Language of document : ECLI:EU:C:2018:157

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 6ης Μαρτίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 63 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών – Εθνική νομοθεσία που επιφυλάσσει για το μέλλον τη δυνατότητα αποκτήσεως τέτοιων δικαιωμάτων μόνο στους στενούς συγγενείς του κυρίου των γαιών και καταργεί, χωρίς πρόβλεψη αποζημιώσεως, τα δικαιώματα που είχαν προηγουμένως κτηθεί από νομικά πρόσωπα ή από φυσικά πρόσωπα μη δυνάμενα να αποδείξουν στενό δεσμό συγγένειας με τον εν λόγω κύριο»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑52/16 και C‑113/16,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Szombathelyi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely, Ουγγαρία) με αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου και της 8ης Φεβρουαρίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις 29 Ιανουαρίου και στις 26 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο των δικών

«SEGRO» Kft.

κατά

Vas Megyei Kormányhivatal Sárvári Járási Földhivatala (C‑52/16),

και

Günther Horváth

κατά

Vas Megyei Kormányhivatal (C‑113/16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, E. Levits, C. G. Fernlund και C. Vajda, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια), S. Rodin και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαρτίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από την M. M. Tátrai,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Garofoli, avvocato dello stato,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και M. Figueiredo, καθώς και από την M. J. Castello‑Branco,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Havas και L. Malferrari, καθώς και από την E. Montaguti,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ και των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, της «SEGRO» Kft. και του Vas Megyei Kormányhivatal Sárvári Járási Földhivatala [διοικητικών υπηρεσιών της περιφέρειας Vas (κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας Sárvár), Ουγγαρία] και, αφετέρου, του Günther Horváth και της Vas Megyei Kormányhivatal (τοπικής κυβερνήσεως της περιφέρειας Vas), σχετικά με αποφάσεις περί διαγραφής από το κτηματολόγιο δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών δικαιούχοι των οποίων ήταν αντιστοίχως η SEGRO και ο G. Horváth.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιοτηςΈνωσης

3        Το παράρτημα X της πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: πράξη προσχωρήσεως του 2003) φέρει τον τίτλο «Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 24 της Πράξης Προσχώρησης: Ουγγαρία». Το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος αυτού, που φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων», ορίζει στο σημείο 2 τα εξής:

«Παρά τις υποχρεώσεις δυνάμει των Συνθηκών στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ουγγαρία μπορεί να διατηρήσει εν ισχύι, για επτά έτη από την ημερομηνία προσχώρησης, τις απαγορεύσεις που περιλαμβάνονται στην ισχύουσα νομοθεσία της κατά την υπογραφή της παρούσας Πράξης, όσον αφορά την απόκτηση γεωργικών γαιών από φυσικά πρόσωπα που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι ή υπήκοοι της Ουγγαρίας και από νομικά πρόσωπα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό η μεταχείριση υπηκόων των κρατών μελών ή νομικών προσώπων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να είναι λιγότερο ευνοϊκή όσον αφορά την απόκτηση γεωργικών γαιών από την ισχύουσα κατά την ημερομηνία υπογραφής της Συνθήκης Προσχώρησης. […]

Οι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους οι οποίοι επιθυμούν να εγκατασταθούν ως αυτοαπασχολούμενοι γεωργοί και διαμένουν νόμιμα ασκώντας ενεργά το γεωργικό επάγγελμα στην Ουγγαρία για τουλάχιστον τρία συνεχόμενα έτη δεν υπόκεινται στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ούτε σε οιαδήποτε άλλη διαδικασία πέραν αυτών που εφαρμόζονται στους Ούγγρους υπηκόους.

[…]

Εφόσον αποδεικνύεται επαρκώς ότι, κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, θα σημειωθούν σοβαρές διαταράξεις ή θα υπάρξει απειλή σοβαρών διαταράξεων στην αγορά γεωργικών εκτάσεων στην Ουγγαρία, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της Ουγγαρίας, αποφασίζει για την παράταση της μεταβατικής περιόδου για τρία χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.»

4        Με την απόφαση 2010/792/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2010, για την παράταση της μεταβατικής περιόδου σχετικά με την απόκτηση γεωργικής γης στην Ουγγαρία (ΕΕ 2010, L 336, σ. 60), η προβλεφθείσα στο παράρτημα X, κεφάλαιο 3, σημείο 2, της πράξεως προσχωρήσεως του 2003 μεταβατική περίοδος παρατάθηκε έως τις 30 Απριλίου 2014.

 Το ουγγρικό δίκαιο

5        Ο földről szóló 1987. évi I. törvény (νόμος αριθ. I του 1987, περί γαιών) προέβλεπε ότι τα αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούσαν να αποκτήσουν την κυριότητα ή την επικαρπία γεωργικών γαιών παρά μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του υπουργού Οικονομικών.

6        Το 171/1991 Korm. rendelet (κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 171), της 27ης Δεκεμβρίου 1991, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1992, εν συνεχεία ο termőföldről szóló 1994. évi LV. törvény (νόμος αριθ. LV του 1994, περί των αρόσιμων γαιών, στο εξής: νόμος του 1994) απέκλεισαν για τα φυσικά πρόσωπα που δεν είχαν την ουγγρική ιθαγένεια τη δυνατότητα να αποκτήσουν τέτοιες γαίες. Επιπλέον, ο νόμος του 1994 απαγόρευσε την απόκτηση των γαιών αυτών από τα νομικά πρόσωπα. Αντιθέτως, η απόκτηση μέσω συμβάσεως δικαιώματος επικαρπίας επί των εν λόγω γαιών παρέμενε ελεύθερη για όλους.

7        Ο νόμος του 1994 τροποποιήθηκε με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2002, προκειμένου να αποκλεισθεί και η δυνατότητα συμβατικής συστάσεως δικαιώματος επικαρπίας επί των γεωργικών γαιών υπέρ φυσικών προσώπων που δεν έχουν την ουγγρική ιθαγένεια ή υπέρ νομικών προσώπων.

8        Κατόπιν μεταγενέστερων τροποποιήσεων του νόμου αυτού οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013, η συμβατική σύσταση δικαιώματος επικαρπίας επί των γεωργικών γαιών επιτρεπόταν πλέον, επί ποινή ακυρότητας, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα αυτό θα συστηνόταν υπέρ «στενού συγγενούς». Με την ευκαιρία αυτή, προστέθηκε στον νόμο του 1994 το νέο άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο a, το οποίο προβλέπει ότι «[τ]α υφιστάμενα την 1η Ιανουαρίου 2013 δικαιώματα επικαρπίας τα οποία συστήθηκαν για απεριόριστη διάρκεια ή για ορισμένη διάρκεια λήγουσα μετά τις 30 Δεκεμβρίου 2032, βάσει συμβάσεως μεταξύ προσώπων που δεν είναι στενοί συγγενείς, αποσβέννυνται αυτοδικαίως την 1η Ιανουαρίου 2033».

9        Ο mező- és erdőgazdasági földek forgalmáról szóló 2013. évi CXXII. törvény (νόμος αριθ. CXXII του 2013, περί της πωλήσεως γεωργικών και δασικών γαιών, στο εξής: νόμος του 2013 περί των γεωργικών γαιών) εκδόθηκε στις 21 Ιουνίου 2013 και τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2013.

10      Το άρθρο 5, σημείο 13, του εν λόγω νόμου περιέχει τον εξής ορισμό:

«“Στενός συγγενής”: οι σύζυγοι, οι ανιόντες σε ευθεία γραμμή, τα θετά τέκνα, τα ίδια τέκνα και τα τέκνα του συζύγου, οι θετοί γονείς, οι γονείς του συζύγου και οι αδελφοί.»

11      Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί των γεωργικών γαιών διατηρεί τον κανόνα κατά τον οποίο η συμβατική σύσταση δικαιωμάτων επικαρπίας επί τέτοιων γαιών επιτρέπεται, επί ποινή ακυρότητας, μόνο στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα μεταξύ στενών συγγενών.

12      Ο mező- és erdőgazdasági földek forgalmáról szóló 2013. évi CXXII. törvénnyel összefüggő egyes rendelkezésekről és átmeneti szabályokról szóló 2013. évi CCXII. törvény (νόμος αριθ. CCXII του 2013, περί διαφόρων διατάξεων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με τον νόμο αριθ. CXXII του 2013, περί της πωλήσεως γεωργικών και δασικών γαιών, στο εξής: νόμος του 2013 περί μεταβατικών μέτρων) εκδόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2013 και τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2013.

13      Το άρθρο 108, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου, το οποίο κατήργησε το άρθρο 91, παράγραφος 1, του νόμου του 1994, προβλέπει τα εξής:

«Τα υφιστάμενα στις 30 Απριλίου 2014 δικαιώματα επικαρπίας ή χρήσεως τα οποία συστήθηκαν για απεριόριστη διάρκεια ή για ορισμένη διάρκεια λήγουσα μετά τις 30 Απριλίου 2014, βάσει συμβάσεως μεταξύ προσώπων που δεν είναι στενοί συγγενείς, αποσβέννυνται αυτοδικαίως την 1η Μαΐου 2014.»

