Language of document : ECLI:EU:C:2017:640

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ – Ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιούμενη κυρίως για χημική αναγωγή – Έννοια»

Στην υπόθεση C-465/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (δικαστήριο φορολογικών διαφορών του Ντύσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 19ης Αυγούστου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Σεπτεμβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Hüttenwerke Krupp Mannesmann GmbH

κατά

Hauptzollamt Duisburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda (εισηγητή) και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Νοεμβρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Hüttenwerke Krupp Mannesmann GmbH, εκπροσωπούμενη από την K. Möhlenkamp, Rechtsanwältin, και τον C. Palme,

–        το Hauptzollamt Duisburg, εκπροσωπούμενο από τους H. Tulowitzki και P. Germelmann,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους M. Holt και D. Robertson, επικουρούμενους από την M. Gray, barrrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Tomat και τον M. Wasmeier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

2        Η αίτηση αυτή ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Hüttenwerke Krupp Mannesmann GmbH (στο εξής: Hüttenwerke Krupp) και του Hauptzollamt Duisburg (αρμόδιας τελωνειακής αρχής του Duisburg, Γερμανία, στο εξής: αρμόδια τελωνειακή αρχή) σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως της Hüttenwerke Krupp για φοροαπαλλαγή της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε στην εκμετάλλευσή της τον Νοέμβριο του 2012 για τη λειτουργία στροβιλοφυσητήρα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 7, 11, 12 και 22 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:

«(2)      Η έλλειψη κοινοτικών διατάξεων που να επιβάλλουν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή για την ηλεκτρική ενέργεια και τα ενεργειακά προϊόντα, πλην των πετρελαιοειδών, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(3)      Η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η επίτευξη των στόχων άλλων κοινοτικών πολιτικών απαιτούν τον καθορισμό ελαχίστων επιπέδων φορολογίας σε κοινοτική κλίμακα για τα περισσότερα ενεργειακά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του άνθρακα.

(4)      Οι σημαντικές διαφορές στα εθνικά επίπεδα φορολογίας της ενέργειας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιζήμιες για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(5)      Ο καθορισμός των δεόντων κοινοτικών ελαχίστων επιπέδων φορολογίας θα επιτρέψει τη μείωση των υφισταμένων διαφορών στα εθνικά επίπεδα φορολογίας.

(6)      Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΚ], οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στη χάραξη και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών.

(7)      Ως συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει επικυρώσει το πρωτόκολλο του Κιότο. Η φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και, όπου χρειάζεται, της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ένα εκ των διαθεσίμων μέσων προς επίτευξη των στόχων του πρωτοκόλλου του Κιότο.

[…]

(11)      Οι φορολογικοί διακανονισμοί που επιτυγχάνονται προς εφαρμογή του παρόντος κοινοτικού πλαισίου για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν αντικείμενο αποφάσεως εκάστου κράτους μέλους. Προς τούτο τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην αυξήσουν τις συνολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, εάν θεωρούν ότι η εφαρμογή αυτής της αρχής για φορολογική ουδετερότητα θα μπορούσε να συντελέσει στην αναδιάρθρωση και στον εκσυγχρονισμό των φορολογικών συστημάτων τους, ενθαρρύνοντας μια τακτική που θα οδηγήσει σε ευρύτερη προστασία του περιβάλλοντος και αυξημένη απασχόληση.

(12)      Οι τιμές της ενέργειας αποτελούν ζωτικά στοιχεία των κοινοτικών πολιτικών ενέργειας, μεταφορών και περιβάλλοντος.

[…]

(22)      Τα ενεργειακά προϊόντα υπάγονται ουσιαστικά σε κοινοτικό πλαίσιο όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως ή ως καύσιμα κινητήρων. Ως εκ τούτου, αποτελεί ίδιον της φύσης και της λογικής του φορολογικού συστήματος να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου οι διπλές χρήσεις και οι όχι ως καύσιμα χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων καθώς και οι ορυκτολογικές κατεργασίες. Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται καθ’ όμοιους τρόπους αντιμετωπίζεται αναλόγως.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/96 επιβάλλει στα κράτη μέλη να φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την οδηγία αυτή.

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθορίζει τα ενεργειακά προϊόντα, περιέχοντας κατάλογο των προϊόντων που υπάγονται στους κωδικούς της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1). Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται επίσης στην ηλεκτρική ενέργεια που υπάγεται στον κωδικό 2716 της εν λόγω ονοματολογίας.

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

[…]

β)      στις ακόλουθες χρήσεις των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας:

–        ενεργειακά προϊόντα για άλλους σκοπούς εκτός της χρήσης ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης,

–        διπλή χρήση των ενεργειακών προϊόντων.

