Language of document : ECLI:EU:C:2014:94

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 25ης Φεβρουαρίου 2014 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑129/13 και C‑130/13

Kamino International Logistics BV (C‑129/13),

Datema Hellmann Worldwide Logistics BV (C‑130/13)

κατά

Staatssecretaris van Financiën

[αιτήσεις του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Είσπραξη τελωνειακής οφειλής – Δικαίωμα άμυνας – Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας – Άμεσο αποτέλεσμα»





I –    Εισαγωγή

1.        Οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν τα δικαιώματα άμυνας και, ειδικότερα, το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.

2.        Με τις αποφάσεις του περί παραπομπής της 22ας Φεβρουαρίου 2013, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 18 Μαρτίου 2013, το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) υποβάλλει καταρχάς στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Σε περίπτωση θετικής απαντήσεως, διερωτάται εάν πρέπει να θεωρηθεί ότι υπήρξε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως αν το θιγόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο είχε την ευκαιρία να καταστήσει γνωστή τη θέση του μόνο στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής, δηλαδή μετά από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως. Τέλος, ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς τις έννομες συνέπειες ενδεχόμενης παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και ως προς τις περιστάσεις που είναι ικανές να επηρεάσουν τις συνέπειες αυτές.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.        Το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

2.      Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:

α)      το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,

[…]».

4.        Το άρθρο 51 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες.»

2.      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92

5.        Τα άρθρα 220 και 221 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2) (στο εξής: ΚΤΚ), αποτελούν μέρος του κεφαλαίου 3, τμήμα 1, με τίτλο «Βεβαίωση και γνωστοποίηση στον οφειλέτη του ποσού των δασμών».

6.        Το άρθρο 220, παράγραφος 1, του ΚΤΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει βεβαιωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ή έχει βεβαιωθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, η βεβαίωση του ποσού των δασμών που έχει ή που απομένει να εισπραχθεί, πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη (βεβαίωση εκ των υστέρων). Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 219.»

7.        Το άρθρο 221 του ΚΤΚ προβλέπει τα εξής:

«1.      Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις βεβαιωθεί.

[…]

3.      Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται από τη στιγμή που υποβάλλεται προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 243 και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής.

[…]»

8.        Τα άρθρα 243 έως 245 του ΚΤΚ αποτελούν μέρος του τίτλου VIII, ο οποίος επιγράφεται «Δικαίωμα προσφυγής».

9.        Το άρθρο 243 του ΚΤΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες το αφορούν άμεσα και ατομικά.

Έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει σχετική αίτηση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς όμως να επιτύχει την έκδοση απόφασης μέσα στην προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

Η προσφυγή πρέπει να ασκείται στο κράτος μέλος στο οποίο ελήφθη η απόφαση ή υπεβλήθη η αίτηση για την έκδοσή της.

2.      Το δικαίωμα προσφυγής μπορεί να ασκηθεί:

α)       σε πρώτο στάδιο, ενώπιον της τελωνειακής αρχής που ορίζεται για το σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη·

β)       σε δεύτερο στάδιο, ενώπιον μιας ανεξάρτητης αρχής η οποία μπορεί να είναι μία δικαστική αρχή ή ένα ισοδύναμο ειδικευμένο όργανο σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη.»

10.      Το άρθρο 244 του ΚΤΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Η άσκηση προσφυγής δεν επιφέρει την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Ωστόσο, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αναβάλουν εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, αν έχουν βάσιμους λόγους να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της προσβαλλόμενης απόφασης με την τελωνειακή νομοθεσία ή όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ενδιαφερόμενο.

Όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, η αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης εξαρτάται από την ύπαρξη ή την σύσταση εγγύησης. Αυτή η εγγύηση, εντούτοις, μπορεί να μην απαιτηθεί όταν ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη.»

11.      Το άρθρο 245 του ΚΤΚ προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις για τη θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας της προσφυγής θεσπίζονται από τα κράτη μέλη.»

 Β –       Το ολλανδικό δίκαιο

12.      Κατά το άρθρο 4:8, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί διοικητικού δικαίου (Algemene wet bestuursrecht, στο εξής: Awb), πριν από τη λήψη αποφάσεως πιθανώς βλαπτικής για ενδιαφερόμενο που δεν ζήτησε την έκδοση της αποφάσεως αυτής, η διοίκηση επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να εκθέσει την άποψή του, εφόσον, αφενός, η απόφαση βασίζεται σε στοιχεία σχετικά με γεγονότα που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και με συμφέροντά του και, αφετέρου, τα στοιχεία αυτά δεν γνωστοποιήθηκαν στη διοίκηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο.

13.      Το άρθρο 4:12, παράγραφος 1, του Awb έχει ως εξής:

«Το διοικητικό όργανο δύναται να μην εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 4:7 και 4:8, όταν λαμβάνει απόφαση η οποία κατατείνει στην ίδρυση οικονομικής φύσεως υποχρεώσεως ή δικαιώματος, εφόσον:

α)      κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί ένσταση ή διοικητική προσφυγή, και

β)      οι αρνητικές συνέπειες της αποφάσεως μπορούν να εξαλειφθούν πλήρως κατά το πέρας της ενστάσεως ή της προσφυγής.»

14.      Το άρθρο 6:22 του Awb έχει ως εξής:

«Η απόφαση κατά της οποίας ασκείται ένσταση ή προσφυγή μπορεί, παρά την παραβίαση γραπτού ή άγραφου κανόνα δικαίου ή γενικής αρχής του δικαίου, να διατηρηθεί από το όργανο που αποφαίνεται επί της ενστάσεως ή της προσφυγής, εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω παραβίαση του κανόνα ή της αρχής δεν προκάλεσε βλάβη στους ενδιαφερομένους.»

