάλειας δικαίου (11).

25.      Τέλος, και τούτο έχει στο σημείο αυτό ιδιαίτερη σημασία, τα εθνικά δικαστήρια κοινοτικών σημάτων πρέπει να εφαρμόζουν το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο, κατά τρόπο αποτελεσματικό και δραστικό. Πράγματι το κοινοτικό σήμα δεν διάγει μια ύπαρξη εν κενώ. Αντιθέτως, η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού σήματος αποτελεί εγγενές στοιχείο του με σκοπό να παράσχει προστασία στους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις που νομίμως δημιουργούν ή χρησιμοποιούν σημεία στην οικονομική δραστηριότητά τους. Ένα κατακερματισμένο κοινοτικό σήμα, διεπόμενο από διαφορετικά καθεστώτα στα διάφορα κράτη μέλη και δυνάμενο να προκαλέσει διενέξεις αγόμενες ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαστηρίων, θα ήταν ένας τίτλος ιδιοκτησίας ελάχιστα ελκυστικός ο οποίος, εκ των υστέρων, θα μπορούσε να αποδειχθεί περισσότερο δαπανηρός για τον δικαιούχο του από ό,τι η δημιουργία διαφόρων εθνικών σημάτων. Ως εκ τούτου, σκοπός του κανονισμού 40/94 είναι να παράσχει το κοινοτικό σήμα στον δικαιούχο του έναν αποτελεσματικό τίτλο του οποίου η χρήση, καθώς επίσης και η προστασία του, δεν προϋποθέτει υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση.

26.      Εν συνόψει, οι κανόνες περί δικαιοδοσίας των άρθρων 92 έως 96 του κανονισμού 40/94 εντάσσονται σε ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου τα εθνικά δικαστήρια δικαιοδοτούν ως ειδικά όργανα της Ενώσεως, καλούμενα να εφαρμόσουν τους εν λόγω κανόνες κατά τρόπο ο οποίος να διασφαλίζει τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος, καθώς και την προστασία του, και χωρίς υπέρμετρες δαπάνες για αυτούς που τους επικαλούνται.

27.      Φρονώ ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της απαντήσεως στα ερωτήματα που υπέβαλε το Cour de Cassation με την παρούσα διάταξή του περί παραπομπής. Εντούτοις, θα πρέπει πρώτα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για το άρθρο 98 του κανονισμού 40/94, το οποίο προβλέπει τις απαγορεύσεις και τα συμπληρωματικά μέτρα που μπορεί να επιβάλει το δικαστήριο σημάτων και την ερμηνεία του οποίου αφορούν, εν τελευταία αναλύσει, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

V –    Περιεχόμενο, λειτουργία και πεδίο ισχύος του άρθρου 98 του κανονισμού 40/94

28.      Κατά το άρθρο 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως κοινοτικού σήματος κατά το άρθρο 9 του κανονισμού «απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης/απομίμησης ή την επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση». Συνεπώς, πρόκειται για μια απόφαση την οποία εκδίδει το κοινοτικό δικαστήριο σημάτων όταν διαπιστώσει την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως του σήματος. Η μόνη εξαίρεση που προβλέπεται αφορά περιπτώσεις στις οποίες, όπως προκύπτει από τη διάταξη, «υπάρχουν ειδικοί λόγοι που το αποκλείουν» (12). Επίσης, η διάταξη παρέχει στο δικαστήριο σημάτων την εξουσία να λάβει «τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγόρευσης» (13). Όπως ελέχθη, η διάταξη αυτή θέτει πλειάδα ζητημάτων τα περισσότερα εκ των οποίων αφορούν την παρούσα διαδικασία.

29.      Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 98 του κανονισμού 40/94 επιγράφεται μεν «Κυρώσεις», πλην όμως στην πραγματικότητα οι κυρώσεις αυτές δεν αποτελούν το μόνο αντικείμενο της διατάξεως και, ειδικότερα, της πρώτης παραγράφου του. Αυτό που πρωτίστως ρυθμίζεται στην εν λόγω διάταξη είναι τα μέτρα τα οποία επιβάλλει ένα δικαστήριο σημάτων προκειμένου να είναι αποτελεσματική η εκτέλεση μιας καταδικαστικής αποφάσεως. Εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην πλειονότητα των τακτικών αστικών δικών, στις οποίες μια καταψηφιστική απόφαση ενδέχεται να απαιτεί την κίνηση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως μετά την έκδοση της αποφάσεως στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης, το άρθρο 98, παράγραφος 1, ορίζει ότι το δικαστήριο σημάτων λαμβάνει τα μέτρα που είναι κατάλληλα ώστε να απαγορευθούν και να αποτραπούν μελλοντικές συμπεριφορές. Προς τούτο, η διάταξη διακρίνει μεταξύ δύο κατηγοριών μέτρων: μεταξύ, αφενός, της απαγορεύσεως και, αφετέρου, των μέτρων που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγορεύσεως.

30.      Η διαγνωστική δίκη, στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώνεται η παραποίηση/απομίμηση ή ο κίνδυνος παραποιήσεως/απομιμήσεως, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση επί της οποίας στηρίζεται, όπως είναι φυσικό, η απαγόρευση. Όπως προελέχθη, η απαγόρευση είναι η φυσική συνέπεια η οποία επέρχεται αφ’ ης στιγμής διαπιστωθεί η παραποίηση/απομίμηση. Πέραν αυτού, η απαγόρευση επιβάλλεται, όπως προβλέπεται, επ’ ευκαιρία της εν λόγω διαπιστώσεως, δεδομένου ότι μόνο με τον τρόπο αυτόν μπορεί να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της διαγνωστικής δίκης. Αν τα πράγματα είχαν άλλως, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του επί της υποθέσεως Nokia, «δεν θα επιτυγχανόταν ο σκοπός του άρθρου 98, παράγραφος 1, του κανονισμού, που συνίσταται στην ομοιόμορφη προστασία σε ολόκληρο το έδαφος της Κοινότητας του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα κατά του κινδύνου παραποίησης ή απομίμησης» (14). Το γεγονός ότι η διάταξη κάνει λόγο για «απόφαση» κατά τρόπο αυτοτελή, έως εάν επρόκειτο για ανεξάρτητη απόφαση, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η απαγόρευση επιβάλλεται στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας ή σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο. Κατά κάποιο τρόπο, αυτή η αναφορά μπορεί να θεωρηθεί ότι δηλώνει την αυτοτέλεια της απαγορεύσεως σε σχέση με την απόφαση επί της ουσίας, της πρώτης νοούμενης ως εξατομικευμένης εντολής που απευθύνεται στον εναγόμενο η οποία διακρίνεται από μια διαπίστωση που αφορά το δικαίωμα.

