Language of document : ECLI:EU:C:2013:361

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 30ής Μαΐου 2013 (1)

Υπόθεση C‑40/12 P

Gascogne Sack Deutschland GmbH, πρώην Sachsa Verpackung GmbH

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Τομέας των πλαστικών βιομηχανικών σάκων – Πρόστιμα – Προσβολή εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου προθεσμίας»





 Πρόλογος

1.        Στις 16 Νοεμβρίου 2011 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε τρεις αποφάσεις (2) με τις οποίες απέρριψε τρεις αντίστοιχες προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής στην υπόθεση COMP/38354 – Βιομηχανικοί σάκοι (3). Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη σοβαρής και μακροχρόνιας παραβάσεως του τότε άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρο 101 ΣΛΕΕ)· επέβαλε δε υψηλά πρόστιμα σε ορισμένες θυγατρικές εταιρίες και στις αντίστοιχες μητρικές τους. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά μία από τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (4).

2.        Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, πέρα από τα τιθέμενα καινοφανή ζητήματα δικαίου του ανταγωνισμού, προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκδίκασε τις προσφυγές που ασκήθηκαν ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας. Για τον λόγο αυτόν, σαφώς εναπόκειται στο Δικαστήριο να επιχειρήσει τη χωρίς χρονοτριβή εκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως. Τόσο για την τήρηση της προϋποθέσεως αυτής όσο και λόγω της ανάγκης να υπάρξει επαρκής χρόνος για τη μετάφραση, έχω κατανείμει τα εξεταζόμενα ζητήματα μεταξύ των τριών προτάσεων ως εξής.

3.        Οι ουσιώδεις νομοθετικές διατάξεις, η περιγραφή της συμπράξεως, η διαδικασία ως την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής καθώς και τα επιβληθέντα πρόστιμα εκτίθενται στα σημεία 6 έως 32 των παρουσών προτάσεων. Επειδή με τις αιτήσεις αναιρέσεως προβάλλονται ελαφρώς διαφορετικά επιχειρήματα όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι μητρικές εταιρίες ευθύνονται ή όχι για τις πράξεις των θυγατρικών τους που τους ανήκουν εξ ολοκλήρου, το ζήτημα αυτό εξετάζεται και στις τρεις προτάσεις. Στα σημεία 70 έως 150 των προτάσεων επί της υποθέσεως Groupe Gascogne (5) θα προβώ σε ανάλυση των ζητημάτων σχετικά με το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε εντός ευλόγου προθεσμίας (ιδίως, τα κριτήρια καθορισμού του κατά πόσον έχει υπάρξει υπερβολική καθυστέρηση και τα πιθανά μέσα ένδικης προστασίας στην περίπτωση που αυτό έχει συμβεί). Στις αντίστοιχες για κάθε αίτηση αναιρέσεως προτάσεις εξετάζονται τα λεπτομερή επιχειρήματα που προβλήθηκαν από κάθε αναιρεσείουσα όσον αφορά (για παράδειγμα) την επάρκεια της αιτιολογίας των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου (6).

 Εισαγωγή

4.        Με την υπό κρίση υπόθεση τίθενται δύο σημαντικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά τον καθορισμό των προστίμων στην περίπτωση καταλογισμού εις ολόκληρον ευθύνης στη μητρική εταιρία για παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού που διαπράττει η κατά 100 % θυγατρική της.

5.        Το δεύτερο ζήτημα αφορά το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (7) και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ). Ως προς το σημείο αυτό, το κύριο ζήτημα είναι τι συνιστά «εύλογη προθεσμία» για την εφαρμογή του άρθρου 47 του Χάρτη και ποιο είναι το κατάλληλο μέσο ένδικης προστασίας στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν εκδικάσει υπόθεση εντός της εύλογης αυτής προθεσμίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

6.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να εκδικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός ευλόγου προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Κατά το άρθρο 13 της ίδιας Συμβάσεως κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής στην περίπτωση προσβολής δικαιώματός του που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, στην περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: Δικαστήριο του Στρασβούργου) κρίνει, κατά την ενώπιόν του διαδικασία, ότι υπήρξε παράβαση της ΕΣΔΑ, μπορεί να χορηγήσει δίκαιη ικανοποίηση στον παθόντα (δεν υπάρχει ρητή αντίστοιχη διάταξη όσον αφορά το παρόν Δικαστήριο).

 Θεμελιώδη δικαιώματα

7.        Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

8.        Το άρθρο 47 του Χάρτη τιτλοφορείται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου». Ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

[…]»

9.        Το άρθρο 48 του Χάρτη κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα άμυνας. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

10.      Κατά το άρθρο 51, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη:

«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.»

11.      Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη η ερμηνεία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει ο Χάρτης θα πρέπει να είναι ίδια με εκείνη των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ.

 Διατάξεις των Συνθηκών

 Συνθήκη ΕΕ

12.      Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως θεσμικό όργανο (ήτοι, το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και τα τυχόν ειδικευμένα δικαστήρια) έχει το γενικό καθήκον «να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών». Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».

 Συνθήκη ΛΕΕ

13.      Το άρθρο 101 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 81 ΕΚ) απαγορεύει τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές που παρεμποδίζουν, περιορίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς.

14.      Το άρθρο 261 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«Οι κανονισμοί που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και από το Συμβούλιο, βάσει των Συνθηκών, δύνανται να χορηγούν στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τις κυρώσεις που προβλέπουν.»

15.      Γενικότερα, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ χορηγεί στο Δικαστήριο αρμοδιότητα να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων, περιλαμβανομένης της Επιτροπής, «λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας».

 Τα πρόστιμα κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού

16.      Οι αιτιολογικές σκέψεις 29, 33 και 37 του κανονισμού 1/2003 (8) έχουν ως εξής:

«(29) Η τήρηση των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων υπέχουν βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να μπορούν να εξασφαλίζονται με την επιβολή προστίμων και χρηματικών ποινών.

[…]

(33)      Όλες οι αποφάσεις που η Επιτροπή λαμβάνει κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου υπό τους όρους που καθορίζονται στη συνθήκη. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται να προβλεφθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 229 [νυν άρθρο 261 ΣΛΕΕ], η χορήγηση στο Δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας για τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

[…]

(37)      Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ειδικότερα, από τον [Χάρτη]. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με αυτά τα δικαιώματα και τις αρχές.»

17.      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (9) ορίζει ότι στην περίπτωση που ορισμένη επιχείρηση παραβαίνει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα […] Για καθεμία από τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος [στο εξής: το όριο του 10 %]».

18.      Η διάταξη αυτή ερμηνεύεται με συγκεκριμένο τρόπο από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Ως «συνολικός κύκλος εργασιών» στο άρθρο 23, παράγραφος 2, νοείται ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιεί παγκοσμίως ο επιχειρηματικός όμιλος ο οποίος θεωρείται επιχείρηση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, δηλαδή του συνόλου των εταιριών που τον συναποτελούν (10). Ως «προηγούμενο οικονομικό έτος» νοείται το οικονομικό έτος που προηγείται της αποφάσεως της Επιτροπής (11). Κατά συνέπεια, το έτος αυτό αποτελεί το σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ορίου του 10 %.

19.      Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι «[ο] καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης».

20.      Το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι «[το] Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί».

21.      Κατά τον κρίσιμο χρόνο ίσχυαν επίσης οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 1998 (12). Κατά το προοίμιο των κατευθυντήριων αυτών γραμμών:

«Σκοπός των αρχών που διέπουν τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές είναι να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των αποφάσεων της Επιτροπής, τόσο έναντι των επιχειρήσεων, όσο και έναντι του Δικαστηρίου, και παράλληλα να κατοχυρωθεί η διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έχει παραχωρήσει στην Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, με ανώτατο όριο το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας θα πρέπει, ωστόσο, να εντάσσεται σε μια συνεκτική και απαλλαγμένη από αυθαίρετες διακρίσεις πολιτική, η οποία να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στους στόχους της καταστολής των παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού.

Η νέα μέθοδος η οποία θα εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων θα πρέπει στο εξής να ακολουθεί το ακόλουθο σύστημα, το οποίο στηρίζεται στον προσδιορισμό ενός βασικού ποσού επί του οποίου εφαρμόζονται προσαυξήσεις, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, και μειώσεις, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.»

22.      Κατά το σημείο 1 των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 1998, το βασικό ποσό του προστίμου προσδιορίζεται αναλόγως της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, που είναι τα μόνα κριτήρια που θέτει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

 Η σύμπραξη

23.      Αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν 25 επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Groupe Gascogne και η θυγατρική της Gascogne Sack Deutschland (η οποία κατά τον χρόνο της αποφάσεως ήταν γνωστή ως Sachsa Verpackung GmbH, στο εξής: GSD ή Gascogne Sack Deutschland) καθώς και η Kendrion (13).

24.      Η εταιρία χαρτοφυλακίου Gascogne Deutschland GmbH κατέχει το 90 % της GSD. Το υπόλοιπο 10 % ανήκει στην Groupe Gascogne η οποία κατέχει το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της Gascogne Deutschland GmbH. Η GSD παράγει χάρτινους σάκους (τους οποίους δεν αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση) και πλαστικούς σάκους.

