Language of document : ECLI:EU:C:2014:2006

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Ιουνίου 2014 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Τομέας των πλαστικών βιομηχανικών σάκων — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Πλήρης δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Καταλογισμός στη μητρική εταιρία της παραβάσεως την οποία διέπραξε η θυγατρική — Ευθύνη της μητρικής εταιρίας για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική — Αναλογικότητα — Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Eύλογη διάρκεια της δίκης»

Στην υπόθεση C‑243/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Μαΐου 2012,

FLS Plast A/S, με έδρα το Valby (Δανία), εκπροσωπούμενη από την M. Thill‑Tayara και τον Y. Anselin, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre και V. Bottka, επικουρούμενους από την M. Gray, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2014,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η FLS Plast A/S (στο εξής: FLS Plast) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης FLS Plast κατά Επιτροπής (T‑64/06, EU:T:2012:102, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε μερικώς την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2005) 4634 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (υπόθεση COMP/F/38.354 — Βιομηχανικοί σάκοι, στο εξής: επίδικη απόφαση), ή, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση.

 Ιστορικό της διαφοράς και επίδικη απόφαση

2        Η FLS Plast, πρώην Nyborg Plast International A/S, είναι αποδέκτρια της επίδικης αποφάσεως ως πρώην μητρική εταιρία της Trioplast Wittenheim SA (πρώην Silvallac SA, στο εξής: Trioplast Wittenheim), που παράγει βιομηχανικούς σάκους, μεμβράνες και σωλήνες από πλαστικό στο Wittenheim (Γαλλία). Η FLS Plast είναι θυγατρική του ομίλου ο οποίος ελέγχεται από την FLSmidth & Co. A/S (στο εξής: FLSmidth).

3        Τον Δεκέμβριο του 1990 η FLS Plast αγόρασε το 60 % των μετοχών της Trioplast Wittenheim. Αγόρασε το υπόλοιπο 40 % τον Δεκέμβριο του 1991. Πωλήτρια ήταν η Cellulose du Pin, γαλλική εταιρία ανήκουσα στον όμιλο της Compagnie de Saint‑Gobain SA (στο εξής: Saint‑Gobain).

4        Το 1999 η FLS Plast πώλησε με τη σειρά της την Trioplast Wittenheim στην Trioplanex France SA, γαλλική θυγατρική της Trioplast Industrier AB (στο εξής: Trioplast Industrier), μητρικής εταιρίας του ομίλου Trioplast. Η μεταβίβαση αυτή παρήγε αποτελέσματα από 1ης Ιανουαρίου 1999.

5        Τον Νοέμβριο του 2001 η British Polythene Industries ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων.

6        Αφού πραγματοποίησε το 2002 ελέγχους στις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων, της Trioplast Wittenheim, η Επιτροπή απηύθυνε το 2002 και το 2003 στις εμπλεκόμενες εταιρίες, στις οποίες συγκαταλεγόταν η Trioplast Wittenheim, αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2002, που συμπληρώθηκε με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2003, η Trioplast Wittenheim δήλωσε ότι προετίθετο να συνεργαστεί κατά την έρευνα της Επιτροπής, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

7        Στις 30 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο h, της ως άνω αποφάσεως προκύπτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ότι η FLSmidth και η FLS Plast είχαν παραβεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1990 έως τις 19 Ιανουαρίου 1999, το άρθρο 81 ΕΚ, μετέχοντας σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, οι οποίες αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών και την κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την απονομή ποσοστώσεων για τις πωλήσεις, την παραχώρηση πελατών, συμφωνιών και παραγγελιών, τη συντονισμένη υποβολή προσφορών σε ορισμένους διαγωνισμούς και την ανταλλαγή ατομικών πληροφοριακών στοιχείων.

8        Με το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην Trioplast Wittenheim πρόστιμο ύψους 17,85 εκατομμυρίων ευρώ, συνυπολογίζοντας μείωση ύψους 30 % την οποία χορήγησε κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Επί του ποσού αυτού, προβλέφθηκε ότι η FLSmidth και η FLS Plast ευθύνονταν εις ολόκληρον μέχρι το ποσό των 15,30 εκατομμυρίων ευρώ και η Trioplast Industrier ευθυνόταν μέχρι το ποσό των 7,73 εκατομμυρίων ευρώ.

 Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2006, η FLS Plast άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως. Αίτημα της προσφυγής ήταν, κατ’ ουσίαν, η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο h, και του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο f, της ως άνω αποφάσεως, στο μέτρο που την αφορούσαν ή, επικουρικώς, η τροποποίηση της δεύτερης από τις ως άνω διατάξεις της επίδικης αποφάσεως καθώς και η μείωση του ύψους του προστίμου που της είχε επιβληθεί και για την καταβολή του οποίου ευθυνόταν εις ολόκληρον.

10      Προς στήριξη της προσφυγής της ακυρώσεως, η FLS Plast προέβαλλε πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείτο από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την επιμέτρηση του προστίμου. Ο δεύτερος λόγος, που διαρθρωνόταν σε τέσσερα σκέλη, αφορούσε την εκτίμηση της ευθύνης της FLS Plast ως μητρικής εταιρίας της Trioplast Wittenheim. Με τον τρίτο λόγο, ο οποίος διαιρούνταν σε τρία σκέλη, η FLS Plast έβαλλε κατά του ύψους του προστίμου που είχε επιβληθεί στην Trioplast Wittenheim. Ο τέταρτος λόγος αφορούσε τη μη εφαρμογή, στην περίπτωση της FLS Plast, του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών. Ο πέμπτος λόγος, ο οποίος περιελάμβανε πέντε σκέλη, σκοπούσε στην αμφισβήτηση του ύψους του προστίμου που της είχε επιβληθεί και για την καταβολή του οποίου ευθυνόταν εις ολόκληρον.

11      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μερικώς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της FLS Plast, με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η ως άνω εταιρία ασκούσε πραγματικό έλεγχο επί της Trioplast Wittenheim το 1991. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο μέτρο που αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως στην FLS Plast ως προς το διάστημα μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1990 και 31ης Δεκεμβρίου 1991. Συνακόλουθα το Γενικό Δικαστήριο μείωσε επίσης σε 14,45 εκατομμύρια ευρώ το ύψος του προστίμου για το οποίο είχε προβλεφθεί εις ολόκληρον ευθύνη της FLS Plast δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, απέρριψε την προσφυγή.

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η FLS Plast ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα άρθρα 1, στοιχείο h, και 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως, στο μέτρο που ισχύουν για την FLS Plast·

–        επικουρικώς, να τροποποιήσει το άρθρο 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως και να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου για την καταβολή του οποίου η FLS Plast ευθύνεται εις ολόκληρον κατά την επίδικη απόφαση·

–        εν πάση περιπτώσει, να επιδικάσει στην FLS Plast μείωση κατά 50 % του ύψους του προστίμου για την καταβολή του οποίου ευθύνεται κατά την επίδικη απόφαση, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέδωσε την απόφασή του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, και

–        να καταδικάσει την FLS Plast στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

14      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η FLS Plast προβάλλει πέντε λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος προβάλλονται επικουρικώς.

15      Η FLS Plast ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο, κατόπιν της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε κατά της επίδικης αποφάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εφαρμογή εκ μέρους της Επιτροπής ενός εσφαλμένου νομικού κριτηρίου προκειμένου να συναγάγει ευθύνη της μητρικής εταιρίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

16      Η FLS Plast υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχθηκε το εφαρμοσθέν από την Επιτροπή νομικό κριτήριο και συνήγαγε από το κριτήριο αυτό ότι η FLS Plast δεν ανέτρεψε το τεκμήριο περί αποφασιστικής επιρροής της στη θυγατρική της Trioplast Wittenheim, το οποίο απέρρεε από το γεγονός ότι η ίδια κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Trioplast Wittenheim.

17      Ειδικότερα, το κριτήριο αυτό στηρίζεται στο τεκμήριο ότι αναπόφευκτα η μητρική εταιρία είναι υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της και αντιβαίνει συνεπώς στο τεκμήριο της αθωότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και στο άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

18      Κατά την FLS Plast, η εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου στην οποία προβαίνει η Επιτροπή προσδίδει σε αυτό, στην πραγματικότητα, αμάχητο χαρακτήρα, καθόσον ισοδυναμεί με το να βαρύνεται η οικεία μητρική εταιρία με την αρνητική απόδειξη του ότι δεν έδωσε οδηγίες στη θυγατρική της. Επικουρικώς, η FLS Plast προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο καθώς και η Επιτροπή δεν άντλησαν το ορθό νομικό συμπέρασμα το οποίο επιβαλλόταν υπό το φως των παρασχεθέντων από την FLS Plast αποδεικτικών στοιχείων και επιχειρημάτων, που καταδεικνύουν ότι η Trioplast Wittenheim έδρασε στην αγορά κατά τρόπο ανεξάρτητο.

