Language of document : ECLI:EU:T:2018:181

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 12ης Απριλίου 2018 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Προσωπικό των διεθνών αποστολών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαφορές αφορώσες τις συμβάσεις εργασίας – Διαδικασίες εσωτερικής έρευνας – Προστασία των θυμάτων σε περίπτωση καταγγελίας περιστατικού παρενοχλήσεως – Συμβατική ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑763/16,

PY, εκπροσωπούμενος από τους S. Rodrigues και A. Tymen, δικηγόρους,

ενάγων,

κατά

EUCAP Sahel Niger, εκπροσωπούμενης από τους E. Raoult και M. Vicente Hernandez, δικηγόρους,

εναγομένη,

με αντικείμενο αγωγή, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα να υποχρεωθεί η EUCAP Sahel Niger να αποζημιώσει τον ενάγοντα για τη ζημία που αυτός υπέστη λόγω συμβατικού πταίσματος στο οποίο υπέπεσε η EUCAP Sahel Niger,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, A. Dittrich και P. G. Xuereb (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: G. Predonzani, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η EUCAP Sahel Niger (στο εξής: αποστολή) είναι αποστολή της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) συσταθείσα με την απόφαση 2012/392/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2012, για την αποστολή CSDP της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Νίγηρα (EUCAP Sahel Niger) (ΕΕ 2012, L 187, σ. 48), όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/1253 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2017 (ΕΕ 2017, L 179, σ. 15).

2        Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 2012/392, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/1172 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2016 (ΕΕ 2016, L 193, σ. 106), κατά την εφαρμογή της ενωσιακής στρατηγικής ασφάλειας και αναπτύξεως στο Σαχέλ, η αποστολή επιδιώκει να βοηθήσει τις αρχές του Νίγηρα να καθορίσουν και να εφαρμόσουν τη δική τους εθνική στρατηγική ασφάλειας. Η αποστολή επιδιώκει επίσης να συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης, πολυδιάστατης, συνεκτικής, βιώσιμης προσεγγίσεως και προσεγγίσεως με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα μεταξύ των διαφόρων φορέων ασφάλειας του Νίγηρα στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Επιπλέον, συνδράμει τις κεντρικές και τοπικές αρχές και τις δυνάμεις ασφάλειας του Νίγηρα στη χάραξη πολιτικών, τεχνικών και διαδικασιών για τον καλύτερο έλεγχο και την καταπολέμηση της παρά τους κανόνες μεταναστεύσεως.

3        Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2012/392, η αποστολή προσλαμβάνει διεθνές και τοπικό προσωπικό με σύμβαση εργασίας εάν τα απαιτούμενα καθήκοντα δεν εκτελούνται από το αποσπασθέν προσωπικό των κρατών μελών. Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει ότι οι όροι εργασίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις για το διεθνές και τοπικό προσωπικό καθορίζονται στις συμβάσεις μεταξύ του αρχηγού αποστολής και των μελών του προσωπικού.

4        Το άρθρο 12α της αποφάσεως 2012/392, το οποίο θεσπίστηκε με το άρθρο 1, σημείο 6, της αποφάσεως 2014/482/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της απόφασης 2012/392 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 31), προβλέπει ότι, στον βαθμό που απαιτείται για την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής, η αποστολή έχει την ικανότητα να αγοράζει υπηρεσίες και προμήθειες, να συνάπτει συμβάσεις και να συμφωνεί διοικητικές ρυθμίσεις, να απασχολεί προσωπικό, να διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, να αγοράζει και να διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και να εξοφλεί τα χρέη της, καθώς και να είναι διάδικος.

5        Ο ενάγων, PY, είναι πρώην μέλος του προσωπικού της αποστολής. Την 31η Ιανουαρίου 2014, ο ενάγων υπέγραψε σύμβαση εργασίας με την αποστολή σχετική με θέση υπαλλήλου αρμόδιου για τις προμήθειες για το διάστημα από τις 30 Ιανουαρίου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2014. Εν συνεχεία, ο ενάγων υπέγραψε δεύτερη σύμβαση εργασίας, η οποία κάλυπτε το διάστημα από τις 16 Ιουλίου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2015, καθώς και τρίτη σύμβαση εργασίας για το διάστημα από τις 16 Ιουλίου 2015 έως τις 15 Ιουλίου 2016.

6        Βάσει των όρων των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος, ο κώδικας συμπεριφοράς και πειθαρχίας της αποστολής (στο εξής: κώδικας συμπεριφοράς) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των εν λόγω συμβάσεων.

7        Ο κώδικας συμπεριφοράς καθορίζει, πρώτον, ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς τους οποίους πρέπει να τηρούν όλα τα μέλη του προσωπικού της αποστολής (σημεία 1 έως 6), περιλαμβανομένου του καθήκοντος μη παρενοχλήσεως (σημείο 2.5) και εκφοβισμού (σημείο 2.6) συναδέλφων, και, δεύτερον, την εφαρμοστέα διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων αυτών (σημεία 7 έως 8).

8        Το σημείο 2.5 του κώδικα συμπεριφοράς έχει ως εξής:

«Η παρενόχληση διαφέρει από τη σεξουαλική παρενόχληση κατά το ότι δεν βασίζεται κατ’ ανάγκη στο φύλο. Εν αντιθέσει προς τον εκφοβισμό, ένα μεμονωμένο περιστατικό μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παρενόχληση, η οποία εκδηλώνεται με διάφορα είδη συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο του παρόντος εγγράφου, ως παρενόχληση νοείται κάθε πράξη ή συμπεριφορά, μεταξύ των οποίων ο προφορικός λόγος, χειρονομίες ή η παρουσίαση, ανάρτηση ή διάδοση γραπτών κειμένων, φωτογραφιών ή κάθε άλλου υλικού, εάν η εν λόγω πράξη ή συμπεριφορά είναι ανεπιθύμητη από τον υπάλληλο και αν μπορεί εύλογα να θεωρηθεί προσβλητική, εξευτελιστική ή εκφοβιστική.»

9        Το σημείο 7.1, το οποίο επιγράφεται «Αναφορά παραβάσεων», προβλέπει τα εξής:

«Τα περιστατικά ανάρμοστης συμπεριφοράς μπορούν να συνεπάγονται πειθαρχικά μέτρα και ενέργειες και θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διαδικασίες […] Κάθε μέλος της αποστολής έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να υποβάλει γραπτή καταγγελία στον αρχηγό αποστολής […] για κάθε εικαζόμενο περιστατικό ανάρμοστης συμπεριφοράς, υπεξαιρέσεως ή αναρμοδιότητας.»

10      Κατά το σημείο 8.4.1 του κώδικα συμπεριφοράς, σε περίπτωση «αναφοράς ή επισημάνσεως» εικαζόμενης παραβάσεως των επίμαχων κανόνων, ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής επιβλέπει τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας και ορίζει υπάλληλο ο οποίος θα εξετάσει την υπόθεση. Βάσει του σημείου 8.4.2 του κώδικα συμπεριφοράς, ο υπάλληλος αυτός εξετάζει το εικαζόμενο περιστατικό συγκεντρώνοντας τις εκδοχές αυτού που εκθέτουν αντίστοιχα ο καταγγέλλων, οι μάρτυρες και τα θύματα. Κατά το σημείο 8.4.4 του κώδικα συμπεριφοράς, εντός δέκα ημερών, πρέπει να υποβληθεί έκθεση σχετικά με την προκαταρκτική έρευνα στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής. Στην περίπτωση που η έκθεση επιβεβαιώνει την ύπαρξη παραβάσεως των επίμαχων κανόνων, διενεργείται εμπεριστατωμένη έρευνα, βάσει του άρθρου 8.5 του κώδικα συμπεριφοράς, στο πέρας της οποίας εκπονείται τελική έκθεση έρευνας. Εάν η έκθεση αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη παραβάσεως των επίμαχων κανόνων, συγκαλείται πειθαρχικό συμβούλιο το οποίο εξετάζει τις εντεύθεν πειθαρχικής φύσεως συνέπειες.

11      Βάσει του άρθρου 21 της δεύτερης και της τρίτης συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, οι διαφορές που απορρέουν από, ή σχετίζονται, με τις εν λόγω συμβάσεις υπάγονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

12      Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2014 συνεδρίασε επιτροπή αξιολογήσεως συσταθείσα στην αποστολή με αντικείμενο διαδικασία με διαπραγμάτευση σχετική με σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή αεροπορικών υπηρεσιών στην αποστολή. Ο ενάγων προήδρευσε των συνεδριάσεων της εν λόγω επιτροπής.

13      Στις 16 Δεκεμβρίου 2014, ενημερωθείς για περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα κατά τις ως άνω συνεδριάσεις, ο προϊστάμενος του τμήματος «Στήριξη στην αποστολή», G., απέστειλε στον ενάγοντα ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ζητούσε πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό.

14      Ο ενάγων απάντησε στο αίτημα αυτό με ηλεκτρονικό μήνυμα της 16ης Δεκεμβρίου 2014, στο οποίο εξέθεσε ότι είχε σημαντική διαφωνία με άλλο μέλος της επιτροπής αξιολογήσεως, τον X., σχετικά με το κατά πόσον μία εκ των τριών προσφορών που έπρεπε να αξιολογηθούν ήταν σύμφωνη με τις τεθείσες από την αποστολή προϋποθέσεις. Κατά τον ενάγοντα, ο X. υπαινίχθηκε ότι οι σοβαρές αμφιβολίες που διατύπωσε ο ενάγων σχετικά με την προσφορά οφείλονταν σε προκατάληψη αυτού κατά της επιχειρήσεως που είχε υποβάλει την εν λόγω προσφορά. Ο ενάγων πρόσθεσε ότι η επιτροπή αξιολογήσεως αποφάσισε τελικώς να ζητήσει διευκρινίσεις από την επίμαχη επιχείρηση. Στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 16ης Δεκεμβρίου 2014, ο ενάγων δεν αποκάλυψε την ταυτότητα του X.

15      Στις 19 Δεκεμβρίου 2014 η επιτροπή αξιολογήσεως αποφάσισε, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που έλαβε από την επίμαχη επιχείρηση, ότι η προσφορά της δεν ήταν σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση και συνέστησε να ανατεθεί η σύμβαση σε άλλη επιχείρηση. Η έκθεση της 22ας Δεκεμβρίου 2014 με την οποία η επιτροπή αξιολογήσεως ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το αποτέλεσμα των εργασιών της υπογράφηκε και από τον X.

