Language of document : ECLI:EU:T:2012:448

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Ελληνικές αγορές προμήθειας λιγνίτη και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ – Χορήγηση ή διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ δημόσιας επιχειρήσεως»

Στην υπόθεση T‑169/08,

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Ανέστη, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους K. Μπόσκοβιτς και Π. Μυλωνόπουλο, επικουρούμενους αρχικά, από τους Α. Κομνηνό και Μ.‑Θ. Μαρίνο, στη συνέχεια από τον Μ.‑Θ. Μαρίνο, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Θ. Χριστοφόρου, Α. Bouquet και την A. Αντωνιάδη, επικουρούμενους από τον Α. Οικονόμου, δικηγόρο,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Ενεργειακή Θεσσαλονίκης AE, με έδρα τον Εχέδωρο (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Σκουρή και την Ε. Τροβά, δικηγόρους,

και από

την Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη AE (HE & DSΕ), με έδρα την Κηφισιά (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Σκουρή και την Ε. Τροβά,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 824 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της ΔΕΗ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων της 6ης Απριλίου 2011 και της 2ας Φεβρουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) ιδρύθηκε με τον νόμο 1468 της 2ας/7ης Αυγούστου 1950 (ΦΕΚ Α΄ 169) ως δημόσια επιχείρηση ανήκουσα στο Ελληνικό Δημόσιο και απολαύουσα του αποκλειστικού δικαιώματος να παράγει, να μεταφέρει και να προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια στην ελληνική επικράτεια.

2        Με τον νόμο 2414/1996 περί εκσυγχρονισμού των δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών (ΦΕΚ Α΄ 135), επετράπη, το 1996, η μετατροπή της προσφεύγουσας σε μετοχική εταιρία, αποκλειστικός μέτοχος της οποίας εξακολουθούσε πάντως να είναι το Ελληνικό Δημόσιο.

3        Από 1ης Ιανουαρίου 2001, η προσφεύγουσα μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία, δυνάμει, αφενός, του νόμου 2773/1999, σχετικά με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΦΕΚ Α΄ 286), με τον οποίο μεταφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 1997, L 27, σ. 20), και, αφετέρου, δυνάμει του προεδρικού διατάγματος 333/2000 (ΦΕΚ Α΄ 278).

4        Το Ελληνικό Δημόσιο κατέχει το 51,12 % των μετοχών της προσφεύγουσας. Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, του νόμου 2773/1999, η συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της προσφεύγουσας σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 51 % των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της εταιρίας, ακόμη και μετά από κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της. Από τις 12 Δεκεμβρίου 2001, οι μετοχές της προσφεύγουσας είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Ελλάδα), καθώς και στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο).

5        Ο λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα. Το εν λόγω στερεό καύσιμο χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

6        Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος παραγωγός λιγνίτη στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γερμανία. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, τα γνωστά αποθέματα του συνόλου των λιγνιτικών κοιτασμάτων στην Ελλάδα υπολογίζονταν, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005, σε 4 415 εκατομμύρια τόνους. Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα υπάρχουν 4 590 εκατομμύρια τόνοι αποθέματα λιγνίτη.

7        Η Ελληνική Δημοκρατία παραχώρησε στην προσφεύγουσα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη για ορυχεία των οποίων τα αποθέματα ανέρχονται σε περίπου 2 200 εκατομμύρια τόνους· 85 εκατομμύρια τόνοι αποθεμάτων ανήκουν σε ιδιώτες και περίπου 220 εκατομμύρια τόνοι αποθεμάτων είναι δημόσια κοιτάσματα και αποτελούν αντικείμενο αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως από ιδιώτες, ανεφοδιάζουν όμως μερικώς τους σταθμούς της προσφεύγουσας. Επομένως, κανένα δικαίωμα εκμεταλλεύσεως δεν έχει ακόμη παραχωρηθεί επί περίπου 2 000 εκατομμυρίων τόνων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα.

8        Οι λειτουργούντες με λιγνίτη σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής ανήκουν άπαντες στην προσφεύγουσα.

9        Μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 96/92, η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας άνοιξε στον ανταγωνισμό.

10      Η παραχώρηση των αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και κατασκευής μονάδων ηλεκτροπαραγωγής διέπεται από τον νόμο 2773/1999, όπως αυτός τροποποιήθηκε.

11      Ο νόμος 3175/2003 (ΦΕΚ Α΄ 207) προέβλεψε τη θέσπιση υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς για όλους τους πωλητές και τους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο ελληνικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει την ηπειρωτική Ελλάδα και ορισμένα ελληνικά νησιά. Τούτο συνέβη τον Μάιο του 2005.

12      Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας εγχέουν και πωλούν σε ημερήσια βάση το προϊόν τους στην αγορά. Ειδικότερα, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς υποβάλλουν από την προηγούμενη ημέρα προσφορές (οι οποίες περιλαμβάνουν ενδεικτική τιμή και ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας), ενώ οι προμηθευτές και οι αυτοπρομηθευόμενοι πελάτες υποβάλλουν προβλέψεις φορτίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, τις προσφερόμενες τιμές, τις ποσότητες και τις ώρες λειτουργίας για κάθε μονάδα, ο Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ (ΔΕΣΜΗΕ) καταρτίζει το ωριαίο πρόγραμμα φορτίσεως των μονάδων για την επόμενη ημέρα.

13      Για την κατάρτιση ενός τέτοιου προγράμματος, ο ΔΕΣΜΗΕ λαμβάνει υπόψη την πρόβλεψη ορισμένων υποχρεωτικών εγχύσεων ηλεκτρικής ενέργειας (όπως είναι η έγχυση ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες παραγωγής που λειτουργούν με βάση ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η παραγωγή των μονάδων συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, η υποχρεωτική λειτουργία των υδροηλεκτρικών σταθμών, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές). Επομένως, δίδεται προτεραιότητα στους εν λόγω πωλητές στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας· έπονται οι λοιποί πωλητές (όλες οι θερμοηλεκτρικές μονάδες, μεταξύ των οποίων οι τροφοδοτούμενοι με λιγνίτη, φυσικό αέριο και πετρέλαιο σταθμοί).

14      Προκειμένου να καθοριστεί η τιμή της αγοράς, λαμβάνεται υπόψη η υψηλότερη από τις επιλεγείσες προσφορές. Το σύστημα έχει ως εξής: η βασική αρχή έγκειται στο ότι οι εφαρμοζόμενες από τους παραγωγούς ωριαίες τιμές πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσες προς το μεταβλητό κόστος της μονάδας· οι προσφορές των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, το μεταβλητό κόστος των οποίων είναι το πλέον χαμηλό, εντάσσονται κατά προτεραιότητα στο σύστημα, εξαιρουμένων των μονάδων οι οποίες λειτουργούν με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι οποίες προηγούνται· η τιμή στην οποία αγοράζεται και πωλείται η ηλεκτρική ενέργεια καθορίζεται από την εκάστοτε τελευταία (ακριβότερη) μονάδα παραγωγής η οποία εντάχθηκε στο πρόγραμμα κατανομής για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης ζητήσεως –αποκαλούμενη οριακή μονάδα συστήματος (System Marginal Unit)· στο σημείο ισορροπίας όπου η προσφορά συναντά τη ζήτηση, η προσφερόμενη τιμή αποτελεί την τιμή εκκαθαρίσεως της αγοράς, αποκαλούμενη «οριακή τιμή του συστήματος».

15      Το 2003 περιήλθε στην Επιτροπή καταγγελία την οποία κατέθεσε ιδιώτης ο οποίος ζήτησε η ταυτότητά του να παραμείνει εμπιστευτική, ενημερώνοντάς την για το γεγονός ότι, δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 της 12ης και της 13ης Νοεμβρίου 1959 (ΦΕΚ Α΄ 250) και του νόμου 134/1975 της 23ης και 29ης Αυγούστου 1975 (ΦΕΚ Α΄ 180), η Ελληνική Δημοκρατία είχε χορηγήσει στην προσφεύγουσα αποκλειστική άδεια αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη στη χώρα. Κατά την καταγγελία, τα κρατικά αυτά μέτρα ήταν αντίθετα προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ.

16      Η Επιτροπή διερεύνησε τα πραγματικά περιστατικά και απηύθυνε αιτήσεις παροχής πληροφοριακών στοιχείων προς την προσφεύγουσα και τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Η πρώτη απάντησε συναφώς με έγγραφα της 23ης Μαΐου, της 30ής Μαΐου και της 11ης Ιουλίου 2003, ενώ η δεύτερη με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2003.

