Language of document : ECLI:EU:T:2018:54

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 1ης Φεβρουαρίου 2018 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Εξαγωνικό πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης – Μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης – Περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα – Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση – Δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Γαλλία – Επιτόπιοι έλεγχοι – Κριτήριο επιβάρυνσης – Καταμέτρηση ζώων – Προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα της παράβασης – Δικονομικές εγγυήσεις»

Στην υπόθεση T-518/15,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. de Bergues, D. Colas, R. Coesme και την A. Daly, στη συνέχεια, από τους D. Colas, R. Coesme και την A. Daly και τέλος από τους D. Colas, R. Coesme, S. Horrenberger και την E. de Moustier,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον M. Sampol Pucurull, στη συνέχεια από τη V. Ester Casas,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet, A. Lewis και την J. Aquilina,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2015/1119 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2015, L 182, σ. 39),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. Berardis, πρόεδρο, D. Spielmann και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Δυνάμει του άρθρου 36, στοιχείο αʹ, σημεία i και ii, του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1), οι γαλλικές αρχές υιοθέτησαν το εξαγωνικό πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης 2007-2013 (στο εξής: PDRH 2007-2013), το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση στους αγρότες περιοχών με φυσικά μειονεκτήματα αντισταθμιστικών αποζημιώσεων για φυσικά μειονεκτήματα (στο εξής: αντισταθμιστικές αποζημιώσεις).

2        Με την απόφαση C(2007) 3446, της 19ης Ιουλίου 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το PDRH 2007-2013, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μέτρα υπό την έννοια του άρθρου 36, στοιχείο αʹ, σημεία i και ii, του κανονισμού 1698/2005, ήτοι τα μέτρα 211 και 212. Τα μέτρα αυτά, εξαρτώντας την καταβολή αποζημίωσης για τους βοσκοτόπους από την εφαρμογή κριτηρίου επιβάρυνσης, διασφαλίζουν ότι οι αγρότες των περιοχών με φυσικά μειονεκτήματα, τόσο σε ορεινές περιοχές όσο και σε μη ορεινές περιοχές, τηρούν πρακτικές οι οποίες ευνοούν την ορθή χρήση της γης. Αυτό το κριτήριο επιβάρυνσης, το οποίο εκφράζεται σε μονάδες ζωϊκού κεφαλαίου (ΜΖΚ) ανά εκτάριο, καθιστά δυνατή τη μέτρηση της πυκνότητας του ζωικού κεφαλαίου στους βοσκοτόπους, προκειμένου να αποφευχθούν τα φαινόμενα ελλιπούς ή υπέρμετρης βόσκησης. Σύμφωνα με το άρθρο 71, παράγραφος 3, του κανονισμού 1698/2005, το PDRH 2007-2013 θέτει μια σειρά κανόνων επιλεξιμότητας για τα μέτρα αυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ειδικότερα η τήρηση του ποσοστού επιβάρυνσης η οποία ορίζεται σε περιφερειακό επίπεδο και κυμαίνεται μεταξύ των ορίων που καθορίζονται ανά ζώνη ή επιμέρους ζώνη.

3        Η δημοσιονομική διόρθωση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής επιβλήθηκε από την Επιτροπή κατόπιν της έρευνας με αριθμό αναφοράς RD 2/2012/005/FR σχετικά με τα ειδικά μέτρα του άξονα 2 του PDRH 2007-2013 για το έτος 2011, ήτοι τα μέτρα 211 και 212 για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και το επιμέρους μέτρο 214-A για την γεωργοπεριβαλλοντική πριμοδότηση (στο εξής: πριμοδότηση).

4        Η έρευνα διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), το οποίο είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο έναρξης της έρευνας.

5        Με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 171, σ. 90), τις παρατηρήσεις της κατόπιν της έρευνας και τους ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες (στο εξής: κοινοποίηση πορισμάτων).

6        Στο σημείο 4.3 της κοινοποίησης πορισμάτων, με τίτλο «Μη έλεγχος του ποσοστού επιβάρυνσης», η Επιτροπή έκρινε ειδικότερα ότι η διαδικασία επιτόπιου ελέγχου των μέτρων για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και του επιμέρους μέτρου για την πριμοδότηση ήταν αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 10, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ. 8), καθόσον τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ειδικής ενίσχυσης δεν είχαν ελεγχθεί, καταμετρηθεί ή υπολογισθεί κατά εύλογη κρίση κατά τους επιτόπιους ελέγχους. Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι είχε ήδη προβεί σε παρόμοια διαπίστωση για το ίδιο ζήτημα κατά τις δύο προηγούμενες έρευνες RD 2/2008/10/FR και RD 2/2011/03/FR και ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να προσαρμόσουν τις διαδικασίες επιτόπιων ελέγχων.

7        Με έγγραφο της 2ας Απριλίου 2013, οι γαλλικές αρχές γνώρισαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους επί της κοινοποίησης πορισμάτων.