16      Στις 7 Φεβρουαρίου 2015 ο ενάγων απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον εκτελούντα χρέη αρχηγού διοικήσεως αποστολής, M., για να τον ενημερώσει για ορισμένες συμπεριφορές του X., τις οποίες ο ενάγων έκρινε «ανάρμοστες μεταξύ συναδέλφων, επειδή […] συνιστούν έλλειψη σεβασμού προς την Έ[νωση] […], τις άλλες [μ]ονάδες της [δ]ιοικήσεως [και] ορισμένα μέλη της αποστολής ([του ιδίου] περιλαμβανομένου)». Πρώτον, ο X. τον ρώτησε, ενώπιον μη μελών της αποστολής, και χρησιμοποιώντας τον όρο «αυτές», πού ευρίσκονταν δύο γυναίκες που εργάζονται στην αποστολή και απουσίαζαν τη συγκεκριμένη ημέρα. Κατά τον ενάγοντα, το σχόλιο αυτό θα μπορούσε ευχερώς να εκληφθεί ως σεξιστικό από τους παρόντες στο περιστατικό. Δεύτερον, ο X. εισήλθε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και ρώτησε, κάνοντας λόγο για έντυπο της αποστολής και με ύφος επικριτικό και περιφρονητικό, «ποιος το έγραψε αυτό». Τρίτον, ο X. εισήλθε στο γραφείο του, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, κρατώντας ένα έγγραφο και τον ρώτησε με τρόπο προκλητικό και χωρίς σεβασμό, «εδώ το δίνω αυτό;» Τέταρτον, ο X. άφησε να εννοηθεί, μιλώντας στον ενάγοντα, ότι θεωρεί τους κανόνες αξιολογήσεως της αποστολής «ηλίθιους» (ή «βλακώδεις»). Στο ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων μνημόνευσε το ενδεχόμενο να αναγκαστεί να υποβάλει επίσημη καταγγελία στον αρχηγό αποστολής.

17      Στην από 9 Φεβρουαρίου 2015 απάντησή του, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του ηλεκτρονικού μηνύματος του ενάγοντος, ο M. πρότεινε στον ενάγοντα να επιλέξει μεταξύ τριών εναλλακτικών δυνατοτήτων. Η πρώτη προέβλεπε την οργάνωση συναντήσεως αρχικώς με τον ενάγοντα, ακολούθως με τον X. και, τέλος, με τον ενάγοντα και τον X., προκειμένου να αποσαφηνιστεί η κατάσταση και να βρεθεί λύση για το μέλλον. Η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα προέβλεπε την οργάνωση συναντήσεως αρχικά με τον ενάγοντα, ακολούθως με τον X. και, τέλος, με τον ενάγοντα, τον X. και εκπρόσωπο του τομέα ανθρώπινων πόρων της αποστολής, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η κατάσταση και να βρεθεί λύση για το μέλλον. Στη συνέχεια, επρόκειτο να εκπονηθεί έκθεση ή σημείωμα που θα τοποθετούνταν στον προσωπικό φάκελο του ενάγοντος και του X. Η τρίτη εναλλακτική δυνατότητα ήταν να υποβάλει ο ενάγων επίσημη καταγγελία στον αρχηγό αποστολής.

18      Ο ενάγων απάντησε αυθημερόν στο ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα με άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα. Στο μήνυμα αυτό, ο ενάγων ενημέρωσε τον M. για ένα νέο περιστατικό με τον X. Κατά τον ενάγοντα, αυτός εισήλθε στο γραφείο του χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Όταν ο ενάγων του εξήγησε ότι ανέμενε από τον X. να χτυπά την πόρτα προτού εισέλθει στο γραφείο του, ο Χ. «χρησιμοποίησε το δάκτυλό του για να σχηματίσει κύκλους κοντά στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού του (χειρονομία η οποία δεν χρήζει περαιτέρω εξηγήσεων)». Ο ενάγων πρόσθεσε ότι, όταν επισήμανε τότε στον X. ότι ήταν η τελευταία φορά που άνοιγε την πόρτα του χωρίς να χτυπήσει, ο Χ. τον διέκοψε και του είπε, με πλατύ χαμόγελο, τη φράση «με απειλείς».

19      Στο ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, ο ενάγων ενημέρωσε επίσης τον M. ότι, μετά το περιστατικό αυτό, ένιωσε άσχημα και επισκέφθηκε τη νοσοκόμο, η οποία του έδωσε ένα φάρμακο. Πρόσθεσε ότι ένιωσε ελαφρύ ίλιγγο, είτε λόγω του φαρμάκου είτε λόγω της καταστάσεως που ο ίδιος θεωρεί μορφή «ηθικής παρενοχλήσεως», και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να απαντήσει στην πρόταση του M. Εντούτοις, ο ενάγων ενημέρωσε τον Μ. ότι έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του και ότι, στην περίπτωση που ο M. κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα το οποίο έπρεπε να γνωστοποιηθεί στον αρχηγό αποστολής, θα του ήταν ευγνώμων να ενημερώσει τον αρχηγό αποστολής «και για λογαριασμό [του], έως ότου νιώσ[ει] καλύτερα για να υποβάλ[ει] επίσημη καταγγελία». Ο ενάγων πρόσθεσε ότι, στην περίπτωση που ο M. εκτιμούσε ότι ήταν δυνατή η εξεύρεση λύσεως στο επίπεδο της διοικήσεως, προτιμούσε αναμφίβολα μια τέτοια λύση. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, ζήτησε από τον M. να εξετάσει τα προσωρινά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν για να διασφαλιστεί η προστασία του, ήτοι να απαγορευτεί στον X. να εισέρχεται στο γραφείο του και να του απευθύνει τον λόγο έως ότου βρεθεί λύση.

20      Στην από 10 Φεβρουαρίου 2015 απάντησή του, ο M. ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι, «έχοντας καθήκον αρωγής και λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των γεγονότων που [αυτός] εξέθεσ[ε], εκτιμ[ά] ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική δυνατότητα από τη διαβίβαση του ηλεκτρονικού μηνύματός [τ]ου στον [αρχηγό αποστολής] και [στον αναπληρωτή του], τα μόνα αρμόδια όργανα στην αποστολή τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κώδικα συμπεριφοράς και για την εξέταση του συγκεκριμένου είδους πειθαρχικού ζητήματος». Το ηλεκτρονικό μήνυμα εστάλη στον αρχηγό αποστολής και στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής.

21      Αργότερα την ίδια ημέρα (10 Φεβρουαρίου 2015), ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής, S., απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον αρχηγό αποστολής για να τον ενημερώσει ότι ο ενάγων «παραπον[έθηκε] για τη συμπεριφορά του [X.]» και ότι τα συμβάντα των τελευταίων ημερών είχαν οδηγήσει τον ενάγοντα «να νιώσει επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του». Ο S. εξέθεσε ότι, καίτοι είναι δύσκολο σε τέτοιου είδους καταστάσεις να εξακριβωθεί τι συνέβη πραγματικά, δύσκολα μπορούσαν να παραβλεφθούν τα περιστατικά που κατήγγειλε ο ενάγων. Ως εκ τούτου, ο S. επισήμανε στον αρχηγό αποστολής ότι, «[π]ροκειμένου να διαλευκανθούν [τα περιστατικά αυτά], πρότειν[ε] να εκληφθούν τα διάφορα αυτά μηνύματα ως καταγγελία που οδηγεί στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας» και ότι «[η] προκαταρκτική έρευνα θα καταστήσει εφικτό να διαπιστωθεί αν η καταγγελία είναι βάσιμη ή μη». Ο S. πρόσθεσε ότι, εάν ο αρχηγός αποστολής διατάξει το μέτρο αυτό, θα προβεί στις ενέργειες για την έναρξη της προκαταρκτικής έρευνας σχετικά με τα εικαζόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως ή εκφοβισμού.

22      Σε ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο εστάλη αργότερα στις 10 Φεβρουαρίου 2015, ο αρχηγός αποστολής δήλωσε ότι συμφωνεί με την πρόταση του S. Ο αρχηγός αποστολής ενημέρωσε επίσης τον S. ότι θεωρεί ότι είναι επιπλέον αναγκαίο, παράλληλα με την προκαταρκτική έρευνα, να οργανωθεί συνάντηση μεταξύ του M., του ενάγοντος και του X.

23      Εντούτοις, μετά την ως άνω ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, δεν διενεργήθηκε καμία προκαταρκτική έρευνα και δεν πραγματοποιήθηκε καμία συνάντηση μεταξύ του M., του ενάγοντος και του X.

24      Ο ενάγων απουσίαζε με άδεια από τις 19 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου 2015 και από την 1η έως τις 24 Αυγούστου 2015.

25      Στο από 25 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον αρχηγό αποστολής, ο ενάγων επισήμανε ότι ο M. είχε ενημερώσει τον αρχηγό αποστολής για σοβαρά περιστατικά τα οποία συνιστούν ηθική παρενόχληση από τον X., αλλά ότι δεν κλήθηκε σε ακρόαση ούτε από τον αρχηγό αποστολής ούτε από πειθαρχική επιτροπή. Ισχυριζόμενος ότι η συμπεριφορά του X. έναντι αυτού εξακολουθούσε να συμβάλει στην επιβλαβή για την υγεία του υποβάθμιση του εργασιακού περιβάλλοντος, ο ενάγων ζήτησε από τον αρχηγό αποστολής να τον ενημερώσει για τα μέτρα που προτίθετο να λάβει για να θέσει τέλος στην κατάσταση αυτή.

26      Την ίδια ημέρα, ο αρχηγός αποστολής απάντησε ότι είχε κοινοποιήσει τα περιστατικά που εξέθεσε ο ενάγων, τον Φεβρουάριο του 2015, στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής, υπό την ιδιότητα αυτού ως υπευθύνου για πειθαρχικά ζητήματα, βάσει του σημείου 8.4.1 του κώδικα συμπεριφοράς, και ότι, δεδομένου ότι δεν είχε λάβει καμία απάντηση από τους ενδιαφερομένους, είχε μείνει με την εντύπωση ότι ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής είχε επιτύχει την επίλυση της διαφωνίας αυτής με φιλικό τρόπο. Ο αρχηγός αποστολής πρόσθεσε ότι, διαπιστώνοντας πλέον ότι δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, εξέλαβε το ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος, της 25ης Αυγούστου 2015, ως επίσημη καταγγελία.

27      Στο από 28 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον αρχηγό αποστολής, ο ενάγων υποστήριξε ότι, μετά τις συνεδριάσεις της επιτροπής αξιολογήσεως που διεξήχθησαν τον Δεκέμβριο του 2014, ο X. επέδειξε «μίσος ανά πάσα στιγμή, εκμεταλλευόμενος κάθε δραστηριότητα για να [τον] προσβάλει, να [του] φερθεί άσχημα, να [τον] μειώσει, να [τον] ταπεινώσει ακόμη και δημοσίως και ενώπιον των υφισταμένων [του]». Επιπλέον, ο ενάγων ενημέρωσε την αποστολή ότι, σε μη προσδιοριζόμενη ημερομηνία, τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 2015, ο X. είχε εισέλθει στο γραφείο του και του επιτέθηκε σωματικά αναποδογυρίζοντας πάνω στα πόδια του καυτό τσάι.

28      Με επιστολή της 28ης Αυγούστου 2015, ο αρχηγός αποστολής ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι, κατόπιν της καταγγελίας που υπέβαλε στις 25 Αυγούστου 2015 κατά του X., είχε αποφασίσει να διαβιβάσει την εν λόγω καταγγελία «για πειθαρχικό λόγο» στον εκτελούντα χρέη αναπληρωτή αρχηγού αποστολής. Επιπλέον, στην εν λόγω επιστολή, ο αρχηγός αποστολής ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι αποφάσισε να απαγορεύσει στον X. να πλησιάζει τον ενάγοντα.

