Language of document : ECLI:EU:C:2016:604

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Ιουλίου 2016 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίσες ευκαιρίες και ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης” – Υποβολή υποψηφιότητας για θέση εργασίας αποβλέπουσα στην τυπική απόκτηση της ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω δυσμενούς διακρίσεως – Κατάχρηση δικαιώματος»

Στην υπόθεση C‑423/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Nils‑Johannes Kratzer

κατά

R+V Allgemeine Versicherung AG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από την R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, και τους A. Arabadjiev, J.‑C. Bonichot, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο N.‑J. Kratzer, αυτοπροσώπως,

–        η R+V Allgemeine Versicherung AG, εκπροσωπούμενη από τον B. Göpfert, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και A. Lippstreu,

–        η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον M. Holt, επικουρούμενο από την K. Apps, barrister,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), και του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Nils‑Johannes Kratzer και της R+V Allgemeine Versicherung AG (στο εξής: R+V) όσον αφορά τις αξιώσεις του N.‑J. Kratzer για αποζημίωση, για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και για παράλειψη στο μέλλον, οι οποίες προβλήθηκαν για τον λόγο ότι αυτός υπέστη, όπως υποστηρίζει, δυσμενή διάκριση λόγω ηλικίας και λόγω φύλου εξαιτίας της απορρίψεως, εκ μέρους της τελευταίας αυτής εταιρίας, της υποψηφιότητάς του για μια θέση που αποτέλεσε το αντικείμενο προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2000/78

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών·

[...]».

5        Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

 Η οδηγία 2006/54

6        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/54 προβλέπει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:

α)      την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση·

[...]».

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ασχέτως του κλάδου δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, μεταξύ άλλων και ως προς τις προαγωγές·

[...]».

8        Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται πραγματική και αποτελεσματική αποζημίωση ή αντιστάθμιση, όπως καθορίζεται από τα κράτη μέλη, για την απώλεια και τη ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα διάκρισης λόγω φύλου, κατά τρόπο αποτρεπτικό και ανάλογο προς την υποσθείσα ζημία.

[…]»

9        Το άρθρο 25 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα επιβολής τους. Οι κυρώσεις οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

 Το γερμανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 1 του Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz (γενικού νόμου για την ίση μεταχείριση), της 14ης Αυγούστου 2006 (BGBl. 2006 I, σ. 1897), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AGG), ορίζει τα εξής:

«Ο παρών νόμος αποσκοπεί στην αποτροπή ή στην εξάλειψη των δυσμενών διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του AGG προβλέπει τα εξής:

«Δυνάμει του παρόντος νόμου, οι διακρίσεις που βασίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1 είναι παράνομες όσον αφορά:

1.      τους όρους πρόσβασης στη μισθωτή εργασία, στο ελεύθερο επάγγελμα ή σε άλλα είδη απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών.

[...]»

12      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του AGG ορίζει τα ακόλουθα:

«Θεωρούνται ως απασχολούμενοι κατά την έννοια του παρόντος νόμου:

1.      οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι,

[...]

Θεωρούνται επίσης ως απασχολούμενοι, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, τα άτομα που είναι υποψήφιοι για θέση εργασίας, καθώς και εκείνα των οποίων η σχέση εργασίας έχει λυθεί.»

13      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του AGG έχει ως εξής:

«Οι εργαζόμενοι δεν επιτρέπεται να υφίστανται διακρίσεις για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1· η απαγόρευση αυτή ισχύει και όταν το πρόσωπο που προβαίνει στη δυσμενή διάκριση υποθέτει απλώς ότι για τη διάκριση συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 1.»

14      Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του AGG έχει ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης των διακρίσεων, ο εργοδότης υποχρεούται να προχωρήσει σε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση, όταν ο εργοδότης δεν ευθύνεται για την παράβαση.

2.      Σε περίπτωση βλάβης που δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημία, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Σε περίπτωση μη πρόσληψης, η χρηματική ικανοποίηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τρεις μηνιαίους μισθούς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν θα είχε προσληφθεί ακόμη και αν κατά την επιλογή δεν είχαν γίνει διακρίσεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Τον Μάρτιο του 2009, η R+V δημοσίευσε πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων για θέσεις ασκουμένων απευθυνόμενες σε πτυχιούχους στους τομείς των οικονομικών επιστημών, των μαθηματικών για οικονομολόγους, της πληροφορικής για οικονομολόγους και της νομικής.