8        Στο σημείο 4.3 των παρατηρήσεων αυτών, οι γαλλικές αρχές:

–        απέρριψαν τη χρησιμοποίηση των υπολογισμών κατά εύλογη κρίση για την απόδειξη του βασίμου της ενίσχυσης·

–        υποστήριξαν ότι το ποσοστό επιβάρυνσης για τα βοοειδή υπολογίστηκε με τη χρήση εθνικής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων ελεγχόμενης σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στους σχετικούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέψεις·

–        υπενθύμισαν ότι ο έλεγχος του ποσοστού επιβάρυνσης για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις είχε γίνει επ’ ευκαιρία των διενεργηθέντων επιτόπιων ελέγχων είτε για την επιλεξιμότητα των διαφόρων κτηνοτροφικών ενισχύσεων είτε για την πολλαπλή συμμόρφωση-αναγνώριση, καθώς η καταμέτρηση των βοοειδών εκτός της εθνικής ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων και των αιγοπροβάτων για τα οποία δεν είχε υποβληθεί αίτηση για κτηνοτροφική ενίσχυση γίνεται συστηματικά κατά τους επιτόπιους ελέγχους που αφορούν τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

9        Με έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2013, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, κάλεσε τις γαλλικές αρχές σε διμερή συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2013.

10      Στις 11 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 885/2006, κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές τα πρακτικά της συνάντησης ζητώντας τους συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις 27 Φεβρουαρίου 2014.

11      Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2014 (στο εξής: επίσημη ανακοίνωση), η Επιτροπή ανακοίνωσε επίσημα στις γαλλικές αρχές ότι ενέμενε στη θέση της. Έκρινε ότι η εντοπισθείσα πλημμέλεια αποτελούσε αδυναμία ενός βασικού ελέγχου, με συνέπεια την πρόκληση κινδύνου «για τα Ταμεία» η οποία επιφέρει υπό κανονικές συνθήκες δημοσιονομική διόρθωση 5 %. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι, δεδομένου ότι η εν λόγω πλημμέλεια είχε ήδη επισημανθεί κατά τις δύο προηγούμενες έρευνες, τη θεωρούσε επαναλαμβανόμενη, οπότε έπρεπε να προτείνει την εφαρμογή δημοσιονομικής διόρθωσης 10 %, το δε καθαρό ποσό το οποίο επρόκειτο να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση των δηλωθεισών δαπανών στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) ανερχόταν σε 115 971 211,03 ευρώ. Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση αφορούσε τις δαπάνες για τα έτη αιτήσεων 2011 έως 2013 οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τα οικονομικά έτη 2011 έως 2013, διότι δεν είχε εφαρμοστεί οποιοδήποτε διορθωτικό μέτρο για τα έτη αυτά.

12      Στις 3 Ιουλίου 2014, οι γαλλικές αρχές προσέφυγαν ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο υπέβαλε την έκθεσή του αριθ. 14/FR/635 στις 15 Ιανουαρίου 2015.

13      Με έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2015, έπειτα από την ανεπιτυχή έκβαση της διαδικασίας συμβιβασμού, η Επιτροπή κοινοποίησε στις γαλλικές αρχές την τελική της θέση (στο εξής: τελική θέση), στην οποία διατήρησε εν μέρει την άποψη την οποία είχε εκθέσει στην επίσημη ανακοίνωση και πρότεινε τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση δηλωθεισών δαπανών στο ΕΓΤΕ και στο ΕΓΤΑΑ καθαρού ποσού 98 276 677,07 ευρώ, το οποίο κάλυπτε τις δαπάνες για το έτος αιτήσεων 2011 καθώς και τις δαπάνες για τα έτη αιτήσεων 2012 και 2013 που είχαν πραγματοποιηθεί από της 11ης Δεκεμβρίου 2010, για τα οικονομικά έτη 2011 έως 2013 για τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

14      Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2015, η Επιτροπή πρότεινε, λαμβανομένης υπόψη της λύσης που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑259/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:250), να αποκλείσει από τη βάση υπολογισμού της δημοσιονομικής διόρθωσης που θα ληφθεί υπόψη στην εκδοθησόμενη απόφαση τις δαπάνες για τα αιγοπρόβατα για τα οποία δεν είχε υποβληθεί αίτηση για κτηνοτροφική ενίσχυση. Καθόσον ο αποκλεισμός αυτός δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή πριν από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή πρότεινε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές μετά τη δημοσίευσή της και, προς τον σκοπό αυτό, ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να της γνωρίσουν τα ακαθάριστα ποσά τα οποία έπρεπε να αποκλειστούν από τη βάση υπολογισμού της δημοσιονομικής διόρθωσης.

15      Στις 22 Ιουνίου 2015, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/1119, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2015, L 182, σ. 39) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

16      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, στο πλαίσιο διαδικασίας συμμόρφωσης ως προς την εκκαθάριση αγροτικών λογαριασμών, απέκλεισε από τη χρηματοδότηση της Ένωσης καθαρό ποσό 98 276 627,35 ευρώ. Αυτή η κατ’ αποκοπήν διόρθωση αντιστοιχεί σε ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο των μέτρων 211 και 212 για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και του επιμέρους μέτρου 214-A για την πριμοδότηση, σχετικά με τον άξονα 2 του PDRH 2007-2013. Οι εν λόγω δαπάνες αντιστοιχούν στις ενισχύσεις τις οποίες κατέβαλαν οι γαλλικές αρχές όσον αφορά τις υποβληθείσες αιτήσεις για τα έτη 2011 έως 2013.