19      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση περί απαραδέκτου του ως άνω λόγου αναιρέσεως. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, κατά το μέτρο που δεν είχε προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρόκειται περί νέου και συνεπώς απαράδεκτου λόγου. Εκτός αυτού, ο λόγος αυτός είναι εντελώς αόριστος, η δε FLS Plast δεν υποδεικνύει σε ποιες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υποπίπτει σε πλάνη το Γενικό Δικαστήριο.

20      Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τεκμήριο που θεμελιώνεται στην κατοχή του συνόλου του κεφαλαίου δεν αντιβαίνει στα θεμελιώδη δικαιώματα και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ίδια βασίστηκε και σε άλλες ενδείξεις που επιβεβαίωναν το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής της FLS Plast στην Trioplast Wittenheim.

21      Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLS Plast αμφισβητεί ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, υποστηρίζοντας ότι η αμφισβήτηση του κύρους του εν λόγω τεκμηρίου πρέπει να θεωρείται ως περαιτέρω ανάπτυξη του λόγου τον οποίο είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και με τον οποίο αμφισβητούσε την εκ μέρους της άσκηση αποφασιστικής επιρροής στη θυγατρική της.

22      Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, τονίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, πρωτοδίκως δεν έγινε επίκληση του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού

23      Σε ό,τι αφορά την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου, υπενθυμίζεται ότι η FLS Plast δεν υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο κανόνας, που έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου και βάσει του οποίου τεκμαίρεται ότι η μητρική εταιρία η οποία κατέχει αμέσως ή εμμέσως ολόκληρο το κεφάλαιο της θυγατρικής όντως άσκησε αποφασιστική επιρροή επί της τελευταίας εταιρίας, αντιβαίνει στο άρθρο 48 του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

24      Υπογραμμίζεται όμως συναφώς, αφενός, ότι η FLS Plast είχε υποστηρίξει, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ότι «η [επίδικη] απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σε ό,τι αφορά την ευθύνη της FLS Plast». Στα σημεία 51 έως 99 του δικογράφου της προσφυγής, προέβη σε λεπτομερή ανάλυση με σκοπό να αποδείξει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε βασίμως να καταλογίσει στην ίδια την ευθύνη για την παράβαση που είχε διαπράξει η Trioplast Wittenheim. Ειδικότερα, στο σημείο 56 του δικογράφου της προσφυγής, η FLS Plast είχε υποστηρίξει ότι «συνεπώς, [ό]σον αφορά τις θυγατρικές των οποίων κατέχεται το σύνολο του κεφαλαίου, κατά πάγια αρχή, ακόμη και η κατοχή του 100 % του κεφαλαίου δεν επαρκεί αφεαυτής ώστε να δικαιολογήσει τη διαπίστωση περί ευθύνης της μητρικής εταιρίας, καθόσον η κατοχή κεφαλαίου δημιουργεί απλώς ένα μαχητό τεκμήριο».

25      Αφετέρου, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο θεμελίωσε την απόφασή του σε αμάχητο τεκμήριο, το οποίο αντιβαίνει στο κατοχυρούμενο στο άρθρο 48 του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας, η FLS Plast επικρίνει σκέψη του Γενικού Δικαστηρίου επί της οποίας στήριξε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κάτι το οποίο δεν μπορεί να της απαγορευθεί απλώς και μόνον διότι δεν είχε ρητώς προβάλει την αιτίαση αυτή στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της ως άνω αποφάσεως (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, C‑465/09 P έως C‑470/09 P, EU:C:2011:372, σκέψη 146 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της FLS Plast είναι παραδεκτός.

–       Επί της ουσίας

27      Όσον αφορά, καταρχάς, τον υποτιθέμενο παράνομο χαρακτήρα του τεκμηρίου το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο του διέποντος τον ανταγωνισμό δικαίου της Ένωσης όταν εταιρία κατέχει αμέσως ή εμμέσως το σύνολο του κεφαλαίου μιας άλλης εταιρίας και κατά το οποίο η πρώτη εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή στη δεύτερη, αρκεί να υπομνησθεί ότι το βάσιμο του τεκμηρίου αυτού προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση The Dow Chemical Company κατά Επιτροπής, C‑179/12 P, EU:C:2013:605, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί από το Δικαστήριο, η εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου ουδόλως συνιστά παραβίαση του κατοχυρούμενου στο άρθρο 48 του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ τεκμηρίου αθωότητας, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του μαχητού χαρακτήρα του τεκμηρίου αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Eni κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, EU:C:2013:289, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η FLS Plast, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στις σκέψεις 25 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η μητρική εταιρία μιας θυγατρικής, όπως είναι η FLS Plast, μπορεί να κριθεί ότι ευθύνεται για αντίθετες προς τον ανταγωνισμό ενέργειες καταλογιζόμενες στην ως άνω θυγατρική, δηλαδή, εν προκειμένω, στην Trioplast Wittenheim.

29      Ως εκ τούτου, βάσει της ως άνω νομολογίας, επίσης ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει το τεκμήριο ότι κατά τα έτη 1992 έως 1998 η FLS Plast είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της Trioplast Wittenheim, δεδομένου ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα η FLS Plast μετείχε κατά 100 % στο κεφάλαιο της εν λόγω εταιρίας.

30      Ακολούθως, σε ό,τι αφορά ειδικότερα την αιτίαση ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού από την Επιτροπή, όπως επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, κατέστησε το τεκμήριο αυτό αμάχητο, επισημαίνεται ότι, στις σκέψεις 30 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η FLS Plast είχε καταφέρει να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, αποδεικνύοντας ότι η θυγατρική της ανέπτυσσε αυτόνομη συμπεριφορά στην αγορά, και έκρινε ότι τούτο δεν συνέβαινε. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αυτό καθαυτό το γεγονός ότι είναι δυσχερές να παρασχεθεί η απαραίτητη προς ανατροπή ενός τεκμηρίου αντίθετη απόδειξη δεν σημαίνει ότι το τεκμήριο είναι στην πραγματικότητα αμάχητο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Eni κατά Επιτροπής, EU:C:2013:289, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Τέλος, όσον αφορά τα όσα επικαλείται η FLS Plast σχετικά με το ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθώς και η Επιτροπή δεν άντλησαν το ορθό νομικό συμπέρασμα που επιβαλλόταν υπό το πρίσμα των παρασχεθέντων από την FLS Plast αποδεικτικών στοιχείων και επιχειρημάτων, από τα οποία προέκυπτε ότι η Trioplast Wittenheim είχε αναπτύξει ανεξάρτητη δράση στην αγορά, διαπιστώνεται ότι, προς θεμελίωση των ως άνω υποστηριζομένων, η FLS Plast αρκείται σε γενική παραπομπή στα όσα διευκρινιστικώς εκθέτει σχετικά με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

32      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται όμως ότι η FLS Plast, με την ως άνω επιχειρηματολογία, ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς εντούτοις να υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αυτά τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία. Κατά τα άρθρα όμως 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και μόνο, μια τέτοια εκτίμηση εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, επ’ αυτού, απόφαση Ningbo Yonghong Fasteners κατά Συμβουλίου, C‑601/12 P, EU:C:2014:115, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τα επιχειρήματα της FLS Plast στο πλαίσιο αυτό είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτα.

33      Βάσει των σκέψεων αυτών, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως λόγο ο οποίος αντλούνταν από παραβίαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία τη βαρύνει

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Η FLS Plast μέμφεται το Γενικό Δικαστήριο για το ότι, μολονότι επισήμανε διάφορα κενά στη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως αν η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως όταν απέρριψε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η FLS Plast προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής.

35      Συναφώς, η FLS Plast υποστηρίζει ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε την ανακοίνωση των αιτιάσεων της Επιτροπής, εξακολουθούσαν να υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την έκταση στην οποία ίσχυε το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί των θυγατρικών, οι οποίες ήταν γνωστές στην Επιτροπή. Σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η FLS Plast ήταν η μοναδική μητρική εταιρία στην οποία το ως άνω έγγραφο απευθύνθηκε αποκλειστικά για τον λόγο ότι κατείχε την εταιρία Trioplast Wittenheim κατά το παρελθόν. Για όλες σχεδόν τις λοιπές μητρικές εταιρίες στις οποίες απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, η FLS Plast δεν ενεπλάκη σε κανένα από τα στάδια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας που προηγήθηκαν της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

36      Η FLS Plast υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεσμευόταν να εκπληρώσει την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως από το χρονικό σημείο κατά το οποίο απέστειλε την επίδικη απόφαση στην FLS Plast. Εν προκειμένω όμως, μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διευκρίνισε η Επιτροπή ότι είχε στηριχθεί στο τεκμήριο αποφασιστικής επιρροής σε ό,τι αφορούσε αποκλειστικώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η FLS Plast κατείχε ολόκληρο το κεφάλαιο της Trioplast Wittenheim.