29      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Αυγούστου 2015 προς τον αρχηγό αποστολής, ο ενάγων επισήμανε ότι «επιβεβαιών[ει] τις κατηγορίες σωματικής επιθέσεως και παρενοχλήσεως από τον [X.]» και ζήτησε από τον αποδέκτη να εκλάβει το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα ως επίσημη καταγγελία.

30      Σε πιστοποιητικό εκδοθέν στις 25 Αυγούστου 2015, ιατρός τον οποίο επισκέφθηκε ο ενάγων στον Νίγηρα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επέβαλε τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας διάρκειας επτά ημερών. Σε δεύτερο πιστοποιητικό εκδοθέν στις 27 Αυγούστου 2015, ο εν λόγω ιατρός εξέθεσε ότι η κατάσταση της ψυχικής υγείας του ενάγοντος επέβαλε απομάκρυνση αυτού από τον χώρο εργασίας του. Κατόπιν της ιατρικής επισκέψεως που πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα, ο ιατρός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε βελτίωση και ότι ο ενάγων υπέφερε από ψυχολογικό άλγος, συνέστησε δε μετ’ επιτάσεως να μεταβεί ο ενάγων στην Ευρώπη για να συμβουλευτεί ψυχίατρο όσο το δυνατόν συντομότερα.

31      Στις 29 Αυγούστου 2015 ο ενάγων αναχώρησε από την αποστολή για να μεταβεί σε νοσοκομείο στη Γαλλία.

32      Την 1η Σεπτεμβρίου 2015 ο αρμόδιος ιατρός στο νοσοκομείο στο οποίο μετέβη ο ενάγων του χορήγησε αναρρωτική άδεια έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2015, ψυχίατρος τον οποίο επισκέφθηκε ο ενάγων εξέδωσε πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να επανέλθει στην εργασία του πριν από τις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Η αναρρωτική αυτή άδεια παρατάθηκε από τον ίδιο ιατρό κατ’ επανάληψη, την τελευταία φορά έως τις 16 Ιουλίου 2016. Δύο εκ των πιστοποιητικών αυτών, με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου και 26 Νοεμβρίου 2015, αντίστοιχα, κάνουν λόγο για «σημαντική κατάθλιψη».

33      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 6ης Οκτωβρίου 2015, η αποστολή ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 3, της συμβάσεως εργασίας του, ο ενάγων ουδεμία αμοιβή θα ελάμβανε πλέον από την 30ή Σεπτεμβρίου 2015, ήτοι 30 ημέρες μετά την έναρξη της άδειας ασθενείας του.

34      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 8ης Οκτωβρίου 2015, μέλος του προσωπικού της αποστολής ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι είχε οριστεί υπεύθυνος της προκαταρκτικής έρευνας που διενεργούνταν κατόπιν της καταγγελίας που υπέβαλε εναντίον του X. και ρώτησε τον ενάγοντα αν ήταν σε θέση να μεταβεί στην αποστολή για ακρόαση και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν είχε συμπληρωματικά στοιχεία να του αποστείλει και αν μπορούσε να του δώσει τα ονόματα των μαρτύρων που επιθυμούσε να εξεταστούν.

35      Μέσω των δικηγόρων του, ο ενάγων παρέσχε τις συμπληρωματικές πληροφορίες στην αποστολή.

36      Με επιστολή της 26ης Νοεμβρίου 2015, ο αρχηγός αποστολής ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι η πειθαρχική έρευνα εναντίον του X. είχε πλέον περατωθεί, ότι το πειθαρχικό συμβούλιο της αποστολής είχε διαπίστωσε παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς και πρότεινε τη λήψη μέτρου εις βάρος του X. και, τέλος, ότι επιβεβαίωσε την απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου και εφάρμοσε το εν λόγω μέτρο.

37      Στις 25 Ιανουαρίου 2016 ο ενάγων υπέβαλε, μέσω των δικηγόρων του, στην αποστολή αίτημα αποζημιώσεως, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

38      Με επιστολή της 8ης Ιουνίου 2016, η αποστολή ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι η σύμβασή του δεν μπορούσε να ανανεωθεί πέραν της 15ης Ιουλίου 2016.

39      Στις 11 Ιουλίου 2016, με συστημένη επιστολή αποσταλείσα στη διεύθυνση στη Γαλλία που είχε παράσχει ο ενάγων στην αποστολή, γαλλικό ιατρείο κάλεσε τον ενάγοντα, κατόπιν αιτήματος της αποστολής, να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, η οποία οριζόταν στις 13 Ιουλίου 2016. Η επιστολή που περιείχε την πρόσκληση αυτή επιστράφηκε στο εν λόγω ιατρείο ταχυδρομικώς, ως μη παραληφθείσα από τον ενάγοντα.

40      Σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 15ης Ιουλίου 2016, η αποστολή ενημέρωσε τον ενάγοντα για την επιστροφή της επιστολής που περιείχε πρόσκληση υποβολής σε ιατρική εξέταση. Η αποστολή επισήμανε επίσης στον ενάγοντα ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που της είχε παράσχει από την 1η Σεπτεμβρίου 2015 δεν ήταν σύμφωνα προς τους προβλεπόμενους στη σύμβαση εργασίας του κανόνες και ότι, ως εκ τούτου, η αποστολή αμφισβητούσε το κύρος τους.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

41      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2016, ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

42      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την αποστολή να προσκομίσει ένα έγγραφο. Η αποστολή ανταποκρίθηκε εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

43      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

44      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2017.

45      Ο ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να διαπιστώσει την ευθύνη της αποστολής κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ·

–        να διατάξει την αποκατάσταση της υλικής ζημίας του·

–        να διατάξει τη χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος λόγω ηθικής βλάβης, η οποία εκτιμάται σε 70 000 ευρώ·

–        να καταδικάσει την αποστολή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

46      Η αποστολή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

47      Βάσει του δικογράφου της αγωγής, ο ενάγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να καταδικάσει την αποστολή να αποκαταστήσει την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που αυτή του προκάλεσε παραλείποντας να διενεργήσει εμπροθέσμως έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως τις οποίες ο ενάγων υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015.

48      Στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 28ης Αυγούστου 2015 προς τον αρχηγό αποστολής, ο ενάγων ενημέρωσε την αποστολή ότι ο X. επιτέθηκε επίσης σωματικά εναντίον του τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 2015. Εντούτοις, η προβαλλόμενη αυτή σωματική επίθεση δεν μνημονεύεται σε κανένα από τα ηλεκτρονικά μηνύματα του Δεκεμβρίου του 2014 και του Φεβρουαρίου του 2015, τα οποία συνιστούσαν, κατά τον ενάγοντα, τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως. Είναι αληθές ότι στο από 30 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα επίσης προς τον αρχηγό αποστολής, ο ενάγων ζήτησε από την αποστολή να εκλάβει το από 28 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικό του μήνυμα ως επίσημη καταγγελία η οποία αφορούσε, ιδίως, την εν λόγω σωματική επίθεση. Εντούτοις, η υπό κρίση αγωγή δεν αφορά τη συνέχεια που έδωσε η αποστολή στα από 28 και 30 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα. Επομένως, η εξέταση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιοριστεί, εν προκειμένω, στο αν η αποστολή συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως τις οποίες ο ενάγων εκτιμά ότι υπέβαλε σε αυτήν τον Δεκέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015.

49      Από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή αφορά τη συμβατική ευθύνη της αποστολής, κατά το άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως επιβεβαίωσε, εξάλλου, ο ενάγων στην απάντηση της 10ης Οκτωβρίου 2017 στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Επομένως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η αποστολή για να αποδείξει ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της, κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι αλυσιτελή.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

50      Το άρθρο 12α της αποφάσεως 2012/392, το οποίο εφαρμόζεται από τις 16 Ιουλίου 2014 δυνάμει του άρθρου 2 της αποφάσεως 2014/482 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), θέσπισε την ικανότητα της αποστολής να συνάπτει συμβάσεις και να είναι διάδικος, αναγνωρίζοντας, επομένως, σε αυτήν δικαιοπρακτική ικανότητα. Επιπλέον, από το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 4, της αποφάσεως 2012/392 συνάγεται ότι η αποστολή μπορεί να προσλαμβάνει προσωπικό σε συμβατική βάση και ότι οι όροι εργασίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εν λόγω προσωπικού καθορίζονται στις συμβάσεις μεταξύ του αρχηγού αποστολής και των μελών του προσωπικού.

51      Κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία συνάπτεται από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Εν προκειμένω, η πρώτη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την αποστολή περιείχε ρήτρα δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων των Βρυξελλών (Βέλγιο). Αντιθέτως, τόσο η σύμβαση εργασίας που συνήφθη μεταξύ της αποστολής και του ενάγοντος για το διάστημα από τις 16 Ιουλίου 2014 έως τις 15 Ιουλίου 2015 όσο και εκείνη που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων για το διάστημα από τις 16 Ιουλίου 2015 έως τις 15 Ιουλίου 2016 περιέχουν ρήτρα δικαιοδοσίας υπέρ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η υπό κρίση αγωγή έλαβαν χώρα κατά τις περιόδους που καλύπτουν οι δύο τελευταίες συμβάσεις εργασίας, η υπό κρίση αγωγή μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ αγωγών.

52      Βάσει του άρθρου 20 των δύο τελευταίων συμβάσεων εργασίας που συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και της αποστολής, οι διαφορές σχετικά με την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών πρέπει να υποβάλλονται σε διαιτησία. Εντούτοις, το άρθρο αυτό προβλέπει ρητώς ότι εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της υποβολής της διαφοράς στην κρίση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν αντίκεινται στην υποβολή από τον ενάγοντα της υπό κρίση διαφοράς στο Γενικό Δικαστήριο.

53      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να επιλαμβάνεται αγωγών σχετικών με τη διαχείριση του προσωπικού τους από τις αποστολές CSDP, ακόμη και όταν η διαχείριση αυτή αφορά «επιτόπιες» επιχειρήσεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑455/14 P, EU:C:2016:569, σκέψεις 54 έως 60).

54      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση αγωγής, όπερ δεν αμφισβητεί άλλωστε η αποστολή.

 Επί του παραδεκτού

55      Η αποστολή αμφισβητεί το παραδεκτό της αγωγής.

56      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η αποστολή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο η αγωγή είναι απαράδεκτη δεδομένου ότι ο ενάγων δεν τήρησε την προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία, αρκεί να επισημανθεί ότι, στο μέτρο που το εν λόγω επιχείρημα σημαίνει ότι ο ενάγων όφειλε να απευθυνθεί στην αποστολή προτού ασκήσει την υπό κρίση αγωγή, η υποχρέωση αυτή εκπληρώθηκε, εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, το αίτημα αποζημιώσεως που ο ενάγων απηύθυνε στην αποστολή στις 25 Ιανουαρίου 2016, καίτοι βασιζόταν τυπικά στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είχε αντικείμενο ταυτόσημο με αυτό της υπό κρίση αγωγής.

