Language of document : ECLI:EU:C:2014:2031

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 25ης Ιουνίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑166/13

Sophie Mukarubega

κατά

Préfet de police,

Préfet de la Seine-Saint-Denis

[αίτηση του tribunal administratif de Melun (Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής – Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας – Άρνηση της διοικήσεως να χορηγήσει σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας άδεια διαμονής λόγω ασύλου, με ταυτόχρονη υποχρέωση εγκαταλείψεως της επικράτειας – Δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής – Κίνδυνος διαφυγής – Σημασία της υπάρξεως στο εσωτερικό δίκαιο προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα επιτρέπουσας στον αλλοδαπό να τύχει μεταγενέστερης ακροάσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 2013 από το tribunal administratif de Melun (Γαλλία), αφορά τη φύση και το περιεχόμενο του κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (2).

2.        Η αίτηση αυτή κατατέθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της S. Mukarubega και, αφετέρου, του préfet de police [αστυνομικού διευθυντή] και του préfet de la Seine-Saint-Denis [νομάρχη του Seine-Saint-Denis]. Η S. Mukarubega ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου 2012, με τις οποίες ο préfet de police απέρριψε την αίτησή της για άδεια διαμονής και την υποχρέωσε ταυτόχρονα να εγκαταλείψει την επικράτεια, καθώς και την ακύρωση των αποφάσεων της 5ης Μαρτίου 2013, με τις οποίες ο préfet de la Seine-Saint-Denis την υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, αρνήθηκε να της χορηγήσει προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως, όρισε τη χώρα προορισμού της ενδεχόμενης απομακρύνσεώς της και την έθεσε υπό διοικητική κράτηση.

3.        Στις παρούσες προτάσεις, θα αναζητηθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής και της ανάγκης να μην επιμηκύνεται ασκόπως, ή και καταχρηστικώς, η διαδικασία επιστροφής με κίνδυνο να υπονομευθεί η καταπολέμηση της λαθρομεταναστεύσεως.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Η οδηγία 2008/115

4.        Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί»:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

[…]

4)       “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·

[…]».

5.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, τιτλοφορούμενο «Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας», ορίζει:

«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

α)      τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού,

β)      την οικογενειακή ζωή,

γ)      την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας,

και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.»

6.        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Απόφαση επιστροφής», ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

[…]

6.        Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης […]».

 Β –      Το γαλλικό δίκαιο

7.        Το άρθρο L.313-11 του code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile [κώδικα περί της εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου] (στο εξής: Ceseda) ορίζει:

«Πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες η παρουσία του αλλοδαπού συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη, η προσωρινή άδεια διαμονής με την ένδειξη “ιδιωτική και οικογενειακή ζωή” χορηγείται αυτοδικαίως:

[…]

7ο      Στον αλλοδαπό που δεν είναι πολύγαμος, που δεν εμπίπτει στις προηγούμενες κατηγορίες ή σε αυτές που θεμελιώνουν δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως, στον αλλοδαπό του οποίου οι προσωπικοί και οικογενειακοί δεσμοί στη Γαλλία, εκτιμούμενοι ιδίως με γνώμονα την ένταση, την παλαιότητα και τη σταθερότητά τους, τις συνθήκες διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, την ένταξή του στη γαλλική κοινωνία καθώς και τη φύση των δεσμών του με τα μέλη της οικογένειάς του που παραμένουν στη χώρα καταγωγής, είναι τέτοιοι ώστε η άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής θα έθιγε δυσανάλογα το δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής λαμβανομένων υπόψη των λόγων της αρνήσεως, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή της προβλεπόμενης στο άρθρο L.311-7 προϋποθέσεως. Η ένταξη του αλλοδαπού στη γαλλική κοινωνία εκτιμάται ιδίως με βάση την εκ μέρους του γνώση των αξιών της Γαλλικής Δημοκρατίας·

[…]

11ο      Στον αλλοδαπό που έχει τη συνήθη διαμονή του στη Γαλλία και η κατάσταση της υγείας του οποίου επιβάλλει ιατρική αρωγή της οποίας η παράλειψη θα μπορούσε να επιφέρει εξαιρετικά βαριές συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο, υπό την επιφύλαξη της ελλείψεως κατάλληλης φροντίδας στη χώρα καταγωγής του, πλην εξαιρετικής περιστάσεως ανθρωπιστικής τάξεως εκτιμούμενης από τη διοικητική αρχή κατόπιν γνώμης του γενικού διευθυντή του περιφερειακού φορέα υγείας, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή της προβλεπόμενης στο άρθρο L.311-7 προϋποθέσεως. Η απόφαση περί χορηγήσεως της άδειας διαμονής λαμβάνεται από τη διοικητική αρχή, κατόπιν γνώμης του οριζόμενου από τον γενικό διευθυντή ιατρού του περιφερειακού φορέα υγείας της περιφέρειας όπου κατοικεί ο ενδιαφερόμενος ή, προκειμένου για το Παρίσι, του ιατρού διευθυντή της υπηρεσίας υγείας της préfecture de police [αστυνομικής διευθύνσεως]. O ιατρός του περιφερειακού φορέα υγείας ή, στο Παρίσι, ο ιατρός διευθυντής της υπηρεσίας υγείας της préfecture de police δύναται να καλέσει τον αιτούντα σε ιατρική εξέταση ενώπιον περιφερειακής ιατρικής επιτροπής της οποίας η σύνθεση καθορίζεται με διάταγμα που λαμβάνεται κατόπιν γνώμης του Conseil d’État [γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας].»

8.        Το άρθρο L.313-14 του Ceseda ορίζει:

«Η προσωρινή άδεια διαμονής του άρθρου L.313-11 […] μπορεί να χορηγηθεί, πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες η παρουσία του αλλοδαπού συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη, στον αλλοδαπό που δεν είναι πολύγαμος και η αποδοχή της αιτήσεως διαμονής του οποίου δικαιολογείται από ανθρωπιστικούς λόγους ή από εξαιρετικούς λόγους που προβάλλονται από τον ίδιο, χωρίς να απαιτείται η προβλεπόμενη στο άρθρο L.311-7 προϋπόθεση.

[…]»

9.        Το άρθρο L.511-1 του Ceseda ορίζει:

«Ι.      Η διοικητική αρχή μπορεί να υποχρεώσει αλλοδαπό, ο οποίος δεν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλου κράτους μέρους της Συμφωνίας για τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο [, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3),] ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ούτε μέλος της οικογένειας τέτοιου πολίτη […], να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, αν εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

3ο      Αν το αίτημα του αλλοδαπού για χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαμονής απορρίφθηκε ή αν του αφαιρέθηκε η άδεια διαμονής που του είχε χορηγηθεί […]».

10.      Το άρθρο L. 742-7 του Ceseda ορίζει:

«Ο αλλοδαπός του οποίου η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα ή υπαγωγής στο καθεστώς επικουρικής προστασίας απορρίφθηκε οριστικώς και του οποίου η παραμονή στην επικράτεια δεν μπορεί να επιτραπεί για άλλο λόγο, οφείλει να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, επί ποινή μέτρου απομακρύνσεως που προβλέπεται στον τίτλο Ι του βιβλίου V και, κατά περίπτωση, των ποινών που προβλέπονται στο κεφάλαιο Ι του τίτλου ΙΙ του βιβλίου VI.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11.      Η S. Mukarubega, υπήκοος Ρουάντα γεννηθείσα στις 12 Μαρτίου 1986, εισήλθε στη Γαλλία στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 έχοντας διαβατήριο με θεώρηση εισόδου (visa).

12.      Στις 4 Δεκεμβρίου 2009, υπέβαλε ενώπιον του préfet de police αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής στη Γαλλία λόγω ασύλου. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χορηγήσεως ασύλου, η S. Mukarubega έλαβε προσωρινή άδεια διαμονής στη Γαλλία.

13.      Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2011, ο διευθυντής του Office français de protection des réfugiés et apatrides [γαλλικού φορέα προστασίας των προσφύγων και απατρίδων] (στο εξής: OFPRA) αρνήθηκε να χορηγήσει στην S. Mukarubega το καθεστώς του πρόσφυγα. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Cour nationale du droit d’asile [εθνικού δικαστηρίου του δικαίου του ασύλου] (στο εξής: CNDA) της 30ής Αυγούστου 2012, η οποία κοινοποιήθηκε στην ενδιαφερομένη στις 10 Σεπτεμβρίου 2012.