37      Στην απάντησή της όμως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η FLS Plast προέβαλε πολυάριθμα επιχειρήματα που τεκμηριώνονταν από αποδεικτικά στοιχεία και τα οποία καταδείκνυαν ότι δεν είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της Trioplast Wittenheim. Κατά την FLS Plast, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εξετάσει τουλάχιστον τα αποδεικτικά στοιχεία «τα οποία θα μπορούσαν» να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο και να αιτιολογήσει επαρκώς τα συμπεράσματα που άντλησε από τα τελευταία, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

38      Έτσι, η Επιτροπή δεν εξήγησε τον λόγο για τον οποίο οι αποδείξεις τις οποίες παρέσχε η FLS Plast, και ιδίως τα στοιχεία που αποδείκνυαν τον καθαρά παθητικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζαν οι H. και T., δεν ήταν ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί των θυγατρικών. Επιπλέον, η συλλογιστική της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό καθιστά το επίμαχο τεκμήριο αμάχητο σε κάθε περίπτωση στην οποία υφίσταται «κοινή διεύθυνση» τόσο για τη μητρική όσο και για τη θυγατρική εταιρία.

39      Η Επιτροπή προβάλλει, καταρχάς, ένσταση περί απαραδέκτου του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της FLS Plast με το αιτιολογικό ότι, πρώτον, πρόκειται για νέο λόγο που προβάλλει η FLS Plast, δεδομένου ότι η όποια αναφορά στον λόγο αυτό έγινε, μόλις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και, δεύτερον, ότι με τον λόγο αυτό το Δικαστήριο καλείται στην πραγματικότητα να επανεξετάσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, παραμερίζοντας την εκτίμηση την οποία πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς όμως να υποστηρίζεται από την FLS Plast ότι εχώρησε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

40      Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της ώστε να επιτρέψει στην FLS Plast να κατανοήσει τη θεμελίωσή της, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε, εμμέσως τουλάχιστον, το Γενικό Δικαστήριο. Επιπλέον, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν υποχρεούνται να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως λόγους που βάλλουν κατά της αιτιολογίας μέτρων τα οποία λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα.

41      Επιπλέον, είναι ανακριβή τα όσα υποστηρίζει η FLS Plast σχετικά με το ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων απευθύνθηκε στην ίδια αποκλειστικώς για τον λόγο ότι κατείχε το κεφάλαιο της Trioplast Wittenheim κατά το παρελθόν. Απεναντίας, η Επιτροπή βεβαιώνει ότι στηρίχθηκε ρητώς σε διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία όπως, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο H., πρόεδρος της Trioplast Wittenheim μεταξύ 1990 και 1994, συγκαταλεγόταν επίσης μεταξύ των διευθυντικών στελεχών της FLS Plast.

42      Στο υπόμνημά της απαντήσεως, που αφορά τις προβληθείσες από την Επιτροπή ενστάσεις απαραδέκτου, η FLS Plast αντιτείνει ότι όντως υποστήριξε κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη σε ό,τι αφορούσε την κρίση της Επιτροπής ότι η FLS Plast δεν είχε ανατρέψει το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στην Trioplast Wittenheim. Επιπλέον, κατά πάγια αρχή του δικαίου της Ένωσης, η έλλειψη αιτιολογίας ή η ανεπαρκής αιτιολογία αποτελούν λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής της Ένωσης.

43      Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, επαναλαμβάνει το επιχείρημα ότι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η FLS Plast δεν είχε επικαλεσθεί έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει ένα τέτοιο λόγο.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44      Πρώτον, σε ό,τι αφορά τα όσα προέβαλε η FLS Plast κατά την έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ότι η επίδικη απόφαση ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

45      Διαπιστώνεται όμως ότι η FLS Plast, στο δικόγραφο της προσφυγής της, δεν είχε επικρίνει την επίδικη απόφαση για πλημμελή αιτιολογία στο μέτρο που της καταλογίζει εις ολόκληρον ευθύνη για την επίδικη παράβαση. Μολονότι η FLS Plast, στο σημείο 9 του υπομνήματός της απαντήσεως, υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο «δεδομένου ότι στην πραγματικότητα [...] ο λόγος αυτός προβλήθηκε [...] ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου», αποσιωπεί το γεγονός ότι προέβαλε τον λόγο αυτό μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ούτε καν επιδιώκει να διαψεύσει τη διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός ακυρώσεως δεν περιλαμβανόταν στο δικόγραφο της προσφυγής της.

46      Επιπλέον, η FLS Plast δεν διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο η προβολή αυτού του νέου λόγου κατά την ως άνω επ’ ακροατηρίου συζήτηση ήταν παραδεκτή παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, δεν επικαλείται νομικά ή πραγματικά στοιχεία η ύπαρξη των οποίων αποκαλύφθηκε κατά τη διαδικασία και τα οποία ήταν ικανά να δικαιολογήσουν την καθυστερημένη προβολή ενός τέτοιου λόγου.

47      Συνεπώς, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η FLS Plast στηρίζεται σε νέα επιχειρηματολογία, με την οποία αμφισβητεί την επάρκεια κατά νόμον της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως καθόσον με αυτή καταλογίζεται στην ίδια εις ολόκληρον ευθύνη για την παράβαση την οποία διέπραξε η Trioplast Wittenheim.

48      Προκύπτει όμως από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση με την οποία προβάλλει, ενώπιον του Δικαστηρίου, λόγους που συναρτώνται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και βάλλουν νομικώς κατά της βασιμότητάς της (απόφαση Επιτροπή κατά Siemens Österreich κ.λπ. και Siemens Transmission & Distribution κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑231/11 P έως C‑233/11 P, EU:C:2014:256, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως όμως, στο μέτρο που αφορά, κατ’ ουσίαν, την παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, συναρτάται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αυτή καθεαυτήν. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός.

49      Δεύτερον, σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία της FLS Plast κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον ασκείται ενώπιόν του προσφυγή ακυρώσεως κατά μέτρου το οποίο ελήφθη από όργανο της Ένωσης, υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αιτίαση περί νομικώς ανεπαρκούς αιτιολογίας του μέτρου αυτού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Διαπιστώνεται όμως ότι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε την FLS Plast ως υπεύθυνη για την παράβαση που διαπιστώθηκε ως προς το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1992 και 19ης Ιανουαρίου 1999 προκύπτουν σαφώς από τα σημεία 715 έως 732 της επίδικης αποφάσεως, στο πλαίσιο των οποίων το ως άνω θεσμικό όργανο διευκρινίζει ότι στηρίχθηκε τόσο στο γεγονός ότι η FLS Plast κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της Trioplast Wittenheim όσο και σε άλλες ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την εκ μέρους της FLS Plast άσκηση αποφασιστικής επιρροής επί της τελευταίας αυτής εταιρίας.

51      Όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η FLS Plast στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο περί πραγματικής ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, μολονότι δεν φαίνεται να εξέτασε η Επιτροπή ένα προς ένα όλα τα στοιχεία αυτά, εντούτοις παρέσχε στην FLS Plast, στα σημεία 718 έως 731 της επίδικης αποφάσεως, ικανές ενδείξεις ώστε η μεν FLS Plast να μπορεί να κρίνει αν η απόφαση αυτή είναι, κατά τη γνώμη της, βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της, το δε Γενικό Δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 462, καθώς και Eni κατά Επιτροπής, EU:C:2013:289, σκέψη 72).

52      Εξάλλου, η FLS Plast δεν υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να ασκήσει τα δικαιώματά της άμυνας. Απεναντίας, η λεπτομερής εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 52 έως 61 και 77 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των επιχειρημάτων της FLS Plast που σκοπούσαν στην ανατροπή του τεκμηρίου αποφασιστικής επιρροής δείχνει μάλλον ότι η FLS Plast ήταν σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικώς τα δικαιώματά της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι το τελευταίο ήταν σε θέση να ασκήσει τον έλεγχό του.