57      Δεύτερον, η αποστολή ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή είναι απαράδεκτη όσον αφορά τα αιτήματα αποκαταστάσεως των προβαλλόμενων ζημιών, οι οποίες προκλήθηκαν από την απόφαση να μην καταβάλλονται πλέον οι αποδοχές του ενάγοντος από τις 30 Σεπτεμβρίου 2015 (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Δεδομένου ότι δεν ήγειρε αξίωση σε σχέση με την εν λόγω απόφαση της αποστολής, ο ενάγων δεν μπορεί πλέον να θέσει εν αμφιβόλω την απόφαση αυτή μέσω αιτημάτων αποζημιώσεως. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι ο ενάγων δεν θεμελιώνει την αγωγή αποζημιώσεως καθεαυτήν στη ζημία που σχετίζεται με την απόφαση της αποστολής να μην του καταβάλει πλέον αποδοχές από τις 30 Σεπτεμβρίου 2015. Συγκεκριμένα, η υπό κρίση αγωγή αφορά τις ζημίες που προκύπτουν από το γεγονός ότι η αποστολή δεν διενήργησε έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως τις οποίες ο ενάγων εκτιμά ότι υπέβαλε σε αυτήν τον Δεκέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015, εκ των οποίων μία συνίσταται στην παύση καταβολής των αποδοχών του. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, παρέλκει δε η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον ο ενάγων όφειλε να εγείρει αξίωση κατά της αποφάσεως μη καταβολής των αποδοχών του από τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.

58      Τρίτον, στην απάντηση της 11ης Οκτωβρίου 2017 στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της σχετικά με το γαλλικό δίκαιο, η αποστολή υποστήριξε ότι, απουσία συγκεκριμένων, αντικειμενικών και συγκλινόντων πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη παρενοχλήσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η αποστολή υποστήριξε ότι το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή δεν θεμελιώνεται στη ζημία που σχετίζεται με προβαλλόμενη παρενόχληση, αλλά στη ζημία που προκύπτει από το γεγονός ότι η αποστολή δεν διενήργησε έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες περί παρενοχλήσεως τις οποίες ο ενάγων εκτιμά ότι υπέβαλε σε αυτήν τον Δεκέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015.

59      Τέλος, τέταρτον, το επιχείρημα που επιχειρεί να αντλήσει η αποστολή από το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος της 30ής Αυγούστου 2015 προς τον αρχηγό αποστολής πρέπει επίσης να απορριφθεί. Είναι αληθές ότι στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα ο ενάγων επισημαίνει ότι «επιβεβαιών[ει] επίσημα ότι δεν υποβάλλ[ει] καταγγελία» σχετικά με το «γεγονός ότι η προκαταρκτική έρευνα την οποία [είχε] διατάξει ο [αρχηγός αποστολής] δεν διενεργήθηκε ή διενεργήθηκε χωρίς τη μαρτυρία [του]». Εντούτοις, όπως επισήμανε ο ενάγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρατήρηση αυτή δεν μπορεί να εκληφθεί ως παραίτηση από τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, τέτοια παραίτηση θα πρέπει να είναι σαφής και ρητή προκειμένου να μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το παραδεκτό αγωγής. Αυτό όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι η παρατήρηση που επικαλέστηκε η αποστολή ουδόλως παραπέμπει στη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

60      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο

61      Δυνάμει του άρθρου 340, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η συμβατική ευθύνη της Ένωσης διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

62      Εν προκειμένω, στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος δεν προσδιορίζεται το εφαρμοστέο σε αυτές δίκαιο.

63      Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο ενάγων υποστήριξε ότι τη νομική βάση της ευθύνης της αποστολής συνιστούν, κυρίως, οι διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων, περιλαμβανομένων εκείνων του κώδικα συμπεριφοράς, και οι πράξεις της Ένωσης δυνάμει των οποίων καταρτίστηκαν οι εν λόγω συμβάσεις. Επικουρικώς, θα έπρεπε να γίνει παραπομπή στον αστικό κώδικα του Νίγηρα και ιδίως στο άρθρο του 1134, πρώτο εδάφιο.

64      Η αποστολή υποστήριξε ότι η συμβατική ευθύνη της απορρέει από τις συναφθείσες μεταξύ αυτής και του ενάγοντος συμβάσεις εργασίας. Εάν, εξαιρετικώς, το Γενικό Δικαστήριο ήθελε εξετάσει συναφώς το εθνικό δίκαιο, λυσιτελείς θα είναι οι διατάξεις του γαλλικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις του γαλλικού κώδικα εργασίας.

65      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι επιβεβαίωσαν ότι, κατά την άποψή τους, για να εξεταστεί η ενδεχόμενη συμβατική ευθύνη της αποστολής, αρκεί να εξεταστούν οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας, περιλαμβανομένων των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς, και ότι δεν είναι αναγκαία η παραπομπή σε εθνικό δίκαιο.

66      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπό κρίση αγωγή μπορεί όντως να εξεταστεί μόνο βάσει των επίμαχων συμβάσεων εργασίας, περιλαμβανομένων των διατάξεων του κώδικα συμπεριφοράς που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτών, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης. Βάσει των αρχών αυτών, προκειμένου να ευδοκιμήσει αγωγή αποζημιώσεως λόγω συμβατικής ευθύνης πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, ήτοι, καταρχάς, το οικείο θεσμικό όργανο να παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις του, δεύτερον, ο ενάγων να υπέστη ζημία και, τέλος, να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του εν λόγω θεσμικού οργάνου και της ζημίας αυτής.

67      Επομένως, δεν χρειάζεται να εξεταστεί το κατά πόσον, όπως υποστήριξε ο ενάγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αποδείξεις που προσκόμισε η αποστολή για να καταδείξει την ενδεχόμενη εφαρμογή του γαλλικού δικαίου είναι απαράδεκτες.

 Επί της παραβάσεως από την αποστολή των συμβατικών υποχρεώσεών της

68      Ο ενάγων διατείνεται ότι, παρά το γεγονός ότι με τα ηλεκτρονικά μηνύματα της 17ης Δεκεμβρίου 2014, της 7ης και της 9ης Φεβρουαρίου 2015, υπέβαλε στην αποστολή καταγγελίες σχετικά με παρενόχληση την οποία υπέστη από συνάδελφο, η αποστολή δεν έδωσε συνέχεια στις εν λόγω καταγγελίες, κατά παράβαση διάφορων διατάξεων του σημείου 8.4 του κώδικα συμπεριφοράς.

69      Κατά τον ενάγοντα, η παράβαση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι, αφενός, ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής, S., είχε ο ίδιος εκτιμήσει, στο από 10 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ότι τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος έπρεπε να εκληφθούν ως επίσημη καταγγελία περί παρενοχλήσεως και είχε, ως εκ τούτου, προτείνει τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας και, αφετέρου, η πρόταση αυτή είχε εγκριθεί ρητώς από τον αρχηγό αποστολής την ίδια ημέρα. Εντούτοις, δεν δόθηκε καμία συνέχεια στην απόφαση αυτή περί διενέργειας προκαταρκτικής έρευνας.

70      Συναφώς, ο ενάγων υποστηρίζει ότι στο σημείο 8.4.1 του κώδικα συμπεριφοράς προβλέπεται ότι, σε περίπτωση καταγγελίας παραβάσεως διατάξεων του εν λόγω κώδικα, η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας είναι υποχρεωτική. Επομένως, αφ’ ης στιγμής έλαβε γνώση των καταγγελιών του ενάγοντος και τις εξέλαβε ως επίσημη καταγγελία, η αποστολή δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια.

71      Ως εκ τούτου, η αποστολή διέπραξε ιδιαίτερα σοβαρή παράβαση των συμβατικών κανόνων, ήτοι εκείνων που η ίδια έθεσε όσον αφορά την ορθή συμπεριφορά και τις εσωτερικές έρευνες. Σκοπός των κανόνων αυτών είναι να προστατεύουν τα μέλη του προσωπικού της αποστολής, ιδίως σε περιπτώσεις παρενοχλήσεως ή εκφοβισμού από συναδέλφους.

72      Ο ενάγων προσθέτει ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Φεβρουαρίου 2015, είχε ήδη επισημάνει ότι η κατάσταση την οποία βίωνε τότε επιδείνωνε την κατάσταση της υγείας του και ότι ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής είχε ενημερώσει σχετικά τον αρχηγό αποστολής.

73      Η αποστολή αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα.

74      Από το σημείο 8.4.1 του κώδικα συμπεριφοράς προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναφοράς ή επισημάνσεως εικαζόμενης παραβάσεως, ιδίως των διατάξεων του εν λόγω κώδικα, διενεργείται προκαταρκτική έρευνα. Ως εκ τούτου, όπως υποστήριξε ο ενάγων, η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας είναι υποχρεωτική σε τέτοια περίπτωση και η αποστολή δεν διαθέτει, συναφώς, διακριτική ευχέρεια.

75      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του σημείου 8.4.1 του κώδικα συμπεριφοράς πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του σημείου 7.1 του ίδιου κώδικα, κατά τις οποίες τα μέλη του προσωπικού της αποστολής έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να υποβάλουν γραπτή καταγγελία στον αρχηγό αποστολής για κάθε εικαζόμενο περιστατικό ανάρμοστης συμπεριφοράς, υπεξαιρέσεως ή αναρμοδιότητας (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μέλος του προσωπικού της αποστολής το οποίο εκτιμά ότι είναι θύμα παρενοχλήσεως και επιθυμεί τη διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής έρευνας από την αποστολή οφείλει να υποβάλει γραπτή καταγγελία στον αρχηγό αποστολής. Δεδομένου ότι στο σημείο 8.4.3 του κώδικα συμπεριφοράς γίνεται παραπομπή στο «καταγγελλόμενο μέλος του προσωπικού» στο πλαίσιο αυτό, είναι σαφές ότι η καταγγελία πρέπει να αφορά πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα προσδιορίζεται.

76      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το από 17 Δεκεμβρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος της, είναι πρόδηλο ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται.

77      Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων δεν αποκάλυψε την ταυτότητα του X. Το γεγονός ότι από το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα προέκυπτε ότι επρόκειτο για αξιολογητή που ήταν μέλος επιτροπής αξιολογήσεως, την οποία ο ενάγων προσδιόρισε, και ότι η εν λόγω επιτροπή απαρτιζόταν από τρεις μόνο αξιολογητές, εκ των οποίων δύο άνδρες, δεν επηρεάζει το συμπέρασμα αυτό.

78      Δεύτερον, καίτοι επέκρινε έντονα, στο από 17 Δεκεμβρίου 2014 ηλεκτρονικό του μήνυμα, τη στάση που υιοθέτησε ο X. κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στην επιτροπή αξιολογήσεως, ο ενάγων δεν διατύπωσε καμία συγκεκριμένη αιτίαση από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι θεώρησε ότι τη συμπεριφορά του X. ως συνιστώσα παρενόχληση. Είναι αληθές ότι, στο δικόγραφο της αγωγής, ο ενάγων υποστήριξε ότι, στο από 17 Δεκεμβρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμα, κατήγγειλε σύγκρουση συμφερόντων αφορώσα τον X. όσον αφορά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση που αποτελούσε αντικείμενο των συζητήσεων στην επιτροπή αξιολογήσεως. Πάντως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο από 17 Δεκεμβρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος δεν υπήρχε καμία σχετική ένδειξη, ο ενάγων ουδόλως εξέθεσε με ποιον τρόπο μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων μπόρεσε να οδηγήσει σε παρενόχληση. Εν πάση περιπτώσει, ο ενάγων δεν εξέθεσε με ποιον τρόπο ενδεχόμενη παράλειψη της αποστολής να διενεργήσει προκαταρκτική έρευνα σχετικά με την εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων θα μπορούσε να στοιχειοθετεί τη συμβατική ευθύνη της αποστολής έναντι αυτού.