31.      Κάτι παρεμφερές ισχύει σε σχέση με τα μέτρα εξασφαλίσεως στα οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο 98. Πράγματι, το δικαστήριο μπορεί, μετά την έκδοση της αποφάσεώς του με την οποία διαπιστώνεται ότι υπήρξε παραποίηση/απομίμηση ή κίνδυνος παραποιήσεως/απομιμήσεως ενός κοινοτικού σήματος να κληθεί να λάβει, πέραν της επιβολής της προαναφερθείσας απαγορεύσεως, μέτρα τα οποία να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς αυτήν. Βεβαίως, πρόκειται για προαιρετικό μέτρο το οποίο μπορεί να εκδώσει το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφόσον κρίνει ότι απαιτείται, ωστόσο ο χρόνος λήψεως του μέτρου συμπίπτει πολύ συχνά με τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης και της επιβολής της απαγορεύσεως.

32.      Απαγόρευση και μέτρα εξασφαλίσεως συνδέονται στενά μεταξύ τους. Η απαγόρευση αποτελεί, ούτως ειπείν, φυσική και αναγκαία συνέπεια της διαγνωστικής δίκης στο πλαίσιο της οποίας ενσωματώνεται στο διατακτικό μια συμπληρωματική υποχρέωση παραλείψεως που βαρύνει αυτόν που παραποίησε/απομιμήθηκε το κοινοτικό σήμα. Σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως, εφαρμόζεται το συμπληρωματικό μέτρο ως αντίδραση στην παραβατική συμπεριφορά του εναγομένου. Ως εκ τούτου, τα μέτρα αυτά αποτελούν μέσα τόσο προλήψεως όσο και καταστολής, ήτοι αποτελούν μηχανισμούς που σκοπούν πρωτίστως να αποθαρρύνουν τυχόν παραβίαση της απαγορεύσεως που επιβάλλει η δικαστική απόφαση, ταυτόχρονα δε λειτουργούν, εφόσον τούτο απαιτείται, ως κυρώσεις.

33.      Κατόπιν των ανωτέρω διαπιστώσεων καθίσταται ασφαλέστερη η διαπραγμάτευση των ερωτημάτων του Cour de Cassation. Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην απαγόρευση, ενώ στο επίκεντρο των λοιπών ερωτημάτων ίστανται τα συμπληρωματικά μέτρα που συνδέονται προς την απαγόρευση. Ως εκ τούτου, φρονώ, μολονότι το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τέσσερα διαφορετικά ερωτήματα, ότι μπορεί να δοθεί μία απάντηση σε δύο τμήματα εκ των οποίων το πρώτο θα αφορά τις απαγορεύσεις και το δεύτερο τις διατάξεις περί της εφαρμογής των μέτρων εξασφαλίσεως και της φύσεώς τους.

VI – Τα δύο πρώτα ερωτήματα: η εδαφική ισχύς των απαγορεύσεων που επιβάλλει ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων

34.      Ο κανονισμός 40/94 εισάγει ένα ενιαίο σύστημα το οποίο, όπως προελέχθη, σκοπεί να δημιουργήσει ένα κοινό ουσιαστικό και δικονομικό πλαίσιο συνοδευόμενο από μέτρα τα οποία εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Επίσης, το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια δικαιοδοτούν ως ειδικά δικαστήρια της Ενώσεως κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διευρύνονται οι εξουσίες τους χάριν του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος θα μπορούσε να οδηγήσει στην εύλογη παραδοχή ότι οι αποφάσεις τους αναπτύσσουν τα αποτελέσματά τους κατά νομοθετική επιταγή και κατά τρόπο αυτόματο και απαλλαγμένο αιρέσεων σε ολόκληρη την Ένωση.

35.      Πράγματι, η προσέγγιση αυτή, βάσει της οποίας κάθε απόφαση εθνικού δικαστηρίου στον τομέα αυτό παράγει συνέπειες σε ολόκληρη την Ένωση ενδέχεται να είναι η πλέον σύμφωνη με τη βασική φιλοσοφία του κανονισμού 40/94. Εντούτοις, η προσέγγιση αυτή δεν αποτελεί τη μόνη δυνατή ερμηνεία. Πράγματι, υπάρχει μια κάπως πιο διαφοροποιημένη προσέγγιση η οποία σε κάθε περίπτωση ανταποκρίνεται καλύτερα στους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός και είναι, κατ’ εμέ, πιο ορθή.

36.      Ως σημείο αφετηρίας πρέπει να τονιστεί ότι το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων έχει ρητώς δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 93 και 94 του κανονισμού 40/94, η οποία του παρέχει την εξουσία να αποφαίνεται επί πράξεων οι οποίες έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλων κρατών μελών της Ενώσεως (15). Αυτός ο κανόνας περί δικαιοδοσίας εξηγείται από τους σκοπούς που εμπνέουν τις ρυθμίσεις περί κοινοτικού σήματος, οι οποίοι εκτέθηκαν ανωτέρω, δεδομένου ότι ο δικαιούχος ενός κοινοτικού σήματος πρέπει να μπορεί να προσφύγει σε ένα μόνο δικαστήριο και όχι σε πλειάδα δικαιοδοτικών οργάνων στην περίπτωση κατά την οποία προβάλλει το αίτημα παύσεως των πράξεων παραποιήσεως/απομιμήσεως σε διάφορα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, άπαξ το δικαστήριο σημάτων έχει δικαιοδοσία, δυνάμει του άρθρου 93 του κανονισμού 40/94, η απόφασή του σε σχέση με την παραποίηση/απομίμηση, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίον έλαβε χώρα, συνοδεύεται από την επιβολή απαγορεύσεως καθώς και από τα μέτρα εξασφαλίσεως της τηρήσεως της εν λόγω απαγορεύσεως (16).

37.      Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής η οποία υποστηρίζει ότι για την απάντηση του ερωτήματος που τίθεται εν προκειμένω πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η διάκριση μεταξύ των συνεπειών από τις παραδοχές του δικαστηρίου σε σχέση με το δικαίωμα και των συνεπειών από τη δικαστική απόφαση καθ’ εαυτήν. Πράγματι, ο κανονισμός 40/94 παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων να προβαίνει σε παραδοχές που αφορούν ένα δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται από πράξη του παράγωγου δικαίου της Ενώσεως και το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο παραποιήσεως/απομιμήσεως σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Η απόφαση του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων αφορά ως εκ τούτου ένα δικαίωμα το οποίο έχει αναγνωρίσει η Ένωση, και του οποίου η δικαστική προστασία έχει ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια τα οποία αποτελούν ειδικά δικαστήρια της Ενώσεως. Ως εκ τούτου, η δικαστική απόφαση περί του δικαιώματος παράγει, κατά κανόνα, έννομες συνέπειες σε ολόκληρη την Ένωση.