16      Τα κριτήρια που απαιτούνταν βάσει της ως άνω προσκλήσεως προς υποβολή υποψηφιοτήτων συνίσταντο στην κατοχή πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με πολύ καλό βαθμό σε ένα από τα παραπάνω γνωστικά πεδία, πτυχίου που να έχει αποκτηθεί τους τελευταίους δώδεκα μήνες ή να πρόκειται να αποκτηθεί τους επόμενους μήνες, και επαγγελματική πείρα που να έχει αποκτηθεί στον σχετικό τομέα, παραδείγματος χάρη, κατόπιν επιμόρφωσης, πρακτικής άσκησης ή εργασίας παράλληλης προς τις σπουδές. Για τις υποψηφιότητες στον τομέα της νομικής, προβλέπονταν επίσης ως προϋποθέσεις η επιτυχία στις δύο κρατικές εξετάσεις νομικών και η επιλογή της κατεύθυνσης «εργατικό δίκαιο» ή η κατοχή γνώσεων στον τομέα της ιατρικής.

17      Ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε την υποψηφιότητά του για μια θέση ασκουμένου στον τομέα του δικαίου, υπογραμμίζοντας ότι όχι μόνον πληρούσε όλα τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στην πρόσκληση προς υποβολή υποψηφιοτήτων, αλλά και ότι, ως δικηγόρος και πρώην διοικητικό στέλεχος ασφαλιστικής εταιρίας, διέθετε πείρα όσον αφορά την άσκηση διευθυντικών καθηκόντων και ήταν εξοικειωμένος ως προς το να αναλαμβάνει ευθύνες και ως προς το να εργάζεται κατά ανεξάρτητο τρόπο. Ο N.‑J. Kratzer επισήμανε, επίσης, ότι παρακολουθούσε έναν εκπαιδευτικό κύκλο προκειμένου να γίνει δικηγόρος εξειδικευμένος στο εργατικό δίκαιο και ότι, λόγω του θανάτου του πατέρα του, είχε ασχοληθεί με έναν ογκώδη φάκελο σχετιζόμενο με θέματα ιατρικού δικαίου και ήταν, ως εκ τούτου, αρκετά έμπειρος στον τομέα αυτό.

18      Στις 19 Απριλίου 2009, η R+V απέρριψε την υποψηφιότητα του N.‑J. Kratzer, αναφέροντας ότι δεν ήταν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, σε θέση να του προσφέρει δυνατότητα προσλήψεως.

19      Στις 11 Ιουνίου 2009, ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε γραπτή διοικητική ένσταση προς την R+V, με την οποία ζήτησε από την εν λόγω εταιρία να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 14 000 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας.

20      Κατόπιν αυτού, η R+V κάλεσε τον N.‑J. Kratzer σε συνέντευξη, για τις αρχές Ιουλίου 2009, με τον προϊστάμενο του τμήματος προσωπικού, αποσαφηνίζοντας ότι η απόρριψη της υποψηφιότητάς του είχε γίνει με αυτόματο τρόπο και δεν αντιστοιχούσε στις προθέσεις της.

21      Ο N.‑J. Kratzer αρνήθηκε την πρόσκληση αυτή και πρότεινε να διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με το μέλλον του εντός της εταιρίας R+V, όταν θα έχει ικανοποιηθεί η αξίωσή του για αποζημίωση.

22      Ο N.‑J. Kratzer άσκησε ενώπιον του Arbeitsgericht Wiesbaden (δικαστηρίου εργατικών διαφορών του Wiesbaden, Γερμανία) αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως ύψους 14 000 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας. Αφού έμαθε, στη συνέχεια, ότι η εταιρία R+V είχε πληρώσει τις τέσσερις επίμαχες θέσεις ασκουμένων μόνο με γυναίκες, ενώ τα δύο φύλα εκπροσωπούνταν σχεδόν ισομερώς στις περισσότερες από 60 αιτήσεις υποψηφιότητας για τις θέσεις αυτές, ο N.‑J. Kratzer ζήτησε να του καταβληθεί επιπλέον αποζημίωση 3 500 ευρώ εξαιτίας δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου.