17      Η Επιτροπή απηύθυνε την 1η Απριλίου 2004 προς την Ελληνική Δημοκρατία έγγραφο οχλήσεως, προκειμένου να την ενημερώσει επί των προκαταρκτικών αιτιάσεών της. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα ληφθέντα κατ’ εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 και του νόμου 134/1975 μέτρα περί χορηγήσεως δικαιωμάτων αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως υπέρ της προσφεύγουσας επί των κοιτασμάτων λιγνίτη της Μεγαλοπόλεως, της περιοχής της Πτολεμαΐδος, της Λεκάνης του Αμυνταίου καθώς και εκείνης της Φλώρινας, των οποίων η ισχύς έληγε το 2026, το 2024 και το 2018 αντιστοίχως. Η Επιτροπή έκανε επίσης λόγο για παρόμοια δικαιώματα χορηγηθέντα για τα κοιτάσματα της Δράμας και της Ελασσόνας. Προσέθεσε ότι παρόμοια μέτρα ελήφθησαν υπέρ της προσφεύγουσας χωρίς οποιοδήποτε οικονομικό αντιστάθμισμα, ενώ οι υπόλοιπες οντότητες στις οποίες χορηγήθηκαν παρόμοια δικαιώματα όφειλαν τέτοια αντιπαροχή. Λόγω των συγκεκριμένων μέτρων διά των οποίων επιφυλάσσεται στην προσφεύγουσα προνομιακή πρόσβαση στο λιγότερο ακριβό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατηρήσει ή να επεκτείνει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προμήθειας του λιγνίτη καταλαμβάνοντας και την αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά παράβαση του άρθρου 86 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η σχετική παράβαση των ανωτέρω διατάξεων υφίστατο τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2001, ήτοι από την ημερομηνία κατά την οποία το ελληνικό κράτος όφειλε να προβεί σε απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με την οδηγία 96/92.

18      Η Επιτροπή απέστειλε στις 3 Μαΐου 2004 αντίγραφο της ίδιας επιστολής στην προσφεύγουσα προκειμένου αυτή να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί του θέματος. Η Ελληνική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα απάντησαν με επιστολές της 2ας Ιουλίου 2004. Με την απάντησή τους, η Ελληνική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων στις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις σχετικά με την έκδοση του νόμου 3175/2003 και στις εξελίξεις στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας σχετικά με τη χορήγηση αδειών σε άλλες πλην της προσφεύγουσας οντότητες για την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και υποστήριξαν ότι η ελληνική νομοθεσία δεν χορηγούσε κανένα αποκλειστικό δικαίωμα στην προσφεύγουσα ούτε σε επίπεδο εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη ούτε σε επίπεδο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με βάση το συγκεκριμένο καύσιμο.

19      Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε ορισμένες διευκρινίσεις από την Ελληνική Δημοκρατία η οποία απάντησε με επιστολές της 22ας Νοεμβρίου 2005, της 28ης Νοεμβρίου 2005 και της 19ης Ιουνίου 2006. Με τις επιστολές αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε ορισμένες πληροφορίες και νέα πραγματικά στοιχεία. Αναφέρθηκε στην έκδοση του νόμου 3426/2005 (ΦΕΚ Α΄ 309) και, για πρώτη φορά, στα επτά μικρά κοιτάσματα λιγνίτη, τα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως των οποίων είχαν παραχωρηθεί, μετά το 1985, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και σε φυσικά πρόσωπα, έδωσε κατάλογο των χορηγηθεισών αδειών ή των αιτήσεων για την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες απορρίφθηκαν και διευκρίνισε την πρόθεσή της, πρώτον, να τροποποιήσει το νομοθετικό διάταγμα 4029/1959 και τον νόμο 134/1975, δεύτερον, να επανεκχωρήσει, μέσω προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, τα κοιτάσματα της Βεύης, ακολούθως δε της Βεγόρας, και, τρίτον, να χορηγήσει δικαιώματα εκμεταλλεύσεως για τα κοιτάσματα της Δράμας και της Ελασσόνας.

20      Η Επιτροπή απέστειλε στις 18 Οκτωβρίου 2006 προς την Ελληνική Δημοκρατία συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως όπου αποσαφήνιζε τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει βάσει των κοινοποιηθέντων από τη δεύτερη νέων πληροφοριακών στοιχείων. Ειδικότερα, διευκρίνιζε ότι τα εν λόγω νέα πληροφοριακά στοιχεία δεν μετέβαλαν τις αιτιάσεις στις οποίες είχε αναφερθεί με το από 1ης Απριλίου 2004 πρώτο έγγραφό της οχλήσεως. Υπό την έννοια αυτή, η Επιτροπή επαναλάμβανε τη θέση της ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ και χορηγώντας δικαιώματα οιονεί μονοπωλιακού χαρακτήρα, παρέχοντα στην προσφεύγουσα προνομιακή πρόσβαση στον λιγνίτη, επέτρεψε σε αυτή να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υπό οιονεί μονοπωλιακό καθεστώς αποκλείοντας ή παρακωλύοντας την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά.

21      Με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του συμπληρωματικού εγγράφου οχλήσεως, γνωστοποιώντας της ταυτόχρονα ορισμένες πληροφορίες ιδίως ως προς τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως ορισμένων κοιτασμάτων λιγνίτη, ως προς το κόστος παραγωγής μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούσαν με βάση τον λιγνίτη ή το φυσικό αέριο, ως προς την πέραν της ελληνικής επικράτειας αγορά της προμήθειας λιγνίτη και ως προς την πιθανή κατάργηση των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 και του νόμου 134/1975. Διατύπωσε επίσης τις αντιρρήσεις της επί της συλλογιστικής την οποία ακολούθησε η Επιτροπή και αμφισβήτησε την ύπαρξη οποιασδήποτε παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης. Η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή νέα επιστολή, στις 4 Απριλίου 2007, με την οποία παρέσχε επί πλέον στοιχεία αφορώντα μεταξύ άλλων την εξόρυξη λιγνίτη και τις δυνητικές εισαγωγές του.

22      Με έγγραφο της 24ης Ιανουαρίου 2007, η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στο συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως. Με το έγγραφό της αυτό αναφέρθηκε στην ισχύουσα κατάσταση αναφορικά με τα κοιτάσματα λιγνίτη των οποίων η εκμετάλλευση ανήκε στην προσφεύγουσα και σε άλλες οντότητες. Επί της ουσίας, αντέκρουσε τη νομική ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή εν προκειμένω της «θεωρίας περί της επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως».

23      Η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 8 Φεβρουαρίου 2008, στην Επιτροπή επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με την ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο 2006-2007.

24      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 5 Μαρτίου 2008 την απόφαση C(2008) 824 τελικό, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της προσφεύγουσας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

25      Στην απόφαση αυτή, η Επιτροπή αναφέρει ότι η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας 96/92, της οποίας η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη προβλεπόταν για τις 19 Φεβρουαρίου 2001 το αργότερο, ότι επιβαλλόταν η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (αιτιολογικές σκέψεις 61 και 150).

26      Η Επιτροπή φρονεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία θέσπισε κρατικά μέτρα τα οποία αφορούν δύο διακριτές αγορές προϊόντων, ήτοι, αφενός, την αγορά προμήθειας λιγνίτη και, αφετέρου, την αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αφορά, συγκεκριμένα, την παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και την εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω διατάξεων διασυνδέσεως. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, μέχρι τον Μάιο του 2005, ημερομηνία ιδρύσεως του υποχρεωτικού συστήματος ημερήσιας αγοράς, η δεύτερη αγορά ήταν η αγορά προμήθειας στους επιλέξιμους πελάτες της εγχωρίως παραγόμενης αλλά και εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η ανάλυση της εν λόγω αγοράς κατά τη χρονική περίοδο μέχρι και τον Μάιο του 2004 οδήγησε στη συναγωγή των ιδίων συμπερασμάτων με εκείνα της αναλύσεως η οποία πραγματοποιήθηκε σχετικά με την εν δυνάμει κατά τον χρόνο εκείνο αγορά χονδρικής προμήθειας της ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης εξελίξεως της ελληνικής αγοράς την οποία επισήμανε η Ελληνική Δημοκρατία με το από 24 Ιανουαρίου 2007 έγγραφό της, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι μολονότι ως δεύτερη αγορά πρέπει να θεωρηθεί η αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πάντως, τα υποβληθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία επιχειρήματα πρέπει να εξεταστούν με βάση τον αρχικό ορισμό της αγοράς (αιτιολογικές σκέψεις 158 επ.). Όσον αφορά τις σχετικές γεωγραφικές αγορές, η αγορά της προμήθειας λιγνίτη είναι εθνικών διαστάσεων, ενώ η αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ταυτίζεται με την «εδαφική κάλυψη του διασυνδεδεμένου συστήματος» (αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 172).