38.      Εντούτοις, κάθε διαφορά επηρεάζεται από τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ως εκ τούτου, θα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο ενάγων θα αντιδράσει απλώς σε μια προσβολή του δικαιώματός του η οποία έλαβε χώρα σε ένα κράτος μέλος οπότε στην περίπτωση αυτή η απόφαση θα υπόκειται σε εδαφικούς περιορισμούς (17). Το ίδιο θα συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία η παραποίηση/απομίμηση λάβει χώρα σε συγκεκριμένη ομάδα κρατών μελών, όπως μπορεί να συναχθεί στην παρούσα υπόθεση, όπου η ύπαρξη συγχύσεως εξαρτάται από τις γλωσσικές χρήσεις σε κάθε περιοχή (18). Βάσει της συλλογιστικής αυτής, εάν ο ενάγων δεν εξειδικεύσει την εδαφική περιοχή της παραποιήσεως/απομιμήσεως, μετακυλίεται στον εναγόμενο το βάρος να αποδείξει ότι η εν λόγω παραποίηση/απομίμηση περιορίζεται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Ειδάλλως, η απόφαση του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η οποία διαπιστώνει την ύπαρξη παραποιήσεως/απομιμήσεως, θα έπρεπε κατά κανόνα να παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες σε ολόκληρο το έδαφος της Ενώσεως.

39.      Βάσει των ανωτέρω, η μόνη ερμηνεία η οποία είναι σύμφωνη με τα προπαρατεθέντα είναι ότι η εδαφική ισχύς της προβλεπόμενης στο άρθρο 98, παράγραφος 1, απαγορεύσεως είναι αυτή που προσδίδεται στην προσβολή του δικαιώματος. Ως εκ τούτου, εάν το δικαστήριο σημάτων κρίνει ότι η προσβολή περιορίζεται σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από γλωσσική ενότητα, η απαγόρευση θα επιβληθεί επίσης σε σχέση με τον εν λόγω γεωγραφικό χώρο. Αντιθέτως, εάν το δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη προσβολής χωρίς να προβεί σε κάποια μνεία σε σχέση με την εδαφική ισχύ της απαγορεύσεως, τότε οι συνέπειες της απαγορεύσεως εκτείνονται σε ολόκληρη την Ένωση.

40.      Τα έννομα αποτελέσματα που επάγεται, κατά τον κανονισμό, το δικαίωμα διαφέρουν, όπως προελέχθη, από τα έννομα αποτελέσματα της δικαστικής αποφάσεως. Η ισχύς της δεν εκτείνεται αυτομάτως σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι αποτελεί απόφαση ενός φορέα δημόσιας εξουσίας του κράτους, αλλά αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της κατ’ αρχήν στο έδαφος του κράτους στο οποίο εκδίδεται ανεξαρτήτως του αν διέπεται από ένα ελαστικό και αποτελεσματικό καθεστώς σχετικά με την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων όπως είναι αυτό που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (19). Ως εκ τούτου, η επί της ουσίας απόφανση του δικαστηρίου εκτείνεται, από εδαφικής απόψεως, σε χώρο ο οποίος ενδέχεται να είναι ευρύτερος των ορίων του κράτους του δικάσαντος δικαστηρίου, ενώ η απόφαση, ως πράξη δικαιοδοτικού οργάνου που ασκεί σε εθνικό επίπεδο δημόσια εξουσία, περιορίζονται στην ημεδαπή, διέπεται δε από ένα προνομιακό καθεστώς αναγνωρίσεως αυτών των έννομων συνεπειών.

41.      Ως εκ τούτου, η απάντησή μου στο πρώτο ερώτημα του Cour de Cassation είναι ότι το άρθρο 98 του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση που επιβάλλει ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ισχύει κατ’ αρχήν, υπό την επιφύλαξη αντίθετης ρητής διατάξεως, αυτοδικαίως σε ολόκληρο το έδαφος της Ενώσεως. Ως εκ τούτου, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

VII – Το τρίτο και τέταρτο ερώτημα: εφαρμοστέο καθεστώς και έκταση ισχύος των συμπληρωματικών μέτρων τα οποία έλαβε το δικαστήριο προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς την απαγόρευση

42.      Περαιτέρω δυσχέρειες προκαλεί, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, η επιβολή και η έκταση της ισχύος των μέτρων που εξασφαλίζουν την τήρηση των απαγορεύσεων τα οποία το άρθρο 98, παράγραφος 1, χαρακτηρίζει ως «κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγόρευσης». Συγκεκριμένα, το ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν τα μέτρα αυτά πρέπει να διέπονται από ένα ενιαίο καθεστώς ή εάν η ρύθμιση παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο δικονομικό δίκαιο των κρατών μελών. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται επίσης από την απάντηση στο ζήτημα των έννομων συνεπειών των συμπληρωματικών μέτρων και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το Cour de Cassation στρέφεται προς το Δικαστήριο αναζητώντας απάντηση στα δύο αυτά ερωτήματα.

43.      Από μια προσεκτική ανάγνωση του άρθρου 98, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 98, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως ρυθμίζει διαφορετικά είδη μέτρων. Η παράγραφος 1 αφορά «τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγορεύσεως», ενώ η παράγραφος 2 κάνει μια λιγότερο συγκεκριμένη μνεία σε άλλα μέτρα τα οποία μπορούν εν γένει να λαμβάνονται. Σε σχέση με τα πρώτα μέτρα, η διάταξη ορίζει ότι το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει «το δίκαιο του κράτους αυτού», ενώ τα λοιπά μέτρα που μνημονεύονται στο άρθρο 2 λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν «του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκαν οι πράξεις παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλείται η παραποίηση/απομίμηση».

