Language of document : ECLI:EU:C:1999:107

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 2ας Μαρτίου 1999 (1)

«Έννοια του ”εθνικού δικαστηρίου” κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης - Συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Μαρόκου - Αρθρο 40, πρώτο εδάφιο - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής - Αμεσο αποτέλεσμα - Περιεχόμενο - Αρνηση παρατάσεως ισχύος της αδείας παραμονής θέτουσα τέρμα στην απασχόληση Μαροκινού εργαζομένου εντός κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C-416/96,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Immigration Adjudicator (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τηνοποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Nour Eddline El-Yassini

και

Secretary of State for the Home Department,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπεγράφη στο Ραμπάτ στις 27 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε επ' ονόματι της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 130),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, P. J. G. Kapteyn, J.-P. Puissochet, G. Hirsch και P. Jann, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, C. Gulmann, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm, L. Sevón, M. Wathelet και R. Schintgen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Léger


γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    ο El-Yassini, εκπροσωπούμενος από τους P. Duffy, QC, και T. Eicke, barrister,

-    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένη από την S. Ridley, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενη από την E. Sharpston, barrister,

-    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους E. Röder και B. Kloke, αντιστοίχως Misterialrat και Oberregierungsrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,

-    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από την K. Rispal-Bellanger και τον C. Chavance, αντιστοίχως υποδιευθύντρια και γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τους P. J. Kuijper, νομικό σύμβουλο, και E. J. Paasivirta, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του El-Yassini, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 1998,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με παρεμπίπτουσα απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1996, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Δεκεμβρίου 1996, ο Immigration Adjudicator υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπογράφηκε στο Ραμπάτ στις 27 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε επ' ονόματι της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 130, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου).

2.
    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του El-Yassini, Μαροκινού υπηκόου, και του Secretary of State for the Home Department, σχετικά με την άρνηση παρατάσεως ισχύος της αδείας παραμονής του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

3.
    Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι στον El-Yassini επετράπη, την 1η Ιανουαρίου 1989, η είσοδος, ως επισκέπτη, στο Ηνωμένο Βασίλειο με απαγόρευση ασκήσεως εργασίας.

4.
    Στις 10 Οκτωβρίου 1990 ο El-Yassini νυμφεύθηκε Βρετανίδα υπήκοο.

5.
    Λόγω του γάμου αυτού, του χορηγήθηκε, στις 12 Μαρτίου 1991, άδεια παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο ισχύουσα, σύμφωνα με τη συνήθη σ' αυτό το κράτος μέλος πρακτική, για αρχική περίοδο δώδεκα μηνών, ενώ ήρθη η απαγόρευση εργασίας.

6.
    Έκτοτε, ο El-Yassini εργάζεται ως μισθωτός. Δεν του προσάπτεται ότι εργάζεται τώρα παρανόμως ή ότι, από τον Μάρτιο του 1991, έχει εργασθεί παρανόμως.

7.
    Στη συνέχεια, το ζεύγος χώρισε. Συναφώς, ο Immigration Adjudicator διαπίστωσε ότι δεν είχε υπάρξει εν προκειμένω λευκός ή άλλος κατά φαινόμενο γάμοςπροκειμένου να μπορέσει ο El-Yassini να λάβει άδεια παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

8.
    Στις 5 Μαρτίου και στις 24 Αυγούστου 1992 ο El-Yassini ζήτησε, στηριζόμενος, κυρίως, στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, την παράταση ισχύος της αδείας παραμονής του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

9.
    Το άρθρο 40, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙΙ της εν λόγω Συμφωνίας σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα του εργατικού δυναμικού, έχει ως εξής:

«Κάθε κράτος μέλος παρέχει στους εργαζομένους μαροκινής υπηκοότητος, οι οποίοι απασχολούνται στην επικράτειά του, καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζομένης στην ιθαγένεια σε σχέση με τους ιδίους του υπηκόους, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής.

Το Μαρόκο παρέχει το ίδιο καθεστώς στους εργαζομένους, υπηκόους των κρατών μελών, που απασχολούνται στο έδαφός του.»

10.
    Οι αιτήσεις του El-Yassini απορρίφθηκαν από τον Secretary of State for the Home Department με την αιτιολογία, κυρίως, ότι η έκφραση «όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, ούτε αφορά το δικαίωμα παραμονής Μαροκινού εργαζομένου εντός του κράτους μέλους υποδοχής ούτε, όπως είναι επόμενο, μπορεί να νοηθεί ως παρέχουσα σ' αυτόν το δικαίωμα να συνεχίζει να εργάζεται εντός αυτού του κράτους μετά τη λήξη της ισχύος της αδείας του παραμονής.