Ένα ενεργειακό προϊόν έχει διπλή χρήση όταν χρησιμοποιείται τόσο ως καύσιμο θέρμανσης όσο και για χρήσεις άλλες εκτός της χρήσης ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Η χρήση των ενεργειακών προϊόντων για χημική αναγωγή και στο πλαίσιο ηλεκτρολυτικής και μεταλλουργικής κατεργασίας θεωρείται διπλή χρήση.

–        Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή και στο πλαίσιο ηλεκτρολυτικής και μεταλλουργικής κατεργασίας,

[…]».

 Το γερμανικό δίκαιο

7        Το άρθρο 9bis, παράγραφος 1, του Stromsteuergesetz (νόμου περί φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«Απαλλαγή, επιστροφή ή συμψηφισμός του φόρου επί της ηλεκτρικής ενέργειας χορηγούνται κατόπιν αιτήσεως, αν πιστοποιείται ότι η ηλεκτρική ενέργεια φορολογήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από επιχείρηση του παραγωγικού κλάδου

[…]

4.      για αντιδράσεις χημικής αναγωγής,

[…]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Η Hüttenwerke Krupp εκμεταλλεύεται χαλυβουργείο. Παράγει χυτοσίδηρο υπό μορφή μικρών πλινθωμάτων, που αποκαλούνται «χελώνες», σε υψηλή θερμοκρασία εντός υψικαμίνων με μέθοδο χημικής αναγωγής, από σιδηρομετάλλευμα και οπτάνθρακα.

9        Η εγκατάσταση περιλαμβάνει στροβιλοφυσητήρες, οι οποίοι λειτουργούν με ηλεκτρικούς κινητήρες, μέσω των οποίων συμπιέζεται ο ατμοσφαιρικός αέρας για να φθάσει στους καλούμενους «cowpers» [προθερμαντήρες αέρος υψικαμίνων]. Άλλοι φυσητήρες διοχετεύουν τον συμπιεσμένο και στη συνέχεια θερμαινόμενο αέρα σε υψικάμινο όπου συντελείται χημική αντίδραση κατά την οποία το σιδηρομετάλλευμα μετατρέπεται σταδιακά σε σίδηρο με την προσθήκη σε υψηλή θερμοκρασία μονοξειδίου του άνθρακα. Η εμφύσηση θερμού συμπιεσμένου αέρα είναι απαραίτητη για την εκκίνηση και τη διατήρηση της χημικής αντιδράσεως στην υψικάμινο.

10      Στις 26 Απριλίου 2013 η Hüttenwerke Krupp, βάσει του άρθρου 9bis του νόμου περί φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας, ζήτησε από την κεντρική τελωνειακή αρχή τη φοροαπαλλαγή 20 585,2 MWh ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2012 για τη λειτουργία στροβιλοφυσητήρα. Με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013 η αρμόδια τελωνειακή αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή. Απέρριψε επίσης τη διοικητική προσφυγή που άσκησε η Hüttenwerke Krupp κατά της αποφάσεως αυτής.

11      Η Hüttenwerke Krupp προσέβαλε την εν λόγω απόφαση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

12      Η Hüttenwerke Krupp υποστηρίζει ότι η έννοια της «ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2003/96 καλύπτει όλες τις χρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες εξυπηρετούν τη μέθοδο της χημικής αναγωγής, όπως υποδηλώνει ο όρος «για» στο κείμενο της διατάξεως αυτής. Κατά τη Hüttenwerke Krupp, η έννοια αυτή καλύπτει το σύνολο της διαδικασίας συντελέσεως της χημικής αναγωγής, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας. Επομένως, μέρος της διαδικασίας της χημικής αναγωγής είναι η παραγωγή και η μεταφορά συμπιεσμένου αέρα, χωρίς την οποία η διαδικασία αυτή δεν είναι δυνατή.

13      Αντιθέτως, η αρμόδια τελωνειακή αρχή υποστηρίζει ότι η ηλεκτρική ενέργεια πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα για τη διαδικασία της χημικής αναγωγής και όχι σε βοηθητικές ή δευτερεύουσες εγκαταστάσεις σε άλλο στάδιο της παραγωγής, ακόμη και αν οι εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητες για την παραγωγή χυτοσιδήρου υπό μορφή «χελώνας». Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται σε στροβιλοφυσητήρα, ο οποίος λειτουργεί σε προκαταρκτικό στάδιο της πραγματικής διαδικασίας χημικής αναγωγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χρησιμοποιείται άμεσα για τη διαδικασία αυτή.

14      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία των όρων του άρθρου 9a, παράγραφος 1, του νόμου περί φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2003/96.