53      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και παραβίαση, από το Γενικό Δικαστήριο, της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιείκειας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η FLS Plast υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όταν εφάρμοσε την ανακοίνωση περί επιείκειας.

55      Η FLS Plast υπενθυμίζει, συναφώς, ότι, κατά τον τίτλο Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί επιείκειας, επιχείρηση που ενημερώνει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες του ως άνω θεσμικού οργάνου μπορεί να τύχει μειώσεως του ύψους του προστίμου, εφόσον η δήλωση αυτή είναι ρητή, σαφής, μη διφορούμενη και διευκολύνει το έργο της Επιτροπής.

56      Στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η FLS Plast δήλωσε ρητώς ότι δεν αμφισβητούσε τις προσαπτόμενες πράξεις. Διευκόλυνε έτσι το έργο της Επιτροπής καθιστώντας λιγότερο επαχθές το βάρος της αποδείξεως. Τα αμυντικά της επιχειρήματα δεν αφορούν την ουσία της παραβάσεως, δεδομένου ότι η FLS Plast δεν αμφισβήτησε ούτε την άμεση συμμετοχή της Trioplast Wittenheim σε θίγουσες τον ανταγωνισμό συναντήσεις ούτε τη συνολική διάρκεια της παραβάσεως ούτε καν τη σοβαρότητά της ή το μέγεθος της γεωγραφικής εκτάσεως στην οποία διαπράχθηκε.

57      Η FLS Plast ζητεί, ως εκ τούτου, από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον δεν δέχεται να της χορηγήσει μείωση του προστίμου της επ’ αυτής της βάσεως και να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του ώστε να της παραχωρήσει μείωση κατά 50 % του προστίμου που της επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση.

58      Το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεδομένης της μειώσεως του προστίμου η οποία χορηγήθηκε άλλωστε στην Bonar Technical Fabrics NV (στο εξής: Bonar) και από παραβίαση από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεώς του αιτιολογήσεως.

59      Ειδικότερα, κατά την FLS Plast, μόνο στην Bonar χορηγήθηκε μείωση κατά 10 % του ύψους του προστίμου που θα έπρεπε να της είχε επιβληθεί, ενώ τη μείωση αυτή είχαν ζητήσει αμφότερες. Η συνεργασία όμως της Bonar με την Επιτροπή, όπως και η συνεργασία της FLS Plast, περιορίστηκε σε γενικόλογη δήλωση περί μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών. Ομοίως, η Bonar καθώς και η FLS Plast δέχθηκαν αμφότερες την άμεση συμμετοχή της θυγατρικής τους στην παράβαση και αποπειράθηκαν να αποκρούσουν την ευθύνη τους ως μητρικών εταιριών. Η κατάσταση των δύο αυτών επιχειρήσεων ήταν επομένως η ίδια και έπρεπε να έχουν τύχει της ίδιας μειώσεως. Εξάλλου, η Bonar αμφισβήτησε τη συμμετοχή της πρώην θυγατρικής της τουλάχιστον σε μία από τις συναντήσεις της συμπράξεως και γενικότερα περιόρισε την εκ μέρους της μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών στην αναγνώριση της συμμετοχής της θυγατρικής της σε «ορισμένες συναντήσεις».

60      Στη σκέψη όμως 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στη διαπίστωση ότι, «σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην περίπτωση της [Bonar]», η αμφισβήτηση από την FLS Plast αφορά αυτή καθεαυτήν την ουσία της παραβάσεως, χωρίς να δικαιολογήσει ειδικότερα τη θέση του.

61      Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, ως εκ τούτου, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή της ισότητας. Επιπλέον, δεν τήρησε την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως καθόσον δεν προέβη σε ορθή σύγκριση των δηλώσεων περί μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών, αντιστοίχως, της Bonar και της FLS Plast.

62      Το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως της FLS Plast αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε συσχετισμό με τη χορηγηθείσα στην Trioplast Industrier μείωση του προστίμου.

63      Η FLS Plast θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να επεκταθεί στην FLS Plast το ωφέλημα της μειώσεως κατά 30 % του ύψους του προστίμου, μείωση η οποία χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier, με το αιτιολογικό ότι η μείωση αυτή παρανόμως χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier.

64      Κατά την FLS Plast, για να αποφευχθεί η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το ωφέλημα της μειώσεως κατά 30 % του ύψους του προστίμου, που χορηγήθηκε στην Trioplast Wittenheim, με την οποία αποτέλεσε ενιαία οικονομική οντότητα επί οκτώ έτη κατά τη διάρκεια της περιόδου τελέσεως της παραβάσεως, πρέπει να επεκταθεί και στην ίδια. Ζητεί συνεπώς από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον αρνείται να χορηγήσει στην FLS Plast μείωση του προστίμου της λόγω της μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών και να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του ώστε να της χορηγήσει μείωση του προστίμου κατά 50 % ή, τουλάχιστον, κατά 30 %.

65      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση περί απαραδέκτου του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του λόγου αυτού αναιρέσεως. Ειδικότερα, με τα σκέλη αυτά η FLS Plast ζητεί, χωρίς να επικαλείται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, την αναγόμενη στο πραγματικό της υποθέσεως επανεξέταση, αφενός, της εκτιμήσεως της αξίας των δηλώσεων της FLS Plast κατά τη διάρκεια της έρευνας και, αφετέρου, της αφορώσας την ουσία της αποφάσεώς της αναλύσεως της Επιτροπής βάσει της οποίας αποφάσισε να παράσχει στην Bonar μείωση του προστίμου κατά 10 %.

66      Επικουρικώς, όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την FLS Plast στις απαντήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και στην επίδικη απόφαση αρκούν ώστε να διαπιστωθεί ότι η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών από την FLS Plast δεν πληρούσε τα κριτήρια του τίτλου D, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

67      Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σύγκριση με την Bonar, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε συνδυασμό με την επίδικη απόφαση και τις απαντήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, προκύπτει σαφώς ότι είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε επαρκή σύγκριση των περιπτώσεων της καθεμίας από τις δύο αυτές εταιρίες. Εξάλλου, ελάχιστη σημασία έχει το ότι το επίπεδο συνεργασίας της FLS Plast ήταν όντως συγκρίσιμο προς εκείνο της Bonar, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η συνεργασία της FLS Plast δεν πληρούσε τις απαιτήσεις της ανακοινώσεως περί επιείκειας.

68      Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο επ’ αυτού του σημείου έλλειψη αιτιολογίας, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της FLS Plast είναι σαφώς αλυσιτελής.

69      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι καίτοι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι η FLS Plast δεν εδικαιούτο κατά νόμο τη μείωση κατά 30 % του ύψους του προστίμου, εντούτοις στήριξε την απόφαση αυτή σε εσφαλμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, σε εκείνο το χρονικό σημείο της περιόδου τελέσεως της παραβάσεως, η FLS Plast είχε παύσει να αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με την Trioplast Wittenheim, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εξ αυτού δε του λόγου αποκλείσθηκε η επέκταση στην FLS Plast της εν λόγω μειώσεως του 30 %. Η Επιτροπή καλεί ως εκ τούτου το Δικαστήριο να αναιρέσει τις σκέψεις 172 έως 176 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να τις υποκαταστήσει με άλλη αιτιολογία.

70      Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLS Plast αντιτείνει ότι με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν ζητεί αναγόμενη στο πραγματικό της υποθέσεως επανεξέταση, αλλά σκοπεί στην αμφισβήτηση των νομικών συμπερασμάτων τα οποία άντλησε το Γενικό Δικαστήριο από τα πραγματικά περιστατικά που εξετάζονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, υπέδειξε, στα σημεία 68 έως 75 της αιτήσεως αναιρέσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παραμορφώθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Το δε δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως αφορά επίσης τα νομικά συμπεράσματα τα οποία άντλησε το Γενικό Δικαστήριο από τα υποβληθέντα ενώπιόν του πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών επικαλέσθηκε επίσης στο σημείο 82 της αιτήσεως αναιρέσεως.