11.
    Κατόπιν τούτου, ο El-Yassini προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Immigration Adjudicator ισχυριζόμενος, αντιθέτως, ότι το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει σε Μαροκινό διακινούμενο εργαζόμενο το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος υποδοχής για όσο διάστημα συνεχίζει να εργάζεται νομίμως.

12.
    Στην απόφασή του περί παραπομπής, ο Immigration Adjudicator επισημαίνει ότι ο El-Yassini δεν υποστηρίζει ότι το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου παρέχει σε Μαροκινό υπήκοο δικαιώματα όμοια προς αυτά που το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει σε υπήκοο κράτους μέλους. Έτσι, ο ενδιαφερόμενος δεν επικαλείται τη διάταξη αυτή για να μπορέσει να εισέλθει σε κράτος μέλος και να αλλάξει εκεί εργασία.

13.
    Εξάλλου, ο Immigration Adjudicator υπογραμμίζει ότι θεωρεί τον El-Yassini ως άτομο με καλή διαγωγή, το οποίο εργάστηκε νομίμως καθ' όλες τις ασκούσες επιρροή περιόδους και εξακολουθεί να εργάζεται, εν αναμονή της εκβάσεως της δίκης.

14.
    Ωστόσο, ο Immigration Adjudicator διερωτάται εάν η η έκφραση «όροι εργασίας» του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου μπορεί να νοηθείκατά τρόπο ευρύ, κατ' αναλογία προς τη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά, πρώτον, με το περιεχόμενο της ίδιας εννοίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), και, δεύτερον, με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί προωθήσεως της Συνδέσεως, που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως, το οποίο θεσπίστηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Τουρκίας, που υπογράφηκε, στις 12 Σεπτεμβρίου 1963, στην Αγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε, επ' ονόματι της Κοινότητας, με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 49, στο εξής: Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας), σύμφωνα με την οποία υφίσταται σχέση μεταξύ του δικαιώματος του υπηκόου της οικείας τρίτης χώρας να συνεχίζει να εργάζεται εντός του κράτους μέλους υποδοχής και του δικαιώματός του να διαμένει εντός αυτού του κράτους, χωρίς το οποίο, το δικαίωμα για εργασία θα ήταν γράμμα κενό περιεχομένου (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-237/91, Kus, Συλλογή 1992, σ. Ι-6781).

15.
    Κρίνοντας ότι για την επίλυση της διαφοράς απαιτούνταν, όπως είναι επόμενο, ερμηνεία του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, ο Immigration Adjudicator ανέστειλε τη σχετική διαδικασία προκειμένου να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)    Στην περίπτωση Μαροκινού υπηκόου, ο οποίος νομίμως διαμένει σε κράτος μέλος και νομίμως απασχολείται στο ίδιο κράτος, καλύπτει η έκφραση ”όροι εργασίας” του άρθρου 40 της Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και του Βασιλείου του Μαρόκου και το θέμα της διασφαλίσεως της απασχολήσεως αυτής, καθ' όλην τη διάρκειά της, όπως έχει ελευθέρως συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού (δηλαδή την περίοδο απασχολήσεως) καθώς και αυτό των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη διασφάλιση αυτή, όπως σταδιοδρομία παρέχουσα δυνατότητες προαγωγής, επαγγελματικής επιμορφώσεως και αμοιβής καθώς και συντάξεως γήρατος, και τούτο κατ' εφαρμογήν, mutatis mutandis της συλλογιστικής του Δικαστηρίου στις αποφάσεις του, μεταξύ άλλων, της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-272/92, Spotti Συλλογή 1993, σ. Ι-5185), και της 16ης Ιουνίου 1987, 225/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2625);

2)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, συνιστά το γεγονός ότι η περίοδος απασχολήσεως του αιτούντος είναι, de facto, περιορισμένη λόγω της εφαρμογής της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου περί της εισόδου και παραμονής αλλοδαπών και ότι, όσοναφορά την υπό κρίση υπόθεση, η εργασία του αιτούντος τερματίζεται λόγω της αποφάσεως του καθού να μην παρατείνει την άδειά του παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο δυσμενή, λόγω ιθαγενείας, διάκριση όσον αφορά αυτούς τους ”όρους εργασίας”, εφόσον ο καθού δεν θα μπορούσε να επιβάλει στους δικούς του υπηκόους ούτε ένα τέτοιο de facto χρονικό περιορισμού ούτε μια τέτοια παύση εργασίας;

3)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα δύο πρώτα ερωτήματα, επιβάλλει το άρθρο 40 της Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και του Βασιλείου του Μαρόκου σε ένα κράτος μέλος να χορηγήσει σε Μαροκινό εργαζόμενο άδεια παραμονής για όσο χρόνο διαρκεί η νόμιμη εργασία του;»

Επί του παραδεκτού

16.
    Πριν δοθεί απάντηση τα υποβληθέντα ερωτήματα, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν ο Immigration Adjudicator πρέπει να θεωρηθεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης.