14      Το άρθρο 94 του ingatlan-nyilvántartásról szóló 1997. évi CXLI. törvény (νόμου αριθ. CXLI του 1997, για το κτηματολόγιο, στο εξής: νόμος για το κτηματολόγιο) ορίζει τα εξής:

«1.      Ενόψει της διαγραφής από το κτηματολόγιο των δικαιωμάτων επικαρπίας και των δικαιωμάτων χρήσεως τα οποία αποσβέννυνται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 1, του [νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων] (στο εξής από κοινού στο παρόν άρθρο: δικαιώματα επικαρπίας), ο επικαρπωτής φυσικό πρόσωπο οφείλει, κατόπιν εγγράφου οχλήσεως που αποστέλλεται το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2014 από την υπηρεσία του κτηματολογίου και εντός 15 ημερών από την επίδοση του εγγράφου οχλήσεως, να δηλώσει, στο σχετικό έντυπο που καθορίζεται από τον υπουργό, την τυχόν στενή σχέση συγγένειας που τον συνδέει με το πρόσωπο που αναγράφεται ως κύριος του ακινήτου στον τίτλο βάσει του οποίου πραγματοποιήθηκε η εγγραφή του δικαιώματος. Ελλείψει εμπρόθεσμης δηλώσεως, οι αιτήσεις πιστοποιήσεως δεν θα γίνονται δεκτές μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

[…]

3.      Αν από τη δήλωση δεν προκύπτει στενή σχέση συγγένειας ή αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμη δήλωση, η υπηρεσία του κτηματολογίου διαγράφει αυτεπαγγέλτως τα δικαιώματα επικαρπίας από το κτηματολόγιο εντός έξι μηνών από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δηλώσεως και πάντως το αργότερο έως τις 31 Ιουλίου 2015.

[…]

5.      Το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η υπηρεσία του κτηματολογίου διαγράφει αυτεπαγγέλτως από το κτηματολόγιο τα δικαιώματα επικαρπίας τα οποία είχαν εγγραφεί υπέρ νομικών προσώπων ή υπέρ οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα, δυνάμενων να αποκτούν δικαιώματα εγγραπτέα στο κτηματολόγιο, και τα οποία καταργήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 1, του [νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων].»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C‑52/16

15      H SEGRO είναι εμπορική εταιρία με έδρα την Ουγγαρία, οι δε εταίροι της είναι φυσικά πρόσωπα υπήκοοι άλλων κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν στη Γερμανία.

16      Η SEGRO απέκτησε δικαιώματα επικαρπίας επί δύο γεωργικών εκτάσεων κείμενων στην Ουγγαρία. Τα δικαιώματα αυτά ενεγράφησαν στο κτηματολόγιο. Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ειδικότερα ότι τα εν λόγω δικαιώματα συστήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και ενεγράφησαν στο κτηματολόγιο στις 8 Ιανουαρίου 2002.

17      Με δύο αποφάσεις, αντιστοίχως, της 10ης και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, οι διοικητικές υπηρεσίες της περιφέρειας Vas (κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας Sárvár) διέγραψαν τα δικαιώματα αυτά επικαρπίας από το κτηματολόγιο επί τη βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων και του άρθρου 94, παράγραφος 5, του νόμου για το κτηματολόγιο.

18      Προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Szombathelyi Közigazgatási és MMunkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely, Ουγγαρία), η SEGRO υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι οι εν λόγω διατάξεις αντέβαιναν τόσο στον ουγγρικό Θεμελιώδη Νόμο όσο και στο δίκαιο της Ένωσης.

19      Το ως άνω δικαστήριο υπέβαλε ενώπιον του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ουγγαρία) αιτήματα με τα οποία ζητούσε, αφενός, να διαπιστωθεί η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων και του άρθρου 94, παράγραφος 5, του νόμου για το κτηματολόγιο, καθόσον οι διατάξεις αυτές επέφεραν απόσβεση των δικαιωμάτων επικαρπίας που είχαν συσταθεί σε προγενέστερο χρονικό σημείο και επέτασσαν τη διαγραφή τους από το κτηματολόγιο, και, αφετέρου, να απαγορευθεί η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην προκειμένη υπόθεση.

20      Με την απόφαση αριθ. 25, της 21ης Ιουλίου 2015, το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) απέρριψε τα αιτήματα αυτά.

21      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, στην απόφαση αυτή, το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε πάντως παράβαση του ουγγρικού Θεμελιώδους Νόμου καθόσον ο νομοθέτης δεν είχε θεσπίσει, όσον αφορά τα απολεσθέντα λόγω της εφαρμογής του άρθρου 108 του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων δικαιώματα επικαρπίας και χρήσεως, εξαιρετικές διατάξεις που να παρέχουν δυνατότητα αποζημιώσεως, η οποία δεν μπορούσε να απαιτηθεί στο πλαίσιο διακανονισμού μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, ακόμη και στην περίπτωση που η αποζημίωση αυτή αφορούσε έγκυρη σύμβαση. Στην απόφαση αυτή, το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) κάλεσε εξάλλου τον νομοθέτη να συμπληρώσει το κενό αυτό το αργότερο έως την 1η Δεκεμβρίου 2015. Η προθεσμία αυτή παρήλθε χωρίς λήψη σχετικών μέτρων.

22      Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρίνισε συναφώς ότι η ανωτέρω πρόσκληση του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) για ανάληψη νομοθετικής δράσεως αφορούσε μόνο την αποζημίωση για τυχόν ζημίες αποκλειστικώς των ψιλών κυρίων, στο μέτρο που δεν θα ήταν δυνατόν να παρασχεθεί αποζημίωση για τις εν λόγω ζημίες στο πλαίσιο διακανονισμού μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, βάσει των κανόνων του αστικού δικαίου. Όσον αφορά τους επικαρπωτές, το Alkotmánybíróság (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι οι κανόνες του αστικού δικαίου αρκούσαν για την τυχόν αποζημίωσή τους.

23      Το Szombathelyi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely) εκτιμά ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις συνιστούν περιορισμό των δικαιωμάτων των υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, καθόσον είναι ικανές να αποτρέψουν τους ως άνω υπηκόους από το να ασκήσουν τα δικαιώματα αυτά αποκτώντας δικαιώματα επικαρπίας επί αγροτικών ακινήτων, δεδομένου του κινδύνου που διατρέχουν να στερηθούν πρόωρα τα ως άνω δικαιώματα μολονότι απορρέουν από έγκυρες συμβάσεις.

24      Όσον αφορά τους σκοπούς του νόμου του 2013 περί των γεωργικών γαιών, το αιτούν δικαστήριο παραθέτει αποσπάσματα της αποφάσεως του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αριθ. 25, της 21ης Ιουλίου 2015, από τα οποία προκύπτει ιδίως ότι ο εν λόγω νόμος «υλοποιεί τον εθνικό στρατηγικό στόχο, ο οποίος έχει τύχει γενικής αναγνωρίσεως και αποδοχής κατόπιν της μεταβολής του καθεστώτος, κατοχυρώνεται δε συνταγματικώς από το άρθρο P του Θεμελιώδους Νόμου κατά το οποίο, κατ’ ουσίαν, οι αρόσιμες γαίες μπορούν να ανήκουν κατά κυριότητα μόνο στα φυσικά πρόσωπα που τις καλλιεργούν». Η απόφαση αυτή προσθέτει ότι «[ο]μοίως, στο πλαίσιο του ως άνω στόχου ο νόμος αυτός προβλέπει ότι η κυριότητα ενός γεωτεμαχίου δεν μπορεί να αποκτάται ως επενδυτική τοποθέτηση, ήτοι για την εξασφάλιση της υπεραξίας που θα προκύψει από την αύξηση της τιμής των γαιών» και ότι «όπως προκύπτει από το προοίμιο του εν λόγω νόμου, περαιτέρω σκοποί δικαιοπολιτικού χαρακτήρα οι οποίοι οδήγησαν στην κατάρτιση του νόμου αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το να είναι δυνατόν η πώληση γεωργικών και δασικών γαιών και η σύσταση υποθηκών επί τέτοιων γεωτεμαχίων προς εξασφάλιση πιστώσεων να παράσχουν αποτελεσματικές δυνατότητες εκμεταλλεύσεώς τους από νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις, στο να είναι δυνατόν να συσταθούν ιδιοκτησίες μεγέθους τέτοιου ώστε να καθίσταται εφικτή η βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργική παραγωγή, στο να μην απειλείται η στηριζόμενη στην κυριότητα οργάνωση της γεωργίας από τα επιβλαβή αποτελέσματα του κατακερματισμού των γαιών και στο να μπορούν όλοι οι γεωργοί να ασκούν απρόσκοπτα τη δραστηριότητά τους γεωργικής παραγωγής».

25      Όσον αφορά τις συγκεκριμένες διατάξεις που είναι επίμαχες στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από την απόφαση αυτή του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) προκύπτει ότι «[η] αναγκαιότητα και η λυσιτέλεια του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου περί μεταβατικών μέτρων αιτιολογήθηκαν ειδικώς με το επιχείρημα ότι, όσον αφορά την κυριότητα των αρόσιμων γαιών, ο εν λόγω νόμος έπρεπε, προκειμένου να επιτευχθεί πλήρως ο επιδιωκόμενος από το νέο καθεστώς εθνικός στρατηγικός στόχος, να εξαλείψει τα έννομα αποτελέσματα μιας πρακτικής σχετικά με την απόκτηση αρόσιμων γαιών η οποία είχε αναπτυχθεί εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες και εξαιτίας της οποίας το δικαίωμα επικαρπίας είχε εφαρμοστεί κατά τρόπο στρεβλό». Η εν λόγω απόφαση διευκρινίζει ότι «πράγματι, για τη λειτουργία του νέου καθεστώτος είναι απαραίτητο, όσον αφορά την κυριότητα, την επικαρπία και τη χρήση των αρόσιμων γαιών, οι εγγραφές στο κτηματολόγιο να αντανακλούν έννομες σχέσεις οι οποίες είναι σύμφωνες προς τον Θεμελιώδη Νόμο». Συνεπώς, κατά την απόφαση αυτή, «ήταν απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που να εμποδίζουν την εφαρμογή νομικών κατασκευών που αποκαλούνται στην καθομιλουμένη “συμφωνίες κάτω από το τραπέζι” και συνεπώς να προβλεφθεί ότι δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούν να εφαρμόζονται δικαιώματα ή υποχρεώσεις ή οποιαδήποτε ένδικα βοηθήματα, βάσει υφιστάμενων εννόμων σχέσεων, για να καταστρατηγηθούν οι προϋφιστάμενοι περιορισμοί και απαγορεύσεις όσον αφορά την απόκτηση της κυριότητας».

