Language of document : ECLI:EU:T:2007:329

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2007 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος REVIAN’s – Προγενέστερα μη κοινοτικά σήματα evian – Εκπρόθεσμη προσκόμιση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως προγενέστερου σήματος – Εξουσία εκτιμήσεως του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T‑407/05,

Société anonyme des eaux minérales d’Évian (SAEME), με έδρα το Évian-les-Bains (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον C. Hertz-Eichenrode, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Schneider,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

A. Racke GmbH & Co. OHG, με έδρα το Bingen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον N. Schindler, δικηγόρο,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος του ΓΕΕΑ της 22ας Ιουλίου 2005 (υπόθεση R 82/2002‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Société anonyme des eaux minérales d’Évian (SAEME) και της A. Racke GmbH & Co. OHG, καθώς και κατά της από 23 Νοεμβρίου 2001 αποφάσεως 2754/2001 του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, I. Labucka και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Νοεμβρίου 2005,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Μαρτίου 2006,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Μαρτίου 2006,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Μαρτίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 42, παράγραφος 3, και το άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπουν:

«Άρθρο 42

Ανακοπή

[…]

[…]

3. Η ανακοπή πρέπει να ασκείται γραπτώς και να είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται ασκηθείσα μόνο μετά την καταβολή του τέλους ανακοπής. Εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο και σε επίρρωση του αιτήματός του, ο ανακόπτων δύναται να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει παρατηρήσεις.

[…]

Άρθρο 74

Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

1. Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2. Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.»

2        Ο κανόνας 16, ο κανόνας 17, παράγραφος 2, και ο κανόνας 20, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), προβλέπουν:

«Κανόνας 16

Πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις και επιχειρήματα προς στήριξη της ανακοπής

1. Το δικόγραφο της ανακοπής μπορεί να περιέχει στοιχεία ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που την στηρίζουν και να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά.

2. Αν η ανακοπή βασίζεται σε προγενέστερο σήμα το οποίο δεν είναι κοινοτικό σήμα, το δικόγραφο της ανακοπής συνοδεύεται κατά προτίμηση από τα αποδεικτικά στοιχεία της καταχώρισης ή κατάθεσης του εν λόγω προγενέστερου σήματος, όπως πιστοποιητικό καταχώρισης. Αν η ανακοπή βασίζεται σε σήμα παγκοίνως γνωστό, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 2, [στοιχείο] γ΄, του κανονισμού ή σε σήμα που χαίρει φήμης όπως προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 5, είναι προτιμότερο το δικόγραφο της ανακοπής να συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν το γεγονός ότι πρόκειται για σήμα παγκοίνως γνωστό ή που χαίρει φήμης. Αν η ανακοπή στηρίζεται σε άλλο προγενέστερο δικαίωμα, είναι προτιμότερο το δικόγραφο να συνοδεύεται από κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ως προς την κτήση και την έκταση προστασίας αυτού του δικαιώματος.

3. Αν τα στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα και τα λοιπά δικαιολογητικά βάσει της παραγράφου 1, [καθώς] και τα αποδεικτικά στοιχεία [που προβλέπει η παράγραφος 2] δεν έχουν υποβληθεί μαζί με το δικόγραφο της ανακοπής ή ακολούθως, μπορούν να υποβληθούν μετά την έναρξη της διαδικασίας επί της ανακοπής εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο, κατ’ εφαρμογή του κανόνα 20, παράγραφος 2.

Κανόνας 17

Γλώσσες που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ανακοπής

[…]

2. Όταν τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής που προβλέπονται από τον κανόνα 16, παράγραφοι 1 και 2, δεν κατατίθενται στη γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής, ο ανακόπτων υποβάλλει μετάφραση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων στην εν λόγω γλώσσα μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής ή, ενδεχομένως, μέσα στην προθεσμία που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με τον κανόνα 16, παράγραφος 3.

[…]

Κανόνας 20

Εξέταση της ανακοπής

[…]

2. Αν το δικόγραφο της ανακοπής δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις και ισχυρισμούς, βάσει του κανόνα 16, παράγραφοι 1 και 2, το Γραφείο καλεί τον ανακόπτοντα να τα προσκομίσει εντός προθεσμίας που του τάσσει. Κάθε στοιχείο που προσκομίζεται από τον ανακόπτοντα γνωστοποιείται στον καταθέτη, στον οποίο παρέχεται η ευκαιρία να απαντήσει εντός προθεσμίας που του τάσσει το Γραφείο.»

 Ιστορικό της διαφοράς

3        Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, η εταιρία A. Racke GmbH & Co OHG υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) βάσει του κανονισμού 40/94.

4        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κατωτέρω εικονιστικό σημείο, χρυσού, μαύρου και λευκού χρώματος:

Image not found

5        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος είναι οι «οίνοι και αφρώδεις οίνοι» που εμπίπτουν στην κλάση 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

6        Στις 26 Ιουλίου 1999, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 58/99.