17.
    Προκειμένου να εκτιμηθεί αν ένα όργανο είναι δικαστήριο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικώς στο κοινοτικό δίκαιο, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως η νόμιμη ίδρυση του οργάνου, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ' αντιδικίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, 61/65, Vaassen-Göbbels, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 337, και της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. Ι-4961, σκέψη 23).

18.
    Συναφώς, έχει σημασία να επισημανθεί, κατ' αρχάς, ότι ο θεσμός του Immigration Adjudicator έχει εισαχθεί με τον Immigration Act 1971 (νόμος του 1971 περί αλλοδαπών).

19.
    Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, ο Immigration Adjudicator είναι αρμόδιος να εκδικάζει διαφορές σχετικά με το δικαίωμα εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

20.
    Πρέπει εξάλλου να υπογραμμισθεί ότι ο Immigration Adjudicator είναι μόνιμο όργανο το οποίο αποφαίνεται κατά νόμο, κατ' εφαρμογήν του Immigration Act 1971 και βάσει των δικονομικών κανόνων που προβλέπονται από τις Immigration Appeals (Procedure) Rules 1984. Όπως και ο γενικός εισαγγελέας διευκρινίζει στην παράγραφο 20 των προτάσεών του, η διαδικασία αυτή παρουσιάζει τον χαρακτήρα κατ' αντιδικίαν δίκης. Οι αποφάσεις του Immigration Adjudicator είναι αιτιολογημένες, έχουν δεσμευτική ισχύ και είναι δυνατόν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να προσβάλλονται ενώπιον του Immigration Appeal Tribunal.

21.
    Τέλος, οι Immigration Adjudicators διορίζονται από τον Lord Chancellor για περίοδο δέκα ετών ή για ένα έτος, με δυνατότητα ανανεώσεως της θητείας, ανάλογα με το αν η σχετική δραστηριότητα ασκείται με πλήρες ή με μειωμένο ωράριο. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, οι Immigration Adjudicators απολαύουν των ιδίων με τους δικαστές εγγυήσεων ανεξαρτησίας.

22.
    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Immigration Adjudicator πρέπει να θεωρηθεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης, οπότε τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

23.
    Με τα τρία προδικαστικά ερωτήματά του, που πρέπει να εξετασθούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει το κράτος μέλος υποδοχής να αρνηθεί να παρατείνει την ισχύ της άδειας παραμονής Μαροκινού υπηκόου, στον οποίο επετράπη η είσοδος στο έδαφός του και η άσκηση εκεί έμμισθης δραστηριότητας, για όλη την περίοδο κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος ασκεί εκεί την εργασία αυτή, όταν ο αρχικός λόγος για την παροχή του δικαιώματός του παραμονής έχει παύσει πλέον να υφίσταται κατά τον χρόνο της λήξεως της ισχύος της άδειάς του παραμονής.

24.
    Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο κατ' αυτόν τον τρόπο αναδιατυπωμένο ερώτημα, πρέπει να εξετασθεί, κατ' αρχάς, το ζήτημα αν ένας ιδιώτης μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να προσδιορισθεί, στη συνέχεια, το περιεχόμενο της διατυπωμένης στην εν λόγω διάταξη αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου

25.
    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη μιας συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι έχει απ' ευθείας εφαρμογή, όταν, ενόψει του γράμματός της, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεώς της, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση μη εξαρτώμενη, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel, Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 14· της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-18/90, Kziber, Συλλογή 1991, σ. Ι-199, σκέψη 15, και της 16ης Ιουνίου 1998, C-162/96, Racke, Συλλογή 1998, σ. Ι-3655, σκέψη 31).

26.
    Προκειμένου να καθοριστεί αν η διάταξη του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου πληροί τα κριτήρια αυτά, πρέπει, κατ' αρχάς, να δοθεί ιδαίτερη σημασία στην εξέταση του γράμματός της.

27.
    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει, με σαφήνεια, ακρίβεια και κατά τρόπο ανεπιφύλακτο την απαγόρευση των διακρίσεων, λόγω ιθαγενείας, όσον αφορά τους Μαροκινούς διακινουμένους εργαζομένους που απασχολούνται στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής.

28.
    Εξάλλου, η διαπίστωση ότι η εν λόγω αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων είναι δυνατό να διέπει κατά τρόπο άμεσο την κατάσταση των ιδιωτών δεν αναιρείται από την εξέταση του αντικειμένου και της φύσεως της Συμφωνίας της οποίας η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος.