79      Τρίτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο από 17 Δεκεμβρίου 2014 ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων επισήμανε ότι ήταν διατεθειμένος να συντάξει «λεπτομερή τεκμηριωμένη έκθεση» προς τον αρχηγό αποστολής, εάν αυτό επιθυμούσε ο αποδέκτης του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος. Πάντως, ο ενάγων δεν προέβαλε ότι διαβίβασε εν συνεχεία τέτοια έκθεση ή υπέβαλε στον αρχηγό αποστολής καταγγελία κατά της συμπεριφοράς του X. στο πλαίσιο της επίμαχης επιτροπής αξιολογήσεως.

80      Τέλος, τέταρτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο δικόγραφο της αγωγής, ο ίδιος ο ενάγων προέβαλε ότι κατήγγειλε κατάσταση ηθικής παρενοχλήσεως, για πρώτη φορά, τον Φεβρουάριο του 2015.

81      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο ενάγων στον M., εκτελούντα χρέη αρχηγού διοικήσεως αποστολής, στις 7 Φεβρουαρίου 2015, επισημαίνεται ότι, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων ανέφερε το όνομα του X., εξέθεσε ορισμένες συμπεριφορές αυτού τις οποίες θεωρούσε ανάρμοστες και εξέφρασε την ελπίδα να καταστεί εφικτή η εξεύρεση λύσεως. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων περιορίστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του M., κατόπιν της συμπεριφοράς του X., εκθέτοντας παράλληλα ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, δεν ένιωθε υποχρεωμένος να υποβάλει επίσημη καταγγελία στον αρχηγό αποστολής. Επομένως, το ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Φεβρουαρίου 2015 δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να θεωρηθεί καταγγελία κατά την έννοια του σημείου 7.1 του κώδικα συμπεριφοράς.

82      Όσον αφορά, τρίτον, το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο ενάγων στον M. στις 9 Φεβρουαρίου 2015, παρατηρείται ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα αποτελούσε απάντηση του ενάγοντος στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Φεβρουαρίου 2015 με το οποίο ο Μ. είχε απαντήσει στο από 7 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος. Στην εν λόγω απάντηση, ο M. είχε εκθέσει στον ενάγοντα τρεις εναλλακτικές δυνατότητες, περιλαμβανομένης εκείνης της υποβολής επίσημης καταγγελίας στον αρχηγό αποστολής. Όπως ορθώς επισήμανε η αποστολή στο από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ο ενάγων δεν επέλεξε, όμως, καμία από τις εναλλακτικές αυτές δυνατότητες, εκφράζοντας ωστόσο προτίμηση για διοικητική λύση. Επιπλέον, το γεγονός ότι, στο από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ο ενάγων μνημόνευσε τη δυνατότητα του εκτελούντος χρέη αρχηγού διοικήσεως αποστολής να ενημερώσει τον αρχηγό αποστολής για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον X. «έως ότου νιώσ[ει] καλύτερα για να υποβάλ[ει] επίσημη καταγγελία» υποδηλώνει ότι πίστευε ότι δεν είχε ακόμη υποβάλει τέτοια καταγγελία. Τέλος, σημειωτέον ότι το από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα δεν απευθυνόταν στον αρχηγό αποστολής, καίτοι, κατά το σημείο 7.1 του κώδικα συμπεριφοράς, η καταγγελία περί παρενοχλήσεως πρέπει να υποβληθεί σε αυτόν.

83      Ανεξάρτητα από τα στοιχεία αυτά, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ήταν θεμιτό και ενδεδειγμένο να εκλάβει η αποστολή τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος, εξεταζόμενα από κοινού, ως επίσημη καταγγελία.

84      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Φεβρουαρίου 2015, ο ενάγων διευκρίνισε, εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει η αποστολή, ότι θεωρούσε τον εαυτό του θύμα «ηθικής παρενοχλήσεως» από τον X.

85      Δεύτερον, καίτοι δεν επέλεξε ρητώς μία από τις τρεις εναλλακτικές δυνατότητες που του πρότειναν, ο ενάγων ενημέρωσε τον M., στο από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ότι, μετά το περιστατικό που εξέθεσε στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, ένιωσε άσχημα και για τον λόγο αυτό επισκέφθηκε τη νοσοκόμο η οποία του έδωσε ένα φάρμακο. Ο ενάγων πρόσθεσε ότι ένιωσε ελαφρύ ίλιγγο, είτε λόγω του φαρμάκου είτε λόγω της καταστάσεως που ο ίδιος θεώρησε μορφή ηθικής παρενοχλήσεως, και ότι, επομένως, δεν μπορούσε να απαντήσει στην πρόταση που του έκανε ο M. Επιπλέον, έκανε λόγο για το ενδεχόμενο να ενημερωθεί ο αρχηγός αποστολής για τα προβλήματά του με τον X. έως ότου αυτός νιώσει καλύτερα για να υποβάλει επίσημη καταγγελία. Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι ο ενάγων θεωρούσε τον εαυτό του θύμα παρενοχλήσεως, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σχετιζόμενα με την εν λόγω παρενόχληση και ότι η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να υποβάλει, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, επίσημη καταγγελία περί παρενοχλήσεως. Είναι πρόδηλο ότι η αποστολή όφειλε να λάβει υπόψη τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία για να αποφασίσει σχετικά με τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στο από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος. Ειδικότερα, λόγω του καθήκοντος αρωγής που υπέχει, η αποστολή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, καίτοι μέλος του προσωπικού της επισήμανε ενδεχόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως, το εν λόγω μέλος του προσωπικού δεν ήταν σε θέση, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, να υποβάλει δεόντως καταγγελία, λόγω προβλημάτων υγείας τα οποία, κατά το εν λόγω πρόσωπο, οφείλονταν στα συγκεκριμένα περιστατικά παρενοχλήσεως.

86      Τρίτον, στο από 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμά του, ο ενάγων επισήμανε ότι έχει εμπιστοσύνη στην κρίση του Μ. και ότι, στην περίπτωση που ο M. κατέληγε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα το οποίο έπρεπε να γνωστοποιηθεί στον αρχηγό αποστολής, θα του ήταν ευγνώμων να ενημερώσει σχετικά τον αρχηγό αποστολής. Επομένως, ο ενάγων αφέθηκε στην εκτίμηση του M. όσον αφορά τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στα ηλεκτρονικά μηνύματά του. Επομένως, η εκτίμηση του M. εν προκειμένω πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη συναφώς.

87      Τέταρτον, παρατηρείται ότι, στην από 10 Φεβρουαρίου 2015 απάντησή του, ο M. ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι, «έχοντας καθήκον αρωγής και λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των γεγονότων που [αυτός] εξέθεσ[ε], εκτιμ[ά] ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική δυνατότητα από τη διαβίβαση του ηλεκτρονικού μηνύματός [τ]ου στον [αρχηγό αποστολής] και [στον αναπληρωτή του], τα μόνα αρμόδια όργανα στην αποστολή τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κώδικα συμπεριφοράς και για την εξέταση του συγκεκριμένου είδους πειθαρχικού ζητήματος».

88      Όσον αφορά το από 10 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του M. και τη συνέχεια που δόθηκε σε αυτό, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα.

89      Πρώτον, τόσο ο αρχηγός αποστολής όσο και ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής ήταν αποδέκτες του από 10 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικού μηνύματος του M. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος, της 7ης και της 9ης Φεβρουαρίου 2015, διαβιβάστηκαν όντως στον αρχηγό αποστολής στις 10 Φεβρουαρίου 2015. Πάντως, καίτοι στο σημείο 7.1 του κώδικα συμπεριφοράς προβλέπεται ότι οι καταγγελίες στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω διάταξη πρέπει να υποβάλλονται στον αρχηγό αποστολής, δεν διευκρινίζεται ότι ο καταγγέλλων οφείλει να υποβάλει υποχρεωτικά την καταγγελία του απευθείας στον αρχηγό αποστολής και ότι αποκλείεται να διαβιβάσει τρίτος την εν λόγω καταγγελία, την οποία έλαβε από τον καταγγέλλοντα, και με τη συμφωνία αυτού, στον αρχηγό αποστολής.

90      Δεύτερον, από το από 10 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του M. προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστήριξε η αποστολή, ο Μ. δεν περιορίστηκε να ενημερώσει τον αρχηγό αποστολής για τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει ο ενάγων με τον X., εν αναμονή της επίσημης καταγγελίας την οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποβάλει ο ενάγων στον αρχηγό αποστολής. Αντιθέτως, από τη διατύπωση του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος προκύπτει σαφώς ότι ο M. είχε την άποψη ότι επρόκειτο, στην προκειμένη περίπτωση, για πειθαρχικό ζήτημα το οποίο έπρεπε να εξεταστεί από τα αρμόδια όργανα της αποστολής. Συγκεκριμένα, εάν ο Μ. επιθυμούσε απλώς να ενημερώσει τον αρχηγό αποστολής για τα προβλήματα του ενάγοντος, δεν χρειαζόταν να κοινοποιήσει το ηλεκτρονικό μήνυμα στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής και να επισημάνει ότι οι δύο αυτοί αποδέκτες είναι τα «μόνα αρμόδια όργανα στην αποστολή τα οποία είναι υπεύθυνα για τον κώδικα συμπεριφοράς και για την εξέταση του συγκεκριμένου είδους πειθαρχικού ζητήματος».

91      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, σε μεταγενέστερο ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον αρχηγό αποστολής στις 10 Φεβρουαρίου 2015, ο S., αναπληρωτής αρχηγός αποστολής, διαπίστωσε ότι ο ενάγων παραπονείται για τη συμπεριφορά του X. και πρότεινε τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος να εκληφθούν ως καταγγελία που καταλήγει στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Ο S. πρόσθεσε ότι, εάν ο αρχηγός αποστολής διατάξει το μέτρο αυτό, θα προβεί στις ενέργειες για την έναρξη της προκαταρκτικής έρευνας σχετικά με τα εικαζόμενα περιστατικά παρενοχλήσεως ή εκφοβισμού. Επιπλέον, παρατηρείται ότι, στην απάντηση που απέστειλε στις 10 Φεβρουαρίου 2015 στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής, ο αρχηγός αποστολής δήλωσε ότι συμφωνεί με την πρόταση που του υπέβαλε ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής. Από την επικοινωνία αυτή προκύπτει ότι τόσο ο αρχηγός αποστολής όσο και ο αναπληρωτής του είχαν την άποψη ότι τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος μπορούσαν και έπρεπε να εκληφθούν ως καταγγελία κατά την έννοια του κώδικα συμπεριφοράς και ότι έπρεπε να διενεργηθεί προκαταρκτική έρευνα.