44.      Αυτή η διαφοροποίηση οδήγησε το Cour de Cassation στην υποβολή του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος, ωστόσο, κατ’ ουσίαν αμφότερα τα ερωτήματα αφορμώνται από την ίδια επιφύλαξη: διέπεται η χρηματική ποινή, ως μέτρο που εξασφαλίζει την τήρηση της απαγορεύσεως, από κάθε άποψη από το δίκαιο του δικάσαντος δικαστηρίου ή επίσης από το δίκαιο του τόπου εντός του οποίου διαπράχθηκε η απομίμηση/παραποίηση; Με διαφορετική διατύπωση: είναι η χρηματική ποινή ένα «[κατάλληλο μέτρο], που εξασφαλίζει την τήρηση αυτής της απαγόρευσης» και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, είναι «το εθνικό δίκαιο», για το οποίο κάνει λόγο το άρθρο 98, παράγραφος 1, το δίκαιο του δικάσαντος δικαστηρίου και εφαρμόζεται το δίκαιο αυτό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας η οποία προβλέπεται για την επιβολή χρηματικού προστίμου;

45.      Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά απορρέει από τον κανονισμό και από τους σκοπούς του, αλλά και από την ιδιαίτερη δομή και φύση των χρηματικών ποινών.

 Α –       Οι χρηματικές ποινές και η φύση τους υπό το πρίσμα του άρθρου 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94

46.      Οι χρηματικές ποινές, ιδίως στον τομέα των σημάτων, αποτελούν μέτρα τα οποία είναι γνωστά στην πλειονότητα των κρατών μελών. Η λειτουργία τους έγκειται, ως γνωστόν, στην εξασφάλιση της εκπληρώσεως μιας υποχρεώσεως. Εν προκειμένω, πρόκειται για την εκτενώς προπεριγραφείσα απαγόρευση του άρθρου 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94. Έστω και αν η χρηματική ποινή ενδέχεται να παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες στις εθνικές έννομες τάξεις, λειτουργεί κατά κανόνα ως οικονομική κύρωση το ύψος της οποίας υπολογίζεται βάσει του αριθμού των ημερών που διαρκεί η παράβαση. Στην περίπτωση των χρηματικών ποινών που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 98, παράγραφος 1, η κύρωση επιβάλλεται κατά του διαδίκου ο οποίος δεν τηρεί την απαγόρευση που επιβάλλει η δικαστική απόφαση.

47.      Πάντως, η χρηματική ποινή αποτελεί ένα μόρφωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό περιπλοκότητας, ο οποίος αυξάνεται όταν το μέτρο πρέπει να ληφθεί στο πλαίσιο μιας καταστάσεως που ενέχει διασυνοριακά στοιχεία. Πράγματι, η διαδικασία για την επιβολή χρηματικού προστίμου, προκειμένου να το διατυπώσω με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια, ενδέχεται να περιλαμβάνει τρία στάδια έκαστο εκ των οποίων διέπεται από διαφορετικό καθεστώς, πλην όμως τα στάδια αυτά συνδέονται μεταξύ τους. Αρχικά, ορίζεται η χρηματική ποινή σε συνάρτηση με ένα πραγματικό γεγονός (εν προκειμένω την παραβίαση της απαγορεύσεως) και μια έννομη συνέπεια που έχει τη μορφή κυρώσεως (η χρηματική ποινή η οποία καθορίζεται βάσει της διάρκειας της παραβιάσεως και εκφράζεται κατά κανόνα σε αριθμό ημερών). Εν συνεχεία, όταν πράγματι δεν τηρηθεί η απαγόρευση, υπολογίζεται το ύψος (του ποσού) της χρηματικής κυρώσεως κατ’ εφαρμογήν ενός προβλεπόμενου προς τούτο μαθηματικού τύπου. Τέλος, χωρεί η εκτέλεση η οποία πραγματοποιείται είτε εκουσίως είτε διά εξαναγκασμού, ενέχεται δε σε αυτήν, για την πληρωμή της ποινής, ο παραβάτης με την περιουσία του.

48.      Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό κάθε ένα από αυτά τα χρονικά στάδια της διαδικασίας για την επιβολή χρηματικής ποινής ενδέχεται να διέπεται από διαφορετικές ρυθμίσεις ή να περιλαμβάνει διαφορετικές διαδικασίες. Η περιπλοκότητα αυτή επιτείνεται όταν η παράβαση παρουσιάζει κάποιο διασυνοριακό στοιχείο, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή εμπλέκονται διάφορες έννομες τάξεις των οποίων η εφαρμογή επί της διαδικασίας της επιβολής προστίμου ενδέχεται να είναι κρίσιμη για κάποιο ή κάποια από τα ανωτέρω στάδια. Αυτό ακριβώς είναι το πλαίσιο εντός του οποίου ανέκυψαν τα δυο τελευταία ερωτήματα, εναπόκειται δε στο Δικαστήριο να διευκρινίσει σε ποιο βαθμό η απαγόρευση που προβλέπει το ανωτέρω άρθρο 98 του κανονισμού 40/94 προσδιορίζει τα εδαφικά αποτελέσματα και τους κανόνες που διέπουν τις επιβαλλόμενες βάσει της εν λόγω διατάξεως χρηματικές ποινές. Ωστόσο, και πριν συνεχίσω τη συλλογιστική μου, επιβάλλεται να προβώ σε ορισμένες συμπληρωματικές σκέψεις.

49.      Αφενός, δεν πρέπει να παροράται ότι ο νομοθέτης της Ενώσεως, παρά την πολλαπλότητα των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα μέτρα εξασφαλίσεως, εισήγαγε ορισμένες συναφείς διατάξεις εναρμονίσεως που συμβάλλουν στην προσέγγιση των εθνικών καθεστώτων. Το άρθρο 11 της οδηγίας 2004/48, το οποίο επιγράφεται «Απαγορευτική διάταξη δικαστηρίου», προβλέπει, σε σχέση με τα εθνικά σήματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της εναρμονίσεως μέσω της εν λόγω οδηγίας, ότι «[ε]φόσον το προβλέπει η εθνική νομοθεσία, η μη συμμόρφωση προς την απαγόρευση αυτή υπόκειται, εφόσον απαιτείται, σε επαναληπτικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση» (20). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, στο παρόν στάδιο μεταφοράς, τα κράτη μέλη έχουν ήδη προβλέψει διά της νομοθετικής οδού τη δυνατότητα επιβολής χρηματικών ποινών από τα δικαστήριά τους, αν και είναι εξίσου βέβαιο ότι ουδέν κωλύει να προβλεφθούν (άλλα) εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέτρα.

50.      Ακριβώς επειδή υπάρχει η δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, στις έννομες τάξεις τους, μέτρα συμπληρωματικά ή διαφορετικά από τις χρηματικές ποινές, το άρθρο 98, παράγραφος 1, δεν κάνει συγκεκριμένη αναφορά σε αυτά, αλλά κάνει λόγο γενικά για τα «κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση της απαγόρευσης». Αυτή είναι η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, όπως εξέθεσε το Ηνωμένο Βασίλειο με τις γραπτές παρατηρήσεις του. Στη χώρα αυτή είναι άγνωστες οι χρηματικές ποινές ενώ έχει μακρά παράδοση η contempt of court ένα μέτρο το οποίο έχει ως γνωστόν ποινικό χαρακτήρα.