29.
    Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείας για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Βασιλείου του Μαρόκου και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών, ιδίως στον τομέα του εργατικού δυναμικού.

30.
    Εξάλλου, το γεγονός ότι η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου έχει κατ' ουσίαν ως στόχο την προαγωγή της οικονομικής αναπτύξεως του Βασιλείου του Μαρόκου και περιορίζεται στο να καθιερώνει, προς τούτο, συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών η οποία δεν έχει ως αντικείμενο τη σύνδεση ή τη μελλοντική προσχώρηση της τρίτης οικείας χώρας στην Κοινότητα δεν εμποδίζει να αναγνωρίζεται από την τελευταία το άμεσο αποτέλεσμα ορισμένων διατάξεων της Συμφωνίας αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Kziber, σκέψη 21).

31.
    Η διαπίστωση αυτή ισχύει, ειδικότερα, για τα άρθρο 40 της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙΙ περί της συνεργασίας στον τομέα του εργατικού δυναμικού, το οποίο, μολονότι ουδόλως έχει ένα καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, θεσπίζει, στον τομέα των όρων εργασίας και αμοιβής, μια συγκεκριμένη και ανεπιφύλακτη αρχή που είναι αρκούντως λειτουργική ώστε να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια και, ως εκ τούτου, να μπορεί να διέπει, κατά τρόπο άμεσο, τη νομική θέση των ιδιωτών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kziber, σκέψη 22).

32.
    Κατά συνέπεια, το άμεσο αποτέλεσμα που πρέπει να αναγνωρισθεί στο άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου συνεπάγεται ότι τα υποκείμενα δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται η διάταξη αυτή δικαιούνται να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου

33.
    Ο El-Yassini φρονεί κατ' ουσίαν ότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να αρνηθεί την παράταση της ισχύος της αδείας του παραμονής μόνο για θεμιτούς λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως, της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας. Πράγματι, η θέση της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου ότι τα κράτη μέληεξακολουθούν να είναι ελεύθερα να απελαύνουν, καθ' οποιαδήποτε στιγμή, Μαροκινούς διακινουμένους εργαζομένους στους οποίους είχαν ωστόσο επιτρέψει την είσοδο στο έδαφός τους για την άσκηση εκεί επαγγελματικής δραστηριότητας έχει ως αποτέλεσμα την αναίρεση των δικαιωμάτων που προβλέπει το άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου καθώς θα επιτρέπεται στο οικείο κράτος μέλος να θέτει τέρμα, κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και, ιδίως, για καθαρά οικονομικούς λόγους, στην εργασία που νομίμως ασκεί ο ενδιαφερόμενος στον οποίο δεν μπορεί να προσαφθεί καμιά επίμεμπτη συμπεριφορά.

34.
    Σύμφωνα με τον El-Yassini, μια τέτοια εφαρμογή του σχετικού με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών εθνικού δικαίου επί υπηκόου τρίτης χώρας συνδεομένης με την Κοινότητα με συμφωνία συνεργασίας συνιστά, ως εκ της φύσεώς της, δυσμενή διάκριση καθώς το εθνικό αυτό δίκαιο δεν μπορεί να αντιτάσσεται στους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους· κατά συνέπεια, παρόμοια εφαρμογή απαγορεύεται από το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου λόγω των συνεπειών που κατ' ανάγκη αυτή συνεπάγεται όσον αφορά την απασχόληση των καλυπτομένων από τη Συμφωνία αυτή ατόμων.

35.
    Ο El-Yassini διασαφηνίζει ότι δεν αξιώνει την εξομοίωσή του προς υπήκοο κράτους μέλους, αλλά ότι ζητεί την κατ' αναλογίαν εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου αναφορικά με τους κανόνες του σχετικούς με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας, κατά την οποία τα δικαιώματα του διακινουμένου εργαζομένου σε σχέση με την απασχόληση συνεπάγονται την αναγνώριση, όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο, δικαιώματος παραμονής, η δε απολαυή των δικαιωμάτων αυτών δεν εξαρτάται από τον λόγο για τον οποίο του είχε αρχικώς παρασχεθεί δικαίωμα εισόδου, εργασίας και παραμονής (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Kus, σκέψεις 21 έως 23 και 29). Εξ αυτού, ο El-Yassini συνάγει ότι ένας Μαρονικός υπήκοος, στον οποίο επετράπη να εργασθεί εντός κράτους μέλους, μπορεί να επικαλεσθεί, εντός αυτού του κράτους μέλους, δικαίωμα παραμονής για ολόκληρο το διάστημα που διαρκεί η εργασία αυτή.