14.      Με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2012, ο préfet de police αρνήθηκε να χορηγήσει στην S. Mukarubega άδεια διαμονής λόγω ασύλου και ταυτόχρονα την υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια (στο εξής: πρώτη απόφαση επιστροφής). Ως χώρα προορισμού ορίστηκε η Ρουάντα και χορηγήθηκε στην ενδιαφερομένη προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως 30 ημερών.

15.      Παρά την εν λόγω απόφαση επιστροφής, η S. Mukarubega παρέμεινε παρανόμως στη Γαλλία ως τις αρχές Μαρτίου 2013, οπότε και επιχείρησε να μεταβεί στον Καναδά με πλαστό βελγικό διαβατήριο. Τότε συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στις 4 Μαρτίου 2013 για απατηλή χρήση διοικητικού εγγράφου.

16.      Κατά τη διάρκεια της προσωρινής αυτής κρατήσεως, η S. Mukarubega έτυχε ακροάσεως σχετικά με την προσωπική και οικογενειακή της κατάσταση, την εν γένει πορεία της, το αίτημά της για διαμονή στη Γαλλία και την ενδεχόμενη επιστροφή της στη Ρουάντα.

17.      Ο préfet de la Seine-Saint-Denis, με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2013, υποχρέωσε την S. Mukarubega να εγκαταλείψει τη Γαλλία, αρνήθηκε να της χορηγήσει προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως και όρισε τη Ρουάντα ως χώρα προορισμού (στο εξής: δεύτερη απόφαση επιστροφής). Επιπλέον, με απόφαση της ίδιας μέρας αποφάσισε να θέσει την S. Mukarubega υπό κράτηση.

18.      Στις 6 Μαρτίου 2013, η S. Mukarubega άσκησε ενώπιον του tribunal administratif de Paris αίτηση ακυρώσεως κατά της πρώτης αποφάσεως επιστροφής. Συγχρόνως, προσέφυγε ενώπιον του tribunal administratif de Melun κατά της δεύτερης αποφάσεως επιστροφής. Με διάταξη της 7ης Μαρτίου 2013, το tribunal administratif de Paris διαβίβασε την προσφυγή της S. Mukarubega στο tribunal administratif de Melun.

19.      Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2013, ο ορισθείς από τον πρόεδρο του tribunal administratif de Melun δικαστής ακύρωσε την απόφαση περί θέσεως της S. Mukarubega υπό κράτηση για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή είχε κοινοποιηθεί πριν από τη δεύτερη απόφαση επιστροφής και επομένως στερούνταν νόμιμης βάσεως.

20.      Η S. Mukarubega προβάλλει ενώπιον του tribunal administratif de Melun λόγο αντλούμενο από την προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως σε κάθε διαδικασία, εφόσον δεν της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει ειδικές παρατηρήσεις σχετικά με την προσωπική της κατάσταση πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως επιστροφής, η οποία ελήφθη ταυτόχρονα με την άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής που της γνωστοποιήθηκε. Υποστηρίζει ότι η ίδια αρχή παραβιάστηκε και από τη δεύτερη απόφαση επιστροφής, ήτοι από την απόφαση του préfet de la Seine-Saint-Denis της 5ης Μαρτίου 2013.

21.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου L.511-1 του Ceseda, στον αλλοδαπό που υπέβαλε αίτηση για άδεια διαμονής μπορεί, ταυτόχρονα με την άρνηση χορηγήσεως άδειας διαμονής, να επιβληθεί υποχρέωση εγκαταλείψεως της γαλλικής επικράτειας. Κατά το δικαστήριο, ο αλλοδαπός μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την προσωπική του κατάσταση ενώπιον της διοικήσεως, η οποία δεν υποχρεούται να λάβει απόφαση απομακρύνσεως σε βάρος του.

22.      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ωστόσο ότι η απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής ενδέχεται να εκδοθεί, όπως στην προκείμενη υπόθεση, χωρίς σχετική προειδοποίηση του ενδιαφερομένου και μετά το πέρας μακρού χρονικού διαστήματος από την κατάθεση της αιτήσεως άδειας διαμονής, με αποτέλεσμα η προσωπική κατάσταση του αλλοδαπού να έχει ενδεχομένως μεταβληθεί από την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως.

23.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απάντηση επί των προβαλλόμενων από την S. Mukarubega λόγων εξαρτάται από το ζήτημα αν το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στη διοίκηση –όταν αυτή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού– είτε αυτή η απόφαση επιστροφής λαμβάνεται κατόπιν αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής είτε όχι, και ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται κίνδυνος διαφυγής, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Κατά το ίδιο δικαστήριο, ένας παρανόμως διαμένων αλλοδαπός στον οποίο επιβάλλεται υποχρέωση εγκαταλείψεως της γαλλικής επικράτειας δύναται να ασκήσει ενώπιον του διοικητικού δικαστή αίτηση ακυρώσεως, η άσκηση της οποίας επιφέρει την αναστολή εκτελέσεως του μέτρου απομακρύνσεως. Εκτιμά ότι η απάντηση επί των ανωτέρω λόγων εξαρτάται επίσης από το ζήτημα αν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δικαιολογεί το να μη δίδεται προηγουμένως σε παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του σχετικά με το δυσμενές μέτρο της απομακρύνσεως που πρόκειται να του επιβληθεί.

24.      Υπό αυτές τις συνθήκες, το tribunal administratif de Melun αποφάσισε, ενόψει της επιλύσεως της υπό κρίση διαφοράς, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία, το οποίο συνδέεται αναπόσπαστα με τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και κατοχυρώνεται, εξάλλου, από το άρθρο 41 του [Χάρτη], την έννοια ότι υποχρεώνει τη διοίκηση, όταν αυτή προτίθεται να λάβει απόφαση περί επιστροφής παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού, είτε η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής είτε όχι, και ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται κίνδυνος διαφυγής, να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του;

2)      Έχει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ως συνέπεια ότι δεν απαιτείται να δοθεί προηγουμένως σε παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό η δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του σχετικά με το δυσμενές μέτρο της απομακρύνσεως που πρόκειται να του επιβληθεί;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

25.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η S. Mukarubega, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Η S. Mukarubega, η Γαλλική Κυβέρνηση, και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικά τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαΐου 2014.

V –    Ανάλυση

 Α –      Επιχειρηματολογία

26.      Η S. Mukarubega υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει το άρθρο 41 του Χάρτη επί των αποφάσεων επιστροφής, διότι, βάσει της αποφάσεως Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψεις 19 έως 21), τα κατοχυρούμενα από τον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να τηρούνται όταν μια εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Κατά την S. Mukarubega, οι αποφάσεις επιστροφής που λαμβάνονται σε βάρος των παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών συνιστούν «εφαρμογή» του δικαίου της Ένωσης από τη νομαρχιακή διοίκηση.

27.      Η S. Mukarubega θεωρεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως απαιτεί καταρχάς σαφή και ακριβή προηγούμενη ενημέρωση σχετικά με τα σχεδιαζόμενα μέτρα, ούτως ώστε η διοικητική απόφαση να μην καθίσταται εντελώς αναπάντεχη για τον ενδιαφερόμενο. Εκτιμά ότι, πέρα από την υποχρέωση ενημερώσεως, το δικαίωμα ακροάσεως επιβάλλει επιπλέον στη διοίκηση να εξακριβώνει το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της καταστάσεως του αλλοδαπού πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής.

28.      Συναφώς, η S. Mukarubega επισημαίνει ότι η πρώτη απόφαση επιστροφής ελήφθη με μόνη τη διαπίστωση της απορρίψεως από το CNDA της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου, πάνω από 33 μήνες μετά από την κατάθεση της αιτήσεως, χωρίς ανάλυση, κατά την ημερομηνία λήψεως της αποφάσεως, της προσωπικής της καταστάσεως, η οποία είχε στο μεταξύ μεταβληθεί.

29.      Κατά την ενδιαφερομένη, η απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής ελήφθη με βάση μόνο τα στοιχεία του φακέλου της αιτήσεως διαμονής και η απόφαση επιστροφής δεν συνδέθηκε με τον ανωτέρω φάκελο, αλλά μπορούσε να ληφθεί από τον préfet de police μόνον υπό το φως στοιχείων που δεν ζητήθηκαν από τη διοίκηση ούτε γνωστοποιήθηκαν αυθορμήτως από τον αλλοδαπό. Η S. Mukarubega εκτιμά επομένως ότι η απόφαση επιστροφής δεν αποτελεί λογική, αναγκαία και αποκλειστική συνέπεια της αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής.