71      Στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επαναλαμβάνει το επιχείρημα ότι, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να πραγματοποιήσει την εξέταση την οποία του ζητεί η FLS Plast. Κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

72      Με το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που πρέπει να συνεξετασθούν, η FLS Plast υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι δεν αμφισβήτησε τις πράξεις που της προσάπτονταν από την Επιτροπή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, οπότε κατέστησε ευχερέστερο για το ως άνω θεσμικό όργανο το έργο της αποδείξεως της επίδικης παραβάσεως, για τον λόγο δε αυτό θα έπρεπε να της είχε χορηγηθεί, βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, μείωση κατά 10 % του ύψους του προστίμου που θα έπρεπε κανονικά να της είχε επιβληθεί. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, έπρεπε να είχε εφαρμόσει στην FLS Plast την ως άνω μείωση του 10 % ιδίως για τον λόγο ότι η Bonar, η οποία έτυχε της μειώσεως αυτής, συνεργάσθηκε με την Επιτροπή ουσιαστικά κατά τον ίδιο τρόπο όπως η FLS Plast. Εν πάση περιπτώσει, επ’ αυτού του σημείου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

73      Σε ό,τι αφορά την πρώτη αιτίαση, ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[η] Επιτροπή διαθέτει [...] ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων» και ότι «δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, να προσβάλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως».

74      Επιπλέον, στη σκέψη 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «η θέση της [FLS Plast] κατά τη διοικητική διαδικασία ήταν αμφίσημη» και ότι, μολονότι η FLS Plast «[είχε] αναγγείλει ότι η εκ μέρους της αμφισβήτηση περιοριζόταν στα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασιζόταν η Επιτροπή προκειμένου να της καταλογίσει εις ολόκληρον ευθύνη για την παράβαση[,] η αμφισβήτηση από την [FLS Plast] έθιγε αυτό καθεαυτό το θεμέλιο της [παραβάσεως]», «σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε για την [Bonar]». Στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η FLS Plast «αμφισβήτησε, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή του H. στη συνάντηση [...] της 21ης Δεκεμβρίου 1993».

75      Εξάλλου, στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η FLS Plast «δεν [προέβαλε] κανένα επιχείρημα βάσει του οποίου να αποδεικνύεται ότι η συνεργασία της διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής, όπως [επέτασσε] η νομολογία», προκειμένου να κρίνει τελικά, στη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[υ]π’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως καθόσον χορήγησε [στην Bonar] μείωση κατά 10 % λόγω μη αμφισβητήσεως των πραγματικών περιστατικών και καθόσον αρνήθηκε να χορηγήσει τη μείωση αυτή στην αναιρεσείουσα».

76      Προκειμένου όμως να αμφισβητήσει, κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως, αυτήν την αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, η FLS Plast όφειλε, κατά πάγια νομολογία, να προβάλει παραμόρφωση από το Γενικό Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Ειδικότερα, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τα όσα αφήνει να εννοηθούν η FLS Plast στο πλαίσιο του υπομνήματός της απαντήσεως, ουδόλως προκύπτει από τα σημεία 68 έως 75 και 82 της αιτήσεως αναιρέσεως ότι η FLS Plast προβάλλει παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο.

77      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η εν λόγω αιτίαση, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως της FLS Plast, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

78      Ακολούθως, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από παραβίαση, από το Γενικό Δικαστήριο, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 73 έως 77 της παρούσας αποφάσεως, για να μπορέσει το Δικαστήριο να συγκρίνει αφενός τη συμπεριφορά της FLS Plast και αφετέρου τη συμπεριφορά της Bonar θα ήταν απαραίτητο να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών την εκτίμηση την οποία πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο, κάτι που εκφεύγει της αρμοδιότητάς του, όταν επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως, από το Γενικό Δικαστήριο, των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία είχαν υποβληθεί στον έλεγχό του. Μια τέτοια παραμόρφωση όμως δεν προβλήθηκε εγκαίρως ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδείχθηκε από την FLS Plast. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή είναι επίσης απορριπτέα ως απαράδεκτη.

79      Τέλος, σε ό,τι αφορά την έλλειψη αιτιολογίας την οποία επικαλείται στο πλαίσιο αυτό η FLS Plast, στις σκέψεις 73 έως 75 της παρούσας αποφάσεως υπομνήσθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή για την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑328/05 P, EU:C:2007:277, σκέψη 88), έκρινε ως ανεπαρκή τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε η FLS Plast προκειμένου να αποδείξει ότι η υποτιθέμενη μη αμφισβήτηση εκ μέρους της των πραγματικών περιστατικών βοήθησε το ως άνω θεσμικό όργανο ή ότι αυτή η μη αμφισβήτηση ήταν τουλάχιστον συγκρίσιμη προς τη μη αμφισβήτηση από την Bonar. Ο συλλογισμός τον οποίο διατυπώνει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο αναμφισβήτητα παρέχει τη δυνατότητα στη μεν FLS Plast να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω επιχειρηματολογία, στο δε Δικαστήριο να πραγματοποιήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο. Το επιχείρημα αυτό της FLS Plast είναι ως εκ τούτου αβάσιμο.

80      Συνεπώς, το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

–       Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

81      Σχετικά με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ότι κακώς η Επιτροπή δεν χορήγησε στην FLS Plast μείωση του προστίμου κατά 30 %, ενώ αυτή αποτελούσε ενιαία οικονομική οντότητα με την Trioplast Wittenheim, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε το ως άνω επιχείρημα εκτιμώντας «[ό]τι η Επιτροπή ήταν αρμόδια να εκτιμήσει εξατομικευμένα τη συνεργασία των δύο εταιριών στην έρευνα».

82      Συναφώς, στη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «ορθώς ορίστηκαν για την Trioplast Wittenheim, την Trioplast Industrier και την [FLS Plast] εξατομικευμένα αρχικά ποσά, τα οποία εν συνεχεία αναπροσαρμόσθηκαν βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεών τους». Εντούτοις, στη σκέψη 173 της ως άνω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «δεν προκύπτει ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφα ότι η [Trioplast Industrier] παρέσχε πληροφορίες που δικαιολογούσαν την κατά 30 % μείωση [του προστίμου]», και, στη σκέψη 174 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, «εφόσον καμία από τις διαδοχικές μητρικές εταιρίες δεν παρέσχε λυσιτελή στοιχεία στην Επιτροπή, η τελευταία αντιμετώπισε δύο παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο». Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε όμως, στις σκέψεις 175 και 176 της ως άνω αποφάσεως, ότι, εφόσον ουδείς δύναται να επικαλεσθεί προς όφελός του παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου, η FLS Plast «δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η Επιτροπή εσφαλμένως επεξέτεινε στην Trioplast Industrier το ωφέλημα από τη συνεργασία την οποία παρέσχε η Trioplast Wittenheim».

83      Διαπιστώνεται ότι, ενώ έκρινε ορθώς ότι η FLS Plast δεν εδικαιούτο μείωση του προστίμου κατά 30 %, η οποία πάντως χορηγήθηκε στην Trioplast industrier δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, η απόφαση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε νομικώς εσφαλμένη αιτιολογία.

84      Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι βάσιμο κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της ως άνω αποφάσεως, πρέπει δε να γίνει αντικατάσταση σκεπτικού (βλ. απόφαση Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, EU:C:2011:372, σκέψη 171 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Πρέπει συναφώς να κριθεί ότι μόνο επιχείρηση η οποία συνεργάσθηκε με την Επιτροπή βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας μπορεί, βάσει της ως άνω ανακοινώσεως, να τύχει μειώσεως του προστίμου το οποίο θα της είχε επιβληθεί χωρίς τη συνεργασία αυτή. Η ως άνω μείωση δεν μπορεί να επεκταθεί σε εταιρία η οποία, για μέρος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η επίδικη παράβαση, ανήκε στην οικονομική οντότητα την οποία συνιστούσε η ως άνω πρώτη επιχείρηση, αλλά είχε παύσει να ανήκει σε αυτήν κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής με την Επιτροπή.

86      Αντίθετη ερμηνεία, όπως η προτεινόμενη από την FLS Plast, θα σήμαινε γενικώς ότι, στις περιπτώσεις διαδοχής επιχειρήσεων, εταιρία η οποία μετέσχε αρχικώς σε παράβαση ως μητρική μιας θυγατρικής εταιρίας που εμπλεκόταν άμεσα στην παράβαση αυτή και η οποία μεταβιβάζει εν συνεχεία την ως άνω θυγατρική σε άλλη επιχείρηση θα ετύγχανε, ενδεχομένως, της μειώσεως του προστίμου που θα εχορηγείτο στην τελευταία αυτή επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή, μολονότι η εν λόγω εταιρία δεν είχε συμβάλει η ίδια στην αποκάλυψη της επίδικης παραβάσεως ούτε είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή, κατά τον χρόνο της συνεργασίας, στην πρώην θυγατρική της.