36.
    Αντιθέτως, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι μια συμφωνία συνεργασίας όπως η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου επιδιώκει στόχο πιο περιορισμένο αυτού των κανόνων των σχετικών με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας, οπότε η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους τελευταίους αυτούς κανόνες δεν μπορεί να τύχει κατ' αναλογίαν εφαρμογής επί Μαροκινού διακινουμένου εργαζομένου όπως ο El-Yassini.

37.
    Οι ίδιες κυβερνήσεις προσθέτουν ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, που επιτάσσεται με το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, αφορά μόνον την εργασιακή σχέση του Μαροκινού υπηκόου εντός του κράτους μέλους υποδοχής. Κατά συνέπεια, κάθε κράτος μέλος εξακολουθεί να είναι αρμόδιο για τη ρύθμιση τόσο της εισόδου όσο και της παραμονής στο έδαφός του των ατόμων που κατάγονται από το Μαρόκο ενώ, ειδικότερα, οιλεπτομέρειες σχετικά με τη διαμονή των ατόμων αυτών στο κράτος μέλος απασχολήσεως ρυθμίζονται αποκλειστικώς από τη νομοθεσία του κράτους αυτού.

38.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου παρέχει στον Μαροκινό υπήκοο δικαίωμα για ίση μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής για όσο διάστημα ο ενδιαφερόμενος διαθέτει άδεια παραμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον Μαροκινό διακινούμενο εργαζόμενο, έστω και αν νομίμως εργάζεται εντός κράτους μέλους, το δικαίωμα να αξιώσει εκεί την παράταση της ισχύος της αδείας του παραμονής προκειμένου να συνεχίσει, αντίθετα προς τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους σχετικά με την αστυνόμευση αλλοδαπών, την εργασιακή του σχέση.

39.
    Για τους ίδιους λόγους, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η εφαρμογή, κατά γενικό κανόνα, επί Μαροκινού εργαζομένου όπως ο El-Yassini της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, όσον αφορά τους όρους εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου.

40.
    Ωστόσο, η ίδια αυτή κυβέρνηση διασαφηνίζει ότι αυτή η ευχέρεια του οικείου κράτους μέλους να χορηγεί και να ανακαλεί την άδεια παραμονής Μαροκινού υπηκόου δεν πρέπει, παρ' όλα αυτά, να ασκείται κατά τρόπο που να διακυβεύεται, χωρίς θεμιτή αιτιολογία, το δικαίωμα εργασίας που αυτό το κράτος μέλος έχει παράσχει στον ενδιαφερόμενο.

41.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι βεβαίως νοητό να υποστηρίζεται ότι στον Μαροκινό υπήκοο, άπαξ και του επιτραπεί η είσοδος σε κράτος μέλος και η άσκηση εκεί εργασίας, πρέπει να του αναγνωρισθεί δικαίωμα παραμονής για όλο το διάστημα που διαρκεί η σύμβασή του εργασίας, ενώ φυσικά δεν είναι πλέον δυνατή η απέλασή του με μόνη αιτιολογία το γεγονός ότι έχει παύσει να υφίσταται ο αρχικός λόγος στον οποίο στηρίχθηκε το δικαίωμά του παραμονής.

42.
    Ωστόσο, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η άποψη αυτή μπορεί να υποστηριχθεί μόνο στο συγκεκριμένο πλαίσιο των κανόνων σχετικά με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας, η οποία επιδιώκει στόχο περισσότερο φιλόδοξο απ' αυτόν της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου και στο πλαίσιο της οποίας το Συμβούλιο Συνδέσεως ρητώς προέβλεψε την παροχή στους Τούρκους εργαζομένους δικαιωμάτων τα οποία συν τω χρόνω θα διευρύνονται ανάλογα με τον χρόνο που διαρκεί η νόμιμη εργασία εντός κράτους μέλους.

43.
    Σύμφωνα με την Επιτροπή, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ένας Μαροκινός εργαζόμενος όπως ο El-Yassini δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θύμα δυσμενούς διακρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας, πράγμα που απαγορεύεται από το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, επειδή απλώς καιμόνον, μέσω της εφαρμογής της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τη ρύθμιση της διαμονής αλλοδαπών, δεν του παρατείνεται η ισχύς της αδείας του παραμονής και υποχρεώνεται, κατά συνέπεια, να θέσει τέρμα στην εργασία που του είχε επιτραπεί εντός του εν λόγω κράτους μέλους.

44.
    Προκειμένου να προσδιορισθεί το περιεχόμενο του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, υπενθυμίζεται, κατ' αρχάς, ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει την αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής των Μαροκινών διακινουμένων εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους σε σχέση με τους υπηκόους αυτού του κράτους.