17      Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 352/78, (ΕΚ) 165/94, (ΕΚ) 2799/98, (ΕΚ) 814/2000, (ΕΚ) 1290/2005 και (ΕΚ) 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), ο οποίος κατήργησε τον κανονισμό 1290/2005 από 1ης Ιανουαρίου 2014. Η διαδικασία συμμόρφωσης ως προς την εκκαθάριση την οποία θέσπισε το άρθρο 52 του κανονισμού 1306/2013 αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στη διαδικασία την οποία προέβλεπε το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Στις 30 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Δεκεμβρίου 2015, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας. Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2016, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την εν λόγω παρέμβαση. Το Βασίλειο της Ισπανίας κατέθεσε το υπόμνημά του και οι κύριοι διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, ο οποίος τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα. Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η υπόθεση ανατέθηκε εκ νέου στο έκτο τμήμα, στο οποίο τοποθετήθηκε ο ίδιος εισηγητής δικαστής.

22      Με μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας της 4ης Μαΐου 2017, το οποίο λήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν, στην υπό κρίση υπόθεση, από τις αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-506/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:42), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής (C‑373/15 P, EU:C:2017:55). Οι διάδικοι απάντησαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή κλήθηκε επίσης να καταθέσει στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ορισμένα έγγραφα, όπερ έπραξε εντός της ίδιας προθεσμίας.

23      Η Γαλλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ορισμένες δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, καθόσον αποκλείει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τις δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Γαλλική Δημοκρατία στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων και της πριμοδότησης που αφορούν τον άξονα 2 του PDRH 2007-2013 για τα οικονομικά έτη 2011 έως 2013 όσον αφορά το ποσό των καταβληθεισών ενισχύσεων για τις υποβληθείσες αιτήσεις κατά τα έτη 2011 έως 2013·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που περιλαμβάνει στη βάση υπολογισμού της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης τις δαπάνες που αφορούν τα αιγοπρόβατα για τα οποία δεν είχε υποβληθεί αίτηση για κτηνοτροφική ενίσχυση·

–        όλως επικουρικώς, να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιβάλλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % λόγω της προσαφθείσας στις γαλλικές αρχές επαναλαμβανόμενης πλημμέλειας αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να αποφανθεί ότι παρέλκει η κρίση επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής, η Γαλλική Δημοκρατία προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παραιτήθηκε από τον δεύτερο λόγο.

26      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του άρθρου 10, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011 καθώς και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι η Γαλλική Κυβέρνηση παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει όσον αφορά τον έλεγχο του ποσοστού επιβάρυνσης.

27      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται όλως επικουρικώς, υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες που τάσσει το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της απόφασης σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), και το έγγραφο AGRI/60637/2006 με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής – Για τη διαχείριση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, Τμήμα Εγγυήσεων, των επαναλαμβανόμενων ελλείψεων στα συστήματα ελέγχου» (στο εξής: έγγραφο AGRI/60637/2006), επιβάλλοντας κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % για τον λόγο ότι η προσαφθείσα στις γαλλικές αρχές πλημμέλεια αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων είχε επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, διότι αφορούσε βασικό έλεγχο ο οποίος είχε ήδη διορθωθεί κατά τις δύο προηγούμενες έρευνες χωρίς όμως να υπάρξουν συναφώς βελτιώσεις από τις γαλλικές αρχές.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

28      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί μόνο τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T-245/13, EU:T:2015:595, σκέψη 64), και ότι, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ιδίως σχετικά με το ΕΓΤΕ, εναπόκειται στα κράτη μέλη να οργανώσουν ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και εποπτείας (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Βουλγαρία κατά Επιτροπής, T-335/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:262, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση των κανόνων της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποχρεούται να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνει την έλλειψη ελέγχων ή τις πλημμέλειες των θεσπισθέντων από το οικείο κράτος μέλος ελέγχων. Πάντως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει με εξαντλητικό τρόπο την ανεπάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις εθνικές διοικήσεις ή την αντικανονικότητα των αριθμητικών στοιχείων που διαβιβάστηκαν από αυτές, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, από πλευράς του, δεν μπορεί να αντικρούσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τα δικά του επιχειρήματα σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου. Αυτός ο υπέρ της Επιτροπής μετριασμός του βάρους αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι σε θέση να συλλέξει και να ελέγξει καλύτερα τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ δεδομένα και, ως εκ τούτου, σ’ αυτό εναπόκειται να προσκομίσει τα πλέον λεπτομερή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑245/13, EU:T:2015:595, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Τέλος, κατά τη νομολογία, απόκειται μεν στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση των κανόνων της Ένωσης, πλην όμως, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, στο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε τυχόν σε πλάνη ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την ανωτέρω παράβαση (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T-245/13, EU:T:2015:595, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, η διαχείριση της χρηματοδότησης του ΕΓΤΕ γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον το κράτος μέλος είναι σε θέση να γνωρίζει και να καθορίζει με ακρίβεια τα αναγκαία για την επεξεργασία των λογαριασμών του Ταμείου στοιχεία, ενώ η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα για να λαμβάνει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους επιχειρηματίες (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2015, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T-245/13, EU:T:2015:595, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Οι προβαλλόμενοι από τη Γαλλική Δημοκρατία λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

 Ως προς το παραδεκτό και το λυσιτελές των λόγων που προβάλλονται με την προσφυγή στον βαθμό που αφορούν mutatismutandis το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση

32      Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η Επιτροπή, καθόλη τη διοικητική διαδικασία, θεωρούσε ότι ο μη έλεγχος του ποσοστού επιβάρυνσης αφορούσε όχι μόνο τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, αλλά και το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση, και τούτο ανεξαρτήτως του διαφορετικού σκοπού τον οποίο επιδιώκουν και των διαφορετικών κριτηρίων επιλεξιμότητας. Επομένως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι λόγοι ακυρώσεως τους οποίους αναπτύσσει όσον αφορά τα μέτρα 211 και 212 για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις «ισχύουν επίσης, mutatis mutandis, για το επιμέρους μέτρο 214-A [για την] πριμοδότηση» και ότι αμφισβητεί ως εκ τούτου το συνολικό ποσό της κατ’ αποκοπήν διόρθωσης το οποίο αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτο καθαρό ποσό ύψους 98 276 677,07 ευρώ. Με το υπόμνημα απαντήσεως, επιβεβαιώνει ότι επιθυμεί να επεκτείνει τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως και στο επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

33      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας.

34      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή σκοπεί να αμφισβητήσει ταυτοχρόνως το παραδεκτό και το λυσιτελές των προβληθέντων από τη Γαλλική Δημοκρατία λόγων ακυρώσεως, στον βαθμό που επεκτείνονται και στο επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

35      Καθόσον, με τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή σκοπεί να αμφισβητήσει το παραδεκτό των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή κατά το μέρος που επεκτείνονται στο επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στο Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 53 του εν λόγω Οργανισμού, καθώς και από το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκύπτει ότι σε κάθε εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς και επακριβώς το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα καθώς και η συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων ώστε ο καθού να δύναται να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί άλλες πληροφορίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, GGP Italy κατά Επιτροπής, T‑474/15, EU:T:2017:36, σκέψεις 31 και 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρει σαφώς και επακριβώς το αντικείμενο της διαφοράς καθώς και τη συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Εξηγεί επίσης τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι όσον αφορά τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις ισχύουν και όσον αφορά το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση. Συγκεκριμένα, προκύπτει σαφώς από την προσφυγή ότι η εν λόγω επέκταση στηρίζεται στη φερόμενη εξομοίωση εκ μέρους της Επιτροπής των δύο επίμαχων ειδών μέτρων στο πλαίσιο της αιτίασης περί μη ελέγχου του ποσοστού επιβάρυνσης.

37      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία παραδεκτώς επεκτείνει τους λόγους ακυρώσεως στο επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

38      Στον βαθμό που, με τα επιχειρήματά της, η Επιτροπή σκοπεί να αμφισβητήσει το λυσιτελές των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή, στον βαθμό που επεκτείνονται και στο επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση, πρώτον, επισημαίνεται ότι οι κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις είναι ίδιοι με τους εφαρμοζόμενους στα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα, όπως είναι τα μέτρα για την πριμοδότηση. Συγκεκριμένα, προκύπτει από τον τίτλο IV του κανονισμού 1698/2005 ότι τόσο τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις όσο και τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα περιλαμβάνονται στις ενισχύσεις για την αγροτική ανάπτυξη, οι οποίες αποβλέπουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας.

39      Δεύτερον, από την εγκύκλιο DGPAAT/SDEA/C2011-3030, της 22ας Απριλίου 2011, σχετικά με τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα, προκύπτει ότι το ποσοστό επιβάρυνσης όσον αφορά τα μέτρα αυτού του είδους υπολογίζεται όπως και το ποσοστό επιβάρυνσης όσον αφορά τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, το ποσοστό επιβάρυνσης όσον αφορά τα μέτρα για την πριμοδότηση υπολογίζεται ως «η σχέση των φυτοφάγων ζώων της εκμετάλλευσης, εκφραζόμενων ως ΜΖΚ, προς τους δηλωθέντες βοσκοτόπους της εκμετάλλευσης», ενώ η εγκύκλιος DGPAAT/SDEA/C2011-3071, της 29ης Αυγούστου 2011, η οποία τάσσει τις κανονιστικές προϋποθέσεις για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις για τα έτη 2011 έως 2013, προβλέπει ότι το ποσοστό επιβάρυνσης όσον αφορά τα μέτρα αυτά υπολογίζεται ως «η σχέση του αριθμού των ΜΖΚ προς τον αριθμό των εκταρίων των βοσκοτόπων».

40      Τρίτον, προκύπτει σαφώς από την τελική θέση της Επιτροπής ότι δικαιολογητικός λόγος του αποκλεισμού μέρους των δηλωθεισών στο ΕΓΤΑΑ δαπανών είναι η μη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου του ποσοστού επιβάρυνσης όσον αφορά τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση και ότι η δημοσιονομική διόρθωση εφαρμόζεται σε αμφότερα τα είδη μέτρων.

41      Τέταρτον, όπως ανέφερε η Γαλλική Δημοκρατία, η Επιτροπή, καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας συμμόρφωσης συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ουδέποτε ανέπτυξε, ως προς το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση, επιχειρηματολογία διακριτή από την αναπτυχθείσα ως προς τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

42      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Γαλλική Δημοκρατία λυσιτελώς προβάλλει τους λόγους ακυρώσεως τόσο ως προς τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις όσο και ως προς το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του άρθρου 10, παράγραφος 1, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011 καθώς και του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006

43      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Γαλλική Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 10, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011 καθώς και το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, κρίνοντας ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τον έλεγχο του ποσοστού επιβάρυνσης.

