Language of document : ECLI:EU:T:2007:212

Υπόθεση T-351/03

Schneider Electric SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας – Ζημία που υπέστη μια επιχείρηση λόγω κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου με την οποία βαρύνεται η διαδικασία ελέγχου του συμβατού μιας πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

5.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Απόφαση με την οποία μια πράξη συγκεντρώσεως κρίθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Στοιχεία που πρέπει να περιέχει – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 1 και 3)

7.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Ταύτιση των ομάδων των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με τα διάφορα στάδια του ελέγχου μιας πράξεως συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων παρά την επελθούσα μεταξύ των διαφόρων αυτών σταδίων ακύρωση

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 18 §§ 3 και 4)

8.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 4)

9.      Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εκτίμηση του συμβατού με την κοινή αγορά – Συνεκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής των σύννομων, κατά το εθνικό δίκαιο, συμβάσεων που δεσμεύουν τις μετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

10.    Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Απόφαση περί ενάρξεως του σταδίου της εμπεριστατωμένης εξετάσεως – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 3, 6 § 1, και 8 § 3)

11.    Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση περί ενάρξεως του σταδίου της εμπεριστατωμένης εξετάσεως

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1, στοιχείο γ΄)

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αθέμιτη συμπεριφορά – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός – Συγκεντρώσεις – Εκτίμηση του συμβατού με την κοινή αγορά – Δεν υφίσταται τεκμήριο

(Κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 10)

14.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αθέμιτη συμπεριφορά – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

15.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αθέμιτη συμπεριφορά – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

16.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αθέμιτη συμπεριφορά – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· κανονισμός 4064/89 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 3)

17.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Αποκατάσταση

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Η ένδειξη αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου.

Για να ικανοποιεί τις ανωτέρω απαιτούμενες προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία επιτρέποντα την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο θεσμικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας.

(βλ. σκέψεις 92-94)

2.      Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση.

Όταν γίνεται επίκληση του παράνομου χαρακτήρα νομικής πράξεως ως ερείσματος για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, για να μπορεί να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, πρέπει να συνιστά κατάφωρη παράβαση ενός κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Συναφώς, το αποφασιστικής σημασίας κριτήριο είναι αυτό της πρόδηλης και σοβαρής υπερβάσεως εκ μέρους του κοινοτικού θεσμικού οργάνου των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία εκτιμήσεώς του.

Το καθεστώς της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας λαμβάνει ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων και, ειδικότερα, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η εκδούσα την αμφισβητούμενη πράξη αρχή.

Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά μόνον πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου.

Το ίδιο ισχύει οσάκις το εναγόμενο θεσμικό όργανο παραβαίνει γενική υποχρέωση επιμελείας ή προβαίνει σε καταχρηστική εφαρμογή των σχετικών ουσιαστικών ή διαδικαστικών κανόνων.

(βλ. σκέψεις 113-118)

3.      Αν η έννοια της κατάφωρης παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου, που είναι αναγκαία προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, καταλάμβανε όλα τα σφάλματα ή τα πταίσματα που, έστω και αν παρουσιάζουν ορισμένο βαθμό σοβαρότητας, δεν είναι ξένα, ως εκ της φύσεώς τους ή ως εκ του εύρους τους, προς τη συνήθη συμπεριφορά ενός θεσμικού οργάνου επιφορτισμένου με το να μεριμνά για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, οι οποίοι είναι περίπλοκοι, εμπεριέχουν λεπτές αποχρώσεις και υπόκεινται σε σημαντικό περιθώριο ερμηνείας, θα μπορούσε να διακυβευθεί η ικανότητα της Επιτροπής να ασκεί πλήρως τη λειτουργία του ρυθμιστή του ανταγωνισμού, αντιθέτως προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον.

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, προς τον σκοπό της στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, η παράβαση μιας εκ του νόμου υποχρεώσεως, η οποία, όσο λυπηρή και αν είναι, μπορεί να εξηγηθεί από τις αντικειμενικές δεσμεύσεις που βαρύνουν το θεσμικό όργανο και τους υπαλλήλους του ως αποτέλεσμα των διατάξεων που διέπουν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων.