45.
    Διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ακόμα και στο πλαίσιο της εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στο εσωτερικό της Κοινότητας, η επιφύλαξη που περιλαμβάνεται, ιδίως, στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, έναντι των υπηκόων άλλων κρατών μελών, για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, μέτρα που δεν θα μπορούσαν να εφαρμόζουν επί των δικών τους υπηκόων, υπό την έννοια ότι, δυνάμει αρχής διεθνούς δικαίου, δεν έχουν την εξουσία να απομακρύνουν τους τελευταίους από το εθνικό έδαφος ή να τους απαγορεύσουν την πρόσβαση σ' αυτό (βλ., υπό τις αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, 41/74, Van Duyn, Συλλογή τόμος 1974, σ. 537, σκέψεις 22 και 23· της 18ης Μαΐου 1982, 115/81 και 116/81, Adoui και Cornuaille, Συλλογή 1982, σ. 1665, σκέψη 7· της 17ης Ιουνίου 1997, C-65/95 και C-111/95, Shingara και Radiom, Συλλογή 1997, σ. I-3343, σκέψη 28· της 16ης Ιουλίου 1998, C-171/96, Pereira Roque, Συλλογή 1998, σ. Ι-4607, σκέψεις 37 και 38, και της 19ης Ιανουαρίου 1999, C-348/96, Calfa, που δεν έχει εισέτι δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20). Κατά συνέπεια, το ίδιο ακριβώς πρέπει να συμβαίνει και στο πλαίσιο μιας συναφθείσας μεταξύ της Κοινότητας και τρίτης χώρας συμφωνίας, όπως η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου.

46.
    Κατά συνέπεια, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο El-Yassini, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής, που διακηρύσσει το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, δεν μπορεί να έχει, αυτή καθαυτή, ως αποτέλεσμα το να απαγορεύεται στις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να αρνούνται την παράταση της ισχύος της αδείας παραμονής ενός Μαροκινού διακινουμένου εργαζομένου που απασχολείται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους, έστω και αν το μέτρο αυτό δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς του, να πλήξει τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους.

47.
    Στη συνέχεια, όσον αφορά το ζήτημα αν, όπως διατείνεται ο El-Yassini, επιβάλλεται εν προκειμένω να εφαρμοστεί κατ' αναλογίαν η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με τους κανόνες τους σχετικούς με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας, έχει σημασία να υπογραμμισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, μια διεθνής συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνο βάσει του γράμματός της αλλά καιενόψει των σκοπών της. Το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, διευκρινίζει, συναφώς, ότι οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, τη γνωμοδότηση 1/91, της 14ης Δεκεμβρίου 1991, Συλλογή 1991, σ. Ι-6079, σκέψη 14, και την απόφαση της 1ης Ιουλίου 1993, C-312/91, Metalsa, Συλλογή 1993, σ. Ι-3751, σκέψη 12).

48.
    Προκειμένου να κριθεί αν η σχετική με τους κανόνες που αφορούν τη Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας νομολογία πρέπει να ισχύει και στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, πρέπει, όπως είναι επόμενο, να αναλυθούν οι συμφωνίες αυτές υπό το φως τόσο του σκοπού όσο και του πλαισίου τους.

Η Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας

49.
    Προκειμένου, πρώτον, περί της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, έχει σημασία να επισημανθεί ότι η Συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, την προαγωγή της συνεχούς και ισορρόπου ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεεταξύ των μερών και ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 28, «όταν η λειτουργία της Συμφωνίας θα έχει επιτρέψει την αντιμετώπιση της πλήρους εκ μέρους της Τουρκίας αποδοχής των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητας, τα συμβαλλόμενα μέρη θα εξετάσουν τη δυνατότητα της προσχωρήσεως της Τουρκίας στην Κοινότητα».

50.
    Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, «τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα 48, 49 και 50 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Κοινότητας για τη σταδιακή πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ τους».

51.
    Για τον σκοπό αυτό, το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε, επ' ονόματι της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/02, σ. 149), καθορίζει, στο άρθρο του 36, τις προθεσμίες της προοδευτικής πραγματοποιήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και της Τουρκικής Δημοκρατίας, ορίζοντας ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως θα αποφασίσει περί των αναγκαίων για τον σκοπό αυτό διαδικασιών. Εξάλλου, το Πρόσθετο Πρωτόκολλο ορίζει, στο άρθρο του 37, ότι «κάθε κράτος μέλος παραχωρεί στους εργαζόμενους τουρκικής ιθαγένειας που απασχολούνται στην Κοινότητα καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής».