23      Το Arbeitsgericht Wiesbaden (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Wiesbaden) απέρριψε την αγωγή του, οπότε ο N.‑J. Kratzer άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως ενώπιον του Hessisches Landesarbeitsgericht (ανώτερου δικαστηρίου εργατικών διαφορών του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, Γερμανία), το οποίο απέρριψε την έφεση του N.‑J. Kratzer.

24      Κατόπιν αυτού, ο N.‑J. Kratzer άσκησε «Revision» ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 την έννοια ότι επιζητεί “πρόσβαση στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης” ακόμη και αυτός από την αίτηση υποψηφιότητας του οποίου προκύπτει ότι σκοπός του δεν είναι να προσληφθεί και να εργαστεί, αλλά να αποκτήσει την ιδιότητα του αιτούντος εργασία, ώστε να μπορεί να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Μπορεί η περίπτωση κατά την οποία η ιδιότητα του αιτούντος εργασία αποκτήθηκε όχι με σκοπό την πρόσληψη και απασχόληση του αιτούντος, αλλά την προβολή αξιώσεων για αποζημίωση, να χαρακτηριστεί, κατά το δίκαιο της Ένωσης, ως κατάχρηση δικαιώματος;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

26      Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν μαζί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για μια θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην πρόσληψή του σε αυτή τη θέση εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και αν, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, μια τέτοια περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

27      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Rintisch, C‑553/11, EU:C:2012:671, σκέψη 15). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αποκλειστικώς να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης με βάση την έννομη κατάσταση και τα πραγματικά περιστατικά όπως τα περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Chateignier, C‑346/05, EU:C:2006:711, σκέψη 22).

28      Κατά συνέπεια, ακριβώς βάσει των πραγματικών στοιχείων που παραθέτει το Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών) στην απόφασή του περί παραπομπής πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το δικαστήριο αυτό.

29      Συναφώς, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε την υποψηφιότητά του για μια θέση ασκουμένου στην εταιρία R+V προκειμένου όχι να καταλάβει τη θέση αυτή, αλλά μόνο να αποκτήσει την τυπική ιδιότητα του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση βάσει των οδηγιών 2000/78 και 2006/54.

30      Μια πραγματική κατάσταση που παρουσιάζει χαρακτηριστικά όπως αυτά που περιγράφονται στην εν λόγω απόφαση δεν εμπίπτει, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2000/78 και 2006/54.

31      Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το γράμμα του ίδιου του τίτλου αυτών των οδηγιών, οι οδηγίες αυτές αφορούν τον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

32      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει να θεσπίσει γενικό πλαίσιο προκειμένου να εξασφαλίσει σε όλους την ίση μεταχείριση «σε θέματα εργασίας και απασχόλησης», προσφέροντάς τους αποτελεσματική προστασία έναντι των διακρίσεων για έναν από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 1 αυτής λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2007, Palacios de la Villa, C‑411/05, EU:C:2007:604, σκέψη 42· της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ., C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 39, καθώς και της 13ης Νοεμβρίου 2014, Vital Pérez, C‑416/13, EU:C:2014:2371, σκέψη 28).

33      Εξάλλου, η οδηγία 2006/54 σκοπεί, σύμφωνα με το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

34      Ειδικότερα, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, καθώς και από το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές έχουν εφαρμογή ως προς κάθε πρόσωπο το οποίο επιδιώκει να προσληφθεί σε θέση εργασίας, όσον αφορά και τα κριτήρια επιλογής και τους όρους προσλήψεως στη θέση αυτή (βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Meister, C‑415/10, EU:C:2012:217, σκέψη 33).

35      Ένα πρόσωπο το οποίο υποβάλλει την υποψηφιότητά του για μια θέση εργασίας υπό συνθήκες όπως αυτές που περιγράφηκαν στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως προδήλως δεν επιδιώκει να καταλάβει τη θέση για την οποία τυπικά υποβάλλει υποψηφιότητα. Κατά συνέπεια, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να επικαλεστεί την προστασία που προσφέρεται δυνάμει των οδηγιών 2000/78 και 2006/54. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα ήταν ασύμβατη προς τον επιδιωκόμενο με τις εν λόγω οδηγίες σκοπό, ο οποίος συνίσταται στο να εξασφαλίζεται για κάθε πρόσωπο η ίση μεταχείριση «σε θέματα εργασίας και απασχόλησης», διά της παροχής αποτελεσματικής προστασίας έναντι ορισμένων διακρίσεων, ιδίως όσον αφορά την «πρόσβαση στην απασχόληση».