15.      Το άρθρο 7:2 του Awb έχει ως εξής:

«1.      Πριν να αποφανθεί επί της ενστάσεως, το διοικητικό όργανο παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ακροάσεως.

2.      Σε κάθε περίπτωση, το διοικητικό όργανο ενημερώνει για την απόφασή του το πρόσωπο που άσκησε την ένσταση καθώς και τους ενδιαφερομένους που εξέφρασαν τη θέση τους στο πλαίσιο της προετοιμασίας της αποφάσεως.»

16.      Κατά των διοικητικών αποφάσεων μπορεί ακολούθως να ασκηθεί ένδικη προσφυγή, με δυνατότητα εφέσεως και αναιρέσεως.

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Α      Τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίζονται οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως

17.      Σε καθεμία από τις κύριες δίκες που εκκρεμούν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ένας εκτελωνιστής, δηλαδή η Kamino International Logistics BV στην υπόθεση C-129/13 και η Datema Hellmann Worldwide Logistics BV στην υπόθεση C-130/13 (στο εξής: ενδιαφερόμενοι), κατέθεσε το 2002 και το 2003, κατ’ εντολήν της ίδιας επιχειρήσεως, τελωνειακές διασαφήσεις για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία συγκεκριμένων εμπορευμάτων, τα οποία περιγράφηκαν ως «στέγαστρα κήπου/τέντες για γιορτές και πλευρικά τοιχώματα». Οι ενδιαφερόμενοι δήλωσαν τα εμπορεύματα αυτά υπό την κλάση 6 601 10 00 («ομπρέλες κήπου για τον ήλιο και παρόμοια είδη») της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (στο εξής: ΣΟ). Το τελωνείο εισέπραξε τελωνειακούς δασμούς βάσει του συντελεστή 4,7 %, ο οποίος προβλέπεται για την κλάση αυτή.

18.      Στη συνέχεια, οι ολλανδικές τελωνειακές αρχές διεξήγαγαν έλεγχο στους επαγγελματικούς χώρους της εντολέως των ενδιαφερομένων, προκειμένου να βεβαιωθούν για την ακρίβεια της εν λόγω δασμολογικής κατατάξεως. Κατόπιν του ελέγχου αυτού, η αρμόδια ολλανδική αρχή, δηλαδή ο οικονομικός έφορος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανωτέρω κατάταξη ήταν εσφαλμένη και ότι τα επίμαχα εμπορεύματα έπρεπε να καταταγούν στην κλάση 6 306 99 00 της ΣΟ («αντίσκηνα και είδη κατασκήνωσης»), στην οποία εφαρμόζεται υψηλότερος συντελεστής (12,2 %).

19.      Λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς των εφαρμοστέων συντελεστών για τις δύο προαναφερθείσες κλάσεις, ο οικονομικός έφορος, με απόφαση της 2ας Απριλίου 2005, επέβαλε εκ των υστέρων πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς (ποσό περίπου 10 000 ευρώ σε αμφότερες τις περιπτώσεις). Έκαστος των ενδιαφερομένων έλαβε προς τούτο βεβαίωση (στο εξής: ADP) εκδοθείσα βάσει του άρθρου 220 του ΚΤΚ.

20.      Οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους πριν από την έκδοση των εν λόγω ΑDP.

 Β      Η διεξαγωγή της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας

21.      Κατά των προαναφερθεισών ADP οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν ένσταση ενώπιον του οικονομικού εφόρου, ο οποίος τους παρέσχε τη δυνατότητα να εκφράσουν τη θέση τους, αλλά έκρινε αβάσιμες τις ενστάσεις.

22.      Οι προσφυγές που ασκήθηκαν από τους ενδιαφερομένους κατά της αποφάσεως αυτής του οικονομικού εφόρου κρίθηκαν αβάσιμες από το Rechtbank te Haarlem. Κατ’ έφεση, τo Gerechtshof te Amsterdam επικύρωσε την απόφαση του Rechtbank te Haarlem, καθόσον αυτή υποχρέωνε τους ενδιαφερομένους να εξοφλήσουν τις βάσει των ADP οφειλές τους.

23.      Οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden. Στο πλαίσιο αυτής της δίκης υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα.

24.      Στις περί παραπομπής αποφάσεις του, το Hoge Raad der Nederlanden υπενθυμίζει ότι το Gerechtshof te Amsterdam εκτίμησε, κατ’ έφεση, ότι ο οικονομικός έφορος είχε παραβιάσει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον, πριν από την έκδοση των ADP, δεν είχε παράσχει στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να εκφρασθούν επί των στοιχείων τα οποία θεμελίωναν την εκ των υστέρων είσπραξη των τελωνειακών δασμών.

25.      Επισημαίνει, ωστόσο, ότι ούτε ο ΚΤΚ ούτε το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περιλαμβάνουν διαδικαστικές διατάξεις που υποχρεώνουν τις τελωνειακές αρχές, πριν από τη γνωστοποίηση τελωνειακής οφειλής κατά το άρθρο 221, παράγραφος 1, του ΚΤΚ, να παράσχουν στον οφειλέτη τελωνειακών δασμών τη δυνατότητα να καταστήσει γνωστή τη θέση του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων θεμελιώνεται η εκ των υστέρων είσπραξη.