51.      Αφετέρου, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω αναπτύξεις, τα μέτρα των οποίων κάνει μνεία το άρθρο 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 είναι κατά τρόπο ειδικό και αποκλειστικό αυτά τα οποία έχουν ως αντικείμενο την εξασφάλιση της τηρήσεως της απαγορεύσεως. Βάσει της διατάξεως αυτής, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εκδίδει διαταγή παραλείψεως και, ενδεχομένως, ορίζει τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της τηρήσεως της διαταγής αυτής. Συνεπώς, αυτά είναι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται βάσει της παραγράφου 1 «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο» και όχι οποιαδήποτε άλλα τα οποία μπορεί να εκδώσει το δικαστήριο. Στην περίπτωση κατά την οποία ληφθούν άλλα μέτρα των οποίων ο σκοπός δεν είναι η εξασφάλιση της τηρήσεως της απαγορεύσεως, η εφαρμοστέα διάταξη είναι αυτή του άρθρου 98, παράγραφος 2.

52.      Πράγματι, ενόψει της ετερογένειας των διατάξεων στα κράτη μέλη, ο κανονισμός 40/94 ορθώς διακρίνει μεταξύ της απαγορεύσεως και των λοιπών μέτρων τα οποία προβλέπει ενδεχομένως η εκάστοτε εθνική έννομη τάξη. Η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο αυτό και προέβαλε ένα γραμματικό επιχείρημα το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί, δεδομένου ότι πράγματι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 98 εισάγεται με τη φράση «por su parte», πράγμα το οποίο, υπό το φως άλλων γλωσσικών αποδόσεων, αποτελεί σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των μέτρων της παραγράφου 1 και των μέτρων της παραγράφου 2 (21). Και καθ’ ο μέτρο το άρθρο 98, παράγραφος 2, αφορά άλλα μέτρα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παράγραφος αυτή, πέραν των απαγορεύσεων και των μέτρων για τη διασφάλιση της τηρήσεώς τους, έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση των κυρώσεων εν γένει οι οποίες διαφέρουν από τα προηγούμενα μέτρα (22).

53.      Βάσει των ανωτέρω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Tribunal de Grande Instance de Paris αποτελεί απόφαση για την εξασφάλιση της επιβαλλόμενης με την απόφαση απαγορεύσεως του άρθρου 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/98. Κατά συνέπεια, το Tribunal de Grande Instance de Paris είναι υποχρεωμένο να λάβει το μέτρο «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».

54.      Επομένως, θα εξετάσω εν συνεχεία σε τι ακριβώς παραπέμπει το άρθρο 98, παράγραφος 1, όταν κάνει λόγο για το «εθνικό δίκαιο» και ποιες πρακτικές συνέπειες συνεπάγεται η απάντηση την οποία προτείνω στο Δικαστήριο.

 Το εφαρμοστέο δίκαιο και οι συνέπειες των «κατάλληλων μέτρων που εξασφαλίζουν την τήρηση «αυτής της απαγόρευσης»

55.      Αφού αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων να προβαίνει σε λήψη μέτρων για την εξασφάλιση της τηρήσεως της απαγορεύσεως, το άρθρο 98, παράγραφος 1, προσθέτει έναν κάπως διφορούμενο κανόνα συγκρούσεως, αναφερόμενο στο «εθνικό δίκαιο», χωρίς να εξειδικεύει ούτε τις συνέπειες ούτε το στάδιο επιβολής της χρηματικής ποινής, κατά το οποίο εφαρμόζεται το δίκαιο αυτό, ούτε το δίκαιο ποιου ακριβώς κράτους.

56.      Στο πλαίσιο μιας πρώτης προσεγγίσεως, μια ερμηνεία θα μπορούσε να οδηγήσει στην απάντηση ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι η lex loci delicti commissi, στον βαθμό που η αμέσως προηγούμενη φράση της διατάξεως κάνει λόγο για «τις πράξεις της παραποίησης/απομίμησης ή την επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση». Στον βαθμό που το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων μπορεί να έχει αρμοδιότητα για τη διαπίστωση των πράξεων παραποιήσεως/απομιμήσεως οι οποίες έλαβαν χώρα στο έδαφός του καθώς και στο έδαφος άλλων κρατών μελών, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία ημιπερίοδος του άρθρου 1, κινούμενη στην ίδια γραμμή πλεύσεως με τα αμέσως προηγούμενα, παραπέμπει το δικαστήριο στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εντός του οποίου σημειώθηκαν οι πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως. Η ερμηνεία αυτή θα παρείχε τη δυνατότητα προσαρμογής της λύσεως στις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εθνικής έννομης τάξεως και, εφόσον θα παρίστατο αναγκαίο, θα καθιστούσε ευχερέστερη την αναγνώριση της αποφάσεως στο κράτος του οποίου το δίκαιο έτυχε εφαρμογής. Εντούτοις, η άποψη αυτή συναντά ορισμένες ενστάσεις οι οποίες στηρίζονται όχι μόνο στη νομολογία, αλλά και στη γραμματική και τελολογική ερμηνεία.

57.      Πράγματι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Nokia, το Δικαστήριο διαπίστωσε, αν και στο πλαίσιο ενός obiter dicta, ότι «η φύση των μέτρων του άρθρου 98, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί η αγωγή, όπως προκύπτει από τη ρητή παραπομπή στο δίκαιο αυτό που κάνει η εν λόγω διάταξη» (23). Εντεύθεν συνάγεται ότι το εθνικό δίκαιο είναι κατ’ αρχήν το δίκαιο που είναι κρίσιμο για την επιβολή της χρηματικής ποινής. Εντούτοις, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η απόφαση παραπέμπει στο δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται επί της «φύσεως» των μέτρων, αφήνοντας το ερώτημα, όπως φαίνεται, εν μέρει ανοιχτό.