92      Το γεγονός ότι επρόκειτο για εσωτερική επικοινωνία η οποία γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα μόλις κατά το τέλος του Αυγούστου του 2015 δεν ασκεί συναφώς καμία επιρροή, δεδομένου ότι αυτό που έχει σημασία, εν προκειμένω, είναι ο τρόπος με τον οποίο η αποστολή ερμήνευσε τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά το επιχείρημα της αποστολής ότι ο αρχηγός αποστολής δεν είχε την εξουσία να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας. Ακόμη και αν ίσχυε κάτι τέτοιο, εν αντιθέσει προς την παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε ο ίδιος ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής στο από 10 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικό μήνυμα, αυτό δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ότι τόσο ο αρχηγός αποστολής όσο και ο αναπληρωτής του είχαν εκτιμήσει ότι έπρεπε στην προκειμένη περίπτωση να διενεργηθεί προκαταρκτική έρευνα. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του κατά όσον το εν λόγω επιχείρημα της αποστολής πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως εκπρόθεσμο και, ως εκ τούτου, ως απαράδεκτο, όπως υποστήριξε ο ενάγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

93      Τέταρτον, δεδομένου ότι από το ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Φεβρουαρίου 2015 προέκυπτε ότι ο M. επρόκειτο να διαβιβάσει τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος στον αρχηγό αποστολής και στον αναπληρωτή του προκειμένου αυτοί να προβούν στις απαραίτητες βάσει του κώδικα συμπεριφοράς ενέργειες, ο ενάγων ουδόλως χρειαζόταν να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για τον σκοπό αυτό. Ειδικότερα, δεν ήταν πλέον αναγκαίο να απευθυνθεί ο ίδιος ο ενάγων στον αρχηγό αποστολής για το θέμα αυτό, υποβάλλοντας σε αυτόν επίσημη καταγγελία και εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονταν στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του. Εξάλλου, στο ηλεκτρονικό μήνυμα του M. δεν περιέχεται καμία μνεία στο γεγονός ότι απαιτείται τέτοια πρόσθετη καταγγελία. Η ίδια διαπίστωση ισχύει για τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλαξαν στις 10 Φεβρουαρίου 2015 ο αρχηγός αποστολής και ο αναπληρωτής του.

94      Τέλος, πέμπτον, επισημαίνεται ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Φεβρουαρίου 2015, ο ενάγων είχε ζητήσει από τον Μ., στην περίπτωση που ο M. εκτιμούσε ότι μπορούσε να βρεθεί λύση σε επίπεδο διοικήσεως, να εξετάσει τα προσωρινά μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν για να διασφαλιστεί η προστασία του, ήτοι να απαγορευτεί στον X. να εισέρχεται στο γραφείο του και να του απευθύνει τον λόγο έως ότου βρεθεί λύση. Παρ’ όλα αυτά, δεν αμφισβητείται ότι δεν δόθηκε τότε καμία συνέχεια στο αίτημα αυτό. Εάν όμως η αποστολή είχε την άποψη ότι ο ενάγων έπρεπε επιπλέον να υποβάλει επίσημη καταγγελία στον αρχηγό αποστολής για να καταστεί εφικτή η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, όφειλε, εν αναμονή της υποβολής της καταγγελίας, να λάβει απόφαση επί του εν λόγω αιτήματος.

95      Οι παρατηρήσεις αυτές δεν αναιρούνται από την περίσταση ότι, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 30ής Αυγούστου 2015, ο ενάγων ζήτησε από τον αρχηγό αποστολής να εκλάβει το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα ως επίσημη καταγγελία. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 91 έως 93 ανωτέρω, τόσο ο αρχηγός αποστολής όσο και ο αναπληρωτής του εκτίμησαν ότι τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος συνιστούσαν επίσημη καταγγελία και ότι έπρεπε να διενεργηθεί προκαταρκτική έρευνα, με αποτέλεσμα, στο στάδιο αυτό, να μην χρειάζεται πλέον να προβεί ο ενάγων σε περαιτέρω ενέργειες.

96      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το γεγονός ότι δεν διενεργήθηκε καμία προκαταρκτική έρευνα σε συνέχεια των από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικών μηνυμάτων του ενάγοντος συνιστά παράβαση του σημείου 8.4 του κώδικα συμπεριφοράς και, ως εκ τούτου, συμβατικό πταίσμα καταλογιστέο στην αποστολή.

97      Κανένα από τα άλλα επιχειρήματα που προέβαλε η αποστολή κατά του συμπεράσματος αυτού δεν είναι πειστικό.

98      Πρώτον, η αποστολή παραπέμπει στις διευκρινίσεις που έδωσε ο αρχηγός της στο ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στον ενάγοντα στις 25 Αυγούστου 2015, ήτοι ότι, δεδομένου ότι δεν είχε λάβει απάντηση από τους ενδιαφερομένους, είχε μείνει με την εντύπωση ότι ο αναπληρωτής αρχηγός αποστολής είχε επιτύχει την επίλυση με φιλικό τρόπο της διαφωνίας μεταξύ του ενάγοντος και του X. Πάντως, η αποστολή δεν αρνείται ότι τέτοια λύση δεν επιτεύχθηκε. Εν πάση περιπτώσει, και όπως ορθώς υποστηρίζει ο ενάγων, απέκειτο στον αρχηγό αποστολής να ζητήσει να ενημερωθεί για τη συνέχεια που δόθηκε στην προκαταρκτική έρευνα, για τη διενέργεια της οποίας συμφώνησε με τον αναπληρωτή του.

99      Δεύτερον, η αποστολή υποστηρίζει ότι δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε ο ενάγων δεν συνιστούσαν περιστατικά παρενοχλήσεως και δεν υποστηρίζονταν από επαρκείς αποδείξεις. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Αφενός, η αποστολή δεν απέδειξε ότι κανένα από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα δεν μπορούσε να συνιστά περιστατικό παρενοχλήσεως, κατά την έννοια του σημείου 2.5 του κώδικα συμπεριφοράς. Αφετέρου, ουδόλως συνάγεται από τον κώδικα συμπεριφοράς ότι η διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας δικαιολογείται μόνο όταν ο καταγγέλλων έχει ήδη προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις που καταδεικνύουν ότι έλαβε όντως χώρα παρενόχληση.

100    Τρίτον, η αποστολή υποστηρίζει ότι, στο διάστημα από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015, ο ενάγων δεν ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την έρευνα η οποία έπρεπε, κατ’ αυτόν, να είχε ξεκινήσει τον Φεβρουάριο του 2015. Εντούτοις, η αποστολή δεν εξέθεσε με ποιον τρόπο μπορεί το γεγονός αυτό να έχει σημασία προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αν η αποστολή υπέπεσε σε συμβατικό πταίσμα παραλείποντας να διενεργήσει τέτοια προκαταρκτική έρευνα σχετικά με τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά το επιχείρημα της αποστολής ότι, κατά το διάστημα από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015, ο ενάγων δεν ανέφερε κανένα πρόβλημα και δεν ενημέρωσε την αποστολή για ενδεχόμενη ανάγκη ψυχολογικής στηρίξεως.

101    Τέλος, τέταρτον, το γεγονός ότι η αποστολή υποστηρίζει ότι διατήρησε σε ισχύ την τελευταία σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, καίτοι θα μπορούσε να την έχει καταγγείλει, λόγω ενεργειών του ενάγοντος τις οποίες χαρακτηρίζει σοβαρό παράπτωμα –ήτοι, προσβολές και δυσφημιστικές δηλώσεις στις οποίες αυτός προέβη σε ηλεκτρονικά μηνύματα προς την αποστολή στις 28 και στις 30 Αυγούστου 2015–, ουδεμία επιρροή ασκεί όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσον, παραλείποντας να διενεργήσει προκαταρκτική έρευνα τον Φεβρουάριο του 2015, η αποστολή υπέπεσε σε συμβατικό πταίσμα.

 Επί των ζημιών που προέβαλε ο ενάγων

102    Η πρώτη ζημία που προέβαλε ο ενάγων είναι ηθικής φύσεως. Λόγω της απραξίας της αποστολής, συνέχισε να υφίσταται παρενοχλήσεις από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015, κατάσταση η οποία μπορούσε και έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Κατά τον ενάγοντα, αυτή την «κάθοδο στην κόλαση» αποδεικνύει ιδίως η σοβαρότητα της καταστάσεως της υγείας του κατά την αναχώρησή του από την αποστολή, αλλά και η θεραπεία με φάρμακα τα οποία υποχρεώθηκαν να του χορηγήσουν οι ιατροί. Η ηθική βλάβη συνίσταται επίσης στα επακόλουθα προβλήματα υγείας τα οποία σχετίζονται με τη συγκεκριμένη κατάσταση παρενοχλήσεως, ήτοι τη σημαντική κατάθλιψη από την οποία πάσχει ακόμη, τα φάρμακα που υποχρεούται για τον λόγο αυτό να λαμβάνει και την επαγγελματική απραξία στην οποία υποχρεώθηκε λόγω των αδειών ασθενείας.

103    Η ηθική αυτή βλάβη επιδεινώθηκε λόγω της στάσεως της αποστολής κατά τις περιόδους αναρρωτικής άδειας του ενάγοντος. Αφενός, η αποστολή ουδεμία πρωτοβουλία ανέλαβε για την επάνοδό του στην εργασία. Αντιθέτως, η αποστολή ανέμενε έως τις 11 Ιουλίου 2016 για να του αποστείλει, στην επίσημη διεύθυνσή του, πρόσκληση για να υποβληθεί σε υποτιθέμενη ιατρική εξέταση, επί νομικής βάσεως την οποία εξάλλου αμφισβητεί, η οποία ιατρική εξέταση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μόλις δύο ημέρες αργότερα, και τούτο ενώ η αποστολή γνώριζε πολύ καλά ότι διέμενε στην πραγματικότητα αλλού. Αφετέρου, η αποστολή έθεσε εν αμφιβόλω το κύρος όλων των ιατρικών πιστοποιητικών του, επειδή τα διαβίβασε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ενώ είχε επιβεβαιώσει, μετά την παραλαβή του πρώτου εκ των πιστοποιητικών αυτών, ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποσταλούν ταχυδρομικώς. Η στάση αυτή ουδόλως συνιστά αρωγή, είναι δε κακόπιστη και αθέμιτη. Επομένως, συνέβαλε στην επιδείνωση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος.

104    Κατά τον ενάγοντα, η ηθική βλάβη του μπορεί να εκτιμηθεί, ex æquo et bono, στο ποσό των 70 000 ευρώ.

105    Η δεύτερη ζημία που προέβαλε ο ενάγων είναι υλικής φύσεως. Η αποστολή πρέπει να του καταβάλει αποζημίωση ίση προς τις οφειλόμενες αποδοχές για το διάστημα από τις 29 Σεπτεμβρίου 2015 –ημερομηνία κατά την οποία η καταβολή έπαυσε λόγω των αναρρωτικών αδειών– έως τις 15 Ιουλίου 2016 –ημερομηνία κατά την οποία έληξε η τρίτη σύμβαση εργασίας αυτού με την αποστολή– συν τους τόκους και την αποτίμηση των δικαιωμάτων άδειας. Συγκεκριμένα, οι άδειες ασθενείας οφείλονταν στην επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του, η οποία σχετιζόταν με τις παρενοχλήσεις τις οποίες είχε υποστεί στον χώρο εργασίας. Το ποσό της αποζημιώσεως λόγω απώλειας αποδοχών στο διάστημα από την 1η Σεπτεμβρίου 2015 έως τις 15 Ιουλίου 2016 ανέρχεται, κατά τον ενάγοντα, συνολικά σε 73 774 ευρώ.

