Language of document : ECLI:EU:C:2014:323

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 14ης Μαΐου 2014 (1)

Υπόθεση C‑244/13

Ewaen Fred Ogieriakhi

κατά

Minister for Justice and Equality,

Ιρλανδία,

Attorney General,

An Post

[αίτηση του High Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος κράτους μέλους — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Έννοια της “αδιάλειπτης περιόδου διαμονής πέντε ετών με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής” — Δικαίωμα μόνιμης διαμονής»





1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει, πρώτον, την έννοια της «αδιάλειπτης νόμιμης διαμονής με τον πολίτη της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (2), και, ειδικότερα, τη διατύπωση «με τον πολίτη της Ένωσης».

2.        Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια του κράτους αυτού.

3.        Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά του σε ελεύθερη κυκλοφορία, να αξιώσει δικαίωμα διαμονής εφόσον, κατά τη διάρκεια της απαιτούμενης πενταετούς περιόδου, οι σύζυγοι συνοίκησαν μόνο για χρονικό διάστημα δύο ετών και, όσον αφορά την εναπομείνασα περίοδο τριών ετών, έζησαν σε διάσταση και συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους.

4.        Στη συνέχεια, το High Court (Ιρλανδία) ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί κατά πόσο, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το επίμαχο στην κύρια δίκη δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διαπιστωθεί η σοβαρότητα της παραβιάσεως αυτής εκ μέρους του κράτους μέλους.

5.        Στις παρούσες προτάσεις, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, μπορεί να επικαλεστεί περίοδο διαμονής συμπληρωθείσα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πριν από τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην έννομη τάξη των κρατών μελών, μολονότι έχει αποδειχθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι σύζυγοι έζησαν σε διάσταση και συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους.

6.        Ακολούθως, θα καταδείξω τον λόγο για τον οποίο, κατά την άποψή μου, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος που αφορά το επίμαχο στην κύρια δίκη δίκαιο της Ένωσης είναι αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί η σοβαρότητα της παραβιάσεως αυτής εκ μέρους του κράτους μέλους.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α —      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68

7.        Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (3), που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης:

«1. Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται [εντός] άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:

α)       [ο/η σύζυγός του] και οι κατιόντες τους οι οποίοι έχουν ηλικία κάτω των 21 ετών ή συντηρούνται από [τον εργαζόμενο] αυτόν·

β)      οι ανιόντες του εργαζομένου αυτού και [του/της] συζύγου του, τους οποίους αυτός συντηρεί.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο οποιουδήποτε μέλους της οικογενείας που δεν ωφελείται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εφόσον συντηρείται ή ζει στη χώρα προελεύσεως, υπό την αυτή στέγη με τον εργαζόμενο που αναφέρεται ανωτέρω.

3.      Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει για την οικογένειά του κατοικία, η οποία θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιφέρεια όπου απασχολείται χωρίς εντούτοις η διάταξη αυτή να δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία διακρίσεως μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.»

 Β —      Η οδηγία 2004/38

8.        Η οδηγία 2004/38 κωδικοποιεί και απλοποιεί τη νομοθεσία της Ένωσης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και του δικαιώματος διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους και συγχρόνως τροποποιεί τον κανονισμό 1612/68 καταργώντας, μεταξύ άλλων, το άρθρο 10 αυτού.

9.        Συγκεκριμένα, η οδηγία αυτή καταργεί την υποχρέωση των πολιτών της Ένωσης να ζητούν χορήγηση άδειας διαμονής, καθιερώνει δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες αυτούς και τα μέλη των οικογενειών τους και θέτει όρια στη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν περιορισμούς ως προς τη διαμονή στο έδαφός τους υπηκόων άλλων κρατών μελών.

10.      Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2:

«1.      Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)      είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)      διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή,

γ)      —      έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

—      διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους· ή

δ)      είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄.

2.      Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄.»

11.      Το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του.  Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.

2.      Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

3.      Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

4.      Αφής στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη.»

12.      Το άρθρο 35 της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αρνούνται, να καταργούν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωριζόμενο από την παρούσα οδηγία, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος ή απάτης, όπως π.χ. σε περίπτωση εικονικού γάμου. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αναλογικά και να υπόκεινται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 της εν λόγω οδηγίας.

13.      Τέλος, κατά το άρθρο 38 της οδηγίας 2004/38, τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 1612/68 καταργούνται με έναρξη ισχύος από 30 Απριλίου 2006.

 Γ —      Η ιρλανδική νομοθεσία

14.      Η κανονιστική απόφαση περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων) του 2006 [European Communities (Free Movement of Persons) Regulations 2006] (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2006) μεταφέρει στην ιρλανδική νομοθεσία τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38.

15.      Το άρθρο 12 της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής.