Αντιθέτως, εξακολουθεί να υφίσταται το δικαίωμα για την αποκατάσταση των ζημιών που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου όταν αυτή εκφράζεται με μια πράξη προδήλως αντίθετη προς τον κανόνα δικαίου και σοβαρώς επιβλαβή για τα συμφέροντα τρίτων προς το θεσμικό όργανο προσώπων και δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί ούτε να εξηγηθεί από τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις που επιβάλλονται αντικειμενικώς στην υπηρεσία στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της.

Ένας τέτοιος ορισμός του ορίου στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας είναι ικανός να προστατεύσει το περιθώριο ελιγμών και την ελευθερία εκτιμήσεως που πρέπει να διαθέτει, για το γενικό συμφέρον, ο κοινοτικός ρυθμιστής του ανταγωνισμού, τόσο ως προς τις αποφάσεις του σχετικά με τη σκοπιμότητα όσο και κατά την εκ μέρους του ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του πρωτογενούς και παραγώγου κοινοτικού δικαίου, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτει σε τρίτους το βάρος των συνεπειών καταφανών και ασύγγνωστων παραλείψεων.

(βλ. σκέψεις 121-125)

4.      Κατ’ αρχήν, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί το ότι πρόδηλα και σοβαρά ελαττώματα με τα οποία βαρύνεται η υπολανθάνουσα οικονομική ανάλυση εντός αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονται στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού μπορούν να αποτελούν κατάφωρες παραβάσεις ενός κανόνα δικαίου ώστε να στοιχειοθετούν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

Ωστόσο, ένας τέτοιος προσδιορισμός επιβάλλει, κατ’ αρχάς, το να εξακριβωθεί αν ο παραβιασθείς από την ελλιπή ανάλυση κανόνας προορίζεται να απονείμει δικαιώματα στους ιδιώτες. Πάντως, ναι μεν ορισμένες αρχές και ορισμένοι κανόνες προς τους οποίους οφείλει να συμμορφώνεται η ανάλυση στον τομέα του ανταγωνισμού έχουν όντως τον χαρακτήρα κανόνων που προορίζονται να απονείμουν δικαιώματα στους ιδιώτες, πλην όμως δεν είναι δυνατό, εκ προοιμίου, να θεωρηθεί ότι έχουν τέτοιο χαρακτήρα όλοι οι κανόνες, πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου ή οι αντλούμενοι από τη νομολογία, τους οποίους οφείλει να τηρεί η Επιτροπή κατά τις οικονομικές εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει.

Εν συνεχεία, οι αναγκαίες για τον χαρακτηρισμό μιας καταστάσεως ή μιας πράξεως συγκεντρώσεως κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού οικονομικές αναλύσεις συνεπάγονται, τόσο γενικώς όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών, αλλά και από απόψεως του συλλογισμού που αναπτύχθηκε βάσει της περιγραφής τους, περίπλοκες και δύσκολες νοητικές διεργασίες, στις οποίες μπορούν να παρεισφρήσουν ορισμένες ελλείψεις, όπως προσεγγίσεις, ασυνέπειες, και μάλιστα ορισμένες παραλείψεις, λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων, από απόψεως προθεσμιών, που επιβάλλονται στο θεσμικό όργανο. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον, όπως στην περίπτωση του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η ανάλυση εμπεριέχει μια πτυχή αναλύσεως των προοπτικών. Η σοβαρότητα μιας ελλείψεως, από άποψη τεκμηριώσεως ή από λογική άποψη, ενδέχεται, υπό τις συνθήκες αυτές, να μη συνιστά πάντοτε επαρκή περίσταση για να στοιχειοθετηθεί η κοινοτική ευθύνη.

Τέλος, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να διατηρεί την κυριαρχία στην κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατό να αναμένεται από αυτή μια αυστηρώς πάγια και αμετάβλητη πρακτική κατά την εφαρμογή των σχετικών κανόνων και, συναφώς, ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο απολαύει ορισμένου εύρους κατά την επιλογή των οικονομετρικών μέσων που έχει στη διάθεσή του, καθώς και κατά την επιλογή των πρόσφορων πτυχών προσέγγισης για τη μελέτη ενός φαινομένου, εφόσον οι επιλογές αυτές δεν είναι προδήλως αντίθετες προς τους αναγνωρισμένους κανόνες της οικονομικής επιστήμης και εφαρμόζονται κατά συνεπή τρόπο.