7        Στις 26 Οκτωβρίου 1999, η Société anonyme des eaux minérales d’Évian (SAEME) άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Η ανακοπή στηρίχθηκε στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα:

–        το γερμανικό λεκτικό σήμα DE 1 185 308 evian (στο εξής: γερμανικό σήμα), που κατατέθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1985 και καταχωρίστηκε στις 10 Ιουλίου 1992 για τα «μεταλλικά νερά» που εμπίπτουν στην κλάση 32, εφόσον η προστασία του σήματος έχει παραταθεί μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2015·

–        το γαλλικό εικονιστικό σήμα FR 98712542 (evian και απεικόνιση όρους) (στο εξής: γαλλικό σήμα), που κατατέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1998 και καταχωρίστηκε για διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες·

–        το διεθνές σήμα IR 696812 (στο εξής: διεθνές σήμα), που καταχωρίστηκε στις 6 Ιουλίου 1998 βάσει του προαναφερθέντος γαλλικού σήματος και παράγει αποτελέσματα στη Δανία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία, στη Φινλανδία, στη Σουηδία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις χώρες της Μπενελούξ·

–        το προγενέστερο σήμα evian, το οποίο είναι παγκοίνως γνωστό στο Βέλγιο και τη Γαλλία για τον προσδιορισμό «μεταλλικών νερών» (στο εξής: παγκοίνως γνωστό σήμα).

8        Με το δικόγραφο ανακοπής κατατέθηκε και αντίγραφο του γερμανικού σήματος, αντίγραφο του γαλλικού σήματος (στη γλώσσα του πρωτοτύπου που ήταν η γαλλική) και αντίγραφο του διεθνούς σήματος (στη γλώσσα του πρωτοτύπου που ήταν η γαλλική). Επισυναπτόταν επίσης μετάφραση στη γερμανική, που ήταν η γλώσσα της διαδικασίας, του καταλόγου των προϊόντων που εμπίπτουν στις κλάσεις 32 και 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αφορά η ανακοπή που στηρίχθηκε στο γαλλικό και στο διεθνές σήμα.

9        Με το από 16 Δεκεμβρίου 1999 έγγραφο, το τμήμα ανακοπών, κατ’ εφαρμογή του κανόνα 15, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και του κανόνα 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, κάλεσε την προσφεύγουσα να του προσκομίσει τρία αντίγραφα του γαλλικού και του διεθνούς σήματός της, εντός προθεσμίας δύο μηνών, ειδάλλως η ανακοπή της θα κρινόταν απαράδεκτη.

10      Η προσφεύγουσα προσκόμισε τα εν λόγω αντίγραφα με το από 8 Φεβρουαρίου 2000 έγγραφο.

11      Με το από 28 Φεβρουαρίου 2000 τυποποιημένο έγγραφο, το τμήμα ανακοπών χορήγησε στην προσφεύγουσα προθεσμία τεσσάρων μηνών για να προσκομίσει πρόσθετα στοιχεία περί των πραγματικών περιστατικών καθώς και πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις, τα οποία κρίνει χρήσιμα προς στήριξη της ανακοπής της, διευκρινίζοντας ότι τα σχετικά έγγραφα πρέπει να είναι συντεταγμένα στη γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής ή να συνοδεύονται από μετάφραση.

12      Στις 29 Αυγούστου 2000, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της στο τμήμα ανακοπών, με το οποίο προέβαλε τον ισχυρισμό, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχαν προσκομιστεί αποδεικτικά στοιχεία περί του υποστατού και της νομικής ισχύος του γαλλικού και του διεθνούς σήματος, εφόσον η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει καμία μετάφραση των πιστοποιητικών καταχωρίσεως των εν λόγω σημάτων. Στη συνέχεια, με το από 19 Σεπτεμβρίου 2000 έγγραφο, το τμήμα ανακοπών κοινοποίησε το υπόμνημα στην προσφεύγουσα και της έταξε δίμηνη προθεσμία για να απαντήσει στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας.

13      Στις 22 Νοεμβρίου 2000, ήτοι εντός της προβλεπόμενης με το από 19 Σεπτεμβρίου 2000 έγγραφο δίμηνης προθεσμίας για την κατάθεση παρατηρήσεων σε απάντηση των παρατηρήσεων της παρεμβαίνουσας, η προσφεύγουσα προσκόμισε στο τμήμα ανακοπών την πλήρη μετάφραση των πιστοποιητικών καταχωρίσεως του γαλλικού και του διεθνούς σήματός της.

14      Με την από 23 Νοεμβρίου 2001 απόφαση υπ’ αριθ. 2754/2001, το τμήμα ανακοπών απέρριψε ως αβάσιμη την ανακοπή καθόσον στηριζόταν στο γαλλικό και στο διεθνές σήμα. Συγκεκριμένα, το τμήμα ανακοπών αρνήθηκε να λάβει υπόψη τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά καταχωρίσεως, λόγω εκπρόθεσμης προσκομίσεως της μεταφράσεώς τους, και έκρινε ότι δεν αποδείχτηκε το υποστατό και η νομική ισχύς των δύο αυτών προγενέστερων σημάτων. Η ανακοπή απορρίφθηκε επίσης καθόσον στηριζόταν στο γερμανικό σήμα, ειδικότερα λόγω της σημαντικής αποκλίσεως μεταξύ των προϊόντων, την οποία διαπίστωσε το τμήμα ανακοπών. Τέλος, η ανακοπή απορρίφθηκε επίσης διότι στηριζόταν στο παγκοίνως γνωστό σήμα.