87      Ως εκ τούτου, δεδομένου του σκοπού της ανακοινώσεως περί επιείκειας, που συνίσταται στην παροχή κινήτρου για την αποκάλυψη συμπεριφορών οι οποίες αντιβαίνουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της ως άνω διατάξεως, τίποτε δεν δικαιολογεί την επέκταση της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή σε επιχείρηση η οποία, ενώ κατά το παρελθόν ήλεγχε την εμπλεκόμενη στην επίδικη παράβαση θυγατρική, δεν συνέβαλε η ίδια στην αποκάλυψη της παραβάσεως.

88      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Trioplast Wittenheim συνεργάσθηκε με την Επιτροπή, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του 2002, η ως άνω εταιρία είχε παύσει να αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με την FLS Plast. Συνεπώς, η FLS Plast δεν μπορεί να επωφεληθεί από επέκταση της κατά 30 % μειώσεως του βασικού ποσού του προστίμου, όπως αυτή της οποίας έτυχε η Trioplast Industrier, λόγω του ότι αποτελούσε, ως μητρική εταιρία της Trioplast Wittenheim, ενιαία οικονομική οντότητα με την τελευταία.

89      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ασκεί επίσης επιρροή το ζήτημα αν ορθώς χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier η κατά 30 % μείωση του βασικού ποσού του προστίμου, από τη στιγμή που, εν πάση περιπτώσει, η μείωση αυτή δεν μπορούσε να επεκταθεί στην FLS Plast για λόγους ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η τελευταία εταιρία δεν τελούσε σε κατάσταση παρόμοια προς εκείνη της Trioplast Industrier.

90      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι ο προβληθείς από την FLS Plast λόγος αναιρέσεως βάλλει, κατ’ αυτό το σκέλος του, κατά της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως την οποία το Δικαστήριο αντικατέστησε, στις σκέψεις 84 έως 88 της παρούσας αποφάσεως, με τη δική του αιτιολογία, στηρίζουσα νομικώς την απόφαση ότι το ωφέλημα της κατά 30 % μειώσεως του προστίμου του οποίου έτυχε η Trioplast Industrier δεν μπορούσε να επεκταθεί στην FLS Plast.

91      Εξ αυτού συνάγεται ότι το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, καθόσον βάλλει κατά της ως άνω αντικατασταθείσας αιτιολογίας, είναι αβάσιμο.

92      Εφόσον απερρίφθησαν άπαντα τα σκέλη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και μη τήρηση της υποχρεώσεως του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογήσει την επιμέτρηση του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

93      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιμέτρηση του επιβληθέντος στην FLS Plast προστίμου, η FLS Plast υπενθυμίζει ότι στην επίδικη παράβαση συμμετείχαν, με την ιδιότητα της μητρικής εταιρίας της Trioplast Wittenheim, τρεις διαφορετικές επιχειρήσεις σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Η Trioplast Wittenheim είναι ο μόνος αποδέκτης της επίδικης αποφάσεως που ανήκε στην καθεμία από τις τρεις παραβάτιδες επιχειρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως. Εφόσον είχε επέλθει παραγραφή όσον αφορά την επιβολή προστίμων στην Saint‑Gobain, μόνο η Trioplast Wittenheim μπορεί να κριθεί υπεύθυνη για την παράβαση όσον αφορά το πριν το 1992 διάστημα.

94      Το πρόστιμο εις βάρος της FLS Plast ανέρχεται, κατόπιν της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε 14,45 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 80 % του συνολικού προστίμου που επιβλήθηκε στην Trioplast Wittenheim προς κολασμό των 20 ετών συμμετοχής της στην παράβαση. Η FLS Plast ενεπλάκη όμως στην παράβαση, και μάλιστα κατά τρόπο έμμεσο, μόνο επί επτά έτη, ήτοι το 35 % της συνολικής διάρκειας της παραβάσεως. Η αντιμετώπιση αυτή είναι προδήλως δυσανάλογη. Η καταλογιζόμενη σε μητρική εταιρία αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη πρέπει, το λιγότερο, να τελεί σε εύλογη σχέση με την περίοδο κατά την οποία συναποτελούσε ενιαία οικονομική οντότητα με τη θυγατρική της.

95      Κατά την FLS Plast, η μητρική εταιρία πρέπει να θεωρείται όχι ως χωριστός παραβάτης, αλλ’ αντιθέτως ως εγγυητής του προστίμου το οποίο επιβάλλεται στην πραγματικότητα στη θυγατρική η οποία μετέσχε στη σύμπραξη. Η Επιτροπή δεν μπορεί να εισπράξει από μητρικές εταιρίες ποσό ανώτερο του αρχικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε στη θυγατρική. Η Επιτροπή αγνόησε την αρχή αυτή, αξιώνοντας από την FLS Plast ποσό ίσο με το 80 % του προστίμου που επιβλήθηκε στην Trioplast Wittenheim για ολόκληρη τη διάρκεια της παραβάσεως.

96      Ειδικότερα, κατά την FLS Plast, εφόσον η Trioplast Wittenheim μετέσχε στην παράβαση για συνολικό χρονικό διάστημα 20 ετών, η δε FLS Plast ανήκε στην ίδια οικονομική οντότητα με την ως άνω εταιρία επί επτά έτη, το επιβαλλόμενο στην FLS Plast πρόστιμο, καταρχήν, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα επτά εικοστά του προστίμου το οποίο επιβάλλεται στην Trioplast Wittenheim, ήτοι 6,25 εκατομμύρια ευρώ.

97      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, η FLS Plast υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας.

98      Ειδικότερα, κατά την FLS Plast, η απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου στα επιχειρήματά της περιορίζεται αποκλειστικώς στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο απλώς έλεγξε αν η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Εντούτοις, η μηχανική εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να εγγυηθεί τον αναλογικό χαρακτήρα του προκύπτοντος εξ αυτής προστίμου σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση.

99      Η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι απαράδεκτα αμφότερα τα σκέλη του λόγου αυτού αναιρέσεως. Ειδικότερα, συνιστούν απλό αίτημα μειώσεως του προστίμου, η δε FLS Plast δεν αποκάλυψε κάποια πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα της FLS Plast αποβλέπουν στην επανεξέταση αυτής καθεαυτήν της επίδικης αποφάσεως και δεν διατυπώνονται ως σοβαρές αιτιάσεις κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθούν ως απαράδεκτα.

100    Επικουρικώς, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή αρνείται ότι η κατανομή της ευθύνης μεταξύ εταιριών οι οποίες σε διαφορετικά χρονικά σημεία ανήκαν σε μια ενιαία οικονομική οντότητα πρέπει να τελεί σε αναλογία προς τη διάρκεια συμμετοχής στην παράβαση της κάθε ανήκουσας στην ως άνω οντότητα εταιρίας ή προς τη διάρκεια κατοχής του κεφαλαίου της θυγατρικής η οποία υπέπεσε στην επίδικη παράβαση. Στο μέτρο που το αρχικό ποσό για τον υπολογισμό του προστίμου είναι πάγιο και δεν εξαρτάται από τη διάρκεια της παραβάσεως αλλά συναρτάται μόνο προς τη σοβαρότητά της, η προσαύξηση, λόγω διάρκειας, του βασικού ποσού του προστίμου κατά 10 % ανά έτος συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση θα συνεπαγόταν την επιβολή προστίμων τα οποία δεν θα ήταν αυστηρώς αναλογικά προς τη διάρκεια της παραβάσεως.

101    Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι απεναντίας το Γενικό Δικαστήριο απάντησε, στις σκέψεις 92 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ειδικώς στο επιχείρημα της FLS Plast περί ελλείψεως αναλογικότητας του προστίμου που της επιβλήθηκε.

102    Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLS Plast αντιτείνει ότι, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε κρίνει ότι το ποσό που της επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση ήταν δυσανάλογο σε σχέση με τη διάρκεια έμμεσης εμπλοκής της στην παράβαση, προέβαλε κατά τρόπο σαφή ουσιώδεις αιτιάσεις αναγόμενες σε πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

103    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, η FLS Plast προβάλλει ότι το γεγονός ότι στην αίτησή της αναιρέσεως δεν επιδιώκει να πραγματευθεί όλα τα κενά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως επηρεάζει τη σοβαρότητα του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

104    Στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επαναλαμβάνει το επιχείρημα ότι η FLS Plast, επειδή δεν μπόρεσε να εντοπίσει κάποιο κενό στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, επιζητεί τη γενική επανεξέταση αυτής καθεαυτήν της επίδικης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–       Επί του παραδεκτού

105    Σε ό,τι αφορά το παραδεκτό του τετάρτου λόγου αναιρέσεως της FLS Plast, αρκεί η διαπίστωση ότι οι αιτιάσεις τις οποίες προβάλλει η ως άνω εταιρία κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και οι οποίες αντλούνται, αφενός, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, από το ότι το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε τον υπολογισμό του προστίμου που είχε πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή, με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογου προστίμου, καθώς και, αφετέρου, σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, από το ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφαση αυτή απλώς μέσω παραπομπής στις κατευθυντήριες γραμμές, πράγμα που συνιστά ελάττωμα της αιτιολογίας, προκύπτουν κατά τρόπο αρκούντως σαφή από τα σημεία 99 έως 123 της αιτήσεώς της αναιρέσεως και παρέχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να πραγματοποιήσει τον έλεγχό του. Συνεπώς, και τα δύο σκέλη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως της FLS Plast είναι παραδεκτά.