58.      Τυχόν επιφυλάξεις σε σχέση με την έκταση ισχύος της διαπιστώσεως αυτής θα πρέπει να αρθούν με ένα επιχείρημα συστηματικής φύσεως. Εάν πρόθεση του νομοθέτη της Ενώσεως ήταν το δίκαιο που εφαρμόζεται στα μέτρα εξασφαλίσεως της τηρήσεως της απαγορεύσεως να είναι το ίδιο με αυτό το οποίο προβλέπεται για τα υπόλοιπα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 98 θα ήταν περιττή, δεδομένου ότι αυτήν ακριβώς τη λειτουργία επιτελεί η διάταξη η οποία έχει νόημα μόνον εάν έχει οριστεί προηγουμένως κάτι διαφορετικό. Η εν λόγω παράγραφος διευκρινίζει με σαφήνεια ότι το εφαρμοστέο δίκαιο, εκτός των μέτρων που βαίνουν πέραν αυτών της εξασφαλίσεως της τηρήσεως της απαγορεύσεως, είναι «το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκαν οι πράξεις παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλείται η παραποίηση/απομίμηση, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου του». Η σύντομη μνεία στο «εθνικό δίκαιο» στην παράγραφο 1 έρχεται σε προφανή αντίφαση προς τη μνεία της lex loci delicti commissi, στην παράγραφο 2. Εντεύθεν συνάγεται ότι αφορούν διαφορετικούς κανόνες συγκρούσεως.

59.      Τέλος, πρέπει να προβώ σε ορισμένες εκτιμήσεις οι οποίες είναι εντούτοις πρακτικής και τελολογικής φύσεως.

60.      Πράγματι, ένα σύστημα dépeçage για τον χωριστό προσδιορισμό του δικαίου που εφαρμόζεται σε ένα μέτρο εξασφαλίσεως της τηρήσεως μιας απαγορεύσεως ενδέχεται να παρουσιάζει ορισμένες δυσχέρειες στη λειτουργία του ιδίως όταν το εν λόγω μέτρο είναι η χρηματική ποινή. Όπως προελέχθη, οι χρηματικές ποινές αποτελούν μέσο που έχει τόσο προληπτικό όσο και κατασταλτικό χαρακτήρα, σε αυτή δε την τελευταία περίπτωση απαιτείται η λήψη περαιτέρω μέτρων για την εξόφληση ενός συγκεκριμένου χρηματικού ποσού. Στη συνάφεια αυτή, το κριτήριο του τόπου στον οποίο διεπράχθη η απομίμηση/παραποίηση είναι προβληματικό, δεδομένου ότι το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων μπορεί να έχει ενώπιόν του περισσότερους τόπους: πρώτον, τον τόπο στον οποίο διαπράχθηκε η παραποίηση/απομίμηση του σήματος και έδωσε λαβή για την άσκηση της αγωγής περί αναγνωρίσεως της προσβολής, και, δεύτερον, τον τόπο στον οποίον επιβάλλεται η απαγόρευση εξακολουθήσεως των πράξεων της παραποιήσεως/απομιμήσεως ο οποίος μπορεί να μη συμπίπτει με τον προηγούμενο τόπο. Πέραν αυτού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το δικαστήριο δεν μπορεί εκ των προτέρων να διαπιστώσει τον τόπο στον οποίο θα υπάρξει παραβίαση της απαγορεύσεως, εάν πράγματι υπάρξει, δεδομένου ότι θα πρέπει, σε διαφορετική περίπτωση, να προβλέψει τόσες χρηματικές ποινές όσα είναι και τα κράτη μέλη. Στη συνήθη περίπτωση στην οποία η επί της ουσίας απόφαση αναπτύσσει ισχύ στο έδαφος ολόκληρης της Ενώσεως, θα πρέπει το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων να λάβει είκοσι επτά διαφορετικά μέτρα επί τη βάσει είκοσι επτά έννομων τάξεων.

61.      Εν συνόψει, από τις προπαρατεθείσες αναπτύξεις συνάγεται ότι η πλέον ορθή απάντηση απορρέει από τον συνδυασμό του «εθνικού δικαίου» του άρθρου 98, παράγραφος 1, με το δίκαιο του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων το οποίο αποφαίνεται επί της ουσίας. Εν ολίγοις, φρονώ ότι ως «εθνικό δίκαιο» νοείται η lex fori.

62.      Στο σημείο αυτό, η απάντηση στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα έγκειται στον καθορισμό της πιθανής παρεμβάσεως του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η οποία θα ισχύσει στον τόπο τον οποίον αφορά η διαπίστωση περί υπάρξεως παραβάσεως και η εν συνεχεία επιβληθείσα απαγόρευση, στα διαφορετικά χρονικά σημεία ή στάδια της επιβολής της χρηματικής ποινής.

63.      Η πρώτη από αυτές τις χρονικές στιγμές είναι, προφανώς, αυτή της διατυπώσεως ή της απειλής χρηματικής ποινής. Όπως εξέθεσα στο σημείο 47 των ανά χείρας προτάσεων, σε αυτό το πρώτο στάδιο, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων προβαίνει στην επιβολή χρηματικής ποινής βάσει του εσωτερικού δικαίου του. Ως εκ τούτου, ο δικαιούχος του σήματος έχει ένα νομικό τίτλο, ήτοι τη δικαστική απόφαση, στην οποία διαπιστώνεται η παραποίηση/απομίμηση ή ο κίνδυνος παραποιήσεως/απομιμήσεως και ταυτόχρονα εκδίδεται μια διαταγή και ένας κανόνας δικαίου που, ενδεχομένως, ισχύουν σε όλο το έδαφος της Ενώσεως. Η διαταγή η οποία συνίσταται στην απαγόρευση συνοδεύεται από ένα κανονιστικό στοιχείο το οποίο είναι η απειλή επιβολής χρηματικής ποινής ως μέσο κολασμού με το οποίο επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η τήρηση της απαγορεύσεως.

64.      Το γεγονός ότι ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων επιβάλλει χρηματική ποινή δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το ίδιο δικαστήριο πρέπει επίσης να διατάξει τον προσδιορισμό και την αναγκαστική εκτέλεσή της. Όλα τα στάδια στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής χρηματικής ποινής εξελίσσονται, όπως είναι αυτονόητο, ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, όταν η απαγόρευση παραβιάζεται εντός του κράτους του δικάσαντος δικαστηρίου. Εντούτοις, τούτο δεν συμβαίνει όταν η παραβίαση της απαγορεύσεως σημειώνεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη διαφορετικά από αυτό του δικάσαντος δικαστηρίου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή η δικαιοδοσία του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων είναι περιορισμένη, δεδομένου ότι μεσολαβεί μια εξουσία –η ποινική εξουσία– η οποία επιβάλλει μια ορισμένη προσαρμογή στην ενιαία απάντηση την οποία, εν γένει, φαίνεται να απαιτεί ο κανονισμός 40/94.