(βλ. σκέψεις 129-132)

5.      Τα ελαττώματα με τα οποία βαρύνεται απόφαση κηρύσσουσα πράξη συγκεντρώσεως ως ασύμβατη με την κοινή αγορά, τα οποία δεν είχαν συνέπειες στη συνέχιση της διαδικασίας και τα οποία, ιδίως, δεν στέρησαν από τις μετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις την ευκαιρία να επιτύχουν τη λήψη ευνοϊκής αποφάσεως για την υλοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως, είναι ακατάλληλα, από μόνα τους, για την πρόκληση ειδικής ζημίας στα μέρη και, κατά συνέπεια, για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

(βλ. σκέψεις 134, 138-139)

6.      Υπό την ιδιότητα των αποδεκτών αποφάσεων δημόσιας αρχής, οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους, οι μετέχουσες σε μια συγκέντρωση κοινοτικών διαστάσεων επιχειρήσεις πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιούν με πρόσφορο τρόπο την άποψή τους και, προς τούτο, να είναι σαφώς ενημερωμένες, εγκαίρως, σχετικά με το ουσιώδες μέρος των αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή κατά της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεώς τους.

Συναφώς, η ανακοίνωση των αιτιάσεων ενέχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι αποσκοπεί ειδικώς στο να παράσχει τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να αντιδράσουν στις ανησυχίες που εξέφρασε το ρυθμιστικό θεσμικό όργανο, αφενός, εκφράζοντας την άποψή τους επ’ αυτών και, αφετέρου, σχεδιάζοντας να προτείνουν στην Επιτροπή τη λήψη μέτρων αποσκοπούντων στη διόρθωση του αρνητικού αντικτύπου της κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως.

Η εγγύηση αυτή, η οποία εμπίπτει στις θεμελιώδεις εγγυήσεις με τις οποίες η κοινοτική έννομη τάξη συνοδεύει τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών, ενέχει ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων.

Συνιστά πρόδηλη και σοβαρή παράβαση του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, το γεγονός ότι η Επιτροπή συνέταξε ανακοίνωση των αιτιάσεων κατά τρόπον ώστε μια επιχείρηση να μην μπορεί να γνωρίζει ότι, στην περίπτωση που δεν προτείνει τη λήψη ορισμένων διορθωτικών μέτρων, δεν έχει καμία πιθανότητα να επιτύχει το να κηρυχθεί η πράξη συγκεντρώσεως συμβατή με την κοινή αγορά. Η ως άνω προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί ούτε να εξηγηθεί από τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις που επιβάλλονται αντικειμενικώς στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 147-149, 152, 154, 170)

7.      Η ολική ή μερική ταύτιση των ομάδων των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με τα διάφορα στάδια του ελέγχου μιας πράξεως συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων δεν συνιστά, εκ μέρους της Επιτροπής, κατάφωρη παράβαση ενός κανόνα δικαίου ο οποίος έχει ως αντικείμενο να απονείμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι ο σεβασμός του δικαιώματος των διοικουμένων να δικαστεί η υπόθεσή τους από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο διασφαλίζεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και επαναβεβαιώθηκε με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη συνιστά προδήλως έναν κανόνα ο οποίος έχει ως αντικείμενο να απονείμει δικαιώματα στους διοικουμένους, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως δεν απαγορεύει την προηγούμενη παρέμβαση διοικητικών οργάνων που δεν πληρούν, από όλες τις απόψεις, τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται επί της ενώπιον των δικαστηρίων διαδικασίας, εφόσον διασφαλίζεται το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο.

Στον τομέα του ελέγχου των συγκεντρώσεων, η ασκηθείσα βάσει του άρθρου 230 ΕΚ προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων που θέσπισε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 4064/89 συνιστά ένδικο βοήθημα το οποίο πληροί τις απαιτούμενες από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως εγγυήσεις.

Επιπλέον, ουδείς κανόνας δικαίου και ουδεμία αρχή αντιτίθεται στο να αναθέτει η Επιτροπή στους ίδιους υπαλλήλους την εκ νέου εξέταση μιας πράξεως συγκεντρώσεως, η οποία διενεργείται σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε απόφαση περί κηρύξεως της εν λόγω πράξεως συγκεντρώσεως ως ασύμβατης με την κοινή αγορά.

