Language of document : ECLI:EU:C:2011:43

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 3ης Φεβρουαρίου 2011 (1)

Υποθέσεις C‑403/08 και C‑429/08

Football Association Premier League Ltd κ.λπ.

κατά

QC Leisure κ.λπ.

[αίτηση του High Court of Justice, Chancery Division (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]


Karen Murphy

κατά

Media Protection Services Ltd

[αίτηση του High Court of Justice, Administrative Court (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δορυφορική αναμετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων – Εμπορία καρτών αποκωδικοποίησης που έχουν τεθεί νομίμως σε κυκλοφορία σε άλλα κράτη μέλη – Οδηγία 98/84/ΕΚ – Νομική προστασία των υπηρεσιών που συνίστανται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους – Παράνομη συσκευή προσβάσεως – Οδηγία 2001/29/ΕΚ – Εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας – Δικαίωμα αναπαραγωγής – Παρουσίαση στο κοινό – Οδηγία 93/83/ΕΟΚ – Συντονισμός ορισμένων κανόνων σχετικών με το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα, οι οποίοι εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση – Ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Εναρμονισμένες πρακτικές – Πρακτική που έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτιμήσεως του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού»





Πίνακας περιεχομένων

I –   Εισαγωγή

II – Νομικό πλαίσιο

Α –   Διεθνές δίκαιο

1.     Η Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων

2.     Η Συμφωνία για τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου

3.     Η Συνθήκη του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία

4.     Η Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης

Β –   Το δίκαιο της Ένωσης

1.     Η προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους

2.     Η πνευματική ιδιοκτησία στην κοινωνία της πληροφορίας

3.     Η πνευματική ιδιοκτησία και οι δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις

III – Τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα

Α –   Επί της δορυφορικής αναμετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων

Β –   Επί της υποθέσεως C‑403/08

Γ –   Επί της υποθέσεως C‑429/08

IV – Νομική εκτίμηση

Α –    Επί της οδηγίας 98/84

Β –   Επί της οδηγίας 2001/29

1.     Επί του δικαιώματος αναπαραγωγής

α)     Επί του ερωτήματος 4α στην υπόθεση C‑403/08 –εθνικό δίκαιο ή δίκαιο της Ένωσης

β)     Επί της εφαρμογής του δικαιώματος αναπαραγωγής στις απευθείας αναμεταδόσεις

γ)     Επί του ερωτήματος 4β στην υπόθεση C‑403/08 –αναπαραγωγή στην προσωρινή μνήμη του δέκτη

δ)     Επί του ερωτήματος 4γ στην υπόθεση C‑403/08 –αναπαραγωγή μέσω προβολής σε οθόνη

2.     Επί του ερωτήματος 5 στην υπόθεση C‑403/08 –περιορισμός του δικαιώματος αναπαραγωγής

3.     Επί της περαιτέρω παρουσίασης στο κοινό

α)     Επί του παραδεκτού του ερωτήματος

β)     Επί της ουσίας

i)     Επί των προστατευόμενων έργων

ii)   Επί της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29

Γ –   Επί της οδηγίας 93/83

Δ –   Επί των θεμελιωδών ελευθεριών

α)     Επί της θεμελιώδους ελευθερίας που έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή

β)     Επί του περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

γ)     Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού

δ)     Επί της δικαιολογήσεως σε περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων κατά την απόκτηση των καρτών αποκωδικοποίησης

ε)     Συνέπειες του περιορισμού για ιδιωτική και οικιακή χρήση

στ)   Επί του ερωτήματος 9 στην υπόθεση C‑403/08

ζ)     Επί του ερωτήματος 7 στην υπόθεση C‑429/08

η)     Συμπέρασμα επί των ερωτημάτων 6 και 7 στην υπόθεση C‑429/08 και επί των ερωτημάτων 7, 8, στοιχείο γ΄, και 9 στην υπόθεση C‑403/08

Ε –   Επί του δικαίου του ανταγωνισμού

V –   Πρόταση

1.     Επί του πρώτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

2.     Επί του τρίτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08

3.     Επί του τετάρτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

4.     Επί του πέμπτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

5.     Επί του έκτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

6.     Επί του εβδόμου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

7.     Επί του έκτου και εβδόμου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08 και επί του εβδόμου, ογδόου, στοιχείο γ΄, και ενάτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

8.     Επί του δεκάτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08 και επί του ογδόου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08

I –    Εισαγωγή

1.        Η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των δημιουργών αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Πρέπει να εξασφαλίζεται στον δημιουργό εύλογη αμοιβή για το έργο του.

2.        Προς επίτευξη αυτού του σκοπού δραστηριοποιείται η Football Association Premier League (στο εξής: FAPL), η οργάνωση της πρώτης εθνικής κατηγορίας του αγγλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου που έχει αναλάβει την εμπορία των αγώνων αυτής της κατηγορίας επιδιώκοντας την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί της απευθείας μετάδοσης των ποδοσφαιρικών αγώνων της. Κατά κανόνα όσοι αποκτούν τη σχετική άδεια έχουν αποκλειστικό δικαίωμα να αναμεταδίδουν και να εκμεταλλεύονται οικονομικά τους αγώνες στην περιοχή της εμβέλειάς τους που είναι συνήθως η οικεία χώρα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποκλειστικότητα των λοιπών κατόχων αδειών επιβάλλεται συγχρόνως η υποχρέωση περιορισμού της μετάδοσης των εκπομπών τους ώστε να μην μπορούν να τις παρακολουθήσουν όσοι βρίσκονται εκτός της περιοχής εμβέλειάς τους.

3.        Οι υποθέσεις των κύριων δικών των υπό κρίση αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την προσπάθεια καταστρατήγησης αυτών των συμφωνιών περί αποκλειστικότητας. Ορισμένες επιχειρήσεις εισάγουν κάρτες αποκωδικοποίησης από το εξωτερικό, εν προκειμένω από την Ελλάδα και τα αραβικά κράτη, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις διαθέτουν σε χώρους εστίασης σε χαμηλότερες τιμές από την εταιρεία που έχει την άδεια μετάδοσης σε αυτήν τη χώρα. Η FAPL επιχειρεί να θέσει τέρμα σε αυτήν την πρακτική.

4.        Τα μέτρα για την επιβολή αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης συμβιβάζονται δυσχερώς με την αρχή της εσωτερικής αγοράς. Ως εκ τούτου απαιτείται να ελεγχθεί αν θίγουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες ή το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης.

5.        Επιπροσθέτως, ανακύπτουν και ζητήματα σχετικά με ορισμένες οδηγίες. Κρίσιμη είναι συναφώς η οδηγία 98/84/EK για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους (2), καθόσον το αποκλειστικό δικαίωμα επί των δορυφορικών αναμεταδόσεων εξασφαλίζεται μέσω της κωδικοποίησης του σήματος μετάδοσης. Η FAPL υποστηρίζει την άποψη ότι η οδηγία απαγορεύει τη χρήση καρτών αποκωδικοποίησης εκτός της περιοχής που προβλέπεται για τη χρήση τους. Κατά την άποψη των εισαγωγέων, αντιθέτως, η οδηγία διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία αυτών των καρτών.

6.        Περαιτέρω, τίθενται ερωτήματα σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος επί των μεταδόσεων τις οποίες ρυθμίζει η οδηγία 2001/29/ΕΚ, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (3), ειδικότερα δε αν η μετάδοση εκπομπών θίγει το δικαίωμα αναπαραγωγής των έργων και αν η προβολή τους σε χώρους εστίασης αποτελεί παρουσίαση στο κοινό.

7.        Τέλος, ανακύπτουν επίσης ερωτήματα που αφορούν την ισχύ άδειας βάσει της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (4). Θα πρέπει να εξεταστεί αν η συμφωνία για τη δορυφορική μετάδοση εκπομπής σε συγκεκριμένο κράτος μέλος εμπεριέχει και το δικαίωμα λήψης της εκπομπής σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και το δικαίωμα παρουσίασής της σε οθόνη.

II – Νομικό πλαίσιο

 Διεθνές δίκαιο

1.      Η Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων

8.        Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (Πράξη του Παρισιού της 24ης Ιουλίου 1971), όπως τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης), οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων που προστατεύονται με τη σύμβαση αυτή έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν την αναπαραγωγή των ως άνω έργων, με οποιοδήποτε μέσο και μορφή.

9.        Το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βέρνης ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν:

ι)      τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση των έργων τους ή την παρουσίαση στο κοινό των έργων αυτών με κάθε άλλο μέσο που χρησιμεύει για την ασύρματη μετάδοση σημάτων, ήχων ή εικόνων·

ιι)      οποιαδήποτε καλωδιακή ή ασύρματη παρουσίαση στο κοινό του ραδιοτηλεοπτικού έργου, όταν η παρουσίαση αυτή πραγματοποιείται από οργανισμό άλλον από αυτόν από τον οποίο προέρχεται,

ιιι)      την παρουσίαση του ραδιοτηλεοπτικού έργου στο κοινό μέσω μεγαφώνου ή κάθε άλλου αναλόγου μέσου μεταδόσεως σημάτων, ήχων ή εικόνων.»

2.      Η Συμφωνία για τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου

10.      Η Συμφωνία για τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας του Μαρακές για τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1994-1986) καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (5) (στο εξής: συμφωνία TRIPS).

11.      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της συμφωνίας TRIPS περιέχει διάταξη σχετική με την τήρηση των διεθνών συμβάσεων για την προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας:

«Τα μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 21 της Συμβάσεως της Βέρνης (1971), καθώς και το προσάρτημα της ίδιας συμβάσεως. Παρ’ όλα αυτά, τα μέλη δεν αποκτούν δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις βάσει της παρούσας συμφωνίας αναφορικά με τα δικαιώματα που παραχωρούνται βάσει του άρθρου 6δις της προαναφερθείσας συμβάσεως και με τα δικαιώματα που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη.»

12.      Το άρθρο 14, παράγραφος 3, της συμφωνίας TRIPS περιέχει διατάξεις σχετικές με την προστασία του τηλεοπτικού προγράμματος:

«Οι οργανισμοί ραδιοφωνίας και τηλεόρασης έχουν το δικαίωμα να απαγορεύουν τις ακόλουθες πράξεις, όταν αυτές επιχειρούνται χωρίς την άδειά τους: την εγγραφή, την αναπαραγωγή των εγγραφών και την επαναμετάδοση διά ασυρμάτων μέσων των εκπομπών τους, καθώς και τη διάθεση στο κοινό τηλεοπτικών εκπομπών με αντικείμενο τα ανωτέρω. Σε περίπτωση που ένα μέλος δεν αναγνωρίζει τα προαναφερθέντα δικαιώματα στους οργανισμούς ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, οφείλει να παρέχει τη δυνατότητα στα πρόσωπα στα οποία ανήκουν τα δικαιώματα δημιουργού, που αφορούν έργα δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο εκπομπής, να εμποδίζουν τις προαναφερθείσες πράξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Συμβάσεως της Βέρνης (1971).»

3.      Η Συνθήκη του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία

13.      Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (στο εξής: WIPO) υιοθέτησε, στις 20 Δεκεμβρίου 1996 στη Γενεύη, τη Συνθήκη του WIPO για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα και τη Συνθήκη του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία. Οι δύο αυτές συνθήκες εγκρίθηκαν εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000, σχετικά με την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Συνθήκης του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία και της Συνθήκης του WIPO για τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (6).

14.      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία, τα συμβαλλόμενα μέρη συμμορφώνονται με τα άρθρα 1 έως 21 και με το παράρτημα της Συμβάσεως της Βέρνης.

15.      Το άρθρο 8 της Συνθήκης του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 1, σημείο 2, του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, σημεία 1 και 2, του άρθρου 11τρις, παράγραφος 1, σημείο 2, του άρθρου 14, παράγραφος 1, σημείο 2 και του άρθρου 14δις, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βέρνης, οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν κάθε παρουσίαση των έργων τους στο κοινό, με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, περιλαμβανομένης της διάθεσης στο κοινό των έργων τους κατά τρόπο ώστε τα μέλη του κοινού να μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτά από τον τόπο και κατά τον χρόνο της ατομικής επιλογής τους.»

4.      Η Σύμβαση της Ρώμης για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης

16.      Το άρθρο 13 της Συμβάσεως της Ρώμης περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης της 26ης Οκτωβρίου 1961 (7) ρυθμίζει τα βασικά δικαιώματα των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης:

«Οι οργανισμοί ραδιοτηλεόρασης έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν:

α)      την αναμετάδοση των εκπομπών τους·

β)      την εγγραφή των εκπομπών τους σε υλικό φορέα·

γ)      την αναπαραγωγή·

(ι)      εγγραφών των εκπομπών τους που έχουν γίνει χωρίς τη συναίνεσή τους·

(ιι)      εγγραφών των εκπομπών τους που έχουν γίνει κατά τις διατάξεις του άρθρου 15, εφόσον έχουν αναπαραχθεί για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές·

δ)      τη μετάδοση προς το κοινό των τηλεοπτικών τους εκπομπών που πραγματοποιείται σε χώρους προσιτούς στο κοινό με καταβολή δικαιώματος εισόδου· ανήκει στην εσωτερική νομοθεσία του Κράτους, όπου ζητείται η προστασία του δικαιώματος αυτού, να καθορίσει τους όρους κάτω από τους οποίους αυτό μπορεί nα ασκηθεί.»

17.      Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μεν συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως της Ρώμης, αλλά δυνάμει του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου 28 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, το οποίο αφορά την πνευματική ιδιοκτησία (8), τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να προσχωρήσουν πριν την 1η Ιανουαρίου 1995 στις ακόλουθες πολυμερείς συνθήκες στον τομέα της βιομηχανικής, πνευματικής και εμπορικής ιδιοκτησίας:

«[…]

β)      Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (πράξη των Παρισίων, της 24ης Ιουλίου 1971)·

γ)      Διεθνής σύμβαση για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης (Ρώμη 1961)·

[…]».

 Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους

18.      Ιδιαίτερη βαρύτητα για τα προδικαστικά ερωτήματα έχει και η οδηγία 98/84 για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους.

19.      Το άρθρο 1 περιγράφει τον σκοπό της οδηγίας 98/84 ως εξής:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τα μέτρα κατά των παράνομων συσκευών που παρέχουν μη επιτρεπόμενη πρόσβαση σε προστατευόμενες υπηρεσίες.»

20.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 98/84 περιέχει τους βασικούς ορισμούς. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ορισμοί της συσκευής για την πρόσβαση υπό όρους, της παράνομης συσκευής και του τομέα που διέπεται από την εν λόγω οδηγία:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)      […]

γ)      “συσκευή για την πρόσβαση υπό όρους”: οποιοσδήποτε εξοπλισμός ή λογισμικό που έχει σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί έτσι ώστε να καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε μία προστατευόμενη υπηρεσία σε κατανοητή μορφή

δ)      […]

ε)      “παράνομη συσκευή”: κάθε εξοπλισμός ή λογισμικό που έχει σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία σε κατανοητή μορφή χωρίς την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας·

στ)      “τομέας που διέπεται από την παρούσα οδηγία”: οποιαδήποτε διάταξη αφορά τις παράνομες δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4.»

21.      Το άρθρο 3 της οδηγίας 98/84 αφορά μέτρα και ελεγκτικούς μηχανισμούς που πρέπει να προβλεφθούν στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, όσον αφορά τις υπηρεσίες που βασίζονται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους:

«1.      Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα για την απαγόρευση στο έδαφός του των δραστηριοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 4 και την πρόβλεψη κυρώσεων και μέσων αποκατάστασης που ορίζονται στο άρθρο 5.

2.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη:

α)      να περιορίζουν την παροχή προστατευόμενων υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, ή

β)      να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των συσκευών για την πρόσβαση υπό όρους,

για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.»

22.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 98/84 καθορίζει τις παράνομες δραστηριότητες:

«Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στο έδαφός τους όλες τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)      κατασκευή, εισαγωγή, διανομή, πώληση, εκμίσθωση ή κατοχή παράνομων συσκευών για εμπορικούς σκοπούς·

β)      εγκατάσταση, συντήρηση ή αντικατάσταση παράνομων συσκευών για εμπορικούς σκοπούς·

γ)      χρησιμοποίηση εμπορικών επικοινωνιών για την προώθηση των παράνομων συσκευών.»

2.      Η πνευματική ιδιοκτησία στην κοινωνία της πληροφορίας

23.      Στην προκειμένη περίπτωση ενδιαφέρουν δύο πτυχές της οδηγίας 2001/29, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας: το δικαίωμα αναπαραγωγής και το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό.

24.      Το δικαίωμα αναπαραγωγής θεμελιώνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

25.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 προβλέπει περιορισμό για πράξεις αναπαραγωγής που βασίζονται σε συγκεκριμένη τεχνολογική μέθοδο:

«Οι αναφερόμενες στο άρθρο 2 προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή παρεπόμενες και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα τεχνολογικής μεθόδου, έχουν δε ως αποκλειστικό σκοπό να επιτρέψουν:

α)      την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή, ή

β)      τη νόμιμη χρήση

ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και οι οποίες δεν έχουν καμία ανεξάρτητη οικονομική σημασία, εξαιρούνται από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2.»

26.      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 ρυθμίζει τα δικαιώματα που σχετίζονται με την παρουσίαση στο κοινό:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

α)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους·

β)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους·

γ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους·

δ)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.

3.      Τα δικαιώματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν αναλώνονται με οιαδήποτε πράξη παρουσίασης ή διάθεσης στο κοινό, με την έννοια του παρόντος άρθρου.»

27.      Αυτό εξηγεί και η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29:

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό[.] Το δικαίωμα αυτό […] θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση στο κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.»

28.      Η οδηγία 2001/29 συμπληρώνει την προγενέστερη οδηγία 92/100/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 1992, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (9), η οποία κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2006/115/ΕΚ (10). Η τελευταία οδηγία προβλέπει με το άρθρο 8, παράγραφος 3, ένα επιπλέον δικαίωμα αναφορικά με την παρουσίαση εκπομπών στο κοινό:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

3.      Η πνευματική ιδιοκτησία και οι δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις

29.      Η ρύθμιση της πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα των δορυφορικών ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων αποτελεί αντικείμενο της οδηγίας 93/83. Για την κατανόηση αυτής της οδηγίας είναι ιδιαίτερα σημαντικές ορισμένες αιτιολογικές σκέψεις:

«(1)      […] οι στόχοι της Κοινότητας, όπως καθορίζονται στη Συνθήκη, περιλαμβάνουν τη διαρκώς στενότερη συνένωση των ευρωπαϊκών λαών, στενότερες σχέσεις μεταξύ των κρατών που ανήκουν στην Κοινότητα και την εξασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής προόδου των χωρών της Κοινότητας μέσω κοινής δράσης που αποβλέπει στην εξάλειψη των εμποδίων που χωρίζουν την Ευρώπη∙

[…]

(3)      […] οι διασυνοριακές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις εντός της Κοινότητας, ιδίως μέσω δορυφόρου και καλωδίου, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μέσα προς επίτευξη των ανωτέρω στόχων της Κοινότητας, οι οποίοι είναι συγχρόνως πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί και νομικοί∙

[…]

(5)      […] ωστόσο, η επίτευξη των στόχων αυτών ως προς τη διασυνοριακή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση προγραμμάτων μέσω δορυφόρου, καθώς και την αναμετάδοση μέσω καλωδίου προγραμμάτων από άλλα κράτη μέλη εξακολουθεί να παρακωλύεται από μια σειρά διαφορών μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και από κάποια νομική αβεβαιότητα∙ […] αυτό σημαίνει ότι οι δικαιούχοι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο τα έργα τους να τύχουν εκμεταλλεύσεως χωρίς καταβολή αμοιβής ή οι μεμονωμένοι δικαιούχοι αποκλειστικών δικαιωμάτων να δημιουργούν, σε διάφορα κράτη μέλη, προσκόμματα στην εκμετάλλευση των δικαιωμάτων τους· […] αυτή η νομική αβεβαιότητα συνιστά κυρίως έμμεσο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προγραμμάτων εντός της Κοινότητας·

[…]

(7)      […] εξάλλου, η ελεύθερη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση προγραμμάτων εμποδίζεται από την υφιστάμενη νομική αβεβαιότητα σχετικά με το αν η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μέσω δορυφόρων, των οποίων τα σήματα είναι δυνατόν να ληφθούν απευθείας, θίγει τα δικαιώματα μόνο στη χώρα εκπομπής ή σε όλες μαζί τις χώρες λήψης·

[…]

(14)      […] η νομική αβεβαιότητα όσον αφορά την κτήση των σχετικών δικαιωμάτων, η οποία παρακωλύει τη διασυνοριακή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μέσω δορυφόρου, πρέπει να εκλείψει με τον ορισμό της έννοιας της παρουσίασης στο κοινό μέσω δορυφόρου σε κοινοτικό επίπεδο· […] με τον εν λόγω ορισμό, πρέπει να προσδιορίζεται συγχρόνως και ο τόπος που λαμβάνει χώρα η πράξη παρουσίασης στο κοινό· […] ένας τέτοιος ορισμός είναι απαραίτητος για να αποφευχθεί η σωρευτική εφαρμογή περισσότερων εθνικών δικαίων σε μία μόνο πράξη ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης· […] η παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου πραγματοποιείται μόνο στο κράτος μέλος όπου εισάγονται τα σήματα-φορείς προγραμμάτων, υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, σε συνεχή αλυσίδα μετάδοσης προς το δορυφόρο και προς τη γη· […] οι συνήθεις τεχνικές διαδικασίες που αφορούν τα σήματα-φορείς προγραμμάτων δεν πρέπει να θεωρούνται ως διακοπές στην αλυσίδα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης.

(15)      […] η συμβατική κτήση αποκλειστικών δικαιωμάτων ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης πρέπει να είναι σύμφωνη με όλες τις νομοθετικές διατάξεις περί του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο γίνεται η παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου·

(16)      […] σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων στην οποία βασίζεται η παρούσα οδηγία, μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν περιορισμοί στην εκμετάλλευση των δικαιωμάτων αυτών, ιδίως όσον αφορά ορισμένα τεχνικά μέσα μετάδοσης ή ορισμένες γλώσσες στις οποίες μεταδίδεται η εκπομπή·

(17)      […] για να καταλήξουν στο ποσό της αμοιβής που καταβάλλεται κατά την κτήση των σχετικών δικαιωμάτων, τα μέρη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εκπομπή, όπως η πραγματική ακροαματικότητα, η δυνητική ακροαματικότητα και η γλώσσα στην οποία μεταδίδεται·

[…]».

30.      Στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερη επιρροή ασκούν οι ορισμοί του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, της οδηγίας 93/83:

«α)      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου” νοείται η πράξη της εισαγωγής, υπό τον έλεγχο και με ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, των σημάτων-φορέων προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό σε μια αδιάκοπη αλληλουχία μετάδοσης προς τον δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος·

β)      η πράξη παρουσίασης στο κοινό μέσω δορυφόρου τελείται μόνο στο κράτος μέλος όπου, υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, τα σήματα-φορείς προγραμμάτων εισάγονται σε μια αδιάκοπη αλληλουχία μετάδοσης προς το δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος·

γ)      εάν τα σήματα-φορείς προγραμμάτων έχουν κωδικοποιημένη μορφή, τότε υπάρχει παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου εφόσον τίθεται στη διάθεση του κοινού από το ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ή με τη συγκατάθεσή του, τα μέσα για την αποκωδικοποίηση του προγράμματος·

[…]».