106    Κατά τον ενάγοντα, η τρίτη ζημία, επίσης υλικής φύσεως, συνίσταται στην απώλεια της ευκαιρίας να ανανεωθεί η σύμβασή του. Συγκεκριμένα, η σύμβασή του δεν ανανεώθηκε, κατ’ αυτόν, για τον μόνο λόγο ότι δεν στάθηκε εφικτό να αξιολογηθούν οι επιδόσεις του. Λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών επιδόσεών του στο παρελθόν και της συνεχιζόμενης ανάγκης της αποστολής για υπηρεσίες υπευθύνου προμηθειών, οι πιθανότητες ανανεώσεως της συμβάσεώς του για ένα έτος έπρεπε να εκτιμηθούν σε τουλάχιστον 80 %. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να του επιδικαστεί αποζημίωση ύψους αντίστοιχου με το 80 % των αποδοχών που ο ενάγων θα είχε εισπράξει σε περίπτωση ανανεώσεως της συμβάσεώς του.

107    Η αποστολή αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα του ενάγοντος.

108    Συναφώς, όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος, παρατηρείται ότι, όπως διευκρινίζει η αποστολή, αυτός δεν προσκόμισε όντως καμία ιατρική γνωμάτευση η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει το αίτημα αποζημιώσεώς του.

109    Εντούτοις, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο ιατρός τον οποίο επισκέφθηκε ο ενάγων στον Νίγηρα, προς το τέλος του Αυγούστου του 2015, διαπίστωσε ότι ο ενάγων έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει, εξάλλου, ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια από τις 25 Αυγούστου 2015 έως τη λήξη της δεύτερης συμβάσεως εργασίας του με την αποστολή τον Ιούλιο του 2016. Τέλος, προκύπτει ότι, στα περί αναρρωτικών αδειών πιστοποιητικά, ο ψυχίατρος τον οποίο επισκέφθηκε ο ενάγων στη Γαλλία έκανε λόγο, δύο φορές, για «σημαντική κατάθλιψη».

110    Είναι αληθές ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος δεν ήταν τέτοια ώστε να επιβάλλει νοσηλεία στον Νίγηρα ή στη Γαλλία. Είναι επίσης αληθές ότι δεν αποδείχθηκε το επιχείρημα του ενάγοντος ότι η σοβαρότητα της καταστάσεως της υγείας του στο τέλος του Αυγούστου του 2015 επιβεβαιώνεται από τη φαρμακευτική αγωγή την οποία υποχρεώθηκαν να του χορηγήσουν οι ιατροί, δεδομένου ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία ο ενάγων προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο δεν μνημονεύουν φαρμακευτική αγωγή. Εντούτοις, από τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι υπήρξε σημαντική επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος, η οποία επήλθε αφού, με τα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα, ο ενάγων επέστησε την προσοχή της αποστολής στην παρενόχληση την οποία θεωρούσε ότι υπέστη από τον X.

111    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη ηθικής βλάβης, η οποία σχετίζεται με την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος.

112    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από τον ενάγοντα υλική ζημία, δεν αμφισβητείται ότι οι αποδοχές του έπαυσαν να καταβάλλονται στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 και ότι, επομένως, ο ενάγων απώλεσε τις υπόλοιπες αποδοχές που θα του οφείλονταν βάσει της τελευταίας συμβάσεως εργασίας του έως τη λήξη της, εάν ήταν σε θέση να συνεχίσει να εργάζεται, καθώς και τα αναλογούντα στην περίοδο αυτή δικαιώματα άδειας. Είναι αληθές ότι το άρθρο 15, παράγραφος 7, της τελευταίας συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος προβλέπει ότι οι απουσίες λόγω ασθενείας θεωρούνται ότι αντιστοιχούν σε περιόδους ενεργού υπηρεσίας για μέγιστο διάστημα 30 ημερολογιακών ημερών και ότι, πέραν του ορίου αυτού, περίοδοι απουσίας λόγω ασθενείας δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα. Το γεγονός όμως ότι η διάταξη αυτή παρέσχε τη δυνατότητα, ή επέβαλε την υποχρέωση, στην αποστολή να παύσει να καταβάλει τις αποδοχές του ενάγοντος ουδεμία επιρροή ασκεί στο συμπέρασμα ότι αυτός απώλεσε τις αποδοχές που θα είχε λάβει και ότι, ως εκ τούτου, υπέστη υλική ζημία.

113    Όσον αφορά τη δυνατότητα συνάψεως συμπληρωματικής συμβάσεως εργασίας, δεν αμφισβητείται ότι ο ενάγων δεν διέθετε κεκτημένο δικαίωμα στην ανανέωση της συμβάσεως εργασίας του με την αποστολή. Εντούτοις, η αποστολή δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα του ενάγοντος ότι, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικών επιδόσεών του στο παρελθόν και της συνεχιζόμενης ανάγκης της αποστολής για το είδος των υπηρεσιών που είχε παράσχει, οι πιθανότητες ανανεώσεως της συμβάσεώς του για ένα έτος έπρεπε να εκτιμηθούν σε τουλάχιστον 80 %. Συγκεκριμένα, συναφώς, η αποστολή περιορίστηκε να προβάλει ότι το βραχύ χρονικό διάστημα εργασία του ενάγοντος κατά την περίοδο της τρίτης συμβάσεως εργασίας του δεν της είχε παράσχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει τις επιδόσεις του ενάγοντος ενόψει ενδεχόμενης ανανεώσεως της συμβάσεώς του. Ο ενάγων υποστηρίζει, όμως, ότι ακριβώς το συμβατικό πταίσμα στο οποίο υπέπεσε η αποστολή επηρέασε την κατάσταση της υγείας του, σε βαθμό που να μην είναι σε θέση να επανέλθει στην εργασία του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί επίσης να αμφισβητηθεί η ύπαρξη υλικής ζημίας όσον αφορά την απώλεια της ευκαιρίας συνάψεως νέας συμβάσεως.

114    Τα υπόλοιπα επιχειρήματα που προέβαλε η αποστολή στο πλαίσιο αυτό δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τα συμπεράσματα αυτά.

115    Πρώτον, το επιχείρημα της αποστολής ότι, από τις αρχές του 2015, ο ενάγων δεν απέκρυψε από τους συναδέλφους του ότι αναζητούσε τρόπο εξόδου από την αποστολή, πέραν του ότι δεν υποστηρίζεται από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα ότι από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015 η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε σημαντικά.

116    Δεύτερον, το γεγονός ότι ο ενάγων δεν επικοινώνησε ποτέ με την αποστολή σχετικά με ενδεχόμενα ψυχολογικά προβλήματα από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015 και δεν ζήτησε να πληροφορηθεί από την αποστολή για τη συνέχεια που δόθηκε στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του πριν από τον Αύγουστο του 2015 δεν μπορεί επίσης να ανατρέψει το ως άνω συμπέρασμα.

117    Τρίτον, είναι πρόδηλο ότι το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά το επιχείρημα της αποστολής ότι ο ενάγων οργάνωσε την αναχώρησή του από την αποστολή προς το τέλος του Αυγούστου του 2015 κατά τρόπο που υποδήλωνε ότι δεν προέβλεπε ότι θα επέστρεφε στην αποστολή.

118    Η αποστολή προέβαλε επίσης ορισμένα επιχειρήματα τα οποία αφορούν την περίοδο μετά την αναχώρηση του ενάγοντος από τη θέση εργασίας του στο τέλος του Αυγούστου του 2015. Αφενός, η αποστολή υποστηρίζει ότι ο ενάγων δεν αποδέχθηκε τα αιτήματα της αποστολής να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση της υγείας του και η ενδεχόμενη ανικανότητά του προς εργασία. Αφετέρου, η απουσία του ενάγοντος από την εργασία του ήταν αδικαιολόγητη και δεν μπορούσε, επομένως, να οδηγήσει σε καταβολή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν υπέβαλε έγκυρα και επαληθεύσιμα ιατρικά πιστοποιητικά, διέμενε σε τόπο άγνωστο στην αποστολή και δεν στάθηκε εφικτό να διενεργηθεί εμπειρογνωμοσύνη ή ιατρική εξέταση για λόγους που καταλογίζονται στον ενάγοντα. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η εξέταση των επιχειρημάτων αυτών είναι αναγκαία μόνο εάν ο ενάγων είναι σε θέση να αποδείξει ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του συμβατικού πταίσματος της αποστολής και της ηθικής βλάβης και της υλικής ζημίας που υπέστη κατά την περίοδο μετά την αναχώρησή του από την αποστολή, στοιχείο το οποίο πρέπει, επομένως, να εξεταστεί εν συνεχεία.

 Επί της αιτιώδους συνάφειας

119    Ο ενάγων διατείνεται ότι, λόγω της απραξίας της αποστολής, η παρενόχληση την οποία κατήγγειλε ήδη από τον Φεβρουάριο του 2015 συνεχίστηκε, επιδεινώθηκε και οδήγησε στη χορήγηση αναρρωτικής άδειας από τις 25 Αυγούστου 2015. Κατά τον ενάγοντα, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω αναρρωτική άδεια χορηγήθηκε ιδίως λόγω καταθλίψεως, η οποία χαρακτηρίστηκε σημαντική, σχετιζομένης με την παρενόχληση που υφίστατο στον χώρο εργασίας. Η τελευταία αυτή πτυχή, την οποία επισήμανε ο ιατρός του ενάγοντος, αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παραβάσεων των συμβατικών υποχρεώσεων της αποστολής και των ζημιών που υπέστη ο ενάγων. Ο ενάγων προσθέτει ότι αντικαταθλιπτικά φάρμακα του χορηγήθηκαν, για πρώτη φορά, τον Φεβρουάριο του 2015 και τούτο καίτοι είχε πολυετή προϋπηρεσία σε αποστολές με περιβάλλοντα συχνά εχθρικά. Επιπλέον, η πρώτη άδεια ασθενείας του χορηγήθηκε από τις 9 έως τις 13 Φεβρουαρίου 2015, ήτοι ακριβώς μετά την πρώτη καταγγελία του περιστατικού ηθικής παρενοχλήσεως.

120    Η αποστολή αμφισβητεί τα επιχειρήματα του ενάγοντος. Κατά την αποστολή, δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της και της προβαλλόμενης ζημίας.

121    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, αυτή δεν υπέχει ευθύνη παρά μόνο για τη ζημία που προκύπτει κατά τρόπο επαρκώς άμεσο από την πλημμελή συμπεριφορά του οικείου οργάνου (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2000, Fresh Marine κατά Επιτροπής, T‑178/98, EU:T:2000:240, σκέψη 118 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· διάταξη της 9ης Νοεμβρίου 2016, Jenkinson κατά Συμβουλίου κ.λπ., T‑602/15, EU:T:2016:660, σκέψη 49). Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη συμβατική ευθύνη της Ένωσης.

122    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς της αποστολής και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων.