26      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο Ούγγρος νομοθέτης δεν απέδειξε όμως επαρκώς τον αναγκαίο και αναλογικό χαρακτήρα των επίμαχων κανόνων, δεδομένου ότι η αιτιολογική έκθεση του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων δεν παρείχε ιδίως τη δυνατότητα να εντοπιστούν, είτε στον νόμο αυτό είτε στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση, ένας αρκούντως πιστοποιημένος θεμιτός σκοπός γενικού συμφέροντος και επιχειρήματα που να δικαιολογούν τη συλλήβδην κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας, χωρίς αποζημίωση ούτε προσήκουσα μεταβατική περίοδο, ούτε δικαιολογούσε, όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, την ανάγκη να μειωθεί σε λίγους μήνες η προηγουμένως εικοσαετούς διάρκειας περίοδος κατά την οποία τα οικεία δικαιώματα επικαρπίας μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι την κατάργησή τους.

27      Ιδίως, το νόμιμο τεκμήριο το οποίο δεν διατυπώνεται μεν ρητώς στην εν λόγω νομοθεσία πλην όμως αποτελεί το θεμέλιό της, κατά το οποίο όλες οι ιδιωτικές συμβάσεις με τις οποίες συστήθηκαν δικαιώματα επικαρπίας και χρήσεως συνήφθησαν προκειμένου να παρακάμψουν τις προϋφιστάμενες απαγορεύσεις όσον αφορά την απόκτηση της κυριότητας, αποσκοπεί στον τερματισμό παραβάσεων του νόμου που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά το παρελθόν. Ο Ούγγρος νομοθέτης καθόρισε ως εκ τούτου, με νομοθετικά μέτρα, τις συνέπειες της υποτιθέμενης ακυρότητας των εν λόγω συμβάσεων, χωρίς όμως να αιτιολογεί τον χαρακτήρα της ως άνω νομοθεσίας ως γενικού συμφέροντος, στέρησε δε τους ενδιαφερομένους από τη δυνατότητα να αποδείξουν την εγκυρότητα των συμβάσεών τους στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας και προσέβαλε το κατά το άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμά τους να προσφύγουν ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου.

28      Εξάλλου, κατά το εν λόγω δικαστήριο, οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις έθιξαν επίσης το κατοχυρούμενο στο άρθρο 17 του Χάρτη δικαίωμα ιδιοκτησίας, ιδίως μη εξασφαλίζοντας στους απολέσαντες το δικαίωμά τους επικαρπωτές μια εύλογη αποζημίωση και παραβιάζοντας την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι η επένδυση σε επικαρπία συνιστά, καταρχήν, δικαιοπραξία με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα.

29      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Szombathelyi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 17 και 47 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία –χωρίς να λαμβάνει υπόψη άλλα κριτήρια– εισάγει υποχρέωση διαγραφής των εγγεγραμμένων δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως επί αγροτικών ακινήτων τα οποία ενεγράφησαν υπέρ εμπορικών εταιριών ή φυσικών προσώπων που δεν έχουν στενή σχέση συγγένειας με τον κύριο του ακινήτου, χωρίς ταυτοχρόνως να προβλέπει αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας των δικαιούχων των αποσβεσθέντων δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως, η οποία, καίτοι δεν μπορεί να αξιωθεί στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως απαιτήσεων μεταξύ των συμβαλλομένων, εντούτοις συνάγεται από την ύπαρξη εγκύρων συμβάσεων;

2)      Έχουν τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 17 και 47 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία –χωρίς να λαμβάνει υπόψη άλλα κριτήρια– εισάγει υποχρέωση διαγραφής των εγγεγραμμένων δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως επί αγροτικών ακινήτων τα οποία ενεγράφησαν, δυνάμει συμβάσεων συναφθεισών πριν από τις 30 Απριλίου 2014, υπέρ εμπορικών εταιρειών ή φυσικών προσώπων που δεν έχουν στενή σχέση συγγένειας με τον κύριο του ακινήτου, προβλέποντας ταυτοχρόνως αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας των δικαιούχων των αποσβεσθέντων δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως, η οποία, καίτοι δεν μπορεί να αξιωθεί στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως απαιτήσεων μεταξύ των συμβαλλομένων, εντούτοις συνάγεται από την ύπαρξη εγκύρων συμβάσεων;»

 Η υπόθεση C‑113/16

30      Ο G. Horváth, Αυστριακός υπήκοος που διαμένει στην Αυστρία, απέκτησε, προ της 30ής Απριλίου 2014, δικαιώματα επικαρπίας επί δύο γεωργικών εκτάσεων κείμενων στην Ουγγαρία. Τα δικαιώματα αυτά ενεγράφησαν στο κτηματολόγιο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι οι εγγραφές αυτές έγιναν στις 2 Νοεμβρίου 1999.

31      Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2015, η τοπική κυβέρνηση της περιφέρειας Vas διέγραψε τα δικαιώματα αυτά επικαρπίας από το κτηματολόγιο, επί τη βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων και του άρθρου 94, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου για το κτηματολόγιο.

32      Ο G. Horváth άσκησε προσφυγή ενώπιον του Szombathelyi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely).

33      Το ως άνω δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν, κατά το μέτρο που εξαρτούν τη διατήρηση των δικαιωμάτων επικαρπίας από την απόδειξη, εκ μέρους του επικαρπωτή, της υπάρξεως στενής συγγένειας με το πρόσωπο το οποίο παραχώρησε τα δικαιώματα επικαρπίας και το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι Ούγγρος υπήκοος, οι επίμαχες εθνικές διατάξεις ενέχουν συγκεκαλυμμένη διάκριση εις βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας. Τούτο είναι πιθανό ότι συμβαίνει, καθόσον οι προϊσχύσασες διατάξεις απαγόρευαν ρητώς στα αλλοδαπά φυσικά και νομικά πρόσωπα που επιθυμούσαν να εκμεταλλευθούν γεωργικές γαίες στην Ουγγαρία να αποκτήσουν την κυριότητα των γαιών αυτών, οπότε το αναλογικό ποσοστό των επικαρπωτών ή κατόχων δικαιωμάτων χρήσεως ήταν σαφώς υψηλότερο μεταξύ των υπηκόων των άλλων κρατών μελών απ’ ό,τι μεταξύ των Ούγγρων υπηκόων.

34      Σχετικά, δεύτερον, με την εκτίμηση του κατά πόσον είναι αναγκαία τα εν λόγω μέτρα για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται από τον εθνικό νομοθέτη, το αιτούν δικαστήριο συμπληρώνει την ανάλυση που πραγματοποίησε στο πλαίσιο της αποφάσεώς του περί παραπομπής στην υπόθεση C‑52/16. Επισημαίνει συνεπώς ότι, εκδίδοντας τον νόμο του 2013 περί των γεωργικών γαιών και τον νόμο του 2013 περί μεταβατικών μέτρων, ο Ούγγρος νομοθέτης δέχθηκε κατά τεκμήριο ότι τα δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών τα οποία είχαν συσταθεί μεταξύ προσώπων πέραν των στενών συγγενών έπρεπε να θεωρηθούν ως επενδύσεις σκοπούσες στον προσπορισμό προσωπικού κέρδους. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο στενός δεσμός συγγένειας δεν επιτρέπει να αποκλεισθεί άνευ ετέρου η ύπαρξη κινήτρου για προσπορισμό προσωπικού κέρδους.

35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Szombathelyi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Szombathely) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνιστά περιορισμό που αντιβαίνει στα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίδικη στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη διατήρηση των δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως που έχουν συσταθεί επί αγροτικών γαιών από την απόδειξη στενής σχέσεως συγγένειας με τους συστήσαντες τα εν λόγω δικαιώματα, κατά τρόπον ώστε, εάν ο δικαιούχος αδυνατεί να αποδείξει στενή σχέση συγγένειας, το δικαίωμά του αποσβέννυται αυτοδικαίως άνευ αποκαταστάσεως της περιουσιακής του ζημίας;

2)      Λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, επηρεάζει πράγματι εξίσου τόσο τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους όσο και τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίδικη στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η οποία εξαρτά τη διατήρηση των δικαιωμάτων επικαρπίας και χρήσεως που έχουν συσταθεί επί αγροτικών γαιών από την απόδειξη στενής σχέσεως συγγένειας με τους συστήσαντες τα εν λόγω δικαιώματα, κατά τρόπον ώστε, εάν ο δικαιούχος αδυνατεί να αποδείξει στενή σχέση συγγένειας, το δικαίωμά του αποσβέννυται αυτοδικαίως άνευ αποκαταστάσεως της περιουσιακής του ζημίας;»

36      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2016, οι υποθέσεις C‑52/16 και C‑113/16 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

37      Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξετασθούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν τα άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 17 και 47 του Χάρτη πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, δυνάμει της οποίας τα συσταθέντα σε προγενέστερο χρονικό σημείο δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών υπέρ δικαιούχων οι οποίοι δεν είναι στενοί συγγενείς του κυρίου των γαιών αυτών αποσβέννυνται αυτοδικαίως και συνακόλουθα διαγράφονται από τα κτηματολόγια.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

38      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι, εφόσον οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις περί συστάσεως επικαρπίας συνήφθησαν προ της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης Προσχωρήσεως του 2003, το κύρος τους εξαρτάται αποκλειστικώς από τους κανόνες του εθνικού δικαίου που ίσχυαν κατά τον χρόνο της συνάψεώς τους. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τους εν λόγω κανόνες υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης ούτε κατά συνέπεια να αποφανθεί επί της επακολουθήσασας καταργήσεως, διά των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών κανόνων, δικαιωμάτων επικαρπίας τα οποία εν προκειμένω, βάσει του εθνικού δικαίου που ίσχυσε προ της προσχωρήσεως του οικείου κράτους μέλους στην Ένωση, είχαν συσταθεί παρανόμως.