15      Στις 21 Ιανουαρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

16      Στις 22 Ιουλίου 2005, το τέταρτο τμήμα προσφυγών, με την απόφαση R 82/2002-4, απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Συγκεκριμένα, το τέταρτο τμήμα προσφυγών δέχθηκε ότι το τμήμα ανακοπών απέρριψε τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως του γαλλικού και του διεθνούς σήματος λόγω εκπρόθεσμης προσκομίσεως της μεταφράσεώς τους στη γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής. Στη συνέχεια, το τέταρτο τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως με το γερμανικό σήμα, το τμήμα ανακοπών ορθώς έκρινε ότι δεν συντρέχει τέτοιος κίνδυνος, δεδομένης της επαρκούς διαφοράς μεταξύ των οικείων προϊόντων και μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων. Η εν λόγω απόφαση του τμήματος προσφυγών κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 16 Σεπτεμβρίου 2005.

17      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα αποφάσισε να μην επιδιώξει περαιτέρω την ικανοποίηση του προβληθέντος κατά τη διαδικασία της ανακοπής αιτήματός της, όσον αφορά το γαλλικό και το παγκοίνως γνωστό σήμα, περιορίζοντας, κατά συνέπεια, τη θεμελίωση της εκ μέρους της αμφισβητήσεως των αποφάσεων του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών στο διεθνές και το γερμανικό σήμα.

 Αιτήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών·

–        να ακυρώσει την απόφαση του τμήματος προσφυγών·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

19      Η προσφεύγουσα προσβάλλει τις αποφάσεις του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών μόνο βάσει του διεθνούς και του γερμανικού σήματός της.

20      Εξάλλου, η προσφεύγουσα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι το διεθνές σήμα της διαγράφηκε εν μέρει από την κλάση 32 και πλήρως από την κλάση 33 και, επομένως, αφορά πλέον μόνον τα «ανθρακούχα ή μη ανθρακούχα νερά (μεταλλικά ή μη μεταλλικά)» της κλάσης 32. Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης να καταδικαστεί η παρεμβαίνουσα στα δικαστικά της έξοδα.

21      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

22      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως∙ ο πρώτος λόγος αντλείται από παραβίαση των θεμελιωδών δικονομικών αρχών, ειδικότερα από παράβαση του άρθρου 42, παράγραφος 3, και του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94, καθώς και από προσβολή της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, ο δε δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ιδίου κανονισμού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 42, παράγραφος 3, και το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94 αρνούμενο να λάβει υπόψη το διεθνές σήμα, επειδή έκρινε εσφαλμένως ότι η μετάφρασή του δεν προσκομίστηκε κατά την άσκηση της ανακοπής, αλλά εκπροθέσμως.

25      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανακοπή της πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94. Συγκεκριμένα, το δικόγραφο ανακοπής και τα παραρτήματά του, που αναφέρονται στη σκέψη 8 ανωτέρω, παρείχαν στην παρεμβαίνουσα όλα τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία, όπως την ημερομηνία καταθέσεως του διεθνούς σήματος, την ημερομηνία καταχωρίσεώς του, την απεικόνισή του καθώς και μετάφραση του καταλόγου των προϊόντων των κλάσεων 32 και 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, που προστατεύονται από το εν λόγω σήμα και τα οποία αφορά η ανακοπή. Επομένως, το τμήμα προσφυγών κακώς έκρινε ότι δεν ήταν δυσανάλογο ή παράλογο να απαιτηθεί η μετάφραση των προσκομισθέντων στα γαλλικά εγγράφων στη γλώσσα διαδικασίας που ήταν η γερμανική. Ομοίως, η προσφεύγουσα επικρίνει τη σιγή του τμήματος προσφυγών όσον αφορά τα λοιπά στοιχεία που ζήτησε να μεταφραστούν.

26      Η προσφεύγουσα, επικαλούμενη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ – Atofina Chemicals (BIOMATE) (Συλλογή 2004, σ. II‑1845), τονίζει ότι, αντιθέτως προς την έλλειψη της μεταφράσεως των καταλόγων των προϊόντων και υπηρεσιών του προγενέστερου σήματος –πράγμα το οποίο αντίκειται στον κανόνα 15, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, σε συνδυασμό με τον κανόνα 17, παράγραφος 1–, η έλλειψη της μεταφράσεως του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος δεν αντίκειται σε καμία διάταξη του κανονισμού 40/94 και του εκτελεστικού κανονισμού. Συνεπώς, όσον αφορά το διεθνές σήμα της προσφεύγουσας, η ανακοπή ασκήθηκε προσηκόντως.