25.      Τον Νοέμβριο του 2001 ο όμιλος της British Polythene Industries PLC (στο εξής: BPI) ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη συμπράξεως στον τομέα των βιομηχανικών σάκων και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστεί μαζί της σύμφωνα με την ανακοίνωση του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (14). Η BPI προσκόμισε στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία κατέστησαν δυνατή τη διενέργεια ερευνών τον Ιούνιο του 2002.

26.      Η σύμπραξη λειτουργούσε σε δύο επίπεδα. Σε παγκόσμιο επίπεδο λειτουργούσε στο πλαίσιο της Valveplast, κλαδικής ενώσεως της οποίας μέλη μπορούσαν να γίνουν κατασκευαστές οι οποίοι είχαν έδρα και εγκαταστάσεις παραγωγής εντός της εσωτερικής αγοράς. Τα μέλη κατέβαλαν ετήσια εισφορά.

27.      Υπό την αιγίδα της Valveplast ή εκτός του πλαισίου της λειτουργούσαν ορισμένες υποομάδες, στις οποίες περιλαμβάνονταν περιφερειακές ομάδες: η βελγική υποομάδα, η υποομάδα του Benelux, η γερμανική υποομάδα, η γαλλική υποομάδα και η υποομάδα Teppema (ή ολλανδική).

28.      Οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως συμμετείχαν σε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η οποία κάλυπτε τις χώρες Μπενελούξ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, και συνίστατο στον καθορισμό των τιμών των βιομηχανικών σάκων, στην κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, στον καταμερισμό μεριδίων αγοράς και ποσοστώσεων, στον καταμερισμό των πελατών και των συμφωνιών, στην υποβολή συντονισμένων προσφορών σε ορισμένους διαγωνισμούς και στην ανταλλαγή ατομικών πληροφοριακών στοιχείων. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις συμμετείχαν σε αυτές τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές για χρονικά διαστήματα μεταξύ 3 και 20 ετών.

29.      Η Επιτροπή έκρινε ότι το συμφέρον που είχε η Groupe Gascogne στη θυγατρική της δεν ήταν μόνο οικονομικό. Διορίζοντας στελέχη του ομίλου ως μέλη του εποπτικού συμβουλίου (Beirat) της GSD, η Groupe Gascogne είχε την πρόθεση να ασκεί τακτική εποπτεία επί της διοικήσεως της θυγατρικής της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να καταλογίσει στην Groupe Gascogne εις ολόκληρον ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η GSD από το χρονικό σημείο κατά το οποίο απέκτησε τη θυγατρική (1η Ιανουαρίου 1994) μέχρι τον τερματισμό των επίμαχων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών (26 Ιουνίου 2002).

 Τα πρόστιμα

30.      Το βασικό ποσό του προστίμου καθορίστηκε ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (15).

31.      Η Επιτροπή έκρινε ότι η παράβαση έπρεπε να χαρακτηρισθεί πολύ σοβαρή (16).

32.      Η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να προβεί σε διαφορετική μεταχείριση των εμπλεκόμενων στη σύμπραξη επιχειρήσεων ανάλογα με τη σχετική σημασία τους στην αγορά κατά το έτος 1996. Συνεπώς, κατένειμε τις επιχειρήσεις σε έξι κατηγορίες. Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί κατατάχθηκαν στην πρώτη κατηγορία. Η GSD κατατάχθηκε στην έκτη κατηγορία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου εις βάρος της GSD στα 5,5 εκατομμυρίων ευρώ.

33.      Στη συνέχεια η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη διάρκεια της παραβάσεως. Ως προς την GSD, αυτή αντιστοιχούσε σε χρονικό διάστημα 14 ετών και 4 μηνών. Η Επιτροπή υπολόγισε, επομένως, προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 140 % και βάσει του υπολογισμού αυτού προέκυψε ποσό 7,7 εκατομμυρίων ευρώ. Από το άθροισμα του ποσού αυτού με το ποσό των 5,5 εκατομμυρίων ευρώ προκύπτει πρόστιμο συνολικού ποσού 13,2 εκατομμυρίων ευρώ.

34.      Κατά συνέπεια, με το άρθρο 2, στοιχείο i, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβλήθηκε στην GSD πρόστιμο ύψους 13,2 εκατομμυρίων ευρώ. Ως προς το πρόστιμο αυτό η Groupe Gascogne ευθυνόταν εις ολόκληρον μέχρι του ποσού των 9,9 εκατομμυρίων ευρώ (17). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα οκτώ ετών και πέντε μηνών κατά τη διάρκεια του οποίου η GSD ήταν κατά 100 % θυγατρική της Groupe Gascogne. Κατά συνέπεια, η GSD ευθύνεται μόνη αυτή για το ποσό των 3,3 εκατομμυρίων ευρώ.

 Περίληψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

35.      Πρωτοδίκως, η GSD (18) ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον απευθύνεται στην ίδια και την Groupe Gascogne και να κρίνει ότι η GSD παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και ότι η Groupe Gascogne ευθύνεται εις ολόκληρον για το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην GSD με το άρθρο 2, στοιχείο i, της ως άνω αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να τροποποιήσει και να μειώσει το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36.      Προς στήριξη του πρώτου αιτήματός της, η GSD προέβαλε τρεις λόγους: i), ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η GSD είχε ενεργό συμμετοχή στη σύμπραξη· ii) ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν ελλιπής καθόσον η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την άποψή της περί συμμετοχής της GSD σε «γερμανική» υποομάδα στο πλαίσιο της συμπράξεως· iii) ότι η Επιτροπή είχε παραβεί το άρθρο 15 του κανονισμού 17 στο μέτρο που εσφαλμένως αποφάνθηκε ότι η GSD δεν αποτελούσε αυτοτελή επιχείρηση και αποφάσισε, επίσης εσφαλμένως, να καταλογίσει στην Groupe Gascogne, ως μητρική της εταιρία, εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή του προστίμου. Επιπλέον, η GSD υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη όσον αφορά το μέρος του προστίμου που έπρεπε να καταλογιστεί στην GSD για το χρονικό διάστημα της συμμετοχής της στην παράβαση και το οποίο υπερέβαινε το όριο του 10 %.

37.      Επικουρικώς, η GSD υποστήριξε ότι το πρόστιμο έπρεπε να μειωθεί. Προέβαλε ότι η Επιτροπή δεν είχε επιμετρήσει ορθώς το ποσό του επιβληθέντος προστίμου· ότι είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας εκτιμώντας εσφαλμένως τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως· και ότι δεν είχε λάβει δεόντως υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις και τη συνεργασία της GSD βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας (19).

38.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρωτοδίκως, η GSD προέβαλε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας εξ αιτίας της εφαρμογής του τεκμηρίου αποφασιστικής επιρροής, επικαλούμενη το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 48 του Χάρτη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω αιτίαση της GSD αποτελούσε νέο ισχυρισμό, ο οποίος δεν είχε περιληφθεί στο δικόγραφο της προσφυγής. Επικαλούμενο τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την αιτίαση αυτή απαράδεκτη.

 Οι λόγοι αναιρέσεως

39.      Η GSD προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

40.      Πρώτον, η GSD υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο επειδή έκρινε ότι η έναρξη ισχύος, την 1η Δεκεμβρίου 2009, της Συνθήκης ΕΕ και ιδίως του άρθρου της 6, το οποίο προσδίδει στον Χάρτη την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες, δεν ήταν νομικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία (20).

41.      Δεύτερον, η GSD προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

42.      Τρίτον, η GSD υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε τον δικαστικό του έλεγχο και δεν έλεγξε επαρκώς την αιτιολογία και τη συλλογιστική της Επιτροπής όσον αφορά τον αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά.

43.      Τέταρτον, επικουρικώς, η GSD προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου προθεσμίας που κατοχυρώνει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί ή, επικουρικώς, να μειωθεί το πρόστιμο προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές επιπτώσεις που είχε ως προς την GSD η παρέλευση χρονικού διαστήματος πέραν του ευλόγου.

 Πρώτος λόγος αναιρέσεως: η πρόσδοση στον Χάρτη ισχύος όμοιας με τη Συνθήκη κατόπιν (της ενάρξεως ισχύος) της Συνθήκης της Λισσαβώνας

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

44.      Η GSD υποστηρίζει ότι η μεταβολή στη νομική ισχύ του Χάρτη είχε άμεση επίδραση στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Από την ερμηνεία των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προβάλουν νομικό ή πραγματικό ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκτός αν στηρίζεται επί νομικών ή πραγματικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Η GSD ζήτησε στις 20 Οκτωβρίου 2010 την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ζήτησε να της επιτραπεί η προβολή αιτιάσεων αντλούμενων από παράβαση των άρθρων 48 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

45.      Η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι υπερβολικά γενικός και αόριστος και, δεύτερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής είναι συμβατό με το τεκμήριο αθωότητας. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση

46.      Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αιτίαση της GSD που αντλείται από το άρθρο 48 του Χάρτη ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θα ήταν παραδεκτή μόνο αν στηριζόταν σε πραγματικά ή νομικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

47.      Από την αίτησή της για επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας προκύπτει ότι η GSD εκτιμούσε ότι η αιτίαση αυτή δεν είχε προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής.