39      Πάντως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την εφαρμογή του σε νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία της προσχωρήσεως του κράτους αυτού στην Ένωση (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, Ynos, C‑302/04, EU:C:2006:9, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Διαπιστώνεται όμως ότι, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις περί παραπομπής, τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιώματα επικαρπίας εξακολουθούσαν να υφίστανται στις 30 Απριλίου 2014, η δε κατάργησή τους καθώς και η διαγραφή τους από το κτηματολόγιο δεν επήλθαν διά της εφαρμογής ρυθμίσεων που είχαν ισχύσει και είχαν παραγάγει όλα τα αποτελέσματά τους όσον αφορά τα δικαιώματα αυτά προ της ημερομηνίας προσχωρήσεως της Ουγγαρίας στην Ένωση, αλλά αποκλειστικώς δυνάμει των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών διατάξεων, οι οποίες θεσπίστηκαν δέκα σχεδόν έτη μετά την προσχώρηση αυτή.

41      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, δεύτερον, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι απαράδεκτα στο μέτρο που αφορούν το άρθρο 108 του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων, δεδομένου ότι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, εφαρμόστηκε μόνο το άρθρο 94 του νόμου για το κτηματολόγιο. Το άρθρο 108 είχε ήδη παραγάγει όλα τα αποτελέσματά του, το δε αιτούν δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί σχετικά με την αποκατάσταση ή τη διατήρηση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υποβάλλει εθνικό δικαστήριο μπορεί να απορριφθεί μόνον αν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το δικαστήριο αυτό δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, το άρθρο 108 του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων είχε ως συνέπεια την ex lege απόσβεση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας. Συνεπώς, το άρθρο αυτό αποτέλεσε, όπως και το άρθρο 94 του νόμου για το κτηματολόγιο, την αιτία της εκδόσεως των επίδικων στις υποθέσεις των κύριων δικών αποφάσεων διαγραφής. Ως εκ τούτου, αφενός, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία ζητείται εν προκειμένω και η οποία σκοπεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει κατά πόσον συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ένωσης οι ως άνω εθνικές διατάξεις ασφαλώς και συνδέεται με το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών και, αφετέρου, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν έχουν υποθετικό χαρακτήρα.

45      Συναφώς, όσον αφορά το επιχείρημα της Ουγγρικής Κυβερνήσεως ότι το αιτούν δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων επικαρπίας που καταργήθηκαν με το άρθρο 108 του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων και διαγράφηκαν δυνάμει του άρθρου 94 του νόμου για το κτηματολόγιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, διατάξεις όπως αυτές των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επικλήσεως ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και να επαχθούν τη μη εφαρμογή των αντίθετων προς αυτές εθνικών κανόνων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2002, Überseering, C‑208/00, EU:C:2002:632, σκέψη 60, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, The Trustees of the BT Pension Scheme, C‑628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Συνεπώς, τόσο οι διοικητικές αρχές όσο και τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργησή της διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, The Trustees of the BT Pension Scheme, C‑628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Τρίτον, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο αμφισβητεί ορισμένα από τα συμπεράσματα της αποφάσεως του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αριθ. 25, της 21ης Ιουλίου 2015, ενώ, βάσει του ουγγρικού συνταγματικού δικαίου, οι αποφάσεις του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) δεσμεύουν τα κατώτερα δικαστήρια.

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τα δε εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εμποδίζονται από κανόνες του εθνικού δικαίου να χρησιμοποιούν την ευχέρεια αυτή. Ειδικότερα, μια τέτοια ευχέρεια είναι συμφυής με το σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, και με τα καθήκοντα του επιφορτισμένου με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δικαστή, τα οποία αναθέτει η διάταξη αυτή στα εθνικά δικαστήρια (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, PFE, C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ύπαρξη κανόνα του εσωτερικού δικαίου κατά τον οποίο τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις νομικές εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί να τους στερεί, για τον λόγο αυτό και μόνον, την ως άνω ευχέρεια (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli, C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 42).

49      Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε η Ουγγρική Κυβέρνηση προς αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων ή προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των ερωτημάτων αυτών πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της ουσίας

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (ελευθερία εγκαταστάσεως) και/ή του άρθρου 63 ΣΛΕΕ (ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων)

50      Αντικείμενο των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικών διατάξεων είναι, κατ’ ουσίαν, η αυτοδίκαιη κατάργηση των δικαιωμάτων επικαρπίας, που είχαν κτηθεί επί γεωργικών γαιών σε προγενέστερο χρονικό σημείο, στην περίπτωση που οι επικαρπωτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις από τις οποίες η εθνική νομοθεσία εξαρτά εφεξής την απόκτηση των εν λόγω δικαιωμάτων επικαρπίας και η συνακόλουθη πρόβλεψη της διαγραφής τέτοιων προγενεστέρως κτηθέντων δικαιωμάτων από τα κτηματολόγια.

51      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το άρθρο 345 ΣΛΕΕ, στο οποίο αναφέρθηκε η Ουγγρική Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, εκφράζει την αρχή της ουδετερότητας των Συνθηκών έναντι του καθεστώτος της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη, το άρθρο αυτό δεν έχει πάντως ως αποτέλεσμα να εξαιρεί τα υφιστάμενα στα κράτη μέλη καθεστώτα ιδιοκτησίας από τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ [απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Essent κ.λπ., C‑105/12 έως C‑107/12, EU:C:2013:677, σκέψεις 29 και 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 107]. Συνεπώς, μολονότι το εν λόγω άρθρο δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να θεσπίζουν καθεστώς κτήσεως εγγείου ιδιοκτησίας το οποίο προβλέπει ειδικά μέτρα τα οποία έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές με αντικείμενο γεωργικές και δασικές εκτάσεις, ένα τέτοιο καθεστώς δεν εξαιρείται, ιδίως, από τον κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων ούτε από τους κανόνες για την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Ospelt και Schlössle Weissenberg, C‑452/01, EU:C:2003:493, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εξάλλου, δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα παραπέμπουν τόσο στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως όσο και στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πρέπει να προσδιοριστεί ποια ελευθερία είναι η επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 20).

53      Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αντικείμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Όσον αφορά νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, το αντικείμενο της οποίας διευκρινίστηκε στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι η άσκηση, ως συμπλήρωμα του δικαιώματος εγκαταστάσεως, του δικαιώματος κτήσεως, εκμεταλλεύσεως και μεταβιβάσεως των ακινήτων που ευρίσκονται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους συνεπάγεται κινήσεις κεφαλαίων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Festersen, C‑370/05, EU:C:2007:59, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Συνεπώς, μολονότι η ως άνω νομοθεσία ενδέχεται a priori να άπτεται και των δύο θεμελιωδών ελευθεριών στις οποίες αναφέρθηκε το αιτούν δικαστήριο, εντούτοις, στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών, οι τυχόν απορρέοντες από την εν λόγω νομοθεσία περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως συνιστούν αναπόφευκτη συνέπεια του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και κατά συνέπεια δεν δικαιολογούν αυτοτελή εξέταση της νομοθεσίας αυτής υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome, C‑182/08, EU:C:2009:559, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Ειδικότερα, οι κινήσεις κεφαλαίων περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ακίνητα ευρισκόμενα στο έδαφος κράτους μέλους από πρόσωπα που δεν κατοικούν στο κράτος αυτό, όπως προκύπτει από την ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων που παρατίθεται στο παράρτημα I της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης ΕΚ [άρθρου καταργηθέντος με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ] (ΕΕ 1988, L 178, σ. 5), η οποία εξακολουθεί να έχει ενδεικτική αξία όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας των κινήσεων κεφαλαίων (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Festersen, C‑370/05, EU:C:2007:59, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Στη δε έννοια αυτή εμπίπτουν μεταξύ άλλων οι επενδύσεις σε ακίνητα που έχουν ως αντικείμενο την απόκτηση επικαρπίας επί γεωργικών γαιών όπως επιβεβαιώνει ιδίως η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στις επεξηγηματικές σημειώσεις του παραρτήματος Ι της οδηγίας 88/361, κατά την οποία η κατηγορία των καλυπτόμενων από τη διευκρίνιση αυτή επενδύσεων σε ακίνητα περιλαμβάνει την απόκτηση δικαιωμάτων επικαρπίας επί γηπέδων με οικοδομές ή άνευ οικοδομών.

58      Εν προκειμένω, όσον αφορά την υπόθεση C‑113/16, δεν αμφισβητείται ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, Αυστριακός υπήκοος, ο οποίος δεν κατοικεί στην Ουγγαρία, απέκτησε συμβατικώς δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών κείμενων στο κράτος μέλος αυτό, τα οποία εν συνεχεία στερήθηκε εξαιτίας της θεσπίσεως των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικών διατάξεων. Η περίπτωση αυτή εμπίπτει επομένως στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

59      Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την περίπτωση της υποθέσεως C‑52/16. Ειδικότερα, μολονότι, ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα στην εν λόγω υπόθεση δικαιώματα επικαρπίας αποκτήθηκαν από συσταθείσα στην Ουγγαρία εμπορική εταιρία, από τα στοιχεία που εκθέτει η απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η εταιρία αυτή συστήθηκε από φυσικά πρόσωπα διαμένοντα σε άλλο κράτος μέλος. Όπως δε υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών του, η απόκτηση ακινήτων από κατοίκους αλλοδαπής, ακόμη και όταν πραγματοποιείται μέσω νομικού προσώπου συσταθέντος στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκονται τα εν λόγω ακίνητα, είναι ικανή να εμπίπτει στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Barbier, C‑364/01, EU:C:2003:665, σκέψεις 58 και 59, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, Woningstichting Sint Servatius, C‑567/07, EU:C:2009:593, σκέψεις 12, 13, 19, 20 και 39).