–        Επί της ουσίας

106    Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της επιμετρήσεως του προστίμου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της FLS Plast κατά το οποίο, αφενός, πρέπει να θεωρηθεί ως ο εγγυητής του προστίμου το οποίο επιβάλλεται στην πραγματικότητα στη θυγατρική της η οποία μετέσχε στη σύμπραξη και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν μπορεί να εισπράξει από μητρικές εταιρίες ποσό υπερβαίνον το «αρχικό» πρόστιμο που επιβλήθηκε στη θυγατρική.

107    Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε ό,τι αφορά την καταβολή προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η εις ολόκληρον ευθύνη την οποία υπέχουν δύο εταιρίες που συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα δεν μπορεί να εξαντλείται στην εκ μέρους της μητρικής εταιρίας παροχή κάποιας μορφής εγγυήσεως προς εξασφάλιση της καταβολής του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική και ότι η επιχειρηματολογία κατά την οποία δεν ήταν δυνατόν η ως άνω μητρική εταιρία να υποχρεωθεί στην καταβολή προστίμου υπερβαίνοντος εκείνο που επιβλήθηκε στη θυγατρική της είναι συνεπώς αβάσιμη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Kendrion κατά Επιτροπής, C‑50/12 P, EU:C:2013:771, σκέψεις 56 και 58). Η ως άνω νομολογία λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων επιβάλλει να καθορίζεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), το ύψος του εις ολόκληρον οφειλόμενου προστίμου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως που προσάπτεται ατομικώς στην οικεία επιχείρηση και με τη διάρκεια της παραβάσεως αυτής (απόφαση Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

108    Όσον αφορά, εξάλλου, το επιχείρημα περί δυσανάλογου χαρακτήρα του προστίμου σε σχέση με τη διάρκεια της παραβάσεως, διαπιστώνεται ότι η FLS Plast δεν αποδεικνύει τον ως άνω δυσανάλογο χαρακτήρα.

109    Ειδικότερα, διευκρινίζεται, συναφώς, ότι, ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να μεριμνά ώστε η επιμέτρηση προστίμου το οποίο επιβάλλεται σε επιχείρηση λόγω εμπλοκής της σε παράβαση των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη διάρκεια της ως άνω παραβάσεως και τη συμμετοχή σε αυτήν. Εντούτοις, η διάρκεια της παραβάσεως δεν είναι ούτε το μοναδικό ούτε κατ’ ανάγκην το σημαντικότερο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή ή από το Γενικό Δικαστήριο για τους σκοπούς της επιμετρήσεως του προστίμου αυτού.

110    Εν προκειμένω, από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην FLS Plast και στις λοιπές εταιρίες που εμπλέκονταν στην επίμαχη σύμπραξη δεν επιμετρήθηκαν μόνο σε συνάρτηση με την αντίστοιχη διάρκεια της εμπλοκής της καθεμίας από τις εταιρίες αυτές. Έτσι, όσον αφορά την FLS Plast, το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε δεν έπρεπε κατ’ ανάγκη να τελεί σε αυστηρή αναλογία, ούτε καν σε «εύλογη» αναλογία, προς τη διάρκεια της συμμετοχής της ως άνω εταιρίας στην επίδικη παράβαση, αλλά όφειλε να αντικατοπτρίζει προσηκόντως τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως.

111    Σε ό,τι αφορά όμως τη σοβαρότητα της ως άνω παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η παράβαση αυτή συνίστατο στη συμμετοχή σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες αφορούσαν έξι κράτη μέλη και ότι είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την απονομή ποσοστώσεων για τις πωλήσεις, την παραχώρηση πελατών, συμφωνιών και παραγγελιών, τη συντονισμένη υποβολή προσφορών σε ορισμένους διαγωνισμούς και την ανταλλαγή ατομικών πληροφοριακών στοιχείων. Υπ’ αυτό το πρίσμα προέβη η Επιτροπή στον ορθό χαρακτηρισμό της παραβάσεως αυτής, στην αιτιολογική σκέψη 765 της επίδικης αποφάσεως, ως «πολύ σοβαρής». Η FLS Plast δεν αμφισβήτησε τον ως άνω χαρακτηρισμό στην αίτησή της αναιρέσεως.

112    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν καθόρισε το πρόστιμο για την καταβολή του οποίου κρίθηκε εις ολόκληρον υπεύθυνη η FLS Plast, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως, σε 14,45 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι ποσό σαφώς χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο προβλέπει γενικώς η Επιτροπή ως αρχικό ποσό για τον υπολογισμό των προστίμων όσον αφορά τις «πολύ σοβαρές» παραβάσεις και το οποίο προβλέπεται στο σημείο 1, A, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, όρισε το επιβληθέν πρόστιμο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε δυσανάλογο ύψος.

113    Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

114    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον απέρριψε το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, κατά τον καθορισμό του προστίμου που επέβαλε στην FLS Plast, παρέβη την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τη διάρκεια της συμμετοχής της FLS Plast στην παράβαση, διαπιστώνεται ότι το σκέλος αυτό επίσης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

115    Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα αυτό στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία διαπίστωσε ότι «δεν είναι βάσιμη η αιτίαση ότι η ευθύνη που υπέχει η [FLS Plast] είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με την περίοδο κατά την οποία κατείχε μετοχές της Trioplast Wittenheim. Από κανένα κανόνα ή αρχή του δικαίου δεν προβλέπεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να εξασφαλίσει την αναλογικότητα αυτή. Ασφαλώς, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τη διάρκεια της παραβάσεως. Εν προκειμένω όμως αποδείχθηκε [...] ότι, στην περίπτωση της [FLS Plast], η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό που είχε ορίσει για την [FLS Plast] κατά 10 % ανά έτος εμπλοκής της [τελευταίας]».

116    Η ως άνω αιτιολογία όμως, που ασφαλώς είναι συνοπτική, επιτρέπει να γίνει αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στο πλαίσιο αυτό η FLS Plast. Εξάλλου, η εν λόγω αιτιολογία πρέπει να εξετασθεί σε συνδυασμό με τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 92 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες επίσης αφορούν την επιμέτρηση του προστίμου σε συνάρτηση με τη διάρκεια της συμμετοχής της FLS Plast στην παράβαση, ιδίως σε σύγκριση με τη διάρκεια συμμετοχής στην παράβαση της Trioplast Industrier και της Saint‑Gobain.

117    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε μεταξύ άλλων, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα όσα υποστηρίζονται σχετικά με το ότι η Επιτροπή όφειλε να διαιρέσει το αρχικό ποσό πριν προχωρήσει σε τροποποίηση του ποσού αυτού βάσει άλλων στοιχείων, για τον λόγο ότι η Trioplast Wittenheim διαδοχικώς ανήκε στον όμιλο Saint‑Gobain, στην [FLS Plast] και στην Trioplast Industrier. Αφενός, η [FLS Plast] δεν επικαλέσθηκε κάποιον κανόνα ή αρχή του δικαίου που να επιβάλλει σχετική υποχρέωση. Αφετέρου, η πρακτική επιβολής στη μητρική εταιρία του ίδιου αρχικού ποσού με εκείνο που καθορίστηκε για τη θυγατρική εταιρία που είχε άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη, χωρίς κατανομή του αρχικού αυτού ποσού σε περίπτωση διαδοχής μεταξύ πλειόνων μητρικών εταιριών, δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής ακατάλληλη».