48.      Αυτό επιβεβαιώνεται από την εξέταση του εγγράφου αυτού.

49.      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτίαση της GSD δεν αποτελούσε ανάπτυξη επιχειρημάτων που είχαν προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής της GSD και ότι δεν συνδεόταν στενά με τα επιχειρήματα αυτά. Συμφωνώ και με τις δύο εκτιμήσεις.

50.      Από τις σκέψεις 85 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε πάντως τα ουσιαστικά επιχειρήματα της GSD σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το άρθρο 48 του Χάρτη.

51.      Τίποτα δεν εμπόδιζε την GSD από το να επικαλεστεί τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το άρθρο 48 του Χάρτη, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κατά την έγγραφη διαδικασία. Πρώτον, τα εν λόγω δικαιώματα αποτελούσαν τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Δεύτερον, μολονότι ο Χάρτης δεν ήταν νομικά δεσμευτικός, το Δικαστήριο είχε χρησιμοποιήσει συχνά τις διατάξεις του ως κατευθυντήρια γραμμή κατά την έκδοση αποφάσεων πριν τη θέση σε ισχύ του άρθρου 6 ΣΕΕ (21). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας απλώς κωδικοποιεί τον Χάρτη (22).

52.      Στις σκέψεις 91 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τα άρθρα 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Διαδικασίας. Από τη σκέψη 92 προκύπτει ότι έκρινε ότι η αιτίαση που προέβαλε η GSD κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ήταν νέα. Στη σκέψη 93 το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβολή στη νομική ισχύ του Χάρτη δεν αποτελούσε νέο νομικό στοιχείο καθόσον το τεκμήριο αθωότητας ήταν ήδη κατοχυρωμένο ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο, επομένως, απέρριψε την αιτίαση της GSD.

53.      Προσθέτω ότι, σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο πρόσφατα εξέτασε και απέρριψε το επιχείρημα ότι το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής είναι, κατ’ ουσίαν, τεκμήριο ενοχής και, άρα, δεν είναι συμβατό με το άρθρο 48 του Χάρτη (23). Συμφωνώ με την απόφαση αυτή. Φρονώ ότι το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής δεν είναι τεκμήριο ενοχής. Πρόκειται για τεκμήριο ότι –καλώς ή κακώς– η μητρική εταιρία έχει τα ηνία και, ως εκ τούτου, ευθύνεται για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της που της ανήκει εξ ολοκλήρου.

 Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003

54.      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της GSD έχει δύο σκέλη.

 Ανεπαρκής αιτιολογία όσον αφορά την απόρριψη του επιχειρήματος ότι η Groupe Gascogne δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της GSD

55.      Το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της GSD αφορά κατ’ ουσίαν την έννοια της «επιχειρήσεως», καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή καταλόγισε τις αντίθετες με τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές της GSD στην Groupe Gascogne. Η GSD υποστηρίζει ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παρατίθεται ανεπαρκής αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους καταλογίστηκε στην Groupe Gascogne εις ολόκληρον ευθύνη για πρόστιμο που επιβλήθηκε στην GSD δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Η GSD προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν η GSD είχε ανατρέψει το τεκμήριο περί ασκήσεως εκ μέρους της Groupe Gascogne καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της GSD.

 Κρίσιμες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

56.      Η GSD επικαλείται τις εξής σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως:

«89      Προς αντίκρουση των στοιχείων αυτών, η προσφεύγουσα δήλωσε, σε απάντηση σχετικού αιτήματος παροχής πληροφοριών, ότι διατηρούσε η ίδια αυτοτελώς την ευθύνη για τη λειτουργία της, ενώ η διαχείρισή της στο πλαίσιο του ομίλου γινόταν ως κέντρο κέρδους. Παρατηρεί επίσης ότι ο διαχειριστής της, R., ήταν διευθυντής πωλήσεων από το 1996, ενώ το τμήμα πωλήσεων αποτελούνταν, εξάλλου, από οκτώ στελέχη τα οποία ακολουθούσαν τις οδηγίες της διευθύνσεως. Υποστηρίζει επιπλέον ότι δεν είχε λάβει καμία έγγραφη οδηγία ή ενημερωτικό έγγραφο και ότι γινόταν ατομική διαπραγμάτευση των τιμών με τους πελάτες. Τέλος, υποστηρίζει ότι στην Επιτροπή εναπόκειτο να αποδείξει την έλλειψη αυτονομίας της, κάνοντας χρήση της εξουσίας της να διατάσσει αποδείξεις.

90      Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο ότι η Groupe Gascogne ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της προσφεύγουσας. Πράγματι, η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι η Group Gascogne δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής της πολιτικής, χωρίς όμως να προσκομίζει, κατά τα λοιπά, οιοδήποτε συναφές αποδεικτικό στοιχείο.» (24)

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

–       Η αίτηση αναιρέσεως της GSD

57.      Κατά την GSD, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε αιτιολογία επί της οποίας να στηρίζεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η κρίση του. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα πραγματικά στοιχεία που είχε προβάλει η GSD σε απάντηση σχετικού αιτήματος παροχής πληροφοριών ως προς το αν ενεργούσε αυτοτελώς σε σχέση με την Groupe Gascogne δεν είχαν ανατρέψει το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε τα νέα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε η GSD. Προέβη απλώς σε μια γενική διαπίστωση, χωρίς να παραθέσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στη διαπίστωση αυτή.

–       Η απάντηση της Επιτροπής

58.      Κατά την Επιτροπή, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά λεπτομερώς σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται ενώπιόν του, ιδίως στην περίπτωση που τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι διατυπωμένα κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή. Η GSD δεν προσκόμισε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο προς ανατροπή του τεκμηρίου καθοριστικής επιρροής. Τα επιχειρήματά της, στην πραγματικότητα, προβλήθηκαν σε διαφορετικό πλαίσιο και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως της εφαρμογής του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όσον αφορά το όριο του 10 %.

 Εκτίμηση

59.      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο (δυνάμει των άρθρων 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου) δεν συνεπάγεται ότι οφείλει να παραθέσει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι διάδικοι. Η αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο (25).

60.      Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι, στις σκέψεις 78 έως 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τα επιχειρήματα της GSD σχετικά με την έννοια του όρου «επιχείρηση» όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

61.      Δεύτερον, στις σκέψεις 85 έως 87, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε το νομικό πλαίσιο επί του οποίου στήριξε την εκτίμησή του ως προς το i) αν η GSD και η Groupe Gascogne αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση, ii) αν είχε εφαρμογή το τεκμήριο καθοριστικής επιρροής και iii) αν η GSD είχε ανατρέψει το τεκμήριο ότι η Groupe Gascogne έχει πράγματι ασκήσει τέτοια καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής της πολιτικής.

62.      Τρίτον, από τις σκέψεις 88 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο i) έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η GSD ήταν κατά 100 % θυγατρική της Groupe Gascogne, ii) έκρινε ότι η GSD δεν είχε ανατρέψει το τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής αποδεικνύοντας ότι ενεργούσε στην πραγματικότητα αυτοτελώς κατά τον καθορισμό της εμπορικής της πολιτικής, και iii) απέρριψε το επιχείρημα της GSD ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η GSD δεν απήλαυε τέτοιας ανεξαρτησίας.

63.      Ομολογουμένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέλαβε ρητώς ότι η GSD έφερε το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την ανατροπή του τεκμηρίου. Εντούτοις, αυτό αποτελούσε τη βάση της συλλογιστικής που εκτίθεται στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

64.      Καθόσον οι ως άνω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχουν στη μεν GSD τη δυνατότητα να γνωρίσει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο εν προκειμένω, η ως άνω απόφαση ουδόλως πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η GSD.

65.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως της GSD πρέπει να απορριφθεί.

 Μη τήρηση του ανώτατου ορίου του προστίμου για το χρονικό διάστημα πριν από την εξαγορά της GSD από την Groupe Gascogne

66.      Το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται επικουρικώς. Αφορά την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο ορίζει ότι για καθεμία από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της αποφάσεως της Επιτροπής.