31.      Επιπλέον, το άρθρο 2 της οδηγίας 93/83 προβλέπει ειδικό δικαίωμα του δημιουργού σε σχέση με την παρουσίαση μέσω δορυφόρου:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη προβλέπουν αποκλειστικό δικαίωμα, για το δημιουργό, να επιτρέπει την μέσω δορυφόρου παρουσίαση στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά και το προδικαστικό ερώτημα

 Επί της δορυφορικής αναμετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων

32.       Η στρατηγική της FAPL είναι να καθιστά προσιτούς τους αγώνες της Premier League [πρώτη εθνική κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου] σε τηλεθεατές παγκοσμίως μεγιστοποιώντας συγχρόνως την αξία των σχετικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων της προς το συμφέρον των ομάδων που είναι μέλη της.

33.      Μέρος των δραστηριοτήτων της FAPL αποτελούν η οργάνωση της μαγνητοσκόπησης των αγώνων της Premier League και η παραχώρηση των δικαιωμάτων για τη μετάδοσή τους. Τα αποκλειστικά δικαιώματα για την απευθείας αναμετάδοση των αγώνων κατανέμονται εδαφικά και χορηγούνται για περιόδους τριών ετών. Το σύστημα των σχετικών συμβάσεων περιλαμβάνει ρήτρα αποκλειστικότητας, κατά την οποία η FAPL ορίζει ένα μόνο δικαιούχο για αναμετάδοση σε κάθε περιοχή, καθώς και περιορισμούς όσον αφορά την κυκλοφορία εγκεκριμένων καρτών αποκωδικοποίησης εκτός της περιοχής κάθε κατόχου αδείας.

34.      Η παραχώρηση δικαιωμάτων τηλεοπτικής μεταδόσεως αθλητικών γεγονότων σε βάση αποκλειστικότητας για συγκεκριμένη περιοχή συνιστά καθιερωμένη και αποδεκτή εμπορική πρακτική στις σχέσεις μεταξύ κατόχων των δικαιωμάτων και ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για να προστατευθεί η εδαφική αυτή αποκλειστικότητα, κάθε ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αναλαμβάνει, στο πλαίσιο της συμφωνίας παροχής αδείας που συνάπτει με τη FAPL, την υποχρέωση να κωδικοποιεί το δορυφορικά μεταδιδόμενο σήμα του.

35.      Κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, όλοι οι αγώνες μαγνητοσκοπήθηκαν από το BBC ή το Sky. Οι επιλεγείσες εικόνες και το ηχητικό περιβάλλον του αγώνα (όπου ενίοτε περιλαμβάνεται ο ύμνος της Premier League, στο εξής: ύμνος) αποτελούν το «Αμιγές Απευθείας Σήμα» (Clean Live Feed). Μετά την πρόσθεση λογοτύπων, βίντεο, διαγραμμάτων επί οθόνης, μουσικής (περιλαμβανομένου του ύμνου) και σχολιασμού στην αγγλική γλώσσα, προκύπτει το «Παγκόσμιο Σήμα» (World Feed). Αφού συμπιεστεί και κωδικοποιηθεί, το σήμα αυτό διαβιβάζεται μέσω δορυφόρου στον αδειοδοτημένο αλλοδαπό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό. Ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αποκωδικοποιεί και αποσυμπιέζει το Παγκόσμιο Σήμα, προσθέτει τον λογότυπό του και τυχόν σχόλια, το συμπιέζει και το κωδικοποιεί εκ νέου και το διαβιβάζει μέσω δορυφόρου στους συνδρομητές του στην καθορισμένη από τη σχετική σύμβαση περιοχή που του έχει κατακυρωθεί. Οι συνδρομητές που έχουν παραβολική κεραία μπορούν να αποκωδικοποιήσουν και να αποσυμπιέσουν το σήμα εντός συσκευής αποκωδικοποίησης η οποία λειτουργεί με τη βοήθεια κάρτας αποκωδικοποίησης. Η όλη διαδικασία από το γήπεδο μέχρι τον συνδρομητή διαρκεί περίπου πέντε δευτερόλεπτα.

36.      Αποσπάσματα των διαφόρων ταινιών, το μουσικό και ηχητικό υλικό αποθηκεύονται σε αλληλουχία στον αποκωδικοποιητή προτού μεταδοθούν και αργότερα διαγράφονται από τον αποκωδικοποιητή.

 Β –       Επί της υποθέσεως C‑403/08

37.      Η υπόθεση C‑403/08 ανάγεται σε δίκες οι οποίες αφορούν αγωγές που άσκησε η FAPL από κοινού με τις εταιρίες που είναι υπεύθυνες για την αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων στην Ελλάδα.

38.      Στην Ελλάδα, ο κάτοχος της αδείας εκ παραχωρήσεως ήταν (και παραμένει) η NetMed Hellas SA, στην οποία, στην πράξη, έχει απαγορευθεί διά συμβάσεως να διαθέτει τις σχετικές κάρτες αποκωδικοποίησης εκτός Ελλάδος. Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μεταδίδονται από τα κανάλια «SuperSport», στην πλατφόρμα της NOVA, η οποία ανήκει στη Multichoice Hellas SA που ελέγχει και τη λειτουργία της. Αμφότερες αυτές οι ελληνικές εταιρίες έχουν, σε τελική ανάλυση, τον ίδιο ιδιοκτήτη και καλύπτονται από την κοινή ονομασία NOVA. Η λήψη των εκπομπών των καναλιών SuperSport πραγματοποιείται μέσω κάρτας αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων της NOVA.

39.      Οι αγωγές αφορούν τη χρήση στο Ηνωμένο Βασίλειο καρτών αποκωδικοποίησης προερχόμενων από άλλο κράτος, οι οποίες επιτρέπουν την πρόσβαση σε αλλοδαπές δορυφορικές απευθείας αναμεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων της Premier League. Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η εμπορία και η χρησιμοποίηση τέτοιων καρτών στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων τους κατά παράβαση διατάξεων του εθνικού δικαίου, οι οποίες σκοπούν στην εφαρμογή της οδηγίας 98/84, καθώς και των δικαιωμάτων του δημιουργού επί διαφόρων καλλιτεχνικών και μουσικών έργων, ταινιών και ηχογραφήσεων που περιλαμβάνονται στην κάλυψη των αγώνων της Premier League.

40.      Δύο από τις αγωγές ασκήθηκαν κατά προσώπων που προμηθεύουν σε εστιατόρια και μπαρ εξοπλισμό και κάρτες αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων που καθιστούν δυνατή τη δορυφορική λήψη προγραμμάτων τηλεοπτικών καναλιών πέραν του Sky (μεταξύ των οποίων και τα κανάλια της NOVA), τα οποία μεταδίδουν απευθείας αγώνες της Premier League. Η τρίτη αγωγή στρέφεται κατά κατόχων αδειών ή υπευθύνων τεσσάρων εστιατορίων (στο εξής: εστιάτορες), οι οποίοι προέβαλλαν αγώνες ομάδων της Premier League που μεταδίδονταν απευθείας στα κανάλια αραβικού τηλεοπτικού σταθμού.

41.      Στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑403/08, το High Court υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

Α.      Επί της ερμηνείας της οδηγίας 98/84

1.      Παράνομη συσκευή

α)      Στην περίπτωση που συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα υπηρεσία ή με την έγκριση του και πωλείται με περιορισμένου εύρους άδεια για χρήση της συσκευής μόνον προς τον σκοπό αποκτήσεως προσβάσεως στην προστατευόμενη υπηρεσία υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, καθίσταται η εν λόγω συσκευή «παράνομη συσκευή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84, αν χρησιμοποιείται για πρόσβαση στην εν λόγω προστατευόμενη υπηρεσία σε τόπο ή με τρόπο ή από πρόσωπο που δεν καλύπτεται από την άδεια του παρέχοντος την υπηρεσία;

β)      Ποια είναι η έννοια της φράσης «που έχουν σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας;

2.      Δικαίωμα ασκήσεως αγωγής

Στην περίπτωση που ένας πρώτος παρέχων υπηρεσίες διαβιβάζει περιεχόμενο προγράμματος σε κωδικοποιημένη μορφή σε άλλον παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος μεταδίδει το περιεχόμενο αυτό βάσει συστήματος προσβάσεως υπό όρους:

ποιοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί αν θίγονται τα συμφέροντα του πρώτου παρέχοντα προστατευόμενη υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 98/84/ΕΚ;

Ειδικότερα:

Στην περίπτωση που μία πρώτη επιχείρηση διαβιβάζει περιεχόμενο προγράμματος (περιλαμβάνοντος οπτικές εικόνες, ηχητικό περιβάλλον και σχολιασμό στα αγγλικά) σε κωδικοποιημένη μορφή σε δεύτερη επιχείρηση, η οποία με τη σειρά της μεταδίδει στο κοινό το εν λόγω περιεχόμενο προγράμματος (στο οποίο έχει προσθέσει το λογότυπό της και, ενδεχομένως, συμπληρωματικό ηχητικό σχόλιο):

α)      Συνιστά η διαβίβαση από την πρώτη επιχείρηση προστατευόμενη υπηρεσία «τηλεοπτικής μετάδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/84/ΕΚ και του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ [(11)];

β)      Είναι απαραίτητο η πρώτη επιχείρηση να είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/552 για να μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει προστατευόμενη υπηρεσία «τηλεοπτικής μεταδόσεως» του άρθρου 2, πρώτη περίπτωση, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/84;

γ)      Πρέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 98/84 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει δικαίωμα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως στην πρώτη επιχείρηση σε σχέση με παράνομες συσκευές οι οποίες καθιστούν δυνατή την πρόσβαση στο πρόγραμμα όπως αυτό μεταδίδεται από τη δεύτερη επιχείρηση, είτε:

(i)      διότι οι εν λόγω συσκευές πρέπει να θεωρηθούν παρέχουσες πρόσβαση στις υπηρεσίες της πρώτης επιχειρήσεως, μέσω του σήματος μετάδοσης, είτε

(ii)      διότι η πρώτη επιχείρηση είναι η παρέχουσα προστατευόμενη υπηρεσία και τα συμφέροντα της θίγονται από παράνομη δραστηριότητα (καθόσον οι εν λόγω συσκευές παρέχουν μη καλυπτόμενη από άδεια πρόσβαση στην προστατευόμενη υπηρεσία που παρέχει η δεύτερη επιχείρηση);

δ)      Επηρεάζεται η απάντηση στο σημείο γ΄ από το αν ο πρώτος και ο δεύτερος παρέχων υπηρεσίες χρησιμοποιούν διαφορετικά συστήματα αποκωδικοποίησης και διαφορετικές συσκευές προσβάσεως υπό όρους;

3.      Εμπορικοί σκοποί

Αφορά η φράση «κατοχή παράνομων συσκευών για εμπορικούς σκοπούς», κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας, μόνον την κατοχή για τον σκοπό εμπορικών συναλλαγών (παραδείγματος χάριν πωλήσεων) επί των παρανόμων συσκευών,

ή καλύπτει και την κατοχή συσκευής από τελικό χρήστη στο πλαίσιο οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας;

Β.      Επί της ερμηνείας της οδηγίας 2001/29

4.      Δικαίωμα αναπαραγωγής

Όταν αλληλουχία αποσπασμάτων κινηματογραφικής ταινίας, μουσικού έργου ή ηχογραφήσεως (στην προκειμένη περίπτωση, πλαίσια ψηφιακών εικόνων και ήχων) παράγονται (i) στη μνήμη ενός αποκωδικοποιητή, ή (ii), προκειμένου για ταινία, σε τηλεοπτική οθόνη, και το όλο έργο αναπαράγεται αν τα διαδοχικά αποσπάσματα ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους, αλλά, σε κάθε δεδομένη στιγμή, είναι διαθέσιμος περιορισμένος μόνον αριθμός των αποσπασμάτων αυτών:

α)      Πρέπει το ζήτημα αν τα εν λόγω έργα έχουν αναπαραχθεί εν όλω ή εν μέρει να κρίνεται με βάση τους κανόνες του εθνικού δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, οι οποίοι ορίζουν τι συνιστά παράνομη αναπαραγωγή ενός πνευματικού έργου, ή πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29;

β)      Αν πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29, πρέπει το εθνικό δικαστήριο να αντιμετωπίσει όλα τα αποσπάσματα κάθε έργου ως ενιαίο σύνολο ή μόνον τον περιορισμένο αριθμό αποσπασμάτων που υφίστανται σε δεδομένο χρονικό σημείο; Στη δεύτερη περίπτωση, με βάση ποια κριτήρια θα εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο αν πρόκειται για μερική αναπαραγωγή των έργων κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου;

γ)      Καλύπτει το δικαίωμα αναπαραγωγής του άρθρου 2 τη δημιουργία μεταβατικών εικόνων σε τηλεοπτική οθόνη;

5.      Αυτοτελής οικονομική σημασία

α)      Πρέπει οι μεταβατικές αναπαραγωγές ενός έργου, που παράγονται στο εσωτερικό συσκευής αποκωδικοποίησης δορυφορικών τηλεοπτικών εκπομπών ή σε τηλεοπτική οθόνη συνδεδεμένη με τον αποκωδικοποιητή, και μοναδικός σκοπός των οποίων είναι να καταστήσουν δυνατή μια χρήση του έργου που δεν υπόκειται κατά τα άλλα σε νομικούς περιορισμούς, να θεωρείται ότι έχουν «αυτοτελή οικονομική σημασία» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, λόγω του ότι αυτές οι αναπαραγωγές αποτελούν τη μοναδική βάση στην οποία μπορεί να στηριχθεί ο δικαιούχος προκειμένου να λάβει αμοιβή για τη χρήση των δικαιωμάτων του;

β)      Επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα 5α από: (i) το αν οι μεταβατικές αναπαραγωγές έχουν οποιαδήποτε εγγενή αξία ή (ii) το αν οι μεταβατικές αναπαραγωγές περιλαμβάνουν ένα μικρό τμήμα μιας συλλογής έργων και/ή άλλο αντικείμενο, το οποίο κατά τα άλλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να προσβάλλονται τα δικαιώματα του δημιουργού, ή (iii) το αν ο κάτοχος αποκλειστικής αδείας που του έχει χορηγηθεί από τον δικαιούχο σε άλλο κράτος μέλος έχει ήδη λάβει αμοιβή για τη χρησιμοποίηση του έργου στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος;

6.      Ενσύρματη ή ασύρματη παρουσίαση στο κοινό

α)      Παρουσιάζεται ένα καλυπτόμενο από την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού έργο στο κοινό ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ, στην περίπτωση που δορυφορική αναμετάδοση λαμβάνεται σε εμπορικό χώρο (παραδείγματος χάριν σε μπαρ) και παρουσιάζεται ή προβάλλεται στον χώρο αυτό μέσω μιας μόνο τηλεοπτικής οθόνης και μεγαφώνων στο κοινό που βρίσκεται στον χώρο αυτό;

β)      Επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα 6α στην περίπτωση που

i)      το κοινό που βρίσκεται στον χώρο είναι νέο κοινό, απαρτιζόμενο από πρόσωπα που δεν είχε προβλέψει ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός (εν προκειμένω, διότι κάρτα αποκωδικοποίησης προοριζόμενη για χρήση σε ένα κράτος μέλος χρησιμοποιείται για εμπορικό ακροατήριο σε άλλο κράτος μέλος),

(ii)      τα πρόσωπα που απαρτίζουν το κοινό δεν πληρώνουν για τη θέαση με βάση το εθνικό δίκαιο,

(iii) το τηλεοπτικό σήμα λαμβάνεται μέσω απλής ή παραβολικής κεραίας στην σκεπή είτε του κτιρίου όπου βρίσκεται ο χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένη η τηλεοπτική συσκευή είτε γειτονικού κτιρίου;

γ)      Αν η απάντηση σε οποιοδήποτε από τα ερωτήματα υπό στοιχείο β΄ είναι καταφατική, ποιοι παράγοντες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται παρουσίαση του έργου προερχόμενη από τόπο διαφορετικό από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα πρόσωπα που απαρτίζουν το ακροατήριο;

Γ.      Επί της ερμηνείας της οδηγίας 93/83, καθώς και των άρθρων 28 ΕΚ, 30 ΕΚ και 49 ΕΚ

7.      Άμυνα των εναγομένων με βάση την οδηγία 93/83

Συμβιβάζεται με την οδηγία 93/83 ή με τα άρθρα 28 ΕΚ, 30 ΕΚ και 49 ΕΚ εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, η οποία προβλέπει ότι, όταν τελούνται μεταβατικές αναπαραγωγές έργων που περιλαμβάνονται σε δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις εντός αποκωδικοποιητή ή σε τηλεοπτική οθόνη, υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού κατά το δίκαιο της χώρας λήψεως των οικείων προγραμμάτων; Μεταβάλλεται η κατάσταση στην περίπτωση που η μετάδοση αποκωδικοποιείται με τη χρησιμοποίηση κάρτας αποκωδικοποιητή δορυφορικών μεταδόσεων η οποία έχει χορηγηθεί από τον παρέχοντα υπηρεσίες δορυφορικής τηλεόρασης σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι η κάρτα αποκωδικοποιήσεως επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο στο άλλο αυτό κράτος μέλος;

Δ.      Επί της ερμηνείας, στο πλαίσιο της οδηγίας 98/84, των προβλεπομένων από τα άρθρα 28 ΕΚ, 30 ΕΚ και 49 ΕΚ κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και υπηρεσιών

8.      Άμυνα με βάση τα άρθρα 28 ΕΚ και/ή 49 ΕΚ

α)      Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι ότι μία συσκευή προσβάσεως υπό όρους που έχει κατασκευαστεί από τον παρέχοντα υπηρεσία ή με την έγκρισή του καθίσταται «παράνομη συσκευή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84 στην περίπτωση που χρησιμοποιείται εκτός του πεδίου της αδείας η οποία έχει παραχωρηθεί στον παρέχοντα την υπηρεσία για την παροχή προσβάσεως σε προστατευόμενη υπηρεσία, ποιο είναι το ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος λαμβανομένης υπόψη της θεμελιώδους λειτουργίας που του απονέμει η οδηγία περί προσβάσεως υπό όρους;

β)      Αποκλείουν τα άρθρα 28 ΕΚ ή 49 ΕΚ την εφαρμογή, σε ένα πρώτο κράτος μέλος, διατάξεως εθνικού δικαίου, κατά την οποία είναι παράνομη η εισαγωγή ή πώληση κάρτας αποκωδικοποίησης δορυφορικών μεταδόσεων που έχει χορηγηθεί από τον παρέχοντα υπηρεσίες δορυφορικής τηλεόρασης σε άλλο κράτος μέλος υπό τον όρον ότι ο δορυφορικός αποκωδικοποιητής επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος;

γ)      Επηρεάζεται η απάντηση αν η κάρτα αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων προορίζεται μόνο για ιδιωτική και οικιακή χρήση στο άλλο κράτος μέλος αλλά χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς στο πρώτο κράτος μέλος;

9.      Επί του ερωτήματος αν η προστασία που παρέχεται για τον ύμνο είναι ευρύτερη από την προστασία που παρέχεται για το υπόλοιπο μεταδιδόμενο υλικό

Αποκλείουν τα άρθρα 28 ΕΚ, 30 ΕΚ ή 49 ΕΚ την εφαρμογή διατάξεως εθνικού δικαίου σχετικής με τα δικαιώματα του δημιουργού, που προβλέπει ότι είναι παράνομο να εκτελείται δημοσίως, ζωντανά ή από ηχογράφηση, μουσικό έργο, εφόσον το έργο αυτό περιλαμβάνεται σε προστατευόμενη υπηρεσία στην οποία το κοινό αποκτά πρόσβαση και παρακολουθεί τη μετάδοση μέσω κάρτας αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων, σε περίπτωση που η εν λόγω κάρτα έχει εκδοθεί από τον παρέχοντα την υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι η χρήση της επιτρέπεται μόνο στο άλλο αυτό κράτος μέλος; Διαφέρει η κατάσταση αν το μουσικό έργο αποτελεί επουσιώδες στοιχείο της προστατευόμενης υπηρεσίας θεωρουμένης στο σύνολό της και η δημόσια προβολή ή εκτέλεση των λοιπών στοιχείων της υπηρεσίας δεν απαγορεύονται από το εθνικό δίκαιο περί της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού;

E.      Ερμηνεία των κανόνων της Συνθήκης περί ανταγωνισμού που περιέχονται στο άρθρο 81 ΕΚ

10.      Άμυνα των εναγομένων στο πλαίσιο του άρθρου 81 ΕΚ

Στην περίπτωση που ο παρέχων περιεχόμενο προγραμμάτων προβαίνει στη σύναψη σειράς συμβάσεων αποκλειστικών αδειών καθεμία από τις οποίες καλύπτει το έδαφος ενός ή πλειόνων κρατών μελών και με τις οποίες παρέχεται στον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό άδεια μεταδόσεως του περιεχομένου του προγράμματος μόνον εντός του εδάφους αυτού (και με δορυφορικά μέσα) και σε κάθε άδεια έχει περιληφθεί ρήτρα που επιβάλλει στον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό την υποχρέωση να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση των καρτών αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων οι οποίες επιτρέπουν τη λήψη του καλυπτομένου από την άδεια προγράμματος εκτός του εδάφους για το οποίο παραχωρήθηκε η άδεια, ποια νομικά κριτήρια πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο και ποιες περιστάσεις πρέπει να λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει αν ο ως άνω συμβατικός περιορισμός αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1;

Ειδικότερα:

α)      πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή σε σχέση με την υποχρέωση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι η ως άνω υποχρέωση θεωρείται ότι έχει ως σκοπό να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό;

β)      σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, χρειάζεται να αποδειχθεί επίσης ότι η εν λόγω συμβατική υποχρέωση παρεμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει αισθητά τον ανταγωνισμό, προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1;

 Επί της υποθέσεως C‑429/08

42.      Αυτή η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ανάγεται σε ποινική δίκη σε βάρος της Murphy, υπεύθυνης εστιατορίου και, συγκεκριμένα, ιδιοκτήτριας μπυραρίας, η οποία προέβαλλε αγώνες της Premier League με τη χρήση ελληνικής κάρτας αποκωδικοποίησης. Η Media Protection Services Ltd. υπέβαλε καταγγελία εναντίον της με αποτέλεσμα την εις βάρος της επιβολή χρηματικής ποινής σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η Murphy προσέβαλε την καταδικαστική απόφαση ενώπιον του High Court.