30.      Επισημαίνει, συναφώς, ότι, μολονότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει καταρχήν ότι «τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους», ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5». Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αυτές καταλείπουν στα κράτη μέλη ευρύτατο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της αποφάσεως επιστροφής.

31.      Η S. Mukarubega επισημαίνει περαιτέρω ότι η δεύτερη απόφαση επιστροφής ελήφθη κατόπιν αστυνομικής ανακρίσεως η οποία διήρκεσε 50 λεπτά και αφορούσε κατά κύριο λόγο τη «διαδρομή» της, το πλημμέλημα της πλαστογραφίας και της χρήσεως πλαστού διοικητικού εγγράφου και, γενικότερα, την κατάστασή της από διοικητική άποψη. Προβάλλει ότι ουδέποτε κατά την προσωρινή κράτησή της ενημερώθηκε για το ενδεχόμενο εκδόσεως νέας αποφάσεως επιστροφής σε βάρος της. Ούτε προσκλήθηκε, κατά μείζονα λόγο, να υποβάλει παρατηρήσεις για το θέμα αυτό.

32.      Η S. Mukarubega εκτιμά, τέλος, ότι το δικαίωμα ακροάσεως πρέπει όντως να τηρείται, ακόμα και όταν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής. Εξαίρεση από τη σχετική αρχή θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο σε περίπτωση εξαιρετικού κινδύνου για την εσωτερική ασφάλεια ή για θεμελιώδες συμφέρον του κράτους. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ένδικης διαδικασίας ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου δεν επιτρέπει την αποδοχή εξαιρέσεως από το δικαίωμα ενός παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού να εκθέσει προηγουμένως την άποψή του σχετικά με το δυσμενές μέτρο της απομακρύνσεως που πρόκειται να του επιβληθεί.

33.      Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν απευθύνεται στα κράτη μέλη, αλλά μόνο στα θεσμικά και άλλα όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης (3). Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που συνδέεται, αφενός, με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, και, αφετέρου, με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που εξασφαλίζουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Κατά την ίδια κυβέρνηση, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιβάλλεται συνεπώς όχι μόνο στα όργανα της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 41 του Χάρτη, αλλά επίσης, επειδή συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, στις διοικήσεις όλων των κρατών μελών όταν αυτές εκδίδουν αποφάσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τούτο δε ακόμα και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση τέτοιου τύπου (4).

34.      Η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, βάσει της οδηγίας 2008/115, μια απόφαση επιστροφής προκύπτει άμεσα και αναγκαστικά από τη διαπίστωση της παράνομης διαμονής του προσώπου περί του οποίου πρόκειται. Πράγματι, άπαξ και βεβαιωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής, η έκδοση αποφάσεως επιστροφής συνιστά υποχρέωση για τα κράτη μέλη. Κατά την ίδια κυβέρνηση, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/15 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εκδώσουν απόφαση επιστροφής σε βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που διαμένει παρανόμως στην επικράτειά τους, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις που μνημονεύονται στις παραγράφους 2 έως 5 του άρθρου αυτού. Έπεται, κατά την κυβέρνηση αυτή, ότι όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας έτυχε ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως του δικαιώματος διαμονής του, δεν απαιτείται νέα ακρόασή του πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής.

35.      Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των αιτήσεων άδειας διαμονής των οποίων επιλαμβάνεται ετησίως η διοίκηση, η επιβάρυνση την οποία θα συνεπαγόταν μια νέα ακρόαση του ενδιαφερόμενου προσώπου πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής θα κινδύνευε να προκαλέσει αντίστοιχη παρακώλυση της κατάλληλης προετοιμασίας της αποφάσεως αυτής, χωρίς να ενισχύσει ουσιωδώς την προστασία του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού, καθώς και να υπονομεύσει την ίδια τη διαδικασία επιστροφής, καθιστώντας αδύνατο για τα κράτη μέλη να αποτρέψουν τη διαφυγή ενός παρανόμως διαμένοντος προσώπου.

36.      Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, η S. Mukarubega, της οποίας η αίτηση ασύλου είχε απορριφθεί οριστικώς, ήταν πλήρως πληροφορημένη για το γεγονός ότι η διαμονή της στη γαλλική επικράτεια ήταν παράνομη και ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να της επιβληθεί μέτρο απομακρύνσεως. Παρατηρεί, εξάλλου, ότι από το πρακτικό της ακροάσεως της ενδιαφερομένης κατά την προσωρινή κράτησή της προκύπτει ότι η τελευταία είχε πλήρη επίγνωση του εν λόγω κινδύνου.

37.      Υπογραμμίζει, επίσης, ότι υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής απορρίφθηκε μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρουσιαστεί στη νομαρχία προς νέα ακρόαση, προκειμένου να προβάλει νέα στοιχεία προς τον σκοπό τακτοποιήσεως της καταστάσεώς του.

38.      Όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση επιστροφής, η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η S. Mukarubega τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση με βάση το άρθρο 62-2 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, έτυχε ακροάσεως από τις αστυνομικές υπηρεσίες σχετικά με την κατάστασή της, ιδίως σχετικά με το δικαίωμα διαμονής της. Κατά την κυβέρνηση αυτή, στο πλαίσιο της προσωρινής κρατήσεως ο αλλοδαπός απολαύει διαδικαστικών εγγυήσεων, μεταξύ άλλων του δικαιώματος για αρωγή δικηγόρου καθώς και διερμηνέα.

39.      Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει, επικουρικώς, να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι η οδηγία 2008/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δυνατότητα του υπηκόου τρίτης χώρας να ασκήσει ενώπιον δικαστηρίου προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του και να εκθέσει ενώπιον του δικαστή όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση αντισταθμίζει τυχόν περιορισμούς του δικαιώματος ακροάσεως που διαπιστώθηκαν πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.

40.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η αρχή του δικαιώματος άμυνας, όπως αυτή αναπαράγεται πλέον στο άρθρο 41 του Χάρτη, περιλαμβάνει ιδίως το δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως που ενδέχεται να είναι δυσμενής για το πρόσωπο αυτό. Κατά την ίδια κυβέρνηση, παραβίαση της αρχής του δικαιώματος άμυνας μπορεί να διαπιστωθεί μόνο κατόπιν αναλύσεως όλων των πτυχών και των επιμέρους σταδίων του συνόλου της διαδικασίας, ενώ δεν μπορεί καταρχήν να προκύψει από τυπικές πλημμέλειες όταν αυτές «θεραπεύονται» κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνολικώς θεωρούμενης χωρίς την επέλευση πραγματικής βλάβης για τον ενδιαφερόμενο.

41.      Όσον αφορά την πρώτη απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος της S. Mukarubega, η Ολλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής του δικαιώματος άμυνας. Υποστηρίζει ότι το δικαίωμα ακροάσεως μπορεί να εκτιμάται μόνον υπό το πρίσμα των δυσμενών στοιχείων μιας αποφάσεως επιστροφής. Ωστόσο, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, ούτε η διαπίστωση παράνομης διαμονής, η οποία βεβαιώνεται ήδη με βάση την έλλειψη έγκυρης άδειας διαμονής, ούτε η υποχρέωση επιστροφής, η οποία απορρέει από το γεγονός ότι ο αλλοδαπός δεν διαθέτει έγκυρη άδεια διαμονής, έχουν δυσμενή χαρακτήρα. Αντιθέτως, ο καθορισμός προθεσμίας εντός της οποίας ο αλλοδαπός οφείλει να εγκαταλείψει την επικράτεια του κράτους μέλους αποτελεί δυσμενές στοιχείο το οποίο επάγεται την υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου επί του συγκεκριμένου στοιχείου της αποφάσεως επιστροφής, ιδιαιτέρως όταν η ανώτατη προθεσμία των 30 ημερών ενδέχεται να μειωθεί. Εντούτοις, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, αν ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα σχετικά με τη νομιμότητα της αποφάσεως επιστροφής, το γεγονός ότι δεν έτυχε προηγούμενης ακροάσεως από τη διοικητική αρχή δεν συνιστά μειονέκτημα δυσανάλογο ή βλαπτικό για τον ενδιαφερόμενο. Επιπλέον, η κυβέρνηση αυτή θεωρεί ότι η αρχή του δικαιώματος άμυνας δεν μπορεί να εφαρμόζεται χωρίς περιορισμούς, διότι ειδάλλως θα διακυβεύονταν οι σκοποί της οδηγίας 2008/115.