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

–       Η αίτηση αναιρέσεως της GSD

67.      Η GSD αμφισβητεί τη βάση επί της οποίας η Επιτροπή υπολόγισε το πρόστιμο για το χρονικό διάστημα πριν από την εξαγορά της από την Groupe Gascogne. Το συνολικό πρόστιμο ανέρχεται στο ποσό των 13,2 εκατομμυρίων ευρώ και η Groupe Gascogne ευθύνεται εις ολόκληρον μέχρι του ποσού των 9,9 εκατομμυρίων ευρώ. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η GSD υποστήριξε ότι το ποσό των 3,3 εκατομμυρίων ευρώ (η διαφορά μεταξύ του ποσού των 13,2 εκατομμυρίων ευρώ και του ποσού των 9,9 εκατομμυρίων ευρώ) αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ της 9ης Φεβρουαρίου 1988 και της 31ης Δεκεμβρίου 1993, πριν την εξαγορά της από την Groupe Gascogne. Το ποσό αυτό υπερβαίνει το όριο (του 10 % του κύκλου εργασιών της GSD) που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

68.      Η GSD επικαλείται την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή με την απόφαση 2005/349/ΕΚ (στο εξής: απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια) (26) προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι, στην περίπτωση που το χρονικό διάστημα το οποίο αφορά η παράβαση χωρίζεται μεταξύ i) περιόδου κατά την οποία μόνη η θυγατρική ευθύνεται για την παράβαση και ii) περιόδου κατά την οποία τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της θεωρούνται εις ολόκληρον υπεύθυνες, η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του ορίου του 10 % πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο τον κύκλο εργασιών της θυγατρικής. Η GSD υποστηρίζει ότι από την απόφαση επί της υποθέσεως Elf Aquitaine κατά Επιτροπής (27) προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να μεταβάλει την πρακτική της και να αποφασίσει χωρίς αιτιολογία να μην εφαρμόσει την προσέγγιση που είχε ακολουθήσει με την απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών του ομίλου για τον υπολογισμό του ορίου του 10 % μόνο ως προς τη δεύτερη περίοδο. Η αρχή αυτή, όμως, δεν εφαρμόστηκε από την Επιτροπή εν προκειμένω. Το πρόστιμο ορίστηκε στα 3,3 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που υπερέβαινε το 10 % του κύκλου εργασιών της GSD (20 078 400 ευρώ) κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Η απάντηση της Επιτροπής

69.      Κατά την Επιτροπή το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές. Επισημαίνει ότι, πρώτον, η GSD δεν προέβαλε ότι είτε η Επιτροπή είτε το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσαν σε πλάνη κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Κατά συνέπεια, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ως προς το σημείο αυτό. Δεύτερον, μόνη η απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια δεν αποτελεί απόδειξη για εφαρμοζόμενη «πρακτική της Επιτροπής» ως προς τον καθορισμό του ορίου του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Τρίτον, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε με την απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια είναι νομικώς εσφαλμένη. Επιπροσθέτως, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Elf Aquitaine (28).

70.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε την προσέγγιση που έγινε δεκτή με την απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια. Στη σκέψη 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε τα εξής:

«108      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στην περίπτωση που γίνεται διάκριση μεταξύ ενός χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου η παράβαση καταλογίζεται μόνο στη θυγατρική και ενός δεύτερου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου καταλογίζεται ευθύνη για την παράβαση στη μητρική εταιρία από κοινού με τη θυγατρική, το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να ελέγξει αν το μέρος του προστίμου για την καταβολή του οποίου η μητρική εταιρία δεν ευθύνεται εις ολόκληρον υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί μόνη η θυγατρική. Ο μοναδικός σκοπός του ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή είναι η αποφυγή της επιβολής δυσανάλογου προστίμου σε σχέση με το συνολικό μέγεθος της οικονομικής οντότητας κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, ενώ ο κύκλος εργασιών της εταιρίας που φέρει την ευθύνη της παραβάσεως, όπως έχει κατά την διάπραξη της παραβάσεως ή κατά την επιβολή του προστίμου, έχει περιορισμένη σημασία συναφώς.» (29)

 Εκτίμηση

71.      Πώς πρέπει να ερμηνεύεται η έννοια του όρου «επιχείρηση» στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 στην περίπτωση που η οντότητα αυτή δεν έχει την ίδια μορφή καθόλη τη διάρκεια της παραβάσεως; Κατά τον καθορισμό του ορίου του 10 % για το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο ευθύνη για την παράβαση φέρει μόνο η θυγατρική, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου ή πρέπει να γίνεται αναφορά μόνο στον κύκλο εργασιών της θυγατρικής κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής;

72.      Κατά την εξέταση των ζητημάτων αυτών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν αμφισβητούνται το χρονικό διάστημα της παραβάσεως ως προς το οποίο ευθύνη φέρει μόνο η GSD και το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα για το οποίο ευθύνεται από κοινού με την Groupe Gascogne.

73.      Ελλείψει νομολογίας του Δικαστηρίου, η GSD επικαλείται την απόφαση της Επιτροπής για τα οργανικά υπεροξείδια. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή κατένειμε την ευθύνη για το πρόστιμο που επέβαλε στη μητρική και τη θυγατρική λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα πριν από την εξαγορά της θυγατρικής (PC) από τη μητρική εταιρία (Laporte), ως προς το οποίο υπεύθυνη για την παράβαση ήταν μόνο η PC. Ως εκ τούτου, κατά τον καθορισμό του ορίου του 10 % η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τον κύκλο εργασιών της PC κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως για τα οργανικά υπεροξείδια, αντί για τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών της Laporte.

74.      Όσον αφορά το επιχείρημα της GSD σχετικά με την πρακτική της Επιτροπής σε προηγούμενες αποφάσεις, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική αυτή δεν αποτελεί νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει, στον τομέα αυτόν, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την άσκηση της οποίας δεν δεσμεύεται από προηγούμενες εκτιμήσεις της (30). Η Επιτροπή συνεπώς δεν υποχρεούταν να ακολουθήσει την προσέγγιση που είχε δεχθεί με την απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια. Επιπλέον, συμφωνώ ότι μόνη αυτή η απόφαση δεν αποτελεί πρακτική.

75.      Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται ότι η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση ήταν σύμφωνη με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

76.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δήλωσε ότι, υπό το πρίσμα δύο αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου επί των υποθέσεων Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (31) και YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής (32), εκτιμά ότι η προσέγγιση που ακολούθησε στην απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια ήταν εσφαλμένη και ότι είναι προτιμότερη η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση.

77.      Κατά τη γνώμη μου, η απόφαση Tokai αφορούσε διαφορετική περίπτωση. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tokai η μητρική και η θυγατρική αποτελούσαν μέρη της ίδιας επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως, αλλά η μεταξύ τους σχέση είχε μεταβληθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό του ορίου του 10 % (33). Κατά τον χρόνο εκείνο η μητρική δεν ήταν πλέον υπεύθυνη για την πρώην θυγατρική της: ήταν πλέον αδελφές εταιρίες. Οι δύο εταιρίες κρίθηκαν εις ολόκληρον υπεύθυνες για το χρονικό διάστημα της παραβάσεως, αλλά η απόφαση απευθύνθηκε χωριστά στην πρώην θυγατρική και στην πρώην μητρική και το όριο του 10 % εφαρμόστηκε για κάθε μία αποδέκτρια (34).

78.      H υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση YKK (35) αφορούσε μητρική εταιρία (την YKK) και την κατά 100 % θυγατρική της (την YKK Stockco) οι οποίες κρίθηκε ότι αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Με την απόφαση αυτή καταλογίστηκε στην YKK εις ολόκληρον ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η YKK Stockco. Η παράβαση αφορούσε χρονική περίοδο 10 ετών. Κρίθηκε ότι η YKK Stockco συμμετείχε σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές για χρονικό διάστημα έξι ετών πριν την εξαγορά της από την YKK. Η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά συνεχίστηκε ακόμη για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μετά την ένταξη της θυγατρικής στον όμιλο της YKK. Η Επιτροπή καταλόγισε στην YKK εις ολόκληρον ευθύνη για το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην YKK Stockco για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η θυγατρική αυτή της ανήκε εξ ολοκλήρου.

79.      Η YKK Stockco υποστήριξε ότι κατά τον καθορισμό του ορίου του 10 % η Επιτροπή έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τον δικό της μόνο κύκλο εργασιών για την (εξαετή) περίοδο της παραβάσεως για την οποία αυτή ήταν μόνη υπεύθυνη. Κατά συνέπεια, ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών του ομίλου δεν θα έπρεπε να είναι η βάση υπολογισμού του ορίου του 10 % για το μέρος αυτό του προστίμου. Το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε το επιχείρημα αυτό. Έκρινε ότι η YKK Stockco και η YKK ευθύνονταν εις ολόκληρον κατά το χρονικό σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό του ορίου του 10 % και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη της τον παγκόσμιο κύκλο εργασιών ως βάση υπολογισμού του ορίου του 10 % για όλη τη διάρκεια της παραβάσεως.

80.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ασφαλιστική δικλίδα προκειμένου να μην επιβάλλονται υπερβολικά πρόστιμα υπολογιζόμενα με βάση την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως (36).

81.      Φρονώ ότι η προσέγγιση που έγινε δεκτή στην απόφαση για τα οργανικά υπεροξείδια συνάδει περισσότερο προς το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 σε σχέση με την προσέγγιση που έγινε δεκτή στην υπό κρίση υπόθεση.

82.      Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 σε περιστάσεις όπως οι εν προκειμένω. Η άποψή μου ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ως εξής.

83.      Πρώτον, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, «[για] καθεμία από τις επιχειρήσεις […] που συμμετείχαν στην παράβαση, το πρόστιμο δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος». Το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη το ίδιο σε ρητή διαπίστωση, αλλά εμμέσως δέχθηκε τη διαπίστωση της Επιτροπής με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η GSD ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την παράβαση για το χρονικό διάστημα πριν την εξαγορά της από την Groupe Gascogne (37). Δεδομένου ότι η GSD ήταν η επιχείρηση που συμμετείχε στην παράβαση κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 9ης Φεβρουαρίου 1988 και της 1ης Ιανουαρίου 1994, φαίνεται να αποτελεί την «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά το χρονικό αυτό διάστημα της παραβάσεως.