27      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι προσκομίστηκε εκπροθέσμως η πλήρης μετάφραση του διεθνούς πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος. Συναφώς, επικαλείται την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Νοεμβρίου 2005, T‑275/03, Focus Magazin Verlag κατά ΓΕΕΑ – ECI Telecom (Hi-FOCuS) (Συλλογή 2005, σ. II‑4725), με την οποία κρίθηκε ότι δεν ήταν εκπρόθεσμη, κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η προσκόμιση μεταφράσεως πιστοποιητικού καταχωρίσεως, η οποία επισυνάφθηκε στην ασκηθείσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών προσφυγή. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της λειτουργικής συνέχειας μεταξύ τμήματος ανακοπών και τμήματος προσφυγών, το Πρωτοδικείο τόνισε, κατ’ αρχάς, ότι το τμήμα προσφυγών υποχρεούται να στηρίξει την απόφασή του σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν προσκομιστεί ενώπιον του τμήματος ανακοπών και ενώπιόν του, εκτός αν προσκομίστηκαν εκπροθέσμως κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (σκέψεις 37 και 38). Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η μετάφραση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως, που προσκομίστηκε κατά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, προσκομίστηκε εγκαίρως. Η προσφεύγουσα συνάγει ότι, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται για εκπρόθεσμη προσκόμιση κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, εφόσον απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας στον προβληθέντα από την παρεμβαίνουσα λόγο, προσκομίζοντας στο τμήμα ανακοπών την πλήρη μετάφραση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος στη γλώσσα διαδικασίας.

28      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η συλλογιστική της προσφεύγουσας απορρέει από πεπλανημένη κατανόηση της οικονομίας του κανόνα 15 επ. του εκτελεστικού κανονισμού. Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του δικογράφου ανακοπής και των υποβληθέντων προς στήριξη της ανακοπής αποδεικτικών στοιχείων.

29      Συγκεκριμένα, αν το δικόγραφο ανακοπής δεν πληροί τις διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού, η ανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εκτός αν οι διαπιστωθείσες ελλείψεις θεραπευθούν δυνάμει του κανόνα 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Αν το ΓΕΕΑ δεν απορρίψει την ανακοπή ως απαράδεκτη, η inter partes διαδικασία επί της ανακοπής κινείται με την κοινοποίηση του δικογράφου ανακοπής στον αιτούντα.

30      Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής, μεταξύ των οποίων και τα σχετικά με το υποστατό και την ισχύ του προγενέστερου δικαιώματος επί σήματος, δεν απαιτείται να προσκομίζονται συγχρόνως με το δικόγραφο ανακοπής. Συγκεκριμένα, μπορούν να προσκομισθούν κατόπιν αυτού, εντός προθεσμίας που τάσσει το ΓΕΕΑ μετά την κίνηση της διαδικασίας επί της ανακοπής (κανόνας 16, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού). Το ΓΕΕΑ διευκρινίζει ότι τα απορρέοντα από τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να πληρούν τις γλωσσικές απαιτήσεις του κανόνα 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, ειδάλλως η ανακοπή απορρίπτεται ως αβάσιμη.

31      Όσον αφορά την εκπρόθεσμη ή εμπρόθεσμη προσκόμιση του επιμάχου εγγράφου, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑388/00, Institut für Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS) (Συλλογή 2002, σ. II‑4301), προκύπτει ότι αν ο ανακόπτων δεν τήρησε την ταχθείσα για την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων προθεσμία, τα στοιχεία αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη μέχρι την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως. Επομένως, η προσφυγή του ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν συνεπάγεται την εκ νέου έναρξη της προθεσμίας προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών ορθώς απέρριψε την ανακοπή καθόσον στηρίχθηκε επί του διεθνούς σήματος, δεδομένου ότι η μετάφρασή του προσκομίστηκε εκτός της ταχθείσας από το τμήμα ανακοπών προθεσμίας.

32      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι το μοναδικό στοιχείο αποφασιστικής σημασίας είναι η εξ αντικειμένου παράβαση των δικονομικών κανόνων από την προσφεύγουσα, η οποία δεν δύναται να ιαθεί με τη μεταγενέστερη προσκόμιση εγγράφων, μετά την εκπνοή των προθεσμιών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

33      Η προσφεύγουσα, με την προβαλλόμενη επιχειρηματολογία της προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, εκθέτει, κατ’ αρχάς, ότι πληροί τις κατά νόμο γλωσσικές απαιτήσεις της διαδικασίας επί της ανακοπής και, στη συνέχεια, αμφισβητεί την εκπρόθεσμη προσκόμιση της μεταφράσεως του διεθνούς σήματος. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου αυτού λόγου ακυρώσεως, πρέπει να αναλυθούν κατά σειρά τα δύο αυτά στοιχεία.