27      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά της προμήθειας λιγνίτη. Το μερίδιο της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συνολική ποσότητα του εξορυσσόμενου στην Ελλάδα λιγνίτη υπερέβαινε πάντοτε, από το 2000, το 97 %. Η προσφεύγουσα κατέχει επίσης δεσπόζουσα θέση στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας καθόσον το μερίδιό της επί της εν λόγω αγοράς παραμένει άνω του 85 %. Δεν υπάρχει προοπτική για είσοδο κάποιου νέου ανταγωνιστή ικανού να αποσπάσει αξιόλογο μερίδιο αγοράς από την προσφεύγουσα και οι εισαγωγές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 7 % της συνολικής καταναλώσεως, δεν ασκούν ουσιαστική ανταγωνιστική πίεση στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 177). Πέραν τούτου, η αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα, η οποία αντιπροσωπεύει πλέον του 90 % της συνολικής καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, αποτελεί σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 179).

28      Όσον αφορά τα επίδικα κρατικά μέτρα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 και του νόμου 134/1975, παραχωρήθηκαν στην προσφεύγουσα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως για το 91 % των συνολικών δημόσιων κοιτασμάτων για τα οποία έχουν παραχωρηθεί δικαιώματα εκμεταλλεύσεως. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα εν λόγω μέτρα παρέμειναν σε ισχύ, καθόσον ουδέν δικαίωμα επί ουδενός σημαντικού αποθέματος παραχωρήθηκε, παρά τις δυνατότητες τις οποίες παρείχε ο μεταλλευτικός κώδικας που εισήχθη στην Ελλάδα με το νομοθετικό διάταγμα 210/1973 (ΦΕΚ A΄ 277) και τροποποιήθηκε εν συνεχεία με τον νόμο 274/1976 (ΦΕΚ A΄ 50). Επιπλέον η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα εξασφάλισε χωρίς διαγωνισμό δικαιώματα αναζητήσεως για εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα και δη, κατ’ ουσίαν, αυτά της Δράμας και της Ελασσόνας, για τα οποία δεν έχουν ακόμη παραχωρηθεί τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως. Τέλος, η Επιτροπή προσθέτει ότι οι λιγνιτικές μονάδες είναι εκείνες που χρησιμοποιούνται περισσότερο, ως λιγότερο δαπανηρές, στην Ελλάδα, δεδομένου ότι παράγουν το 60 % της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση του διασυνδεδεμένου συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 185 έως 187).

29      Επομένως, διά της παραχωρήσεως και διατηρήσεως σε ισχύ υπέρ της προσφεύγουσας οιονεί μονοπωλιακών δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη, η Ελληνική Δημοκρατία δημιούργησε κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και, συνακόλουθα, νοθεύσεως του ανταγωνισμού, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δεσπόζουσα θέση της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 190).

30      Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία, παραχωρώντας και διατηρώντας σε ισχύ δικαιώματα οιονεί μονοπωλιακού χαρακτήρα υπέρ της προσφεύγουσας δημόσιας επιχειρήσεως όσον αφορά την εκμετάλλευση του λιγνίτη, εξασφάλισε στην προσφεύγουσα προνομιακή πρόσβαση στο φθηνότερο διαθέσιμο στην Ελλάδα καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελληνική Δημοκρατία έδωσε επίσης στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα διατηρήσεως δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο που δεν απείχε πολύ από το μονοπώλιο, αποκλείοντας οποιαδήποτε νέα είσοδο στην αγορά ή παρακωλύοντάς την. Με τον τρόπο αυτόν, η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προστατεύσει την οιονεί μονοπωλιακή θέση της στην αγορά παρά την απελευθέρωση της αγοράς χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, διατηρώντας και ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δεσπόζουσα θέση της στην εν λόγω αγορά (αιτιολογική σκέψη 238).

31      Τέλος, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ προκειμένου να δικαιολογήσει τη θέσπιση μέτρων παραχωρήσεως στην προσφεύγουσα δικαιωμάτων εξορύξεως του λιγνίτη (αιτιολογικές σκέψεις 239 και 240). Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι τα κρατικά μέτρα, καθόσον αποθαρρύνουν οποιονδήποτε δυνητικό ανταγωνιστή από το να επενδύσει στην παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 241 έως 244).

32      Σύμφωνα με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 134/1975 και οι αποφάσεις του Έλληνα Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας των ετών 1976 (ΦΕΚ Β΄ 282), 1988 (ΦΕΚ Β΄ 596) και 1994 (ΦΕΚ Β΄ 633) αντίκεινται στο άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, κατά το μέτρο που απονέμουν και διατηρούν σε ισχύ υπέρ της προσφεύγουσας προνομιακά δικαιώματα για την εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και να παρέχεται στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην ελληνική αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας μέσω του αποκλεισμού ή της παρακωλύσεως της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά.

33      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχει ένα εκ παραδρομής σφάλμα, δεδομένου ότι αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου 134/1975. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη διάταξη της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

34      Με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή ζητεί από την Ελληνική Δημοκρατία να την ενημερώσει, εντός διμήνου από την κοινοποίηση της οικείας αποφάσεως, ως προς τα μέτρα τα οποία προτίθεται να λάβει με σκοπό τη διόρθωση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεπειών των κρατικών μέτρων που παρατίθενται στο άρθρο 1. Η Επιτροπή διευκρινίζει, περαιτέρω, ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να ληφθούν και εφαρμοσθούν εντός οκτώ μηνών από την κοινοποίηση της οικείας αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 13 Μαΐου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Σεπτεμβρίου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας.

37      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 η Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη ΑΕ (HE & DSA) και η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ΑΕ, ανώνυμες εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα (στο εξής: παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις), ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι αιτήσεις αυτές επιδόθηκαν στους διαδίκους. Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 23 Οκτωβρίου 2008. Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 και 10 Νοεμβρίου 2008, αντιστοίχως, η προσφεύγουσα προέβαλε αντιρρήσεις κατά αμφοτέρων των αιτήσεων αυτών παρεμβάσεως.

38      Με διάταξη του προέδρου του έβδομου τμήματος του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2008, επετράπη στην Ελληνική Δημοκρατία να παρέμβει στην υπό κρίση διαφορά υπέρ της προσφεύγουσας.

39      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Δεκεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από το Πρωτοδικείο να διατάξει την αντικατάσταση συγκεκριμένου χωρίου του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, για την περίπτωση που η Επιτροπή θα αρνούνταν να προβεί η ίδια στη σχετική τροποποίηση.

40      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Ιανουαρίου 2009 επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δέχθηκε να τροποποιήσει, όπως πρότεινε η προσφεύγουσα, τη διατύπωση ενός χωρίου που περιλαμβανόταν στο υπόμνημά της αντικρούσεως.

41      Η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπόμνημα παρεμβάσεως στις 18 Φεβρουαρίου 2009. Με το υπόμνημά της ανέφερε μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 134/1975, το οποίο αμφισβητείται με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καταργήθηκε με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του νόμου 3734/2009 (ΦΕΚ A΄ 8).

42      Με διατάξεις του προέδρου του εβδόμου τμήματος του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2009, επετράπη στις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις να παρέμβουν στην υπό κρίση διαφορά υπέρ της Επιτροπής.

43      Οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου υπόμνημα παρεμβάσεως στις 13 Νοεμβρίου 2009.

44      Η Επιτροπή με έγγραφα της 23ης Οκτωβρίου 2008, της 19ης Φεβρουαρίου 2009 και της 16ης Μαρτίου 2009 και η προσφεύγουσα με έγγραφα της 7ης και της 10ης Νοεμβρίου 2008, της 8ης Ιανουαρίου 2009, της 23ης Ιουνίου 2009 και της 28ης Ιανουαρίου 2010 ζήτησαν να μην κοινοποιηθούν στις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις ορισμένα εμπιστευτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και στο υπόμνημα αντικρούσεως, απαντήσεως, ανταπαντήσεως, στις παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και στις παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως των παρεμβαινουσών επιχειρήσεων. Η κοινοποίηση των ως άνω εγγράφων διαδικασίας στις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις περιορίστηκε σε ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων αυτών, οι δε παρεμβαίνουσες δεν προέβαλαν αντιρρήσεις επί του σημείου αυτού.