26.      Με αφετηρία τη διαπίστωση αυτή, το Hoge Raad der Nederlanden διερωτάται, καταρχάς, αν η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να τύχει άμεσης εφαρμογής από τα εθνικά δικαστήρια. Περαιτέρω, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον είναι ακριβές ότι παραβιάσθηκε η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας (και ότι προσβλήθηκε, ειδικότερα, το περιλαμβανόμενο σε αυτά δικαίωμα ακροάσεως), όπως έκρινε το Gerechtshof te Amsterdam, μολονότι οι ενδιαφερόμενοι, καίτοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως του οικονομικού εφόρου, είχαν ωστόσο την ευκαιρία να υπερασπισθούν τη θέση τους στο πλαίσιο των διαδικασιών ενστάσεως και προσφυγής. Τέλος, το Hoge Raad der Nederlanden ερωτά το Δικαστήριο ως προς τις έννομες συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας και ως προς το αν οι συνέπειες αυτές πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, και στην περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω έννομες συνέπειες καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, το Hoge Raad der Nederlanden επιθυμεί να πληροφορηθεί αν ο εθνικός δικαστής, σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ή αν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, να λάβει υπόψη το ότι, αν δεν είχε σημειωθεί η εν λόγω παραβίαση, η απόφαση θα ήταν ακριβώς ίδια.

 Γ      Τα προδικαστικά ερωτήματα

27.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία διατυπώνονται κατά τρόπο πανομοιότυπο σε καθεμία από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις:

«1)      Είναι η ευρωπαϊκού δικαίου αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας από τη διοίκηση δεκτική άμεσης εφαρμογής από τα εθνικά δικαστήρια;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1:

α)      Πρέπει η ευρωπαϊκού δικαίου αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας από τη διοίκηση πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η αρχή αυτή παραβιάζεται, όταν ο αποδέκτης μιας σχεδιαζόμενης αποφάσεως δεν έτυχε μεν ακροάσεως πριν από τη λήψη βλαπτικού γι’ αυτόν μέτρου από τη διοίκηση, του δίνεται ωστόσο η δυνατότητα ακροάσεως σε μεταγενέστερο διοικητικό στάδιο (ενστάσεως), το οποίο προηγείται της προσβάσεως στα εθνικά δικαστήρια;

β)      Πρέπει οι έννομες συνέπειες της παραβιάσεως από τη διοίκηση της ευρωπαϊκού δικαίου αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας να καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο;

3)      Αν η απάντηση στο δεύτερο υποερώτημα του ερωτήματος 2 είναι αρνητική, ποιες είναι οι περιστάσεις τις οποίες μπορεί να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο προκειμένου να προσδιορίσει τις έννομες συνέπειες, και μπορεί ιδίως να λάβει υπόψη το ότι, αν δεν είχε παραβιασθεί από τη διοίκηση η ευρωπαϊκού δικαίου αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η διαδικασία θα είχε διαφορετική έκβαση;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.      Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Μαρτίου 2013. Με απόφαση της 24ης Απριλίου 2013, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων.

29.      Οι ενδιαφερόμενοι, η Ολλανδική, η Βελγική, η Ελληνική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Στις 15 Ιανουαρίου 2014 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι, η Ολλανδική, η Βελγική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V –    Νομική ανάλυση

 Α –       Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

30.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να μάθει αν η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας είναι δεκτική άμεσης εφαρμογής από τον εθνικό δικαστή.

31.      Είναι βέβαιο ότι «τα δικαιώματα άμυνας, στα οποία ανήκ[ει] το δικαίωμα ακροάσεως […], περιλαμβάνονται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και κατοχυρώνονται με τον Χάρτη» (3).

32.      Εξάλλου, επ’ ευκαιρία υποθέσεως σχετικής με διαδικασία εκ των υστέρων εισπράξεως εισαγωγικών τελωνειακών δασμών το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, βάσει της εν λόγω αρχής, «οι αποδέκτες αποφάσεων που θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της» (4). Με άλλα λόγια, «το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του» (5).

33.      Επιπλέον, «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του» περιλαμβάνεται πλέον ρητώς, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, στο δικαίωμα χρηστής διοικήσεως.

34.      Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η οποία αφορά διαδικασία σχετική με την εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών και, συνεπώς, την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το άρθρο 41 του Χάρτη πρέπει να τηρείται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

35.      Όσον αφορά τον ρόλο του εθνικού δικαστή, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει, στην προαναφερθείσα απόφαση Sopropé, ότι απόκειται σ’ εκείνον «να βεβαιωθεί ότι η προθεσμία [εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι όφειλαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και η οποία] ορίστηκε σε ατομική βάση από τη διοίκηση αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη κατάσταση του περί ου πρόκειται προσώπου ή της περί ης πρόκειται επιχειρήσεως και ότι τους έδωσε τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας, τηρουμένης της αρχής της αποτελεσματικότητας» (6).

36.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι όχι μόνον οι εθνικές διοικήσεις οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα άμυνας όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, αλλά επίσης ότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να επικαλούνται ευθέως τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να παραμείνουν τα δικαιώματα αυτά κενό γράμμα ή απλός τύπος (7).

 Β –       Επί του πρώτου υποερωτήματος του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

37.      Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα διαιρείται σε δύο υποερωτήματα.

38.      Το πρώτο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος αφορά το κατά πόσον τα δικαιώματα άμυνας του αποδέκτη μιας αποφάσεως προσβάλλονται αν αυτός δεν έτυχε μεν ακροάσεως πριν από τη λήψη της αποφάσεως (εν προκειμένω της ADP), δύναται ωστόσο να εκφράσει τη θέση του κατά τη διάρκεια μεταγενέστερου σταδίου διοικητικής ενστάσεως. Το δεύτερο υποερώτημα σχετίζεται με τις έννομες συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Το δεύτερο αυτό υποερώτημα αφορά την ίδια θεματική με το τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Θα τα εξετάσω συνεπώς από κοινού αργότερα, ενώ σε αυτό το σημείο θα περιοριστώ στο πρώτο υποερώτημα του δευτέρου ερωτήματος.

