Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε ο Giudice di Pace di Roma (Ιταλία) στις 3 Νοεμβρίου 2017 – Alberto Rossi κ.λπ. κατά Ministero della Giustizia

(Υπόθεση C-626/17)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Αιτούν δικαστήριο

Giudice di Pace di Roma

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Αιτούντες: Alberto Rossi κ.λπ.

Καθού: Ministero della Giustizia

Προδικαστικά ερωτήματα

1)    Εμπίπτει η υπηρεσιακή δραστηριότητα του αιτούντος ειρηνοδίκη στην έννοια του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» η οποία περιέχεται στις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/881 , της ρήτρας 2 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία υλοποιείται με την οδηγία 1999/702 και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης);

2)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δύναται ο τακτικός δικαστής ή δικαστής «togato» να θεωρηθεί εργαζόμενος αορίστου χρόνου αντίστοιχος προς τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου που είναι ο ειρηνοδίκης, για τους σκοπούς εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου;

3)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, μήπως η διαφορά μεταξύ της διαδικασίας προσλήψεως των αορίστου χρόνου τακτικών δικαστών και των διαδικασιών επιλογής που εκ του νόμου προβλέπονται για την πρόσληψη των ορισμένης διάρκειας ειρηνοδικών συνιστά αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1 και/ή σημείο 4, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, για να δικαιολογηθεί ότι το «ζωντανό δίκαιο» που έχει διαμορφωθεί από το Corte suprema di cassazione, Sezioni unite (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σε διευρυμένη σύνθεση, Ιταλία) με την απόφαση 13721/2017 και από το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με τη γνωμοδότηση 464/2017 της 8ης Απριλίου 2017, δεν εφαρμόζει στους ειρηνοδίκες, όπως στην περίπτωση του αιτούντος, εργαζόμενου ορισμένου χρόνου, τους ίδιους όρους εργασίας με εκείνους που ισχύουν για τους τακτικούς δικαστές, αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, και για να δικαιολογηθεί η μη εφαρμογή των μέτρων προλήψεως και κολασμού της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου τα οποία προβλέπονται στη ρήτρα 5 της προαναφερθείσας συμφωνίας-πλαισίου και στο άρθρο 5, παράγραφος 4 bis, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, το οποίο μεταφέρει τους κανόνες αυτούς στο εσωτερικό δίκαιο, λαμβανομένου υπόψη ότι στο εσωτερικό δίκαιο δεν υπάρχει ούτε θεμελιώδης αρχή ούτε συνταγματικός κανόνας που μπορούν να δικαιολογήσουν τη γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση όσον αφορά τους όρους εργασίας ή την απόλυτη απαγόρευση της μετατροπής της σχέσεως εργασίας των ειρηνοδικών σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και υπό το πρίσμα ενός προηγούμενου κανόνα του εσωτερικού δικαίου (άρθρο 1 του νόμου 217/1974), ο οποίος είχε ήδη προβλέψει την εξομοίωση των όρων εργασίας και τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των μη τακτικών δικαστών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου;

4)    Σε κάθε περίπτωση, σε μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, αποκλείουν το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Χάρτη και η κατά το δίκαιο της Ένωσης έννοια του ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστή όπως ειρηνοδίκης που, ενώ έχει συμφέρον για συγκεκριμένη λύση της διαφοράς υπέρ του αιτούντος, ο οποίος ασκεί ως αποκλειστική εργασία τα ίδια με αυτόν δικαστικά καθήκοντα, υποκαταστήσει τον καθορισμένο από τον νόμο δικαστή, επειδή το πιο υψηλό εθνικό δικαστήριο –το Corte suprema di cassazione, Sezioni unite (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο σε διευρυμένη σύνθεση)– αρνείται να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των οποίων έγινε επίκληση, επιβάλλοντας στον καθορισμένο από τον νόμο δικαστή να κρίνει, αν του ζητηθεί να αναγνωρίσει το δικαίωμα που έτυχε επικλήσεως, ότι είναι αναρμόδιος, μολονότι το επίμαχο δικαίωμα –όπως η άδεια μετ’ αποδοχών στη διαφορά της κύριας δίκης– θεμελιώνεται στο πρωτογενές και στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, η δε «κοινοτική» νομοθεσία έχει άμεση εφαρμογή έναντι του κράτους; Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να υποδείξει τα εθνικά ένδικα βοηθήματα που πρέπει να ασκηθούν, ώστε η παράβαση του κανόνα του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης να μην έχει επίσης ως αποτέλεσμα, στο εσωτερικό δίκαιο, την απόλυτη άρνηση προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εν προκειμένω διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

____________

1     Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

2     Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43)