43.      Στη δίκη αυτή το High Court υποβάλλει τα ακόλουθα ερωτήματα:

Επί της ερμηνείας της οδηγίας 98/84

1.      Σε ποιες περιπτώσεις μια συσκευή προσβάσεως υπό όρους καθίσταται «παράνομη συσκευή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84;

2.      Ειδικότερα: είναι «παράνομη συσκευή» μια συσκευή προσβάσεως υπό όρους αν αυτή αποκτάται ως ακολούθως

(i)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά στο πλαίσιο περιορισμένης αδείας χρήσεώς της με σκοπό την πρόσβαση σε προστατευόμενες υπηρεσίες μόνον εντός ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, χρησιμοποιείται όμως για την πρόσβαση στις ως άνω προστατευόμενες υπηρεσίες εντός άλλου κράτους μέλους

ή/και

ii)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά ή/και καθίσταται ενεργή με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διευθύνσεως εντός του ως άνω κράτους μέλους, προς καταστρατήγηση των συμβατικών περιορισμών που επιβάλλονται όσον αφορά την εξαγωγή τέτοιων συσκευών για χρήση εκτός του εν λόγω πρώτου κράτους μέλους

ή/και

iii)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά υπό τη συμβατική προϋπόθεση ότι προορίζεται μόνο για οικιακή ή ιδιωτική χρήση και όχι για εμπορικούς σκοπούς (οπότε οφείλεται μεγαλύτερο ποσό σχετικής συνδρομής), όμως χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο για εμπορικούς σκοπούς, ήτοι για τη λήψη απευθείας αναμεταδόσεως ποδοσφαιρικών αγώνων σε μπυραρία;

3.      Αν η απάντηση σε οποιοδήποτε σημείο του ερωτήματος 2 είναι αρνητική, αποκλείει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας δυνατότητα κράτους μέλους να επικαλεστεί εθνική ρύθμιση απαγορεύουσα τη χρήση τέτοιων συσκευών όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που περιγράφονται στο ερώτημα 2;

4.      Αν η απάντηση στο ερώτημα 2 είναι αρνητική, είναι ανίσχυρο το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας:

α)      για τον λόγο ότι εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ή/και αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, ή/και

β)      για τον λόγο ότι προσβάλλει το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, ή/και

γ)      για οποιονδήποτε άλλο λόγο;

5.      Αν η απάντηση στο ερώτημα 2 είναι καταφατική, είναι ανίσχυρα τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 4 της οδηγίας για τον λόγο ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στην εισαγωγή και εμπορία από άλλα κράτη μέλη «παράνομων συσκευών» σε περιπτώσεις όπου οι συσκευές αυτές μπορούν νομίμως να εισάγονται ή/και να χρησιμοποιούνται για τη λήψη από το εξωτερικό ραδιοτηλεοπτικού σήματος βάσει των κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δυνάμει των άρθρων 28 ΕΚ και 30 ΕΚ ή/και βάσει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών δυνάμει του άρθρου 49 ΕΚ;

Επί της ερμηνείας των άρθρων 12 ΕΚ, 28 ΕΚ, 30 ΕΚ και 49 ΕΚ

6.      Αποκλείουν τα άρθρα 28 ΕΚ, 30 ΕΚ ή/και 49 ΕΚ την εφαρμογή διατάξεως εθνικού δικαίου (όπως είναι το άρθρο 297 του Copyright, Designs and Patents Act 1988), κατά την οποία είναι παράνομη η λήψη τηλεοπτικού σήματος προερχόμενου από κάποιον τόπο εντός του Ηνωμένου Βασιλείου με σκοπό την αποφυγή αντιτίμου που πρέπει να καταβάλλεται για τη λήψη του σχετικού προγράμματος, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά στο πλαίσιο περιορισμένης αδείας χρήσεώς της με σκοπό την πρόσβαση σε προστατευόμενες υπηρεσίες μόνον εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους, χρησιμοποιείται όμως για την πρόσβαση στις ως άνω προστατευόμενες υπηρεσίες εντός άλλου κράτους μέλους (εν προκειμένω, εντός του Ηνωμένου Βασιλείου);

ή/και

ii)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά ή/και καθίσταται ενεργή με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διευθύνσεως στο πρώτο κράτος μέλος, προς καταστρατήγηση των συμβατικών περιορισμών που επιβάλλονται όσον αφορά την εξαγωγή τέτοιων συσκευών για χρήση εκτός του εν λόγω πρώτου κράτους μέλους;

ή/και

iii)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα την οικεία υπηρεσία ή με την έγκρισή του και μεταβιβάζεται αρχικά υπό τη συμβατική προϋπόθεση ότι προορίζεται μόνο για οικιακή ή ιδιωτική χρήση και όχι για εμπορικούς σκοπούς (οπότε οφείλεται μεγαλύτερο ποσό σχετικής συνδρομής), όμως χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο για εμπορικούς σκοπούς, ήτοι για τη λήψη απευθείας αναμεταδόσεως ποδοσφαιρικών αγώνων σε μπυραρία;

7.      Αποκλείεται η εφαρμογή της ως άνω εθνικής ρυθμίσεως λόγω επιβολής δυσμενών διακρίσεων αντίθετων προς το άρθρο 12 ΕΚ ή για άλλον λόγο, καθόσον η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται μόνο σε ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα που μεταδίδονται από περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, και όχι από άλλο κράτος μέλος;

Επί της ερμηνείας του άρθρου 81 ΕΚ

8.      Στην περίπτωση που ο παρέχων τηλεοπτικό πρόγραμμα προβαίνει στη σύναψη σειράς συμβάσεων αποκλειστικών αδειών καθεμία από τις οποίες καλύπτει το έδαφος ενός ή πλειόνων κρατών μελών και με τις οποίες παρέχεται στον εκπέμποντα το τηλεοπτικό σήμα άδεια μεταδόσεως του προγράμματος μόνον εντός του εδάφους αυτού (και με δορυφορικά μέσα) και σε κάθε άδεια έχει περιληφθεί ρήτρα που επιβάλλει στον εκπέμποντα το τηλεοπτικό σήμα την υποχρέωση να απαγορεύει τη χρησιμοποίηση των καρτών του αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων οι οποίες καθιστούν δυνατή τη λήψη του καλυπτομένου από την άδεια προγράμματος εκτός του εδάφους για το οποίο παραχωρήθηκε άδεια, ποια νομικά κριτήρια πρέπει να εφαρμόσει το εθνικό δικαστήριο και ποιες περιστάσεις πρέπει να λάβει υπόψη προκειμένου να κρίνει αν ο ως άνω συμβατικός περιορισμός αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1;

Ειδικότερα:

α)      πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή στην υποχρέωση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι η ως άνω υποχρέωση θεωρείται ότι έχει ως σκοπό να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό;

β)      σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, χρειάζεται να αποδειχθεί επίσης ότι η εν λόγω συμβατική υποχρέωση παρεμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό προκειμένου να εμπίπτει στο πεδίο της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1;

44.      Η FAPL, η QC Leisure, η Murphy και η Media Protection Services Ltd., καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Εποπτεύουσα αρχή της ΕΖΕΣ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ανέπτυξαν προφορικώς παρατηρήσεις όλοι οι ανωτέρω πλην της Γαλλίας, καθώς και η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ιταλική Δημοκρατία.

IV – Νομική εκτίμηση

45.      Οι υποθέσεις των κύριων δικών προκύπτουν από την πρακτική του εδαφικού περιορισμού της προσβάσεως σε κλειδωμένες αθλητικές εκπομπές που αναμεταδίδονται δορυφορικά σε διάφορα κράτη μέλη. Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων αντιμετωπίζουν το ζήτημα της συμβατότητας αυτής της πρακτικής με την εσωτερική αγορά από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, με συνέπεια την υποβολή πολλών διαφορετικών ερωτημάτων.

46.      Προκαταρκτικώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης σέβεται μεν τις ιδιαιτερότητες του αθλητισμού, αλλά ο αθλητισμός δεν εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (12). Ειδικότερα, το γεγονός ότι μια οικονομική δραστηριότητα σχετίζεται με τον αθλητισμό δεν αποκλείει την εφαρμογή των ρυθμίσεων των Συνθηκών (13).

47.      Φρονώ, λοιπόν, ότι η επίλυση των διαφορών των κύριων δικών –όσον αφορά τη χρήση ελληνικών καρτών αποκωδικοποίησης– στηρίζεται επί της ουσίας στην εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και, κατά τα λοιπά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως το ζήτημα της παρουσίασης στο κοινό (άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29), πλην όμως θα αναπτύξω τις προτάσεις μου βάσει της σειράς των ερωτημάτων στην υπόθεση C‑403/08. Κατά συνέπεια, θα ξεκινήσω με την εξέταση της οδηγίας 98/84 για την προστασία των συσκευών που παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που βασίζονται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους (συναφώς κατωτέρω, υπό Α), θα συνεχίσω με την οδηγία 2001/29 για τα δικαιώματα του δημιουργού στην κοινωνία της πληροφορίας (συναφώς κατωτέρω, υπό Β), την οδηγία 93/83 περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (συναφώς κατωτέρω, υπό Γ), έπειτα θα εξετάσω την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών (συναφώς κατωτέρω, υπό Δ) και, τέλος, το δίκαιο του ανταγωνισμού (συναφώς κατωτέρω, υπό Ε).

 Α –        Επί της οδηγίας 98/84

48.      Η οδηγία 98/84 ρυθμίζει την προστασία των συσκευών οι οποίες παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που βασίζονται στην παροχή προσβάσεως υπό όρους, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία τέτοιων συσκευών στην εσωτερική αγορά. Συναφώς τα εμπλεκόμενα μέρη βασίζονται σε δύο αντικρουόμενες υποθέσεις από τις οποίες πηγάζουν και τα αντίστοιχα ερωτήματα επί της εν λόγω οδηγίας.

49.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 98/84 χαρακτηρίζει την κατασκευή, την εισαγωγή, τη διανομή, την πώληση, την εκμίσθωση ή την κατοχή παράνομων συσκευών για εμπορικούς σκοπούς ως απαγορευόμενες πράξεις για τις οποίες πρέπει να προβλέπονται και ανάλογες κυρώσεις. Η FAPL υποστηρίζει ότι κάρτα αποκωδικοποίησης που νομίμως πωλείται σε ένα κράτος μέλος αποτελεί παράνομη συσκευή όταν χρησιμοποιείται σε άλλο κράτος μέλος αντιθέτως προς τη βούληση της επιχείρησης που παρέχει την προστατευόμενη υπηρεσία. Η Murphy αντικρούει αυτήν την άποψη με το επιχείρημα ότι η συγκεκριμένη χρήση μιας κάρτας αποκωδικοποίησης που διατίθεται νομίμως στην αγορά δεν μπορεί να την μετατρέπει σε παράνομη συσκευή. Αντιθέτως αυτή η χρήση είναι νόμιμη βάσει της οδηγίας, καθώς το άρθρο 3, παράγραφος 2, απαγορεύει κάθε περιορισμό στην εμπορία νόμιμων καρτών αποκωδικοποίησης.

50.      Προτείνω στο Δικαστήριο να εξετάσει εν συντομία τα σχετικά ερωτήματα, διότι αμφότερες οι ανωτέρω υποθέσεις είναι προδήλως εσφαλμένες.

51.      Το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84 ορίζει ως «παράνομη συσκευή» κάθε εξοπλισμό ή λογισμικό που έχει σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία σε κατανοητή μορφή χωρίς την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας.

52.      Κατά τη FAPL, εμπίπτει στον ανωτέρω ορισμό η περίπτωση όπου κάρτες αποκωδικοποίησης χρησιμοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο για τη λήψη αναμεταδόσεων ελληνικού σταθμού, αν και η βούληση του κατόχου του δικαιώματος είναι να μην επιτρέπεται η λήψη τους στον συγκεκριμένο τόπο.

53.      Το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84 δεν αποσκοπεί ωστόσο στο να εμποδίσει τη χρήση μιας συσκευής προσβάσεως ενάντια στη βούληση του παρέχοντος την υπηρεσία. Απαιτεί εξοπλισμό που έχει σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία χωρίς την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Αυτός ο ορισμός αφορά, επομένως, συσκευές που έχουν κατασκευαστεί ή μετατραπεί ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό.

54.      Αντιθέτως, η κάρτα αποκωδικοποίησης έχει σχεδιαστεί ειδικώς για να παρέχει πρόσβαση με την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Ο παρέχων την υπηρεσία ελληνικός σταθμός τη θέτει σε κυκλοφορία ακριβώς για τον σκοπό αυτό. Η κάρτα αποκωδικοποίησης δεν υπόκειται άλλωστε και σε καμία προσαρμογή με τη διάθεσή της στο Ηνωμένο Βασίλειο.

55.      Μόνο αυτή η προφανής ερμηνεία συνάδει με τον γενικό σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 98/84. Κατά τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία προωθεί τη διασυνοριακή παροχή των υπηρεσιών. Θα ήταν προδήλως αντιφατική η προώθηση της διασυνοριακής διάθεσης συσκευών για την πρόσβαση υπό όρους και η αντιμετώπισή τους στη συνέχεια ως παράνομες συσκευές.

56.      Εξάλλου η γενική αρχή της ασφαλείας δικαίου, η οποία συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, επιτάσσει ειδικά τη σαφήνεια και ακρίβεια των κανονιστικών ρυθμίσεων, ώστε οι διοικούμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν με βεβαιότητα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (14). Όταν πρόκειται για ποινικές διατάξεις πρέπει να τηρείται επιπροσθέτως και η αρχή ότι τα αδικήματα και οι ποινές πρέπει να προβλέπονται από νόμο (nullum crimen, nulla poena sine lege), βάσει της οποίας οι κοινοτικές διατάξεις πρέπει να ορίζουν σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που επισύρουν (15). Αν ο νομοθέτης της Ένωσης επιθυμούσε πράγματι να προστατεύσει τη γεωγραφική κατανομή των τηλεοπτικών αγορών και να προβλέψει κυρώσεις για την καταστρατήγηση αυτής της κατανομής μέσω της διάθεσης νομίμων καρτών αποκωδικοποίησης ενός κράτους σε άλλα κράτη μέλη, τότε θα έπρεπε να το εκφράσει με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια.

57.      Επί του πρώτου ερωτήματος της υποθέσεως C‑403/08 και επί των δύο πρώτων ερωτημάτων της υποθέσεως C‑429/08 θα πρέπει, ως εκ τούτου, να δοθεί η απάντηση ότι ο σχεδιασμός ή η αντίστοιχη προσαρμογή κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84 ισοδυναμεί με την κατασκευή ή μετατροπή μιας συσκευής ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία σε κατανοητή μορφή χωρίς την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, συσκευή που παρέχει πρόσβαση υπό όρους δεν καθίσταται «παράνομη συσκευή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84, όταν χρησιμοποιείται για παροχή προσβάσεως σε προστατευόμενες υπηρεσίες σε τόπο ή με τρόπο ή από πρόσωπο που δεν καλύπτεται από την άδεια του παρέχοντος την υπηρεσία, εφόσον κατασκευάζεται από τον ίδιο τον παρέχοντα την υπηρεσία ή με την έγκρισή του και εν συνεχεία διατίθεται προς πώληση με περιορισμένου εύρους άδεια χρήσης, η οποία επιτρέπει την παροχή προσβάσεως σε προστατευόμενες υπηρεσίες μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις.

58.      Εντούτοις, δεν πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι στο τρίτο ερώτημα της υποθέσεως C‑429/08 αρμόζει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/84 απαγορεύει κάθε περιορισμό της εμπορίας νομίμων καρτών αποκωδικοποίησης.

59.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 98/84 απαγορεύει τον περιορισμό στην παροχή προστατευόμενων υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και το στοιχείο β΄ απαγορεύει τους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των συσκευών για την πρόσβαση υπό όρους. Ωστόσο αυτές οι απαγορεύσεις περιορισμών εξειδικεύονται: απαράδεκτοι είναι περιορισμοί μόνο για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία. Βάσει του άρθρου 2, στοιχείο στ΄, ο εν λόγω τομέας περιλαμβάνει οποιαδήποτε διάταξη αφορά τις παράνομες δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 4, ήτοι τις διάφορες απαγορεύσεις που σχετίζονται με παράνομες συσκευές. Συνεπώς, το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεν αποκλείει περιορισμούς για άλλους λόγους.

60.      Η παράβαση συμβατικών όρων περί της δυνατότητας προσβάσεως σε προγράμματα σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, η δήλωση ψευδούς ονόματος και/ή διευθύνσεως κατά την αγορά συσκευών προσβάσεως ή η χρήση για εμπορικούς σκοπούς καρτών αποκωδικοποίησης που προορίζονται για ιδιωτική ή οικιακή χρήση δεν αποτελούν μέτρα κατά των παράνομων συσκευών. Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στον τομέα που διέπεται από την οδηγία 98/84.

61.      Κατά συνέπεια, στο ερώτημα 3 της υποθέσεως C‑429/08 θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/84 δεν αποκλείει σε κράτος μέλος την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει τη χρήση συσκευής για την πρόσβαση υπό όρους σε περίπτωση είτε παράβασης συμβατικών όρων περί της δυνατότητας προσβάσεως σε προγράμματα σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, είτε δήλωσης ψευδούς ονόματος και/ή διευθύνσεως κατά την αγορά συσκευών προσβάσεως είτε χρήσης για εμπορικούς σκοπούς συσκευής προσβάσεως που προορίζεται για ιδιωτική ή οικιακή χρήση.

62.      Η απάντηση στο ερώτημα 4 της υποθέσεως C‑429/08, που αφορά το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/84, παρέλκει, διότι, όπως προκύπτει και από την αιτιολογία της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, αφορά μόνον την περίπτωση που η επίμαχη διάταξη θα κρινόταν ότι απαγορεύει ενδεχόμενους περιορισμούς για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους. Ομοίως παρέλκει και η απάντηση στα ερωτήματα 2, 3 και 8α της υποθέσεως C‑403/08, καθώς και στο ερώτημα 5 της υποθέσεως C‑429/08.

 Β –       Επί της οδηγίας 2001/29

1.      Επί του δικαιώματος αναπαραγωγής

63.      Με τα ερωτήματα 4 και 5 της υποθέσεως C‑403/08, το High Court ζητεί να διευκρινιστεί αν η ψηφιακή παρουσίαση εκπομπών θίγει αναγκαστικά το δικαίωμα των δημιουργών στην αναπαραγωγή των έργων τους. Η παρουσίαση ψηφιακών προγραμμάτων προϋποθέτει, για τεχνικούς λόγους, τη φόρτωση μικρών αποσπασμάτων της εκπομπής στην προσωρινή μνήμη της συσκευής προβολής. Όπως προκύπτει από την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, κάθε φορά αποθηκεύονται στην προσωρινή μνήμη του δέκτη τέσσερις μεμονωμένες εικόνες από τη ροή του βίντεο και ένα αντίστοιχο ηχητικό απόσπασμα, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο πρότυπο.

64.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 αναγνωρίζει αποκλειστικό δικαίωμα σε διάφορα πρόσωπα –μεταξύ των οποίων οι δημιουργοί όσον αφορά τα έργα τους και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους– να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει.

 α)     Επί του ερωτήματος 4α στην υπόθεση C‑403/08 –εθνικό δίκαιο ή δίκαιο της Ένωσης

65.      Το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ αρχάς το ερώτημα αν ο χαρακτηρισμός της προσωρινής αποθήκευσης ως αναπαραγωγής συνιστά ζήτημα του εθνικού δικαίου ή απορρέει τελικώς από την οδηγία 2001/29. Αμφισβητεί δηλαδή εν προκειμένω ότι συντρέχει περίπτωση αναπαραγωγής κατά την έννοια του εθνικού δικαίου.

66.      Ωστόσο το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η «μερική αναπαραγωγή» αποτελεί έννοια του δικαίου της Ένωσης που πρέπει να ερμηνεύεται με ενιαίο τρόπο (16).

67.      Επομένως, για την απάντηση στο ερώτημα αν έγινε εν όλω ή εν μέρει αναπαραγωγή των έργων, είναι απαραίτητη η ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29.

 β)     Επί της εφαρμογής του δικαιώματος αναπαραγωγής στις απευθείας αναμεταδόσεις

68.      Προτού δοθεί απάντηση στα ερωτήματα περί αναπαραγωγής, πρέπει να διευκρινιστεί αν το δικαίωμα αναπαραγωγής είναι γενικά εφαρμοστέο στις απευθείας αναμεταδόσεις.

69.      Το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2001/29 αναγνωρίζει δικαίωμα αναπαραγωγής στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, το αντίστοιχο δικαίωμα των παραγωγών ταινιών αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους.

70.      Οι QC Leisure κ.λπ. αμφισβητούν την ύπαρξη υλικής ενσωμάτωσης, πρωτοτύπου ή αντιγράφου που θα μπορούσε να αναπαραχθεί σε περίπτωση απευθείας αναμετάδοσης. Αυτή η άποψη βασίζεται πιθανώς στο ότι η διαδικασία παραγωγής, όπως περιγράφεται στην αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως, δεν προβλέπει καμία διαρκή υλική ενσωμάτωση της εκπομπής, βάσει της οποίας να γίνεται στη συνέχεια η αναμετάδοση της ταινίας.

71.      Η Επιτροπή, αντιθέτως, ισχυρίζεται με πειστικό τρόπο ότι και η απευθείας αναμετάδοση στηρίζεται πρακτικά σε μία πρώτη υλική ενσωμάτωση ή αντίστοιχα μία πρωτότυπη λήψη που αποτελεί την αφετηρία για την αναμετάδοση των εικόνων. Αυτή η υλική ενσωμάτωση πραγματοποιείται τουλάχιστον στις προσωρινές μνήμες, όπου συγκεντρώνονται οι λήψεις από διαφορετικές κάμερες, ώστε να παραχθεί η εκπομπή που αναμεταδίδεται στη συνέχεια.

72.      Η άποψη των QC Leisure κ.λπ. θα είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητα δυσμενή μεταχείριση των απευθείας αναμεταδόσεων έναντι των αναμεταδόσεων από φορείς υλικής ενσωμάτωσης. Αυτού του είδους ο περιορισμός του δικαιώματος αναπαραγωγής θα ήταν άλλωστε εύκολο να παρακαμφθεί, καθώς οι σταθμοί θα μπορούσαν, δίχως ιδιαίτερη δυσκολία, να παρεμβάλλουν στη διαδικασία παραγωγής μια πρώτη διαρκή υλική ενσωμάτωση του σήματος σε φορέα.

73.      Κατά συνέπεια το δικαίωμα αναπαραγωγής είναι εφαρμοστέο και στις απευθείας αναμεταδόσεις.

 γ)     Επί του ερωτήματος 4β στην υπόθεση C‑403/08 –αναπαραγωγή στην προσωρινή μνήμη του δέκτη

74.      Το High Court ερωτά κατ’ αρχάς, σε σχέση με το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29, αν πρέπει να λάβει υπόψη τα μεμονωμένα αποσπάσματα της εκπομπής ή το σύνολό της.

75.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 προβλέπει δικαίωμα που επιτρέπει ή απαγορεύει την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει.

76.      Υπέρ του συνυπολογισμού όλων των προσωρινά αποθηκευμένων αποσπασμάτων συνηγορεί το γεγονός ότι όλα τα αποσπάσματα αναπαράγονται με σκοπό να καταστήσουν δυνατή τη συνεχόμενη παρουσίαση εκπομπής ως ενιαίο σύνολο. Εντούτοις, σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο υπάρχουν στην προσωρινή μνήμη, σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο πρότυπο, μόνον τέσσερις εικόνες και ένα αντίστοιχο πολύ σύντομο ηχητικό σήμα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται μια ολοκληρωμένη αναπαραγωγή της εκπομπής. Ωστόσο και αυτά τα πολύ περιορισμένης έκτασης αποσπάσματα αποτελούν εν μέρει αναπαραγωγή μιας εκπομπής.

77.      Οι QC Leisure κ.λπ. υποστηρίζουν ότι αυτές οι μεμονωμένες εικόνες και τα ηχητικά αποσπάσματα δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως αναπαραγωγή εκπομπής. Η εν μέρει αναπαραγωγή κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29 θα απαιτούσε μάλλον την αναπαραγωγή ουσιαστικού μέρους του έργου. Αυτή η επιχειρηματολογία βασίζεται στην έννοια της αναπαραγωγής κατά το εθνικό δίκαιο και στη σχετική ερμηνεία της.