39.      Ωστόσο, πριν από την εξέταση αυτή, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ζήτημα που συζητήθηκε εκτενώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και που εθίγη από το αιτούν δικαστήριο, δηλαδή το ζήτημα αν η διαδικασία από την ADP μέχρι την απόφαση επί της ενστάσεως η οποία ασκήθηκε βάσει της ADP είναι ενιαία (οπότε τα δικαιώματα άμυνας του αποδέκτη τής –εξ ορισμού μοναδικής– αποφάσεως έχουν γίνει σεβαστά) ή αν, αντιθέτως, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει δύο στάδια και δύο αποφάσεις, εκ των οποίων η δεύτερη εκδίδεται μόνο σε περίπτωση ενστάσεως κατά της πρώτης (οπότε τίθεται το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς ο αποδέκτης των αποφάσεων έτυχε ακροάσεως μόνο μετά από την αρχική απόφαση και την ένστασή του).

40.      Μολονότι η διοικητική αρχή είναι η ίδια καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας (αν και ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η εν λόγω αρχή είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε άλλη αρχή, ευρισκόμενη πάντως υπό την εξουσία και τον έλεγχό της), κλίνω σαφώς προς τη δεύτερη εναλλακτική.

41.      Πράγματι, η έκδοση και αποστολή της ADP συνιστούν απόφαση που παράγει ίδιες έννομες συνέπειες, υποχρεώνοντας τον αποδέκτη να καταβάλει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς. Εντούτοις, οι συνέπειες αυτές καθίστανται οριστικές, αν ο αποδέκτης, ο οποίος σε αυτό το στάδιο δεν έτυχε ακροάσεως, δεν ασκήσει ένσταση. Μόνο στο πλαίσιο της ενδεχόμενης ενστάσεως θα οφείλει η αρμόδια διοικητική αρχή να ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να επανεξετάσει πλήρως τον φάκελο και να λάβει νέα απόφαση ή να επιβεβαιώσει την εκδοθείσα ADP.

42.      Επιπλέον, από την εξέταση του εφαρμοστέου ενωσιακού και εθνικού δικαίου προκύπτει ότι η ένσταση δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς η καταβολή των επιβληθέντων τελωνειακών δασμών παραμένει απαιτητή. Το γεγονός ότι μπορεί να ζητηθεί αναστολή (και ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του εκπροσώπου της Ολλανδικής Κυβερνήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μια υπουργική εγκύκλιος επιβάλλει τη χορήγησή της με την επιφύλαξη των περιπτώσεων απάτης) ουδόλως μεταβάλλει το ότι η ADP αποτελεί απόφαση έχουσα αυτοτελείς έννομες συνέπειες.

43.      Συνεπώς, στις σκέψεις που ακολουθούν θα αναπτύξω τη συλλογιστική μου βάσει αυτής της υποθέσεως.

1.      Ο επιδιωκόμενος από το δικαίωμα ακροάσεως σκοπός

44.      Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα του Hoge Raad der Nederlanden, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ο σκοπός που επιδιώκεται από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα από το δικαίωμα ακροάσεως.

45.      Κατά το Δικαστήριο, «ο κανόνας ότι ο αποδέκτης μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του περί ου πρόκειται προσώπου ή της περί ης πρόκειται επιχειρήσεως, ο κανόνας αυτός έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να μπορούν οι τελευταίοι να διορθώσουν ένα λάθος ή να προβάλουν στοιχεία της προσωπικής τους καταστάσεως που να συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο η απόφαση» (8).

46.      Με άλλα λόγια, «[τ]ο δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του» (9).

47.      Το Δικαστήριο είχε ήδη καθορίσει το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως επ’ ευκαιρία της υποθέσεως Gerlach (10), σχετικής με τη διαδικασία διαμετακομίσεως στην Ένωση. Κατά το Δικαστήριο, από την ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών νομοθεσία (11) συναγόταν ότι το κράτος μέλος του τελωνείου αναχωρήσεως δεν μπορούσε να εισπράξει τους εισαγωγικούς δασμούς παρά μόνον εάν είχε προηγουμένως ειδοποιήσει τον κύριο υπόχρεο ότι διέθετε προθεσμία τριών μηνών για να προσκομίσει τις ζητηθείσες αποδείξεις και εάν αυτές δεν είχαν προσκομισθεί εντός της εν λόγω προθεσμίας. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω προθεσμία δεν μπορούσε να χορηγηθεί για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια διαδικασίας διοικητικής προσφυγής κατά της αποφάσεως των αρμοδίων αρχών να προβούν στην είσπραξη των εισαγωγικών δασμών (12). Πράγματι, το Δικαστήριο περιέγραψε το δικαίωμα του κυρίου υποχρέου ως συνιστάμενο στη δυνατότητα του τελευταίου «να καθιστά γνωστή κατά τρόπο λυσιτελή την άποψή του όσον αφορά την κανονικότητα της πράξεως διαμετακομίσεως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί εισπράξεως της οποίας είναι αποδέκτης και η οποία θίγει σοβαρά τα συμφέροντά του» (13).

48.      Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι η παροχή στον αποδέκτη βλαπτικής αποφάσεως του δικαιώματος να υπερασπισθεί τη θέση του μετά από τη λήψη της εν λόγω αποφάσεως δεν σέβεται ούτε το δικαίωμα ακροάσεως ούτε τα δικαιώματα άμυνας.