42.      Τέλος, η ίδια κυβέρνηση εκτιμά ότι η δεύτερη απόφαση επιστροφής δεν πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοια κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αρχής του δικαιώματος άμυνας, εφόσον με την πρώτη απόφαση επιστροφής είχε ήδη διαπιστωθεί ότι η S. Mukarubega διέμενε παρανόμως στη Γαλλία και είχε ταχθεί σε αυτήν προθεσμία για να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Επομένως, η διαδικασία επιστροφής κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 είχε ξεκινήσει ήδη με την πρώτη απόφαση επιστροφής, ενώ τυχόν μεταγενέστερα μέτρα καταναγκασμού, όπως η δεύτερη απόφαση επιστροφής, θα έπρεπε να θεωρηθούν πράξεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της εκτελέσεως μιας ήδη εκδοθείσας αποφάσεως επιστροφής.

43.      Η Ελληνική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως δεν μπορεί να επηρεαστεί από την ύπαρξη διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής. Επισημαίνει ωστόσο ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση επιστροφής συνδέεται άρρηκτα με ήδη υφιστάμενη διαδικασία που αφορά αίτηση χορηγήσεως καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς η πρώτη απόφαση επιστροφής στην υπό κρίση υπόθεση αποτελεί την άμεση συνέπεια της απορρίψεως της αιτήσεως ασύλου τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής γίνεται σεβαστό, εφόσον η ενδιαφερομένη είχε τη δυνατότητα να εκθέσει λυσιτελώς την άποψή της στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου.

44.      Κατά την ίδια κυβέρνηση, το γεγονός ότι μεσολάβησε ορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως ασύλου και της αποφάσεως επιστροφής είναι συναφώς άνευ σημασίας, δεδομένου ότι ένα διάστημα δύο μηνών και δέκα ημερών δεν θα μπορούσε να μεταβάλει τα κρίσιμα στοιχεία της υποθέσεως. Θεωρεί, επίσης, ότι η ενδιαφερομένη δεν μπορεί να αρκεστεί στην επίκληση της αφηρημένης προσβολής του δικαιώματός της για προηγούμενη ακρόαση. Οφείλει αντιθέτως να επισημάνει, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, την ύπαρξη όλων των κρίσιμων στοιχείων τα οποία δεν κατέστη δυνατόν να ληφθούν υπόψη από τη διοίκηση και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

45.      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία κατοχυρώνεται από το άρθρο 41 του Χάρτη. Κατά την Επιτροπή, μολονότι διευκρινίζεται ότι το εν λόγω άρθρο του Χάρτη εφαρμόζεται μόνο στα θεσμικά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση M. (EU:C:2012:744) ότι «επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, είναι γενικής εφαρμογής» (5). Εκτιμά δε ότι, όταν τα κράτη μέλη εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και επομένως δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη (6).

46.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να ακούν τον ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους σκοπούς της οδηγίας 2008/115, η οποία επιδιώκει να καθιερώσει μια αποτελεσματική διαδικασία που να διασφαλίζει το ταχύτερο δυνατόν την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους. Κατά την Επιτροπή, το δικαίωμα ακροάσεως πρέπει να επιτρέπει στη διοίκηση να διερευνήσει την υπόθεση κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση έχοντας πλήρη επίγνωση της υποθέσεως αυτής και να αιτιολογήσει καταλλήλως την απόφασή της, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να έχει, αν χρειαστεί, τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικώς το δικαίωμά του προσφυγής. Εκτιμά εντούτοις ότι το εν λόγω δικαίωμα ακροάσεως δεν μπορεί να επιτρέπει την επανεκκίνηση της διοικητικής διαδικασίας στο διηνεκές.

47.      Όσον αφορά την πρώτη απόφαση επιστροφής στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η υπάρχουσα στο γαλλικό δίκαιο δυνατότητα λήψεως μίας και μοναδικής αποφάσεως η οποία αρνείται τη χορήγηση άδειας διαμονής λόγω ασύλου και συγχρόνως διατάσσει τον αλλοδαπό να εγκαταλείψει την επικράτεια συνάδει με την οδηγία 2008/115. Η εν λόγω οικονομία διαδικασίας δικαιολογείται, διότι η υποχρέωση εγκαταλείψεως της επικράτειας συνιστά τη λογική συνέπεια μιας αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής. Η Επιτροπή εκτιμά ότι, καθόσον οι λόγοι για τους οποίους ο ενδιαφερόμενος αιτήθηκε άδεια διαμονής εξετάστηκαν στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που διατύπωσε ο ίδιος για τις ανάγκες της αιτήσεώς του για χορήγηση ασύλου και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής κατά της απορρίψεως της ανωτέρω αιτήσεως, μπορεί να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως, πριν από την απόφαση επιστροφής, έχει τηρηθεί, τούτο δε κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση η απόφαση επιστροφής φαίνεται ότι γνωστοποιήθηκε στην ενδιαφερομένη λιγότερο από δύο μήνες μετά την απόρριψη της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου.

48.      Κατά την Επιτροπή, όταν μεταξύ της ακροάσεως του ενδιαφερομένου κατά τη διαδικασία εξετάσεως της υποθέσεώς του και της εκδόσεως αποφάσεως μεσολαβεί σημαντικό χρονικό διάστημα, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει αν ο ενδιαφερόμενος είχε την ευκαιρία να γνωστοποιήσει κάθε νέο πραγματικό στοιχείο που δεν κατέστη δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

49.      Όσον αφορά τη δεύτερη απόφαση επιστροφής, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορεί να χωρήσει εξαίρεση από το δικαίωμα ακροάσεως ούτε λόγω της υπάρξεως προηγούμενης αποφάσεως επιστροφής ούτε λόγω κινδύνου διαφυγής και ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί, κατά περίπτωση, να τύχει ακροάσεως κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του για τη διακρίβωση του δικαιώματος διαμονής του.

50.      Τέλος, εκτιμά ότι η ύπαρξη ένδικης προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου δεν επιτρέπει εξαίρεση από την τήρηση του δικαιώματος ενός παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού να τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής.

 Β –      Εκτίμηση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

51.      Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, κατά το οποίο οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

52.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο, το άρθρο 51 «του Χάρτη επιβεβαιώνει έτσι τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το μέτρο στο οποίο η δράση των κρατών μελών οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης» (7).

53.      Ειδικότερα, όπως προσθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 19 της αποφάσεως Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105) και στη σκέψη 33 της αποφάσεως Pfleger κ.λπ. (EU:C:2014:281), «από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν καταρχήν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη υπενθυμίσει ότι δεν μπορεί να εκτιμά, με γνώμονα τον Χάρτη, τις εθνικές ρυθμίσεις που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Αντίθετα, όταν η εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της αίτησης προδικαστικής απόφασης, οφείλει να παρέχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας που είναι αναγκαία προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει το Δικαστήριο».

54.      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 21 της αποφάσεως Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105) και στη σκέψη 34 της αποφάσεως Pfleger κ.λπ. (EU:C:2014:281), ότι, «[δ]εδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν η εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις που να εμπίπτουν μεν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμόζονται τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη».

55.      Είναι αλήθεια ότι, παρά το άρθρο 51 το οποίο υπό τον τίτλο «Γενικές διατάξεις που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του Χάρτη» ορίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη τόσο ως προς την Ένωση όσο και ως προς τα κράτη μέλη, το άρθρο 41 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα ακροάσεως μόνον έναντι των «θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης» (8), κάτι το οποίο επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του Cicala (EU:C:2011:868, σκέψη 28), την οποία μνημονεύει η Γαλλική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της (9), χωρίς ωστόσο να το αναγάγει σε αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα για τη λύση που υιοθέτησε στην εν λόγω απόφαση.