15      Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η χρησιμοποίηση συμπιεσμένου και θερμαινόμενου σε υψικάμινο ατμοσφαιρικού αέρα είναι απαραίτητη συνιστώσα της λειτουργίας της υψικαμίνου και, επομένως, της διαδικασίας της χημικής αναγωγής, η οποία, συνεπώς, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται «προηγούμενη, ήδη ολοκληρωμένη διαδικασία». Προσθέτει ότι ο θερμός συμπιεσμένος αέρας παράγεται με αποκλειστικό σκοπό τον εφοδιασμό της υψικαμίνου με ένα απολύτως απαραίτητο για τη χημική αναγωγή στοιχείο.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf (δικαστήριο φορολογικών διαφορών του Ντύσελντορφ, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 […], αναφορικά με την διαδικασία παραγωγής σε υψικάμινο χυτοσιδήρου υπό μορφή “χελώνας”, την έννοια ότι η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του στροβιλοφυσητήρα πρέπει να θεωρηθεί ως ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

17      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία των στροβιλοφυσητήρων που προορίζονται για τη συμπίεση του αέρα ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποιείται σε υψικάμινο στη διαδικασία παραγωγής χυτοσιδήρου υπό μορφή «χελώνας» με χημική αναγωγή σιδηρομεταλλεύματος είναι «ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή», κατά τη διάταξη αυτή.

18      Το ερώτημα αυτό εγείρει, πράγματι, το ζήτημα του βαθμού του συνδέσμου που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της ηλεκτρικής ενέργειας και της χημικής αναγωγής για να θεωρηθεί ότι η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται «κυρίως για χημική αναγωγή», κατά την έννοια της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96.

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής διάφορα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για τους αναφερόμενους στη διάταξη αυτή σκοπούς. Επομένως, τα ενεργειακά προϊόντα και η ηλεκτρική ενέργεια που εμπίπτουν στη διάταξη αυτή δεν υπόκεινται σε φορολόγηση σύμφωνα με την ως άνω οδηγία.

20      Κατά συνέπεια, εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 η «ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή» την οποία αφορά η τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής.

21      Η συνήθης έννοια των όρων «ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται […] για χημική αναγωγή» στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, υποδηλώνει ότι μια χαλαρή σχέση μεταξύ της χρησιμοποιήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας και της χημικής αναγωγής δεν αρκεί για να εμπίπτει η χρησιμοποίηση αυτή στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, όπως και δεν επαρκεί για τον σκοπό αυτό η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής ενέργειας η οποία δεν απαιτείται για την ολοκλήρωση της χημικής αναγωγής.

22      Πάντως, βάσει μόνον του γράμματος της οδηγίας 2003/96 δεν μπορεί να καθορισθεί αν υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για σκοπό όπως αυτός της υποθέσεως της κύριας δίκης και της χημικής αναγωγής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

23      Συνεπώς, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον το γράμμα της τρίτης περιπτώσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Holger Forstmann Transporte, C-152/13, EU:C:2014:2184, σκέψη 26).

24      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ενεργειακά προϊόντα με διπλή χρήση. Προστίθεται ότι στη διάταξη αυτή περιλαμβάνεται ορισμός των ενεργειακών προϊόντων με διπλή χρήση, εκ του οποίου προκύπτει ότι ενεργειακό προϊόν έχει διπλή χρήση όταν χρησιμοποιείται τόσο ως καύσιμο θερμάνσεως όσο και για άλλες χρήσεις εκτός της χρήσεως ως καύσιμο κινητήρων ή καύσιμο θερμάνσεως. Η χρησιμοποίηση ενεργειακών προϊόντων ιδίως για χημική αναγωγή θεωρείται ως διπλή χρήση.

25      Το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 22 της οδηγίας αυτής, κατά την οποία τα ενεργειακά προϊόντα πρέπει να υπάγονται ουσιαστικά σε κοινοτικό πλαίσιο όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θερμάνσεως ή ως καύσιμα κινητήρων. Από την αιτιολογική αυτή σκέψη προκύπτει επίσης ότι είναι ίδιον της φύσεως και της λογικής του φορολογικού συστήματος να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του πλαισίου αυτού, μεταξύ άλλων, τα ενεργειακά προϊόντα με διπλή χρήση και ότι η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται καθ’ όμοιους τρόπους αντιμετωπίζεται με ανάλογο τρόπο.