49.      Εντούτοις, κατά επίσης πάγια νομολογία, «τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να περιέχουν περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θα προσέβαλε την ίδια την ουσία των ούτως διασφαλιζομένων δικαιωμάτων» (14). Στην ίδια προαναφερθείσα απόφαση Dokter κ.λπ., το Δικαστήριο διευκρινίζει ακόμη ότι ένας τέτοιος περιορισμός «αποτελεί υπέρμετρη και επαχθή παρέμβαση η οποία προσβάλλει την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν στερηθεί τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εν λόγω μέτρα σε μεταγενέστερη διαδικασία και να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας» (15).

2.      Ο περιορισμός της αρχής του δικαιώματος ακροάσεως

50.      Για να απαντηθεί το ερώτημα αν ο περιορισμός του δικαιώματος ακροάσεως, τον οποίο συνεπάγεται η διαδικασία που θέσπισε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, ανταποκρίνεται στους όρους που εξαγγέλλονται στην προαναφερθείσα απόφαση Dokter κ.λπ., πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, οι υποχρεωτικές προϋποθέσεις που επιβάλλονται από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης για την εκ των υστέρων βεβαίωση των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή και, αφετέρου, η όλη διοικητική διαδικασία, όπως αυτή οργανώνεται από την εθνική νομοθεσία.

 α)     Οι επιβαλλόμενες από τον ΚΤΚ προθεσμίες

51.      Το άρθρο 220, παράγραφος 1, του ΚΤΚ ορίζει ότι, όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει βεβαιωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 του ΚΤΚ ή έχει βεβαιωθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, η βεβαίωση του ποσού των προς είσπραξη δασμών ή των δασμών που απομένει να εισπραχθούν πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη. Το άρθρο 221 του ΚΤΚ προσθέτει ότι το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη μόλις βεβαιωθεί.

52.      Μια τέτοια δεσμευτική προθεσμία δύο ημερών είναι δυσχερώς συμβιβάσιμη με την υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την απόφαση βεβαιώσεως του ποσού των προς είσπραξη δασμών.

53.      Η συμβατότητα της προθεσμίας αυτής με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας έχει εξάλλου ήδη συζητηθεί σε μια υπόθεση προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας (16). Μολονότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας είχε εφαρμογή σε διαδικασία εκ των υστέρων εισπράξεως, εντούτοις συμπλήρωσε την κρίση αυτή με μία επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω αρχή «δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την παροχή σε κράτος μέλος της δυνατότητας μη τηρήσεως της υποχρεώσεώς του περί βεβαιώσεως, εντός της προβλεπόμενης από την κοινοτική ρύθμιση προθεσμίας, των απαιτήσεων [της Ένωσης] επί των ιδίων πόρων» (17).

54.      Το Δικαστήριο επέλεξε συνεπώς στην απόφαση αυτή να συνοδεύσει την υπόμνηση της αρχής με μία επιφύλαξη. Από τη διατύπωση αυτή έπεται ότι η αρχή του σεβασμού του δικαιώματος άμυνας, αν και πρέπει, βεβαίως, να τηρείται, δεν μπορεί να οδηγεί στη μη τήρηση των προθεσμιών που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης.

55.      Έχοντας επίγνωση του περιορισμού των δικαιωμάτων άμυνας ο οποίος προκύπτει από την επιφύλαξη αυτή, το Δικαστήριο τον μετριάζει, διευκρινίζοντας ότι, «εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η βεβαίωση και η κοινοποίηση των οφειλόμενων δασμών καθώς και η καταχώριση των ιδίων πόρων δεν εμποδίζει την εκ μέρους του οφειλέτη αμφισβήτηση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 243 επ. του τελωνειακού κώδικα, της υποχρεώσεως που του καταλογίζεται, διά της προβολής όλων των επιχειρημάτων που έχει στη διάθεσή του» (18).

56.      Ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης φαίνεται ότι έχει επίγνωση της δυσκολίας των κρατών μελών να ακούσουν τον ενδιαφερόμενο πριν από τη βεβαίωση του ποσού των προς είσπραξη δασμών.

57.      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 22, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, περί θεσπίσεως του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (αναδιατύπωση) (19), προβλέπει πλέον ρητώς ότι, «[π]ριν από τη λήψη απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον αιτούντα, οι τελωνειακές αρχές κοινοποιούν, στον αιτούντα, τους λόγους στους οποίους προτίθενται να βασίσουν την απόφασή τους και του παρέχουν τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του, εντός περιόδου που καθορίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνει ή θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση της κοινοποίησης». Η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει εξάλλου ότι ο Χάρτης καθιστά απαραίτητη την καθιέρωση της εν λόγω υποχρεώσεως. Αφετέρου, κατά το άρθρο 105, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού, το καταβλητέο ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών θα βεβαιώνεται, όταν θα εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις (20), εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές «είναι σε θέση να καθορίσουν το εν λόγω ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού και να λάβουν απόφαση» (21).

 β)     Τα χαρακτηριστικά της επίμαχης εθνικής διοικητικής διαδικασίας

58.      Στην προκειμένη υπόθεση, η διοικητική διαδικασία οργανώνεται από τον Awb. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4:8 του Awb αρχή επιβάλλει στα όργανα της διοικήσεως, πριν από τη λήψη αποφάσεως πιθανώς βλαπτικής για ενδιαφερόμενο που δεν ζήτησε την έκδοσή της, να του επιτρέψουν να εκθέσει την άποψή του επί της σχεδιαζόμενης αποφάσεως.

59.      Κατά το άρθρο 4:12 του Awb, η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται ωστόσο για τις οικονομικής φύσεως αποφάσεις, εφόσον, αφενός, κατά της αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί ένσταση και, αφετέρου, οι δυσμενείς συνέπειες της αποφάσεως μπορούν να εξαλειφθούν πλήρως κατά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής.