44      Η Γαλλική Δημοκρατία υποδιαιρεί τον λόγο αυτό σε δύο σκέλη.

45      Με το πρώτο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε καταμέτρηση των ζώων κατά τους επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να εξακριβώσει την πλήρωση του κριτηρίου σχετικά με τα ποσοστά επιβάρυνσης, καθώς μια τέτοια υποχρέωση δεν απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, ούτε από το άρθρο 10, παράγραφος 1, ούτε από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011. Οι έλεγχοι τους οποίους διενήργησαν οι γαλλικές αρχές στηριζόμενες στην εθνική βάση δεδομένων για την αναγνώριση (στο εξής: εθνική βάση δεδομένων) ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 65/2011, καθόσον καθιστούσαν δυνατή την πραγματική εξακρίβωση του αν τηρούνταν οι όροι χορήγησης των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων.

46      Με το δεύτερο σκέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα ζώα δεν πρέπει, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, να γίνονται αντικείμενο υπολογισμού κατά εύλογη κρίση, καθώς δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση από το άρθρο 4, παράγραφος 1, ούτε από το άρθρο 10, παράγραφος 1, ούτε από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011. Η Επιτροπή χρησιμοποίησε αυτήν την έννοια του υπολογισμού «κατά εύλογη κρίση» χωρίς να διευκρινίσει τη νομική βάση της ή το νοηματικό περιεχόμενό της ή τα πρακτικά μέσα εφαρμογής της.

47      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

48      Δεδομένου ότι τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως συνδέονται στενά μεταξύ τους, πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

49      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τις αρχές σχετικά με τους ελέγχους που αφορούν τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 65/2011:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα ελέγχου που εξασφαλίζει ότι διενεργούνται όλοι οι αναγκαίοι έλεγχοι για αποτελεσματική εξακρίβωση της τήρησης των όρων χορήγησης της ενίσχυσης.

[…]

4.      Εφόσον είναι αναγκαίο, διενεργούνται ταυτόχρονα οι επιτόπιοι έλεγχοι που προβλέπονται στα άρθρα 12, 20 και 25 του παρόντος κανονισμού και άλλοι έλεγχοι που προβλέπονται από τους ενωσιακούς κανόνες όσον αφορά τις γεωργικές επιδοτήσεις.

[…]»

50      Το άρθρο 10 του κανονισμού 65/2011 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπεται στον τίτλο ΙΙ, κεφάλαιο 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 […].

2.      Η εξακρίβωση της τήρησης των κριτηρίων επιλεξιμότητας πραγματοποιείται με διοικητικούς και επιτόπιους ελέγχους.

3.      Η τήρηση των απαιτήσεων πολλαπλής συμμόρφωσης εξακριβώνεται με επιτόπιους ελέγχους και, εφόσον είναι αναγκαίο, με διοικητικούς ελέγχους.

4.      Κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από μια δέσμευση, δεν είναι δυνατή η ανταλλαγή των αγροτεμαχίων για τα οποία χορηγείται ενίσχυση, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητά στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης.»

51      Όσον αφορά ειδικότερα τους επιτόπιους ελέγχους, το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011 ορίζει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι «καλύπτουν όλες τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης».

52      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι η νομοθεσία της Ένωσης για τη χορήγηση ενισχύσεων και τις πριμοδοτήσεις δεν επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη υποχρέωση να θεσπίσουν μέτρα εποπτείας και συγκεκριμένους τρόπους ελέγχου, γεγονός παραμένει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011, εναπόκειται στα κράτη μέλη να πραγματοποιούν επιτόπιους ελέγχους οι οποίοι καλύπτουν το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων του δικαιούχου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο, οι οποίες είναι δυνατό να ελεγχθούν κατά την επίσκεψη (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-506/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:42, σκέψη 69, και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-373/15 P, EU:C:2017:55, σκέψη 71).

53      Εν προκειμένω, το PDRH 2007-2013, όπως εγκρίθηκε από την Επιτροπή, προέβλεπε, προκειμένου να είναι επιλέξιμες οι αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, κριτήριο επιβάρυνσης εκπεφρασμένο σε ΜΖΚ με σκοπό τον έλεγχο της πυκνότητας του ζωικού κεφαλαίου των βοσκοτόπων προκειμένου να αποφεύγονται φαινόμενα ελλιπούς ή υπέρμετρης βόσκησης. Οι γαλλικές αρχές όφειλαν συνεπώς, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, να ελέγχουν το κριτήριο της επιβάρυνσης με καταμέτρηση των ζώων που βρίσκονταν στην εκμετάλλευση κατά την επιθεώρηση, καταμέτρηση η οποία εξάλλου προβλεπόταν στο σημείο 7.2 της εγκυκλίου DGPAAT/SDEA/C2011-3071, της 29ης Αυγούστου 2011, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 39 ανωτέρω, ούτως ώστε να εξακριβώνεται εάν το εν λόγω κριτήριο συνέτρεχε στη δεδομένη χρονική στιγμή και, συνεπώς, να επιβεβαιώνονται τα δεδομένα που προέκυπταν από τους διοικητικούς ελέγχους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26 Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-373/15 P, EU:C:2017:55, σκέψη 72).