78.      Εν τω μεταξύ το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια της αναπαραγωγής κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/29 σε σχέση με άρθρο εφημερίδας. Διαπίστωσε ότι το δικαίωμα του δημιουργού αφορά όλα τα μέρη του έργου, τα οποία είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού (17). Αντιθέτως, έκρινε ότι οι μεμονωμένες λέξεις δεν προστατεύονται, διότι η πνευματική δημιουργία προκύπτει μόνο μετά την επιλογή, τη διευθέτηση και τον συνδυασμό αυτών των λέξεων (18). Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή και εν προκειμένω.

79.      Σε αντίθεση με τις οποιεσδήποτε λέξεις, οι προκείμενες προσωρινά αποθηκευμένες εικόνες και τα ηχητικά αποσπάσματα είναι μοναδικά. Κάθε εικόνα είναι προϊόν συγκεκριμένης επιλογής του εικονολήπτη ή του σκηνοθέτη, και αντιστοιχεί με μοναδικό τρόπο στην κάθε μετάδοση. Ασφαλώς, δεν θα έπρεπε να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών των μεμονωμένων εικόνων, αλλά όλες αποτελούν μέρος της πνευματικής δημιουργίας που συνιστά η μεταδιδόμενη εκπομπή.

80.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής μπορεί να συγκριθεί με τις μεμονωμένες λέξεις η απομονωμένη πληροφορία σχετικά με το χρώμα του κάθε εικονοστοιχείου. Μέσα από τη συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών προκύπτουν οι μεμονωμένες εικόνες στις οποίες αποδίδεται ο χαρακτήρας προσωπικής πνευματικής δημιουργίας.

81.      Κατά συνέπεια, τα αποσπάσματα ψηφιακών λήψεων βίντεο και ήχου που παράγονται στη μνήμη ενός δέκτη, όταν προβάλλεται ολόκληρο το έργο, αποτελούν πράξεις αναπαραγωγής, καθόσον τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν μέρος της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού της εκπομπής.

 δ)     Επί του ερωτήματος 4γ στην υπόθεση C‑403/08 –αναπαραγωγή μέσω προβολής σε οθόνη

82.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η προβολή εκπομπής σε οθόνη αποτελεί αναπαραγωγή.

83.      Αν και το συγκεκριμένο ερώτημα προκαλεί κατ’ αρχάς έκπληξη, η QC Leisure, η FAPL και η Επιτροπή συμφωνούν ότι αυτή η προβολή αποτελεί πράγματι αναπαραγωγή.

84.      Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατ’ αρχήν για τους ίδιους λόγους που γίνεται δεκτό ότι υπάρχει αναπαραγωγή στην περίπτωση της προσωρινής αποθήκευσης εικόνων και ηχητικών αποσπασμάτων. Πάντως, η προβολή μιας εικόνας της εκπομπής στην οθόνη διαρκεί πολύ λιγότερο, ενώ ταυτοχρόνως αναπαράγεται και το αντίστοιχο ηχητικό απόσπασμα.

85.      Κατά συνέπεια και η προβολή μιας εκπομπής σε οθόνη αποτελεί αναπαραγωγή.

2.      Επί του ερωτήματος 5 στην υπόθεση C‑403/08 –περιορισμός του δικαιώματος αναπαραγωγής

86.      Σκοπός του ερωτήματος 5 στην υπόθεση C‑403/08 είναι να διευκρινιστεί αν οι περιπτώσεις αναπαραγωγής που προσδιορίζονται με την απάντηση στο τέταρτο ερώτημα εξαιρούνται από το δικαίωμα αναπαραγωγής του δημιουργού δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

87.      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 εξαιρεί από το δικαίωμα της αναπαραγωγής συγκεκριμένες τεχνολογικές μεθόδους. Αυτή η εξαίρεση υπόκειται σε τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, δηλαδή η μη πλήρωση έστω και μίας προϋπόθεσης έχει ως συνέπεια να εμπίπτει η πράξη αναπαραγωγής στο πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος αναπαραγωγής του άρθρου 2 της οδηγίας (19).

88.      Πρώτον, η ρύθμιση αφορά προσωρινές πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι μεταβατικές ή παρεπόμενες και αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα μιας τεχνολογικής μεθόδου. Μια πράξη δύναται να χαρακτηριστεί ως «μεταβατική», κατά την έννοια της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, μόνον αν η διάρκεια ζωής της περιορίζεται σε αυτό που απαιτείται για την ορθή λειτουργία της οικείας τεχνολογικής μεθόδου, δεδομένου ότι η μέθοδος αυτή πρέπει να είναι αυτοματοποιημένη ούτως ώστε η πράξη αυτή να εξαλείφεται αυτομάτως, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μόλις ολοκληρωθεί η λειτουργία της που έχει ως σκοπό την υλοποίηση της εν λόγω μεθόδου (20). Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω. Οι αναπαραγωγές στη μνήμη και στην οθόνη είναι μεταβατικές και προσωρινές. Επίσης αποτελούν αναπόσπαστο και ουσιώδες τμήμα τεχνολογικής μεθόδου που καθιστά εφικτή τη μετάδοση μιας εκπομπής.

89.      Δεύτερον, η πράξη πρέπει να έχει ως αποκλειστικό σκοπό είτε την εντός δικτύου μετάδοση μεταξύ τρίτων μέσω διαμεσολαβητή είτε μια νόμιμη χρήση. Όπως εξηγεί και το αιτούν δικαστήριο, η νομιμότητα ή η έλλειψή της δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν ο δικαιούχος ενέκρινε αυτές καθαυτές τις σχετικές πράξεις αναπαραγωγής. Η αναπαραγωγή με τη συγκατάθεση του δικαιούχου δεν θα απαιτούσε καμία εξαίρεση. Ως εκ τούτου είναι αποφασιστικής σημασίας στο σημείο αυτό η απάντηση σε άλλα ερωτήματα, ιδίως αν οι θεμελιώδεις ελευθερίες και/ή η οδηγία 93/83 θεμελιώνουν δικαίωμα λήψης εκπομπής (συναφώς κατωτέρω, υπό Γ και Δ), καθώς και αν το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής (συναφώς κατωτέρω, υπό Α).

90.      Τρίτον, οι πράξεις αναπαραγωγής δεν επιτρέπεται να έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία. Αν οι πράξεις αναπαραγωγής που προσδιορίζονται με την απάντηση στο τέταρτο ερώτημα έχουν τέτοια σημασία, εμπίπτουν στο πέμπτο ερώτημα της υποθέσεως C‑403/08.

91.      Η εξαίρεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να ερμηνεύεται στενά, διότι αποκλίνει από τη γενική αρχή του άρθρου 2 (21). Κατά μείζονα λόγο, τούτο ισχύει υπό το πρίσμα του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, σύμφωνα με το οποίο όλες οι εξαιρέσεις του άρθρου 5 έχουν εφαρμογή μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν θίγουν τη συνήθη εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου, ούτε προκαλούν αδικαιολόγητη ζημία στα νόμιμα δικαιώματα του δικαιούχου (22).

92.      Όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχουν ως σκοπό να καταστήσουν δυνατές τις πράξεις αναπαραγωγής, οι οποίες είναι αναγκαίες για την πραγματική εκμετάλλευση. Η Επιτροπή καταδεικνύει τούτο με τις επεξηγηματικές της σημειώσεις, στην πρόταση της οδηγίας, μέσα από το παράδειγμα της μεταφοράς ενός βίντεο από βάση δεδομένων στη Γερμανία σε οικιακό υπολογιστή στην Πορτογαλία, όπου απαιτούνται τουλάχιστον 100 πράξεις αποθήκευσης (23).

93.      Αυτού του είδους οι πράξεις αναπαραγωγής δεν έχουν, κατά κανόνα, καμία ανεξάρτητη οικονομική αξία πέραν της οικονομικής σημασίας της εκμετάλλευσης. Υπό προϋποθέσεις αποκτούν οικονομική σημασία, διότι μπορούν να οδηγήσουν σε αδυναμία εκμετάλλευσης, αν παραδείγματος χάρη μία από τις πράξεις αναπαραγωγής που εξυπηρετούν τη μεταφορά αποτύχει και διακόψει τη γραμμή μετάδοσης, στην οποία βασίζεται η εκμετάλλευση. Εντούτοις, αυτή η οικονομική σημασία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την προβλεπόμενη εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα να μην είναι ανεξάρτητη.

94.      Κατά συνέπεια, οι αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται στη μνήμη του αποκωδικοποιητή δεν έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία.

95.      Αντιθέτως, η αναπαραγωγή που τελείται στην οθόνη έχει σαφώς ανεξάρτητη οικονομική σημασία. Συγκεκριμένα, αποτελεί το αντικείμενο της εκμετάλλευσης μιας εκπομπής. Όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού, η εκμετάλλευση των δικαιωμάτων σε εκπομπή συναρτάται με το δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως, διότι οι δημιουργοί έχουν δικαίωμα να διαφωνήσουν με τη μετάδοση. Εντούτοις, η οικονομική σημασία μιας εκπομπής βασίζεται κατά κανόνα στη λήψη της. Στις υπό κρίση υποθέσεις που αφορούν συνδρομητικές εκπομπές κάτι τέτοιο είναι προφανές, ισχύει όμως και για εκπομπές οι οποίες χρηματοδοτούνται από διαφημίσεις. Ακόμα και οι σταθμοί της δημόσιας τηλεόρασης, οι οποίοι χρηματοδοτούνται μέσω τελών ή από τον κρατικό προϋπολογισμό, πρέπει να δικαιολογούν πρακτικά το κόστος τους τουλάχιστον μέσα από ανάλογες μετρήσεις τηλεθέασης.

96.      Συνεπώς, οι μεταβατικές πράξεις αναπαραγωγής έργου οι οποίες τελούνται σε τηλεοπτική οθόνη συνδεδεμένη με αποκωδικοποιητή έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία.

97.      Το αιτούν δικαστήριο εξειδικεύει το ερώτημα 5 στο στοιχείο β΄ ερωτώντας αν ασκεί επιρροή (i) το αν οι μεταβατικές αναπαραγωγές έχουν οποιαδήποτε εγγενή αξία, (ii) το αν οι μεταβατικές αναπαραγωγές περιλαμβάνουν ένα μικρό τμήμα μιας συλλογής έργων και/ή άλλο αντικείμενο, το οποίο κατά τα άλλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να προσβάλλονται τα δικαιώματα του δημιουργού, ή (iii) το αν ο κάτοχος αποκλειστικής αδείας που του έχει χορηγηθεί από τον δικαιούχο σε άλλο κράτος μέλος έχει λάβει αμοιβή για τη χρησιμοποίηση του έργου στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

98.      Στο υποερώτημα (i) δόθηκε απάντηση ήδη: μεταβατικές αναπαραγωγές στην προσωρινή μνήμη δεν έχουν καμία εγγενή αξία ενώ, αντιθέτως, οι μεταβατικές αναπαραγωγές σε τηλεοπτική οθόνη έχουν.

99.      Το υποερώτημα (ii) αφορά τη δυνατότητα προστασίας μόνο συγκεκριμένων τμημάτων της εκπομπής. Η θέση αυτή μπορεί να είναι βάσιμη όσον αφορά την παρουσίαση στο κοινό (24) ενώ είναι αμφίβολο αν μπορεί να υποστηριχθεί σε σχέση με το επίμαχο εν προκειμένω δικαίωμα αναπαραγωγής (25). Πάντως, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μόνον τμήματα της εκπομπής προστατεύονται, τούτο δεν θα είχε σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Μεγαλύτερη επιρροή ασκούν συναφώς οι εθνικές ρυθμίσεις για τη μεταφορά του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο θ΄, της οδηγίας 2001/29. Κατά το άρθρο αυτό, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς του δικαιώματος αναπαραγωγής για την περιστασιακή ενσωμάτωση ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου σε χρησιμοποιούμενο υλικό.

100. Το υποερώτημα (iii) υπογραμμίζει εν τέλει το αποφασιστικό σημείο αμφότερων των αιτήσεων εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ήτοι την αμοιβή για τη χρήση του έργου σε άλλο κράτος μέλος. Δεδομένου ότι η ανεξάρτητη οικονομική σημασία της αναπαραγωγής μιας εκπομπής σε οθόνη συμπίπτει με το ενδιαφέρον λήψης της εκπομπής, τίθεται το ερώτημα αν η αμοιβή που παρέχεται σε ένα κράτος μέλος για τη λήψη εκπομπής θεμελιώνει δικαίωμα λήψης της και σε άλλο κράτος μέλος. Αυτό είναι το αντικείμενο των κατωτέρω ερωτημάτων επί της οδηγίας 93/83 (συναφώς κατωτέρω, υπό Γ) και επί των θεμελιωδών ελευθεριών (συναφώς κατωτέρω, υπό Δ). Ωστόσο, δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

101. Συνοψίζοντας, όσον αφορά το ερώτημα 5 στην υπόθεση C‑403/08, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι μεταβατικές αναπαραγωγές έργου που τελούνται σε τηλεοπτική οθόνη συνδεδεμένη με αποκωδικοποιητή έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ενώ, αντιθέτως, οι μεταβατικές αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται στη μνήμη αποκωδικοποιητή δεν έχουν τέτοια σημασία.

3.      Επί της περαιτέρω παρουσίασης στο κοινό

102. Με το ερώτημα 6 στην υπόθεση C‑403/08 ζητείται να διευκρινιστεί αν η προβολή, σε απευθείας μετάδοση, ποδοσφαιρικών αγώνων σε χώρους εστίασης θίγει το αποκλειστικό δικαίωμα της παρουσίασης στο κοινό προστατευμένων έργων κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29.

 α)     Επί του παραδεκτού του ερωτήματος

103. Θα μπορούσαν να διατυπωθούν αμφιβολίες ως προς τη λυσιτέλεια και, επομένως, το παραδεκτό αυτού του ερωτήματος. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 72 του Copyright, Designs and Patents Act επιτρέπει κατά κανόνα την προβολή του τηλεοπτικού προγράμματος στο κοινό, όταν ο υπεύθυνος της προβολής δεν απαιτεί αντίτιμο. Ακόμη και αν αυτού του είδους η παρουσίαση αντέβαινε στο άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29, η οδηγία δεν μπορεί καθαυτή να επιβάλλει υποχρεώσεις σε ιδιώτη, ούτε είναι δυνατή η επίκλησή της έναντί του (26).

104. Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μόνον το εθνικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει τη διαφορά και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, αφενός αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του και αφετέρου αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Εφόσον λοιπόν τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να αποφανθεί επ’ αυτών (27) και ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας (28) υπέρ των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια. Εντούτοις, το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία όρων του δικαίου της Ένωσης, που αναφέρονται στα ερωτήματα, είναι υποθετικής φύσεως (29). Στην περίπτωση αυτή το ερώτημα θα ήταν απαράδεκτο.

105. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται μεν να υφίσταται, σε εθνικό επίπεδο, ένα εκτεταμένο δικαίωμα προβολής στο κοινό του τηλεοπτικού προγράμματος άνευ αντιτίμου, το οποίο όμως δεν περιλαμβάνει όλα τα συστατικά μέρη του προγράμματος. Ειδικότερα, εξαιρούνται από αυτό τα μουσικά κομμάτια. Επιπλέον, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μια σύμφωνη με το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως να επιτρέψει περαιτέρω περιορισμούς αυτού του δικαιώματος.

106. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν προκύπτει προδήλως ότι το ερώτημα είναι άνευ σημασίας για την έκβαση της υποθέσεως και, κατά συνέπεια, το ερώτημα αυτό κρίνεται παραδεκτό.

 β)     Επί της ουσίας

107. Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί αν υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29, όταν σε χώρο εστίασης προβάλλεται ποδοσφαιρικός αγώνας σε απευθείας μετάδοση. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να οριοθετηθεί ο κύκλος των προστατευόμενων έργων και, εν συνεχεία, να εξεταστεί η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1.

i)      Επί των προστατευόμενων έργων

108. Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν αποκλειστικά δικαιώματα, με τα οποία θα επιτρέπονται ή θα απαγορεύονται συγκεκριμένες πράξεις που σχετίζονται με έργα διανοίας. Η παράγραφος 1 αφορά τα δικαιώματα των δημιουργών και η παράγραφος 2 τα δικαιώματα ορισμένων άλλων προσώπων, ιδίως των παραγωγών ταινιών (στοιχείο γ΄) και των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (στοιχείο δ΄).

109. Οι δύο παράγραφοι δεν προβλέπουν τα ίδια δικαιώματα. Η παράγραφος 1 εξασφαλίζει το δικαίωμα της ενσύρματης ή ασύρματης παρουσίασης έργων στο κοινό συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καθίστανται προσιτά τα έργα στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος. Το δικαίωμα της παραγράφου 2 ισχύει μόνο για αυτή τη συγκεκριμένη μορφή προσβάσεως, δηλαδή για τις περιπτώσεις που τα έργα καθίστανται προσιτά στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

110. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις στην πρόταση της οδηγίας 2001/29 καταδεικνύουν ότι η πρόσβαση οποιουδήποτε όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος αφορά την κατ’ αίτηση μετάδοση (30), η οποία είναι άνευ σημασίας για την υπό κρίση υπόθεση. Μη διαδραστικές μεταδόσεις, όπως η συνήθης λήψη του τηλεοπτικού προγράμματος, δεν θα έπρεπε να εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 2. Για αυτές τις περιπτώσεις εξακολουθούν να ισχύουν οι υπάρχουσες διατάξεις, ήτοι το άρθρο 8 της οδηγίας 2006/115 και το άρθρο 4 της οδηγίας 93/83 (31).

111. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115 προβλέπει για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου. Ωστόσο στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν απαιτούνταν αντίτιμο.

112. Ειδική ρύθμιση για τις μη διαδραστικές παρουσιάσεις ταινιών μάλλον δεν υφίσταται. Σε περίπτωση που η μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων πρέπει να θεωρηθεί ταινία, δεν μπορεί παρά να έχει εφαρμογή εθνική ρύθμιση σχετική με το δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό.

113. Έτσι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπεται προστασία δικαιωμάτων όσον αφορά την παρουσίαση εκπομπής στο κοινό χωρίς αντίτιμο. Αντιθέτως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αναγνωρίζει μόνον τα δικαιώματα επί των έργων τα οποία καλύπτονται από την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού και παρουσιάζονται με τη μετάδοση της εκπομπής. Σε αυτή την κατηγορία θα ενέπιπτε ενδεχομένως, εν προκειμένω, ο ύμνος της Premier League ο οποίος μεταδίδεται στο πλαίσιο της εκπομπής, καθώς και άλλα έργα στα οποία αναφέρεται η αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως.

114. Τόσο το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 όσο και το άρθρο 14 της οδηγίας 2006/115 προβλέπουν ότι η προστασία των ως άνω έργων δεν θίγεται ούτε περιορίζεται από την προστασία που παρέχεται στα συγγενικά δικαιώματα με καθεμία από αυτές τις οδηγίες. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν αυτά τα έργα εμπίπτουν τυχόν σε εσωτερικές ρυθμίσεις για τη μεταφορά του άρθρου 5, παράγραφος 3, στοιχείο θ΄, της οδηγίας 2001/29 στην εθνική έννομη τάξη. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς του δικαιώματος παρουσίασης στο κοινό για την περιστασιακή ενσωμάτωση ενός έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου σε χρησιμοποιούμενο υλικό.

115. Κατά συνέπεια, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που, με την προβολή ποδοσφαιρικών αγώνων σε χώρους εστίασης, παρουσιάζονται έργα για τα οποία το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου δεν προβλέπει εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων περί μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 1, στην εθνική έννομη τάξη.

ii)    Επί της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29

116. Όσον αφορά τα έργα που εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, πρέπει να εξετασθεί αν η προβολή σε χώρο εστίασης αποτελεί «ενσύρματη ή ασύρματη» παρουσίαση στο κοινό.

117. Η δορυφορική εκπομπή είναι καταρχήν παρουσίαση προστατευόμενων έργων στο κοινό. Θεωρείται όμως δεδομένο ότι έχει δοθεί συναφώς η συγκατάθεση των εκάστοτε δικαιούχων. Το ερώτημα είναι αν η προβολή της αναμετάδοσης σε χώρο εστίασης αποκτά χαρακτήρα περαιτέρω παρουσίασης στο κοινό, η οποία εκφεύγει της οικιακής ή ιδιωτικής χρήσης και απαιτεί πρόσθετη έγκριση –που, εν προκειμένω, λείπει– από τον δικαιούχο.

118. Το Δικαστήριο έχει δεχτεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ήτοι σε μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών εντός ξενοδοχείου, ότι υφίσταται περαιτέρω παρουσίαση στο κοινό (32). Καταρχήν, είναι εύλογος ο συσχετισμός των πελατών ενός εστιατορίου με τους πελάτες ενός ξενοδοχείου και η κοινή αντιμετώπισή τους ως αόριστο αριθμό δυνητικών τηλεθεατών, που σε σχέση με τους ιδιώτες αποδέκτες αποτελούν ένα νέο κοινό (33). Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι η παρουσίαση στις περιπτώσεις των ξενοδοχείων έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα (34). Αντίστοιχο σκοπό έχουν ασφαλώς και οι υπεύθυνοι εστιατορίων όταν προβάλλουν αναμεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων. Οι δε δημιουργοί έχουν κατ’ αρχήν συμφέρον να συμμετέχουν στο κέρδος που προκύπτει από την εμπορική εκμετάλλευση των έργων τους.

119. Η πρακτική της εμπορίας καρτών αποκωδικοποίησης ακολουθεί αυτή τη λογική, διότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί απαιτούν υψηλότερο τίμημα για τη χρήση καρτών αποκωδικοποίησης σε χώρους εστίασης, ενώ δεσμεύουν τους ιδιώτες να κάνουν χρήση των καρτών τους μόνο για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς.

120. Πάντως, επιβάλλεται να εξετασθεί αν πρέπει όντως να ληφθεί ως δεδομένο ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί μια ερμηνεία υπό το πρίσμα ρυθμίσεων διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, αποκρυσταλλώνοντας το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη φανερώνει ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν ακριβώς να μην αναγνωριστούν δικαιώματα των δημιουργών επί της άνευ αντιτίμου παρουσίασης τηλεοπτικής εκπομπής στο κοινό.

Επί της Συμβάσεως της Βέρνης

121. Βασικά ερμηνευτικά στοιχεία για τον ορισμό της έννοιας της παρουσίασης στο κοινό μπορούν καταρχήν να συναχθούν από το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βέρνης. Αυτή η διάταξη προβλέπει στις περιπτώσεις i έως iii το αποκλειστικό δικαίωμα των δημιουργών να επιτρέπουν τρεις διαφορετικές μορφές παρουσίασης των έργων τους στο κοινό:

i)      τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή την παρουσίαση στο κοινό με κάθε άλλο μέσο που χρησιμεύει για την ασύρματη μετάδοση σημάτων, ήχων ή εικόνων,

ii)      οποιαδήποτε καλωδιακή ή ασύρματη παρουσίαση στο κοινό του ραδιοτηλεοπτικού έργου, όταν η παρουσίαση αυτή πραγματοποιείται από οργανισμό άλλον από αυτόν από τον οποίο προέρχεται,

iii)      την παρουσίαση του ραδιοτηλεοπτικού έργου στο κοινό μέσω μεγαφώνου ή κάθε άλλου αναλόγου μέσου μεταδόσεως σημάτων, ήχων ή εικόνων.