60.      Στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο αυτές προϋποθέσεις φαίνεται ότι πληρούνται.

61.      Πράγματι, οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν επανεξέταση της αποφάσεως από το διοικητικό όργανο που την εξέδωσε (πριν να μπορούν να ασκήσουν ένδικη προσφυγή με δυνατότητα εφέσεως και αναιρέσεως).

62.      Όμως, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η διοικητική αυτή επανεξέταση πραγματοποιείται ex nunc, δηλαδή βάσει των νομικών διατάξεων και των σχετικών πραγματικών περιστατικών όπως αυτά έχουν τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση επί της ενστάσεως. Οι αρνητικές συνέπειες της προσβαλλομένης αποφάσεως θα μπορούσαν συνεπώς να εξαλειφθούν κατά το πέρας της διαδικασίας ενστάσεως.

63.      Επιπλέον, κατά το άρθρο 7:2 του Awb, «[π]ριν να αποφανθεί επί της ενστάσεως, το διοικητικό όργανο παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ακροάσεως».

64.      Παρατηρώ ωστόσο ότι, κατά το άρθρο 244, πρώτο εδάφιο, του ΚΤΚ, η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Είναι αληθές ότι το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου μετριάζει τον κανόνα, επιτρέποντας στις τελωνειακές αρχές να αναστείλουν, εν όλω ή εν μέρει, την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Εντούτοις, η αναστολή αυτή είναι δυνατή μόνον εάν οι τελωνειακές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να αμφιβάλλουν για τη συμφωνία της προσβαλλομένης αποφάσεως με την τελωνειακή νομοθεσία ή εάν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης για τον ενδιαφερόμενο. Επιπροσθέτως, το άρθρο 244, τρίτο εδάφιο, του ΚΤΚ επιβάλλει, στην περίπτωση αυτή, τη σύσταση εγγυήσεως (υπό την επιφύλαξη σοβαρών δυσκολιών οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως για τον οφειλέτη).

65.      Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες της επίμαχης αποφάσεως θα μπορούσαν ωστόσο να εξαλειφθούν εκ των υστέρων, εφόσον, σε περίπτωση ενστάσεως, η καταβολή θα μπορούσε να αναβληθεί και η εκτέλεση της αποφάσεως να ανασταλεί εν αναμονή της έκβασης της ενστάσεως (και της προσφυγής), δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

66.      Παρά ταύτα, όπως ήδη επισήμανα, ο εκπρόσωπος της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η εν λόγω αναστολή δεν ήταν αυτόματη, αλλά έπρεπε να τη ζητήσει με την ένστασή του ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης ADP. Επιπλέον, από τις δηλώσεις του εκπροσώπου συνάγεται επίσης ότι, μολονότι κατά κανόνα η αναστολή χορηγείται, αυτή η κατ’ αρχήν χορήγηση προβλέπεται απλώς από μια υπουργική εγκύκλιο.

67.      Υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου (το οποίο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν ανέφερε την εν λόγω εγκύκλιο), ένας τέτοιος κανόνας, ο οποίος εξ ορισμού μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή, δεν μου φαίνεται ικανός να αναστείλει κατά τρόπο επαρκώς αυτόματο τις αυτοτελείς έννομες συνέπειες της ADP μέχρι την ενδεχόμενη μεταρρύθμισή της και, ειδικότερα, την υποχρέωση καταβολής των πρόσθετων τελωνειακών δασμών.

 γ)     Το συμπέρασμα επί του πρώτου υποερωτήματος του δεύτερου ερωτήματος

68.      Εν προκειμένω, ο αποδέκτης της ADP δεν έτυχε ακροάσεως πριν από τη λήψη βλαπτικής γι’ αυτόν αποφάσεως, ωστόσο, το άρθρο 7:2 του Awb προβλέπει ρητώς ότι, πριν αποφανθεί επί της ενστάσεως, το διοικητικό όργανο παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ακροάσεως.

69.      Η ανάγκη διακρίσεως μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται, αφενός, στο άρθρο 41 του Χάρτη (διοικητικές διαφορές) και, αφετέρου, στο άρθρο 47 του Χάρτη (ένδικες διαφορές) γίνεται εξάλλου σεβαστή, αφού η ακρόαση του ενδιαφερομένου οργανώνεται όντως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, και όχι μόνο κατά τη διάρκεια μιας ένδικης προσφυγής.

70.      Δεν βρισκόμαστε κατά συνέπεια ενώπιον περιπτώσεως κατά την οποία, για να επαναλάβω τους όρους της προαναφερθείσας αποφάσεως Dokter κ.λπ., «οι ενδιαφερόμενοι [στερήθηκαν] τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εν λόγω μέτρα σε μεταγενέστερη διαδικασία και να διατυπώσουν λυσιτελώς την άποψή τους στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας» (22).

71.      Πάντως, δεν θεωρώ ότι τα στοιχεία αυτά επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν δικαιολογημένο περιορισμό της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, και τούτο για τρεις λόγους.

72.      Καταρχάς, δεν αντιλαμβάνομαι τους λόγους που θα μπορούσαν να προβληθούν ως σκοποί γενικού συμφέροντος οι οποίοι δικαιολογούν την απουσία προηγούμενης ακροάσεως. Αυτές καθαυτές οι επιταγές τηρήσεως προθεσμιών που απορρέουν από τη νομοθεσία της Ένωσης δεν νομίζω ότι μπορούν συναφώς να γίνουν δεκτές ως τέτοιοι λόγοι.