60      Κατά συνέπεια, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία πρέπει να εξετασθεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

 Επί της υπάρξεως περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

61      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει γενικώς τα εμπόδια στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Essent κ.λπ., C‑105/12 έως C‑107/12, EU:C:2013:677, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, ως εκ του αντικειμένου της, νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία προβλέπει την απόσβεση των συμβατικώς κτηθέντων δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται δικαιώματα επικαρπίας που κατέχονται λόγω ασκήσεως του δικαιώματος στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, περιορίζει, εξ αυτού του λόγου και μόνον, την εν λόγω ελευθερία. Η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζεται από το ενδεχόμενο, για το οποίο κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο στο δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C‑52/16, να ληφθεί μέτρο αποζημιώσεως των προσώπων τα οποία, μετά την απόκτηση τέτοιων δικαιωμάτων, στερήθηκαν τα εν λόγω δικαιώματα συνεπεία της νομοθεσίας αυτής.

63      Ειδικότερα, η εν λόγω νομοθεσία στερεί τον ενδιαφερόμενο τόσο από τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να απολαμβάνει το δικαίωμα το οποίο απέκτησε, εμποδίζοντάς τον, ιδίως, να εκμεταλλευθεί τις εν λόγω γεωργικές γαίες για τους σκοπούς για τους οποίους απέκτησε το δικαίωμα, όσο και από τη δυνατότητα να μεταβιβάσει το δικαίωμα αυτό.

64      Στερώντας όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο τους υπηκόους άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας, οι οποίοι είναι δικαιούχοι της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, από την απόλαυση των αγαθών στα οποία επένδυσαν κεφάλαια, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική νομοθεσία παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

65      Εξάλλου, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ως μέτρα τα οποία απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον συνιστούν περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων, νοούνται μεταξύ άλλων εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Festersen, C‑370/05, EU:C:2007:59, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, Woningstichting Sint Servatius, C‑567/07, EU:C:2009:593, σκέψη 21).

66      Συνεπώς, εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών περιορίζει την κατοχυρούμενη στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ θεμελιώδη ελευθερία.

67      Όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω νομοθεσία πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως εισάγουσα δυσμενή διάκριση, ζήτημα το οποίο αφορά το δεύτερο ερώτημα που υποβάλλεται στην υπόθεση C‑113/16, επισημαίνεται, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του, ότι απαίτηση σχετική, όπως εν προκειμένω, με την ύπαρξη στενού δεσμού συγγένειας μεταξύ του επικαρπωτή και του κυρίου της αρόσιμης γης χρησιμοποιεί κριτήριο φαινομενικά ανεξάρτητο από την ιθαγένεια του επικαρπωτή και την προέλευση των κεφαλαίων, το οποίο επομένως δεν έχει τον χαρακτήρα άμεσης διακρίσεως.

68      Πάντως, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η πιθανότητα να πληρούν το κριτήριο αυτό υπήκοοι άλλων κρατών μελών οι οποίοι έχουν αποκτήσει μια τέτοια επικαρπία είναι σχετικώς μικρή.

69      Ειδικότερα, το περιγραφέν στις σκέψεις 5 και 6 της παρούσας αποφάσεως εθνικό ρυθμιστικό πλαίσιο καθώς και τα προβλεπόμενα από την πράξη προσχωρήσεως του 2003 μεταβατικά μέτρα τα οποία υπενθυμίζονται στις σκέψεις 3 και 4 της παρούσας αποφάσεως, εκ των οποίων προκύπτει ότι η απόκτηση, από τα πρόσωπα χωρίς ουγγρική ιθαγένεια, της κυριότητας γεωργικών γαιών υποβλήθηκε επί πολλά έτη, διαδοχικώς, σε καθεστώς προηγούμενης άδειας και εν συνεχεία σε καθεστώς απαγορεύσεως, μπορούσαν να καταστήσουν λιγότερο πιθανή την απόκτηση της κυριότητας επί των γαιών αυτών από αλλοδαπούς και, συνακόλουθα, λιγότερο πιθανό το ενδεχόμενο ο αλλοδαπός επικαρπωτής τέτοιων γαιών να πληροί την απαίτηση περί υπάρξεως στενού δεσμού συγγένειας με τον ιδιοκτήτη της γης.

70      Δεύτερον, το γεγονός ότι, για τα πρόσωπα χωρίς ουγγρική ιθαγένεια, η μοναδική δυνατότητα αποκτήσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί γεωργικών γαιών κείμενων στην Ουγγαρία, μεταξύ των ετών 1992 και 2002, συνίστατο ακριβώς στην απόκτηση δικαιωμάτων επικαρπίας επί των γαιών αυτών οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των υπηκόων άλλων κρατών μελών που ήταν επικαρπωτές τέτοιων γαιών.

71      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστήριξε μεν συναφώς, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι από τους 100 000 και πλέον επικαρπωτές που εθίγησαν από την κατάργηση των δικαιωμάτων τους επικαρπίας και χρήσεως την οποία επέφερε το άρθρο 108, παράγραφος 1, του νόμου του 2013 περί μεταβατικών μέτρων, μόνο 5 058 είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας ή υπήκοοι τρίτων χωρών.

72      Εντούτοις, έστω και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο, στην αρμοδιότητα του οποίου εμπίπτει μια τέτοια εκτίμηση, θα διαπιστώσει ότι τα αριθμητικά αυτά στοιχεία είναι αποδειγμένα, τούτο από μόνο του δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία συνεπάγεται ιδιαίτερο μειονέκτημα για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών σε σύγκριση με τους Ούγγρους υπηκόους.

73      Ειδικότερα, η ενδεχόμενη ύπαρξη τέτοιου μειονεκτήματος πρέπει να εκτιμηθεί διά της συγκρίσεως μεταξύ της ομάδας των υπηκόων άλλων κρατών μελών πλην της Ουγγαρίας οι οποίοι έχουν, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, την επικαρπία γεωργικών γαιών και της ομάδας των Ούγγρων υπηκόων οι οποίοι έχουν, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, τέτοια δικαιώματα επικαρπίας και διά του καθορισμού του ποσοστού κατά το οποίο θίγεται η κάθε ομάδα από το επιβληθέν μέτρο περί αποσβέσεως των επικαρπιών. Δεδομένων όμως των στοιχείων που παρατέθηκαν στις σκέψεις 68 έως 70 της παρούσας αποφάσεως, είναι πιθανόν η πρώτη εκ των ομάδων αυτών να έχει θιγεί από το εν λόγω μέτρο κατά ποσοστό σαφώς υψηλότερο απ’ ό,τι η δεύτερη (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Seymour-Smith και Perez, C‑167/97, EU:C:1999:60, σκέψη 59).

74      Υπ’ αυτές τις συνθήκες και υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τους υπηκόους άλλων κρατών μελών σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τους Ούγγρους υπηκόους και κατά συνέπεια ενέχει πιθανώς έμμεση διάκριση βάσει της ιθαγένειας του επικαρπωτή ή της προελεύσεωςτων κεφαλαίων.

75      Πάντως, έστω και στο μέτρο που εισάγει εμμέσως δυσμενή διάκριση, δεν αποκλείεται το απορρέον από την εν λόγω νομοθεσία εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων το οποίο προσδιορίστηκε στις σκέψεις 62 έως 66 της παρούσας αποφάσεως να μπορεί ενδεχομένως να τύχει δικαιολογήσεως.

 Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων

76      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μέτρα όπως τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών, τα οποία περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων συνεπαγόμενα, κατά πάσα πιθανότητα, έμμεση δυσμενή διάκριση, επιτρέπονται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται, βάσει αντικειμενικών λόγων ανεξάρτητων από την προέλευση των οικείων κεφαλαίων, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος και ότι τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που προϋποθέτει ότι τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα για την επίτευξη του θεμιτώς επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2007, Geurts και Vogten, C‑464/05, EU:C:2007:631, σκέψη 24, και της 5ης Φεβρουαρίου 2014, Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψεις 41 και 42).

77      Ομοίως, τέτοια μέτρα μπορούν να δικαιολογούνται από τους λόγους τους οποίους παραθέτει το άρθρο 65 ΣΛΕΕ υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν την εν λόγω αρχή της αναλογικότητας (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Woningstichting Sint Servatius, C‑567/07, EU:C:2009:593, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78      Υπενθυμίζεται επίσης, συναφώς, ότι εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη προς επίτευξη του σκοπού του οποίου γίνεται επίκληση μόνον εφόσον υπηρετεί πράγματι τον σκοπό αυτό κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑244/15, EU:C:2016:359, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Καίτοι απόκειται εν τέλει στο εθνικό δικαστήριο, που είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία, να κρίνει κατά πόσον οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω, το Δικαστήριο, το οποίο καλείται στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τον φάκελο της υποθέσεως της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του έχουν υποβληθεί, στοιχεία που θα καταστήσουν δυνατή για το εθνικό δικαστήριο την έκδοση της αποφάσεώς του (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Leone, C‑173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, η Ουγγαρία υποστήριξε ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία δικαιολογείται, αντιστοίχως, από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενους από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ήτοι, στην υπό κρίση περίπτωση, από σκοπό γενικού συμφέροντος συνδεόμενο με την εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών και από λόγους προβλεπόμενους στο άρθρο 65 ΣΛΕΕ. Σχετικά με το άρθρο αυτό, η Ουγγρική Κυβέρνηση επικαλείται, ειδικότερα, αφενός, τη βούληση να τιμωρηθούν παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον έλεγχο συναλλάγματος και, αφετέρου, τη βούληση να καταπολεμηθούν, για λόγους δημοσίας τάξεως, καταχρηστικές πρακτικές όσον αφορά τις αποκτήσεις.