65.      Μια τέτοια ερμηνεία συνεπάγεται ότι στην περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως σε άλλο κράτος μέλος από αυτό του δικάσαντος δικαστηρίου ο προσδιορισμός και η εκτέλεση πρέπει να πραγματοποιηθούν στο κράτος στο οποίο διαπράχθηκε η εν λόγω παραβίαση. Συνεπώς, ενώ το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, το οποίο απεφάνθη επί της ουσίας, μπορεί να προβλέψει την επιβολή χρηματικής ποινής σε περίπτωση που εκδώσει καταψηφιστική απόφαση, ο προσδιορισμός της και η εκτέλεσή της εναπόκειται στο δικαστήριο του κράτους στο οποίο παραβιάστηκε η απαγόρευση βάσει των διατάξεων περί αναγνωρίσεως του κανονισμού 44/2001.

66.      Φρονώ ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι το πλέον συμβατό με τη διατύπωση του άρθρου 98, παράγραφος 1, καθώς και με τον χαρακτήρα της χρηματικής ποινής ως μέσου κολασμού. Πράγματι, η δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων είναι ευρεία και του παρέχει τη δυνατότητα να αποφαίνεται, δυνάμει του άρθρου 93 του κανονισμού 40/94, σε σχέση με παραποιήσεις/απομιμήσεις και επαπειλούμενες παραποιήσεις/απομιμήσεις που διαπράχθηκαν σε άλλα κράτη μέλη. Εντούτοις, η δικαιοδοσία αυτή δεν εξαντλείται στη διαπίστωση της παραποιήσεως/απομιμήσεως ή της επαπειλούμενης παραποιήσεως/απομιμήσεως, δεδομένου ότι ο κανονισμός 40/94 ουδέν διαλαμβάνει σε σχέση με τη δικαιοδοσία για τον προσδιορισμό των χρηματικών προστίμων, στην περίπτωση που το πραγματικό τους (η παραβίαση της απαγορεύσεως) πληρωθεί σε άλλο κράτος μέλος από αυτό του δικάσαντος δικαστηρίου. Πέραν αυτού, το αποτέλεσμα αυτό είναι συμβατό με τη φύση του χρηματικής ποινής η οποία επιτελεί μια λειτουργία που έχει περισσότερο τον χαρακτήρα κολασμού απ’ ό,τι προστασίας της αγοράς. Μέτρα τέτοιας φύσεως, τουλάχιστον όσον αφορά τη διατύπωση του περιεχομένου τους και τις τεχνικές εφαρμογής, πρέπει να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες εκάστης έννομης τάξεως και, ως εκ τούτου, θα πρέπει το δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί του καθορισμού και της εκτελέσεως της χρηματικής ποινής, να εφαρμόσει την αρχική δικαστική απόφαση λαμβάνοντας τα προβλεπόμενα στην έννομη τάξη του ισοδύναμα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχικώς επιβληθείσας απαγορεύσεως.

67.      Με τον τρόπο αυτό, το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους στο οποίο διεπράχθη η παραβίαση της απαγορεύσεως περιορίζεται στην αναγνώριση της αρχικής αποφάσεως του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων και, εφόσον το εσωτερικό δίκαιό του το επιτρέπει, στην κατάγνωση της χρηματικής ποινής στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντιθέτως, στην περίπτωση που το εσωτερικό δίκαιό του δεν προβλέπει ένα μέτρο τέτοιας φύσεως, θα πρέπει να επιτύχει τον κατασταλτικό σκοπό βάσει των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που διασφαλίζουν την τήρηση της απαγορεύσεως. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι τα μέτρα αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο εναρμονίσεως μέσω της οδηγίας 2004/48 και ότι, ως εκ τούτου, όλα τα κράτη μέλη έχουν εκδώσει σήμερα τις αντίστοιχες διατάξεις ή πρέπει να τις εκδώσουν για την πλήρη εφαρμογή –εφόσον παρίσταται ανάγκη με ισοδύναμα μέτρα– της χρηματικής ποινής.

68.      Σε απάντηση του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος που υπέβαλε το Cour de Cassation, φρονώ ότι το άρθρο 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μέτρα εξαναγκασμού τα οποία έλαβε ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων για την εφαρμογή μιας απαγορεύσεως εκτείνονται επί του ιδίου εδάφους επί του οποίου διεπράχθη η παραποίηση/απομίμηση και, συνεπεία τούτου, επιβλήθηκε η απαγόρευση. Το δικαστήριο του κράτους στο οποίο παραβιάστηκε η απαγόρευση είναι υποχρεωμένο, δυνάμει του κανονισμού 44/2001, καθώς και του εσωτερικού δικαίου του το οποίο διέπει την αναγνώριση των έννομων συνεπειών που απορρέουν από την κατάγνωση χρηματικής ποινής από το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, να προβεί στον προσδιορισμό της και ενδεχομένως σε αναγκαστική εκτέλεση. Εάν το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει ένα τέτοιο μέτρο, το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να επιτύχει τον κατασταλτικό σκοπό στηριζόμενο στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου οι οποίες διασφαλίζουν την τήρηση της απαγορεύσεως.

VIII – Πρόταση

69.      Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Cour de Cassation ως εξής:

«1)      Η απάντηση που προσήκει στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση την οποία έχει καταγνώσει δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ισχύει κατ’ αρχήν, και υπό την επιφύλαξη αντίθετης ρητής διατάξεως, αυτοδικαίως σε ολόκληρο το έδαφος της Ενώσεως.

2)      Η απάντηση που προσήκει στο τρίτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 98, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

–      Η ισχύς των μέτρων εξαναγκασμού τα οποία έλαβε δικαστήριο κοινοτικών σημάτων για την εφαρμογή απαγορεύσεως εκτείνεται στο ίδιο έδαφος στο οποίο διαπιστώθηκε η παραποίηση/απομίμηση και, ως εκ τούτου, επιβλήθηκε η απαγόρευση.

–      Το δικαστήριο του κράτους εντός του οποίου παραβιάστηκε η απαγόρευση υποχρεούται, δυνάμει του κανονισμού 40/2001 καθώς και του εσωτερικού δικαίου του το οποίο διέπει την αναγνώριση των συνεπειών της επιβληθείσας από το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων χρηματικής ποινής, να προβεί σε προσδιορισμό του και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, σε αναγκαστική εκτέλεση.

–      Στην περίπτωση που το εσωτερικό δίκαιο του δικαστηρίου του κράτους στο οποίο παραβιάστηκε η απαγόρευση δεν προβλέπει ένα τέτοιο μέτρο, θα πρέπει το εν λόγω δικαστήριο να επιτύχει τον κατασταλτικό σκοπό στηριζόμενο στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου οι οποίες διασφαλίζουν την τήρηση της απαγορεύσεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1).