73.      Περαιτέρω, η απόφαση που ελήφθη χωρίς ακρόαση του αποδέκτη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας διοικητικής αποφάσεως παρά μόνο με πρωτοβουλία του ίδιου του αποδέκτη.

74.      Τέλος, και κυρίως, η εν λόγω διαδικασία ενστάσεως δεν έχει αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα. Όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το χαρακτηριστικό αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας κατά την εξέταση ενός ενδεχόμενου δικαιολογητικού λόγου του περιορισμού του δικαιώματος ακροάσεως πριν από τη λήψη της βλαπτικής αποφάσεως.

75.      Το Δικαστήριο έκρινε ιδίως, στην απόφαση Texdata Software (23), ότι «η επιβολή μιας αρχικής κυρώσεως ύψους 700 ευρώ χωρίς προηγούμενη όχληση και χωρίς την παροχή της δυνατότητας ακροάσεως πριν από την επιβολή της κυρώσεως αυτής δεν είναι ικανή να επηρεάσει το ουσιώδες περιεχόμενο του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος, καθόσον η άσκηση αιτιολογημένης προσφυγής κατά της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου καθιστά αμέσως ανεφάρμοστη την εν λόγω απόφαση και κινεί την τακτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να τηρηθεί το δικαίωμα ακροάσεως» (η υπογράμμιση δική μου).

76.      Στην προκειμένη περίπτωση, πληρούται μεν η δεύτερη προϋπόθεση (ο αποδέκτης τυγχάνει ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενστάσεως), ελλείπει όμως η πρώτη (το αμέσως ανεφάρμοστο της βλαπτικής πράξεως σε περίπτωση προσφυγής).

77.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι μια εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του διοικουμένου, ειδικότερα δε προσβάλλει το δικαίωμα ακροάσεως.

78.      Αν το Δικαστήριο δεν συμμερισθεί την ανάλυσή μου, δεν θα χρειαστεί να απαντήσει στο δεύτερο υποερώτημα του δεύτερου ερωτήματος, ούτε στο τρίτο ερώτημα, δεδομένου ότι αυτά αφορούν τις έννομες συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

 Γ –       Επί του δεύτερου υποερωτήματος του δεύτερου ερωτήματος και επί του τρίτου ερωτήματος

79.      Με το δεύτερο υποερώτημα του δεύτερου ερωτήματος και το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, αφενός, αν οι έννομες συνέπειες της παραβιάσεως της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας από τη διοίκηση καθορίζονται ή όχι από το εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, αν όχι, ποιες περιστάσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη από τον εθνικό δικαστή στο πλαίσιο του ελέγχου του. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς στη λήψη υπόψη της περιπτώσεως κατά την οποία, αν είχε γίνει σεβαστό το προσβληθέν δικαίωμα, η έκβαση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως θα ήταν ακριβώς ίδια.

80.      Τα ερωτήματα αυτά βρίσκουν απάντηση σαφή, ειδική και απαλλαγμένη κάθε αμφισημίας στην προαναφερθείσα απόφαση G. και R. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε τα ακόλουθα:

«35      […] η υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών αποφάσεων οι οποίες θίγουν αισθητώς τα συμφέροντά τους βαρύνει, κατ’ αρχήν, τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν αυτές λαμβάνουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Όταν, όπως εν προκειμένω, δεν καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ούτε οι συνθήκες εντός των οποίων πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας […] ούτε οι συνέπειες της μη τηρήσεως των δικαιωμάτων αυτών, οι εν λόγω συνθήκες και συνέπειες εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο αρκεί τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή να είναι της ίδιας τάξεως με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και αρκεί να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) […]

36      Εντούτοις, μολονότι είναι θεμιτό τα κράτη μέλη να καθιστούν δυνατή την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των υπηκόων αυτών κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνον που ισχύει στις εσωτερικές καταστάσεις, παρά ταύτα ο τρόπος αυτός πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικά να μη θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/115.

[…]

38      Όσον αφορά τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα […]» (24).

81.      Δεν πρόκειται για νέο κανόνα. Αυτή ήταν η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο ήδη στην υπόθεση Distillers Company κατά Επιτροπής (25), στην οποία η προσφεύγουσα υποστήριζε, μεταξύ άλλων, ότι η αρμόδια αρχή δεν είχε μπορέσει να λάβει υπόψη όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά την προφορική διαδικασία προς στήριξη της προσφυγής της, ούτε και πλήθος συμπληρώσεων της απαντήσεώς της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων της Επιτροπής. Το Δικαστήριο εκτίμησε ωστόσο στην απόφασή του ότι δεν ήταν «απαραίτητη η εξέταση των διαδικαστικών [αυτών] πλημμελειών» και ότι «το πράγμα θα είχε διαφορετικά μόνον αν υπήρχε πιθανότητα, αν έλειπαν οι πλημμέλειες αυτές, η διοικητική διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα» (26).

82.      Εφόσον το Δικαστήριο διατήρησε τη λύση αυτή στην προαναφερθείσα υπόθεση G. και R., μολονότι επρόκειτο για μέτρο σε τέτοιο βαθμό περιοριστικό της προσωπικής ελευθερίας όσο η παράταση της κρατήσεως αλλοδαπού από έξι σε δεκαοκτώ μήνες εν αναμονή της επιστροφής του στη χώρα του, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα μπορούσε να ισχύσει άλλη λύση στο πλαίσιο διαδικασίας με αυστηρώς οικονομικά διακυβεύματα.