56.      Δεν θα θεωρούσα συνεπές ούτε σύμφωνο με τη νομολογία του Δικαστηρίου (10) το να μπορεί το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη να εισαγάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαίρεση στον τιθέμενο στο άρθρο 51 του Χάρτη κανόνα, η οποία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν ένα άρθρο του Χάρτη, ακόμα κι όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, προκρίνω σαφώς την εφαρμογή του άρθρου 41 του Χάρτη στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, αλλά εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά, κατά πάγια νομολογία, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που «συνδέεται, αφενός, με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, και, αφετέρου, με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που εξασφαλίζουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη» (11). Ο σεβασμός του εν λόγω δικαιώματος επιβάλλεται επομένως, ως εκ τούτου, οπωσδήποτε στις αρχές «όλων των κρατών μελών όταν αυτές εκδίδουν αποφάσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» (12).

57.      Όπως επισήμανα στο σημείο 49 των προτάσεών μου στην υπόθεση G. και R. (C‑383/13 PPU, EU:C:2013:553, σημείο 49), «[μ]ολονότι η υποχρέωση των εθνικών αρχών να τηρούν το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως ικανής να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα ενός προσώπου έχει προ πολλού κατοχυρωθεί από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη επιβεβαιώνει την υποχρέωση αυτή και την ανάγει σε συνταγματική αξία».

58.      Εν προκειμένω, η έκδοση αποφάσεως επιστροφής από ένα κράτος μέλος συνιστά εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Έπεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση, ρυθμιζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία εγγυάται η έννομη τάξη της Ένωσης και, μεταξύ αυτών, το δικαίωμα ακροάσεως οσάκις η εθνική αρχή προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη σε βάρος ενός προσώπου (13).

59.      Μια τέτοια απόφαση επιστροφής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, και μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, συνιστά, σε αντίθεση προς τα διαλαμβανόμενα στις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβερνήσεως (14), απόφαση βλαπτική για τον αποδέκτη της. Με την απόφαση αυτή, ένα κράτος μέλος κηρύσσει παράνομη τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας και επιβάλλει ή ανακοινώνει υποχρέωση επιστροφής (15).

60.      Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/115 διευκρινίζει ότι, όταν τα κράτη μέλη εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής, οφείλουν να τηρούν δίκαιη και διαφανή διαδικασία.

61.      Εντούτοις, η οδηγία 2008/115 δεν καθιερώνει ειδική διαδικασία ακροάσεως ενός υπηκόου τρίτης χώρας πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής (16). Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας 2008/115 αφορούν μόνον τον τύπο της αποφάσεως επιστροφής (άρθρο 12) (17), τα ένδικα μέσα (άρθρο 13) και τις εγγυήσεις εν όψει της επιστροφής (άρθρο 14).

62.      Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιβάλλεται ακόμα κι όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως (18).

63.      Έπεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζονται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και οι συνέπειες της μη τηρήσεως των δικαιωμάτων αυτών εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο, αρκεί τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή να είναι της ίδιας τάξεως με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και αρκεί να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (19).

64.      Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), «το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του». Το Δικαστήριο προσθέτει στην ίδια απόφαση ότι «[τ]ο εν λόγω δικαίωμα συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοικήσεως να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της» (20).

65.      Κατά συνέπεια, η διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών σε συνδυασμό με την απουσία ειδικής διαδικασίας στην οδηγία 2008/115 δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποστέρηση ενός υπηκόου τρίτης χώρας από το δικαίωμα να τύχει ακροάσεως από την αρμόδια εθνική αρχή πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής.

66.      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αποδέχεται ωστόσο περιορισμούς κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αυτός κατοχυρώνει, εφόσον ο σχετικός περιορισμός προβλέπεται από τον νόμο, σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του οικείου θεμελιώδους δικαιώματος και εφόσον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός αυτός είναι αναγκαίος και εξυπηρετεί όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (21). Έπεται ότι τα δικαιώματα άμυνας δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να υπόκεινται σε περιορισμούς υπό ορισμένες περιστάσεις (22).

67.      Πριν να εξετάσω πιο συγκεκριμένα την εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης, κρίνω χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι το δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη αποσκοπεί, αφενός, να επιτρέψει την κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη διερεύνηση της υποθέσεως και διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, να εξασφαλίσει στον ενδιαφερόμενο αποτελεσματική προστασία (23). Με άλλα λόγια, η εν λόγω διάταξη επιδιώκει να διασφαλίσει ότι κάθε απόφαση με δυσμενείς συνέπειες για ένα πρόσωπο εκδίδεται με πλήρη επίγνωση της υποθέσεως.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

 α)     Γενικές σκέψεις περί της αποφάσεως επιστροφής

68.      Κατά πάγια νομολογία, η οδηγία 2008/115 αφορά αποκλειστικώς την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και δεν αποβλέπει συνεπώς στην εναρμόνιση του συνόλου των σχετικών με τη διαμονή των αλλοδαπών κανόνων των κρατών μελών (24). Εντούτοις, άπαξ και διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, αυτής εξαιρέσεων, να εκδώσουν απόφαση επιστροφής (25). Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115 επιτρέπει στα κράτη μέλη «να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής» (26).

69.      Όπως επισημαίνει ορθώς η Γαλλική Κυβέρνηση (27), το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 επιβάλλει συνεπώς σε κράτος μέλος που δεν χορήγησε άδεια διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας να εκδώσει σε βάρος του τελευταίου απόφαση επιστροφής. Κατά συνέπεια, και υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της εν λόγω οδηγίας εξαιρέσεων, συντάσσομαι με τη θέση της Γαλλικής Κυβερνήσεως (28) και της Ελληνικής Κυβερνήσεως (29) καθώς και της Επιτροπής (30), κατά την οποία η έκδοση αποφάσεως επιστροφής απορρέει αναγκαστικά από την απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής του ενδιαφερομένου και αποτελεί τη λογική της συνέπεια.

70.      Φρονώ, επομένως, ότι ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που να καθιερώνουν ειδική διαδικασία προς διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν η αρμόδια εθνική αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση περί διαπιστώσεως παράνομης διαμονής ταυτόχρονα με μια απόφαση επιστροφής (31), η αρχή αυτή πρέπει απαραιτήτως (32) να ενημερώσει προηγουμένως ή να «προειδοποιήσει» (33) τον ενδιαφερόμενο ούτως ώστε να του επιτρέψει να εκθέσει την άποψή του επί της αποφάσεως αυτής (34).

71.      Εντούτοις, για να είναι δίκαιη και διαφανής η διαδικασία, απαιτείται, προκειμένου να τηρείται η επιβαλλόμενη από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 υποχρέωση, αφενός, το εθνικό δίκαιο να προβλέπει ρητώς και χωρίς αμφισημία την υποχρέωση εγκαταλείψεως της επικράτειας σε περίπτωση παράνομης διαμονής και, αφετέρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές να διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος τυγχάνει λυσιτελούς ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την αίτηση διαμονής του ή, κατά περίπτωση, σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής του. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση εκ νέου ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής θα ήταν περιττή και δυσανάλογη.

72.      Από την άποψη αυτή, συμμερίζομαι πλήρως την παρατήρηση της Επιτροπής ότι το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως μέσο προς «επανεκκίνηση της διοικητικής διαδικασίας στο διηνεκές» (35). Είναι πράγματι απαραίτητο να αποφεύγεται η επιβάρυνση ή η άσκοπη επιμήκυνση της διαδικασίας που δεν επιφέρει ενίσχυση της έννομης προστασίας του ενδιαφερομένου (36), και τούτο προκειμένου να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου να τύχει ακροάσεως πριν από την έκδοση βλαπτικής γι’ αυτόν αποφάσεως και της υποχρεώσεως των κρατών μελών να καταπολεμούν την παράνομη μετανάστευση.

 β)     Εφαρμογή επί της πρώτης αποφάσεως επιστροφής

73.      Εν προκειμένω, με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2012, ήτοι λιγότερο από δύο μήνες μετά την κοινοποίηση στην S. Mukarubega της αποφάσεως του CNDA (με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόφαση του OFPRA) περί αρνήσεως χορηγήσεως σε αυτήν του καθεστώτος του πρόσφυγα, οι γαλλικές αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν στην S. Mukarubega άδεια διαμονής λόγω ασύλου και ταυτόχρονα την υποχρέωσαν να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια. Επισημαίνω συναφώς ότι το άρθρο L.511-1, I, σημείο 3ο, του Ceseda προβλέπει ρητώς ότι η αρμόδια γαλλική αρχή μπορεί να υποχρεώσει αλλοδαπό, ο οποίος δεν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ένωσης, άλλου κράτους μέρους της Συμφωνίας για τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ούτε μέλος της οικογένειας τέτοιου πολίτη, να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, αν το αίτημά του για χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαμονής απορρίφθηκε ή αν του αφαιρέθηκε η άδεια διαμονής που του είχε χορηγηθεί (37).