26      Όπως εξέθεσε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, λόγω της εναλλαξιμότητας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να αντιμετωπίσει με ανάλογο τρόπο τα προϊόντα αυτά για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/96 και, ως εκ τούτου, για τη σύμφωνα με την οδηγία αυτή φορολόγησή τους. Ο καθορισμός του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας με τον τρόπο αυτό καθιστά δυνατό, πράγματι, τον καθορισμό των ελάχιστων ορίων φορολογίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικώς τόσο για τα ενεργειακά προϊόντα όσο και για την ηλεκτρική ενέργεια και αποσκοπεί, τελικώς, στην επίτευξη του διττού σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 6, 7, 11 και 12 της οδηγίας αυτής, ήτοι, αφενός, στη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας και, αφετέρου, στην ενθάρρυνση των σκοπών της περιβαλλοντικής πολιτικής.

27      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στις σκέψεις 25 και 26 της παρούσας αποφάσεως στοιχείων, επισημαίνεται ότι ερμηνεία της έννοιας της «ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή», η οποία περιλαμβάνεται στην τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, ευρύτερη της ερμηνείας της έννοιας των «ενεργειακών προϊόντων [που χρησιμοποιούνται] για χημική αναγωγή», στη δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αυτής, θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της σκοπούμενης από τον νομοθέτη της Ένωσης ανάλογης μεταχειρίσεως των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούνται καθ’ όμοιο τρόπο για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

28      Πράγματι, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να μη βαρύνεται με το φορολογικό σύστημα της οδηγίας 2003/96 η ηλεκτρική ενέργεια σε βάρος ενεργειακού προϊόντος χρησιμοποιούμενου καθ’ όμοιο τρόπο, το οποίο υπόκειται σε φορολόγηση κατά την οδηγία αυτή. Δεδομένης της εναλλαξιμότητας ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοεί τη χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε βάρος των ενεργειακών προϊόντων, πράγμα το οποίο θα προσέκρουε, τελικώς, στον διττό σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 2003/96, υπομνησθέντα στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

29      Εν προκειμένω, διευκρινίζεται επίσης ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι, στην εγκατάσταση της υποθέσεως της κύριας δίκης, η χρησιμοποιούμενη για τη λειτουργία του στροβιλοφυσητήρα ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται με άλλον τρόπο πέραν της λειτουργίας των ηλεκτρικών κινητήρων που απαιτούνται για τη συμπίεση του ατμοσφαιρικού αέρα. Οι παρατηρήσεις της Hüttenwerke Krupp βασίζονται επίσης στην παραδοχή ότι η χρησιμοποιούμενη στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του στροβιλοφυσητήρα ως κινητήρια δύναμη. Εξάλλου, η Hüttenwerke Krupp επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι ο προερχόμενος από τον στροβιλοφυσητήρα συμπιεσμένος αέρας αναθερμαίνεται, στη συνέχεια, στους «cowpers», πριν να εμφυσηθεί στην υψικάμινο.

30      Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι ο στροβιλοφυσητήρας δεν λειτούργησε χάρη στην ηλεκτρική ενέργεια, αλλά χάρη σε ενεργειακό προϊόν, όπως το πετρέλαιο, το πετρέλαιο δεν εμπίπτει στην έννοια του ενεργειακού προϊόντος με «διπλή χρήση», κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2003/96, βάσει της οποίας θα εξαιρούνταν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής, διότι η χρησιμοποίηση του σχετικού ενεργειακού προϊόντος θα χρησίμευε μόνον για την παραγωγή κινητήριας δύναμης, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί, συνεπώς, σε χρησιμοποίησή του ως καυσίμου.

31      Επομένως, για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 26 έως 28 της παρούσας αποφάσεως λόγους, η τρίτη περίπτωση της διατάξεως αυτής δεν έχει την έννοια ότι αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας την ηλεκτρική ενέργεια η οποία χρησιμοποιείται για όμοιους σκοπούς με τέτοιου είδους ενεργειακό προϊόν, ειδάλλως θα ανατρεπόταν η ανάλογη μεταχείριση την οποία θέλησε ο νομοθέτης της Ένωσης, των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2003/96.

32      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία στροβιλοφυσητήρων οι οποίοι προορίζονται για τη συμπίεση του αέρα που στη συνέχεια χρησιμοποιείται σε υψικάμινο στη διαδικασία παραγωγής χυτοσιδήρου υπό μορφή «χελώνας» με χημική αναγωγή σιδηρομεταλλεύματος δεν είναι «ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή», κατά τη διάταξη αυτή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

Η τρίτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει την έννοια ότι η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία στροβιλοφυσητήρων οι οποίοι προορίζονται για τη συμπίεση του αέρα που στη συνέχεια χρησιμοποιείται σε υψικάμινο στη διαδικασία παραγωγής χυτοσιδήρου υπό μορφή «χελώνας» με χημική αναγωγή σιδηρομεταλλεύματος δεν είναι «ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται κυρίως για χημική αναγωγή», κατά τη διάταξη αυτή.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.