123    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο το οποίο να αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ηθική βλάβη που υπέστη προκλήθηκε από συμβατικό πταίσμα στο οποίο υπέπεσε εν προκειμένω η αποστολή. Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει από τις αποδείξεις που προσκόμισε ο ενάγων, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει, ότι ο ιατρός του διαπίστωσε ότι η επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του οφειλόταν σε παρενόχληση την οποία υπέστη στον χώρο εργασίας. Το γεγονός ότι, στο πιστοποιητικό της 14ης Οκτωβρίου 2015, ο ψυχίατρος που εξέτασε τον ενάγοντα επισήμανε ότι αυτός παραπονέθηκε για παρενόχληση στην εργασία δεν συνιστά τέτοια διαπίστωση, δεδομένου ότι πρόκειται για παρατήρηση του ενάγοντος επί της οποίας ο ιατρός του δεν εξέφερε άποψη.

124    Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.

125    Πρώτον, στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Φεβρουαρίου 2015, ο ενάγων είχε ενημερώσει την αποστολή για τα προβλήματα υγείας που απέκτησε μετά το περιστατικό που αφορούσε τον X., το οποίο εξέθετε στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα. Επιπλέον, από τις αποδείξεις που προσκόμισε ο ενάγων προκύπτει ότι αυτός έλαβε, εν συνεχεία, πρώτη αναρρωτική άδεια από τις 9 έως τις 13 Φεβρουαρίου 2015. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αποστολή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η παράλειψή της να δώσει ενδεδειγμένη συνέχεια στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματα του ενάγοντος μπορούσε να συνεπάγεται τον κίνδυνο περαιτέρω επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι, όταν διενεργήθηκε προκαταρκτική έρευνα προς το τέλος του Αυγούστου του 2015, ο αρχηγός αποστολής αποφάσισε ταυτόχρονα να απαγορεύσει, με άμεση ισχύ, στον X. να πλησιάζει τον ενάγοντα.

126    Δεύτερον, όπως ήδη επισημάνθηκε (βλ. σκέψη 110 ανωτέρω), δεν αμφισβητείται ότι, στο τέλος του Αυγούστου του 2015, επήλθε σημαντική επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος και ο ενάγων υποστηρίζει ότι η επιδείνωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της μη διενέργειας οιασδήποτε προκαταρκτικής έρευνας τον Φεβρουάριο του 2015. Είναι αληθές ότι, κατά την αποστολή, η επιδείνωση αυτή μπορούσε να οφείλεται σε αιτία διαφορετική από την παρενόχληση ή τη μη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας τον Φεβρουάριο του 2015. Συναφώς, η αποστολή υποστηρίζει ότι τα πιστοποιητικά του ιατρού τον οποίο επισκέφθηκε ο ενάγων στον Νίγηρα, κατά το τέλος του Αυγούστου του 2015, παρέπεμπαν στις συνθήκες ζωής στην αποστολή ως αιτία της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του. Πάντως το επιχείρημα αυτό δεν υποστηρίζεται από τα εν λόγω πιστοποιητικά, στα οποία ο ιατρός περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι ο ενάγων έπασχε από ψυχική νόσο και ότι η κατάσταση της υγείας του επέβαλε την απομάκρυνση από τον χώρο εργασίας του.

127    Τρίτον, η αποστολή αναγνωρίζει ότι η έρευνα που διενήργησε στο τέλος του Αυγούστου του 2015 την οδήγησε να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως του κώδικα συμπεριφοράς από τον X.

128    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται δέσμη επαρκώς πειστικών στοιχείων ώστε να θεωρηθεί ότι υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, του γεγονότος ότι η αποστολή δεν διενήργησε προκαταρκτική εξέταση μετά την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων στις 10 Φεβρουαρίου 2015 μεταξύ του αρχηγού αποστολής και του αναπληρωτή του, προκειμένου να εξεταστούν τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε ο ενάγων ως στοιχειοθετούντα παρενόχληση από τον X., και, αφετέρου, της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος κατά την περίοδο μετά την ημερομηνία αυτή.

129    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η αιτιώδης αυτή συνάφεια μπορεί να διαπιστωθεί μόνο για μέρος της περιόδου αυτής.

130    Πρώτον, επισημαίνεται, συναφώς, ότι από τον κώδικα συμπεριφοράς προκύπτει ότι η προκαταρκτική έρευνα πρέπει να διενεργείται ταχέως. Ειδικότερα, κατά το σημείο 8.4.4 του κώδικα συμπεριφοράς, πρέπει να υποβληθεί έκθεση σχετικά με την προκαταρκτική έρευνα στον αναπληρωτή αρχηγό αποστολής εντός αρκετά βραχείας προθεσμίας, ήτοι εντός δέκα ημερών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος χωρίς να λάβει πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην καταγγελία του, ο ενάγων όφειλε ευλόγως να ζητήσει να πληροφορηθεί αν είχε όντως διενεργηθεί προκαταρκτική έρευνα και αν αυτή ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας, και ιδίως από τα διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα, προκύπτει ότι ο ενάγων ήταν δεόντως ενημερωμένος για τις ισχύουσες διαδικασίες σε μια τέτοια περίπτωση.

131    Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι απέκειτο στον ενάγοντα να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του σε σχετικά σύντομο διάστημα, πολλώ δε μάλλον που η παρενόχληση για την οποία παραπονείτο στα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα φαίνεται, κατά τα από 25 και 28 Αυγούστου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του, ότι επιδεινώθηκε σημαντικά. Ειδικότερα, σημειωτέον ότι, στο τελευταίο ως άνω ηλεκτρονικό μήνυμα, ο ενάγων παραπονείται ότι, τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 2015, ο X. επιτέθηκε σωματικά εναντίον του αναποδογυρίζοντας καυτό τσάι στα πόδια του. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ο ενάγων δεν ήταν σε θέση να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους ενημέρωσε την αποστολή αρκετούς μήνες αργότερα για το περιστατικό αυτό, το οποίο, εφόσον αποδεικνυόταν, έπρεπε να θεωρηθεί πολύ σοβαρό.

132    Πάντως, ο ενάγων δεν αμφισβητεί ότι, κατά το διάστημα από τον Φεβρουάριο έως τον Αύγουστο του 2015, και όπως υποστήριξε η αποστολή, παρέμεινε σιωπηλός όσον αφορά την εικαζόμενη παρενόχληση και δεν ζήτησε ποτέ από την αποστολή πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του ούτε ενημέρωσε την αποστολή για την επιδείνωση της καταστάσεώς του. Συναφώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ενάγων απλώς ισχυρίστηκε ότι δεν είχε εκτιμήσει σκόπιμο να προβεί σε τέτοιες ενέργειες, ότι είχε εμπιστοσύνη στην αποστολή και πίστευε ότι η έρευνα ήταν όντως σε εξέλιξη.

133    Είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέσχε στην αποστολή στις 26 Οκτωβρίου 2015, ο ενάγων επισήμανε ότι «ο [X.] συμπεριφέρθηκε καλύτερα κατά τη διάρκεια βραχείας περιόδου (κατά τον Μάιο του 2015)», ότι «[ήθελε] να διευκρινίσει ότι, εν αναμονή πάντοτε, μετά την καταγγελία του Φεβρουαρίου, της ολοκληρώσεως της πειθαρχικής διαδικασίας και της κυρώσεως, η οποία θα είχε εκ των πραγμάτων “διδακτικές” και “παροτρυντικές” συνέπειες για τον [X.] και βλέποντας ότι η στάση αυτού μεταβαλλόταν, [ήλπιζε] ότι η κατάσταση θα μπορούσε να εξομαλυνθεί» και ότι, «[γ]ια να ενθαρρύν[ει] τη θετική αυτή αλλαγή κατά τη βραχεία αυτή περίοδο, τον [είχε] μάλιστα καλέσει να γευματίσ[ουν] μαζί, πρόσκληση την οποία αυτός [είχε] αποδεχθεί και τιμήσει με την παρουσία του». Επομένως, από τις ίδιες τις δηλώσεις του ενάγοντος προκύπτει ότι, τον Μάιο του 2015, ο ενάγων εκτιμούσε ότι η στάση του X. έναντι αυτού είχε βελτιωθεί και ότι μπορούσε να προσβλέπει, με την ολοκλήρωση της σχετικής με την καταγγελία του διαδικασίας και τις ενθαρρυντικές ενδείξεις από μέρους του, σε εξομάλυνση των σχέσεών τους. Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο ενάγων, η βελτίωση αυτή υπήρξε βραχύβια και, επομένως, συνάγεται ότι, εν συνεχεία, η παρενόχληση για την οποία παραπονείτο εξακολούθησε. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, τον Μάιο του 2015, η βελτίωση της καταστάσεως απέτρεψε τον ενάγοντα να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια που είχε δοθεί στην καταγγελία του, αυτό δεν ίσχυε για την επακόλουθη περίοδο.

134    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μη διενέργειας προκαταρκτικής έρευνας και της επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύεται, επαρκώς κατά νόμον, μόνο για το διάστημα από τις 10 Φεβρουαρίου 2015 έως τον Μάιο του 2015, το αργότερο. Πέραν της περιόδου αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ενάγοντος δεν οφείλεται πλέον άμεσα στη μη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, αλλά οφείλεται και στην απουσία ενεργειών από μέρους του προκειμένου να ενημερωθεί σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στα από 7 και 9 Φεβρουαρίου 2015 ηλεκτρονικά μηνύματά του ή να ενημερώσει τους προϊσταμένους του για την επιδείνωση των σχέσεών του με τον X. Συναφώς, το ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος της 25ης Αυγούστου 2015 πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμο, πολλώ δε μάλλον που, κατά την ημερομηνία αυτή, η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί σε βαθμό που επέβαλλε, κατά τα ιατρικά πιστοποιητικά που καταρτίστηκαν τότε, τη χορήγηση άδειας ασθενείας και την επάνοδό του στην Ευρώπη. Επομένως, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα τα οποία προέβαλε συναφώς η αποστολή, η αποστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων πέραν του Μαΐου του 2015 και, ιδίως, για εκείνη που επήλθε μετά την αναχώρηση του ενάγοντος από την αποστολή, στο τέλος του Αυγούστου του 2015.

135    Δεύτερον, από τις σκέψεις 112 και 113 ανωτέρω προκύπτει ότι οι υλικές ζημίες που υπέστη ο ενάγων επήλθαν μετά την αναχώρησή του από την αποστολή τον Μάιο του 2015. Ως εκ τούτου, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 130 έως 134 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αποστολή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις υλικές αυτές ζημίες.

136    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων πρέπει να καθοριστεί, ex æquo et bono, στο ποσό των 10 000 ευρώ.

137    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αποστολή πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10 000 ευρώ για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη και να απορριφθούν κατά τα λοιπά τα αιτήματα του ενάγοντος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

138    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

139    Εν προκειμένω, ο ενάγων και η αποστολή ηττήθηκαν αμφότεροι εν μέρει. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, πρέπει να αποφασιστεί ότι η αποστολή θα φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, τα τρία τέταρτα των εξόδων του ενάγοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την EUCAP Sahel Niger να καταβάλει στον PY το ποσό των 10 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Η EUCAP Sahel Niger φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, τα τρία τέταρτα των εξόδων του PY.

Γρατσίας

Dittrich

Xuereb

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Απριλίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.