45      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

46      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

47      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε, ως πρόεδρος, στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

48      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

49      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, με έγγραφα της 14ης Δεκεμβρίου 2010, ζήτησε από τους κύριους διαδίκους και την Ελληνική Δημοκρατία να καταθέσουν στατιστικά στοιχεία και πίνακες σχετικά με το σύστημα υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς, για το διάστημα από το 2005 μέχρι την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα και η Ελληνική Δημοκρατία συμμορφώθηκαν προς το μέτρο αυτό με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2011. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2011, αποστέλλοντας δύο κείμενα και συγκεκριμένα ένα εμπιστευτικό, για την προσφεύγουσα και την Ελληνική Δημοκρατία, και ένα μη εμπιστευτικό, για τις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις. Οι διάδικοι εκλήθησαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του περιεχομένου των ως άνω απαντήσεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

50      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Απριλίου 2011.

51      Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, τον εαυτό του ως εισηγητή δικαστή για τη συμπλήρωση του έκτου τμήματος.

52      Με διάταξη της 18ης Νοεμβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα), με τη νέα του σύνθεση, διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και οι διάδικοι ενημερώθηκαν ότι θα έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις απόψεις τους κατά τη διάρκεια νέας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

53      Εν συνεχεία, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση στον νέο πρόεδρο του έκτου τμήματος και τον όρισε εισηγητή δικαστή.

54      Οι εκπρόσωποι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2012.

 Σκεπτικό

55      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως που αφορούν, πρώτον, πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεύτερον, παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τρίτον, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας καθώς και κατάχρηση εξουσίας και, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

56      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει πέντε σκέλη τα οποία στηρίζονται, πρώτον, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών, δεύτερον, σε απουσία επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως από την αγορά προμήθειας λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, όσον αφορά, ειδικότερα, την ερμηνεία της προϋποθέσεως που αναφέρεται στην ύπαρξη αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, τρίτον, σε απουσία καταστάσεως ανισότητας ευκαιριών εις βάρος των νέων ανταγωνιστών, οφειλόμενης στην ελληνική νομοθεσία περί παραχωρήσεως στην προσφεύγουσα δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη, τέταρτον, σε απουσία επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως από την αγορά προμήθειας λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, όσον αφορά, ειδικότερα, την εικαζόμενη προνομιακή πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα και, πέμπτον, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τη συνεκτίμηση των εξελίξεων στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

57      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα αφορούσαν δύο αγορές: την πρωτογενή αγορά, ήτοι την αγορά της προμήθειας λιγνίτη, εξαιρουμένων των λοιπών καυσίμων, και τη δευτερογενή αγορά, που συνίσταται στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι την αγορά παραγωγής και χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εξαιρουμένων των αγορών μεταφοράς και διανομής της (αιτιολογικές σκέψεις 158 έως 166). Όσον αφορά τις επίμαχες γεωγραφικές αγορές, η αγορά της προμήθειας λιγνίτη είναι εθνικών διαστάσεων, ενώ η αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας εκτείνεται στο έδαφος που καλύπτει το ελληνικό διασυνδεδεμένο σύστημα (αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 171).

58      Κατά την Επιτροπή, τα μέτρα που θέσπισε η Ελληνική Δημοκρατία, παραχωρώντας υπέρ της προσφεύγουσας δικαιώματα εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη και αποκλείοντας ή παρακωλύοντας την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά, επιτρέπουν στην προσφεύγουσα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της στη δευτερογενή αγορά, ήτοι στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

59      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι καταρχάς πρέπει να εξετάσει το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να χρειάζεται, στο παρόν στάδιο, να αποφανθεί ως προς το βάσιμο του ορισμού των σχετικών αγορών που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής, εκκινώντας από την παραδοχή ότι ο εν λόγω ορισμός, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατά βάση, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η Επιτροπή ότι η άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη των οποίων απολαύει η προσφεύγουσα οδηγεί στην επέκταση της δεσπόζουσας θέσεώς της από την αγορά του λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ.

61      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι, όσον αφορά το γενικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί η επιχείρηση να είναι δημόσια, εντούτοις η ύπαρξη αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, λόγω επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως δημόσιας επιχειρήσεως από μια αγορά σε μια άλλη γειτονική αλλά διακριτή αγορά. Πράγματι, σε όλες τις αποφάσεις στις οποίες το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση των ανωτέρω άρθρων, διά της επεκτάσεως δεσπόζουσας θέσεως, η επιχείρηση περί της οποίας επρόκειτο είχε στηρίξει τη συμπεριφορά της σε ένα ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα του οποίου η ύπαρξη ήταν καθοριστική.

62      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι δεν της έχει παραχωρηθεί κάποιο αποκλειστικό δικαίωμα, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει αποκλειστικότητα για την άσκηση της δραστηριότητας εξορύξεως του λιγνίτη, ούτε κάποιο ειδικό δικαίωμα, δεδομένου ότι κανένα κρατικό μέτρο δεν καθορίζει τον αριθμό των δικαιούχων, έστω και αν ο αριθμός αυτός δεν μπορεί, κατ’ ανάγκην, να υπερβεί τον αριθμό των διαθέσιμων κοιτασμάτων στην ελληνική επικράτεια.

63      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν διαθέτει κανονιστικές αρμοδιότητες που να της επιτρέπουν να καθορίζει κατά τη βούλησή της τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών της και να τους αναγκάζουν να εξαρτώνται από αυτήν. Ούτε εξάλλου νοθεύεται ο ανταγωνισμός, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν επιβάλλει, για παράδειγμα, υψηλά κόστη στους ανταγωνιστές της ούτε τους παρέχει πρώτη ύλη λιγότερο κατάλληλη για τη δραστηριότητά τους. Κακώς δε η Επιτροπή δεν προσδιόρισε τη φύση της καταχρηστικής συμπεριφοράς την οποία υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα υιοθέτησε λόγω της προβαλλόμενης ανισότητας ευκαιριών.

64      Τρίτον, η Επιτροπή όφειλε να εξηγήσει ή, τουλάχιστον, να εξετάσει σε ποιο βαθμό η φερόμενη παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ προκαλεί ζημία στα συμφέροντα των καταναλωτών. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφόρων αποφάσεων που αφορούσαν παράβαση των άρθρων 86, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ, εξέτασε κατά πόσον το εθνικό νομικό πλαίσιο οδηγούσε σε μια κατάσταση επιζήμια για τα συμφέροντα των καταναλωτών κατά την έννοια του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ. Εν προκειμένω, δεν υφίσταται πραγματική ή δυνητική ζημία των συμφερόντων των καταναλωτών, δεδομένης της υπάρξεως τιμολογίων ρυθμιζομένων από το κράτος σε χαμηλό επίπεδο για κοινωνικούς λόγους.

65      Τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή χαρακτηρίζει τον λιγνίτη ως απολύτως απαραίτητο συντελεστή παραγωγής (essential facility), χωρίς να αποδεικνύει ότι είναι απολύτως απαραίτητος για τη δραστηριοποίηση στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

66      Η Επιτροπή θα έπρεπε τουλάχιστον να αποδείξει ότι ο λιγνίτης ήταν τόσο φθηνότερος σε σύγκριση με το σύνολο των λοιπών καυσίμων ώστε, χωρίς πρόσβαση στον λιγνίτη, να αποκλείεται οποιαδήποτε δυνατότητα εισόδου στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

67      Η Ελληνική Δημοκρατία, στηριζόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1991, C‑41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979) και τη μεταγενέστερη νομολογία, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αναφέρεται σε κανενός είδους υπαρκτή ή έστω δυνητική κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας. Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, όμως, η ύπαρξη παρόμοιας καταχρήσεως συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Δεν αρκούσε να αποδείξει η Επιτροπή ότι ένα κρατικό μέτρο δημιουργεί ανισότητα ευκαιριών στην αγορά. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη ισχυρού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της θέσεως της προσφεύγουσας στην πρωτογενή αγορά και της φερόμενης παραβάσεως στη δευτερογενή αγορά.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και της Ελληνικής Δημοκρατίας.

69      Κατά την άποψη της Επιτροπής, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, αφενός, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση θα έπρεπε επίσης να απολαύει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων προκειμένου να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, και, αφετέρου, ότι εν προκειμένω δεν της χορηγήθηκαν τέτοια ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, είναι νόμω αβάσιμο. Αφενός, το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων δεν περιορίζεται στα κρατικά μέτρα που παραχωρούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα και, αφετέρου, τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα παραχωρήθηκαν στην προσφεύγουσα ως εκ της χορηγήσεως και μόνον της άδειας εκμεταλλεύσεως ενός κοιτάσματος λιγνίτη.