74.      Επιπλέον, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το άρθρο L.742-7 του Ceseda διευκρινίζει ότι ο αλλοδαπός του οποίου η αίτηση αναγνωρίσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα ή υπαγωγής στο καθεστώς επικουρικής προστασίας απορρίφθηκε οριστικώς και του οποίου η παραμονή στην επικράτεια δεν μπορεί να επιτραπεί για άλλο λόγο, οφείλει να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, επί ποινή μέτρου απομακρύνσεως.

75.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρώτη απόφαση επιστροφής εκδόθηκε κατά το πέρας της διαδικασίας εξετάσεως του δικαιώματος διαμονής της S. Mukarubega λόγω ασύλου, διαδικασία η οποία επέτρεψε στην τελευταία να εκθέσει εξαντλητικώς το σύνολο των λόγων της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου (38), και μετά την εξάντληση εκ μέρους της όλων των προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο ενδίκων βοηθημάτων σχετικά με την απόρριψη της εν λόγω αιτήσεως (39). Εξάλλου, η S. Mukarubega δεν αμφισβητεί ότι επί της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου έτυχε ακροάσεως, αφενός, από το OFPRA και, αφετέρου, από το CNDA κατά τρόπο λυσιτελή και αποτελεσματικό και υπό συνθήκες οι οποίες της επέτρεψαν να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αιτήσεώς της.

76.      Ωστόσο, η S. Mukarubega προσάπτει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ιδίως ότι δεν της παραχώρησαν ακρόαση σχετικά με την εξέλιξη της προσωπικής της καταστάσεως μεταξύ της ημερομηνίας της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου και της ημερομηνίας της εκδόσεως της πρώτης αποφάσεως επιστροφής, ήτοι για χρονικό διάστημα 33 μηνών. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, καθώς η S. Mukarubega έτυχε ακροάσεως για δεύτερη φορά σχετικά με την αίτησή της για χορήγηση ασύλου στις 17 Ιουλίου 2012 από το CNDA, ήτοι έξι εβδομάδες πριν από την απόφαση του τελευταίου περί αρνήσεως χορηγήσεως ασύλου και λίγο παραπάνω από τρεις μήνες πριν από την πρώτη απόφαση επιστροφής, χρονικό δηλαδή διάστημα το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη εύλογο.

77.      Κατά τη γνώμη μου, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι εθνικές αρχές εξέδωσαν την απόφαση επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως.

78.      Προτείνω συνεπώς να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει σε εθνική αρχή να ακούσει εκ νέου τον υπήκοο τρίτης χώρας, όταν προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής κατόπιν της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου με βάση απόφαση η οποία απορρίπτει αίτημα χορηγήσεως ασύλου και εκδίδεται κατά το πέρας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας τηρήθηκε πλήρως το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερομένου.

79.      Το ανωτέρω συμπέρασμα αφορά, στην υπό κρίση υπόθεση, μόνο την αίτηση που υπέβαλε η S. Mukarubega προς τον σκοπό αποκτήσεως της ιδιότητας του πρόσφυγα, τη διαδικασία που οδήγησε στην άρνηση χορηγήσεως του καθεστώτος αυτού και στην ως εκ τούτου διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής της, καθώς και την απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος της S. Mukarubega και που αποτελεί τη λογική και αναγκαία συνέπεια της ανωτέρω διαπιστώσεως με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

80.      Το συμπέρασμα αυτό δεν αφορά επομένως τυχόν άλλη αίτηση της οποίας η υποβολή επιτρέπεται από μια εθνική νομοθεσία σε υπήκοο τρίτης χώρας δυνάμει διαφορετικής νομικής βάσεως, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη γαλλική νομοθεσία.

81.      Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, στη Γαλλία, ο υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής απορρίφθηκε μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρουσιαστεί στη νομαρχία προς νέα ακρόαση, προκειμένου να προβάλει νέα στοιχεία προς τον σκοπό τακτοποιήσεως της καταστάσεώς του.

82.      Ειδικότερα, το άρθρο L.313-11, σημείο 7ο, του Ceseda επιτρέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας για λόγους σχετικούς με τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής του. Τη χορήγηση τέτοιας άδειας επιτρέπει και το άρθρο L.313-11, σημείο 11ο, του Ceseda, για λόγους σχετικούς με την κατάσταση της υγείας του ενδιαφερομένου. Επιπροσθέτως, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, το άρθρο L.313-14 του Ceseda επιτρέπει τη χορήγηση άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, όταν η χορήγηση αυτή δικαιολογείται από ανθρωπιστικούς λόγους ή από εξαιρετικούς λόγους που προβάλλονται από τον ίδιο, χωρίς, ομοίως, να μπορεί να αντιταχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής του εν λόγω υπηκόου.

83.      Κατά την άποψή μου, οι ανωτέρω γαλλικές διατάξεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, στοιχεία β΄ και γ΄, της οδηγίας 2008/115 και της εξαιρέσεως από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου (40). Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγήσουν άδεια διαμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Αν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση επιστροφής, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής.

84.      Είναι προφανές ότι όταν, όπως στη Γαλλία, η εθνική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα χορηγήσεως άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας για εξαιρετικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, δεν μπορεί να εκδοθεί απόφαση επιστροφής σε βάρος προσώπου το οποίο υπέβαλε αίτηση διαμονής με βάση τέτοιο λόγο χωρίς προηγουμένως το πρόσωπο αυτό να τύχει σχετικής ακροάσεως. Ειδάλλως, η τυχόν απόφαση επιστροφής, αντί να βασίζεται σε ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες, κινδυνεύει να εκδοθεί βάσει ελλιπών και ανεπίκαιρων στοιχείων.

85.      Φρονώ ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση θεμελιωμένη στους λόγους που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία και να τη συμπληρώσει με τις απαραίτητες πληροφορίες και αποδείξεις.

86.      Τέτοια είναι ενδεχομένως, υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, η περίπτωση της αιτήσεως την οποία υπέβαλε, βάσει του άρθρου L.313-14 του Ceseda, η S. Mukarubega στις 28 Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι μετά την οριστική απόρριψη της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου από το CNDA (δηλαδή στις 10 Σεπτεμβρίου 2012) και πριν από την κοινοποίηση της πρώτης αποφάσεως επιστροφής (δηλαδή στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους).

87.      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η μεταβολή της προσωπικής της καταστάσεως από την κατάθεση της αιτήσεώς της για χορήγηση ασύλου, την οποία προβάλλει η S. Mukarubega στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής αιτήσεως, αποτελεί λόγο τακτοποιήσεως της καταστάσεώς της κατ’ εφαρμογή του άρθρου L.313-14 του Ceseda και κατά πόσον, ενδεχομένως, ελήφθη υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως επιστροφής. Κατά την εξακρίβωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να βεβαιωθεί ότι η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε καλή τη πίστει και ότι δεν αποτελεί παρελκυστικό χειρισμό εκ μέρους της S. Mukarubega με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, αν όχι να ματαιώσει, την ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών διαδικασία και την ενδεχόμενη έκδοση αποφάσεως επιστροφής (41).

 γ)     Εφαρμογή επί της δεύτερης αποφάσεως επιστροφής

88.      Φαίνεται εύλογο το ερώτημα, το οποίο διατυπώνει και η Ολλανδική Κυβέρνηση (42), αν η έκδοση δεύτερης αποφάσεως επιστροφής σε βάρος της S. Mukarubega ήταν εν προκειμένω απαραίτητη, δεδομένου ότι η τελευταία δεν προσέβαλε καν (43) την πρώτη απόφαση επιστροφής πριν από τις 6 Μαρτίου 2013 (44). Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν είναι κρίσιμο ενόψει της επιλύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης. Φρονώ ειδικότερα ότι, εφόσον οι αρμόδιες εθνικές αρχές επέλεξαν, όποιοι και να ήταν οι λόγοι τους, να εκδώσουν δεύτερη απόφαση επιστροφής, όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη να ακούσουν την S. Mukarubega πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

89.      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, πριν από την έκδοση της δεύτερης αποφάσεως επιστροφής, η S. Mukarubega τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση βάσει του άρθρου 62-2 του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας (45) για απατηλή χρήση διοικητικού εγγράφου. Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της προσωρινής κρατήσεως η S. Mukarubega τελούσε υπό περιορισμένη ελευθερία, δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος διαφυγής που θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει χάριν του γενικού συμφέροντος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, περιορισμό του δικαιώματος ακροάσεως βάσει του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη.