–       Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου στηριζόμενου σε σκοπό γενικού συμφέροντος συνδεόμενο με την εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών

81      Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει, παραπέμποντας στις εκτιμήσεις της αποφάσεως του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αριθ. 25, της 21ης Ιουλίου 2015, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία, καθόσον εξαρτά τη μελλοντική απόκτηση δικαιωμάτων επικαρπίας επί αρόσιμων γαιών και τη διατήρηση υφιστάμενων τέτοιων δικαιωμάτων από την προϋπόθεση ότι ο επικαρπωτής είναι στενός συγγενής του κυρίου του οικείου ακινήτου, επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος. Ειδικότερα, η νομοθεσία αυτή επιδιώκει να επιφυλάξει την κυριότητα των αρόσιμων γαιών υπέρ των προσώπων που τις καλλιεργούν και να εμποδίσει την απόκτηση των γαιών αυτών για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς καθώς και να καταστήσει δυνατή την εκμετάλλευση των εν λόγων γαιών από νέες επιχειρήσεις, να διευκολύνει τη δημιουργία ιδιοκτησιών μεγέθους τέτοιου ώστε να καθίσταται εφικτή η βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργική παραγωγή και να αποτρέψει τον κατακερματισμό των γεωργικών γαιών καθώς και την αγροτική έξοδο και την πληθυσμιακή ερήμωση της υπαίθρου.

82      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι εθνικές νομοθεσίες μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων για λόγους όπως είναι να διασφαλιστεί η εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες και να επιδιωχθεί η κατοίκηση και εκμετάλλευση των γεωργικών ακινήτων κατά κύριο λόγο από τους ιδιοκτήτες τους, καθώς και να διατηρηθεί, για χωροταξικούς σκοπούς, μόνιμος πληθυσμός στις αγροτικές περιοχές και να προαχθεί η ορθολογική χρήση των διαθέσιμων γαιών διά της καταπολεμήσεως της οικιστικής πιέσεως. Οι σκοποί αυτοί αντιστοιχούν εξάλλου στους σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία επιδιώκει, δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, «να εξασφαλίζει […] ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στο γεωργικό πληθυσμό» και η εκπόνηση της οποίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, κατά το άρθρο 39, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, «[τον] ιδιαίτερ[ο] χαρακτήρ[α] της γεωργικής δραστηριότητας, που απορρέει από την κοινωνική δομή της γεωργίας και τις διαρθρωτικές και φυσικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων γεωργικών περιοχών» (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Festersen, C‑370/05, EU:C:2007:59, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους σκοπούς διατηρήσεως μιας κατανομής της εγγείου ιδιοκτησίας που να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη βιώσιμων εκμεταλλεύσεων και την αρμονική διατήρηση του χώρου και των τοπίων (απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Ospelt και Schlössle Weissenberg, C‑452/01, EU:C:2003:493, σκέψη 39).

84      Πρέπει πάντως να εξακριβωθεί εν προκειμένω, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, κατά πόσον η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία όντως δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ανεξάρτητους από την προέλευση των οικείων κεφαλαίων, καθώς και κατά πόσον είναι κατάλληλη για την επίτευξη θεμιτών σκοπών γενικού συμφέροντος και δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

85      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που λαμβάνεται από το κράτος μέλος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που να μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ., C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, αν κράτος μέλος προτίθεται να επικαλεστεί σκοπό ικανό να δικαιολογήσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων το οποίο απορρέει από περιοριστικό εθνικό μέτρο, οφείλει να παράσχει στο δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί επ’ αυτού του ζητήματος όλα τα στοιχεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει ότι το εν λόγω μέτρο όντως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Stoß κ.λπ., C‑316/07, C‑358/07 έως C‑360/07, C‑409/07 και C‑410/07, EU:C:2010:504, σκέψη 71).

86      Συναφώς, επισημαίνεται πρώτον ότι, όπως υποστήριξε μεταξύ άλλων η Επιτροπή και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 111 έως 113 των προτάσεών του, νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιτρέπει τη διατήρηση υφιστάμενων δικαιωμάτων επικαρπίας επί των αρόσιμων γαιών μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο επικαρπωτής είναι στενός συγγενής του κυρίου των γαιών αυτών, δεν είναι κατάλληλη για την επιδίωξη των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Ουγγρική Κυβέρνηση, με τους οποίους δεν έχει καμία άμεση σχέση.

87      Ειδικότερα, η ύπαρξη του απαιτούμενου δεσμού συγγένειας δεν είναι ικανή να εγγυηθεί ότι ο επικαρπωτής εκμεταλλεύεται ο ίδιος το οικείο γεωτεμάχιο και ότι δεν απέκτησε το επίμαχο δικαίωμα επικαρπίας για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς. Ομοίως, κανένα στοιχείο δεν οδηγεί a priori στο συμπέρασμα ότι ένας τρίτος προς την οικογένεια του ιδιοκτήτη ο οποίος απέκτησε την επικαρπία ενός τέτοιου γεωτεμαχίου δεν είναι σε θέση να το εκμεταλλευθεί ο ίδιος και ότι η απόκτηση πραγματοποιήθηκε οπωσδήποτε για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς, χωρίς καμία πρόθεση καλλιέργειας του εν λόγω γεωτεμαχίου.

88      Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ούτε ότι η απαίτηση αυτή περί υπάρξεως στενού δεσμού συγγένειας μεταξύ του ιδιοκτήτη και του επικαρπωτή, την οποία προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική νομοθεσία, είναι ικανή να συμβάλει στην υποστήριξη και στην ανάπτυξη βιώσιμης και ανταγωνιστικής γεωργίας, ιδίως διά της αποτροπής του κατακερματισμού των γαιών.

89      Εξάλλου, παρατηρείται ότι αυτή καθεαυτήν η απαίτηση περί υπάρξεως στενού δεσμού συγγένειας δεν είναι ικανή να εγγυηθεί ούτε την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού της αποτροπής της αγροτικής εξόδου και της πληθυσμιακής ερημώσεως της υπαίθρου. Ειδικότερα, το κριτήριο το οποίο επέλεξε εν προκειμένω ο εθνικός νομοθέτης είναι άσχετο προς τον σκοπό να εξασφαλισθεί η διατήρηση του πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές, στο μέτρο που το γεγονός ότι ο επικαρπωτής έχει στενό δεσμό συγγένειας με τον κύριο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο εν λόγω επικαρπωτής διαμένει κοντά στις εν λόγω γεωργικές γαίες.

90      Δεύτερον, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία βαίνει, εν πάση περιπτώσει, πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επικαλείται η Ουγγρική Κυβέρνηση.

91      Αφενός, όσον αφορά τη μη αποζημίωση των επικαρπωτών, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστήριξε μεν ότι οι επικαρπωτές θα μπορούσαν να αποζημιωθούν στο πλαίσιο διακανονισμού που θα πραγματοποιούνταν μεταξύ των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τους κανόνες του ουγγρικού αστικού δικαίου. Πλην όμως, εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια παραπομπή στους γενικούς κανόνες του αστικού δικαίου μετακυλίει στους επικαρπωτές το βάρος να αξιώσουν την καταβολή, μέσω διαδικασιών που μπορούν να αποδειχθούν μακροχρόνιες και δαπανηρές, τυχόν αποζημιώσεων που ενδεχομένως θα τους οφείλει ο κύριος του γεωτεμαχίου. Ειδικότερα, οι κανόνες αυτοί του αστικού δικαίου, στους οποίους η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία δεν πραγματοποιεί εξάλλου καμία αναφορά, δεν παρέχουν τη δυνατότητα ούτε να κριθεί ευχερώς αν θα καταβληθούν πράγματι αποζημιώσεις κατά το πέρας των διαδικασιών αυτών ούτε να εξακριβωθεί ποια θα είναι η φύση των αποζημιώσεων αυτών. Εξάλλου, οι επικαρπωτές δεν έχουν ούτε τη βεβαιότητα ότι θα λάβουν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, σε περίπτωση, ιδίως, αφερεγγυότητας του κυρίου του γεωτεμαχίου που αποτελούσε το αντικείμενο της επικαρπίας.

92      Αφετέρου, θα ήταν δυνατόν να ληφθούν άλλα μέτρα, τα οποία θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων σε σχέση με τα μέτρα τα οποία προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ύπαρξη δικαιώματος επικαρπίας επί αρόσιμης εκτάσεως δεν συνεπάγεται την παύση της εκμεταλλεύσεως της εκτάσεως αυτής από εκείνον που την κατέχει ή ότι η απόκτηση ενός τέτοιου δικαιώματος δεν οφείλεται σε βλέψεις καθαρά κερδοσκοπικές ούτε συνεπάγεται χρήση ή κατακερματισμό που θα ενείχαν τον κίνδυνο να μη συμβιβάζονται προς τη διαρκή χρήση των γαιών για γεωργικές ανάγκες.

93      Συναφώς, θα ήταν, παραδείγματος χάριν, δυνατόν, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 114 των προτάσεών του, να απαιτηθεί από τον επικαρπωτή να διατηρήσει τη γεωργική χρήση του οικείου γεωτεμαχίου, ενδεχομένως προβαίνοντας ο ίδιος πραγματικά στην εκμετάλλευση, υπό συνθήκες κατάλληλες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς της. Άλλωστε, από τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε η Ουγγρική Κυβέρνηση φαίνεται να προκύπτει ότι μια τέτοια απαίτηση προκρίθηκε για την περίπτωση της αποκτήσεως της πλήρους κυριότητας μιας γεωργικής εκτάσεως ή της μακροχρόνιας μισθώσεώς της. Βάσει δε των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι μια τέτοια λύση δεν θα μπορούσε να έχει υιοθετηθεί για τις αποκτήσεις επικαρπίας.