Τέλος, δεν είναι δυνατό να αναχθεί σε γενική αρχή απορρέουσα από το καθήκον αμεροληψίας το ότι μια διοικητική ή δικαστική αρχή έχει την υποχρέωση, μετά την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως, να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη αρχή ή σε όργανο της αρχής αυτής με διαφορετική σύνθεση.

(βλ. σκέψεις 181-186, 188)

8.      Όταν πράξη συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων έχει υλοποιηθεί κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή διαπιστώνει το ασυμβίβαστο της εν λόγω πράξεως με την κοινή αγορά, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, εξουσιοδοτεί το θεσμικό όργανο να διατάξει κάθε ενδεδειγμένη ενέργεια για την αποκατάσταση του αποτελεσματικού ανταγωνισμού.

Προκειμένου να προσδιορισθεί αν η Επιτροπή, απαιτώντας από τις δύο μετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις να προβούν σε διαχωρισμό που να διαφυλάσσει το αμετάβλητο της υποστάσεως της επιχειρήσεως-στόχου και απαγορεύοντας κάθε μεταγενέστερη εκχώρηση δραστηριοτήτων, παρέβη προδήλως και σοβαρώς την ως άνω διάταξη, πρέπει να εξετασθούν οι λεπτομέρειες του διαχωρισμού, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των θέσεων των κοινοποιουσών επιχειρήσεων στις οικείες αγορές, της αποκλίσεως μεταξύ των μεριδίων αγοράς τους και εκείνων των άμεσων ανταγωνιστών τους, της φήμης των σημάτων τους στις αγορές αυτές, και να εξακριβωθεί αν η προθεσμία για την εκτέλεση της αποφάσεως περί διαχωρισμού ήταν, προδήλως, υπερβολικά σύντομη.

(βλ. σκέψεις 199-203, 209)

9.      Κατά την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας την οποία διαθέτει για να αποφαίνεται επί του συμβατού με την κοινή αγορά πράξεως συγκεντρώσεως κοινοτικών διαστάσεων, η Επιτροπή δεν δύναται να μη λαμβάνει υπόψη τις συμβάσεις που δεσμεύουν τα κοινοποιούντα μέρη, εφόσον οι διατάξεις τους είναι σύννομες κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

(βλ. σκέψη 221)

10.    Αρκεί η ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών ως προς το συμβατό μιας πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά για να ληφθεί η απόφαση περί ενάρξεως του σταδίου της εμπεριστατωμένης εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, ενώ η απόδειξη περί της δημιουργίας ή της ενισχύσεως δεσπόζουσας θέσεως απαιτείται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού όταν αυτή διαπιστώνει το ασυμβίβαστο μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3.

(βλ. σκέψεις 235, 249-250)

11.    Στον τομέα του ελέγχου των πράξεων συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων, ναι μεν ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι επιβεβλημένος πριν από τη θέσπιση οποιασδήποτε αποφάσεως δυναμένης να βλάψει τις οικείες επιχειρήσεις, πλην όμως η απόφαση περί ενάρξεως του σταδίου της εμπεριστατωμένης εξετάσεως δεν συνιστά βλαπτική πράξη, της οποίας η νομιμότητα θα εξηρτάτο από τον σεβασμό των ως άνω δικαιωμάτων.

(βλ. σκέψη 240)

12.    Στο πλαίσιο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, για τον καθορισμό της καταλογιστέας σε συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά κοινοτικού οργάνου ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της γενεσιουργού της στοιχειοθετήσεως της ευθύνης παραβάσεως και όχι εκείνα της πράξεως στην οποία αυτή εντάσσεται, εφόσον το θεσμικό όργανο μπορούσε ή όφειλε να εκδώσει πράξη με τα ίδια αποτελέσματα χωρίς να παραβεί τον κανόνα δικαίου.

Με άλλα λόγια, η ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας δεν δύναται να εκκινεί από την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η παράνομη πράξη, το θεσμικό όργανο δεν θα εξέδιδε καμία πράξη ή θα εξέδιδε πράξη με αντίθετο περιεχόμενο, πράγμα το οποίο θα μπορούσε, επίσης, να συνιστά παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του, αλλά πρέπει να γίνεται με σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως που δημιουργήθηκε, για τον ενδιαφερόμενο τρίτο, από τη συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά και της καταστάσεως που θα προέκυπτε γι’ αυτόν από συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου σύμφωνη προς τον κανόνα δικαίου.