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

16.      Ο E. F. Ogieriakhi, Νιγηριανός υπήκοος, μετέβη στην Ιρλανδία τον Μάιο του 1998, ημερομηνία κατά την οποία ζήτησε πολιτικό άσυλο. Τον Μάιο του 1999 σύναψε γάμο με τη Γαλλίδα πολίτη Laetitia Georges και εν συνεχεία ανακάλεσε την αίτηση ασύλου. Στις 11 Οκτωβρίου 1999 ο Minister for Justice and Equality (Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας) του χορήγησε άδεια διαμονής.

17.      Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1999 και Οκτωβρίου 2004, η L. Georges είτε εργαζόταν είτε λάμβανε παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως.

18.      Δεν αμφισβητείται ότι, μεταξύ του 1999 και του 2001, ο E. F. Ogieriakhi και η L. Georges συζούσαν σε διάφορες κατοικίες στο Δουβλίνο (Ιρλανδία). Εντούτοις, λίγο μετά τον Αύγουστο του 2001, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια του έτους επήλθε ρήξη στον γάμο, η L. Georges εγκατέλειψε την οικογενειακή κατοικία για να συνοικήσει με άλλον άνδρα. Ακολούθως, ο E. F. Ogieriakhi επίσης εγκατέλειψε την κατοικία αυτή προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλη οικία με την Catherine Madden, Ιρλανδή υπήκοο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν προκύπτουν με σαφήνεια οι ημερομηνίες των προαναφερομένων γεγονότων, δεδομένου ότι με βεβαιότητα μπορεί να συναχθεί μόνον ότι τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα μετά τον Αύγουστο του 2001 και κατά τη διάρκεια του 2002.

19.      Τον Ιανουάριο του 2009 λύθηκε ο γάμος της L. Georges και του E. F. Ogieriakhi. Ο τελευταίος σύναψε γάμο με την C. Madden τον Ιούλιο του ίδιου έτους και, το 2012, απέκτησε την ιρλανδική ιθαγένεια με πολιτογράφηση. Τον Δεκέμβριο του 2004, η L. Georges εγκατέλειψε οριστικά την Ιρλανδία.

20.      Τον Σεπτέμβριο του 2007 ο Minister for Justice and Equality αρνήθηκε την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής του E. F. Ogieriakhi, βάσει της κανονιστικής απόφασης του 2006, για τον λόγο ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η σύζυγός του, L. Georges, εξακολουθούσε να ασκεί κατά τον χρόνο αυτό τα δικαιώματα που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Ο E. F. Ogieriakhi προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του High Court, το οποίο απέρριψε την προσφυγή του τον Ιανουάριο του 2008 με το αιτιολογικό ότι η κανονιστική απόφαση του 2006 δεν είχε εφαρμογή στις προγενέστερες της ενάρξεως ισχύος της αιτήσεις περί διαμονής. Κατά συνέπεια, ο E. F. Ogieriakhi απολύθηκε, στις 24 Οκτωβρίου 2007, από την An post, κρατική ταχυδρομική εταιρία, στην οποία εργαζόταν από τις 11 Νοεμβρίου 2001, λόγω του ότι δεν διέθετε ισχύουσα άδεια εργασίας δεδομένου ότι οι ιρλανδικές αρχές του είχαν αρνηθεί την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής.

21.      Ο E. F.Ogieriakhi δεν άσκησε αμέσως αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως άσκησε την αίτηση αυτή μετά την έκδοση της αποφάσεως Lassal (4). Το Supreme Court, το οποίο έκρινε ότι το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, τόνισε ότι ο Minister for Justice and Equality είχε δεχθεί το αίτημα επανεξετάσεως της αποφάσεως του Σεπτεμβρίου του 2007 με την οποία είχε αρνηθεί την αναγνώριση δικαιώματος μόνιμης διαμονής του E. F. Ogieriakhi και επισήμανε ότι το γεγονός αυτό θα μπορούσε να επισύρει την ευθύνη του κράτους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

22.      Τον Νοέμβριο του 2011 ο Minister for Justice and Equality αναγνώρισε το δικαίωμα διαμονής του E. F.Ogieriakhi λόγω του ότι πληρούσε όλες τις προβλεπόμενες από την κανονιστική απόφαση του 2006 προϋποθέσεις. Στη συνέχεια, ο E. F.Ogieriakhi άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας αξιώνει αποζημίωση από το ιρλανδικό κράτος λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, βάσει της νομολογίας Francovich κ.λπ. (5). Ο ενάγων προβάλλει, ειδικότερα, την πλημμελή μεταφορά στην ιρλανδική έννομη τάξη των διατάξεων της οδηγίας 2004/38. Υποστηρίζει επίσης ότι λόγω της ως άνω πλημμελούς μεταφοράς υπέστη ζημία οφειλόμενη στην εκ μέρους της An post καταγγελία της συμβάσεώς του εργασίας, η οποία στηρίχθηκε στην έλλειψη δικαιώματος μόνιμης διαμονής στην Ιρλανδία.