118    Δεδομένων, μεταξύ άλλων, των εκτιμήσεων που αναπτύσσονται στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογία την οποία διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 100 της ως άνω αποφάσεως προδήλως επαρκεί προκειμένου να παράσχει τη δυνατότητα στη μεν FLS Plast να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο αυτό, στο δε Δικαστήριο να πραγματοποιήσει τον έλεγχό του. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται ως προς αυτό το σημείο έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

119    Εφόσον απερρίφθησαν και τα δύο σκέλη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η FLS Plast προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι εκδόθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν διαδικασίας η οποία είχε υπερβολική διάρκεια, εφόσον μεταξύ της καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής και της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μεσολάβησαν έξι έτη. Κατά την FLS Plast, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε έτσι τα δικαιώματα τα οποία η ίδια μπορεί να επικαλεσθεί δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

121    Συναφώς, η FLS Plast επισημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο αδράνησε για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών μεταξύ του τέλους της έγγραφης διαδικασίας, στις 20 Φεβρουαρίου 2007, και της ημερομηνίας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, στις 22 Ιουνίου 2011, χωρίς αυτή η παρατεταμένη αδράνεια να δικαιολογείται από τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή μέτρων έρευνας. Η μόνη ενέργεια στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν η αποστολή στους διαδίκους, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ερωτηματολογίου αποτελούμενου από τέσσερα ερωτήματα.

122    Κατά την FLS Plast, η επίδικη απόφαση και τα επιχειρήματα τα οποία είχε η ίδια προβάλει δεν ήταν περίπλοκα σε βαθμό που να δυσχεραίνεται το Γενικό Δικαστήριο να προπαρασκευάσει την προφορική διαδικασία εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών.

123    Η FLS Plast τονίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε τις πρώτες του αποφάσεις οι οποίες είχαν ως αντικείμενο την επίδικη απόφαση στις 13 Σεπτεμβρίου 2010. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2010, το Γενικό Δικαστήριο ήταν σε θέση να διατυπώσει κρίση στο πλαίσιο των άλλων αυτών αποφάσεων, έχοντας προβεί σε όλες τις οικονομικής φύσεως εκτιμήσεις και στην αναγκαία προς τούτο διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, οι εν λόγω αποφάσεις αφορούσαν την Trioplast Industrier (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Trioplast Industrier κατά Επιτροπής, T‑40/06, EU:T:2010:388) καθώς και την Trioplast Wittenheim (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής, T‑26/06, EU:T:2010:387). Όλα όμως τα κρίσιμα στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως πραγματικά περιστατικά είναι τα ίδια με εκείνα που είχαν υποβληθεί προς εξέταση στο Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποφάσεως Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής (EU:T:2010:387). Τίποτε δεν δικαιολογεί έτσι το χρονικό διάστημα ενός έτους και πέντε μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως από το Γενικό Δικαστήριο της αποφάσεως Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής και της εκδόσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

124    Τέλος, η μακρά διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας δεν ήταν απόρροια της συμπεριφοράς την οποία τήρησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου η FLS Plast.

125    Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου και υποστηρίζει ότι όταν διάδικος εκτιμά ότι η διάρκεια διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν υπερβολική, δύναται να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως, ζητώντας την ανόρθωση της ζημίας την οποία διατείνεται ότι υπέστη εξ αυτού του λόγου. Επιπλέον, η εν λόγω υπερβολική διάρκεια δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να συνεπάγεται μείωση του προστίμου, όπως η επιδιωκόμενη από την FLS Plast, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με μεταρρύθμιση της επίδικης αποφάσεως.

126    Εξάλλου, δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδίως της σπουδαιότητάς της για την επιχείρηση, της περιπλοκότητάς της και της συμπεριφοράς, η διάρκεια της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας είναι εύλογη. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι η FLS Plast αμφισβήτησε το σύνολο σχεδόν των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν προς στήριξη της επίδικης αποφάσεως, τα οποία έπρεπε, ως εκ τούτου, να επαληθευτούν. Στο μέτρο που ορισμένες από τις υποθέσεις αυτές αφορούσαν μητρικές εταιρίες και τις θυγατρικές τους, ελήφθησαν κάποια μέτρα οργανώσεως προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνεξέταση και συνεκδίκαση των υποθέσεων αυτών. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η FLS Plast είχε υποβάλει προσφυγή ιδιαιτέρως πολύπλοκη, η οποία περιελάμβανε πληθώρα λόγων ακυρώσεως και υποδιαιρέσεων λόγων ακυρώσεως. Οι δεκατέσσερις άλλες προσφεύγουσες προσκόμισαν διαδικαστικές πράξεις με εξίσου λεπτομερειακό χαρακτήρα.

127    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση εκδόσεως αποφάσεως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και κρίνει αναγκαία τη μείωση του προστίμου, η μείωση αυτή θα πρέπει να είναι εξαιρετικά περιορισμένη ή μόνο συμβολική.

128    Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLS Plast υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν παραθέτει κάποια νομική βάση προς στήριξη της ενστάσεώς της απαραδέκτου.

129    Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, τονίζει ότι οι λόγοι αναιρέσεως είναι δυνατόν να αφορούν μόνο πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως της FLS Plast δεν αντλείται από τέτοια πλάνη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

130    Όπως προκύπτει από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και από τη νομολογία του, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να ελέγχει αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε διαδικαστικές πλημμέλειες οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 176).

131    Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, την οποία επικαλείται η FLS Plast, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 47, «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως». Όπως έχει επανειλημμένως κριθεί από το Δικαστήριο, το άρθρο αυτό αφορά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2009:456, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

132    Ως εκ τούτου, το δικαίωμα αυτό, του οποίου η ισχύς ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης είχε επιβεβαιωθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του Χάρτη, εφαρμόζεται στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής (βλ., μεταξύ άλλων, επ’ αυτού, απόφαση Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2009:456, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

133    Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, ως διαδικαστική πλημμέλεια που αποτελεί προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, πρέπει να συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος το οποίο να του παρέχει κατάλληλη επανόρθωση (βλ., επ’ αυτού, ΕΔΔΑ, Kudła, αριθ. 30210/96 §§ 156 και 157, ΕΔΔΑ 2000-XI).

134    Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι πρέπει να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων, αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση το ποσό του προστίμου που του επιβλήθηκε ενώ όλοι οι λόγοι αναιρέσεως κατά των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο ως προς το ποσό του προστίμου και τη συμπεριφορά που τιμωρείται με το πρόστιμο απορρίφθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

135    Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεώς του, που απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πρέπει να αχθεί ενώπιον του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, EU:C:2013:770, σκέψεις 83 και 84).

136    Απόκειται συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς της οποίας επικρίνεται η διάρκεια εκδικάσεως, να εκτιμήσει, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομιστούν προς τον σκοπό αυτό, τόσο το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας όσο και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της υπερβολικής διάρκειας της επίμαχης ένδικης διαδικασίας (βλ., μεταξύ άλλων, επ’ αυτού, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, EU:C:2013:770, σκέψεις 88 και 90).

137    Πάντως, διαπιστώνεται ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ήτοι έξι και πλέον έτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως αυτής.

138    Προκύπτει, ιδίως, ότι μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας, που επήλθε με την κατάθεση τον Φεβρουάριο του 2007 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, και της ενάρξεως, τον Ιούνιο του 2011, της προφορικής διαδικασίας μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών. Η διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί απλώς από τις περιστάσεις της υποθέσεως, ήτοι την περιπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, τη συμπεριφορά των διαδίκων ή ακόμη τυχόν δικονομικά ζητήματα.

139    Όσον αφορά την περιπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, από την εξέταση της προσφυγής της FLS Plast, όπως συνοψίζεται στις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως, μολονότι έχρηζαν εμπεριστατωμένης εξετάσεως, δεν είχαν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό δυσκολίας. Μολονότι αληθεύει ότι δεκαπέντε αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές ζητώντας την ακύρωσή της, το γεγονός αυτό δεν ήταν ικανό να εμποδίσει το δικαιοδοτικό αυτό όργανο να συγκεφαλαιώσει τη δικογραφία και να προετοιμάσει την προφορική διαδικασία εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών.

140    Σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στην υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία ότι η FLS Plast συνέτεινε, με τη συμπεριφορά της, στην επιβράδυνση της εκδικάσεως της υποθέσεως.

141    Τέλος, από την ως άνω δικογραφία δεν προκύπτει ούτε ότι η διαδικασία διεκόπη ή καθυστέρησε λόγω της εμφανίσεως δικονομικών ζητημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μεγάλη διάρκειά της.

142    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παραβιάστηκε το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη καθόσον δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις σχετικά με την εύλογη διάρκεια της δίκης, πράγμα που στοιχειοθετεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπό έχει την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42).

143    Εντούτοις, από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 134 έως 136 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως της FLS Plast πρέπει να απορριφθεί.

144    Εξ αυτού συνάγεται ότι, εφόσον δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προβάλλει η FLS Plast, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

145    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

146    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η FLS Plast στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός των εξόδων της, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την FLS Plast A/S στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.