 Επί των γλωσσικών απαιτήσεων της διαδικασίας ανακοπής

34      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, σύμφωνα με τον κανόνα 16, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, αν η ανακοπή στηρίζεται στην ύπαρξη προγενέστερου μη κοινοτικού σήματος πρέπει, κατά προτίμηση, να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία της καταχωρίσεως ή της καταθέσεως του σήματος αυτού, όπως το πιστοποιητικό καταχωρίσεως.

35      Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο κανόνας 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, σύμφωνα με τον οποίο τα προβαλλόμενα προς στήριξη της ανακοπής αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να υποβάλλονται στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής ή να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω), δικαιολογείται από την ανάγκη τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως καθώς και την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων στις inter partes διαδικασίες [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, T‑232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ – Massagué Marín (Chef) (Συλλογή 2002, σ. II‑2749, σκέψη 42), και BIOMATE, προπαρατεθείσα, σκέψη 72].

36      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, μολονότι είναι αληθές ότι ο ανακόπτων δεν έχει καμία υποχρέωση προσκομίσεως πλήρους μεταφράσεως των πιστοποιητικών καταχωρίσεως προγενεστέρων σημάτων, τούτο δεν συνεπάγεται ότι το τμήμα ανακοπών υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, κατά την επί της ουσίας εξέταση της ανακοπής, τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως που έχουν προσκομισθεί σε άλλη γλώσσα πλην της γλώσσας διαδικασίας της ανακοπής. Ελλείψει μεταφράσεως των πιστοποιητικών καταχωρίσεως στη γλώσσα διαδικασίας, το τμήμα ανακοπών δύναται νομοτύπως να απορρίψει ως αβάσιμη την ανακοπή, εκτός αν μπορεί να την κρίνει στηριζόμενο σε αποδεικτικά στοιχεία που ενδεχομένως βρίσκονται ήδη στη διάθεσή του, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού (προπαρατεθείσες αποφάσεις Chef, σκέψη 44, και BIOMATE, σκέψη 72).

37      Τέλος, μολονότι τα αποδεικτικά στοιχεία πηγάζουν πράγματι από τα πιστοποιητικά καταχωρίσεως και όχι από τη μετάφρασή τους, παρ’ όλ’ αυτά, για να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, πρέπει να πληρούν τις γλωσσικές απαιτήσεις του κανόνα 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (απόφαση BIOMATE, προπαρατεθείσα, σκέψη 73).

38      Eν προκειμένω, συνομολογείται ότι το δικόγραφο ανακοπής συνοδευόταν μόνον από ένα αντίγραφο του διεθνούς σήματος στη γαλλική, που ήταν η γλώσσα του πρωτοτύπου, καθώς και από μετάφραση στη γερμανική, που ήταν η γλώσσα διαδικασίας, του καταλόγου των προϊόντων των κλάσεων 32 και 33 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, δηλαδή των προϊόντων που αφορούσε η στηριζόμενη στο διεθνές σήμα ανακοπή.

39      Κατόπιν των ανωτέρω, και αντιθέτως προς την άποψη της προσφεύγουσας, τα προαναφερθέντα παραρτήματα του δικογράφου ανακοπής δεν πληρούν τις γλωσσικές απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

40      Όσον αφορά την αμφισβητηθείσα από την προσφεύγουσα ανάγκη μεταφράσεως όλου του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος, επισημαίνεται ότι το ζήτημα αν ορισμένα στοιχεία των οικείων εγγράφων μπορούν να θεωρηθούν ως αλυσιτελή για την εν λόγω ανακοπή και, επομένως, να μην αποτελέσουν αντικείμενο μεταφράσεως, εμπίπτει στην ελεύθερη κρίση του ανακόπτοντος, με την παρατήρηση πάντως ότι μόνον τα πράγματι μεταφρασθέντα στη γλώσσα διαδικασίας στοιχεία μπορούν να ληφθούν υπόψη από το τμήμα ανακοπών. Εξάλλου, εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η έκταση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος που προσκομίστηκε στη γαλλική γλώσσα δεν είναι τέτοιο, ιδίως σε σχέση με τον μεταφρασθέντα κατάλογο των προϊόντων, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί δυσανάλογη και παράλογη η υποχρέωση προσκομίσεως μεταφράσεως (βλ., συναφώς, απόφαση BIOMATE, προπαρατεθείσα, σκέψη 74).

41      Στη συνέχεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που εκτίθεται στη σκέψη 27 ανωτέρω, ότι η προπαρατεθείσα απόφαση BIOMATE επιβεβαιώνει ακριβώς το γεγονός ότι η ανακοπή της, όσον αφορά το διεθνές σήμα, ασκήθηκε προσηκόντως, διότι προκύπτει από σύγχυση μεταξύ των διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού περί του δικογράφου ανακοπής και των διατάξεων περί των αποδεικτικών και δικαιολογητικών στοιχείων που προσκομίζονται προς στήριξη της ανακοπής.