54      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή επικαλέστηκε τον υπολογισμό κατά εύλογη κρίση ως εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με την ακριβή καταμέτρηση των ζώων σε περίπτωση μεγάλων αγελών, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος του ποσοστού επιβάρυνσης. Στην επίσημη ανακοίνωσή της, η Επιτροπή προσήψε στις γαλλικές αρχές ότι «το ποσοστό επιβάρυνσης δεν είχε επαληθευτεί επιτόπου […] καθόσον τα ζώα δεν είχαν ελεγχθεί, καταμετρηθεί ή υπολογισθεί κατά εύλογη κρίση». Ανέφερε επίσης ότι «ο έλεγχος της αγέλης των ζώων ή ο υπολογισμός κατά εύλογη κρίση [έπρεπε] να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος των επιτόπιων ελέγχων». Ίδιες αιτιάσεις περιλαμβάνονται και στην ανακοίνωση πορισμάτων καθώς και στην πρόσκληση για διμερή συνάντηση. Ομοίως, στην τελική της θέση, η Επιτροπή προσήψε στις γαλλικές αρχές ότι «οι διενεργηθέντες επιτόπιοι έλεγχοι σχετικά με τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης δεν [περιλάμβαναν] την καταμέτρηση ή τον υπολογισμό κατά εύλογη κρίση της αγέλης ζώων», διευκρινίζοντας ότι «τα ζώα αυτά ούτε καταμετρήθηκαν ούτε υπολογίσθηκαν κατά εύλογη κρίση» και ότι «το ποσοστό επιβάρυνσης δεν [είχε καθοριστεί] μετά τους επιτόπιους ελέγχους».

55      Εξάλλου, καθόλη τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή επανέλαβε ότι ο έλεγχος της αγέλης ζώων ή ο υπολογισμός κατά εύλογη κρίση έπρεπε να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος των επιτόπιων ελέγχων σχετικά με τα μέτρα του άξονα 2, για τα οποία οι δεσμεύσεις των δικαιούχων όριζαν ποσοστό επιβάρυνσης. Ως εκ τούτου, ζήτησε επανειλημμένα από τις γαλλικές αρχές να προσαρμόσουν τη διαδικασία ελέγχου. Αν οι γαλλικές αρχές είχαν αμφιβολίες, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ως προς τη σημασία και τις πρακτικές εφαρμογής του υπολογισμού κατά εύλογη κρίση, θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει διευκρινίσεις από την Επιτροπή, αντί απλώς να προβάλουν την απουσία νομικής βάσης του εν λόγω υπολογισμού κατά εύλογη κρίση.

56      Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006 για τον λόγο ότι σε κανένα σημείο της διοικητικής διαδικασίας δεν διευκρίνισε τα διορθωτικά μέτρα τα οποία όφειλε να είχε λάβει η Γαλλική Δημοκρατία ώστε να συμμορφωθεί με την υποχρέωση υποβολής των ζώων σε υπολογισμό κατά εύλογη κρίση.

57      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές όφειλαν να προβούν, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, σε καταμέτρηση των ζώων ή σε υπολογισμό κατά εύλογη κρίση ώστε να ελέγξουν το κριτήριο του ποσοστού επιβάρυνσης το οποίο ίσχυε στην εκμετάλλευση η οποία είχε λάβει αντισταθμιστικές αποζημιώσεις. Το ίδιο ισχύει και για το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την υποχρέωση καταμέτρησης των ζώων ή υπολογισμού κατά εύλογη κρίση ώστε να ελεγχθεί το κριτήριο του ποσοστού επιβάρυνσης ως προς το επιμέρους μέτρο για την πριμοδότηση.

58      Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-373/15 P, EU:C:2017:55), στον βαθμό που αναιρεί την απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑259/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:250).

59      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι στην απόφασή του της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής (C-373/15 P, EU:C:2017:55, σκέψη 97), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 74 της απόφασης της 30ής Απριλίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής (T-259/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:250), ότι το σύστημα επιτόπιων ελέγχων που πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 12 επ. του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2006, L 368, σ. 74), το γράμμα των οποίων αντιστοιχεί σε εκείνο των άρθρων 12 επ. του κανονισμού 65/2011, ήταν αυτοτελές και ανεξάρτητο από τους ελέγχους που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διαχείρισης της αναγνώρισης βοοειδών ή της πριμοδότησης βοοειδών, χωρίς το Γενικό Δικαστήριο να έχει καθορίσει, αφενός, εάν οι τελευταίοι αυτοί έλεγχοι συνιστούσαν ελέγχους προβλεπόμενους στη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006, το γράμμα του οποίου αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 65/2011, και, αφετέρου, αν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ταυτοχρόνως με τους προβλεπόμενους στα άρθρα 12 επ. του κανονισμού αυτού ελέγχους.

60      Επομένως, επιτρέπεται, καταρχάς, στα κράτη μέλη να διενεργούν τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 12 επ. του κανονισμού 65/2011, όπως τους επιτόπιους ελέγχους για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, ταυτοχρόνως με τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιούνται για την αναγνώριση ζώων ή την πριμοδότηση βοοειδών, εφόσον πληρούνται δύο προϋποθέσεις, ήτοι, πρώτον, ότι οι τελευταίοι είναι έλεγχοι προβλεπόμενοι στη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 65/2011, και, δεύτερον, ότι μπορούν να πραγματοποιούνται ταυτοχρόνως με τους ελέγχους τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 12 επ. του κανονισμού αυτού (βλ., επ’ αυτού και κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑373/15 P, EU:C:2017:55, σκέψεις 95 και 96).