70      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, μολονότι στο πλαίσιο των αποφάσεων των οποίων επίκληση γίνεται από την προσφεύγουσα, η χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων διαδραμάτισε ρόλο ως προς την εκτίμηση της παραβάσεως, εντούτοις, στην περίπτωση δημόσιας επιχειρήσεως, δεν αποκλείεται να γίνει δεκτό ότι ένα ή περισσότερα μέτρα συνιστούν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο δέχθηκε εξάλλου τα ανωτέρω με την απόφαση της 22ας Μαΐου 2003, C‑462/99, Connect Austria (Συλλογή 2003, σ. I‑5197). Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι τα χαρακτηριστικά των υποθέσεων που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν ταυτίζονται με αυτά της υπό κρίση υποθέσεως.

71      Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων λιγνίτη ορισμένης περιοχής, που παραχωρήθηκαν δυνάμει των επίδικων νομοθετικών διατάξεων και υπουργικών αποφάσεων, χορηγούν στην προσφεύγουσα το δικαίωμα της κατ’ αποκλειστικότητα εκμεταλλεύσεως των αποθεμάτων αυτών. Μολονότι το γεγονός της παραχωρήσεως στην προσφεύγουσα ενός αποκλειστικού δικαιώματος για την εκμετάλλευση λιγνίτη, εκτιμώμενο μεμονωμένα, δεν συνιστά αυτό καθεαυτό παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 82 ΕΚ, πάντως τα δικαιώματα αυτά –συνολικώς θεωρούμενα– παρέχουν στην προσφεύγουσα προνομιακή και αποκλειστική πρόσβαση επί του συνόλου σχεδόν των εκμεταλλεύσιμων δημόσιων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα. Αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα είναι που η Επιτροπή χαρακτηρίζει ως «προνομιακή πρόσβαση» και ως «οιονεί μονοπωλιακά δικαιώματα» με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να περιγράψει την κατάσταση της προσφεύγουσας που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά.

72      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι η εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ στηρίχθηκε εν προκειμένω στο κριτήριο της «δημόσιας επιχειρήσεως».

73      Η Επιτροπή, στηριζόμενη στην προπαρατεθείσα απόφαση Connect Austria, υποστηρίζει ότι, για την εφαρμογή της θεωρίας της επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως, δεν απαιτείται η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να ασκεί ρυθμιστική λειτουργία σε γειτονική αγορά.

74      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει εξετάσει την τυχόν ζημία που προκαλούσε στα συμφέροντα των καταναλωτών η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, είναι αβάσιμος. Μια πρακτική η οποία επηρεάζει τη δομή του ανταγωνισμού στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα θεωρείται εμμέσως επιζήμια για τους καταναλωτές.

75      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στήριξε το συμπέρασμά της, όσον αφορά τη διαπίστωση της παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1991, C‑202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑1223), της 13ης Δεκεμβρίου 1991, C‑18/88, GB-Inno-BM (Συλλογή 1991, σ. I‑5941), της 12ης Φεβρουαρίου 1998, C‑163/96, Raso κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑533) και Connect Austria, προπαρατεθείσα. Κατά τη νομολογία αυτή, υφίσταται παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, στην περίπτωση που κρατικά μέτρα νοθεύουν τον ανταγωνισμό δημιουργώντας κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων, χωρίς να απαιτείται συγχρόνως να προσδιοριστεί συγκεκριμένη καταχρηστική πρακτική –πραγματική ή δυνητική. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή αποκρούει το επιχείρημα ότι όφειλε να έχει προσδιορίσει, πέραν της ανισότητας των ευκαιριών, και συγκεκριμένη καταχρηστική πρακτική της προσφεύγουσας.

76      Αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή φρονεί ότι η ανισότητα των ευκαιριών στην οποία αναφέρεται η προπαρατεθείσα απόφαση Connect Austria και τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Höfner και Elser δεν συνιστούν προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς.

77      Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι εξέλαβε την οιονεί μονοπωλιακή πρόσβαση της προσφεύγουσας στον λιγνίτη ως μορφή «essential facility», δεδομένου ότι δεν επικαλέστηκε την έννοια αυτή.

78      Όσον αφορά τον προβαλλόμενο από την προσφεύγουσα μη ελκυστικό χαρακτήρα του λιγνίτη ως μέσου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή, αφενός, υπενθυμίζει ότι ορισμένες επιχειρήσεις υπέβαλαν αιτήσεις στο πλαίσιο προσκλήσεως υποβολής προσφορών για τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως του λιγνιτωρυχείου της Βεύης. Αφετέρου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα επέδειξε σταθερό ενδιαφέρον για την κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ή για την αντικατάσταση των υφισταμένων. Τούτο αρκεί για την απόρριψη των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας ως προς το σημείο αυτό.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

79      Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ τα κράτη μέλη δεν θεσπίζουν ούτε διατηρούν μέτρα αντίθετα προς τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ως προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, με την επιφύλαξη του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται αυτοτελώς, αλλά μόνο σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις της Συνθήκης.

80      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Η τελευταία αυτή διάταξη απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία επιχείρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

81      Με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή έκρινε ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα ήταν αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, κατά το μέτρο που χορηγούσαν και διατηρούσαν σε ισχύ υπέρ της προσφεύγουσας προνομιακά δικαιώματα για την εκμετάλλευση του λιγνίτη στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργείται κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και να παρέχεται στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, διά του αποκλεισμού ή της παρακωλύσεως της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην εν λόγω αγορά.

82      Κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις κατά του ανωτέρω συμπεράσματος της Επιτροπής.

83      Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μολονότι το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται καταρχήν στις δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη δεν έχουν χορηγήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα, εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, λόγω επεκτάσεως της δεσπόζουσας θέσεως, είναι αναγκαίο η οικεία επιχείρηση να απολαύει ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ. Τα δικαιώματα, όμως, εκμεταλλεύσεως λιγνίτη που τής παραχωρήθηκαν δεν συνιστούν τέτοιου είδους δικαίωμα.

84      Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν απέδειξε την ύπαρξη πραγματικής ή δυνητικής καταχρήσεως εκ μέρους της προσφεύγουσας της δεσπόζουσας θέσεώς της στις σχετικές αγορές, μολονότι για την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όφειλε να προβεί στη σχετική απόδειξη. Η αιτίαση αυτή πρέπει να εξεταστεί πρώτη.

85      Συναφώς η διαφορά εν προκειμένω επικεντρώνεται κυρίως στο ζήτημα αν η Επιτροπή όφειλε να προσδιορίσει μια πραγματική ή δυνητική κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως της προσφεύγουσας ή αν αρκούσε να αποδείξει ότι τα επίμαχα κρατικά μέτρα νόθευαν τον ανταγωνισμό δημιουργώντας κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων, υπέρ της προσφεύγουσας. Ως προς το σημείο αυτό, οι διάδικοι συνάγουν διαφορετικά συμπεράσματα από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ.

86      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι οι απαγορεύσεις του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ απευθύνονται στα κράτη μέλη, ενώ το άρθρο 82 ΕΚ απευθύνεται στις επιχειρήσεις, απαγορεύοντάς τους την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως. Στην περίπτωση της συνδυασμένης εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων, παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ από κράτος μέλος στοιχειοθετείται μόνον εφόσον το κρατικό μέτρο αντιβαίνει προς το άρθρο 82 ΕΚ. Επομένως, γεννάται το ζήτημα σε ποιο βαθμό πρέπει να προσδιορίζεται η κατάχρηση, έστω δυνητική, της δεσπόζουσας θέσεως μιας επιχειρήσεως, όταν η κατάχρηση αυτή συνδέεται με το κρατικό μέτρο.

87      Όσον αφορά την αγορά της προμήθειας λιγνίτη, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με το άρθρο 22 του νομοθετικού διατάγματος 4029/1959 και το άρθρο 3, παράγραφος 3, του νόμου 134/1975, η Ελληνική Δημοκρατία, επί συνόλου σχεδόν 4 500 εκατομμυρίων τόνων αποθεμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα, παραχώρησε στην προσφεύγουσα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη για ορυχεία των οποίων τα αποθέματα ανέρχονται σε περίπου 2 200 εκατομμύρια τόνους. Τα κρατικά αυτά μέτρα, τα οποία ήταν προγενέστερα της απελευθερώσεως της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διατηρήθηκαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν την αγορά προμήθειας λιγνίτη.