42      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι, από τον συνδυασμό του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 και των κανόνων 16 έως 18 και 20 του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης διακρίνει μεταξύ, αφενός, των προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί το δικόγραφο ανακοπής, οι οποίες έχουν θεσπισθεί ως προϋποθέσεις παραδεκτού της ανακοπής, και, αφετέρου, της προσκομίσεως στοιχείων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις, τα επιχειρήματα και τα δικαιολογητικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής, που εμπίπτουν στην επί της ουσίας εξέταση της ανακοπής (απόφαση Chef, προπαρατεθείσα, σκέψη 31).

43      Ωστόσο, οι νομικές επιταγές που αφορούν, μεταξύ άλλων, τα αποδεικτικά και δικαιολογητικά στοιχεία, όπως το πιστοποιητικό καταχωρίσεως προγενέστερου σήματος, καθώς και τη μετάφρασή τους στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις παραδεκτού της ανακοπής του κανόνα 18, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, αλλά συνιστούν τις επί της ουσίας προϋποθέσεις της (απόφαση Chef, προπαρατεθείσα, σκέψη 52).

44      Εξάλλου, η ανακοπή δεν απορρίφθηκε, εν προκειμένω, ως απαράδεκτη, εφόσον το υποβληθέν από την προσφεύγουσα δικόγραφο ανακοπής πληρούσε τις προϋποθέσεις των κανόνων 16 και 18 του εκτελεστικού κανονισμού, αλλά λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων.

 Επί της εκπρόθεσμης προσκομίσεως της μεταφράσεως του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος

45      Υπενθυμίζεται ότι, με το από 28 Φεβρουαρίου 2000 τυποποιημένο έγγραφο, το τμήμα ανακοπών χορήγησε στην προσφεύγουσα προθεσμία τεσσάρων μηνών για να προσκομίσει πρόσθετα στοιχεία περί των πραγματικών περιστατικών, καθώς και πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις, τα οποία κρίνει χρήσιμα προς στήριξη της ανακοπής της, διευκρινίζοντας ότι τα έγγραφα πρέπει να είναι συντεταγμένα στη γλώσσα διαδικασίας της ανακοπής ή να συνοδεύονται από μετάφραση.

46      Διαπιστώνεται συναφώς ότι το εν λόγω τυποποιημένο έγγραφο συνάδει προς το άρθρο 42 του κανονισμού 40/94 και προς τον κανόνα 16, παράγραφοι 2 και 3, και τον κανόνα 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, καθόσον οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι τα προς υποβολή στοιχεία περί των πραγματικών περιστατικών, τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι παρατηρήσεις μπορούν να υποβληθούν εντός της ταχθείσας από το ΓΕΕΑ προθεσμίας. Στην αρχή του εν λόγω εγγράφου, γίνεται εξάλλου μνεία του κανόνα 19, παράγραφος 1, του κανόνα 16, παράγραφος 3, του κανόνα 17, παράγραφος 2, και του κανόνα 20, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

47      Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τη μετάφραση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος εντός της ταχθείσας από το τμήμα ανακοπών με το έγγραφο αυτό προθεσμίας. Την προσκόμισε μόνον ως παράρτημα στο από 22 Νοεμβρίου 2000 έγγραφο, σε απάντηση στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας που της κοινοποίησε το τμήμα ανακοπών στις 19 Σεπτεμβρίου 2000, οι οποίες, ακριβώς, επισήμαναν την έλλειψη του επιμάχου εγγράφου.

48      Εν τούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μετάφραση του εν λόγω εγγράφου προσκομίστηκε εγκαίρως ενώπιον του τμήματος προσφυγών, στηριζόμενη συναφώς στην προπαρατεθείσα απόφαση Hi-FOCuS (σκέψεις 37 και 38), με την οποία το Πρωτοδικείο, βάσει της λειτουργικής συνέχειας που υφίσταται μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του ΓΕΕΑ, έκρινε ότι η μετάφραση πιστοποιητικού καταχωρίσεως που προσκομίστηκε κατά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν είναι εκπρόθεσμη κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, εφόσον προσκομίστηκε εντός της τασσομένης με το άρθρο 59 του ιδίου κανονισμού προθεσμίας τεσσάρων μηνών.

49      Ασφαλώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι υφίσταται λειτουργική συνέχεια μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του ΓΕΕΑ, ήτοι, αφενός, του εξεταστή, του τμήματος ανακοπών, του τμήματος διαχειρίσεως σημάτων και νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακυρώσεων και, αφετέρου, των τμημάτων προσφυγών [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑308/01, Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (KLEENCARE), Συλλογή 2003, σ. II‑3253, σκέψη 25· της 10ης Ιουλίου 2006, T‑323/03, La Baronia de Turis κατά ΓΕΕΑ – Baron Philippe de Rothschild (LA BARONNIE), Συλλογή 2006, σ. II‑2085, σκέψη 57, και της 11ης Ιουλίου 2006, T‑252/04, Caviar Anzali κατά ΓΕΕΑ – Novomarket (Asetra), Συλλογή 2006, σ. II‑2115, σκέψη 30].