84.      Για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 1994 ως την 26η Ιουνίου 2002, η «επιχείρηση» που συμμετείχε στην παράβαση ήταν η Groupe Gascogne (βάσει του τεκμηρίου καθοριστικής επιρροής) και η GSD (εμπράκτως). Κατά συνέπεια, αμφότερες οι εταιρίες ευθύνονται εις ολόκληρον ως προς το χρονικό διάστημα αυτό.

85.      Δεύτερον, στην περίπτωση μεταβολής της ταυτότητας του αυτουργού κατά τη διάρκεια ορισμένης παραβάσεως λόγω της μεταγενέστερης εξαγοράς κατά 100 % της θυγατρικής από μητρική εταιρία, η έννοια του όρου «επιχείρηση» στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 είναι αρκετά ευρεία ώστε να περιλαμβάνει αυτή τη «μεταβλητή γεωμετρία».

86.      Τρίτον, μολονότι η κύρωση αφορά παρελθούσες πράξεις της θυγατρικής, για τον καθορισμό του ορίου του 10 % το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ως χρονικό σημείο αναφοράς τον χρόνο της αποφάσεως της Επιτροπής. Ως προς το σημείο αυτό, η θέση της θυγατρικής δεν διαφέρει από εκείνη οποιασδήποτε άλλης επιχειρήσεως καθόσον το όριο του 10 % υπολογίζεται βάσει του κύκλου εργασιών κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό να διακρίνεται ο κύκλος εργασιών της θυγατρικής από εκείνον της μητρικής της· το δε όριο του 10 % που εφαρμόζεται για τη θυγατρική αυτή όσον αφορά επιβαλλόμενο πρόστιμο που αφορά χρονικό διάστημα πριν την εξαγορά της από τη μητρική θα πρέπει να καθορίζεται βάσει του κύκλου εργασιών της και μόνο.

87.      Τέταρτον, φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή συνάδει περισσότερο με τον σκοπό του άρθρου 23, παράγραφος 2, σε σχέση με την προσέγγιση της Επιτροπής. Σκοπός του ορίου του 10 % είναι να προστατευθούν οι επιχειρήσεις από πρόστιμα υπερβολικού ύψους τα οποία θα μπορούσαν να τις καταστρέψουν εμπορικά (38). Στην περίπτωση που επιβάλλεται κύρωση σε θυγατρική για παράβαση για την οποία φέρει αποκλειστική ευθύνη, υποκείμενη σε ανώτατο όριο το οποίο υπολογίζεται βάσει του παγκόσμιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί ολόκληρος ο όμιλος, είναι πολύ πιθανότερο το ποσό της κυρώσεως να είναι υψηλότερο (δεδομένου ότι το 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών ενός επιχειρηματικού ομίλου θα είναι κατά κανόνα υψηλότερο από το 10 % του κύκλου εργασιών μιας θυγατρικής). Συνεπώς, η μέθοδος αυτή υπολογισμού θα συνεπάγεται την επιβολή υψηλότερου προστίμου σε σχέση με εκείνο που θα επιβαλλόταν αν ο υπολογισμός του ορίου του 10 % γινόταν με βάση τον κύκλο εργασιών της θυγατρικής και μόνο.

88.      Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή προσέγγιση δεν διασφαλίζει τη –κατά τον σκοπό του νομοθετικού κειμένου– μη επιβολή προστίμων υπερβολικού ύψους.

89.      Τέλος, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι, σε περιστάσεις όπως οι εν προκειμένω, η Επιτροπή θα κατανέμει την ευθύνη για τα χρονικά διαστήματα πριν και μετά την εξαγορά από τη μητρική εταιρία ώστε να τηρείται η αρχή της προσωπικής ευθύνης (39). Ο λόγος για τον μη καταλογισμό εις ολόκληρον ευθύνης στη μητρική εταιρία για το προγενέστερο χρονικό διάστημα είναι ότι η, κατά τον χρόνο εκείνο, αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά της θυγατρικής αφορά περίοδο κατά την οποία οι δύο εταιρίες δεν αποτελούσαν ενιαία επιχείρηση. Κατ’ αναλογία, όμως, φρονώ ότι είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογηθεί η λήψη ως βάσεως του παγκόσμιου κύκλου εργασιών του ομίλου για τον καθορισμό του ορίου του 10 % όσον αφορά πρόστιμο το οποίο υποχρεούται να καταβάλει αποκλειστικά η θυγατρική και το οποίο επιβάλλεται για παράβαση την οποία η μητρική εταιρία δεν διέπραξε και η οποία δεν της καταλογίζεται για το επίμαχο χρονικό διάστημα.

90.      Φρονώ, επομένως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην GSD όσον αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 9ης Φεβρουαρίου 1988 και της 1ης Ιανουαρίου 1994 πρέπει να περιοριστεί στο ποσό των 2 078 400 ευρώ (10 % του κύκλου εργασιών της κατά το οικονομικό έτος που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Τρίτος λόγος αναιρέσεως: ο αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά

 Ελλιπής αιτιολόγηση της κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι ορθώς η παράβαση χαρακτηρίστηκε πολύ σοβαρή

91.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η GSD βάλλει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε την παράβαση πολύ σοβαρή.

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

–       Η αίτηση αναιρέσεως της GSD

92.      Κατά την GSD το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν ήταν επαρκές και μη διφορούμενο όσον αφορά την εξέταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά. Υποστηρίζει ότι αδυνατεί να συναγάγει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν ο αντίκτυπος της συμπράξεως στην αγορά προκύπτει από τα κριτήρια που θέτει η Επιτροπή· ή αν η άποψη της Επιτροπής είναι ότι ο αντίκτυπος της συμπράξεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Η GSD υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, δυσχεραίνεται η άμυνά της αφού δεν είναι σαφής η βάση επί της οποίας πρέπει να αναπτύξει τα επιχειρήματα της. Επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε μεν ότι ο αντίκτυπος της συμπράξεως στην αγορά δεν μπορούσε να εκτιμηθεί αλλά δέχθηκε ότι ορθώς η παράβαση χαρακτηρίστηκε πολύ σοβαρή.

–       Η απάντηση της Επιτροπής

93.      Κατά την Επιτροπή, πρώτον, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος επειδή η GSD δεν προέβαλε πρωτοδίκως ότι αντιμετώπισε δυσχέρειες κατανοήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως· δεύτερον, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αρκούντως σαφής· τρίτον, η παράβαση είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά, αλλά δεν είναι δυνατή η εκτίμησή του και, τέταρτον, κατά πάγια νομολογία, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, μπορεί να συνεκτιμηθεί η ύπαρξη ή μη συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αφορά, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο.

 Εκτίμηση

94.      Όπως και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι το επιχείρημα περί ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτο καθόσον δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Ενδέχεται, όμως, να είναι χρήσιμη για το Δικαστήριο η συνοπτική εξέταση της ουσίας του λόγου αναιρέσεως της GSD.

95.      Δεχόμενο ότι η εν προκειμένω παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ήταν πολύ σοβαρή και επικυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής περί καθορισμού του βασικού ποσού του προστίμου χωρίς απόδειξη πραγματικού αντίκτυπου στην αγορά, παρέλειψε το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως; Και είναι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνεκτική και επαρκής ως προς το σημείο αυτό;

96.      Η GSD δεν προσδιόρισε τις συγκεκριμένες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί των οποίων στηρίζει την αιτίασή της περί ελλείψεως αιτιολογίας.

97.      Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου.

98.      Γενικώς, είναι ορθό ότι ο πραγματικός αντίκτυπος ορισμένης παραβάσεως στην αγορά είναι ένα από τα κριτήρια που συνεκτιμώνται κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως αυτής. Εξάλλου, το στοιχείο αυτό είναι κρίσιμο για την εκτίμηση της σοβαρότητας της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής μόνο στην περίπτωση που ο «πραγματικός αντίκτυπος επί της αγοράς» μπορεί όντως να εκτιμηθεί (40).

99.      Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς της, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, ο ρόλος που διαδραμάτισε καθεμία στη σύμπραξη, το όφελος που άντλησαν από τις αντίθετες αυτές προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορά η σύμπραξη, καθώς και οι κίνδυνοι τους οποίους συνεπάγονται παραβάσεις τέτοιου είδους για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (41).

100. Συνεπώς, ο αντίκτυπος στην αγορά μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί, αφ’ εαυτού, αποφασιστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Ειδικότερα, στοιχεία αναγόμενα στις προθέσεις των επιχειρήσεων μπορεί να είναι περισσότερο σημαντικά από εκείνα που αφορούν τον εν λόγω αντίκτυπο, ιδίως όταν πρόκειται για παραβάσεις εγγενώς σοβαρές (42).

101. Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε το ζήτημα της σοβαρότητας της παραβάσεως κατά στάδια, εξετάζοντας πρώτα τον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά και, στη συνέχεια, το κατά πόσον η Επιτροπή είχε προβεί σε διαφορετική μεταχείριση των συμμετεχόντων στη σύμπραξη με τη μεθοδολογία της ως προς την επιμέτρηση των προστίμων. Το δεύτερο σημείο δεν τίθεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

102. Όσον αφορά τον πραγματικό αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά, η GSD προέβαλε τα εξής επιχειρήματα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πρώτον, υποστήριξε ότι, αποφασίζοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 1998 που η ίδια έχει διατυπώσει. Δεύτερον, η GSD επικαλέστηκε παλαιότερη απόφαση επί της υποθέσεως Degussa κατά Επιτροπής (43), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι στην περίπτωση που ο αντίκτυπος ορισμένης παραβάσεως στην αγορά έχει μερικώς μόνο αποδειχθεί, το επιβληθέν από την Επιτροπή πρόστιμο πρέπει να μειώνεται. Τρίτον, η GSD υποστήριξε ότι η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως θα έπρεπε να έχει συνεκτιμήσει ότι η GSD δεν είχε συμμετοχή σε ορισμένες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές.

103. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε όλα τα επιχειρήματα της GSD. Κατά τη σκέψη 117 (44):

«[…] ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβάσεως στην αγορά λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως μόνον όταν είναι δυνατή η εκτίμησή του.»

104. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 118:

«Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να μειώνει το ποσό του προστίμου στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η εκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.»

105. Το Γενικό Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε την απόφαση Degussa και έκρινε ότι αφορούσε διαφορετικό ζήτημα (45):

«Στην εν λόγω υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μείωση του ποσού του προστίμου, καθόσον διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει καθόλου υπόψη πολλά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι η σύμπραξη δεν είχε, στην πραγματικότητα, καμία επίπτωση κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου. […] Επιπλέον, στις σκέψεις 241 και 242 της αποφάσεως αυτής κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας ως προς τις τιμές κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου ή η εφαρμογή προηγούμενης συμφωνίας ως προς τις τιμές.»

106. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως (46):

«Εν προκειμένω, όμως, αφενός, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι είναι δυνατή η εκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά και, αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα και δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι η σύμπραξη δεν είχε, στην πραγματικότητα, κανένα αποτέλεσμα και ότι, κατά συνέπεια, δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην αγορά.»

107. Το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ορισμένες πρόσθετες πραγματικές διαπιστώσεις όσον αφορά τη συμμετοχή της GSD στη σύμπραξη. Έτσι, έκρινε ότι η συμπεριφορά της GSD, όπως η συμμετοχή της σε συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών (47), στην κατανομή μεριδίων της αγοράς (48) και τον καθορισμό των τιμών (49), αποτελούσε εγγενώς πολύ σοβαρή παραβίαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

108. Ομολογουμένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέλαβε ρητώς ότι η θέση σε εφαρμογή μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικής δεν είναι, καθ’ εαυτήν, καθοριστικό κριτήριο για την επιμέτρηση του βασικού ποσού του προστίμου. Από τη συνολική εκτίμηση όμως στην οποία προέβη όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις του δεν στηρίζονται μόνο στις γενικές επιπτώσεις της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς στην αγορά. Απέρριψε τα επιχειρήματα με τα οποία η GSD ζητούσε μείωση του βασικού ποσού του προστίμου. Επιπλέον, έκρινε ότι η συμπεριφορά της GSD ήταν κρίσιμο στοιχείο ως προς την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

109. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των αρχών που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου (50), η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκής.

110. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

 Πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον «πραγματικό αντίκτυπο [της παραβάσεως] επί της αγοράς»

111. Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, η GSD βάλλει κατά της μεθοδολογίας που εφάρμοσε η Επιτροπή για να καθορίσει το βασικό ποσό του προστίμου.

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

–       Η αίτηση αναιρέσεως της GSD

112. Η GSD υποστηρίζει ότι, στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίζει να λάβει υπόψη τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά, πρέπει να θέσει συγκεκριμένα, αξιόπιστα και επαρκή κριτήρια για την εκτίμηση των πραγματικών επιπτώσεων της παραβάσεως επί του ανταγωνισμού στην αγορά. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έθεσε τέτοια κριτήρια. Συνήγαγε απλώς από το γεγονός ότι η σύμπραξη τέθηκε σε εφαρμογή ότι είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά. Η GSD υποστηρίζει ότι η άποψη αυτή δεν είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ότι η αιτιολογία που παρέθεσε ως προς το σημείο αυτό το Γενικό Δικαστήριο ήταν ελλιπής.

–       Η απάντηση της Επιτροπής

113. Κατά την Επιτροπή το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και αλυσιτελές για τους εξής λόγους. Πρώτον, η GSD δεν αμφισβήτησε ότι η παράβαση είχε αντίκτυπο στην αγορά. Δεύτερον, η GSD δεν προσδιόρισε καμία συγκεκριμένη σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς την οποία το Γενικό Δικαστήριο έχει υποπέσει, κατ’ αυτήν, σε πλάνη περί το δίκαιο. Τρίτον, αυτό το σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές επειδή από την αιτιολογική σκέψη 765 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ύψος του προστίμου δεν καθορίστηκε με βάση τον πραγματικό αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά. Τέταρτον, το βασικό ποσό του προστίμου επιμετρήθηκε επί τη βάσει άλλων στοιχείων και όχι του αντίκτυπου της συμπράξεως στην αγορά· η επιμέτρηση βασίστηκε στις αθέμιτες πρακτικές της συμπράξεως, την εφαρμογή αυτών των πρακτικών και στην έκταση της σχετικής γεωγραφικής περιοχής.

 Εκτίμηση

114. Παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο επαρκή αιτιολογία της αποφάσεώς του να μη μειώσει το βασικό ποσό του προστίμου, κατά τον έλεγχο της αποφάσεως της Επιτροπής ως προς τον καθορισμό του ποσού αυτού, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε εκτιμήσει τον αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά, επειδή η ίδια έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η εκτίμησή του;

115. Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αρκούντως σαφή αιτιολογία η οποία παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο (51).

116. Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν επιχείρησε να αποδείξει ότι η σύμπραξη είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά (52). Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του άλλα στοιχεία όπως τη φύση της συμμετοχής της GSD στην παράβαση, τη φύση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών καθώς και την έκταση της σχετικής γεωγραφικής περιοχής (53).

117. Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μνημονεύοντας στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 1998. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του «πραγματικού αντίκτυπου επί της αγοράς» είναι προαιρετική (54). Διαπίστωσε ότι ως προς τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, δεν ήταν δυνατή η εκτίμηση του κριτηρίου αυτού. Έκρινε ότι, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να επικαλεστεί πρόσθετα αποδειτικά στοιχεία για να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού αντίκτυπου.

118. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση έγινε βάσει στοιχείων μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν η συμπεριφορά της GSD και η έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Αυτό συνάδει πλήρως προς το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής του 1998 και τη νομολογία του Δικαστηρίου (55).

119. Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές.

120. Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Αδυναμία καταβολής των επιβληθέντος προστίμου

121. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η GSD ανέπτυξε επιχειρήματα σχετικά με την τρέχουσα οικονομική της κατάσταση, προβάλλοντας αδυναμία καταβολής του προστίμου που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν είχαν προβληθεί αντίστοιχα επιχειρήματα πρωτοδίκως.

122. Δεν είναι σαφής η νομική βάση των επιχειρημάτων αυτών, δεδομένου ότι δεν έγινε επίκληση καμίας διατάξεως της Συνθήκης, του Οργανισμού ή του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου για τη θεμελίωσή τους.

123. Κατά τη γνώμη μου τα επιχειρήματα της GSD περί αδυναμίας καταβολής είναι απαράδεκτα για τρεις λόγους.

124. Πρώτον, οι αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζονται σε νομικά μόνο ζητήματα. Η εκτίμηση του κατά πόσον η GSD ευρίσκεται σε αδυναμία καταβολής περιλαμβάνει πραγματικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο όταν δικάζει κατ’ αναίρεση. Δεύτερον, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται κατ’ αναίρεση, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο στην περίπτωση που αυτό αποφαίνεται, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβιάσεως κανόνων του δικαίου της Ένωσης (56). Τρίτον, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, να λάβει υπόψη την οικονομική κατάσταση μιας επιχειρήσεως (57), καθόσον η αναγνώριση τέτοιας υποχρεώσεως θα κατέληγε να δώσει αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι οι λιγότερο προσαρμοσμένες στις συνθήκες της αγοράς (58).

 Υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης

 Συνοπτική παρουσίαση των επιχειρημάτων των διαδίκων

 Η αίτηση αναιρέσεως της GSD

125. Η GSD υποστηρίζει ότι, κατά τον χρόνο καταθέσεως της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και του επιβληθέντος με αυτήν προστίμου, έλαβε τραπεζική εγγύηση για να καλύψει την καταβολή του προστίμου και των τυχόν τόκων επ’ αυτού, μέχρις ότου περατωθεί η πρωτόδικη διαδικασία. Κατά την GSD η διάρκεια της ως άνω διαδικασίας (πέντε έτη και δέκα μήνες) ήταν υπερβολική (59).

126. Η GSD προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη επειδή δεν εκδίκασε την υπόθεση εντός ευλόγου προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η GSD ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή, επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική επιβάρυνσή της λόγω της προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός της.