88      Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι, παρά το ενδιαφέρον που εξεδήλωσαν οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας, εντούτοις, κανένας επιχειρηματίας δεν κατόρθωσε να επιτύχει την παραχώρηση από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως κοιτασμάτων λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 2 000 περίπου εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως.

89      Εντούτοις, για την αδυναμία των λοιπών επιχειρηματιών να αποκτήσουν πρόσβαση στα διαθέσιμα κοιτάσματα λιγνίτη δεν ευθύνεται η προσφεύγουσα. Όπως αυτή ορθώς επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η μη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως λιγνίτη οφείλεται αποκλειστικά στη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο ρόλος της προσφεύγουσας στην αγορά προμήθειας λιγνίτη περιορίστηκε στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των οποίων τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τής παραχωρήθηκαν, η δε Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα, όσον αφορά την πρόσβαση στον λιγνίτη, θέση της στην εν λόγω αγορά.

90      Κατά την Επιτροπή, η αδυναμία των ανταγωνιστών της προσφεύγουσας να εισέλθουν στην αγορά προμήθειας λιγνίτη έχει αντίκτυπο στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Δεδομένου ότι ο λιγνίτης συνιστά το φθηνότερο διαθέσιμο στην Ελλάδα καύσιμο, η εκμετάλλευσή του επιτρέπει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλό μεταβλητό κόστος, γεγονός το οποίο, κατά την Επιτροπή, εγγυάται ότι η παραγόμενη με τον τρόπο αυτό ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να εισέλθει στην υποχρεωτική ημερήσια αγορά με μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους απ’ ό,τι η παραγόμενη από άλλα καύσιμα. Κατά την Επιτροπή, το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρέχεται στην προσφεύγουσα η δυνατότητα να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέχει στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας διά του αποκλεισμού ή της παρακωλύσεως της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά αυτή.

91      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μετά την απελευθέρωση της αγοράς χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, καθιερώθηκε υποχρεωτική ημερήσια αγορά της οποίας οι κανόνες λειτουργίας δεν αμφισβητούνται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 έως 14 ανωτέρω, οι πωλητές στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι η προσφεύγουσα και οι ανταγωνιστές της, οφείλουν να τηρούν το εν λόγω σύστημα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δραστηριοποιούνταν στην εν λόγω αγορά πριν την απελευθέρωσή της.

92      Η Επιτροπή, όμως, δεν απέδειξε ότι η προνομιακή πρόσβαση στον λιγνίτη ήταν ικανή να δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία η προσφεύγουσα, απλώς και μόνον με την άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως που της έχουν χορηγηθεί, θα μπορούσε να προβεί σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή θα μπορούσε να οδηγηθεί σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά στην εν λόγω αγορά. Επίσης, η Επιτροπή δεν προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι επεξέτεινε, χωρίς τούτο να δικαιολογείται αντικειμενικώς, τη δεσπόζουσα θέση της από την αγορά προμήθειας λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

93      Η Επιτροπή, διαπιστώνοντας απλώς ότι η προσφεύγουσα, πρώην μονοπωλιακή επιχείρηση, εξακολουθεί να διατηρεί δεσπόζουσα θέση στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας χάρη στο πλεονέκτημα που της εξασφαλίζει η προνομιακή πρόσβαση στον λιγνίτη και ότι η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανισότητα ευκαιριών στην εν λόγω αγορά μεταξύ της προσφεύγουσας και των λοιπών επιχειρήσεων, δεν προσδιόρισε ούτε απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, στην οποία το επίμαχο κρατικό μέτρο οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα.

94      Επισημαίνεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή αναφέρθηκε καταρχάς, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα απόφαση Raso κ.λπ. (σκέψη 27), στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το κράτος μέλος παραβαίνει τις απαγορεύσεις που θεσπίζουν το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 82 ΕΚ όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση οδηγείται, απλώς και μόνον με την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της έχουν χορηγηθεί, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της ή όταν τα δικαιώματα αυτά είναι ικανά να δημιουργήσουν κατάσταση εντός της οποίας η επιχείρηση αυτή οδηγείται σε τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά. Η νομολογία αυτή είναι πάγια και υπόμνησή της γίνεται, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Höfner και Elser, προπαρατεθείσα (σκέψη 29), της 10ης Δεκεμβρίου 1991, C‑179/90, Merci convenzionali porto di Genova (Συλλογή 1991, σ. I‑5889, σκέψη 17), της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C‑55/96, Job Centre (Συλλογή 1997, σ. I‑7119, σκέψη 31), και της 1ης Ιουλίου 2008, C‑49/07, MOTOE (Συλλογή 2008, σ. I‑4863, σκέψεις 50 και 51).

95      Εντούτοις, από τις αποφάσεις των οποίων επίκληση έγινε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η απλή δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως μέσω κάποιου κρατικού μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, ασυμβίβαστη προς το άρθρο 82 ΕΚ, εξέτασε αν η επιχείρηση περί της οποίας επρόκειτο σε κάθε εξεταζόμενη περίπτωση μπορούσε να οδηγηθεί, απλώς και μόνον με την άσκηση του ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος που της είχε χορηγηθεί με το κρατικό μέτρο, σε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της.

96      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με την προπαρατεθείσα απόφαση Raso κ.λπ., δέχθηκε ότι, στο μέτρο που η επίμαχη εθνική ρύθμιση όχι μόνο χορηγούσε σε λιμενεργατική συντεχνία το αποκλειστικό δικαίωμα της διαθέσεως εργατικού δυναμικού στις επιχειρήσεις που είχαν άδεια λειτουργίας εντός του λιμένα αλλά, επιπλέον, επέτρεπε σε αυτή να τις ανταγωνίζεται στην αγορά της παροχής λιμενικών υπηρεσιών, η εν λόγω λιμενεργατική συντεχνία βρισκόταν σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων. Συνεπώς, η εν λόγω οντότητα ωθούνταν σε καταχρηστική εκμετάλλευση του αποκλειστικού δικαιώματός της, επιβάλλοντας στους ανταγωνιστές της στην αγορά εκτελέσεως λιμενικών εργασιών υπερβολικές τιμές για τη διάθεση προσωπικού ή θέτοντας στη διάθεση των ανταγωνιστών αυτών προσωπικό λιγότερο κατάλληλο για τις προς εκτέλεση εργασίες (προπαρατεθείσα απόφαση Raso κ.λπ., σκέψεις 28 και 30).

97      Στην προπαρατεθείσα απόφαση MOTOE, εξετάστηκε το ζήτημα αν τα άρθρα 82 ΕΚ και 86, παράγραφος 1, ΕΚ απαγόρευαν εθνική ρύθμιση που απένεμε σε νομικό πρόσωπο, το οποίο μπορούσε να αναλάβει το ίδιο τη διοργάνωση αγώνων μοτοσικλέτας και την εμπορική τους εκμετάλλευση, εξουσία παροχής σύμφωνης γνώμης επί των υποβαλλομένων αιτήσεων χορηγήσεως αδείας για τη διοργάνωση των αγώνων αυτών, χωρίς η εξουσία αυτή να υπόκειται σε περιορισμούς, δεσμεύσεις και έλεγχο. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απονομή, με κρατικό μέτρο, των επίμαχων δικαιωμάτων στην εν λόγω οντότητα ισοδυναμούσε de facto με παραχώρηση σε αυτήν της εξουσίας επιλογής των προσώπων στα οποία επιτρέπεται η διοργάνωση των εν λόγω αγώνων καθώς και της εξουσίας καθορισμού των προϋποθέσεων υπό τις οποίες διοργανώνονται οι αγώνες αυτοί και με παροχή κατ’ αυτόν τον τρόπο στον ανωτέρω φορέα προφανούς πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών του, γεγονός το οποίο μπορούσε να οδηγήσει την εν λόγω οντότητα στο να παρεμποδίσει την πρόσβαση των άλλων επιχειρηματιών στην οικεία αγορά (προπαρατεθείσα απόφαση MOTOE, σκέψη 51).