122. Βάσει του οδηγού του WIPO (35) –επεξηγηματικό έγγραφο που κατάρτισε ο WIPO το οποίο, αν και δεν έχει υποχρεωτική νομική ισχύ, συμβάλλει ωστόσο στην ερμηνεία της Συμβάσεως της Βέρνης– τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii: η παρουσίαση του ραδιοτηλεοπτικού έργου στο κοινό μέσω μεγαφώνου ή κάθε άλλου αναλόγου μέσου μεταδόσεως σημάτων, ήχων ή εικόνων. Αυτή η διάταξη αφορά ακριβώς την παρουσίαση του ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος σε χώρους όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος: καφενεία, εστιατόρια, ξενοδοχεία, πολυκαταστήματα, τρένα και αεροπλάνα (36).

123. Η παρουσίαση στο κοινό έγκειται, υπ’ αυτό το πρίσμα, στο γεγονός ότι η εκπομπή, συμπεριλαμβανομένων των προστατευόμενων έργων, προβάλλεται στο παριστάμενο κοινό μέσω της οθόνης.

124. Η Ένωση δεν είναι μεν συμβαλλόμενο μέρος της Συμβάσεως της Βέρνης, πλην όμως δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, της συμφωνίας TRIPS και του άρθρου 1, παράγραφος 4, της Συνθήκης του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία, υποχρεούται από κοινού με τα κράτη μέλη, να εφαρμόζει τα άρθρα 1 έως 21 της Συμβάσεως της Βέρνης και να τηρεί τις σχετικές διατάξεις. Ως εκ τούτου, η μεταφορά του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης στο δίκαιο της Ένωσης θα ήταν σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση από το διεθνές δίκαιο.

125. Επιπροσθέτως, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της συμφωνίας TRIPS προβλέπει ρητώς ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να απαγορεύουν την παρουσίαση τηλεοπτικών εκπομπών στο κοινό, όταν αυτή τελείται χωρίς την άδειά τους. Τα κράτη που δεν αναγνωρίζουν τα προαναφερθέντα δικαιώματα στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οφείλουν τουλάχιστον να παρέχουν τη δυνατότητα στους δικαιούχους των δικαιωμάτων του δημιουργού επί των έργων που αποτελούν το αντικείμενο εκπομπής να εμποδίζουν την παρουσίαση, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της Συμβάσεως της Βέρνης.

126. Κατά συνέπεια, στις προκείμενες περιπτώσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται παρουσίαση στο κοινό.

Επί της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης

127. Η πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία 2001/29 απέβλεπε μεν στη μεταφορά του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά τόσο το Συμβούλιο όσο και το Κοινοβούλιο δεν συμφώνησαν σε αυτό το σημείο. Απεναντίας, δεν θέλησαν να αναγνωριστούν δικαιώματα των δημιουργών όσον αφορά την άνευ αντιτίμου παρουσίαση στο κοινό έργων τα οποία αποτελούν μέρος τηλεοπτικής εκπομπής.

128. Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν μεταφέρει ρητώς το άρθρο 11δις της Συμβάσεως της Βέρνης. Εντούτοις, από τις επεξηγηματικές σημειώσεις στην πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία προκύπτει ότι σκοπός του ήταν να μεταφέρει το άρθρο 8 της Συνθήκης του WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία, η διατύπωση του οποίου ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με το άρθρο 3 της οδηγίας (37). Η επίμαχη διάταξη της Συνθήκης του WIPO δεν αναφέρεται ρητώς σε παρουσίαση στο κοινό μέσω δημόσιας προβολής. Καθόσον όμως η εν λόγω συνθήκη προϋποθέτει την τήρηση του άρθρου 11δις της Συμβάσεως της Βέρνης, θα ήταν εύλογο να ερμηνευθεί η «παρουσίαση στο κοινό» του άρθρου 8 της Συνθήκης του WIPO και, επομένως, του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/29 υπό την έννοια του άρθρου 11δις της Συμβάσεως της Βέρνης.

129. Κατά συνέπεια, από τις επεξηγηματικές σημειώσεις της Επιτροπής στην πρόταση της οδηγίας, προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αφορά όλες τις μορφές της παρουσίασης στο κοινό (38). Επομένως, περιλαμβάνει και τις τρεις μορφές παρουσίασης στο κοινό στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 11δις της Συμβάσεως της Βέρνης.

130. Πάντως, η Επιτροπή και η QC Leisure φρονούν ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29 δεν μεταφέρει το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης. Συναφώς, στηρίζονται δικαιολογημένα στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν την πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία και είχαν ως αποτέλεσμα την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη.

131. Ήδη κατά την πρώτη ανάγνωση το Κοινοβούλιο πρότεινε να μην επεκταθεί το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 σε «ζωντανές εκτελέσεις και ερμηνείες» (39). Η Επιτροπή τροποποίησε αντιστοίχως την πρότασή της (40). Το Συμβούλιο όμως δεν υιοθέτησε την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής και ορισμένα κράτη μέλη επέβαλαν αντ’ αυτής τον περιορισμό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έως και την τέταρτη περίοδο της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως (41) και στον οποίο βασίζεται και το αιτούν δικαστήριο.

132. Κατά τη δεύτερη περίοδο της εικοστής τρίτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29, το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης. Η τρίτη περίοδος εξηγεί ότι το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Η τέταρτη και τελευταία περίοδος διευκρινίζει ότι το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.

133. Συγκεντρωτικά, από αυτές τις τρεις περιόδους προκύπτει ότι σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 είναι να μεταφέρει μόνον το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περιπτώσεις i και ii, της Συμβάσεως της Βέρνης, ήτοι τις διατάξεις για τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και για την παρουσίαση από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό άλλον από αυτόν από τον οποίο προέρχεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τίθεται ζήτημα διαφορετικών τόπων και ενσύρματης ή ασύρματης μετάδοσης.

134. Αντιθέτως, η παρουσίαση του ραδιοτηλεοπτικού έργου στο κοινό μέσω μεγαφώνου ή κάθε άλλου αναλόγου μέσου μεταδόσεως σημάτων, ήχων ή εικόνων κατά την έννοια του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης πραγματοποιείται, κατά κανόνα, στον τόπο από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση. Δεν λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε μετάδοση.

135. Αυτό το περιοριστικό αποτέλεσμα της εικοστής τρίτης σκέψεως της οδηγίας 2001/29 υπήρξε αντικείμενο των διαβουλεύσεων και ήταν συνεπώς γνωστό στον νομοθέτη. Η προεδρία του Συμβουλίου επέμεινε ότι δεν θα καλύπτονταν άλλες πράξεις, πέραν των αναφερόμενων στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, αποκλείοντας ιδίως τη λειτουργία συνδεδεμένων στο Διαδίκτυο υπολογιστών που βρίσκονται σε ίντερνετ-καφέ και βιβλιοθήκες (42). Η ιταλική αντιπροσωπεία, μάλιστα, έθεσε το ερώτημα αν ήταν ενδεδειγμένος ο αποκλεισμός του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (43).

136. Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 επιβεβαιώνεται από διάφορες διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές ρυθμίσεις, οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα μπορεί κατά κανόνα να προβάλλεται σε χώρους εστίασης χωρίς ειδική έγκριση των δικαιούχων.

137. Σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης πρέπει να επισημανθεί κυρίως το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115, το οποίο προβλέπει δυνατότητα αντίρρησης εκ μέρους των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών μόνον όταν απαιτείται αντίτιμο. Η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση, καθώς είναι αντίστοιχη με το άρθρο 13, στοιχείο δ΄, της διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης για την προστασία των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης της 26ης Οκτωβρίου 1961. Η Ένωση δεν είναι μεν συμβαλλόμενο μέρος αυτής της συμβάσεως, καθόσον στο άρθρο 24 της συμβάσεως αυτής προβλέπει μόνον τη συμμετοχή κρατών, πλην όμως το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του πρωτοκόλλου 28 για την πνευματική ιδιοκτησία στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (44) υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στην εν λόγω σύμβαση (45).

138. Αντιστοίχως, το άρθρο 72 του Copyright, Designs and Patents Act προβλέπει ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα μπορεί κατά κανόνα να προβάλλεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, εφόσον δεν απαιτείται αντίτιμο. Στη Γερμανία υπάρχει μεν παρόμοια ρύθμιση σχετικά με τα δικαιώματα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (46), αλλά για τους δημιουργούς έχει μεταφερθεί το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης με το άρθρο 22 του Urheberrechtsgesetz (47).

139. Συνεπώς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε έως τώρα να μεταφέρει το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης και το άρθρο 14, παράγραφος 3, της συμφωνίας TRIPS στο δίκαιο της Ένωσης. Αυτή η επιλογή χρήζει σεβασμού, ιδίως διότι τα δικαιώματα των δημιουργών τα οποία απορρέουν από το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, δεν είναι αντιτάξιμα έναντι δημόσιων οργανισμών, αλλά περιορίζουν υποχρεωτικά τα δικαιώματα των τρίτων στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου.

140. Το ζήτημα αν το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης και το άρθρο 14, παράγραφος 3, της συμφωνίας TRIPS μπορούν να εφαρμοστούν απευθείας δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως· εξάλλου οι διατάξεις της συμφωνίας TRIPS δεν δύνανται να δημιουργήσουν για τους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί να μπορούν να επικαλεστούν ευθέως ενώπιον του δικαστή βάσει του δικαίου της Ένωσης (48) και το Δικαστήριο δεν έχει εξετάσει, μέχρι σήμερα, την απευθείας εφαρμογή της Συμβάσεως της Βέρνης ως μέρους του δικαίου της Ένωσης (49).

141. Ωστόσο, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία ερμηνεύουν τις υποθέσεις για τα ξενοδοχεία υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο θεωρεί, παρ’ όλα αυτά, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ως μεταφορά του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης. Το Δικαστήριο στηρίχθηκε ιδίως στις αναλύσεις του οδηγού του WIPO για την επίμαχη διάταξη (50). Διαπίστωσε δε ότι η οδηγία 2001/29 μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε παρουσίαση προστατευόμενων έργων στο κοινό (51).

142. Εντούτοις, η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 δεν αποτελούσε αντικείμενο των υποθέσεων για τα ξενοδοχεία. Αυτές οι αποφάσεις αφορούσαν πρωτίστως μια διαφορετική περίπτωση, ήτοι την παρουσίαση κατά την έννοια του άρθρου 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση ii, της Συμβάσεως της Βέρνης, την παρουσίαση, δηλαδή, που πραγματοποιείται από οργανισμό άλλον από αυτόν από τον οποίο προέρχεται (52). Η παρουσίαση αυτής της μορφής απευθύνεται εκ φύσεως σε κοινό το οποίο δεν βρίσκεται στον τόπο από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε σε αυτές τις περιπτώσεις αν το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση iii, της Συμβάσεως της Βέρνης μεταφέρθηκε με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

143. Ως εκ τούτου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά μόνον την παρουσίαση έργων σε κοινό το οποίο δεν βρίσκεται στον τόπο από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση.

Επί της εφαρμογής στην προβολή εκπομπών σε χώρους εστίασης

144. Όταν υπεύθυνος εστιατορίου προβάλλει στους πελάτες του τηλεοπτικό πρόγραμμα στην τηλεόραση του εστιατορίου, πρέπει να θεωρηθεί, ως προς την πράξη του, ότι το κοινό βρίσκεται στον τόπο από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση. Η οθόνη είναι ο τόπος από τον οποίο προέρχεται η παρουσίαση.

145. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, υπό β΄, αριθμός 3, του ερωτήματος 6, αν έχει σημασία ότι το τηλεοπτικό σήμα μετάδοσης λαμβάνεται μέσω επίγειας κεραίας ή μέσω δορυφορικής κεραίας στη στέγη ή πλησίον του χώρου, όπου βρίσκεται η τηλεόραση. Το στοιχείο όμως αυτό δεν μπορεί να ασκεί επιρροή. Στην πράξη, κάθε μορφή παρουσίασης απαιτεί διαβιβάσεις σημάτων μεταξύ κεραίας, αποκωδικοποιητή και οθόνης, καθώς και εντός αυτών των συσκευών. Το μήκος του καλωδίου θα αποτελούσε αυθαίρετο κριτήριο (53). Για τον λόγο αυτό, συναφείς τεχνικές προϋποθέσεις κάθε παρουσίασης συνυπολογίζονται στην αρχική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση.

146. Διαφορετική θα ήταν, πιθανώς, η κατάσταση, αν το σήμα δεν διαβιβαζόταν μόνο σε ένα δέκτη, αλλά διανέμονταν –όπως στις περιπτώσεις των ξενοδοχείων– σε διάφορους επιπλέον δέκτες. Ο διανεμητής θα μπορούσε τότε να θεωρηθεί πηγή αυτής της παρουσίασης και η λήψη θα γινόταν σε άλλο τόπο. Θα επρόκειτο τότε –όπως και στις περιπτώσεις των ξενοδοχείων– για μια περαιτέρω ενσύρματη ή ασύρματη διαβίβαση, την οποία ακριβώς ο νομοθέτης δεν θέλησε να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

147. Κατά συνέπεια, στο ερώτημα 6 της υποθέσεως C‑403/08 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι έργο το οποίο προστατεύεται από δικαιώματα του δημιουργού δεν παρουσιάζεται ενσύρματα ή ασύρματα στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, όταν στο πλαίσιο δορυφορικής μετάδοσης παρουσιάζεται ή προβάλλεται στο παρευρισκόμενο κοινό άνευ αντιτίμου μέσω μίας και μόνο τηλεοπτικής οθόνης και ηχείων σε χώρους που εξυπηρετούν εμπορικούς σκοπούς (επί παραδείγματι σε μπαρ).

 Γ –       Επί της οδηγίας 93/83

148. Το πρώτο σκέλος του ερωτήματος 7 στην υπόθεση C‑403/08 αφορά το ζήτημα αν συνάδει με την οδηγία 93/83 εθνική ρύθμιση για την πνευματική ιδιοκτησία η οποία προβλέπει ότι συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού βάσει του δικαίου της χώρας λήψης, όταν μεταβατικές αναπαραγωγές έργων που περιλαμβάνονται σε δορυφορική μετάδοση πραγματοποιούνται εντός δορυφορικού αποκωδικοποιητή ή σε τηλεοπτική οθόνη. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν επηρεάζεται η απάντηση σε περίπτωση που η εκπομπή αποκωδικοποιείται με τη βοήθεια κάρτας αποκωδικοποίησης, η οποία χορηγείται από τον παρέχοντα δορυφορική ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος υπό την προϋπόθεση ότι η δορυφορική κάρτα αποκωδικοποίησης επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί μόνο σε αυτό το άλλο κράτος μέλος.

149. Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 93/83, τα κράτη μέλη προβλέπουν αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει τη μέσω δορυφόρου παρουσίαση στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού.

150. Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/83, η πράξη παρουσίασης στο κοινό μέσω δορυφόρου τελείται μόνο στο κράτος μέλος όπου, υπό τον έλεγχο και την ευθύνη του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, τα σήματα-φορείς προγραμμάτων εισάγονται σε μια αδιάκοπη αλληλουχία μετάδοσης προς τον δορυφόρο και από εκεί προς το έδαφος.

151. Αυτό το κράτος μέλος εν προκειμένω θα ήταν η Ελλάδα. Από εκεί εκπέμπονται τα σήματα προς τον δορυφόρο και εκεί επιστρέφουν. Αντιθέτως, η οδηγία 93&83 δεν έχει εφαρμογή επί της χρήσης της αραβικής κάρτας αποκωδικοποίησης.

152. Αυτές οι διατάξεις δεν φαίνεται να κάνουν λόγο για τη διασυνοριακή λήψη δορυφορικών εκπομπών –ιδίως τη λήψη ελληνικών σημάτων σε χώρους εστίασης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/83 προκύπτει, όμως, ότι αυτή η ρύθμιση αποσκοπεί στην αποτροπή της σωρευτικής εφαρμογής περισσότερων εθνικών νομοθεσιών σε μία και μόνον πράξη ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης.

153. Όπως επισημαίνει η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/83, πριν την έκδοση της οδηγίας επικρατούσε ανασφάλεια δικαίου ως προς το αν δορυφορική μετάδοση της οποίας τα σήματα μπορούν να λαμβάνονται απευθείας αφορά μόνον τα δικαιώματα στη χώρα εκπομπής ή, σωρευτικά, και τα δικαιώματα σε όλες τις χώρες λήψεως. Η σώρευση αυτή δεν θα συνεπαγόταν μόνον την παράλληλη εφαρμογή διαφορετικών κανόνων δικαίου. Επιπλέον, τα δικαιώματα της μετάδοσης σε διαφορετικά κράτη μέλη θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε διαφορετικούς δικαιούχους. Ως εκ τούτου, η σώρευση θα καθιστούσε ιδιαιτέρως δύσκολες, έως και αδύνατες, τις δορυφορικές μεταδόσεις.

154. Για τον λόγο αυτό, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/83 εξασφαλίζει ότι τα δικαιώματα μετάδοσης αποδίδονται βάσει του δικαίου ενός μόνον κράτους μέλους, ήτοι του κράτους στο οποίο λαμβάνει χώρα η μετάδοση δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄. Αυτή η γενική αρχή της χώρας προέλευσης (δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη) έχει ως αποτέλεσμα ότι το δικαίωμα μετάδοσης για αυτό το κράτος περιλαμβάνει και το δικαίωμα μετάδοσης προς άλλα κράτη μέλη.

155. Συναφής, όμως, είναι καταρχήν και η άποψη της FAPL ότι η οδηγία 93/83 δεν επιτρέπει την προσβολή άλλων δικαιωμάτων επί των μεταδιδόμενων έργων. Κατά το άρθρο 5, η προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν θίγει κατ’ ουδένα τρόπο την προστασία των δικαιωμάτων του δημιουργού (54).

156. Η οδηγία 93/83 δεν θέτει ρητώς υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα αναπαραγωγής της εκπομπής. Το αιτούν δικαστήριο και ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν εξ αυτού του λόγου την άποψη ότι το δικαίωμα μετάδοσης ουδόλως σχετίζεται με το δικαίωμα παραγωγής προσωρινών αντιγράφων της εκπομπής κατά τη λήψη και παρουσίαση της εκπομπής (55).

157. Εντούτοις, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, ορίζει ρητώς ότι η οδηγία 93/83 ισχύει μόνο για σήματα που προορίζονται για δημόσια λήψη. Συνεπώς, η έγκριση της μετάδοσης μιας εκπομπής πρέπει να καλύπτει και το δικαίωμα στις πράξεις αναπαραγωγής οι οποίες είναι απαραίτητες για τη λήψη της.

158. Προς αντίκρουση η FAPL επικαλείται τη δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/83, κατά την οποία η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που αποτελεί το θεμέλιο της οδηγίας αυτής, επιτρέπει περιορισμό της εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων μετάδοσης, ιδίως όσον αφορά συγκεκριμένες τεχνικές μετάδοσης ή συγκεκριμένες γλωσσικές εκδόσεις.

159. Ωστόσο, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αφορά συμβατικούς περιορισμούς, οι οποίοι ισχύουν, ασφαλώς, μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων. Γι’ αυτό αναφέρονται, ως παραδείγματα, ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να αφορούν μόνο τους συμβαλλομένους, ήτοι τεχνικά στοιχεία της εκπομπής, όπως, επί παραδείγματι, η κωδικοποίηση και η γλώσσα μετάδοσης. Δικαιώματα έναντι αποδεκτών εκπομπής οι οποίοι δεν δεσμεύονται συμβατικά δεν προκύπτουν από την προκειμένη αιτιολογική σκέψη.

160. Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/83 επιβεβαιώνει την ερμηνεία μου. Σύμφωνα με αυτή την αιτιολογική σκέψη, για να καταλήξουν στο ποσό της αμοιβής που καταβάλλεται κατά την κτήση των σχετικών δικαιωμάτων, τα μέρη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εκπομπή, όπως η πραγματική ακροαματικότητα, η δυνητική ακροαματικότητα και η γλώσσα στην οποία μεταδίδεται. Συνεπώς, ο νομοθέτης εκτίμησε ότι η μετάδοση δορυφορικής εκπομπής εμπεριέχει και τη λήψη της και η όποια αμοιβή πρέπει να αφορά και αυτήν την εκμετάλλευση. Προφανώς η αμοιβή θα πρέπει να καλύπτει και τη λήψη εκτός του κράτους προέλευσης της εκπομπής, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η πρόβλεψη του προορισμού λήψης θα γίνεται σύμφωνα με τη γλώσσα στην οποία μεταδίδεται η εκπομπή.

161. Αυτός είναι ο λόγος που το προβλεπόμενο από το άρθρο 2 της οδηγίας 93/83 δικαίωμα της μέσω δορυφόρου παρουσίασης στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού περιλαμβάνει και το δικαίωμα των αποδεκτών να λαμβάνουν και να παρακολουθούν αυτές τις εκπομπές.

162. Τίθεται ευλόγως το ερώτημα αν οι ανωτέρω σκέψεις ισχύουν και για τις κωδικοποιημένες δορυφορικές εκπομπές. Δεδομένου ότι η κωδικοποίηση καθιστά δυνατό τον έλεγχο της προσβάσεως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα μετάδοσης περιορίζεται στην περιοχή λήψης που συμφωνήθηκε μεταξύ δικαιούχου και οργανισμού ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Ωστόσο, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 93/83 ορίζει ότι παρουσίαση στο κοινό μέσω δορυφόρου υφίσταται εφόσον τίθενται στη διάθεση του κοινού, από τον ίδιο τον ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό ή με την έγκρισή του, τα μέσα για την αποκωδικοποίηση του προγράμματος. Αν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις –όπως στην προκειμένη περίπτωση– η κωδικοποιημένη δορυφορική εκπομπή αντιμετωπίζεται όπως και η μη κωδικοποιημένη δορυφορική εκπομπή. Συνεπώς, η κωδικοποίηση δεν επηρεάζει το περιεχόμενο του δικαιώματος μετάδοσης που εμπεριέχει και τη λήψη της εκπομπής.

163. Το δικαίωμα μετάδοσης δεν περιορίζεται ούτε με όρους στους οποίους υπόκειται η χορήγηση καρτών αποκωδικοποίησης. Αυτοί οι όροι θα μπορούσαν το πολύ να δεσμεύουν τους συμβαλλομένους, αλλά δεν είναι δυνατό να επιβάλλουν υποχρεώσεις σε τρίτους.

164. Κατά συνέπεια, όσον αφορά την οδηγία 93/83, προτείνω να δοθεί στο ερώτημα 7 της υποθέσεως C‑403/08 η απάντηση ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 2 της οδηγίας 93/83 δικαίωμα της μέσω δορυφόρου παρουσίασης στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού περιλαμβάνει και το δικαίωμα στη λήψη και θέαση αυτής της εκπομπής στην αλλοδαπή.