Στην περίπτωση που η συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά επί της οποίας στηρίζεται το αίτημα περί αποζημιώσεως εντάσσεται στο πλαίσιο αποφάσεως που έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση χορηγήσεως εγκρίσεως ή λήψεως άλλου ευνοϊκού μέτρου σε αιτούντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί, για τους σκοπούς της αναλύσεως των αποτελεσμάτων της συνιστώσας πταίσμα συμπεριφοράς και της συγκρίσεως μεταξύ της πραγματικής καταστάσεως και της αναπαρισταμένης νομικής καταστάσεως, ότι, αν δεν υπήρχε η διαπιστωθείσα πταισματική συμπεριφορά, ο αιτών θα ελάμβανε κατ’ ανάγκην την έγκριση ή το άλλο ευνοϊκό μέτρο που ζητούσε.

Κατά τον ίδιο τρόπο, και ενόψει προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας από την οποία πάσχει απόφαση με την οποία πράξη συγκεντρώσεως μεταξύ επιχειρήσεων κρίνεται ασύμβατη με την κοινή αγορά, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση που δεν υφίστατο η ως άνω προσβολή, η κοινοποιηθείσα πράξη θα είχε κριθεί συμβατή κατά τρόπο ρητό ή σιωπηρό, αλλά πρέπει να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα που η διαπιστωθείσα πταισματική συμπεριφορά είχε, ενδεχομένως, επί της αποφάσεως.

Έτσι, η καταλογιστέα στην Επιτροπή ζημία δεν μπορεί να συναχθεί από τη σύγκριση μεταξύ της δημιουργηθείσας από την απόφαση περί ασυμβιβάστου καταστάσεως και μιας καταστάσεως που χαρακτηρίζεται από τη ρητή ή σιωπηρή έγκριση της πράξεως συγκεντρώσεως, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία ο κοινοτικός δικαστής θα ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι η κήρυξη του ασυμβιβάστου από την Επιτροπή έγινε συνεπεία, αμέσως ή εμμέσως, της αναγνωρισθείσας παραβάσεως των εκ του νόμου υποχρεώσεών της.

Επιπλέον, έστω και αν δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, στην περίπτωση που δεν διαθέτουν δικαίωμα για την αναγνώριση του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως, στερήθηκαν ενδεχομένως μιας σοβαρής πιθανότητας να επιτύχουν την έκδοση ευνοϊκής αποφάσεως, η εκπλήρωση μιας τέτοιας πιθανότητας μπορεί να συνδέεται με υπερβολικά περιστασιακές παραμέτρους για να αποτελέσει αντικείμενο πειστικού ποσοτικού υπολογισμού και να δώσει λαβή για αποζημίωση.

Έτσι, δεν υφίσταται επαρκώς στενή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μιας μετέχουσας σε συγκέντρωση επιχειρήσεως και της μη εκδόσεως ενδεχόμενης αποφάσεως περί του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως ώστε να καταστεί δυνατή η στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Κοινότητας λόγω της επιβληθείσας στην επιχείρηση υποχρεώσεως να εκχωρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού που διαθέτει εντός της επιχειρήσεως-στόχου ούτε, κατά συνέπεια, ώστε να γίνει δεκτός ο καταλογισμός στην Κοινότητα ζημίας ίσης προς τη συνολική απώλεια αξίας που υπέστησαν τα ως άνω στοιχεία του ενεργητικού μεταξύ της αποκτήσεώς τους και της μεταγενέστερης εκχωρήσεώς τους.

(βλ. σκέψεις 263-267, 278, 280, 282-283, 286, 292)

13.    Ο κανονισμός 4064/89, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, δεν θέτει κανένα τεκμήριο ως προς τη συμβατότητα κοινοποιηθείσας πράξεως συγκεντρώσεως προς την κοινή αγορά και εναπόκειται, σε κάθε περίπτωση, στην Επιτροπή να διαμορφώσει σαφή γνώμη επί της συμβατότητας αυτής και να αποφανθεί αναλόγως.