61      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το αν οι έλεγχοι οι οποίοι πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διαχείρισης της αναγνώρισης βοοειδών είναι έλεγχοι προβλεπόμενοι από τη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων. Αντιθέτως, συμφωνούν ότι οι έλεγχοι για τη διαχείριση των πριμοδοτήσεων βοοειδών είναι έλεγχοι προβλεπόμενοι από τη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων.

62      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι έλεγχοι για την αναγνώριση βοοειδών είναι έλεγχοι οι οποίοι πραγματοποιούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1082/2003 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ελάχιστους διενεργητέους ελέγχους στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών (ΕΕ 2003, L 156, σ. 9). Ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ 2000, L 204, σ. 1), αποτελεί μέρος της κτηνοτροφικής και ζωοτεχνικής νομοθεσίας της Ένωσης, η οποία αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Γαλλική Δημοκρατία, έλεγχοι για την αναγνώριση βοοειδών προβλέπονται και στον κανονισμό (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (ΕΕ 2009, L 316, σ. 65). Ειδικότερα, πρόκειται για ελέγχους οι οποίοι πραγματοποιούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των απαιτήσεων πολλαπλής συμμόρφωσης του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006, (ΕΚ) 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ 2009, L 30, σ. 16).

63      Από τα ανωτέρω απορρέει ότι οι έλεγχοι για την αναγνώριση βοοειδών είναι έλεγχοι προβλεπόμενοι από τη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων, οπότε πληρούται η πρώτη από τις δύο αναφερθείσες στη σκέψη 60 ανωτέρω προϋποθέσεις.

64      Εξάλλου, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το σύστημα καταγραφής και αναγνώρισης ζώων δρα υποστηρικτικά σε σχέση με τα συστήματα γεωργικών επιδοτήσεων.

65      Όσον αφορά τη δεύτερη αναφερόμενη στη σκέψη 60 ανωτέρω προϋπόθεση, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι με τις καταμετρήσεις τις οποίες πραγματοποίησαν οι γαλλικές αρχές κατά τους επιτόπιους ελέγχους στο πλαίσιο της αναγνώρισης βοοειδών ή της πριμοδότησης βοοειδών κατέστη δυνατό να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του καθεστώτος των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων και να ελεγχθεί το κριτήριο επιβάρυνσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού. Μία και μόνο καταμέτρηση επαρκεί για κάθε έναν από τους ελέγχους αυτούς.

66      Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, το γαλλικό σύστημα ελέγχου είναι αποτελεσματικό κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 65/2011, καθώς οι πραγματοποιούμενες καταμετρήσεις ζώων κατά τους επιτόπιους ελέγχους στο πλαίσιο της αναγνώρισης βοοειδών ή της πριμοδότησης βοοειδών τυγχάνουν διαρκούς επεξεργασίας από τις βάσεις δεδομένων οι οποίες ελέγχουν την καταβολή των ενισχύσεων με βάση την επιφάνεια, όπως στην περίπτωση των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων.

67      Ειδικότερα, η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι οι δύο παράμετροι με γνώμονα τις οποίες καθίσταται δυνατός ο έλεγχος του κριτηρίου του ποσοστού επιβάρυνσης για τη χορήγηση αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, ήτοι η ηλικία των βοοειδών και ο κατ’ έτος μέσος χρόνος παρουσίας των ζώων στην εκμετάλλευση, λαμβάνονται υπόψη από την εθνική βάση δεδομένων. Συγκεκριμένα, η εθνική βάση δεδομένων για τα βοοειδή περιλαμβάνει τον αριθμό αναγνώρισης όλων των εκμεταλλεύσεων όπου παρέμεινε κάθε ζώο, τις ημερομηνίες μετακίνησης κάθε ζώου καθώς και την ημερομηνία γέννησής του, οπότε μπορεί να προσδιοριστεί η ηλικία κάθε ζώου, και κατά συνέπεια το ποσοστό επιβάρυνσης, ο αριθμός αναγνώρισης όλων των βοοειδών ανά πάσα στιγμή στην εκμετάλλευση και ο αριθμός των ζώων αυτών σε κάθε εκμετάλλευση. Ως εκ τούτου, τα αναγκαία δεδομένα για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης και τα σχετικά με το ζωικό κεφάλαιο πράγματι συλλέγονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους για την αναγνώριση ζώων ή την πριμοδότηση βοοειδών καθόσον, με την ευκαιρία αυτή, καταμετρώνται τα ζώα και εξακριβώνεται η ηλικία τους και ο χρόνος παραμονής τους στη γεωργική έκταση.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι έλεγχοι για την αναγνώριση βοοειδών ή την πριμοδότηση βοοειδών τους οποίους επικαλείται η Γαλλική Δημοκρατία στην υπό κρίση υπόθεση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της τήρησης της προϋπόθεσης επιβάρυνσης του ζωικού κεφαλαίου που προβλέπεται για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

69      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι έχει κριθεί ότι καμία διάταξη του κανονισμού 65/2011 δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση διοικητικών ελέγχων που πραγματοποιούνται με τη χρήση πληροφοριών από αξιόπιστη βάση δεδομένων, οι επιτόπιοι έλεγχοι για τους σκοπούς του ίδιου αυτού κανονισμού δεν είναι πλέον αναγκαίοι. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία δεν λαμβάνει υπόψη τον επιδιωκόμενο με τους επιτόπιους ελέγχους σκοπό, ο οποίος συνίσταται ιδίως στη διαπίστωση της συμβατότητας των πληροφοριών που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 65/2011 και το άρθρο 42 του κανονισμού 1122/2009 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑373/15 P, EU:C:2017:55, σκέψεις 27, 60 και 74, και της 30ής Απριλίου 2015, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-259/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:250, σκέψη 70).