 Η απάντηση της Επιτροπής

127. Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αιτίαση της GSD είναι απαράδεκτη δεδομένου ότι το ζήτημα της μη εκδικάσεως εντός ευλόγου προθεσμίας δεν προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της δεδομένου ότι η GSD δεν προέβαλε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας επειδή το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της υποθέσεώς της εντός ευλόγου προθεσμίας. Τρίτον, ακόμη και αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είχε υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, η GSD δεν υπέστη περιουσιακή ζημία λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας αυτής. Τέταρτον, το κατάλληλο μέσο ένδικης προστασίας υπό τις συνθήκες αυτές είναι η άσκηση εκ μέρους της GSD χωριστής αγωγής αποζημιώσεως. Πέμπτον, επικουρικώς, εάν το Δικαστήριο επιδικάσει αποζημίωση κατ’ αναίρεση, η τυχόν αποζημίωση θα πρέπει να είναι συμβολική.

 Εκτίμηση

128. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η GSD δεν προέβαλε το ζήτημα της μη εκδικάσεως της υποθέσεώς της εντός ευλόγου προθεσμίας κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Μολονότι οι διάδικοι ενδέχεται να επιλέξουν (όπως έπραξε η Kendrion) να προβάλουν το ζήτημα ήδη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η συνολική διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας δεν μπορεί να γίνει γνωστή πριν τη δημοσίευση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Οι διάδικοι ενδέχεται (για παράδειγμα) να υποστηρίξουν ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ως τη δημοσίευση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, ότι το χρονικό αυτό διάστημα αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο που πρέπει να συνεκτιμηθεί (60).

129. Κατά συνέπεια, οι διάδικοι μπορεί να επιθυμούν να εξετάσουν το ζήτημα μετά την περάτωση της πρωτόδικης διαδικασίας. Φρονώ ότι εν προκειμένω η GSD ακολούθησε αυτή την προσέγγιση. Εάν οι διάδικοι δεν είχαν αυτή την επιλογή λόγω υποχρεώσεως να προβάλουν το ζήτημα πρωτοδίκως (προκειμένου να μην αποκλεισθεί η κατ’ αναίρεση προβολή του), δεν θα είχαν απαραιτήτως στη διάθεσή τους όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να λάβουν τέτοια απόφαση. Αυτό θα μπορούσε να θίξει τα δικαιώματά τους άμυνας. Συνεπώς, οι διάδικοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα προβάλουν σχετική αιτίαση πρωτοδίκως ή αν θα την προβάλουν το πρώτον κατ’ αναίρεση.

130. Εκτιμώ, κατά συνέπεια, ότι η GSD δεν εμποδίζεται να προβάλει το πρώτον κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου το ζήτημα της υπερβάσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της εύλογης διάρκειας της δίκης (61).

131. Στην απόφαση Baustahlgewebe (62) το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της δίκης πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση. Εφάρμοσε τα εξής κριτήρια τα οποία απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου: i) τα διακυβευόμενα με τη δίκη συμφέροντα του διαδίκου, ii) την περιπλοκότητα της υποθέσεως, iii) τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και iv) τη συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών (στο εξής: κριτήρια της αποφάσεως Baustahlgewebe) (63).

132. Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne, όπου αναλύω λεπτομερώς το ζήτημα αυτό, πρότεινα τη συγκεκριμενοποίηση των κριτηρίων της αποφάσεως Baustahlgewebe. Ειδικότερα, πρότεινα ότι, προκειμένου να κρίνεται αν η εκδίκαση ορισμένης υποθέσεως έχει γίνει εντός ευλόγου προθεσμίας, είναι σκοπιμότερο να εξετάζεται αν υπήρξαν αδικαιολόγητες περίοδοι αδράνειας κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία (64) αντί να επικεντρώνεται η προσοχή στη συνολική διάρκεια της διαδικασίας από την ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής έως τη δημοσίευση της αποφάσεως.

133. Η GSD κατέθεσε την προσφυγή ακυρώσεως στις 23 Φεβρουαρίου 2006. Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2007. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2010, κατόπιν χρονικού διαστήματος προφανούς αδράνειας περίπου τριών ετών και επτά μηνών, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε τους διαδίκους ότι η υπόθεση είχε ανατεθεί στο τέταρτο τμήμα. Στις 20 Οκτωβρίου 2010 η GSD ζήτησε την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας (65). Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 η GSD ενημερώθηκε ότι είχε οριστεί δικάσιμος. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 2011 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 16 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η συνολική διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν 5 έτη και 10 μήνες και μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου 4 ετών μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

134. Εφαρμόζοντας τα τέσσερα κριτήρια της αποφάσεως Baustahlgewebe, είναι προφανές ότι, δεδομένου ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιβληθεί στην GSD υψηλό πρόστιμο, με την υπόθεση αυτή διακυβεύονται συμφέροντα της επιχειρήσεως. Είναι επίσης σαφές ότι η προσφυγή της έθεσε πολύπλοκα ζητήματα. Κατά τη γνώμη μου, η διάρκεια της ένδικης διαδικασίας δεν μπορεί να αποδοθεί στη συμπεριφορά της GSD. Ομολογουμένως, στις 20 Οκτωβρίου 2010, η GSD ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας προκειμένου να προβάλει επιχειρήματα σχετικά με την ισχύ του Χάρτη μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας (βλ. σημεία 46 έως 53 ανωτέρω). Εντούτοις, σαφώς προκύπτει από το γεγονός ότι η GSD ενημερώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με τον ορισμό δικασίμου για την υπόθεσή της ότι το αίτημα αυτό είχε ελάχιστη, ή ακόμη και μηδαμινή, επίδραση στη συνολική διάρκεια της διαδικασίας. Το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο το οποίο να εξηγεί ή να δικαιολογεί την περίοδο αδράνειας διάρκειας τριών ετών και οκτώ μηνών μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και του αιτήματος της GSD για επανάληψη της έγγραφης διαδικασίας (στις 20 Οκτωβρίου 2010). Ελλείψει τέτοιων στοιχείων, είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφές ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν εκδικάστηκε εντός ευλόγου προθεσμίας. Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne (66), φρονώ ότι (σε γενικές γραμμές) η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να έχει διαρκέσει μέχρι δύο έτη χωρίς να μπορεί να γίνει λόγος για «υπερβολική» καθυστέρηση στην εκδίκαση της υποθέσεως. Κατά συνέπεια, στρογγυλεύοντας, για την εκδίκαση της υποθέσεως πρωτοδίκως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απαιτήθηκε ένα έτος και οκτώ μήνες παραπάνω από όσο θα έπρεπε.

135. Επομένως, φρονώ ότι συντρέχει προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος της GSD να εκδικαστεί η υπόθεσή της από το Γενικό Δικαστήριο εντός ευλόγου προθεσμίας.

136. Εξέθεσα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne (67) ότι, στην περίπτωση που διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται, αυτή καθ’ εαυτήν, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

137. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η GSD δεν προέβαλε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας ως αποτέλεσμα της ως άνω διαδικαστικής πλημμέλειας.

138. Επομένως, εκτιμώ ότι δεν θα πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

139. Το επικουρικό αίτημα της GSD με το οποίο ζητείται μείωση του προστίμου στηρίζεται στην προσέγγιση που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο με την απόφαση Baustahlgewebe (68), αντί να προβληθεί ως χωριστό αίτημα αποκαταστάσεως περιουσιακής ή μη ζημίας.

140. Υπό το πρίσμα του αιτήματος αυτού, φρονώ ότι, ελλείψει αιτήματος αποκαταστάσεως περιουσιακής ή μη περιουσιακής ζημίας, η διαπίστωση στην ίδια την απόφαση ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη αποτελεί δίκαιη ικανοποίηση (69).

141. Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, καθόσον η GSD υποστηρίζει ότι υπέστη ζημία λόγω του ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκδίκασε την υπόθεσή της εντός ευλόγου προθεσμίας, η αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι καταλληλότερο και αποτελεσματικότερο μέσο ένδικης προστασίας για τους σκοπούς του άρθρου 47 του Χάρτη, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 13 της ΕΣΔΑ, σε σχέση με τη μείωση του ποσού του προστίμου (70). Προτείνω συνεπώς στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι υπήρξε υπερβολική καθυστέρηση ως προς την εκδίκαση της προσφυγής της GSD ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να καταστήσει σαφές ότι η GSD μπορεί να ασκήσει χωριστή αγωγή αποζημιώσεως, αν το επιλέξει.