23.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ευδοκίμηση της αγωγής του E. F.Ogieriakhi λόγω εσφαλμένης μεταφοράς του δικαίου της Ένωσης εξαρτάται από το αν, μεταξύ άλλων, ο ενάγων είχε, κατά τον χρόνο της απολύσεως του, δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει της οδηγίας 2004/38.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

24.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το High Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Θεωρείται ότι ο σύζυγος πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν ήταν υπήκοος κράτους μέλους, “έχει διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών”, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 [...], σε περίπτωση που το ζεύγος σύναψε γάμο τον Μάιο του 1999, χορηγήθηκε δικαίωμα διαμονής τον Οκτώβριο του 1999 και το αργότερο στις αρχές του 2002 οι σύζυγοι συμφώνησαν να ζήσουν σε διάσταση, ενώ από τα τέλη του 2002 συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους;

2)      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική και δεδομένου ότι ο υπήκοος τρίτου κράτους που επικαλείται δικαίωμα μόνιμης διαμονής, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, [της οδηγίας 2004/38], λόγω αδιάλειπτης πενταετούς διαμονής πριν το 2006 πρέπει επίσης να αποδείξει ότι η διαμονή του πληρούσε, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού [...] 1612/68, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις [...] εφόσον, κατά τη διάρκεια της προβαλλομένης πενταετούς περιόδου, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει την οικογενειακή κατοικία και ο υπήκοος τρίτου κράτους συνοικήσει με άλλο πρόσωπο σε νέα οικογενειακή κατοικία η οποία δεν παραχωρήθηκε ή διατέθηκε από την (πρώην) σύζυγο πολίτη της [Ένωσης];

3)      Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα αρνητική, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το κράτος μέλος έχει εσφαλμένως μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας του 2004/38 ή, εν γένει, έχει προβεί σε εσφαλμένη εφαρμογή τους, το γεγονός ότι ένα εθνικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης έκρινε αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος που αφορά το επί της ουσίας ζήτημα του δικαιώματος μόνιμης διαμονής του ενάγοντος αποτελεί αυτό καθαυτό κριτήριο το οποίο το εν λόγω δικαστήριο πρέπει να συνεκτιμήσει κατά τη διαπίστωση του πρόδηλου χαρακτήρα της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης;»

IV – Ανάλυση

 Α —      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25.      Φρονώ ότι το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα πρέπει να εξετασθούν από κοινού. Συγκεκριμένα, ο ενάγων της κύριας δίκης επικαλείται δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο είχε αποκτήσει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1999 και 2004. Το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι προγενέστερο της καταληκτικής ημερομηνίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην έννομη τάξη των κρατών μελών, δηλαδή της 30ής Απριλίου 2006.

26.      Κατά συνέπεια, τίθεται, πρωτίστως, το ερώτημα αν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη, για τον υπολογισμό του πενταετούς διαστήματος που απαιτείται για την κτήση δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει του ισχύοντος δικαίου της Ένωσης, δηλαδή εν προκειμένω του κανονισμού 1612/68, και ειδικότερα του άρθρου 10 αυτού. Υπενθυμίζω ότι βάσει της διατάξεως αυτής ο/η σύζυγος εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως με αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω εργαζόμενος διαθέτει οικογενειακή κατοικία, η οποία θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιφέρεια όπου απασχολείται.

27.      Το Δικαστήριο έχει ήδη απαντήσει στο ερώτημα αυτό με την απόφαση Lassal (6). Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «για την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38, οι περίοδοι συνεχούς πενταετούς διαμονής, οι οποίες συμπληρώθηκαν πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας, ήτοι την 30ή Απριλίου 2006, σύμφωνα με τις ισχύουσες πριν από την ημερομηνία αυτή νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη» (7).

28.      Το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως διευκρινίστηκε προσφάτως με την απόφαση Alarape και Tijani (8). Συγκεκριμένα, με την τελευταία απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μόνον οι περίοδοι διαμονής που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38 μπορούν να συνεκτιμηθούν όσον αφορά την απόκτηση από τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους του δικαιώματος μόνιμης διαμονής κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας (9). Επιπλέον, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η οδηγία 2004/38, αφενός, έχει ως σκοπό να υπερβεί την κατά τομέα και αποσπασματική προσέγγιση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, για να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού, με την επεξεργασία ενιαίας νομοθετικής πράξεως με την οποία κωδικοποιούνται και αναθεωρούνται οι προγενέστερες της εν λόγω οδηγίας νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και, αφετέρου, έχει προβλέψει ένα σύστημα με πλείονες βαθμίδες όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής, το οποίο, επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, τα στάδια και τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διάφορες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και η νομολογία που προηγήθηκαν της εν λόγω οδηγίας, καταλήγει στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής (10). Το Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι οι όροι «ισχύουσες πριν από την οδηγία 2004/38 νομοθετικές διατάξεις της Ένωσης», περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 40 της αποφάσεως Lassal (EU:C:2010:592), αφορούν τις νομοθετικές διατάξεις που η οδηγία κωδικοποίησε, αναθεώρησε και τροποποίησε και όχι αυτές που δεν επηρεάσθηκαν από αυτήν, όπως το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 (11).