94      Δεδομένου ότι, βάσει των ανωτέρω, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι ούτε κατάλληλη να διασφαλίσει με συνεκτικό τρόπο την επίτευξη των προβαλλόμενων σκοπών γενικού συμφέροντος οι οποίοι συνδέονται με την εκμετάλλευση των γεωργικών γαιών ούτε περιορισμένη στα αναγκαία για την επιδίωξη των σκοπών αυτών μέτρα, οι εν λόγω σκοποί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων τα οποία συνεπάγεται η νομοθεσία αυτή.

–       Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου που αντλείται από παράβαση της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τον έλεγχο συναλλάγματος

95      Το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, να προβλέπουν διαδικασίες δηλώσεως των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης ή να λαμβάνουν τα μέτρα που υπαγορεύονται από λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας. Δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, τέτοια μέτρα ή διαδικασίες δεν μπορούν πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κινήσεως των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

96      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να τύχει στενής ερμηνείας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Centro di Musicologia Walter Stauffer, C‑386/04, EU:C:2006:568, σκέψη 31).

97      Εν προκειμένω, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι αποκτήσεις επικαρπιών όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών έλαβαν χώρα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και διενεργήθηκαν από κατοίκους αλλοδαπής, κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας που ισχύει σχετικά με τον έλεγχο συναλλάγματος, οι αποκτήσεις αυτές προϋπέθεταν, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, άδεια της αρμόδιας για θέματα συναλλάγματος αρχής, ήτοι της Εθνικής Τράπεζας της Ουγγαρίας. Προκύπτει δε από δήλωση του ως άνω ιδρύματος ότι, όσον αφορά την απόκτηση δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών, ουδέποτε ζητήθηκε άδεια συναλλάγματος. Κατά συνέπεια, κατά την Ουγγρική Κυβέρνηση, οι αποκτήσεις των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας ήταν άκυρες.

98      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Danske Svineproducenter, C‑491/06, EU:C:2008:263, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, απόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύσουν την εθνική νομοθεσία (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τέλος, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίζει το αντικείμενο των ερωτημάτων που προτίθεται να υποβάλει στο Δικαστήριο (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Gaz de France – Berliner Investissement, C‑247/08, EU:C:2009:600, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Επισημαίνεται δε ότι, εν προκειμένω, οι αποφάσεις περί παραπομπής δεν περιέχουν στοιχεία για τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις των αποκτήσεων των επίμαχων στις διαφορές των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας ούτε αναφορά σε τυχόν ελαττώματα που θα μπορούσαν να έχουν βαρύνει τις αποκτήσεις αυτές βάσει του εθνικού δικαίου.

100    Εξάλλου, από τα στοιχεία των εν λόγω αποφάσεων προκύπτει ότι οι διαφορές των κύριων δικών δεν αφορούν τη νομιμότητα των εν λόγω αρχικών αποκτήσεων, αλλά την κατάργηση των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας, δυνάμει εθνικής νομοθεσίας έχουσας γενική εφαρμογή, με την οποία καταργούνται όλες οι επικαρπίες που δεν ανήκουν σε στενό συγγενή του κυρίου του γεωτεμαχίου, ανεξαρτήτως των τυχόν ιδιαιτέρων περιστάσεων υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι αποκτήσεις αυτές.

101    Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξακριβωθεί μόνο το κατά πόσον η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση να τιμωρηθούν παραβάσεις της ουγγρικής νομοθεσίας για τον έλεγχο συναλλάγματος.

102    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας που διαθέτει το Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι η νομοθεσία για τον έλεγχο συναλλάγματος είχε όντως ως συνέπεια να προϋποθέτουν οι αποκτήσεις επικαρπίας από κατοίκους αλλοδαπής άδεια συναλλάγματος, επί ποινή ακυρότητας της αποκτήσεως, ούτε ότι η θέσπιση της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσίας υπαγορεύθηκε από τη βούληση να τιμωρηθούν παραβάσεις της νομοθεσίας για τον έλεγχο συναλλάγματος.

103    Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές παραμέτρους, από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει εξάλλου ότι καμία τέτοια άδεια δεν ζητήθηκε για την απόκτηση επικαρπίας επί αρόσιμων γαιών και ότι, παρά το γεγονός αυτό, πολυάριθμα δικαιώματα επικαρπίας αποκτηθέντα από κατοίκους αλλοδαπής ενεγράφησαν στα κτηματολόγια χωρίς τέτοια άδεια.

104    Όσον αφορά τη δεύτερη παράμετρο, υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία προβλέπει τη συστηματική απόσβεση των δικαιωμάτων επικαρπίας επί γεωργικών γαιών που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία δεν μπορούν να αποδείξουν στενό δεσμό συγγένειας με τον κύριο του οικείου γεωτεμαχίου. Όπως όμως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 94 των προτάσεών του, το κριτήριο αυτό της συγγένειας ουδεμία σχέση έχει με τη νομοθεσία για τον έλεγχο συναλλάγματος. Εξάλλου, συνεπεία του εν λόγω κριτηρίου, η κατάργηση δικαιωμάτων επικαρπίας εφαρμόζεται όχι μόνο έναντι των κατοίκων αλλοδαπής αλλά και έναντι των κατοίκων ημεδαπής, δεδομένου ότι η ίδια η Ουγγρική Κυβέρνηση διαβεβαίωσε εξάλλου στα δικόγραφά της ότι, από τους περίπου 100 000 επικαρπωτές ή δικαιούχους δικαιωμάτων χρήσεως που θίγονται από το μέτρο αυτό καταργήσεως, περίπου 95 000 είναι Ούγγροι υπήκοοι.

105    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η θέσπιση της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσίας υπαγορεύθηκε, έστω και μερικώς, από τη βούληση να τιμωρηθούν παραβάσεις των εφαρμοστέων κανόνων για τον έλεγχο συναλλάγματος, πράγμα το οποίο απόκειται ενδεχομένως στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, συντρέχει ακόμη ανάγκη να εξακριβωθεί ότι το προβλεπόμενο από την εν λόγω νομοθεσία μέτρο της καταργήσεως δικαιωμάτων επικαρπίας δεν είναι δυσανάλογο προς τον σκοπό αυτό.

106    Συναφώς, όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 95 και 98 των προτάσεών του, είναι πρόδηλο ότι άλλα μέτρα με λιγότερο εκτεταμένα αποτελέσματα απ’ ό,τι η κατάργηση των οικείων εμπραγμάτων δικαιωμάτων θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί ώστε να τιμωρηθούν εξαρχής τυχόν παραβάσεις της εφαρμοστέας νομοθεσίας για τον έλεγχο συναλλάγματος, όπως, παραδείγματος χάριν, διοικητικά πρόστιμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2005, Burtscher, C‑213/04, EU:C:2005:731, σκέψη 60).

107    Βάσει όλων των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, έστω και αν υποτεθεί ότι όντως υπαγορεύεται από τη βούληση να τιμωρηθούν παραβάσεις της νομοθεσίας για τον έλεγχο συναλλάγματος ή να αρθούν τα αποτελέσματα των παραβάσεων αυτών, μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο το οποίο τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό ούτε επομένως ότι η νομοθεσία αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω του σκοπού αυτού δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

–       Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου στηριζόμενου στην καταπολέμηση, χάριν της προστασίας της δημοσίας τάξεως, των πρακτικών που σκοπούν στην καταστρατήγηση του εθνικού νόμου

108    Όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα μέτρα που υπαγορεύονται από λόγους δημόσιας τάξεως ή δημόσιας ασφάλειας.

109    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας αποφάσεως και όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις σχετικά με το εθνικό δίκαιο τις οποίες παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν των νομοθετικών τροποποιήσεων που επήλθαν το 1991 και το 1994, με τις οποίες απαγορεύθηκε η απόκτηση γεωργικών γαιών στα μη έχοντα την ουγγρική ιθαγένεια φυσικά πρόσωπα και στα νομικά πρόσωπα, η απόκτηση δικαιώματος επικαρπίας επί τέτοιων γαιών παρέμεινε αντιθέτως ελεύθερη για όλους. Κατά τις ως άνω διευκρινίσεις, μόλις από την 1η Ιανουαρίου 2002 επήλθε τροποποίηση του νόμου του 1994 περί των αρόσιμων γαιών προκειμένου να αποκλεισθεί και η δυνατότητα συμβατικής συστάσεως δικαιώματος επικαρπίας επί των γεωργικών γαιών υπέρ των ως άνω φυσικών προσώπων ή υπέρ νομικών προσώπων.

110    Έτσι, όπως προκύπτει άλλωστε ρητώς από τα στοιχεία τα οποία παρέσχε η Ουγγρική Κυβέρνηση και τα οποία παρατίθενται στις σκέψεις 16 και 30 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών επικαρπίες συστήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο η σύσταση τέτοιων επικαρπιών δεν απαγορευόταν από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία. Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω επικαρπίες ενεγράφησαν στα κτηματολόγια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

111    Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει πάντως ότι αποκτήσεις όπως αυτές που αφορούσαν τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιώματα επικαρπίας συνομολογήθηκαν κατά καταστρατήγηση του νόμου, προκειμένου να παρακάμψουν τη νομοθετική απαγόρευση προς τα μη έχοντα την ουγγρική ιθαγένεια φυσικά πρόσωπα και προς τα νομικά πρόσωπα να αποκτούν την κυριότητα γεωργικών γαιών.