Μια πράξη συγκεντρώσεως θεωρείται σιωπηρώς ως συμβατή με την κοινή αγορά όταν, ιδίως, η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση περί ενάρξεως του σταδίου της εμπεριστατωμένης εξετάσεως εντός της ταχθείσας από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού προθεσμίας ενός μηνός ούτε έχει αποφανθεί επί του συμβατού μιας πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά εντός της ταχθείσας από το άρθρο 10, παράγραφος 3, προθεσμίας τεσσάρων μηνών.

(βλ. σκέψεις 275-276)

14.    Τα έξοδα διαβουλεύσεως με νομικούς, φορολογικούς και τραπεζικούς συμβούλους και τα λοιπά διοικητικά έξοδα που πραγματοποιήθηκαν από μια επιχείρηση προς τον σκοπό της εφαρμογής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβλήθηκε ο διαχωρισμός δύο επιχειρήσεων που μετέχουν σε πράξη συγκεντρώσεως κριθείσα ασύμβατη με την κοινή αγορά δεν μπορούν να αναγνωρισθούν ως συνέπεια της παρανομίας που διέπραξε η Επιτροπή εκδίδοντας την απόφαση περί ασυμβιβάστου.

Συγκεκριμένα, η έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως περί ασυμβιβάστου και, κατά συνέπεια, της αποφάσεως περί διαχωρισμού δεν συνεπάγεται ότι η πράξη συγκεντρώσεως έπρεπε να αναγνωρισθεί ως συμβατή με την κοινή αγορά ούτε ότι οι επιχειρήσεις μπορούσαν να εξακολουθήσουν να αποτελούν μια συγχωνευθείσα οντότητα. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα διοικητικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κανονικά μια επιχείρηση προκειμένου να υλοποιήσει τον διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν εάν το θεσμικό όργανο είχε θεσπίσει σύννομη απόφαση.

Αντιθέτως, τα έξοδα για διαβουλεύσεις, αμοιβές και τα διοικητικά έξοδα διαφόρων ειδών στα οποία υποβλήθηκε μια επιχείρηση προκειμένου να μετάσχει στην επανάληψη της διαδικασίας ελέγχου μιας πράξεως συγκεντρώσεως –επανάληψη η οποία κατέστη αναγκαία από την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η εν λόγω πράξη συγκεντρώσεως κρίθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά– συνδέονται προς τη συνιστώσα πταίσμα συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου με επαρκή αιτιώδη συνάφεια ώστε να δώσουν λαβή για δικαίωμα αποζημιώσεως.

Τέλος, τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για τις διαδικασίες δικαστικού ελέγχου που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή πρέπει να θεωρηθούν ότι καλύπτονται από τις αποφάσεις που ελήφθησαν, ενδεχομένως, επί των δικαστικών εξόδων, δυνάμει των ειδικών δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται σε αυτό το είδος εξόδων, εντός των αποφάσεων περί τερματισμού της διαδικασίας και μετά την περάτωση των ειδικών διαδικασιών που προβλέπονται σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με το ύψος των εξόδων. Οι διαδικασίες αυτές αποκλείουν τη διεκδίκηση των ιδίων ποσών, ή ποσών που δαπανήθηκαν για τους ίδιους σκοπούς, στο πλαίσιο αγωγής περί στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, επίσης εκ μέρους προσώπων τα οποία, αφού ηττήθηκαν, υποχρεώθηκαν να επιβαρυνθούν με τα έξοδα.

(βλ. σκέψεις 293-294, 297-302)

15.    Όταν μια κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου με την οποία βαρύνεται απόφαση περί κηρύξεως μιας πράξεως συγκεντρώσεως ως ασύμβατης με την κοινή αγορά συνδέεται με τη μείωση της τιμής εκχωρήσεως των στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει ο εκχωρητής εντός του κεφαλαίου της εκχωρούμενης επιχειρήσεως λόγω επαρκώς άμεσης αιτιώδους συνάφειας, εναπόκειται στην Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη εκ του λόγου αυτού ο εκχωρητής. Η ζημία μπορεί να ισούται προς την υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας τιμής εκχωρήσεως και εκείνης που ο εκχωρητής θα είχε μπορέσει να επιτύχει από τον εκδοχέα αν διέθετε, κατά το πέρας της πρώτης διαδικασίας ελέγχου της πράξεως συγκεντρώσεως, σύννομη απόφαση επί του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 316-317, 322)