 Δικαστικά έξοδα

142. Εάν το Δικαστήριο δεχθεί την άποψή μου σχετικά με την αίτηση αναιρέσεως, τότε, σύμφωνα με τα συνδυασμένα άρθρα 137, 138, 140 και 184 του Κανονισμού Διαδικασίας η GSD, η οποία ηττήθηκε ως προς όλους τους λόγους αναιρέσεως πλην του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως (71), πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα και να καταδικαστεί στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

 Πρόταση

143. Για αυτούς τους λόγους προτείνω στο Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως αβάσιμους τον πρώτο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως καθώς και τον δεύτερο, ως προς το πρώτο του σκέλος·

–        να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, T-79/06, Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής, καθόσον απέρριψε το επιχείρημα ότι το πρόστιμο δεν έπρεπε να έχει καθοριστεί στο ποσό των 3,3 εκατομμυρίων ευρώ για το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της εξαγοράς της Gascogne Sack Deutschland από την Groupe Gascogne και να περιορίσει το ποσό αυτό στα 2 078 400 ευρώ·

–        να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκδίκασε εντός ευλόγου προθεσμίας την υπόθεση T-79/06· και

–        να αποφανθεί ότι η Gascogne Sack Deutschland φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και να την καταδικάσει στα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑54/06, Kendrion κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), T‑72/06, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), και T‑79/06, Sachsa Verpackung GmbH κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Στην ελληνική έχει δημοσιευθεί περίληψη των τριών αναιρεσιβαλλομένων αποφάσεων. Στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου διατίθεται το πλήρες κείμενο και των τριών αποφάσεων στη γαλλική γλώσσα. Για την απόφαση στην υπόθεση Kendrion διατίθεται επίσης πλήρες κείμενο στην ολλανδική γλώσσα.


3–      Απόφαση C(2005) 4634 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 ΕΚ (Υπόθεση COMP/38354 – Βιομηχανικοί σάκοι) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Περίληψη έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ 2007, L 282, σ. 41.


4 – Υποθέσεις C‑40/12 P, GascogneSackDeutschland κατά Επιτροπής (η υπό κρίση υπόθεση), C‑50/12 P, Kendrion κατά Επιτροπής, και C‑58/12 P, GroupeGascogne κατά Επιτροπής. Για πλήρη εικόνα των προσφυγών κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν στη συνέχεια ενώπιον του Δικαστηρίου, βλ. σημείο 102 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne.


5 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


6 – Η ανάπτυξη των προτάσεων επί των τριών αιτήσεων αναιρέσεως γίνεται στις 30 Μαΐου 2013.


7 – ΕΕ 2010, C 83, σ. 2.


8 –      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1). Παρόμοιο περιεχόμενο με τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 33 του κανονισμού 1/2003 είχαν οι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 12 του κανονισμού 17, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25) (στο εξής: κανονισμός 17).


9 – Ο κανονισμός 17 καταργήθηκε με το άρθρο 43, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003. Στο μέρος 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή επικαλέστηκε ως νομική βάση των επιβληθέντων προστίμων και τους δύο κανονισμούς. Οι κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 17 είναι τα άρθρα 15, παράγραφος 2, και 17. Αυτές αντιστοιχούν στα άρθρα 23, παράγραφοι 2 και 3, και 31 του κανονισμού 1/2003. Στις παρούσες προτάσεις θα αναφέρομαι στις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, η αναφορά στις οποίες θα καλύπτει επίσης και τα άρθρα 15, παράγραφος 2, και 17 του κανονισμού 17, δεδομένου ότι αυτά δεν τροποποιήθηκαν ουσιωδώς κατά το μέτρο που αφορούν τα ζητήματα που τίθενται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.


10 – Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C‑413/08 P, Lafarge κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑5361, σκέψη 102). Στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3) που διατύπωσε η Επιτροπή το 1998 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 1998), επίσης γίνεται μνεία του παγκόσμιου κύκλου εργασιών κατά την αναφορά στο όριο του 10 % που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2. Στις παρούσες προτάσεις θα χρησιμοποιώ τον όρο «παγκόσμιος κύκλος εργασιών», όταν αναφέρομαι στον κύκλο εργασιών ολόκληρου του επιχειρηματικού ομίλου.


11 – Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑9991, σκέψη 85).


12–      Προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 10.


13 – Βλ. υποσημειώσεις 2 και 4, για τις προσφυγές που έχουν ασκήσει οι επιχειρήσεις αυτές κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τις αιτήσεις τους αναιρέσεως που άσκησαν στη συνέχεια ενώπιον του Δικαστηρίου.


14–      ΕΕ 1996, C 207, σ. 4.


15 – Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.


16 – Αιτιολογικές σκέψεις 755 έως 757 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


17 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 783 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


18 – Απόφαση Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 2, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


19 – Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) (στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας) τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2002. Η ανακοίνωση αυτή αντικατέστησε την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4).


20 – Άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.


21 – Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 335).


22 – Απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, C‑289/11 P, Legris Industries κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 36).


23 – Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, C‑628/10 P και C‑14/11 P, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 46, 47, 108 και 113, στο εξής: απόφαση Alliance One).


24 –      Σκέψεις μεταφραζόμενες επ’ ευκαιρία των παρουσών προτάσεων.


25 – Απόφαση Alliance One (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26 – Ε(2003) 4570 τελικό και διορθωτικό Ε(2004) 4 (Υπόθεση COMP/E–2/37.857–Οργανικά υπεροξείδια). Περίληψη έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ 2005, L 110, σ. 44.


27 – Απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C‑521/09 P (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Elf Aquitaine).


28 – Βλ. υποσημείωση 27.


29 –      Σκέψη μεταφραζόμενη επ’ ευκαιρία των παρουσών προτάσεων.


30 – Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prymand Prym Consumer κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 98, στο εξής: απόφαση Prym).


31 – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03 (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση Tokai). Στην ελληνική έχει δημοσιευθεί περίληψη της αποφάσεως αυτής. Στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου διατίθεται το πλήρες κείμενο της αποφάσεως στη γερμανική, την αγγλική και τη γαλλική γλώσσα.


32 – Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2012, T‑448/07 (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση YKK).


33 –      Βλ. σημείο 18 ανωτέρω.


34–      Απόφαση Tokai (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψεις 389 έως 391).


35 – Κατά της αποφάσεως YKK έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως (υπόθεση C‑408/12 P) και το ζήτημα αυτό τίθεται με έναν από τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου.


36 –      Απόφαση Sarrió κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 11, σκέψη 85).


37 – Βλ. την αρχή της σκέψεως 108 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (προπαρατεθείσα στο σημείο 70 ανωτέρω).


38 – Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψεις 280 και 281).


39 – Όσον αφορά την προσωπική ευθύνη στην περίπτωση που καταλογίζεται στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση που διέπραξε θυγατρική της, βλ. απόφαση Alliance One (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 42). Βλ. επίσης σημεία 36 έως 40 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Kendrion (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4).


40 – Απόφαση Prym (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 30, σκέψη 96).


41 – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2009, C‑554/08 P, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, στο εξής: απόφαση Carbone-Lorraine).


42 –      Απόφαση Carbone-Lorraine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


43 – Απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02 (Συλλογή 2006, σ. II‑897, στο εξής: απόφαση Degussa).


44 –      Σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


45 – Σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


46 – Σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


47 –      Βλ. σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


48 – Βλ. σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


49 –      Βλ. σκέψη 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


50 –      Βλ. σημεία 98 και 99 ανωτέρω.


51 – Απόφαση Alliance One (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 64).


52 – Βλ. αιτιολογική σκέψη 757 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


53 –      Βλ. σημείο 107 ανωτέρω.


54–      Απόφαση Carbone-Lorraine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψη 44).


55 – Απόφαση Carbone-Lorraine (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψεις 44 και 45).


56–      Απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 98 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, στο εξής: απόφαση SGL Carbon).


57 – Εκτός, βεβαίως, από την εφαρμογή του ορίου του 10 % βάσει του κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους.


58 – Απόφαση SGL Carbon (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 56, σκέψη 100).


59 – Η προσφυγή ακυρώσεως κατατέθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2011.


60 – Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 45, στο εξής: απόφαση Baustahlgewebe) στην οποία το Δικαστήριο συνεκτίμησε το γεγονός ότι είχαν παρέλθει 22 μήνες μεταξύ της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και της δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως.


61 – Βλ. τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως, C‑50/12 P, Kendrion (σημεία 108 έως 133). Στην υπόθεση αυτή το ζήτημα της μη εκδικάσεως εντός ευλόγου προθεσμίας προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


62 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60 (σκέψη 29).


63 – Πλήρης ανάλυση ως προς το τι αποτελεί υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και τα σχετικά μέσα ένδικης προστασίας εκτίθεται στα σημεία 70 έως 150 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως C‑58/12 P, Groupe Gascogne.


64 – Βλ. σημεία 98 έως 112 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne.


65 – Βλ. σημεία 44 έως 54 ανωτέρω.


66–      Βλ. σημεία 91 έως 94 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως αυτής.


67 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


68 – Στην απόφαση Baustahlgewebe (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60), το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της δίκης και προκειμένου να διασφαλίσει άμεση και αποτελεσματική έννομη προστασία, αναίρεσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το ποσό του προστίμου, ενώ την επικύρωσε κατά τα λοιπά.


69 – Βλ. σημείο 148 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Groupe Gascogne.


70 – Φρονώ ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως της GSD με τον οποίο ζητείται μείωση του προστίμου βασίζεται σαφώς στην απόφαση Baustahlgewebe: δεν προβλήθηκε ως χωριστό αίτημα που αφορά περιουσιακή ή/και μη περιουσιακή ζημία, ούτε εξάλλου το Δικαστήριο θα είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει τέτοιο αίτημα.


71–      Βλ. σημεία 66 έως 90 ανωτέρω.