29.      Από την προαναφερόμενη νομολογία προκύπτουν τα ακόλουθα. Εφόσον μνημονεύονται ισχύουσες πριν από την οδηγία 2004/38 νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της περιόδου διαμονής, θα πρέπει να πρόκειται μόνο για νομοθετικές διατάξεις που η οδηγία 2004/38 κωδικοποίησε, αναθεώρησε και/ή τροποποίησε και όχι για διατάξεις που δεν επηρεάσθηκαν από αυτήν. Καθόσον το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68 αποτελεί διάταξη η οποία τροποποιήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής, μόνον οι περίοδοι διαμονής που συμπληρώθηκαν πριν την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού αυτού, υπό προϋποθέσεις σύμφωνες προς αυτές που προβλέπει η οδηγία 2004/38, μπορούν να συνεκτιμηθούν για τον υπολογισμό του πενταετούς διαστήματος που απαιτείται κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

30.      Επομένως, το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να εκληφθούν ως εξής. Έχει το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 την έννοια ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, μπορεί να επικαλεστεί περίοδο διαμονής συμπληρωθείσα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πριν από τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην έννομη τάξη των κρατών μελών, μολονότι έχει αποδειχθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι σύζυγοι έζησαν σε διάσταση και συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους;

 Β —      Επί του πρώτου και δεύτερου ερωτήματος

31.      Το ερώτημα που τίθεται, πρώτον, είναι αν ο E. F. Ogieriakhi διατηρούσε, κατά την επίμαχη περίοδο, την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, που τιτλοφορείται «Δικαιούχοι», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η εν λόγω οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 2, που τους συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος αυτό με σκοπό την οικογενειακή επανένωση.

32.      Συνεπώς, μολονότι η L. Georges και ο E. F. Ogieriakhi ήταν πράγματι σύζυγοι έως το 2009, εντούτοις διέκοψαν την έγγαμη συμβίωση δύο έτη μετά τη σύναψη του γάμου και συνοίκησαν με άλλους συντρόφους. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι ούτε στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ούτε σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας γίνεται λόγος για εικονικότητα του γάμου της L. Georges και του ενάγοντος.

33.      Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ο E. F. Ogieriakhi, ο οποίος επικαλείται απορρέοντα από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα, αποτελούσε μέλος της οικογένειας της L. Georges κατά την επίμαχη περίοδο.

34.      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, κατά την άποψή μου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο E. F. Ogieriakhi μπορεί να θεωρηθεί μέλος της οικογένειας της L. Georges κατά το εν λόγω διάστημα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απόφαση Iida (12), εφόσον ο γάμος του ζεύγους δεν έχει λυθεί από την αρμόδια αρχή, ο υπήκοος τρίτου κράτους σύζυγος πολίτη της Ένωσης μπορεί να θεωρηθεί μέλος της οικογένειας του/της συζύγου του, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 (13).

35.      Στη συνέχεια, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, με τη σκέψη 34 της αποφάσεως Alarape και Tijani (EU:C:2013:290), ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους εξαρτάται εν πάση περιπτώσει, αφενός, από το αν ο εν λόγω πολίτης πληροί ο ίδιος τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, από το αν τα εν λόγω μέλη διέμειναν μαζί του κατά το επίμαχο διάστημα. Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, η έννοια της νόμιμης διαμονής στην οποία παραπέμπει έμμεσα η απαντώσα στο εν λόγω άρθρο φράση «έχουν διαμείνει νομίμως» πρέπει να νοείται ως σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, ιδίως αυτές που έχουν διατυπωθεί στο άρθρο 7, παράγραφος 1, αυτής (14).

36.      Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί αν η L. Georges, υπήκοος της Ένωσης και σύζυγος του E. F. Ogieriakhi, πληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές κατά το επίμαχο διάστημα. Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, η L. Georges είχε την ιδιότητα «του εργαζομένου», κατά την έννοια του ισχύοντος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, η L. Georges πληρούσε την οριζόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 προϋπόθεση. Περαιτέρω, η L. Georges απέκτησε δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, δεδομένου ότι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, αυτή διέμεινε νομίμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής επί πέντε συνεχή έτη.