50      Από τη λειτουργική αυτή συνέχεια μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εκ μέρους των τμημάτων προσφυγών επανεξετάσεως των αποφάσεων τις οποίες εξέδωσαν τα τμήματα του ΓΕΕΑ που αποφάνθηκαν σε πρώτο βαθμό, τα τμήματα προσφυγών οφείλουν να στηρίζουν την απόφασή τους σε όλα τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι διάδικοι είτε κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος που αποφάνθηκε σε πρώτο βαθμό είτε κατά τη διαδικασία εκδικάσεως της προσφυγής [αποφάσεις του Πρωτοδικείου KLEENCARE, προπαρατεθείσα, σκέψη 32· της 1ης Φεβρουαρίου 2005, T‑57/03, SPAG κατά ΓΕΕΑ – Dann et Backer (HOOLIGAN), Συλλογή 2005, σ. II‑287, σκέψη 18· Hi-FOCuS, προπαρατεθείσα, σκέψη 37· LA BARONNIE, προπαρατεθείσα, σκέψη 58, και Asetra, προπαρατεθείσα, σκέψη 31].

51      Συνεπώς, τα τμήματα προσφυγών μπορούν, με τη μοναδική επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, να δεχθούν την προσφυγή βάσει των νέων πραγματικών περιστατικών που επικαλέστηκε ο προσφεύγων ή ακόμη βάσει νέων αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο ίδιος [αποφάσεις του Πρωτοδικείου KLEENCARE, προπαρατεθείσα, σκέψη 26, και της 3ης Δεκεμβρίου 2003, T‑16/02, Audi κατά ΓΕΕΑ (TDI), Συλλογή 2003, σ. II‑5167, σκέψη 81]. Ο έλεγχος που ασκούν τα τμήματα προσφυγών δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της διαδικασίας εκδικάσεως προσφυγής, συνεπάγεται νέα εκτίμηση της διαφοράς στο σύνολό της, καθόσον τα τμήματα προσφυγών οφείλουν να επανεξετάσουν εξ ολοκλήρου το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και να λάβουν υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν εγκαίρως (αποφάσεις LA BARONNIE, προπαρατεθείσα, σκέψη 59, και Asetra, προπαρατεθείσα, σκέψη 32).

52      Ωστόσο, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τάσσει στον προσφεύγοντα νέα προθεσμία προκειμένου να προβάλει πραγματικά περιστατικά και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής του (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Κaul, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 61).

53      Συγκεκριμένα, το άρθρο 59, το οποίο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν κάνει λόγο για την προβολή πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων, αλλά μόνο για την κατάθεση, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, υπομνήματος που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, προπαρατεθείσα, σκέψη 60).

54      Εν προκειμένω, εφόσον η μετάφραση του επιμάχου εγγράφου δεν προσκομίστηκε εντός της προθεσμίας που τάχθηκε προς τούτο στην προσφεύγουσα δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 40/94 και, συνεπώς, «εγκαίρως» κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να συναχθούν οι σχετικές συνέπειες.

55      Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, το ΓΕΕΑ μπορεί να μη λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.

56      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατά κανόνα και εκτός αντίθετης διατάξεως, οι διάδικοι εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα επικλήσεως πραγματικών περιστατικών και προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων και μετά την εκπνοή των προθεσμιών που τους τάσσουν οι διατάξεις του κανονισμού 40/94 και ότι ουδόλως απαγορεύεται στο ΓΕΕΑ να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προβληθεί ή προσκομιστεί εκπροθέσμως (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, προπαρατεθείσα, σκέψη 42).

57      Αντιθέτως, από τη διάταξη αυτή προκύπτει εξίσου σαφώς ότι η εκπρόθεσμη προβολή πραγματικών περιστατικών ή προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων δεν γεννά αδιαμφισβήτητο δικαίωμα του διαδίκου που προβαίνει σ’ αυτή να ληφθούν τα στοιχεία αυτά υπόψη από το ΓΕΕΑ. Το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 διευκρινίζοντας ότι το ΓΕΕΑ «μπορεί», σε παρόμοιες περιπτώσεις, να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη τέτοια πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία, παρέχει πράγματι στο ΓΕΕΑ ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ώστε να αποφασίσει, αιτιολογώντας την απόφασή του επ’ αυτού, αν πρέπει ή δεν πρέπει να τα λάβει υπόψη (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, προπαρατεθείσα, σκέψη 43).

58      Η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών από το ΓΕΕΑ, όταν καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας επί της ανακοπής, μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν αυτό φρονεί, αφενός, ότι τα εκπροθέσμως προβληθέντα στοιχεία ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να ασκούν πραγματική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ασκηθείσας ενώπιόν του ανακοπής και, αφετέρου, ότι το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προβάλλονται εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά, αλλά και οι σχετικές περιστάσεις, δεν εμποδίζουν τη συνεκτίμηση αυτή (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).