112    Κατά την Ουγγρική Κυβέρνηση, η διατήρηση καταστάσεων αυτού του είδους προσέβαλλε τη δημόσια τάξη, οπότε το κράτος όφειλε να άρει την προσβολή αυτή. Συναφώς, ο Ούγγρος νομοθέτης, αντί να καταφύγει στην πιο κλασική λύση, ήτοι στη διαπίστωση, κατόπιν δικαστικού ελέγχου της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, της ακυρότητας των επίμαχων συμβάσεων, αποφάσισε να θεραπεύσει ex lege τις ελλείψεις του κανόνα που είχε θεσπιστεί προηγουμένως ή και την απουσία σχετικού κανόνα. Η λύση αυτή προκρίθηκε ιδίως για λόγους δημοσιονομικής φύσεως και για λόγους οικονομίας των μέσων της δικαιοσύνης, δεδομένων τόσο του μεγάλου αριθμού υποθέσεων που δυνητικώς θα οδηγούσαν σε μια τέτοια εξέταση όσο και της ανάγκης να αναμορφωθεί η αφορώσα την απόκτηση γεωργικών γαιών νομοθεσία πριν από την 1η Μαΐου 2014, ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε το μεταβατικό καθεστώς της πράξεως προσχωρήσεως του 2003.

113    Συναφώς, επισημαίνεται πάντως ότι, δεδομένης της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 98 της παρούσας αποφάσεως και των σκέψεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 99 και 100 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται, προκειμένου να δώσει απάντηση στα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, να εξετάσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της αποκτήσεως των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών δικαιωμάτων επικαρπίας. Προς τούτο, οφείλει μόνο να ελέγξει αν η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βούληση να καταπολεμηθούν πρακτικές που σκοπούσαν στην καταστρατήγηση του εθνικού νόμου και, συνεπώς, όπως υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση, από λόγους δημοσίας τάξεως, κατά την έννοια του άρθρου 65 ΣΛΕΕ.

114    Σχετικά με την καταπολέμηση των πρακτικών που αποβλέπουν στην καταστρατήγηση της εθνικής νομοθεσίας, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μέτρο το οποία περιορίζει μια θεμελιώδη ελευθερία μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί σε περίπτωση που αποβλέπει στην καταπολέμηση αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων, σκοπός των οποίων είναι η μη υπαγωγή στη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 1ης Απριλίου 2014, Felixstowe Dock and Railway Company κ.λπ., C‑80/12, EU:C:2014:200, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Πάντως, επίσης κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια δικαιολόγηση επιτρέπεται μόνο στο μέτρο που αφορά ειδικώς τις τεχνητές μεθοδεύσεις με τις οποίες επιδιώκεται ένας τέτοιος σκοπός (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas, C‑196/04, EU:C:2006:544, σκέψεις 51 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Μαρτίου 2007, Test Claimants in the Thin Cap Group Litigation, C‑524/04, EU:C:2007:161, σκέψεις 72 και 74).

116    Τούτο αποκλείει ιδίως τη θέσπιση ενός γενικού τεκμηρίου περί υπάρξεως καταχρηστικών πρακτικών, το οποίο θα αρκούσε για να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑540/07, EU:C:2009:717, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Προκειμένου να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας, μέτρο με το οποίο επιδιώκεται ένας τέτοιος συγκεκριμένος σκοπός καταπολεμήσεως των αμιγώς τεχνητών μεθοδεύσεων πρέπει αντιθέτως να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να πραγματοποιεί έλεγχο κατά περίπτωση, συνεκτιμώντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και βασιζόμενο σε αντικειμενικά στοιχεία, προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την καταχρηστική ή απατηλή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome, C‑182/08, EU:C:2009:559, σκέψη 99).

118    Προκύπτει όμως ότι νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν πληροί καμία από τις απαιτήσεις που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 115 έως 117 της παρούσας αποφάσεως.

119    Πρώτον, μολονότι από τα αποσπάσματα της αποφάσεως του Alkotmánybíróság (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αριθ. 25, της 21ης Ιουλίου 2015, που παρατίθενται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, φαίνεται να προκύπτει ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία επιδίωκε, τουλάχιστον μερικώς, να εξαλείψει τα έννομα αποτελέσματα μιας πρακτικής σχετικά με την απόκτηση των γεωργικών γαιών βάσει της οποίας το δικαίωμα επικαρπίας είχε εφαρμοστεί κατά τρόπο στρεβλό, από τα ίδια αποσπάσματα προκύπτει επίσης ότι η εξάλειψη αυτή κρίθηκε αναγκαία πρωτίστως προκειμένου να υλοποιήσει πλήρως τον εθνικό στρατηγικό στόχο που επιδιωκόταν από το νέο νομικό πλαίσιο που είχε εγκαθιδρυθεί, δηλαδή ότι οι αρόσιμες γαίες πρέπει να ανήκουν κατά κυριότητα μόνο στα φυσικά πρόσωπα που τις καλλιεργούν.

120    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια νομοθεσία επιδιώκει τον συγκεκριμένο σκοπό της καταπολεμήσεως συμπεριφορών που συνίσταντο σε τεχνητές μεθοδεύσεις σκοπούσες στην αποφυγή της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας για τις αποκτήσεις γεωργικών ακινήτων. Συναφώς, υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η νομοθεσία αυτή αφορά γενικώς την ex lege κατάργηση όλων των δικαιωμάτων επικαρπίας που ανήκουν σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα, στο μέτρο που τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να αποδείξουν στενό δεσμό συγγένειας με τον κύριο του γεωργικού ακινήτου, χωρίς να εξαρτάται η κατάργηση αυτή από τους λόγους που οδήγησαν τους ενδιαφερομένους στο να προβούν στις αποκτήσεις αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Lankhorst-Hohorst, C‑324/00, EU:C:2002:749, σκέψη 37).

121    Δεύτερον, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία θεσπίστηκε χάριν ενός τέτοιου ειδικού σκοπού καταπολεμήσεως των τεχνητών μεθοδεύσεων, δεν είναι λογικά δυνατόν να συναχθεί, από το γεγονός και μόνον ότι ο επικαρπωτής γεωργικής εκτάσεως είναι νομικό πρόσωπο ή φυσικό πρόσωπο που δεν είναι στενός συγγενής του κυρίου της εκτάσεως αυτής, ότι ο επικαρπωτής αυτός ενήργησε καταχρηστικώς κατά τον χρόνο της αποκτήσεως του δικαιώματος επικαρπίας. Όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 116 της παρούσας αποφάσεως, η θέσπιση γενικού τεκμηρίου περί υπάρξεως καταχρηστικών πρακτικών δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

122    Έτσι, για την καταπολέμηση των καταχρηστικών αυτών πρακτικών θα μπορούσαν να προβλεφθούν άλλα μέτρα, τα οποία θα έθιγαν σε μικρότερο βαθμό την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, όπως κυρώσεις ή ειδικές αγωγές αναγνωρίσεως της ακυρότητας ασκούμενες ενώπιον του εθνικού δικαστή με σκοπό την καταπολέμηση τυχόν αποδεδειγμένων καταστρατηγήσεων της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά τηρούν τις λοιπές απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

123    Συναφώς, η επιχειρηματολογία της Ουγγρικής Κυβερνήσεως που αντλείται από λόγους δημοσιονομικής φύσεως και από λόγους οικονομίας των μέσων της δικαιοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, λόγοι αμιγώς οικονομικής φύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν περιορισμό μιας θεμελιώδους ελευθερίας η οποία διασφαλίζεται από τη Συνθήκη (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2005, Kranemann, C‑109/04, EU:C:2005:187, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το ίδιο ισχύει για τους αμιγώς διοικητικής φύσεως λόγους (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, Arblade κ.λπ., C‑369/96 και C‑376/96, EU:C:1999:575, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Τα προεκτεθέντα αρκούν για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων τον οποίο συνεπάγεται νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών να δικαιολογείται από τη βούληση να καταπολεμηθούν αμιγώς τεχνητές μεθοδεύσεις, σκοπός των οποίων ήταν η αποφυγή της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την απόκτηση αγροτικών ακινήτων.

125    Τέλος, όσον αφορά το άρθρο 65 ΣΛΕΕ, αρκεί να επισημανθεί ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η ανάγκη για το κράτος μέλος να καταπολεμήσει τεχνητές μεθοδεύσεις σκοπούσες στην καταστρατήγηση μιας απαγορεύσεως αποκτήσεως εγγείου ιδιοκτησίας αφορώσας γεωργικές γαίες μπορεί επίσης να εμπίπτει στην έννοια των κατά το άρθρο αυτό λόγων δημοσίας τάξεως, εν πάση περιπτώσει, από τις σκέψεις 115 έως 124 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, εφόσον δεν πληρούνται μεταξύ άλλων οι απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών νομοθεσία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

126    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όντως υπαγορεύεται από βούληση να καταπολεμηθούν καταχρηστικές πρακτικές οι οποίες σκοπούσαν στην καταστρατήγηση της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την απόκτηση αγροτικών ακινήτων, νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο το οποίο τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό αυτό.

–       Επί των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη

127    Όπως προκύπτει από τα όσα εκτέθηκαν στις σκέψεις 81 έως 126 της παρούσας αποφάσεως, νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών η οποία εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ούτε από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος τους οποίους δέχεται η νομολογία ούτε επί τη βάσει του άρθρου 65 ΣΛΕΕ, κατά συνέπεια δε αντιβαίνει στο άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

128    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι απαραίτητο, για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών, να εξεταστούν οι εν λόγω εθνικές νομοθεσίες υπό το πρίσμα των άρθρων 17 και 47 του Χάρτη.

129    Βάσει όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, δυνάμει της οποίας τα συσταθέντα σε προγενέστερο χρονικό σημείο δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών υπέρ δικαιούχων οι οποίοι δεν είναι στενοί συγγενείς του κυρίου των γαιών αυτών αποσβέννυνται αυτοδικαίως και συνακόλουθα διαγράφονται από τα κτηματολόγια.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, δυνάμει της οποίας τα συσταθέντα σε προγενέστερο χρονικό σημείο δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών υπέρ δικαιούχων οι οποίοι δεν είναι στενοί συγγενείς του κυρίου των γαιών αυτών αποσβέννυνται αυτοδικαίως και συνακόλουθα διαγράφονται από τα κτηματολόγια.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.