37.      Καθόσον η L. Georges είχε πράγματι δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ο E. F. Ogieriakhi υποστηρίζει ότι, ως μέλος της οικογένειας της προαναφερομένης το οποίο διέμενε νομίμως μαζί της κατά το κρίσιμο διάστημα, πρέπει επιπλέον να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι δεν πληρούνταν οι απαιτήσεις του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68 κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης δεδομένου ότι η L.Georges δεν παραχώρησε ή διέθεσε στον ενάγοντα κατοικία η οποία θεωρείται «κανονική», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Κατά τις εν λόγω αρχές, εφόσον, ελλείψει διαθέσεως κατοικίας που να θεωρείται κανονική, το δικαίωμα διαμονής του E. F. Ogieriakhi δεν είχε κατά το επίμαχο διάστημα συσταθεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός διέμενε νομίμως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 και, συνεπώς, ο E. F. Ogieriakhi δεν έχει δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

38.      Δεν συμφωνώ με την προσέγγιση αυτή.

39.      Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι, με την απόφαση Diatta (15), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, προβλέποντας ότι το μέλος της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου έχει το δικαίωμα να εγκατασταθεί με τον εργαζόμενο, δεν απαιτεί το οικείο μέλος της οικογένειας να κατοικεί μόνιμα με αυτόν, αλλά απλώς, όπως επισημαίνεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, η κατοικία που διαθέτει ο εργαζόμενος να μπορεί να θεωρηθεί κανονική προκειμένου να δεχθεί την οικογένειά του. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει εμμέσως δεκτή η απαίτηση μίας και μόνο μόνιμης οικογενειακής κατοικίας (16). Περαιτέρω, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι ο συζυγικός δεσμός δεν μπορεί να θεωρηθεί λυμένος εφόσον δεν έχει παυθεί οριστικά από την αρμόδια αρχή. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των συζύγων που ζουν απλώς σε διάσταση, ακόμα και όταν έχουν την πρόθεση να διαζευχθούν προσεχώς (17).

40.      Εξάλλου, με την απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (18), το Δικαστήριο επισήμανε ότι η ύπαρξη της θεωρουμένης ως κανονικής κατοικίας επιβάλλεται αποκλειστικά ως προϋπόθεση για την έλευση κοντά στον εργαζόμενο των μελών της οικογενείας του, ενώ μετά την ολοκλήρωση της επανενώσεως της οικογένειας η κατάσταση του διακινούμενου εργαζομένου δεν πρέπει να διαφέρει από εκείνη των ημεδαπών εργαζομένων όσον αφορά τις συνθήκες στεγάσεως (19). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι, εάν η κατοικία που, κατά τη στιγμή της αφίξεως των μελών της οικογένειας του διακινουμένου εργαζομένου, θεωρούνταν κανονική, δεν ανταποκρίνεται πλέον στην απαίτηση αυτή λόγω της επελεύσεως νέου γεγονότος, όπως η γένεση ή η ενηλικίωση τέκνου, τα ενδεχομένως ληπτέα μέτρα έναντι των μελών της οικογενείας του εργαζομένου δεν πρέπει να διαφέρουν από τα απαιτούμενα για τους ημεδαπούς και να οδηγούν σε διάκριση μεταξύ των ημεδαπών και των πολιτών της Ένωσης (20).

41.      Κατά την άποψή μου, από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις προκύπτουν τα ακόλουθα. Η επιβληθείσα στον εργαζόμενο τήρηση της προϋποθέσεως διαθέσεως κανονικής κατοικίας για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως απαιτεί το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68, αποτελεί προαπαιτούμενο της ελεύσεως της οικογένειάς του. Το προαπαιτούμενο αυτό σκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι ο οικείος εργαζόμενος ζητεί, πρωτίστως, να ανασυστήσει τον οικογενειακό πυρήνα, προκειμένου να μην αποθαρρυνθεί να ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Εντούτοις, μετά την ανασύσταση του πυρήνα αυτού, δεν απαιτείται μόνιμη συμβίωση των μελών της ίδιας οικογένειας καθόλη τη διάρκεια νόμιμης διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αστάθμητοι παράγοντες που εμφανίζονται στη ζωή, οι οποίοι ενδέχεται να οδηγήσουν τους συζύγους να ζουν σε διάσταση, δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα να στερούνται τα πρόσωπα αυτά των δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

42.      Το να απαιτείται από τα οικεία πρόσωπα να συνοικούν επί μονίμου βάσεως συνιστά, κατά την άποψή μου, επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τους, αντίθετη προς το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ρόλος των εθνικών αρχών δεν έγκειται στην επιβολή αντιλήψεως περί συμβιώσεως ή συγκεκριμένου τρόπου ζωής στους υπηκόους άλλων κρατών μελών και στα μέλη των οικογενειών τους, καθόσον μάλιστα δεν υφίσταται παρόμοια απαίτηση για τους ημεδαπούς.