3 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ L 78, σ. 1).


4 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ L 157, σ. 45, και διορθωτικό στην ΕΕ L 195, σ. 16).


5 – Βλ., ειδικότερα, τους τίτλους III και VII, καθώς και τα άρθρα 125 επ. του κανονισμού 40/94.


6 – Βλ., ειδικότερα, το άρθρο 91 του κανονισμού 40/94.


7 – Για τη δομή των κατανεμόμενων δικαιοδοσιών στο πεδίο των κοινοτικών σημάτων, καθώς και για μια εποικοδομητική κριτική της δομής αυτής, βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer επί της υποθέσεως Mülhens κατά ΓΕΕΑ (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, C-206/04 P, Συλλογή 2006, σ. I-2717, σημεία 60 έως 69).


8 – Βλ. Wadlow, Ch., Enforcement of Intellectual Property in European and International Law, εκδόσεις Sweet & Maxwell, Λονδίνο, 1998, σ. 255 επ.


9 – Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94 διατυπώνει τούτο με τον πλέον σαφή τρόπο: «[εκτιμώντας ότι] η δράση αυτή συνίσταται στη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος σημάτων το οποίο θα παρέχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποκτούν, σύμφωνα με ενιαία διαδικασία, κοινοτικά σήματα τα οποία θα προστατεύονται κατά τρόπο ενιαίο και θα παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλο το έδαφος της Κοινότητας».


10 – Βλ. το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 40/94: «το κοινοτικό σήμα έχει ενιαίο χαρακτήρα».


11 – Όπ.π.


12 – Σχετικά με την υποχρέωση επιβολής απαγορεύσεως και τον ορισμό των «ειδικών λόγων» οι οποίοι απαγορεύουν την επιβολή απαγορεύσεως, βλ. την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C-316/05, Nokia (Συλλογή 2006, σ. I-12083, σκέψεις 47 έως 52).


13 – Σε σχέση με το ότι η λήψη μέτρων εξασφαλίσεως αποτελεί υποχρέωση και όχι εξουσία, βλ. απόφαση Nokia (σκέψεις 59 έως 62).


14 – Προπαρατεθείσα απόφαση (σκέψη 60).


15 – Η μόνη εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, όπως διευκρινίζει το άρθρο 94, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, είναι η περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων στηρίζει τη δικαιοδοσία του στο άρθρο 93, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο «οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 92 πλην των αναγνωριστικών αγωγών για τη μη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος, μπορούν επίσης να διεξαχθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση ή στο οποίο διαπράχθηκε πράξη προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη φράση».


16 – Βλ. τα σημεία 30 και 31 των ανά χείρας προτάσεων.


17 – Η γενική εισαγγελέας Ε. Sharpston στις από 30 Απριλίου 2009 προτάσεις της επί της υποθέσεως Pago (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-301/07, Συλλογή 2009, σ. I-9429), τάχθηκε υπέρ του εδαφικού περιορισμού των προβλεπόμενων στο άρθρο 98 απαγορεύσεων, μολονότι το Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί του ζητήματος αυτού. Η γενική εισαγγελέας επισήμανε τα εξής: «Ένα δικαστήριο, αν έχει ποτέ τέτοια δυνατότητα, είναι σπάνιο να εκδώσει διαταγή με περιεχόμενο ευρύτερο απ’ ό,τι είναι αναγκαίο. Όταν η προσβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος περιορίζεται σε ένα μόνο κράτος μέλος (εν προκειμένω στην Αυστρία), συνήθως θα αρκεί η διαταγή που απαγορεύει την εν λόγω προσβολή να περιορίζεται ομοίως στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Δεν βλέπω τίποτα στον κανονισμό που να εμποδίζει ένα αρμόδιο δικαστήριο να εκδώσει διαταγή που να περιορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο» (σημείο 57).


18 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Οκτωβρίου 2006, T‑172/05, Armacell κατά ΓΕΕA – NMC (ARMAFOAM) (Συλλογή 2008, σ. II‑4061, σκέψεις 65 επ.), της 14ης Οκτωβρίου 2003, T-292/01, Phillips-Van Heusen κατά ΓΕΕΑ – PASH Textilvertrieb und Einzelhandler (BASS) (Συλλογή 2003, σ. II-4335, σκέψη 50), και της 6ης Ιουλίου 2004, T-117/02, Grupo El Prado Cervera κατά ΓΕΕΑ – Héritiers Debuschewitz (CHUFAFIT) (Συλλογή 2004, σ. II-2073, σκέψη 48).


19 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


20 – Η διάταξη αυτή αποτελεί σημαντική πρόοδο έναντι της προϊσχύσασας κοινοτικής νομοθεσίας, και συγκεκριμένα της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, πρώτης οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), της οποίας οι «δικονομικές» διατάξεις ουδέν διελάμβαναν σε σχέση με τις χρηματικές ποινές ή άλλα ισοδύναμα μέτρα.


21 – Βεβαίως, η γαλλική απόδοση ομοιάζει περισσότερο στην ισπανική («par ailleurs»), ωστόσο η γερμανική («in bezug auf alle andere Fragen»), η ιταλική («negli altri casi»), η αγγλική («in all other respects») επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η δεύτερη παράγραφος αφορά μια διαφορετική περίπτωση από αυτήν την οποία ρυθμίζει η παράγραφος 1.


22 – Βλ., επίσης, τον σχολιασμό του Desantes Real, M., «Artículo 98» σε Casado Cerviño, A., και Llobregat Hurtado, M.L., Comentarios a los Reglamentos sobre la Marca Comunitaria, La Ley, Μαδρίτη, 2000, σ. 7. Πράγματι, κάθε έννομη τάξη περιλαμβάνει μια ποικιλία τέτοιων μέτρων των οποίων ο σκοπός δεν είναι η εξασφάλιση της τηρήσεως της απαγορεύσεως, αλλά της εφαρμογής του διατακτικού. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που διατάσσεται η καταστροφή εμπορευμάτων, επιδικάζεται η καταβολή ενός ποσού ή επιβάλλεται η υποχρέωση δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή η εφαρμογή άλλων μέτρων τα οποία συνίστανται στην υποχρέωση του ηττηθέντος διαδίκου να προβεί σε κάποια πράξη. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για μέτρα τα οποία ορίζονται ταυτόχρονα με την έκδοση της αποφάσεως και τα οποία, εν αντιθέσει προς τις χρηματικές ποινές, δεν χρήζουν κάποιας μεταγενέστερης δικαστικής αποφάσεως για τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου ποσού.


23 – Προπαρατεθείσα απόφαση Nokia