36      Επιπλέον, ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορεί, υπό τις συνθήκες αυτές, να θεωρηθεί ότι αποτελεί «θύμα», κατά την έννοια των άρθρων 17 της οδηγίας 2000/78 και 25 της οδηγίας 2006/54, ούτε ότι αποτελεί «[πληγέν] πρόσωπο» που έχει υποστεί «απώλεια» ή «ζημία», κατά την έννοια του άρθρου 18 της οδηγίας 2006/54.

37      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται κανόνες του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταχρηστικά ή καταστρατηγώντας τους (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Προς διαπίστωση της υπάρξεως καταχρηστικής πρακτικής απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 31).

39      Αφενός, ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, θα πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η ρύθμιση της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη ρύθμιση αυτή σκοπός (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 52, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 32).

40      Αφετέρου, μια τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, υπό την έννοια ότι από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων πρέπει να προκύπτει ότι κύριος σκοπός των επίμαχων πράξεων είναι να αποκομίσει ο ενδιαφερόμενος αδικαιολόγητο όφελος. Πράγματι, η απαγόρευση των καταχρηστικών πρακτικών δεν ασκεί επιρροή οσάκις οι επίμαχες πράξεις μπορούν να έχουν άλλη δικαιολόγηση πλην της απλής αποκομίσεως οφέλους (βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 75· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Weald Leasing, C‑103/09, EU:C:2010:804, σκέψη 30, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 33).

41      Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη αυτού του δεύτερου στοιχείου, που συνδέεται με την πρόθεση των ενδιαφερομένων, μπορεί να ληφθεί μεταξύ άλλων υπόψη ο αμιγώς τεχνητός χαρακτήρας των οικείων πράξεων (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψεις 53 και 58· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ.., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 81· της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Part Service, C‑425/06, EU:C:2008:108, σκέψη 62, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 33).

42      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου και εφόσον δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αν τυχόν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική (βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 54· της 21ης Ιουλίου 2005, Eichsfelder Schlachtbetrieb, C‑515/03, EU:C:2005:491, σκέψη 40· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ., C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 76, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2014, SICES κ.λπ., C‑155/13, EU:C:2014:145, σκέψη 34).

43      Συναφώς, εάν καθίσταται αντικειμενικώς εμφανές, αφενός, ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπουν οι οδηγίες 2000/78 και 2006/54, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τις εν λόγω οδηγίες σκοπός και, αφετέρου, ότι ο N.‑J. Kratzer υπέβαλε τεχνητώς υποψηφιότητα για μια θέση με κύριο σκοπό όχι να καταλάβει πράγματι τη θέση αυτή, αλλά να επικαλεσθεί την προστασία που προσφέρεται δυνάμει των οδηγιών αυτών προκειμένου να αποκομίσει αδικαιολόγητο όφελος, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, θα πρέπει τότε να γίνει δεκτό ότι ο N.‑J. Kratzer επικαλείται καταχρηστικά την εν λόγω προστασία.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54 έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην κατάληψη αυτής της θέσης εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, δεν εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και μπορεί, εάν συντρέχουν τα απαιτούμενα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης στοιχεία, να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, έχουν την έννοια ότι η περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο που, υποβάλλοντας την υποψηφιότητά του για θέση εργασίας, δεν αποβλέπει στην κατάληψη αυτής της θέσης εργασίας, αλλά μόνο στην απόκτηση της τυπικής ιδιότητας του υποψηφίου, με μοναδικό σκοπό να προβάλει αξίωση για αποζημίωση, δεν εμπίπτει στην έννοια της «πρόσβασης στη μισθωτή εργασία ή σε άλλα είδη απασχόλησης», κατά το πνεύμα των διατάξεων αυτών, και μπορεί, εάν συντρέχουν τα απαιτούμενα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης στοιχεία, να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δικαιώματος.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.