52.
    Βάσει της Συμφωνίας καθώς και του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, και ιδίως του άρθρου 36 του τελευταίου, το θεσπισμένο με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας Συμβούλιο Συνδέσεως εξέδωσε, στις 19 Δεκεμβρίου 1980, την απόφαση 1/80, της οποίας το άρθρο 6, παράγραφος 1, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ, με τίτλο «Κοινωνικές διατάξεις», τμήμα 1, με τίτλο «Ζητήματα σχετικά με την απασχόληση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων», έχει ως εξής:

«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

-    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως και επί ένα έτος στο κράτος αυτό, δικαιούται ανανεώσεως της ισχύουσας αδείας εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας·

-    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη, και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται να αποδεχθεί, κατ' επιλογή του, άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του γίνεται υπό συνήθεις συνθήκες από άλλο εργοδότη και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους·

-    εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

53.
    Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο, το Δικαστήριο έχει πάντοτε κρίνει ότι ένας Τούρκος εργαζόμενος, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, μπορεί να ζητήσει την παράταση της ισχύος της αδείας του παραμονής στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να συνεχίσει να ασκεί εκεί νόμιμη έμμισθη δραστηριότητα (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Kus, σκέψη 36· τις αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, C-36/96, Günaydin, Συλλογή 1997, σ. Ι-5143, σκέψη 55· της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, C-98/96, Ertanir, Συλλογή 1997, σ. Ι-5179, σκέψη 62, και της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-1/97, Birden, που δεν έχει εισέτι δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69).

Η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου

54.
    Προκειμένου, δεύτερον, περί της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει ήδη προκύψει από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω Συμφωνία έχει ως στόχο την προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Μαρόκου και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών.

55.
    Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 1 της εν λόγω Συμφωνίας ορίζει ότι θα θεσπισθούν και θα εφαρμοσθούν διατάξεις και ενέργειες στον τομέα της οικονομικής, τεχνικής και χρηματοδοτικής συνεργασίας, στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών καθώς και στον κοινωνικό τομέα.

56.
    Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συνεργασία στον τομέα του εργατικού δυναμικού, που αποτελεί το αντικείμενο του τίτλου ΙΙΙ της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, το άρθρο 40 θεσπίζει την αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως βασιζομένης στην ιθαγένεια σε βάρος των εργαζομένων που απασχολούνται το έδαφος κράτους μέλους, σε σχέση με τους υπηκόους αυτού του κράτους, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής.

57.
    Από αυτή τη σύγκριση μεταξύ της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου και της Συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας προκύπτει ότι η πρώτη, αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει με τη δεύτερη, δεν προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θα εξετάσουν, κάποτε, τη δυνατότητα προσχωρήσεως της οικείας τρίτης χώρας στην Κοινότητα.

58.
    Εξάλλου, αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας, η Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου δεν έχει ως αντικείμενο την προοδευτική πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

59.
    Επιπλέον, το θεσπισμένο με τη Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έχει εκδώσει απόφαση περιλαμβάνουσα διάταξη όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, η οποία, για τη μελλοντική εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας, χορηγεί στους Τούρκους διακινουμένους εργαζομένους, ανάλογα με τον χρόνο που διαρκεί η άσκηση επιτραπείσας έμμισθης δραστηριότητας, συγκεκριμένα δικαιώματα, με σκοπό την προοδευτική ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής.

60.
    Επίσης, έχει σημασία να υπομνησθεί ότι η επικαλούμενη από τον El-Yassini κατ' αναλογία νομολογία αφορά ακριβώς το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 και όχι το άρθρο 37 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο προβλέπει κανόνα περί ίσης μεταχειρίσεως ανάλογο προς αυτόν του άρθρου 40 της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου.

61.
    Έτσι, από τις ουσιαστικές διαφορές που υφίστανται, όχι μόνο ως προς το γράμμα τους αλλά και ως προς το αντικείμενο και τον σκοπό τους, μεταξύ των κανόνων σχετικά με τη Σύνδεση ΕΟΚ-Τουρκίας και τη Συμφωνία ΕΟΚ-Μαρόκου απορρέει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τους κανόνες Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας δεν μπορεί να τύχει κατ' αναλογίαν εφαρμογής επί της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου.

62.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, δεν απαγορεύεται, κατ' αρχήν, σ' ένα κράτος μέλος να αρνηθεί την παράταση της ισχύος της αδείας παραμονής Μαροκινού υπηκόουστον οποίο είχε επιτραπεί η είσοδος στο έδαφός του και η άσκηση εκεί επαγγελματικής δραστηριότητας, αφ' ής στιγμής ο αρχικός λόγος παροχής του δικαιώματος παραμονής έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο της εκπνοής ισχύος της χορηγηθείσας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο άδειας παραμονής.