98      Στην προπαρατεθείσα απόφαση Höfner και Elser το Δικαστήριο εκλήθη να εξετάσει αν η διατήρηση μονοπωλίου για την ανεύρεση εργασίας σε στελέχη και διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, δραστηριότητα συνιστάμενη κυρίως στη διευκόλυνση των επαφών μεταξύ αναζητούντων εργασία και εργοδοτών και ασκούμενη από δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως, βάσει αποκλειστικού δικαιώματος, συνιστούσε παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ) και του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως άρθρου 82 ΕΚ). Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι υφίστατο παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ αν ο δημόσιος οργανισμός απασχολήσεως οδηγούνταν κατ’ ανάγκην, με την άσκηση απλώς του αποκλειστικού δικαιώματος που του είχε χορηγηθεί, στην καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς του, πράγμα το οποίο συνέβαινε όταν ο δημόσιος οργανισμός προδήλως δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση της αγοράς γι’ αυτό το είδος δραστηριοτήτων και όταν η πραγματική άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών από ιδιωτικές επιχειρήσεις καθίστατο αδύνατη λόγω της διατηρήσεως σε ισχύ νομοθετικής διατάξεως απαγορεύουσας τις δραστηριότητες αυτές επί ποινή ακυρότητας των σχετικών συμβάσεων (προπαρατεθείσα απόφαση Höfner και Elser, σκέψεις 30, 31 και 34).

99      Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο προσδιόρισε ειδικότερα ένα κρατικό μέτρο το οποίο οδηγούσε τον δημόσιο οργανισμό σε καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την έννοια του άρθρου 86, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ), στον βαθμό που η δραστηριότητα του δημόσιου οργανισμού μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό της παροχής υπηρεσιών που να αποβαίνει σε βάρος των ενδιαφερομένων αποδεκτών της εν λόγω υπηρεσίας.

100    Με την προπαρατεθείσα απόφαση Job Centre το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι το εθνικό μέτρο μπορούσε να δημιουργήσει κατάσταση στην οποία η παροχή υπηρεσιών περιοριζόταν, κατά την έννοια του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, ένα κράτος μέλος το οποίο απαγορεύει, επ’ απειλή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, κάθε δραστηριότητα μεσολαβήσεως και παρεμβάσεως μεταξύ ζητήσεως και προσφοράς εργασίας, όταν αυτή δεν ασκείται από δημόσια γραφεία ευρέσεως εργασίας, δημιουργεί κατάσταση στην οποία η παροχή υπηρεσιών περιορίζεται, κατά την έννοια του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ, όταν τα γραφεία αυτά δεν είναι προφανώς σε θέση να ικανοποιήσουν, για όλα τα είδη δραστηριοτήτων, τη ζήτηση της αγοράς εργασίας (προπαρατεθείσα απόφαση Job Centre, σκέψεις 32 και 35).

101    Η προπαρατεθείσα απόφαση Merci convenzionali porto di Genova αφορούσε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια επιχείρηση είχε αποκλειστικό δικαίωμα όσον αφορά τις λιμενικές εργασίες, ιδίως δε τις εργασίες φορτώσεως, εκφορτώσεως και εν γένει μετακινήσεως των εμπορευμάτων εντός του λιμένα.

102    Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι κράτος μέλος παραβαίνει το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ οσάκις δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία η επιχείρηση στην οποία χορηγούνται αποκλειστικά δικαιώματα άγεται, γι’ αυτόν τον λόγο, είτε στο να απαιτεί αμοιβή για υπηρεσίες μη αιτηθείσες, είτε στο να χρεώνει δυσανάλογες τιμές, είτε στο να αρνείται να χρησιμοποιήσει τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας, είτε ακόμη στο να παραχωρεί εκπτώσεις τιμών σε ορισμένους χρήστες, ενώ ταυτόχρονα αντισταθμίζει τις εκπτώσεις αυτές με αύξηση των τιμών που χρεώνει σε άλλους χρήστες (σκέψεις 19 και 20). Συναφώς, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητώς στο άρθρο 86, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία α΄ έως γ΄, της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως άρθρο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία α΄ έως γ΄, ΕΚ).

103    Από τις αποφάσεις αυτές, των οποίων υπόμνηση γίνεται στις σκέψεις 96 έως 102 ανωτέρω, προκύπτει ότι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως που απολαύει ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος μπορεί είτε να απορρέει από τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού κατά τρόπο καταχρηστικό είτε να αποτελεί άμεση συνέπεια του εν λόγω δικαιώματος. Εντούτοις, από την ανωτέρω νομολογία δεν προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η οικεία επιχείρηση βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της, συνεπεία κάποιου κρατικού μέτρου, συνιστά αυτό καθεαυτό κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

104    Η Επιτροπή, πάντως, επικαλούμενη τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Γαλλία κατά Επιτροπής, GB-Inno-BM και Connect Austria, υποστηρίζει ότι στήριξε τη διαπίστωσή της περί παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 82 ΕΚ στη νομολογία ακριβώς κατά την οποία ένα καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού, όπως το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη, μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών. Ένα κρατικό μέτρο το οποίο προκαλεί ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρηματιών και, κατά συνέπεια, νόθευση του ανταγωνισμού συνιστά παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ.

105    Από τις αποφάσεις αυτές, όμως, δεν προκύπτει ότι, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα κρατικό μέτρο νοθεύει τον ανταγωνισμό δημιουργώντας κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεως της επιχειρήσεως.

106    Συγκεκριμένα, στην προπαρατεθείσα απόφαση GB-Inno-BM, η Régie des télégraphes et des téléphones (RΤΤ) είχε, δυνάμει του βελγικού νόμου, το μονοπώλιο της εγκαταστάσεως και της εκμεταλλεύσεως του δημοσίου δικτύου τηλεπικοινωνιών και συγχρόνως, δυνάμει του νόμου, συγκέντρωνε τις εξουσίες χορηγήσεως ή μη της άδειας συνδέσεως των τηλεφωνικών συσκευών με το δίκτυο, προσδιορισμού των τεχνικών προδιαγραφών που έπρεπε να πληρούν οι εν λόγω εξοπλισμοί και ελέγχου του αν οι συσκευές που δεν παράγονταν από την ίδια ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές που είχε θεσπίσει. Το Δικαστήριο διαπίστωσε, καταρχάς, ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση που κατέχει μονοπώλιο στην αγορά της εγκαταστάσεως και της εκμεταλλεύσεως του δικτύου επιφυλάσσει γι’ αυτήν, χωρίς να υπάρχει αντικειμενική ανάγκη, μια παραπλήσια αλλά χωριστή αγορά, εν προκειμένω την αγορά εισαγωγής, εμπορίας, συνδέσεως, θέσεως σε λειτουργία και συντηρήσεως των συσκευών που προορίζονται να συνδεθούν με το δίκτυο αυτό, εξαλείφοντας έτσι κάθε ανταγωνισμό εκ μέρους άλλων επιχειρήσεων, συνιστά παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση GB-Inno-BM, σκέψεις 15 και 19).

107    Εν συνεχεία το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι το άρθρο 82 ΕΚ αφορά μόνο συμπεριφορές θίγουσες τον ανταγωνισμό τις οποίες υιοθετούν οι επιχειρήσεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας και όχι κρατικά μέτρα, αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση που η επέκταση της δεσπόζουσας θέσεως της δημόσιας επιχειρήσεως ή της επιχειρήσεως στην οποία το κράτος έχει χορηγήσει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα ήταν συνέπεια κρατικού μέτρου, το μέτρο αυτό συνιστούσε παράβαση του άρθρου 90 της Συνθήκης ΕΚ (κατόπιν τροποποιήσεως άρθρο 86 ΕΚ) σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 86 ΕΚ απαγορεύει στα κράτη μέλη να θέτουν, με νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις στις οποίες χορηγούν ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα σε κατάσταση στην οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να βρεθούν μόνες τους, ενεργώντας αυτοτελώς, χωρίς να παραβούν τις διατάξεις του άρθρου 82 ΕΚ (σκέψη 20).

108    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή υποστήριξε ότι στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο, απαντώντας σε επιχείρημα που προέβαλε η RTT, έκρινε, με τη σκέψη 24, ότι δεν χρειαζόταν να διαπιστωθεί η καταχρηστική συμπεριφορά της επιχειρήσεως.