 Δ –       Επί των θεμελιωδών ελευθεριών

165. Για τη σημασία που έχουν οι θεμελιώδεις ελευθερίες στο πλαίσιο της χρήσης των ελληνικών καρτών αποκωδικοποίησης γίνεται ιδιαίτερος λόγος στα ερωτήματα 6 και 7 της υποθέσεως C‑429/08, καθώς και στα ερωτήματα 7 και 8, υπό β΄ και γ΄, της υποθέσεως C‑403/08. Το High Court ζητεί να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 28 ΕΚ, 30 ΕΚ και/ή 49 ΕΚ αποκλείουν την εφαρμογή διατάξεως εθνικού δικαίου, βάσει της οποίας είναι παράνομη ή αντιβαίνει στο δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού η λήψη ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής που μεταδίδεται από τόπο εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, με σκοπό την αποφυγή καταβολής αντιτίμου, το οποίο οφείλεται κανονικά για τη λήψη της σχετικής εκπομπής. Συναφώς, απασχολούν το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑429/08 τρεις περιπτώσεις, οι οποίες μπορούν να συντρέχουν διαζευκτικά ή σωρευτικά:

(i)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα τη σχετική υπηρεσία ή με την έγκρισή του και αρχικά χορηγείται στο πλαίσιο περιορισμένης αδείας χρήσεώς της με σκοπό την πρόσβαση σε προστατευόμενες υπηρεσίες μόνον εντός ενός πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο χρησιμοποιείται για την απόκτηση προσβάσεως στις ως άνω προστατευόμενες υπηρεσίες εντός δεύτερου κράτους μέλους, εν προκειμένω, εντός του Ηνωμένου Βασιλείου (συναφές είναι και το ερώτημα 8, στοιχείο β΄, στην υπόθεση C‑403/08)·

(ii)      η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα τη σχετική υπηρεσία ή με την έγκρισή του και αρχικά αποκτάται ή/και ενεργοποιείται με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διευθύνσεως στο πρώτο κράτος μέλος, με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των συμβατικών τοπικών περιορισμών που ισχύουν όσον αφορά την εξαγωγή τέτοιων συσκευών για χρήση εκτός του εν λόγω πρώτου κράτους μέλους·

(iii) η συσκευή προσβάσεως υπό όρους κατασκευάζεται από τον παρέχοντα τη σχετική υπηρεσία ή με την έγκρισή του και αρχικά χορηγείται υπό τη συμβατική προϋπόθεση ότι προορίζεται μόνο για οικιακή ή ιδιωτική χρήση και όχι για εμπορικούς σκοπούς (οπότε θα προβλεπόταν υψηλότερο ποσό σχετικής συνδρομής). Ωστόσο χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο για εμπορικούς σκοπούς, ήτοι για την προβολή ζωντανών ποδοσφαιρικών εκπομπών σε εστιατόριο (συναφές είναι και το ερώτημα 8, στοιχείο γ΄, στην υπόθεση C‑403/08).

166. Κατ’ αρχάς θα εξετάσω την πρώτη περίπτωση και, εν συνεχεία, θα ερευνήσω αν οι δύο άλλες περιπτώσεις οδηγούν σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

 α)     Επί της θεμελιώδους ελευθερίας που έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή

167. Δεδομένου ότι οι κάρτες αποκωδικοποίησης εισάγονται από την Ελλάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα μπορούσε να έχει εφαρμογή η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων την οποία καθιερώνει το άρθρο 34 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 28 ΕΚ) (56). Στην πράξη αυτές οι κάρτες αποτελούν το μέσον, ένα είδος κλειδιού, για την απόκτηση, στο Ηνωμένο Βασίλειο, προσβάσεως σε τηλεοπτικό πρόγραμμα το οποίο εκπέμπεται από την Ελλάδα. Η προσφορά αυτού του προγράμματος αποτελεί παροχή υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 49 ΕΚ) (57).

168. Όταν εθνικό μέτρο περιορίζει τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το Δικαστήριο το εξετάζει, κατ’ αρχήν, από πλευράς μίας μόνον από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες αν προκύπτει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μία από τις ελευθερίες αυτές είναι εντελώς δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να συναρτάται μ’ αυτήν (58).

169. Το Δικαστήριο έχει κρίνει –όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή– όσον αφορά τη διάθεση αποκωδικοποιητών για κλειδωμένο δορυφορικό τηλεοπτικό πρόγραμμα, ότι είναι δυσχερές να διαπιστωθεί γενικώς αν προέχει η πτυχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (59). Η υπόθεση όμως εκείνη αφορούσε περιορισμούς που προορίζονταν ειδικά για το εμπόριο αποκωδικοποιητών και, ως εκ τούτου, ανέκοπταν ταυτόχρονα εμμέσως την πρόσβαση σε υπηρεσίες της δορυφορικής τηλεόρασης.

170. Στην προκειμένη περίπτωση, το κύριο αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι το εμπόριο των καρτών, αλλά η χρήση τους, με σκοπό την απόκτηση προσβάσεως σε κωδικοποιημένα προγράμματα εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Εξάλλου, η σύγκριση της υλικής αξίας της κάρτας με το κόστος της προσβάσεως στο πρόγραμμα καθιστά σαφή την υποδεέστερη σημασία της κάρτας. Κατά συνέπεια, οι αιτήσεις θα πρέπει να κριθούν βάσει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

 β)     Επί του περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

171. Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών επιτάσσει την κατάργηση κάθε περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, εφόσον μπορεί να αποκλείσει, να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση των δραστηριοτήτων του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες. Άλλωστε, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών παράγει αποτελέσματα τόσο υπέρ του παρέχοντος υπηρεσίες όσο και υπέρ του αποδέκτη των υπηρεσιών (60).

172. Εν προκειμένω δεν τίθεται το ερώτημα αν οι παρέχοντες το τηλεοπτικό πρόγραμμα υποχρεούνται να εξασφαλίσουν την πρόσβαση σε ενδιαφερόμενους άλλων κρατών μελών με όρους αντίστοιχους αυτών που ισχύουν για τους ημεδαπούς. Αυτή η υποχρέωση θα απαιτούσε τριτενέργεια της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, η οποία μέχρι τώρα δεν έχει γίνει δεκτή –τουλάχιστον σε αυτήν τη μορφή (61)– από το Δικαστήριο.

173. Δεν τίθεται επίσης ζήτημα αν οι παρέχοντες τηλεοπτικά προγράμματα επιτρέπεται να περιορίσουν συμβατικά την πρόσβαση στα προγράμματά τους σε συγκεκριμένες περιοχές (62). Αυτού του είδους οι συμβατικές ρυθμίσεις έχουν ισχύ μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων. Εν προκειμένω δεν υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ των δικαιούχων και των παρεχόντων τις κάρτες αποκωδικοποίησης στο Ηνωμένο Βασίλειο ή των υπευθύνων των εστιατορίων.

174. Το ζήτημα είναι μάλλον αν η ελευθερία παροχής υπηρεσιών επιτρέπει την αναγνώριση και την επίκληση δικαιωμάτων επί δορυφορικών προγραμμάτων, βάσει των οποίων οι δικαιούχοι μπορούν να εμποδίσουν τρίτους, έναντι των οποίων δεν δεσμεύονται συμβατικώς, να λαμβάνουν αυτά τα προγράμματα σε άλλα κράτη μέλη και να τα παρακολουθούν ή να τα προβάλλουν. Σχετικά δικαιώματα θα αποτελούσαν εμπόδιο για την παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη, ήτοι για την πρόσβαση σε τηλεοπτικές εκπομπές.

175. Αυτός ο περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα έντονος, διότι τα επίμαχα δικαιώματα δεν δυσχεραίνουν μόνον την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αλλά συνεπάγονται κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς σε επιμέρους εθνικές αγορές. Παρόμοια προβλήματα υφίστανται και σε σχέση με την πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες, όπως η διάθεση προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή, μουσικών κομματιών, ηλεκτρονικών βιβλίων και ταινιών μέσω Διαδικτύου.

176. Συνεπώς, πρόκειται για σοβαρό περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

 γ)     Επί της δικαιολογήσεως του περιορισμού

177. Δεδομένου ότι η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ένωσης, ο περιορισμός της είναι επιτρεπτός μόνον όταν εξυπηρετεί σκοπό θεμιτό και σύμφωνο με τη Συνθήκη και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, ο περιορισμός πρέπει να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν επιτρέπεται να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του (63).

178. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ), το οποίο, δυνάμει του άρθρου 62 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 55 ΕΚ), εφαρμόζεται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, επιτρέπει περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας. Εξάλλου, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει αναγνωρίσει ορισμένους λόγους γενικού συμφέροντος δυνάμενους να δικαιολογήσουν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (64).

Επί της προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας

179. Στην προκειμένη περίπτωση είναι προπαντός ερευνητέα η προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας (65). Αυτή δικαιολογεί περιορισμούς, που θεωρούνται απαραίτητοι για την εξασφάλιση του ειδικού περιεχομένου του υπό κρίση δικαιώματος προστασίας (66). Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν υπάρχουν δικαιώματα στη δορυφορική μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων, η προστασία των οποίων απαιτεί την κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς.

180. Όσον αφορά την κυκλοφορία εμπορευμάτων, τίθεται πρωτίστως το ζήτημα της εκμετάλλευσης των προστατευόμενων δικαιωμάτων μέσω της πώλησης αντιγράφων του έργου. Η εκμετάλλευση αυτή βασίζεται στο αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής του έργου και διάθεσης αντιγράφων. Η ανάλωση του αποκλειστικού δικαιώματος επέρχεται με τη νόμιμη διάθεση προϊόντος στην αγορά κράτους μέλους, είτε από τον ίδιο τον δικαιούχο είτε με την έγκρισή του (67). Εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως το δικαίωμα παρακολούθησης του δημιουργού πρωτότυπου έργου τέχνης (68), άλλα δικαιώματα δεν εμποδίζουν την περαιτέρω διάθεση τέτοιων εμπορευμάτων εντός (69) της εσωτερικής αγοράς. Απεναντίας, μέσω της πώλησης, ο δικαιούχος επωφελείται της οικονομικής αξίας της οικείας πνευματικής ιδιοκτησίας (70).

181. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα του δημιουργού σε δίσκους μουσικής, οι οποίοι διατίθενται νομίμως στην αγορά ενός κράτους μέλους, δεν εμποδίζουν τη διάθεσή τους σε άλλο κράτος μέλος (71). Οι QC Leisure και η Murphy επικαλούνται αυτή τη νομολογία για να δικαιολογήσουν τις επιχειρηματικές πρακτικές τους.

182. Εντούτοις, η FAPL υποστηρίζει την άποψη ότι στον τομέα της παροχής υπηρεσιών δεν υφίσταται ανάλωση δικαιώματος αντίστοιχη με εκείνη του τομέα της κυκλοφορίας εμπορευμάτων.

183. Τούτο προκαλεί έκπληξη, διότι οι περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών πρέπει να δικαιολογούνται, καταρχήν, βάσει των ίδιων αρχών.

184. Ομολογουμένως, ορισμένες υπηρεσίες διαφέρουν από τα εμπορεύματα, καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω, όπως, για παράδειγμα, οι υπηρεσίες των κομμωτών. Η οικονομική αξία της υπηρεσίας υλοποιείται με την καταβολή της αμοιβής για την παροχή της, αλλά η ίδια η υπηρεσία δεν είναι δυνατό να παρασχεθεί περαιτέρω, σε άλλο πρόσωπο. Υπ’ αυτήν την έννοια, πράγματι, δεν υπάρχει περιθώριο «ανάλωσης» του δικαιώματος στην παροχή υπηρεσιών.

185. Αντιθέτως, άλλες υπηρεσίες δεν διαφέρουν σημαντικά από τα εμπορεύματα. Προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή, μουσικά κομμάτια, ηλεκτρονικά βιβλία, ταινίες κ.λπ., που φορτώνονται μέσω Διαδικτύου, μπορούν να διατεθούν περαιτέρω ηλεκτρονικά χωρίς πρόβλημα. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι είναι απαραίτητη η λήψη πρόσθετων μέτρων για τη διαχείριση των ψηφιακών δικαιωμάτων, ώστε να αποτρέπεται η περαιτέρω μεταβίβαση. Σε αυτόν τον τομέα η αυστηρή διάκριση των δύο θεμελιωδών ελευθεριών θα ήταν αυθαίρετη.

186. Τα ανωτέρω παραδείγματα –μουσική, ταινίες, βιβλία– καταδεικνύουν, επιπλέον, ότι το προκείμενο ερώτημα έχει αυξημένη σημασία, που υπερβαίνει τις υποθέσεις των κύριων δικών και αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Μια οριοθέτηση των αγορών βάσει των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας θα δημιουργούσε, στην καλύτερη περίπτωση, διαφορετικές συνθήκες προσβάσεως στα σχετικά αγαθά με κατεξοχήν κριτήρια την τιμή και τη διαχείριση των ψηφιακών δικαιωμάτων. Συχνά όμως η πρόσβαση σε τέτοια αγαθά είναι, σε ορισμένες αγορές, πλήρως αποκλεισμένη, είτε διότι προσφέρονται σε συγκεκριμένες γλωσσικές εκδόσεις για πελάτες συγκεκριμένων κρατών μελών είτε διότι πελάτες σε ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν καν τη δυνατότητα να αποκτήσουν το προϊόν. Έτσι, έμποροι του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσαν το φθινόπωρο του 2010 ότι δεν θα πωλούν πλέον ηλεκτρονικά βιβλία σε πελάτες εκτός του εν λόγω κράτους μέλους (72). Για πολλά αγγλόγλωσσα βιβλία δεν υπάρχει αντίστοιχη προσφορά σε άλλα κράτη μέλη.

187. Συγχρόνως, στις προσφορές που είτε στηρίζονται, όπως στις υποθέσεις των κύριων δικών, στον έλεγχο προσβάσεως είτε πραγματοποιούνται μόνο μέσω Διαδικτύου, η οριοθέτηση των αγορών μπορεί να γίνει σαφώς πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι στα υλικά αγαθά, όπως τα βιβλία και τα CD. Αυτό συμβαίνει διότι τα υλικά αγαθά μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς, λόγω της ανάλωσης του δικαιώματος. Πάντως, για τους καταναλωτές, τα όποια εμπόδια αποτελούν άσκοπο δέλεαρ, που τους προκαλεί να αποκτήσουν παρανόμως τα αντίστοιχα αγαθά, δηλαδή μη καταβάλλοντας οποιαδήποτε αμοιβή στον δικαιούχο.

188. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί με ιδιαίτερη προσοχή αν ισχύει κατ’ αναλογία, στην προκειμένη περίπτωση, η αρχή της αναλώσεως, ήτοι αν το ειδικό περιεχόμενο των επίμαχων δικαιωμάτων επιβάλλει την κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς.

189. Η FAPL επικαλείται, για κάθε εκπομπή, τα δικαιώματά της σε περίπου 25 έργα, μεταξύ των οποίων ταινίες, έργα τέχνης, λήψεις και μουσική. Η προστασία αυτών των έργων απορρέει εν μέρει από το δίκαιο της Ένωσης και εν μέρει από το εθνικό δίκαιο.

190. Ασφαλώς, τα δικαιώματα σε μεμονωμένες παροχές που συνυπάρχουν στην εκπομπή αποτελούν αντικείμενο διαμάχης εν προκειμένω, αλλά δεν χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Για τους σκοπούς της παρούσας εξέτασης μπορεί να γίνει λόγος για το σύνολο των δικαιωμάτων επί της εκπομπής. Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν τουλάχιστον ορισμένα δικαιώματα στην εκπομπή, αφετέρου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εκπομπή μεταδίδεται με την έγκριση όλων των οικείων δικαιούχων. Το ειδικό περιεχόμενο της εν λόγω δέσμης δικαιωμάτων αντανακλάται –τουλάχιστον όσον αφορά την παρούσα εξέταση– στην οικονομική του εκμετάλλευση (73).

191. Η εκμετάλλευση της μετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων υλοποιείται με την προβλεπόμενη συνδρομή για την απόκτηση καρτών αποκωδικοποίησης. Η εκμετάλλευση αυτή δεν θίγεται με τη χρήση ελληνικών καρτών αποκωδικοποίησης, καθόσον και για αυτές τις κάρτες προβλέπεται συνδρομή.

192. Το κόστος της συνδρομής δεν είναι μεν τόσο υψηλό όσο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά δεν υπάρχει κάποιο ειδικό δικαίωμα που να επιβάλλει διαφορετική τιμολόγηση των υπηρεσιών σε κάθε κράτος μέλος. Τουναντίον, η εξισορρόπηση των τιμών μεταξύ των κρατών μελών ως αποτέλεσμα των εμπορικών συναλλαγών ενυπάρχει στη λογική της εσωτερικής αγοράς (74). Η δυνατότητα εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων εκπομπής βάσει εδαφικής αποκλειστικότητας, την οποία επικαλείται η FAPL, ισοδυναμεί με απόπειρα άντλησης κέρδους από την κατάργηση της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, η προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με την άποψη της FAPL, εμπίπτει στη νομολογία του Δικαστηρίου για την ανάλωση των δικαιωμάτων επί των εμπορευμάτων.

193. Εντούτοις, η FAPL υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα που επικαλείται συνάδουν με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα και με την υπόθεση Coditel I (75). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε την εισαγωγή του γερμανικού τηλεοπτικού προγράμματος στο καλωδιακό τηλεοπτικό δίκτυο του Βελγίου. Σε αυτό το πλαίσιο προβλήθηκε, ειδικότερα, ταινία, για την οποία ο δικαιούχος είχε εγκρίνει τη μετάδοση στη Γερμανία. Κατά της σχετικής προβολής στράφηκε η επιχείρηση η οποία είχε τα δικαιώματα για την προβολή της ταινίας στους βελγικούς κινηματογράφους και στη βελγική τηλεόραση.

194. Το Δικαστήριο είχε επισημάνει τότε ότι η δυνατότητα που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο του δικαιώματος του δημιουργού να απαιτεί αντίτιμο για κάθε προβολή μιας κινηματογραφικής ταινίας, αποτελεί ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος του δημιουργού (76). Η εδαφική κατανομή αυτής της εκμετάλλευσης –ενδεχομένως σύμφωνα με τα σύνορα των κρατών μελών– δεν μπορεί, καταρχήν, να επικριθεί (77).

195. Από τα ανωτέρω, ωστόσο, δεν συνάγεται οποιοδήποτε συμπέρασμα που θα μπορούσε να αναιρέσει τις προεκτεθείσες σκέψεις επί της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, η εκπομπή μεταδόθηκε όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των δικαιούχων και του ελληνικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού. Εξάλλου, αποδόθηκε αμοιβή για κάθε προβολή της εκπομπής, έστω και βάσει του ελληνικού τιμολογίου.

196. Η υπόθεση Coditel I δεν αφορούσε όμως άμεσα την άνευ αδείας και αμοιβής προβολή σε κινηματογράφο, αλλά την περαιτέρω μετάδοση νόμιμης τηλεοπτικής προβολής. Συναφώς, το Δικαστήριο βασίστηκε στο ότι η τηλεοπτική προβολή μπορεί να περιορίσει την εκμετάλλευση των δικαιωμάτων της κινηματογραφικής προβολής και, ως εκ τούτου, είναι συνήθης η παρέλευση εύλογου χρόνου πριν την έγκριση της τηλεοπτικής προβολής. Από την οπτική της δεκαετίας του ’70, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι οι τηλεοπτικές προβολές τελούνται, στην πράξη, μόνο στο πλαίσιο εθνικών μονοπωλίων (78). Βάσει των ειδικών περιστάσεων της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής αγοράς εκείνης της εποχής, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν δικαιολογημένη εδαφική κατανομή των τηλεοπτικών δικαιωμάτων αναμετάδοσης.

197. Αυτή η περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη με την προκειμένη. Η κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς για τις απευθείας μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων δεν αποσκοπεί στην προστασία μιας άλλης μορφής εκμετάλλευσης του μεταδιδόμενου ποδοσφαιρικού αγώνα. Αντιθέτως, με την κατανομή των αγορών επιδιώκεται ευθέως το μέγιστο δυνατό κέρδος, σε κάθε επιμέρους αγορά, από την παροχή της ίδιας υπηρεσίας.

198. Εν τω μεταξύ εξελίχθηκε συναφώς και το δίκαιο της Ένωσης: το δικαίωμα δορυφορικής μετάδοσης σε ένα κράτος μέλος εμπεριέχει βάσει της οδηγίας 93/83 τη μετάδοση σε άλλα κράτη μέλη εντός της περιοχής εμβέλειας και πρέπει να αποτιμάται αντίστοιχα. Καθόσον μάλιστα, εν προκειμένω, η πρόσβαση στην εκπομπή προϋποθέτει την απόκτηση κάρτας αποκωδικοποίησης, κάθε αποδέκτης καταβάλλει αμοιβή.

199. Η απόφαση Coditel I έθιγε –έστω εμμέσως– και το ζήτημα της χρήσης κινηματογραφικής ταινίας που μεταδίδεται στη γερμανική τηλεόραση από βελγικό καλωδιακό δίκτυο, χωρίς καταβολή αμοιβής. Η περίπτωση αυτή θα αντιμετωπιζόταν σήμερα ως (περαιτέρω) παρουσίαση στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 (79) και του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115, με την οποία μπορεί να διαφωνήσει ο δικαιούχος. Εν προκειμένω, θα ετίθετο ζήτημα παρουσίασης από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό άλλον από αυτόν από τον οποίο προέρχεται (80). Σε περίπτωση απλής παρουσίασης, πάντως, δεν απαιτείται περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών προκειμένου να προστατευθεί το ειδικό περιεχόμενο του δικαιώματος παρουσίασης στο κοινό.

200. Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς για τη λήψη δορυφορικών εκπομπών προκειμένου να προστατευθεί το ειδικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων στις απευθείας μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων.

201. Στην ως άνω λύση μπορεί να αντιταχθεί ότι ενδέχεται να δυσχεράνει την πρόσβαση στις μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων. Εφόσον η FAPL δεν μπορεί να εμποδίσει τη χρήση φθηνότερων καρτών αποκωδικοποίησης, προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη, δεν αποκλείεται μελλοντικά να προσφέρει τα δικαιώματα μετάδοσης μόνο στην επικερδέστερη αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή να εξαρτά την προσφορά σε άλλες αγορές από την προϋπόθεση ίδιας τιμολόγησης με το Ηνωμένο Βασίλειο. Τότε θα ήταν πιο δύσκολο σε κράτη μέλη όπως η Ελλάδα να αποκτήσουν πρόσβαση στις μεταδόσεις.

202. Αυτή θα ήταν, πάντως, μια οικονομικής φύσεως απόφαση, η οποία αφορά τον δικαιούχο. Εν τέλει θα εξαρτηθεί από τη συνολικά καλύτερη δυνατή επιλογή εκμετάλλευσης. Συναφώς, θα μπορούσε να επηρεάσει η δυνατότητα ανάπτυξης εναλλακτικών επιχειρηματικών σχεδίων, όπως προτείνει η Επιτροπή, καθώς και το αν ο περιορισμός του αριθμού των γλωσσών σχολιασμού αρκεί για να επιφέρει στην πράξη μια τέτοια στεγανοποίηση αγορών, ώστε να εξακολουθήσει η διαφορετική τιμολόγηση των υπηρεσιών στις διαφορετικές εθνικές αγορές.

Επί των χρονικών απαγορεύσεων

203. Η FAPL προβάλλει ως πρόσθετο δικαιολογητικό λόγο, ο οποίος ωστόσο δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, ότι οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες μπορούν να καθορίζουν ένα χρονικό διάστημα δυόμισι ωρών, κατά το οποίο απαγορεύεται η μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων. Πρόκειται για τον βασικό χρόνο, στον οποίο λαμβάνει χώρα η πλειονότητα των ποδοσφαιρικών αγώνων των ανώτερων κατηγοριών της ομοσπονδίας. Το χρονικό διάστημα διαφέρει από χώρα σε χώρα, διότι εξαρτάται από τις συνήθειες που επικρατούν σε καθεμία όσον αφορά τον προγραμματισμό των αγώνων. Μέσω της εδαφικής κατανομής των δικαιωμάτων μετάδοσης, οι ομοσπονδίες και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί εξασφαλίζουν ότι καμία μετάδοση δεν θα πραγματοποιείται κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται σε εθνικό επίπεδο.