63.
    Το γεγονός ότι αυτό το μέτρο των αρμοδίων εθνικών αρχών υποχρεώνει τον ενδιαφερόμενο να θέσει τέρμα, πριν από τη λήξη της συναφθείσας με τον εργοδότη του συμβάσεως εργασίας, στην εργασιακή του σχέση εντός του κράτους μέλους υποδοχής δεν επηρεάζει, κατά γενικό κανόνα, την ερμηνεία αυτή.

64.
    Όμως, τούτο δεν ισχύει αν το αιτούν δικαστήριο επρόκειτο να διαπιστώσει ότι το κράτος μέλος υποδοχής είχε παράσχει στον Μαροκινό διακινούμενο εργαζόμενο συγκεκριμένα δικαιώματα, σχετικά με την άσκηση έμμισθης δραστηριότητας, τα οποία ήσαν ευρύτερα από αυτά που του είχαν παρασχεθεί από το ίδιο αυτό κράτος όσον αφορά την παραμονή.

65.
    Τούτο θα συνέβαινε αν το οικείο κράτος μέλος είχε χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο άδεια παραμονής μόνο για περίοδο μικρότερη εκείνης της άδειας εργασίας και αν, στη συνέχεια και πριν από τη λήξη ισχύος της άδειας εργασίας, το οικείο κράτος αρνιόταν να παρατείνει την ισχύ της άδειας παραμονής χωρίς να δικαιολογήσει την άρνηση αυτή για λόγους προστασίας θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως λόγοι δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.

66.
    Πράγματι, όπως ο γενικός εισαγγελέας έχει υπογραμμίσει τα σημεία 63 έως 66 των προτάσεών του, η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου συνεπάγεται, κατ' ανάγκην, ότι σε περίπτωση που σε Μαροκινό υπήκοο νομίμως επετράπη να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους για ορισμένη περίοδο, ο ενδιαφερόμενος απολαύει, καθ' όλην αυτή την περίοδο, των δικαιωμάτων που η εν λόγω νομοθεσία του παρέχει.

67.
    Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, στο κράτος υποδοχής να αρνηθεί να παρατείνει την ισχύ της άδειας παραμονής Μαρονικού υπηκόου, στον οποίο επετράπη να εισέλθει στο έδαφός του και να ασκήσει εκεί έμμισθη δραστηριότητα, για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος κατέχει την εν λόγω θέση εργασίας, εφόσον ο αρχικός λόγος για την παροχή του δικαιώματός του παραμονής έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο λήξεως της ισχύος της άδειάς του παραμονής.

Το αντίθετο θα συνέβαινε μόνον εάν η άρνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διακύβευση, χωρίς να συντρέχουν λόγοι προστασίας θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως λόγοι δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας,του δικαιώματος για πραγματική άσκηση της εργασίας που έχει προσφερθεί στον ενδιαφερόμενο, εντός αυτού του κράτους, μέσω νομίμως χορηγηθείσας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές αδείας εργασίας για περίοδο υπερβαίνουσα αυτήν της αδείας παραμονής. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Επί των δικαστικών εξόδων

68.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η Γερμανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με παρεμπίπτουσα απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 1996 ο Immigration Adjudicator, αποφαίνεται:

Το άρθρο 40, πρώτο εδάφιο, της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, η οποία υπογράφηκε στο Ραμπάτ στις 27 Απριλίου 1976 και εγκρίθηκε από την Κοινότητα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, στο κράτος υποδοχής να αρνηθεί να παρατείνει την ισχύ της άδειας παραμονής Μαρονικού υπηκόου, στον οποίο επετράπη να εισέλθει στο έδαφός του και να ασκήσει εκεί έμμισθη δραστηριότητα, για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος κατέχει την εν λόγω θέση εργασίας, εφόσον ο αρχικός λόγος για την παροχή του δικαιώματός του παραμονής έχει παύσει να υφίσταται κατά τον χρόνο λήξεως της ισχύος της άδειάς του παραμονής.

Το αντίθετο θα συνέβαινε μόνον εάν η άρνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διακύβευση, χωρίς να συντρέχουν λόγοι προστασίας θεμιτού συμφέροντος του κράτους, όπως λόγοι δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, του δικαιώματος για πραγματική άσκηση της εργασίας που έχει προσφερθεί στον ενδιαφερόμενο, εντός αυτού του κράτους, μέσω νομίμως χορηγηθείσας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές αδείας εργασίας για περίοδο υπερβαίνουσα αυτήν της αδείας παραμονής. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Rodríguez Iglesias

Kapteyn
Puissochet

Hirsch

Jann
Mancini

Moitinho de Almeida

Gulmann
Edward

Ragnemalm

Sevón
Wathelet

Schintgen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Μαρτίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

G. C. Rodríguez Iglesias


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.