83.      Επιπλέον, σημειώνω ότι, στην προκειμένη υπόθεση, η διοικητική απόφαση που ελήφθη επί της ενστάσεως, όπως επίσης και οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, επικύρωσαν την αρχική διοικητική απόφαση, και τούτο αφού οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

84.      Με βάση αυτές τις σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο υποερώτημα του δεύτερου ερωτήματος διευκρινίζοντας στο αιτούν δικαστήριο ότι οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και οι συνέπειες της μη τηρήσεως των δικαιωμάτων αυτών υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο, αρκεί τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή να είναι της ίδιας τάξεως με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

85.      Η μεταφορά της λύσεως αυτής στο πεδίο των τελωνειακών υποθέσεων επιβάλλεται, εφόσον το άρθρο 245 του ΚΤΚ παραπέμπει ρητώς στο εθνικό δίκαιο, διευκρινίζοντας ότι «[ο]ι διατάξεις για τη θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας της προσφυγής θεσπίζονται από τα κράτη μέλη».

86.      Πάντως, στο μέτρο που πρέπει να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, καλώ περαιτέρω το Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα επισημαίνοντας στο αιτούν δικαστήριο ότι, κατά το δίκαιο της Ένωσης, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας –και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως– συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, αν απουσίαζε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

87.      Εν προκειμένω, η λύση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι δέχονται ότι η διαδικασία ενστάσεως δεν θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν αυτοί είχαν τύχει ακροάσεως πριν από την επίμαχη απόφαση, καθώς δεν αμφισβητούν τη δασμολογική κατάταξη στην οποία προέβη ο οικονομικός έφορος. Όπως επισήμανα ήδη προηγουμένως, η διοικητική απόφαση που ελήφθη επί της ενστάσεως και οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επικύρωσαν την αρχική διοικητική απόφαση.

VI – Πρόταση

88.      Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden ως εξής:

1)      Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας από τη διοίκηση είναι δεκτική άμεσης επικλήσεως από τους ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

2)      α)     Μια εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν επιτρέπει στον αποδέκτη βλαπτικής αποφάσεως να τύχει ακροάσεως από τη διοίκηση πριν από τη λήψη της αποφάσεως, παρέχει όμως σ’ αυτόν τη δυνατότητα ακροάσεως σε μεταγενέστερο διοικητικό στάδιο προσφυγής, χωρίς ωστόσο η προσφυγή αυτή να συνεπάγεται αυτόματη αναστολή εκτελέσεως της βλαπτικής αποφάσεως, παραβιάζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας του διοικουμένου, ειδικότερα δε προσβάλλει το δικαίωμα ακροάσεως.

2)      β)      Οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και οι συνέπειες της μη τηρήσεως των δικαιωμάτων αυτών υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο, αρκεί τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή να είναι της ίδιας τάξεως με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

3)      Δεδομένου ότι ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, δύναται, όταν αξιολογεί τις συνέπειες μιας προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι μια τέτοια προσβολή συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, αν απουσίαζε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 302, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000 (ΕΕ L 311, σ. 17).


3 –      Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, C-383/13 PPU, G. και R. (σκέψη 32). Βλ. επίσης, προς την ίδια κατεύθυνση, την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, C-584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (σκέψη 99).


4 –      Απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C-349/07, Sopropé (Συλλογή 2008, σ. Ι‑10369, σκέψη 37).


5 – Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, C-277/11, M. (σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 – Προαναφερθείσα απόφαση Sopropé (σκέψη 44).


7 – Τη θέση αυτή εξέφρασα επίσης επ’ ευκαιρία της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση G. και R., η οποία αφορούσε την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348, σ. 98). Βλ. το σημείο 52 της γνώμης μου επί της υποθέσεως αυτής.


8 –      Προαναφερθείσα απόφαση Sopropé (σκέψη 49). Η υπογράμμιση δική μου.


9 – Προαναφερθείσα απόφαση M. (σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.


10 –      Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2007, C-44/06 (Συλλογή 2007, σ. Ι-2071).


11 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 222/77 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, σχετικά περί της κοινοτικής διαμετακομίσεως (EE ειδ. έκδ 02/003, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 474/90 του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1990 (ΕΕ L 51, σ. 1), και κανονισμός (ΕΟΚ) 1062/87 της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 1987, για τις διατάξεις εφαρμογής και τα μέτρα απλούστευσης του καθεστώτος κοινοτικής διαμετακόμισης (ΕΕ L 107, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1429/90 της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 1990 (ΕΕ L 137, σ. 21).


12 –      Προαναφερθείσα απόφαση Gerlach (σκέψη 36).


13 –      Ibidem (σκέψη 37). Η υπογράμμιση δική μου.


14 –      Απόφαση της 15ης Ιουνίου 2006, C-28/05 (Συλλογή 2006, σ. Ι-5431, σκέψη 75).


15 – Ibidem (σκέψη 76).


16 –      Βλ. την απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, C‑423/08, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2010, σ. Ι-5449).


17 –      Ibidem (σκέψη 45).


18 –      Ibidem (σκέψη 46).


19 – ΕΕ L 269, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 287, σ. 90.


20 – Σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 2, του κανονισμού 952/2013, τα άρθρα 22 και 105 θα εφαρμόζονται από 1ης Μαΐου 2016.


21 – Ενώ το άρθρο 220, παράγραφος 1, του εφαρμοστέου εν προκειμένω ΚΤΚ προβλέπει προθεσμία μόλις δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές αντιλήφθηκαν την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσουν το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη.


22 – Σκέψη 76 της αποφάσεως αυτής.


23 – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, C-418/11 (σκέψη 85).


24 –      Προαναφερθείσα απόφαση G. και R. Η υπογράμμιση δική μου.


25 –      Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78 (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 465).


26 – Ibidem (σκέψη 26).