43.      Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων και οι προϋποθέσεις στεγάσεως που διέπουν την έλευση του/της συζύγου υπηκόου τρίτου κράτους στο κράτος μέλος υποδοχής δεν επηρεάζουν τη χορήγηση δικαιώματος διαμονής στον εν λόγω υπήκοο σύζυγο.

44.      Επομένως, οι απαιτήσεις του άρθρου 10 του κανονισμού 1612/68 εξακολουθούν να τηρούνται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους και ο/η σύζυγός του, υπήκοος τρίτου κράτους, ζουν σε διάσταση, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, κατά την άποψή μου, ότι η διαμονή του E. F. Ogieriakhi ήταν σύμφωνη προς το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης δίκαιο της Ένωσης.

45.      Συνεπώς, μένει να εξεταστεί το ζήτημα αν οι συμπληρωθείσες περίοδοι διαμονής κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1612/68 πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, καθόσον η εν λόγω διάταξη επιτάσσει το μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης να διαμένει νομίμως για συνεχές διάστημα πέντε ετών «με» τον τελευταίο.

46.      Φρονώ ότι εν προκειμένω συντρέχει τέτοια περίπτωση. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Onuekwere (21), το Δικαστήριο έκρινε ότι η λέξη «με» στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής καθιστά αυστηρότερη την προϋπόθεση κατά την οποία τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους πρέπει να συνοδεύουν ή να μεταβαίνουν προς συνάντηση με τον πολίτη αυτόν (22). Όπως επισήμανα στα σημεία 38 έως 41 των προτάσεών μου στην υπόθεση Onuekwere (23), η λέξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνευθεί κατά γράμμα και δεν εισάγει απαίτηση για συνοίκηση των συζύγων. Απλώς ενισχύει το γεγονός ότι, προκειμένου να θεωρηθεί «δικαιούχος», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το μέλος της οικογένειας πρέπει να συνοδεύει ή να μεταβαίνει προς συνάντηση με τον πολίτη της Ένωσης στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής (24). Συνεπώς, υπήκοος τρίτου κράτους μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ο οποίος, ενώ δεν έχει λυθεί ο γάμος, κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος υποδοχής στο οποίο κατοικεί ο/η σύζυγος του δεν πληροί την απαίτηση του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 συνοικήσεως «με» τον πολίτη της Ένωσης, καθόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνοδεύει ή μεταβαίνει προς συνάντηση με τον τελευταίο. Αντιθέτως, άπαξ πληρωθεί η αρχική προϋπόθεση να συνοδεύσει ή να μεταβεί προς συνάντηση με τον πολίτη της Ένωσης στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, μικρή σημασία έχει το ζήτημα αν οι σύζυγοι συνοικούν ή όχι.

47.      Η ερμηνεία αυτή δεν προσκρούει, κατά την άποψή μου, στο πνεύμα και στον σκοπό του άρθρου 16 της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής σκοπεί στην προαγωγή της κοινωνικής συνοχής και στην ενίσχυση της συνειδήσεως της ιθαγένειας της Ένωσης. Ουσιώδες στοιχείο ως προς την κτήση του εν λόγω δικαιώματος διαμονής αποτελεί η ένταξη του πολίτη της Ένωσης και του μέλους της οικογένειάς του στο κράτος μέλος υποδοχής (25), δεδομένου ότι το αδιάλειπτο της νόμιμης διαμονής διασφαλίζει ότι συντρέχει η αναγκαία ένταξη, στην οποία στηρίζεται η κτήση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής (26). Επομένως, οι προσωπικές σχέσεις και επιλογές ενός ζεύγους δεν αποτελούν, κατά την άποψή μου, ενδείξεις του βαθμού εντάξεως των προσώπων αυτών. Η περίπτωση του E. F. Ogieriakhi συνιστά, άλλωστε, σαφές παράδειγμα. Η διαδρομή του αποδεικνύει, πράγματι, ότι εντάχθηκε στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής μετά την έλευσή του. Ο ενάγων της κύριας δίκης εργάστηκε, έως την απόλυσή του λόγω ελλείψεως μόνιμου δικαιώματος διαμονής, σε δημόσια επιχείρηση από τον Νοέμβριο του 2001 μέχρι τον Οκτώβριο του 2007 και πραγματοποίησε νομικές σπουδές με επιτυχία.

48.      Ως εκ τούτου, από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι, εφόσον ο συζυγικός δεσμός δεν έχει λυθεί από αρμόδια αρχή, ο/η σύζυγος πολίτη της Ένωσης, υπήκοος τρίτου κράτους, που έχει συνοδεύσει ή μεταβεί προς συνάντηση με τον πολίτη αυτόν στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής και έχει διαμείνει νομίμως με αυτόν για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ακόμη και στην περίπτωση που οι σύζυγοι ζουν σε διάσταση.