59      Η δυνατότητα του δικαιοδοτικού οργάνου που καλείται να επιλύσει τη διαφορά να λάβει υπόψη του πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν εκπροθέσμως από τους διαδίκους είναι, τουλάχιστον όσον αφορά διαδικασία ανακοπής, ικανή να συμβάλει στο να αποφεύγεται η καταχώριση σημάτων η χρήση των οποίων ενδέχεται ακολούθως να αμφισβητηθεί επιτυχώς μέσω διαδικασίας ακυρώσεως ή στο πλαίσιο διαδικασίας έχουσας ως αντικείμενο παραποίηση σήματος. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, λόγοι ασφάλειας δικαίου και χρηστής διοικήσεως συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής (απόφαση ΓΕΕΑ κατά KAUL, προπαρατεθείσα, σκέψη 48).

60      Eν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε απλώς ότι ορθώς το τμήμα ανακοπών δεν έλαβε υπόψη, λόγω της εκπρόθεσμης προσκομίσεώς τους, τις μεταφράσεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία επί της ανακοπής. Ωστόσο, από τον φάκελο της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει από το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 για να κρίνει αν πρέπει να λάβει υπόψη του το επίμαχο έγγραφο ή, τουλάχιστον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι δεν αιτιολόγησε την απόφασή του επί του σημείου αυτού.

61      Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του τμήματος προσφυγών αφορά μόνον την ανάγκη μεταφράσεως, στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής και την έλλειψη υποχρεώσεως του τμήματος ανακοπών να λάβει υπόψη του τα έγγραφα που προσκομίστηκαν σε άλλη γλώσσα πλην της γλώσσας διαδικασίας, αλλά δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η εκπροθέσμως προσκομισθείσα μετάφραση.

62      Περαιτέρω, δεν ασκούν επιρροή οι παρατηρήσεις που διατύπωσε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι το τμήμα προσφυγών άσκησε την εξουσία του εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών εξέτασε αν ήταν βάσιμη η άρνηση του τμήματος ανακοπών να λάβει υπόψη του το επίμαχο έγγραφο και, με τη σκέψη 43 της αποφάσεώς του, έκρινε ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας των όπλων να χορηγήσει νέα προθεσμία στον διάδικο που άφησε να παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε για να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, διότι ο έτερος διάδικος επισημαίνει ακριβώς την έλλειψη προσκομίσεως των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.

63      Ωστόσο, εξ όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 43 της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, το Πρωτοδικείο δεν είναι σε θέση να ελέγξει αν το τμήμα προσφυγών έλαβε πράγματι γνώση του επιμάχου εγγράφου προκειμένου να καθορίσει αν το έγγραφο αυτό μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να έχει πραγματική επιρροή στη διαδικασία επί της ανακοπής ή να επαληθεύσει αν οι σχετικές περιστάσεις και το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προσκομίστηκε εκπροθέσμως το εν λόγω έγγραφο εμποδίζουν να ληφθεί υπόψη.

64      Επομένως, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 μη ασκώντας ή, τουλάχιστον, μη διευκρινίζοντας τον τρόπο με τον οποίο άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που του παρέχει το άρθρο αυτό και, συνεπώς, μη αιτιολογώντας επαρκώς κατά νόμο την απόφασή του να μη λάβει υπόψη τη μετάφραση του πιστοποιητικού καταχωρίσεως του διεθνούς σήματος.

65      Επιβάλλεται, πάντως, η εξέταση των συνεπειών αυτής της παραβάσεως του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μια πλημμέλεια στη διαδικασία μπορεί να επιφέρει την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της σχετικής αποφάσεως μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι, ελλείψει αυτής της πλημμέλειας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (απόφαση LA BARONNIE, προπαρατεθείσα, σκέψη 69). Ομοίως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94 προκύπτει ότι ακύρωση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως των τμημάτων προσφυγών χωρεί μόνον εφόσον η απόφαση αυτή στερείται νομιμότητας τόσο από πλευράς ουσίας όσο και από πλευράς τύπου (απόφαση LA BARONNIE, προπαρατεθείσα, σκέψη 69).

66      Εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν έλαβε υπόψη του το τμήμα προσφυγών να δύνανται να μεταβάλουν το περιεχόμενο της αποφάσεώς του. Πάντως, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει το ΓΕΕΑ κατά την εκτίμηση των επιμάχων στοιχείων.

67      Κατά συνέπεια, για τον λόγο αυτό και μόνο, η απόφαση του τμήματος προσφυγών πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το ζήτημα της προσβολής της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και χωρίς να υποχρεούται το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του παραδεκτού του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ ηττήθηκε και η προσφεύγουσα ζήτησε την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

69      Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του ιδίου Κανονισμού, το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων φέρει τα δικά του έξοδα. Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν. Ωστόσο, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταδικασθεί η παρεμβαίνουσα μόνο στα δικά της δικαστικά έξοδα και το ΓΕΕΑ δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του αιτήματος καταδίκης μόνο του ιδίου στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

70      Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ φέρει, εκτός των δικών του εξόδων, και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 22ας Ιουλίου 2005 (υπόθεση R 82/2002-4).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

3)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Cooke

Labucka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 6 Νοεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.