204. Η FAPL υποστηρίζει με πειστικό τρόπο ότι η εισαγωγή καρτών αποκωδικοποίησης θα καθιστούσε την τήρηση αυτών των χρονικών απαγορεύσεων δυσχερή, αν όχι αδύνατη. Διότι στη χώρα προέλευσης των καρτών ενδέχεται να προστατεύονται διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον τόπο όπου θα χρησιμοποιηθεί η κάρτα ή είναι πιθανόν να μην προβλέπεται καν τέτοια προστασία. Συγχρόνως θίγεται και ο ανταγωνισμός μεταξύ των χώρων εστίασης. Οι χρήστες καρτών αποκωδικοποίησης εσωτερικού δεν μπορούν να προβάλλουν αγώνες κατά τον χρόνο απαγόρευσης, ενώ οι χρήστες εισαγόμενων καρτών μπορούν. Το συμφέρον αποτροπής μιας τέτοιας νόθευσης του ανταγωνισμού είναι επίσης θεμιτό.

205. Εντούτοις, οι χρονικές απαγορεύσεις μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών μόνον εφόσον είναι κατάλληλες να εξασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο (81). Επιπλέον, τα μέτρα για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (82).

206. Η χρονική απαγόρευση έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η ταυτόχρονη τηλεοπτική μετάδοση δεν θα αποθαρρύνει τους φιλάθλους από το να εξακολουθήσουν να πηγαίνουν σε τοπικούς αγώνες και/ή να μετέχουν σε ερασιτεχνικούς και νεανικούς αγώνες (83). Το ποδόσφαιρο ως αθλητική δραστηριότητα και ο χαρακτήρας του ως αθλητικό θέαμα δεν πρέπει να θίγονται από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις.

207. Σε αντίθεση με την άποψη της QC Leisure δεν πρόκειται για ένα επιμέρους οικονομικό συμφέρον, αλλά για ένα πρωτίστως αθλητικού χαρακτήρα συμφέρον, το οποίο πρέπει, καταρχήν, να αναγνωριστεί με το δίκαιο της Ένωσης. Αυτό καταδεικνύουν και οι αρμοδιότητες της Ένωσης όσον αφορά την προώθηση του αθλητισμού, οι οποίες θεσπίστηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (άρθρο 6, στοιχείο ε΄, ΣΛΕΕ και 165 ΣΛΕΕ). Ειδικότερα προβλέπεται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες του αθλητισμού και οι δομές του που βασίζονται στον εθελοντισμό (84). Από οικονομικής απόψεως θα ήταν ασφαλώς πιο ελκυστική η δυνατότητα απευθείας μετάδοσης όλων των αγώνων (85).

208. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να εξεταστεί αν η επιδίωξη του εν λόγω σκοπού είναι θεμιτή και μπορεί να δικαιολογήσει την κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς, δεδομένων και των παράλληλων οικονομικών συμφερόντων που εξυπηρετούνται από την κατανομή των αγορών. Οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες είναι, βεβαίως, αρμόδιες να εκτιμήσουν την αναγκαιότητα των χρονικών περιορισμών και πρέπει, κατ’ αρχήν, να διαθέτουν συναφώς ευρεία διακριτική ευχέρεια. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο η απόφαση της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας για την εφαρμογή χρονικής απαγόρευσης να βασίζεται και στην προσπάθεια διασφάλισης των οικονομικών συμφερόντων των σημαντικότερων μελών της ομοσπονδίας που ευνοούνται από την κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τις απευθείας μεταδόσεις ποδοσφαιρικών αγώνων. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της αναγκαιότητας των χρονικών περιορισμών απαιτεί την εφαρμογή ιδιαίτερα αυστηρών κριτηρίων.

209. Αμφίβολη είναι άλλωστε και η καταλληλότητα των χρονικών απαγορεύσεων για την ενίσχυση της παρουσίας των φιλάθλων σε αγώνες και της συμμετοχής τους σε αυτούς. Αμφότερες οι δραστηριότητες αυτές έχουν εντελώς διαφορετικό ποιοτικό περιεχόμενο από την παρακολούθηση απευθείας μεταδόσεων στην τηλεόραση. Στο Δικαστήριο δεν δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις ως προς το αν οι χρονικές απαγορεύσεις προωθούν πράγματι την επίτευξη των ως άνω δύο σκοπών. Αντιθέτως, υπάρχουν ενδείξεις που καταρρίπτουν αυτόν τον ισχυρισμό. Η Επιτροπή, εξετάζοντας τις χρονικές απαγορεύσεις από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού, διαπίστωσε ότι μόνο 10 από τις 22 ομοσπονδίες είχαν θέσει κάποιο χρονικό όριο. Στην Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά και στη Βόρεια Ιρλανδία, δηλαδή σε περιοχή που ανήκει στη σφαίρα επιρροής του αγγλικού ποδοσφαίρου, δεν υπήρχαν χρονικές απαγορεύσεις (86). Σήμερα, στη Γερμανία, όλοι οι αγώνες της Bundesliga μεταδίδονται απευθείας, χωρίς να επηρεάζεται η παρουσία των φιλάθλων σε αγώνες των δύο ανώτερων εθνικών κατηγοριών ποδοσφαίρου (87).

210. Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, στη δίκη ενώπιον του High Court, να αποδειχθεί ότι ιδιαίτερες περιστάσεις που σχετίζονται με το αγγλικό ποδόσφαιρο καθιστούν αναγκαίες τις χρονικές απαγορεύσεις. Ωστόσο, από τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να προκύπτει ότι οι απευθείας μεταδόσεις επηρεάζουν, σε σημαντικό βαθμό, δυσμενώς την παρακολούθηση των αγώνων από το γήπεδο και/ή τη συμμετοχή σε αγώνες ποδοσφαίρου, προκειμένου να προκριθεί η εφαρμογή των χρονικών απαγορεύσεων σε βάρος της διαφύλαξης της εσωτερικής αγοράς.

Ενδιάμεσο συμπέρασμα

211. Κατά συνέπεια, ούτε το ειδικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων στη μετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων ούτε –βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο– οι χρονικές απαγορεύσεις των απευθείας μεταδόσεων δικαιολογούν κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς.

 δ)     Επί της δικαιολογήσεως σε περίπτωση δήλωσης ψευδών στοιχείων κατά την απόκτηση των καρτών αποκωδικοποίησης

212. Με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑429/08 τίθεται και το ερώτημα αν επηρεάζεται το μέχρι τούδε συμπέρασμα σε περίπτωση που η συσκευή για πρόσβαση υπό όρους αποκτήθηκε και/ή ενεργοποιήθηκε σε κράτος μέλος με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διευθύνσεως και, επομένως, κατά παράβαση των συμβατικώς συμφωνημένων τοπικών περιορισμών, οι οποίοι ισχύουν για την εξαγωγή τέτοιων συσκευών ενόψει της χρησιμοποίησής τους εκτός του εν λόγω κράτους μέλους.

213. Είναι πρόδηλον ότι το αντικείμενο της κύριας δίκης στην οποία ανάγεται η υπόθεση C‑403/08 δεν αφορούσε ρητώς τις ως άνω περιστάσεις (88). Η Murphy ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε γνώση αυτών.

214. Όπως υποστηρίζει συναφώς η Murphy, αυτές οι περιστάσεις δεν μπορούν να επηρεάσουν την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών, από πλευράς του τελικού αποδέκτη των καρτών αποκωδικοποίησης. Οι συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτές συνάπτονται δεν μπορούν να περιορίσουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τρίτων –ειδάλλως θα επρόκειτο για συμβάσεις σε βάρος τρίτων. Επιπλέον, οι τρίτοι δεν μπορούν να γνωρίζουν, κατά κανόνα, τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκαν οι κάρτες και δεν θα είχαν δυνατότητα να εκτιμήσουν αν μπορούν να επικαλεστούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες, σε περίπτωση που οι συμφωνίες σχετίζονταν με αυτές.

215. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία το αν οι κάρτες αποκωδικοποίησης αποκτήθηκαν και/ή ενεργοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διευθύνσεως.

 ε)     Συνέπειες του περιορισμού για ιδιωτική και οικιακή χρήση

216. Τέλος, τόσο στην υπόθεση C‑429/08 (ερώτημα 6, υπό iii) όσο και στην υπόθεση C‑403/08 (ερώτημα 8, υπό γ΄) υποβάλλεται ερώτημα ως προς τη σημασία συμβατικού περιορισμού που επιτάσσει τη χρήση των καρτών αποκωδικοποίησης στη χώρα προέλευσης μόνο για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς, αλλά όχι για εμπορικούς σκοπούς, για τους οποίους προβλέπεται υψηλότερη συνδρομή.

217. Αυτή καθαυτή η συμφωνία μπορεί να παράγει αποτελέσματα μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων.

218. Όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δεν επιβάλλει τη θέσπιση δικαιωμάτων με ισχύ έναντι τρίτων (89).

219. Εντούτοις, στην υπόθεση C‑403/08, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί πιθανή την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων βάσει του εθνικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τον ύμνο της Premier League ο οποίος ακούγεται στο πλαίσιο των εκπομπών. Οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, ειδικότερα η οδηγία 2001/29, δεν αποκλείουν τέτοια ρύθμιση, καθόσον συνιστούν απλώς και μόνον ένα νομοθετικό πλαίσιο. Όπως τονίζει ιδίως η έβδομη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, διαφορές μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν χρειάζεται να καταργηθούν ή να προληφθούν.

220. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν παρόμοιες εθνικές ρυθμίσεις είναι αντίθετες προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

221. Εφόσον οι κάρτες επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν στην Ελλάδα μόνο για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς, η απαγόρευση χρήσης τους σε βρετανικούς χώρους εστίασης δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Θα αποτελούσε όμως περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, διότι οι χώροι εστίασης δεν θα μπορούσαν να κάνουν χρήση αυτής της υπηρεσίας.

222. Ο περιορισμός θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν αναγνωρίζονταν, στην εσωτερική αγορά, δικαιώματα που θα επέτρεπαν περιορισμένη έγκριση, μόνο για την οικιακή ή ιδιωτική λήψη τηλεοπτικών εκπομπών. Οι δημιουργοί έχουν, καταρχήν, συμφέρον συμμετοχής στα κέρδη που προκύπτουν από την εμπορική χρήση των έργων τους. Η Ένωση προστατεύει μεν αυτό το συμφέρον, πλην όμως το έχει αναγνωρίσει τουλάχιστον σε επίπεδο διεθνούς δικαίου (90). Σε περίπτωση που ο εθνικός νομοθέτης αναγνωρίζει δικαίωμα των δημιουργών με αντίστοιχο ειδικό περιεχόμενο, όσον αφορά τέτοιου είδους χρήση, το δικαίωμα αυτό μπορεί να δικαιολογεί περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

223. Συνεπώς, συμβατικός περιορισμός της χρήσης των καρτών αποκωδικοποίησης στη χώρα προέλευσης μόνο για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς δεν δικαιολογεί εδαφικό περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αλλά το οικείο κράτος μέλος μπορεί, καταρχήν, να προβλέπει δικαιώματα που να παρέχουν στους δημιουργούς τη δυνατότητα να αποκλείουν την παρουσίαση των έργων τους σε χώρους εστίασης.

 στ)   Επί του ερωτήματος 9 στην υπόθεση C‑403/08

224. Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται και η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα 9, στην υπόθεση C‑403/08.

225. Το High Court ερωτά, κατ’ αρχάς, αν η ελευθερία παροχής υπηρεσιών αποκλείει την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού που απαγορεύει δημόσια εκτέλεση μουσικού έργου, ζωντανά ή από ηχογράφηση, στην οποία το κοινό αποκτά πρόσβαση και παρακολουθεί μετάδοση μέσω κάρτας αποκωδικοποίησης δορυφορικών προγραμμάτων, σε περίπτωση που η εν λόγω κάρτα έχει χορηγηθεί από τον παρέχοντα την υπηρεσία σε άλλο κράτος μέλος, υπό τον όρον ότι η χρήση της επιτρέπεται μόνο στο άλλο αυτό κράτος μέλος.

226. Συναφώς ισχύουν οι προηγούμενες διαπιστώσεις για την υπόλοιπη εκπομπή: αφενός, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών αντίκειται σε μια τέτοια κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς και αφετέρου, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ευρύτερη προστασία των δικαιούχων όσον αφορά την παρουσίαση στο κοινό, επί παραδείγματι για τα μουσικά έργα.

227. Πιο απαιτητικό είναι το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, ήτοι αν επηρεάζεται η απάντηση όταν το μουσικό έργο αποτελεί επουσιώδες στοιχείο της προστατευόμενης υπηρεσίας θεωρουμένης στο σύνολό της και η δημόσια προβολή ή εκτέλεση των λοιπών στοιχείων της υπηρεσίας δεν απαγορεύονται από την εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού.

228. Η προστασία των δικαιωμάτων αυτών βάσει μόνο του εθνικού δικαίου είχε ως συνέπεια, στις υποθέσεις των κύριων δικών, τον περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Ο περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί αν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας προς τον σκοπό της προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων (91).

229. Είναι πρόδηλον ότι η απαγόρευση της λήψης θα συνιστούσε κατάλληλο μέτρο αν υπήρχαν, στο σύνολο της εκπομπής ή σε ουσιαστικά τμήματά της, δικαιώματα τα οποία να επιτρέπουν τον αποκλεισμό της προβολής της σε χώρους εστίασης.

230. Αν πρόκειται όμως για δευτερεύοντα στοιχεία, των οποίων η οικονομική αξία αποτελεί πολύ μικρό μέρος της συνολικής αξίας της εκπομπής και τα οποία έχουν ελάχιστη ή και καμία σημασία για τους τηλεθεατές, τότε θα ήταν δυσανάλογη η απαγόρευση της εκπομπής στο σύνολό της για την προστασία αυτών των στοιχείων (92). Αυτό δεν αποκλείει, βεβαίως, την εξασφάλιση κατάλληλης αμοιβής με άλλο τρόπο. Οι υπεύθυνοι χώρων εστίασης που προβάλλουν τηλεοπτικό πρόγραμμα θα μπορούσαν, παραδείγματος χάρη, να αποδίδουν μια συνολική αμοιβή σε εταιρία εκμετάλλευσης πνευματικών δικαιωμάτων (93).

231. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει ποια από τις δύο περιπτώσεις ισχύει.

232. Κατά συνέπεια, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείει εθνικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε κάτοχο δικαιωμάτων εκπομπής – παραδείγματος χάρη στο πλαίσιο μεταφοράς του άρθρου 14, παράγραφος 3, της συμφωνίας TRIPS στην εσωτερική έννομη τάξη– να απαγορεύει την προβολή της εκπομπής σε χώρους εστίασης, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προκύπτει από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα τελεί σε σχέση αναλογίας προς τη σημασία που έχουν τα προστατευόμενα δικαιώματα για την εκπομπή.

 ζ)     Επί του ερωτήματος 7 στην υπόθεση C‑429/08

233. Το ερώτημα αυτό αφορά την προβλεπόμενη από το άρθρο 18 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 12 ΕΚ) απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Δυσμενή διάκριση θα μπορούσε να αποτελεί ότι η ποινική ευθύνη που βαρύνει τη Murphy προβλέπεται μόνο για εκπομπές οι οποίες προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο ενώ οι εκπομπές από άλλα κράτη μέλη δεν προστατεύονται. Καθόσον φαίνεται, η εφαρμογή αυτής της εθνικής ρύθμισης δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός είναι ελληνικός, αλλά ότι η χώρα αρχικής παραγωγής είναι το Ηνωμένο Βασίλειο.

234. Το ερώτημα αυτό έχει σημασία μόνον εφόσον η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και η οδηγία 93/83 δεν αποκλείουν, ούτως ή άλλως, αυτή την εθνική ρύθμιση.

235. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 18 ΣΛΕΕ δεν έχει, καταρχήν, αυτοτελή σημασία σε σχέση με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών (94). Συνεπώς το εν λόγω ερώτημα πρέπει να εξεταστεί από τη σκοπιά της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

236. Η προαναφερθείσα δυσμενής διάκριση θα μπορούσε να προκύψει εξαιτίας του ότι οι παρέχοντες υπηρεσίες από το Ηνωμένο Βασίλειο προστατεύονται ενώ οι παρέχοντες υπηρεσίες από άλλα κράτη μέλη δεν προστατεύονται. Οι τελευταίοι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να μη λάβουν αμοιβή για τις υπηρεσίες τους στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τουλάχιστον να καταστρατηγηθεί η τιμολογιακή τους πολιτική λόγω της εισαγωγής καρτών αποκωδικοποίησης από άλλα κράτη μέλη. Η δυσμενής διάκρισης σε βάρος των αλλοδαπών παρεχόντων υπηρεσίες μάλλον δεν δικαιολογείται. Ωστόσο, στην προκειμένη δίκη, το εν λόγω ζήτημα δεν χρήζει περαιτέρω έρευνας από το Δικαστήριο.

237. Συγκεκριμένα, η προκειμένη περίπτωση δεν αφορά τα δικαιώματα των αλλοδαπών παρεχόντων υπηρεσίες, αλλά το αν οι ημεδαποί παρέχοντες υπηρεσίες μπορούν να επικαλεστούν τις εν λόγω προστατευτικές διατάξεις. Έστω και αν η μορφή της προστασίας εισάγει δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των αλλοδαπών παρεχόντων υπηρεσίες, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η δυνατότητα των ημεδαπών παρεχόντων υπηρεσίες να αξιώσουν την προστασία τους βάσει του εθνικού δικαίου. Αντιθέτως, θα έπρεπε μάλλον να εξετασθεί αν η προστασία αυτή μπορεί να καλύψει και τους αλλοδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες (95).

238. Κατά συνέπεια, δεν έχει σημασία για την προκειμένη αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αν η διάταξη του εθνικού δικαίου αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον εφαρμόζεται σε εκπομπές που μεταδίδονται από ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο οποίος έχει την έδρα του στο Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι σε εκπομπές που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

 η)     Συμπέρασμα επί των ερωτημάτων 6 και 7 στην υπόθεση C‑429/08 και επί των ερωτημάτων 7, 8, στοιχείο γ΄, και 9 στην υπόθεση C‑403/08

239. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις μέχρι τούδε σκέψεις είναι ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει ρυθμίσεις, οι οποίες, για λόγους προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, απαγορεύουν τη χρήση, σε ένα κράτος μέλος, συσκευών προσβάσεως υπό όρους σε κλειδωμένα δορυφορικά τηλεοπτικά προγράμματα, οι οποίες τέθηκαν σε κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος με την έγκριση του κατόχου των δικαιωμάτων της εκπομπής. Δεν ασκεί επιρροή αν αυτές οι συσκευές αποκτήθηκαν και/ή ενεργοποιήθηκαν στο άλλο κράτος μέλος με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διεύθυνσης. Ούτε η ύπαρξη συμβατικής ρήτρας περί χρήσης των καρτών αποκωδικοποίησης αποκλειστικά για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς μπορεί να δικαιολογήσει εδαφικό περιορισμό της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών.

240. Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείει εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες επιτρέπουν στον κάτοχο των δικαιωμάτων εκπομπής να απαγορεύει την παρουσίασή της σε χώρους εστίασης, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, που προκύπτει από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα τελεί σε σχέση αναλογίας προς τη σημασία που έχουν τα προστατευόμενα δικαιώματα για την εκπομπή.

241. Για την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει σημασία αν η διάταξη του εθνικού δικαίου αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον εφαρμόζεται σε εκπομπές που μεταδίδονται από ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο οποίος έχει την έδρα του στο Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι σε εκπομπές που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

242. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής για την κοινή πώληση των δικαιωμάτων μετάδοσης της Premier League σε αποκλειστική βάση από τη FAPL (96) δεν θέτει αυτό το συμπέρασμα υπό αμφισβήτηση. Ακόμα και αν η απόφαση αυτή έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή θεωρεί την εδαφική κατάτμηση της εσωτερικής αγοράς ως αναγκαία προϋπόθεση για την έγκριση, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών καθ’ υπέρβαση των Συνθηκών (97).

 Ε –       Επί του δικαίου του ανταγωνισμού

243. Το δέκατο ερώτημα στην υπόθεση C‑403/08 και το όγδοο ερώτημα στην υπόθεση C‑429/08 είναι ταυτόσημα. Τα αιτούντα δικαστήρια ερωτούν, όσον αφορά την εφαρμογή της απαγόρευσης πρακτικών που θίγουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ), αν αρκεί μια συμφωνία περί εδαφικού περιορισμού της μετάδοσης εκπομπής στο πλαίσιο χορήγησης αδείας να έχει ως σκοπό την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού ή αν πρέπει να αποδειχθεί ότι θίγεται στην πράξη ο ανταγωνισμός.

244. Εναρμονισμένη πρακτική έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οσάκις, λόγω του περιεχομένου της και του σκοπού της και λαμβανομένης υπόψη της νομικής και οικονομικής συγκυρίας στην οποία αυτή εντάσσεται, μπορεί να έχει συγκεκριμένα ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Δεν απαιτείται ούτε να παρεμποδίστηκε, να περιορίστηκε ή να νοθεύτηκε στην πράξη ο ανταγωνισμός ούτε να υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της οικείας εναρμονισμένης πρακτικής και των τελικών τιμών κατανάλωσης (98). Δεν είναι, λοιπόν, αναγκαίο να ελεγχθούν οι συνέπειες μιας συμφωνίας για να διαπιστωθεί αν επιδιώκεται αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός (99).

245. Συνεπώς, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν οι συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο χορήγησης αδείας επιδιώκουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό όταν ο παρέχων περιεχόμενο προγράμματος χορηγεί σειρά αποκλειστικών αδειών για την περιοχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών, οι οποίες επιτρέπουν σε κάθε τηλεοπτικό οργανισμό να μεταδίδει το περιεχόμενο του προγράμματος μόνο στην προβλεπόμενη περιοχή (περιλαμβανομένης και της δορυφορικής μετάδοσης) και κάθε άδεια συνοδεύεται από συμβατική υποχρέωση, βάσει της οποίας ο τηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να εμποδίζει τη χρήση των καρτών αποκωδικοποίησης που καθιστούν δυνατή τη λήψη του προστατευόμενου περιεχομένου εκτός της περιοχής την οποία καλύπτει η άδεια.

246. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό σκοπού μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο της συμφωνίας και οι σκοποί που επιδιώκει, καθώς και το νομικό και οικονομικό πλαίσιό της (100).

247. Συμφωνία μεταξύ παραγωγού και εμπορικού διανομέα, η οποία θα είχε στόχο να επαναφέρει εθνικούς αποκλεισμούς στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, θα έθιγε ενδεχομένως τον σκοπό της Συνθήκης, ο οποίος συνίσταται στην ενοποίηση των εθνικών αγορών μέσω της δημιουργίας μίας ενιαίας αγοράς. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει συμφωνίες που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών βάσει των εθνικών συνόρων ή παρακωλύουν την οικονομική αλληλοδιείσδυση των εθνικών αγορών, και ιδίως εκείνες που έχουν σκοπό την απαγόρευση ή τον περιορισμό των παράλληλων εξαγωγών, ως συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου της Συνθήκης (101).

248. Συμβατική υποχρέωση η οποία συνοδεύει άδεια εμβέλειας και επιβάλλει στον τηλεοπτικό οργανισμό να εμποδίσει τη χρήση καρτών αποκωδικοποίησης δορυφορικού προγράμματος που καθιστούν δυνατή τη λήψη του προστατευόμενου περιεχομένου εκτός της περιοχής την οποία καλύπτει η άδεια, έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τις συμφωνίες που έχουν ως σκοπό την παρεμπόδιση ή τον περιορισμό των παράλληλων εξαγωγών. Στοχεύουν στον αποκλεισμό κάθε ανταγωνισμού μεταξύ των οργανισμών ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης μέσω της αμοιβαίας στεγανοποίησης των περιοχών που καλύπτουν οι άδειες. Τέτοιες άδειες, οι οποίες προβλέπουν απόλυτη εδαφική προστασία, είναι ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά (102). Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών των συμφωνιών σε σχέση με εκείνες που στρέφονται κατά του παράλληλου εμπορίου.