49.      Φρονώ ότι υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί ακόμη ένα στοιχείο. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι το διαζύγιο, η ακύρωση του γάμου ή η λήξη της καταχωρισμένης συμβιώσεως δεν συνεπάγονται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, αν ο γάμος ή η καταχωρισμένη συμβίωση διήρκεσε τουλάχιστον τρία έτη, έως την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου ή ακυρώσεως του γάμου ή τη λήξη της καταχωρισμένης συμβιώσεως, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει, επιπλέον, ότι, πριν την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν, μεταξύ άλλων, ότι είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους, προκειμένου να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής. Εξάλλου, το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα διαλαμβανόμενα, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη, αποκτούν δικαίωμα μόνιμης διαμονής αφότου διαμείνουν νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

50.      Συνοψίζοντας, υπήκοος τρίτου κράτους, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, που σύναψε γάμο με τον εν λόγω πολίτη διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, εκ των οποίων ένα έτος στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, διατηρεί το δικαίωμά του διαμονής και μπορεί να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής εφόσον πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση που ο συζυγικός δεσμός έχει λυθεί από αρμόδια αρχή.

51.      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι υπήκοος τρίτου κράτους, ευρισκόμενος στην κατάσταση του E. F. Ogieriakhi, για τον οποίο έχει διαπιστωθεί ότι διατηρεί την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δεδομένου ότι ο συζυγικός δεσμός δεν έχει λυθεί από αρμόδια αρχή, δεν μπορεί να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ο εν λόγω υπήκοος θα υφίστατο ουσιωδώς δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με υπήκοο τρίτου κράτους ο οποίος έπαψε να θεωρείται μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 2, σκέψη 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, αλλά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

52.      Κατά συνέπεια, ο υπήκοος τρίτου κράτους που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης θα είχε λιγότερα δικαιώματα και θα τύγχανε κατώτερης προστασίας από αυτή που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για υπήκοο τρίτου κράτους που δεν διατηρεί κανένα δεσμό με πολίτη της Ένωσης. Η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει στο πνεύμα και στον σκοπό της εν λόγω οδηγίας που είναι η χορήγηση σε όλους τους πολίτες της Ένωσης του δικαιώματος να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών υπό αντικειμενικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας, αναγνωρίζοντας το ίδιο δικαίωμα στα μέλη των οικογενειών τους ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους (27).

53.      Βάσει των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, να επικαλεστεί περίοδο διαμονής συμπληρωθείσα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πριν από τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην έννομη τάξη των κρατών μελών, έστω και αν έχει αποδειχθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι σύζυγοι έζησαν σε διάσταση και συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους.

 Γ —      Επί του τρίτου ερωτήματος

54.      Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το επίμαχο στην κύρια δίκη δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διαπιστωθεί η σοβαρότητα της παραβιάσεως αυτής εκ μέρους του κράτους μέλους.

55.      Υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στους ιδιώτες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα αποζημιώσεως για ζημίες που έχουν προκληθεί από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου για ζημίες που προξενούν στους ιδιώτες οι παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης με τις οποίες βαρύνεται το κράτος αυτό είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση (28).

56.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποζημιώσεως εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις· συγκεκριμένα, πρώτον, εφόσον ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, δεύτερον, εφόσον η παράβαση του κανόνα αυτού είναι κατάφωρη και, τρίτον, εφόσον υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι ιδιώτες (29).

57.      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αντικείμενο του τρίτου ερωτήματος, υπενθυμίζεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για να κριθεί μια παραβίαση του κοινοτικού δικαίου ως κατάφωρη είναι το αν συντρέχει, εκ μέρους κράτους μέλους ή οργάνου της Ένωσης, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει (30).

58.      Για να εξακριβωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής αποζημιώσεως πρέπει, συναφώς, να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία της υποθέσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση του και ιδίως τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα, την υποκειμενική υπόσταση της παραβιάσεως, το αν η πλάνη περί το δίκαιο είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, την άποψη που ενδεχομένως εξέφρασε ένα όργανο της Ένωσης, καθώς και το αν το οικείο δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέχει βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (31).

59.      Σημαίνει η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ότι δεν υφίσταται κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης; Θα μπορούσε, πράγματι, να γίνει δεκτό ότι, εφόσον υποβλήθηκε το ερώτημα αυτό, τούτο σημαίνει ότι η επίμαχη διάταξη ήταν ασαφής και επιδεχόταν πλείονες ερμηνείες, γεγονός που αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο κατά την εκτίμηση του εθνικού δικαστή.