90.      Στο πρακτικό της ακροάσεως επισημαίνεται ότι η ακρόαση της S. Mukarubega αφορούσε ιδίως το δικαίωμα διαμονής της στη Γαλλία. Ρωτήθηκε αν δεχόταν να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και αν επιθυμούσε να παραμείνει στη Γαλλία. Από το εν λόγω πρακτικό προκύπτει σαφώς ότι η ενδιαφερομένη γνώριζε πλήρως ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα νόμιμης διαμονής στη Γαλλία παρά τα πλείονα εγχειρήματά της προς αυτήν την κατεύθυνση και ότι γνώριζε τις συνέπειες της παράνομης καταστάσεώς της. Η S. Mukarubega επισήμανε ότι, λόγω του γεγονότος ότι ήταν «χωρίς έγγραφα» και ότι δεν μπορούσε ούτε «να εργαστεί» ούτε «να παραμείνει στη Γαλλία», προμηθεύτηκε πλαστό βελγικό διαβατήριο προκειμένου να μεταβεί στον Καναδά. Σημειώνω ότι, μολονότι η ακρόαση διεξήχθη κυρίως υπό τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων, η S. Mukarubega κλήθηκε, κατά τη διάρκειά της, να προσθέσει κάθε άλλη κρίσιμη κατά τη γνώμη της παρατήρηση.

91.      Έπεται ότι στη S. Mukarubega δόθηκε η δυνατότητα ακροάσεως και επί άλλων στοιχείων πέραν από «το απλό γεγονός της παράνομης διαμονής» (46). Με βάση το σύνολο των λεπτομερειών της ακροάσεως της S. Mukarubega και υπό την προϋπόθεση ότι οι τιθέμενες από τη νομοθεσία (47) και από τη γαλλική νομολογία (48) εγγυήσεις τηρήθηκαν (49) (ιδίως όσον αφορά την αρωγή δικηγόρου), κάτι το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, εκτιμώ ότι το γεγονός ότι η εν λόγω ακρόαση διήρκεσε 50 λεπτά δεν επιτρέπει, καθεαυτό, τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η ακρόαση ήταν ανεπαρκής.

92.      Με βάση τα προεκτεθέντα, προσθέτω ένα στοιχείο στην απάντησή μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, ήτοι, το γεγονός ότι εθνική αρχή τήρησε το δικαίωμα ακροάσεως ενός ενδιαφερομένου, όπως αυτό επιβάλλεται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως (για παράδειγμα, αιτήσεως χορηγήσεως ασύλου) δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να ακούσει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται δυνάμει διαφορετικής νομικής βάσεως (για παράδειγμα, αιτήσεως τακτοποιήσεως της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους), τούτο δε ακόμα και αν ο σκοπός των δύο αιτήσεων είναι κατ’ ουσίαν ο ίδιος (εν προκειμένω η αναγνώριση του νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής).

3.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

93.      Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το δικαίωμα ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας να κινήσει, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, ένδικη διαδικασία με ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (50) επιτρέπει στις εθνικές διοικητικές αρχές να μην ακούσουν τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση βλαπτικής γι’ αυτόν αποφάσεως, εν προκειμένω αποφάσεως επιστροφής.

94.      Προφανώς, το ερώτημα αυτό έχει νόημα μόνον αν θεωρηθεί ότι υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης το δικαίωμα ακροάσεως δεν τηρήθηκε, κάτι το οποίο κατά την άποψή μου δεν συμβαίνει.

95.      Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ ότι τα κατοχυρούμενα από τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη δικαιώματα είναι σαφώς διακριτά μεταξύ τους και έχουν εφαρμογή εντός διαφορετικών πλαισίων, ήτοι το μεν πρώτο σε διοικητικό πλαίσιο προ της κινήσεως ένδικης διαδικασίας, το δε δεύτερο σε πλαίσιο ένδικης διαδικασίας (51). Έπεται ότι τα εν λόγω δικαιώματα δεν μπορούν να συγχωνευτούν μεταξύ τους χωρίς τον κίνδυνο να καταργηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα ενός ιδιώτη να τύχει ακροάσεως όταν η διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική απόφαση σε βάρος του και του δίδεται παράλληλα η δυνατότητα δικαστικής προσφυγής. Η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να προστατεύει τους διοικούμενους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προκύπτει σαφώς από τη διάρθρωση των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη. Δεν επιτρέπεται να δημιουργηθεί ένα κράμα από αυτά τα δύο σαφώς χωριστά δικαιώματα χωρίς να υπάρξει κίνδυνος να προκληθεί ρήγμα στη συνοχή του διασφαλιζόμενου από τον Χάρτη συστήματος των δικαιωμάτων άμυνας (52).

96.      Κατά συνέπεια, και υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι επιτρεπόμενοι από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη περιορισμοί (53) δεν έχουν εφαρμογή, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος σε βάρος του οποίου εκδίδεται απόφαση επιστροφής διαθέτει, κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, δικαίωμα σε ένδικη διαδικασία με ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της εν λόγω αποφάσεως επιστροφής δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να καλύψει αναδρομικώς τη μη τήρηση του άρθρου 41 του Χάρτη εκ μέρους των εθνικών διοικητικών αρχών.

97.      Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι, στη σκέψη 85 της αποφάσεως Texdata Software (C‑418/11, EU:C:2013:588), το Δικαστήριο έκρινε ότι «η επιβολή μιας αρχικής κυρώσεως ύψους 700 ευρώ [σε εταιρεία που παρέλειψε να καταθέσει τους ετήσιους λογαριασμούς της στο αρμόδιο δικαστήριο] χωρίς προηγούμενη όχληση και χωρίς την παροχή της δυνατότητας ακροάσεως πριν από την επιβολή της κυρώσεως αυτής δεν είναι ικανή να επηρεάσει το ουσιώδες περιεχόμενο του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος, καθόσον η άσκηση αιτιολογημένης προσφυγής κατά της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου καθιστά αμέσως ανεφάρμοστη την εν λόγω απόφαση και κινεί την τακτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να τηρηθεί το δικαίωμα ακροάσεως».

98.      Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στην απόφασή του Texdata Software (EU:C:2013:588) δεν μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να μεταφερθούν εν προκειμένω. Στην ανωτέρω υπόθεση, επρόκειτο για αμιγώς χρηματική κύρωση, ενώ οι αποφάσεις επιστροφής στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ίδια τη ζωή ενός ανθρώπου. Κατά συνέπεια, και ιδίως ελλείψει κινδύνου διαφυγής, δεν αντιλαμβάνομαι τους λόγους οι οποίοι θα μπορούσαν να προβληθούν ως σκοπός γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί την έλλειψη προηγούμενης ακροάσεως (54) στην υπόθεση της κύριας δίκης.

VI – Πρόταση

99.      Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το tribunal administratif de Melun ως εξής:

1)         Όταν μια εθνική αρχή έχει διαπιστώσει τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής ενός υπηκόου τρίτης χώρας με απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως ασύλου που εκδόθηκε κατά το πέρας διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας τηρήθηκε το δικαίωμα ακροάσεως, όπως αυτό επιβάλλεται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στην αρχή αυτή να ακούσει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του.

Το γεγονός ότι μια εθνική αρχή τήρησε, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως (για παράδειγμα, αιτήσεως ασύλου) το δικαίωμα ακροάσεως ενός ενδιαφερομένου, όπως αυτό επιβάλλεται από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαλλάσσει την αρχή αυτή από την υποχρέωση να ακούσει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται δυνάμει διαφορετικής νομικής βάσεως (για παράδειγμα, αιτήσεως τακτοποιήσεως της διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους), τούτο δε ακόμα και αν ο σκοπός των δύο αιτήσεων είναι κατ’ ουσίαν ο ίδιος (εν προκειμένω η αναγνώριση του νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής).

2)         Όταν δεν έχουν εφαρμογή οι επιτρεπόμενοι από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιορισμοί, το δικαίωμα ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας να κινήσει ένδικη διαδικασία με ανασταλτικό αποτέλεσμα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τις εθνικές διοικητικές αρχές από την υποχρέωση να τον ακούσουν πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      ΕΕ L 348, σ. 98.