249. Η εξέταση του ζητήματος από πλευράς της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών (103) επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα, διότι μεταξύ των θεμελιωδών ελευθεριών και του δικαίου του ανταγωνισμού δεν επιτρέπονται, καταρχήν, αξιολογικές αντιφάσεις (104).

250. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι συμφωνία που θίγει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Εντούτοις, όποιος επικαλείται την εν λόγω διάταξη πρέπει να αποδεικνύει, με πειστικά επιχειρήματα και αποδείξεις, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη μη εφαρμογή της παραγράφου 1 (105). Συναφώς, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κριτήρια παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είναι δικαιολογημένος.

251. Κατά συνέπεια, στο δέκατο ερώτημα της υποθέσεως C‑403/08 και στο όγδοο ερώτημα της υποθέσεως C‑429/08 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι όταν ο παρέχων περιεχόμενο προγράμματος χορηγεί σειρά αποκλειστικών αδειών για την περιοχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών, οι οποίες επιτρέπουν σε κάθε τηλεοπτικό οργανισμό να μεταδίδει το περιεχόμενο του προγράμματος μόνο στην προβλεπόμενη περιοχή (περιλαμβανομένης και της δορυφορικής μετάδοσης) και κάθε άδεια συνοδεύεται από συμβατική υποχρέωση, βάσει της οποίας ο τηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να εμποδίζει τη χρήση των καρτών αποκωδικοποίησης που καθιστούν δυνατή τη λήψη του προστατευόμενου περιεχομένου εκτός της περιοχής την οποία καλύπτει η άδεια, οι σχετικές συμφωνίες παραχωρήσεως αδείας μπορούν να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, είναι ασύμβατες προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· δεν απαιτείται δε να αποδειχθεί ότι επήλθαν πράγματι σχετικές συνέπειες.

V –    Πρόταση

252. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

1.      Επί του πρώτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

Ο «σχεδιασμός» ή η «αντίστοιχη προσαρμογή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84 ισοδυναμεί με την κατασκευή ή μετατροπή μιας συσκευής ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση σε προστατευόμενη υπηρεσία σε κατανοητή μορφή χωρίς την έγκριση του φορέα παροχής της υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, συσκευή που παρέχει πρόσβαση υπό όρους δεν καθίσταται «παράνομη συσκευή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 98/84, όταν χρησιμοποιείται για παροχή προσβάσεως σε προστατευόμενες υπηρεσίες σε τόπο ή με τρόπο ή από πρόσωπο που δεν καλύπτεται από την άδεια του παρέχοντος την υπηρεσία, εφόσον κατασκευάζεται από τον ίδιο τον παρέχοντα την υπηρεσία ή με την έγκρισή του και εν συνεχεία διατίθεται προς πώληση με περιορισμένου εύρους άδεια χρήσης, η οποία επιτρέπει την παροχή προσβάσεως σε προστατευόμενες υπηρεσίες μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις.

2.      Επί του τρίτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/84 δεν αποκλείει σε κράτος μέλος την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει τη χρήση συσκευής για την πρόσβαση υπό όρους σε περίπτωση παράβασης συμβατικών όρων περί της δυνατότητας προσβάσεως σε προγράμματα σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, δήλωσης ψευδούς ονόματος και/ή διευθύνσεως κατά την αγορά συσκευών προσβάσεως ή χρήσης για εμπορικούς σκοπούς συσκευής προσβάσεως που προορίζεται για ιδιωτική ή οικιακή χρήση.

3.      Επί του τετάρτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

α)      Για την απάντηση στο ερώτημα αν έγινε εν όλω ή εν μέρει αναπαραγωγή των έργων, είναι απαραίτητη η ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/29.

β)      Τα αποσπάσματα ψηφιακών λήψεων βίντεο και ήχου που παράγονται στη μνήμη ενός δέκτη, όταν προβάλλεται ολόκληρο το έργο, αποτελούν πράξεις αναπαραγωγής, καθόσον τα αποσπάσματα αυτά αποτελούν μέρος της προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού της εκπομπής.

γ)      Η προβολή μιας εκπομπής σε οθόνη αποτελεί επίσης αναπαραγωγή.

4.      Επί του πέμπτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

Οι μεταβατικές αναπαραγωγές έργου που τελούνται σε τηλεοπτική οθόνη συνδεδεμένη με αποκωδικοποιητή έχουν ανεξάρτητη οικονομική σημασία κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ενώ, αντιθέτως, οι μεταβατικές αναπαραγωγές που πραγματοποιούνται στη μνήμη αποκωδικοποιητή δεν έχουν τέτοια σημασία.

5.      Επί του έκτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

Έργο το οποίο προστατεύεται από δικαιώματα του δημιουργού δεν παρουσιάζεται ενσύρματα ή ασύρματα στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, όταν στο πλαίσιο δορυφορικής μετάδοσης παρουσιάζεται ή προβάλλεται στο παρευρισκόμενο κοινό άνευ αντιτίμου μέσω μίας και μόνο τηλεοπτικής οθόνης και ηχείων σε χώρους που εξυπηρετούν εμπορικούς σκοπούς (επί παραδείγματι σε μπαρ).

6.      Επί του εβδόμου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

Το δικαίωμα της μέσω δορυφόρου παρουσίασης στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού, βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας 93/83, περιλαμβάνει και το δικαίωμα λήψης και θέασης αυτών των εκπομπών στην αλλοδαπή.

7.      Επί του έκτου και εβδόμου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08 και επί του εβδόμου, ογδόου, στοιχείο γ΄, και ενάτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08

α)      Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ αποκλείει ρυθμίσεις, οι οποίες, για λόγους προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, απαγορεύουν τη χρήση, σε ένα κράτος μέλος, συσκευών προσβάσεως υπό όρους σε κλειδωμένα δορυφορικά τηλεοπτικά προγράμματα, οι οποίες τέθηκαν σε κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος με την έγκριση του κατόχου των δικαιωμάτων της εκπομπής. Δεν ασκεί επιρροή αν αυτές οι συσκευές αποκτήθηκαν και/ή ενεργοποιήθηκαν στο άλλο κράτος μέλος με τη δήλωση ψευδούς ονόματος και ψευδούς διεύθυνσης. Ούτε η ύπαρξη συμβατικής ρήτρας περί χρήσης των καρτών αποκωδικοποίησης αποκλειστικά για οικιακούς ή ιδιωτικούς σκοπούς επηρεάζει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα.

β)      Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν αποκλείει εθνικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε κάτοχο δικαιωμάτων εκπομπής να απαγορεύει την προβολή της εκπομπής σε χώρους εστίασης, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προκύπτει από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα τελεί σε σχέση αναλογίας προς τη σημασία που έχουν τα προστατευόμενα δικαιώματα για την εκπομπή.

γ)      Δεν έχει σημασία για την υπό κρίση αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αν η διάταξη του εθνικού δικαίου αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθόσον εφαρμόζεται σε εκπομπές που μεταδίδονται από ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ο οποίος έχει την έδρα του στο Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι σε εκπομπές που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

8.      Επί του δεκάτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑403/08 και επί του ογδόου ερωτήματος στην υπόθεση C‑429/08

Όταν ο παρέχων περιεχόμενο προγράμματος χορηγεί σειρά αποκλειστικών αδειών για την περιοχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών, οι οποίες επιτρέπουν σε κάθε τηλεοπτικό οργανισμό να μεταδίδει το περιεχόμενο του προγράμματος μόνο στην προβλεπόμενη περιοχή (περιλαμβανομένης και της δορυφορικής μετάδοσης) και κάθε άδεια συνοδεύεται από συμβατική υποχρέωση, βάσει της οποίας ο τηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να εμποδίζει τη χρήση των καρτών αποκωδικοποίηση που καθιστούν δυνατή τη λήψη του προστατευόμενου περιεχομένου εκτός της περιοχής την οποία καλύπτει η άδεια, οι σχετικές συμφωνίες παραχωρήσεως αδείας μπορούν να παρεμποδίσουν, να περιορίσουν ή να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, είναι ασύμβατες προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· δεν απαιτείται δε να αποδειχθεί ότι επήλθαν πράγματι σχετικές συνέπειες.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 1998 (ΕΕ L 320, σ. 54).


3 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001 (ΕΕ L 167, σ. 10).


4 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 (ΕΕ L 248, σ. 15).


5 – ΕΕ L 336, σ. 1.


6 – EE L 89, σ. 6.


7 – Απόδοση σύμφωνα με το BGBl. 1965 II, σ. 1245.


8 – ΕΕ 1994, L 1, σ. 194.


9 – ΕΕ L 346, σ. 61.


10 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (κωδικοποίηση) (ΕΕ L 376, σ. 28).


11 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (ΕΕ L 95, σ. 1).


12 – Βλ. άρθρα 6 ΣΛΕΕ και 165 ΣΛΕΕ, καθώς και τη δήλωση αριθ. 29 της τελικής πράξης της διακυβερνητικής διάσκεψης στη Συνθήκη του Άμστερνταμ της 2ας Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ 1997, C 340, σ. 136) και τη «δήλωση σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αθλητισμού, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο κοινών πολιτικών, καθώς και την κοινωνική λειτουργία του στην Ευρώπη», Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας (7, 8 και 9 Δεκεμβρίου 2000), συμπεράσματα της προεδρείας (σκέψη 52 και παράρτημα IV, βλ. ειδικότερα τις εκεί αποτυπωμένες δηλώσεις στα σημεία. 1, 7 και 17).


13 – Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, C‑49/07, MOTOE (Συλλογή 2008, σ. I‑4863, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 – Απόφαση της 3ης Ιουνίου 2008, C‑308/06, Intertanko κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑4057, σκέψη 69).


15 – Απόφαση Intertanko κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 70 επ.).


16 – Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑5/08, Infopaq International (Συλλογή 2009, σ. I‑6569, σκέψεις 27 επ.), βλ. επίσης, συνολικά για την οδηγία 2001/29, την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑467/08, Padawan (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 32 και 35).


17 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, ειδικότερα σκέψεις 37 επ.).


18 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 45).


19 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 55).


20 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 64).


21 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψεις 56 επ.).


22 – Απόφαση Infopaq International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψη 58).


23 – COM(97) 628, άρθρο 5, σημείο 3 (σ. 38 της γερμανικής εκδόσεως).


24 – Βλ. κατωτέρω σημεία 105 και 108 επ.


25 – Βλ. κατωτέρω σημεία 68 επ.


26 – Αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall (Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48), της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori (Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 20), και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07, Kücükdeveci (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 46).


27 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C‑415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59) και της 13ης Ιουλίου 2006, C-295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6619, σκέψη 26).


28 – Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σκέψη 30), της 9ης Οκτωβρίου 2008, C‑404/07, Katz (Συλλογή 2008, σ. I‑7607, σκέψη 31), και της 22ας Απριλίου 2010, C‑82/09, Δήμος Αγίου Νικολάου (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 15).


29 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Bosman (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 61) και της 10ης Ιανουαρίου 2006, C-344/04, IATA και ELFAA (Συλλογή 2006, σ. I‑403, σκέψη 24).


30 – COM(97) 628, άρθρο 3, σημεία 2 επ. (σ. 33 επ. της γερμανικής εκδόσεως).


31 – COM(97) 628, άρθρο 3, σημείο 3 (σ. 34 της γερμανικής εκδόσεως).


32 – Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2006, C‑306/05, SGAE (Συλλογή 2006, σ. I‑11519), και διάταξη της 18ης Μαρτίου 2010, C‑136/09, Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Δημιουργών Θεατρικών και Οπτικοακουστικών Έργων (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


33 – Βλ. απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψεις 37 επ.).


34 – Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 44).


35 – Guide to the Berne Convention (Γενεύη, 1978).


36 – Οδηγός του WIPO, παρατηρήσεις 11δις,11. επ.


37 – COM(97) 628, άρθρο 3, σκέψη 1 (σ. 33 της γερμανικής εκδόσεως).


38 – COM(97) 628, άρθρο 3, σκέψη 1 (σ. 33 της γερμανικής εκδόσεως).


39 – Έγγραφο A4-0026/99, τροποποίηση 13 (ΕΕ 1999, C 150, σ. 171, 174).


40 – Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, COM(1999) 250 τελικό (ΕΕ 1999, C 180, σ. 6, αιτιολογική σκέψη 16).


41 – Βλ. έγγραφα του Συμβουλίου αριθ. 14238/99 της 22ας Δεκεμβρίου 1999, σ. 5, υποσημειώσεις 6 και 7, αριθ. 5168/00 της 10ης Ιανουαρίου 2000, σ. 4, και αριθ. 5499/00 της 24ης Ιανουαρίου 1999, σ. 2 επ.


42 – Έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 5168/00 της 10ης Ιανουαρίου 2000, σ. 4, σκέψη 9.


43 – Έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 5168/00 της 10ης Ιανουαρίου 2000, σ. 4, σκέψη 11.


44 – ΕΕ 1994, L 1, σ. 194.


45 – Βλ. σχετικά με την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. La Pergola της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, στην υπόθεση C‑293/98, Egeda (Συλλογή 2000, σ. I‑629, σημείο 17).


46 – Βλ. άρθρο 87, παράγραφος 1, σημείο 3, του γερμανικού Urheberrechtsgesetz και συναφώς Wandtke/Bullinger-Erhard, Urheberrecht, 3η έκδοση 2009, σημείο 23, και Diesbach/Bormann/Vollrath, «Public-Viewing» als Problem des Urheber- und Wettbewerbsrechts, Zeitschrift für Urheber- und Medienrecht 2006, 265 (266 επ.).


47 – Ωστόσο, φαίνεται ότι αρκεί η καταβολή σχετικά μικρού ποσού, από επιχείρηση εστίασης σε εταιρία εκμετάλλευσης πνευματικών δικαιωμάτων, για την κάλυψη των υποχρεώσεων που προβλέπει αυτή η ρύθμιση· βλ. πίνακα τιμών της εταιρίας για τα δικαιώματα μουσικών εκτελέσεων και μηχανικών αναπαραγωγών, http://www.gema.de/fileadmin/inhaltsdateien/musiknutzer/tarife/tarife_ad/tarifuebersicht_gaststaetten.pdf.


48 – Βλ. πρόσφατη απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010, C‑428/08, Monsanto Technology (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 71).


49 – Βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000, Egeda, σε σύγκριση με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. La Pergola (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 45, σημεία 17 επ.), και την απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, C‑28/04, Tod’s και Tod’s Frankreich (Συλλογή 2005, σ. I‑5781, σκέψη 14).


50 – Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 41).


51 – Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 30).


52 – Απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 40).


53 – Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Ε. Sharpston της 13ης Ιουλίου 2006, στην απόφαση SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σημείο 63).


54 – Βλ., για το ρυθμιστικό περιεχόμενο της οδηγίας 93/83 σχετικά με την παρουσίαση στο κοινό, τις αποφάσεις Egeda (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 25) και SGAE (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 30).


55 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 82 επ. και 95 επ.


56 – Επί της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Λισσαβώνας, βλ. τις προτάσεις μου της 11ης Νοεμβρίου 2010, στην υπόθεση C‑379/09, Casteels (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σημείο 25).


57 – Απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, C‑17/00, De Coster (Συλλογή 2001, σ. I‑9445, σκέψη 28).


58 – Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, C‑36/02, Omega (Συλλογή 2004, σ. I‑9609, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


59 – Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, C‑390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I‑607, σκέψη 32).


60 – Αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International (Συλλογή 2009, σ. I-7633, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 8ης Ιουλίου 2010, C‑447/08 και C‑448/08, Sjöberg (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 32).


61 – Βλ. όμως τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 23ης Μαΐου 2007, στην υπόθεση C‑341/05, Laval un Partneri (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, σ. 2007, σ. I‑11767, σημεία 156 επ., ιδίως σημείο 159 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία για τις συλλογικές ρυθμίσεις).


62 – Αυτό είναι ζήτημα του δικαίου του ανταγωνισμού, το οποίο θα εξετάσω κατωτέρω, στα σημεία 243 επ. αυτών των προτάσεων.


63 – Βλ., π.χ., απόφαση Laval un Partneri (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 61, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


64 – Απόφαση Sjöberg (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 60, σκέψη 36).


65 – Αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, 262/81, Coditel κ.λπ. II (Συλλογή 1982, σ. 3381, σκέψη 13), και της 11ης Μαΐου 1999, C‑255/97, Pfeiffer (Συλλογή 1999, σ. I‑2835, σκέψη 21).


66 – Απόφαση Pfeiffer (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 65, σκέψη 22) και, για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, αποφάσεις της 31ης Οκτωβρίου 1974, 16/74, Centrafarm και de Peijper (Συλλογή τόμος1974, σ. 479, σκέψη 7), της 17ης Οκτωβρίου 1990, C‑10/89, HAG GF (Συλλογή 1990, σ. I‑3711, σκέψη 12), καθώς και της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑115/02, Rioglass και Transremar (Συλλογή 2003, σ. I‑12705, σκέψη 23).


67 – Αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 1976, 119/75, Terrapin (Overseas) (Συλλογή τόμος 1976, σ. 383, σκέψη 6), της 20ής Ιανουαρίου 1981, 55/80 και 57/80, Musik-Vertrieb membran και K-tel International (Συλλογή 1981, σ. 147, σκέψη 10), και της 28ης Απριλίου 1998, C‑200/96, Metronome Musik (Συλλογή 1998, σ. I‑1953, σκέψη 14).


68 – Οδηγία 2001/84/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης (ΕΕ L 272, σ. 32), βλ., συναφώς, την απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, C‑518/08, Gala-Salvador Dalí και Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).


69 – Η ανάλωση του δικαιώματος σε διεθνές επίπεδο, με τη διάθεση εκτός της εσωτερικής αγοράς, δεν έγινε όμως δεκτή από το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1998, C‑355/96, Silhouette International Schmied (Συλλογή 1998, σ. I‑4799, σκέψη 22), και της 30ής Νοεμβρίου 2004, C‑16/03, Peak Holding (Συλλογή 2004, σ. I‑11313).


70 – Βλ., για το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων, την απόφαση Peak Holding (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 69, σκέψη 40).


71 – Απόφαση Musik-Vertrieb membran και K-tel International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 67, σκέψη 10).


72 – Gallagher, Waterstone’s halts overseas e-book sales, είδηση της 26ης Οκτωβρίου 2010, http://www.thebookseller.com/news/132290-waterstones-halts-overseas-e-book-sales.html, από 9 Νοεμβρίου 2010.


73 – Βλ. αποφάσεις Musik-Vertrieb membran και K-tel International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 67, σκέψεις 12 επ.), και της 17ης Μαΐου 1988, 158/86, Warner Brothers και Metronome Video (Συλλογή 1988, σ. 2605, σκέψεις 13 επ.).


74 – Βλ. απόφαση Musik-Vertrieb membran και K-tel International (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 67, σκέψη 24) για την κυκλοφορία εμπορευμάτων.


75 – Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 62/79, Coditel κ.λπ. I (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 477).


76 – Απόφαση Coditel I (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 14).


77 – Απόφαση Coditel I (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 16), ομοίως για το δικαίωμα ενοικίασης οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. La Pergola της 26ης Μαΐου 1998, στην υπόθεση C‑61/97, FDV (απόφαση της 26ης Μαΐου 1998, Συλλογή 1998, σ. I‑5171, σημείο 15).


78 – Απόφαση Coditel I (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σκέψη 16).


79 – Για την εκτίμηση της προκειμένης περιπτώσεως βάσει αυτής της διατάξεως, βλ. ανωτέρω, σημεία 107 επ.


80 – Την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος που βασίζεται στο άρθρο 11δις, παράγραφος 1, περίπτωση ii, της Συμβάσεως της Βέρνης επιδίωκε η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως Coditel I, βλ. την έκθεση ακροατηρίου αυτής της αποφάσεως (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 75, σ.  884).


81 – Βλ. τις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1991, C‑76/90, Säger (Συλλογή 1991, σ. I‑4221, σκέψη 15), της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑46/08, Carmen Media Group (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 60), και της 7ης Οκτωβρίου 2010, C‑515/08, Santos Palhota κ.λπ. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45).


82 – Αποφάσεις Säger (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 81, σκέψη 17), της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑318/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2007, σ. I‑6957, σκέψεις 133 και 136), και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, C‑250/06, United Pan-Europe Communications Belgium κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑11135, σκέψη 44).


83 – Βλ., συναφώς, τη δέκατη σκέψη της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 2001 σε διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (αριθμός υπόθεσης 37.576 — UEFA-Übertragungsregelung, ΕΕ L 171, σ. 12).


84 – Βλ. τις παρατιθέμενες στην υποσημείωση 12 δηλώσεις στη Συνθήκη του Άμστερνταμ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.


85 – Αυτό καταδεικνύει και η προσφυγή διάφορων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 83 απόφαση της Επιτροπής.


86 – Βλ. την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 83 απόφαση, αιτιολογική σκέψη 55 και παράρτημα II.


87 – Βλ., για τα στοιχεία σχετικά με τα εισιτήρια στα γήπεδα, DFL Deutsche Fußball Liga GmbH, Bundesliga 2010, Die wirtschaftliche Situation im Lizenzfußball, σ. 20 επ.


88 – Βλ. σκέψη 66 της αίτησης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.


89 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 107 επ.


90 – Βλ. ανωτέρω σημεία 121 επ.


91 – Βλ. τα στοιχεία στην υποσημείωση 82.


92 – Βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 21).


93 – Βλ. το επίμαχο τέλος στην προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 16 απόφαση Padawan.


94 – Αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑92/01, Στυλιανάκης (Συλλογή 2003, σ. I‑1291, σκέψη 18), της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑76/05, Schwarz και Gootjes-Schwarz (Συλλογή 2007, σ. I‑6849, σκέψη 34), και της 20ής Μαΐου 2010, C‑56/09, Zanotti (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24).


95 – Βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1993, C‑92/92 και C‑326/92, Phil Collins κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. I‑5145, σκέψεις 34 επ.).


96 – Παράρτημα 23 των γραπτών παρατηρήσεων της FAPL, βλ. ανακοίνωση σε ΕΕ 2004, C 115, σ. 3, και ανακοινωθέν Τύπου IP/06/356 της 22ας Μαρτίου 2006.


97 – Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2010, C-97/09, Schmelz (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50), βλ., επίσης, άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ και άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.


98 – Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 43).


99 – Αποφάσεις T-Mobile Netherlands κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 98, σκέψη 30), της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψη 81), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑9291, σκέψη 55).


100 – Απόφαση GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 99, σκέψη 58).


101 – Αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑468/06 έως C‑478/06, Σωτ. Λέλος και Σία (Συλλογή 2008, σ. I‑7139, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 99, σκέψεις 59 επ.).


102 – Απόφαση της 8ης Ιουνίου 1982, 258/78, Nungesser και Eisele κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 2015, σκέψη 61).


103 – Βλ. ανωτέρω, σημεία 177 επ.


104 – Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, τις προτάσεις μου της 2ας Ιουλίου 2009, C‑169/08, Presidente del Consiglio dei Ministri (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2009, Συλλογή 2009, σ. I‑10821, σημεία 134 επ.).


105 – Απόφαση GlaxoSmithKline Services κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 99, σκέψη 82).