16.    Όταν μια επιχείρηση αποκτά τον έλεγχο άλλης επιχειρήσεως μέσω δημόσιας προσφοράς ανταλλαγής, επικαλούμενη την παρέκκλιση που εισάγει το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89 από την αρχή του ανασταλτικού αποτελέσματος των πράξεων συγκεντρώσεως –τηρουμένης της νομιμότητας τόσο από την άποψη του εθνικού δικαίου όσο και από την άποψη του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού– αναλαμβάνει, παρά ταύτα, τον κίνδυνο ότι ο έλεγχος της πράξεως συγκεντρώσεως μπορεί να καταλήξει, μετά το πέρας των ταχθεισών με τον κανονισμό προθεσμιών, σε απόφαση διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο πράξεως συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά και στη σχετική υποχρέωση να πραγματοποιηθεί διαχωρισμός των στοιχείων του ενεργητικού επιχειρήσεων που έχουν ήδη συγχωνευθεί. Επιπλέον, μολονότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της πράξεως συγκεντρώσεως, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η πραγματοποιηθείσα συγχώνευση ενείχε τον κίνδυνο, τουλάχιστον, να δημιουργήσει ή να ενισχύσει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς και ότι, για τον λόγο αυτό, η πράξη συγκεντρώσεως θα απαγορευόταν από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, συνάγεται ότι η επιχείρηση αυτή συνέβαλε στην επέλευση της ιδίας ζημίας καθόσον ανέλαβε τον πραγματικό κίνδυνο του να κηρυχθεί εκ των υστέρων ασύμβατη με την κοινή αγορά μια συγκέντρωση άρτια από νομικής απόψεως και, κατά συνέπεια, του ενδεχομένου αναγκαστικής μεταπωλήσεως των αποκτηθέντων στοιχείων του ενεργητικού.

Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για το ένα τρίτο της δυναμένης να αποκατασταθεί ζημίας την οποία υπέστη λόγω μειώσεως της τιμής εκχωρήσεως που συμφωνήθηκε με τον εκδοχέα.

(βλ. σκέψεις 328-330, 332, 334)

17.    Όπως προκύπτει από τις αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, ένα αίτημα περί προσαυξήσεως του ποσού με τόκους είναι κατά κανόνα παραδεκτό στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως.

Πράγματι, η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη ένας διοικούμενος λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της Κοινότητας έχει ως αντικείμενο να αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την περιουσία του θύματος.

Κατά συνέπεια, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θεμελιώνουν την ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να αγνοήσει τις δυσμενείς συνέπειες που απορρέουν από το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της ημερομηνίας επελεύσεως της ζημίας και της ημερομηνίας καταβολής της αποζημιώσεως, στο μέτρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη η επισημανθείσα μείωση της αξίας του νομίσματος.

Το πέρας της περιόδου που παρέχει δικαίωμα για την ως άνω εκ νέου νομισματική αξιολόγηση πρέπει, κατ’ αρχήν, να συμπίπτει με την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο ενάγων.

Ωστόσο, αν η απαίτηση αποζημιώσεως δεν είναι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, ούτε εκκαθαρισμένη ούτε δυναμένη να προσδιορισθεί βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων, οι τόκοι υπερημερίας δεν τρέχουν από την ημερομηνία αυτή, αλλά μόνο σε περίπτωση καθυστέρησης και μέχρι πλήρους αποπληρωμής, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως που θα προβεί στην εκκαθάριση της προκληθείσας ζημίας.

Συνεπώς, το ποσό της οφειλομένης στον ενάγοντα αποζημιώσεως πρέπει να υπολογισθεί εκ νέου μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί εκκαθαρίσεως της ζημίας και, εν συνεχεία, να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας από την τελευταία αυτή ημερομηνία και μέχρι πλήρους αποπληρωμής.

Το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει των επιτοκίων που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις κύριες δραστηριότητες αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυαν διαδοχικά κατά τη διάρκεια κάθε μίας από τις δύο κρίσιμες περιόδους, προσαυξημένων κατά δύο μονάδες, εφόσον δεν υπερβαίνει εκείνο που ζητεί ο ενάγων με τα αιτήματά του.

(βλ. σκέψεις 340-346)