3 – Απόφαση Cicala (C-482/10, EU:C:2011:868, σκέψη 28).


4 – Απόφαση M. (C-277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 82 έως 86).


5 – Σκέψη 84.


6 –      Απόφαση Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105, σκέψη 21).


7 –      Αποφάσεις Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105, σκέψη 18) και Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 32).


8 – H ακριβής εμβέλεια του άρθρου 41 του Χάρτη αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων στους κόλπους του Προεδρείου της Συνελεύσεως που επεξεργάστηκε τον Χάρτη. Προτάθηκαν τροποποιήσεις κατατείνουσες, αφενός, στην επέκταση και, αφετέρου, στη διασαφήνιση του πεδίου εφαρμογής του Χάρτη, χωρίς όμως να γίνουν δεκτές. Βλ. σχέδιο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σύνθεση των τροποποιήσεων παρουσιασθείσα από το Προεδρείο (Charte 4284/00 CONVENT 37).


9 – Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.


10 – Βλ. απόφαση N. (C-604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50).


11 – Βλ. παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως στο σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.


12 – Όπ.π.


13 – Απόφαση Sopropé (C-349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 36).


14 – Βλ. σημείο 41 ανωτέρω.


15 –      Βλ. άρθρα 3, παράγραφος 4, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.


16 – Προκαλεί οπωσδήποτε έκπληξη η απουσία τέτοιας ειδικής διαδικασίας στην οδηγία 2008/115 λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει μια απόφαση επιστροφής στη ζωή ενός ανθρώπου, τη στιγμή που μια τέτοια διαδικασία θεσμοθετήθηκε προς διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως στους τομείς του τελωνειακού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού! Βλ., όσον αφορά το τελωνειακό δίκαιο, το άρθρο 22, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 287, σ. 90), και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Kamino International Logistics και Datema Hellman Worldwide Logistics (C-129/13 και C-130/13, EU:C:2014:94, σημεία 51 έως 57). Όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού, βλ. το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), το οποίο ορίζει ότι, «[π]ριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24 παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οικαταγγέλλοντεςμετέχουνστενάστηδιαδικασία». Η υπογράμμιση δική μου.


17 –      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ότι «[ο]ι αποφάσεις επιστροφής […] εκδίδονται εγγράφως και περιλαμβάνουν τους νομικούς και πραγματικούς λόγους καθώς και πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα».


18 –      Βλ. απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 86).


19 – Βλ. απόφαση G. και R. (C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 35). Η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν την αρχή της αποτελεσματικότητας επιβεβαιώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».


20 – Απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


21 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 101) και Schwarz (C-291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 34).


22 – Βλ. απόφαση Dokter κ.λπ. (C-28/05, EU:C:2006:408, σκέψη 75). Βλ., επίσης, απόφαση G. και R. (EU:C:2013:533, σκέψη 36), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι είναι θεμιτό τα κράτη μέλη να επιτρέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνον που ισχύει στις εσωτερικές καταστάσεις, παρά ταύτα ο τρόπος αυτός πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και, ιδιαιτέρως, να μη θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/115.


23 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση M. (EU:C:2012:253, σημεία 35 και 36).


24 – Βλ. αποφάσεις Achughbabian (C-329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 28) και Sagor (C‑430/11, EU:C:2012:777, σκέψη 31).


25 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις El Dridi (C-61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 35) και Achughbabian (EU:C:2011:807, σκέψη 31).


26 –      Βλ., επίσης, τον ίδιο τον ορισμό της αποφάσεως επιστροφής όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο συνδέει την κήρυξη παράνομης διαμονής με την επιβολή υποχρεώσεως επιστροφής.


27 – Βλ. σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


28 –      Όπ.π.


29 –      Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


30 –      Βλ. σημείο 47 των παρουσών προτάσεων


31 – Όπως της επιτρέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας 2008/115.


32 – Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη μπορούν εντούτοις να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις ευνοϊκότερες για τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή η οδηγία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω των παρουσών προτάσεωνείναι συμβατές με την ίδια οδηγία.


33 –      Βλ. σημείο 22 ανωτέρω.


34 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 95).


35 – Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.


36 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Sabou (C‑276/12, EU:C:2013:370, σημείο 57).


37 – Βλ., επίσης, σημεία 9 και 21 ανωτέρω.


38 – Επισημαίνω, συναφώς, ότι τα άρθρα 12 και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/83 του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ L 304, σ. 12, και διορθωτικό ΕΕ 2005, L 204, σ. 24) προβλέπουν, μεταξύ άλλων, προσωπική συνέντευξη του ενδιαφερομένου σχετικά με την αίτησή του υπό συνθήκες οι οποίες του επιτρέπουν να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αιτήσεως αυτής, τούτο δε πριν από την έκδοση αποφάσεως.


39 – Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.


40 –      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει καμία ένδειξη για το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115 δεν τηρήθηκαν κατά την έκδοση της πρώτης αποφάσεως επιστροφής.


41 – Βλ. απόφαση Arslan (C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψη 57).


42 – Βλ. σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.


43 – Βλ. άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115.


44 – Η S. Mukarubega άσκησε ενώπιον του tribunal administratif de Paris αίτηση ακυρώσεως κατά της πρώτης αποφάσεως επιστροφής στις 6 Μαρτίου 2013, άρα μετά την έκδοση της δεύτερης αποφάσεως επιστροφής.


45 –       Κατά τη διάταξη αυτή, «[η] προσωρινή κράτηση αποτελεί μέτρο εξαναγκασμού που αποφασίζεται από αξιωματικό της δικαστικής αστυνομίας, υπό τον έλεγχο της δικαστικής αρχής, και με το οποίο ένα πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ή αποπειραθεί να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρούμενο με στερητική της ελευθερίας ποινή παραμένει στη διάθεση των ανακριτικών αρχών».


46 –      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/115.


47 –      Βλ. άρθρα 63-3-1, 63-4, 63-4-1 και 63-4-2 του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας σχετικά με το δικαίωμα του προσωρινώς κρατούμενου για αρωγή δικηγόρου και τις λεπτομέρειες και τους περιορισμούς του δικαιώματος αυτού.


48 –      Βλ., μεταξύ άλλων, ποινικό τμήμα του Cour de cassation [Άρειος Πάγος], αίτηση αναιρέσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2012, αριθ. 11-83676, σχετικά με την ακύρωση των πρακτικών ακροάσεως της προσωρινής κρατήσεως για τον λόγο ότι ο δικηγόρος του προσωρινώς κρατουμένου δεν παρουσιάστηκε ποτέ.


49 – Κατά την προσωρινή της κράτηση, η S. Mukarubega ενημερώθηκε σχετικά με το δικαίωμά της για αρωγή δικηγόρου. Κατά το πρακτικό της κοινοποιήσεως της θέσεώς της υπό προσωρινή κράτηση, η S. Mukarubega εξέφρασε την επιθυμία «να τύχει αρωγής από την υπηρεσία νομικής αρωγής του δικηγορικού συλλόγου του Seine-Saint-Denis» καθώς και να έχει την αρωγή του δικηγόρου της κατά τις διάφορες ακροάσεις και εξετάσεις, επιθυμία η οποία διαβιβάστηκε από τις υπηρεσίες της αστυνομίας στην προαναφερθείσα υπηρεσία νομικής αρωγής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος της S. Mukarubega επισήμανε, χωρίς ο εκπρόσωπος της Γαλλικής Κυβερνήσεως να αντιλέξει σχετικώς, ότι «για οργανωτικούς λόγους» συνδεόμενους με την έλλειψη προσωπικού στον δικηγορικό σύλλογο του Saint-Seine-Denis κανένας δικηγόρος δεν παρουσιάστηκε στην ακρόαση της 4ης Μαρτίου 2013.


50 –      Βλ. άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, το οποίο προβλέπει διάφορα ένδικα βοηθήματα.


51 – Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση G. και R. (EU:C:2013:553, σημείο 47) και στην υπόθεση Kamino International Logistics και Datema Hellman Worldwide Logistics (EU:C:2014:94, σημείο 69).


52 –      Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση G. και R. (EU:C:2013:553, σημεία 47 και 48).


53 – Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


54 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Kamino International Logistics και Datema Hellman Worldwide Logistics (EU:C:2014:94, σημείο 72).