109    Εντούτοις, το Δικαστήριο μερίμνησε να διευκρινίσει ότι η ανάθεση σε επιχείρηση που εμπορεύεται τερματικές συσκευές της συστηματοποιήσεως των προδιαγραφών τις οποίες πρέπει να πληρούν οι τερματικές συσκευές, του ελέγχου της εφαρμογής τους και της εγκρίσεως των συσκευών αυτών ισοδυναμούσε με τη χορήγηση στην επιχείρηση αυτή της εξουσίας να καθορίζει, κατά βούληση, ποιες τερματικές συσκευές επιτρεπόταν να συνδέονται με το δημόσιο δίκτυο και με τη χορήγηση, επομένως, προφανούς πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της (σκέψη 25). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επέκταση του μονοπωλίου της εγκαταστάσεως και της εκμεταλλεύσεως του τηλεφωνικού δικτύου στην αγορά των τηλεφωνικών συσκευών, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, απαγορευόταν καθαυτή από το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όταν η επέκταση αυτή ήταν αποτέλεσμα κρατικού μέτρου (προπαρατεθείσα απόφαση GB-Inno-BM, σκέψεις 23 έως 25).

110    Στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Connect Austria, είχαν παραχωρηθεί σε δημόσια επιχείρηση, κατέχουσα αποκλειστικό δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του δικτύου αναλογικών κινητών τηλεπικοινωνιών, δωρεάν συχνότητες DCS 1800, γεγονός το οποίο της επέτρεπε να είναι η μόνη επιχείρηση που μπορούσε να προσφέρει το πλήρες φάσμα των τεχνικώς διαθέσιμων υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ενώ σε έναν εκ των ανταγωνιστών της, και συγκεκριμένα την Connect Austria, είχε χορηγηθεί άδεια για παροχή υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στο φάσμα συχνοτήτων του προτύπου DCS 1800 έναντι καταβολής οικονομικής επιβαρύνσεως (σκέψεις 43 έως 45).

111    Το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική ρύθμιση η οποία επέτρεπε την παραχώρηση, άνευ καταβολής ειδικού ποσού, συμπληρωματικών συχνοτήτων στο φάσμα συχνοτήτων του προτύπου DCS 1800 προς δημόσια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, ενώ νεοεισερχόμενη στην οικεία αγορά επιχείρηση έπρεπε να καταβάλει ειδικό ποσό για να της χορηγηθεί άδεια DCS 1800, μπορούσε να οδηγήσει την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δημόσια επιχείρηση σε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 82 ΕΚ, διά της επεκτάσεως ή ενισχύσεως της δεσπόζουσας θέσεώς της. Δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η νόθευση του ανταγωνισμού αποτελούσε συνέπεια κρατικού μέτρου το οποίο δημιουργούσε μια κατάσταση μη διασφαλίζουσα την ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, το μέτρο αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Connect Austria, σκέψη 87). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η δημόσια επιχείρηση θα μπορούσε να βρεθεί σε μια κατάσταση στην οποία θα οδηγούνταν στο να προσφέρει μειωμένα τιμολόγια, ειδικά στους πιθανούς συνδρομητές του προτύπου DCS 1800, και να οργανώσει εντατικές διαφημιστικές εκστρατείες υπό συνθήκες που καθιστούν δύσκολο τον ανταγωνισμό από την Connect Austria (σκέψη 86). Επομένως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τη συμπεριφορά της δημόσιας επιχειρήσεως στην αγορά.

112    Ομοίως, στην προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (σκέψη 51), το Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι ένα καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού, όπως το προβλεπόμενο στη Συνθήκη, μπορεί να επιτευχθεί μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων επιχειρηματιών, παρατήρησε ότι η ανάθεση σε επιχείρηση που εμπορεύεται τερματικές συσκευές της συστηματοποιήσεως των προδιαγραφών τις οποίες πρέπει να πληρούν οι τερματικές συσκευές, του ελέγχου της εφαρμογής τους και της εγκρίσεως των συσκευών αυτών ισοδυναμούσε με τη χορήγηση στην επιχείρηση αυτή της εξουσίας να καθορίζει, κατά βούληση, ποιες τερματικές συσκευές επιτρέπεται να συνδέονται με το δημόσιο δίκτυο και με τη χορήγηση, επομένως, προφανούς πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών της.

113    Επομένως, αν και είναι ακριβές ότι το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει τις διατυπώσεις των οποίων υπόμνηση γίνεται στη σκέψη 104 ανωτέρω και τις οποίες επικαλέστηκε η Επιτροπή, εντούτοις η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικώς στις διατυπώσεις αυτές της νομολογίας, μεμονωμένα θεωρούμενες, χωρίς να λάβει υπόψη το πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται.

114    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή επικαλέστηκε επίσης, προς στήριξη της απόψεώς της, την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 1998, C‑203/96, Dusseldorp κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. I‑4075).

115    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση η εταιρία AVR Chemie CV είχε οριστεί από τις ολλανδικές αρχές ως μοναδικός τελικός φορέας για την αποτέφρωση επικινδύνων αποβλήτων σε περιστρεφόμενο κλίβανο υψηλής αποδόσεως. Στην εταιρία Chemische Afvalstoffen Dusseldorp BV απαγορεύθηκε να εξαγάγει στη Γερμανία τα φίλτρα λαδιού της, ήτοι επικίνδυνα απόβλητα, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, η επεξεργασία των εν λόγω αποβλήτων πραγματοποιούνταν από την AVR Chemie. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβληθείσα στην Chemische Afvalstoffen Dusseldorp απαγόρευση εξαγωγής των φίλτρων λαδιού της ισοδυναμούσε με επιβολή σε αυτήν της υποχρεώσεως να εμπιστεύεται τα προς αξιοποίηση απόβλητά της σε εθνική επιχείρηση κατέχουσα αποκλειστικό δικαίωμα αποτεφρώσεως επικινδύνων αποβλήτων, ενώ η ποιότητα της επεξεργασίας που ήταν δυνατή σε άλλο κράτος μέλος ήταν συγκρίσιμη με εκείνη της εθνικής επιχειρήσεως.

116    Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια υποχρέωση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ευνοεί την εθνική επιχείρηση παρέχοντάς της τη δυνατότητα επεξεργασίας αποβλήτων που προορίζονταν για επεξεργασία από τρίτη επιχείρηση, συνεπαγόταν περιορισμό των πωλήσεων κατά τρόπο αντικείμενο στο άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ (προπαρατεθείσα υπόθεση Dusseldorp κ.λπ., σκέψη 63).

117    Είναι αληθές ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ο διαπιστωθείς στην εν λόγω υπόθεση περιορισμός των δυνατοτήτων διαθέσεως των αποβλήτων αποτελούσε συνέπεια της χορηγήσεως, δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας, του αποκλειστικού δικαιώματος επεξεργασίας επικίνδυνων αποβλήτων στην επιχείρηση AVR Chemie, κατά τρόπον ώστε να παρεμποδίζεται κάθε άλλος τρόπος επεξεργασίας των επίμαχων προϊόντων, και όχι του τρόπου με τον οποίο η εν λόγω επιχείρηση ασκούσε το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα. Γεγονός όμως παραμένει ότι το Δικαστήριο προσδιόρισε την κατάχρηση στην οποία η ολλανδική νομοθεσία οδηγούσε την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ήτοι τον περιορισμό, επί βλάβη των καταναλωτών κατά την έννοια του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΚ, των δυνατοτήτων διαθέσεως των αποβλήτων. Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο επισήμανε ότι στήριξε τη συλλογιστική του στη νομολογία κατά την οποία ένα κράτος μέλος παραβιάζει τις απαγορεύσεις που επιβάλλει το άρθρο 86 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όταν λαμβάνει νομοθετικό, κανονιστικό ή διοικητικό μέτρο που ωθεί την επιχείρηση στην οποία παραχωρήθηκαν αποκλειστικά δικαιώματα να καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση της (σκέψη 61).

118    Επομένως, η νομολογία στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή δεν επιτρέπει να μη ληφθεί υπόψη η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 94 ανωτέρω και να εξεταστεί αποκλειστικώς το ζήτημα αν η ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρηματιών και η συνακόλουθη νόθευση του ανταγωνισμού είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει και να αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην οποία το επίμαχο κρατικό μέτρο οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα. Όπως δε διαπιστώθηκε στις σκέψεις 87 έως 93 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία σχετική ανάλυση.

119    Επομένως, η αιτίαση που εκτίθεται στη σκέψη 84 ανωτέρω και η οποία προβλήθηκε από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου και του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι βάσιμη. Κατ’ ακολουθία, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές αιτιάσεις, σκέλη και λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

120    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός των εξόδων της, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

121    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι επιχειρήσεις που παρενέβησαν φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2008) 824 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ).

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πέραν των δικαστικών της εξόδων, στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΔΕΗ.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία, η Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη ΑΕ (HE & DSA) και η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ΑΕ φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kanninen

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.