60.      Εντούτοις, θεωρώ ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό για έναν σημαντικό κατά τη γνώμη μου λόγο.

61.      Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής που προβλέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθιερώνει έναν πραγματικό διάλογο, μία ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Η συνεργασία αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές έννομες τάξεις. Επομένως όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας P. Léger, «[το Δικαστήριο αποδίδει θεμελιώδη σημασία] στον ρόλο που διαδραματίζει ο εθνικός δικαστής στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων που έλκουν εξ αυτού οι ιδιώτες. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι σύμφωνα με την κοινώς χρησιμοποιούμενη έκφραση, ο εθνικός δικαστής είναι “ο κοινοτικός δικαστής του κοινού δικαίου”» (32).

62.      Κατά την άποψή μου, η εν λόγω θεμελιώδης σημασία του έργου του «κοινοτικού δικαστή του κοινού δικαίου» μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο αν γίνει δεκτό ότι το απλό, για τον εθνικό δικαστή, γεγονός της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης αρκεί για να συναχθεί ότι δεν υφίσταται κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία συνεπάγεται την ευθύνη του κράτους μέλους. Η συνέπεια αυτή που, εντέλει, θα είναι δεσμευτική για τον εθνικό δικαστή δύναται να οδηγήσει στον τερματισμό του διαλόγου μεταξύ αυτού και του δικαστή της Ένωσης. Στη περίπτωση αυτή, πράγματι, ο εθνικός δικαστής που αποβλέπει στην υποβολή προδικαστικού ερωτήματος για να βεβαιωθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, πριν υποχρεώσει το κράτος μέλος σε καταβολή αποζημιώσεως, θα κατέληγε στο να αποφεύγει την εν λόγω διαδικασία. Γενικότερα, το απλό γεγονός της υποβολής ενός ερωτήματος δεν μπορεί να περιορίζει την ελευθερία του δικαστή της ουσίας. Ο δικαστής της ουσίας μπορεί να αναπτύξει την ελεύθερη σκέψη του όχι μέσω του ερωτήματος που υποβάλει στο Δικαστήριο, αλλά μέσω της απαντήσεως που δίνεται από αυτό.

63.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να διαφυλαχθεί ο μηχανισμός του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και ο θεμελιώδης ρόλος των εθνικών δικαστηρίων στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, έχω τη γνώμη ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει να λάβει υπόψη, προκειμένου να κρίνει εάν η εν λόγω παραβίαση από το κράτος μέλος είναι αρκούντως κατάφωρη, το γεγονός ότι είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος που αφορά τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

V –    Πρόταση

64.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα που του έθεσε το High Court:

1)      Το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, προκειμένου να αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, μπορεί να επικαλεστεί περίοδο διαμονής συμπληρωθείσα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πριν από τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην έννομη τάξη των κρατών μελών, έστω και αν έχει αποδειχθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, οι σύζυγοι έζησαν σε διάσταση και συνοίκησαν με διαφορετικούς συντρόφους.

2)      Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το επίμαχο στην κύρια δίκη δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να διαπιστωθεί η σοβαρότητα της παραβιάσεως αυτής εκ μέρους του κράτους μέλους.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34).


3 —      ΕΕ L 257, σ. 2.


4 —      C‑162/09, EU:C:2010:592.


5 —      C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428.


6 —      EU:C:2010:592.


7 —      Σκέψη 40. Η υπογράμμιση δική μου.


8 —      C‑529/11, EU:C:2013:290.


9 —      Σκέψη 42.


10 —      Σκέψη 46.


11 —      Σκέψη 47.


12 —      C‑40/11, EU:C:2012:691.


13 —      Βλ. σκέψεις 57 έως 60.


14 —      Σκέψη 35 της αποφάσεως αυτής.


15 —      267/83, EU:C:1985:67.


16 —      Σκέψη 18.


17 —      Σκέψη 20.


18 —      249/86, EU:C:1989:204.


19 —      Σκέψη 12.


20 —      Σκέψη 13.


21 —      C‑378/12, EU:C:2014:13.


22 —      Σκέψη 23.


23 —      C‑378/12, EU:C:2013:640.


24 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Iida (EU:C:2012:691, σκέψη 61).


25 —      Βλ. απόφαση Onuekwere (EU:C:2014:13, σκέψεις 24 και 25).


26 —      Ομοίως (σκέψη 30).


27 —      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2004/38.


28 —      Βλ. απόφαση Leth (C‑420/11, EU:C:2013:166, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 —      Ομοίως (σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


30 —      Βλ. απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 55).


31 —      Βλ. απόφαση Traghetti del Mediterraneo (C‑173/03, EU:C:2006:391, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32 —      Βλ. σημείο 66 των προτάσεών του στην υπόθεση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:207).