70      Επομένως, το γεγονός ότι οι έλεγχοι τους οποίους διενήργησαν οι εθνικές αρχές ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 65/2011 στον βαθμό που η εθνική βάση δεδομένων λαμβάνει υπόψη τις δύο παραμέτρους που επιτρέπουν τον έλεγχο του κριτηρίου του ποσοστού επιβάρυνσης, ήτοι την παράμετρο σχετικά με την ηλικία των βοοειδών και εκείνη σχετικά με τον κατ’ έτος μέσο χρόνο παραμονής τους στην εκμετάλλευση, δεν απαλλάσσει τις γαλλικές αρχές από την υποχρέωση καταμέτρησης των ζώων κατά τους επιτόπιους ελέγχους, ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαιτούμενες εξακριβώσεις σύμφωνα με τον κανονισμό 65/2011 και να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των χρησιμοποιούμενων βάσεων δεδομένων για τον υπολογισμό του ποσοστού επιβάρυνσης.

71      Δεύτερον, όπως αναφέρει η Επιτροπή απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να τονιστεί ότι από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006, το γράμμα του οποίου αντιστοιχεί σε εκείνο του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 65/2011, προκύπτει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις διενεργούνται ταυτόχρονα με άλλους ελέγχους προβλεπόμενους από τη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων «εφόσον είναι αναγκαίο». Επομένως, καταρχήν, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και των άλλων προβλεπόμενων από τη νομοθεσία της Ένωσης περί γεωργικών επιδοτήσεων ελέγχων, δεδομένου ότι οι από κοινού έλεγχοι δεν είναι απόλυτος κανόνας, αλλά μόνο δυνατότητα η οποία επιδέχεται εξαιρέσεις.

72      Τρίτον, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η Γαλλική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι οι καταμετρήσεις τις οποίες πραγματοποίησαν οι γαλλικές αρχές κατά τους επιτόπιους ελέγχους στο πλαίσιο της αναγνώρισης βοοειδών ή πριμοδότησης βοοειδών λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, και δη την ετερογένεια των ζώων που υπόκεινται σε ελέγχους για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

73      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατηρεί, χωρίς να υπάρξει αντίκρουση ως προς το ζήτημα αυτό εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, ότι οι έλεγχοι για την αναγνώριση ζώων ή την πριμοδότηση βοοειδών ανταποκρίνονται σε διαφορετικά κριτήρια από εκείνα των ελέγχων για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, όσον αφορά ιδίως τις υποκείμενες σε ελέγχους εγκαταστάσεις, τα καταμετρώμενα ή αναγνωριζόμενα ζώα και την περιοδικότητα των ελέγχων.

74      Για παράδειγμα, τα καταμετρώμενα ζώα στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων δεν αντιστοιχούν οπωσδήποτε στα καταμετρώμενα ζώα στο πλαίσιο της αναγνώρισης ζώων ή της πριμοδότησης βοοειδών. Συγκεκριμένα, καίτοι η δεύτερη καταμέτρηση αφορά όλα τα βοοειδή, τα αιγοπρόβατα και τα χοιροειδή προκειμένου να καταχωριστούν στις βάσεις δεδομένων ζώων και να δημιουργηθεί αντιπροσωπευτικό δείγμα για τα ενώτια, οι επιτόπιοι έλεγχοι που αφορούν τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις έχουν ως αντικείμενο όλα τα είδη φυτοφάγων ζώων.

75      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τα επιχειρήματά της, η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι, εν προκειμένω, όλα τα ζώα τα οποία υπόκεινται σε εξακριβώσεις όσον αφορά τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις είχαν ελεγχθεί κατά τους επιτόπιους ελέγχους όσον αφορά την αναγνώριση ζώων ή την πριμοδότηση βοοειδών. Συναφώς, τα σημειώματα τα οποία απηύθυναν οι γαλλικές αρχές στην Επιτροπή, τα οποία προσκομίστηκαν ως παραρτήματα της προσφυγής και αφορούν την έκθεση σχετικά με τους ελέγχους που αφορούν την αναγνώριση βοοειδών ή την πριμοδότηση βοοειδών και μικρών μηρυκαστικών που πραγματοποίησε η Γαλλία από το 2011 έως το 2013, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού 1082/2003 και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1505/2006 της Επιτροπής, της 11ης Οκτωβρίου 2006, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 21/2004 του Συμβουλίου όσον αφορά τους ελάχιστους ελέγχους που πρέπει να διενεργούνται για την αναγνώριση και την καταγραφή των αιγοπροβάτων (ΕΕ 2006, L 280, σ. 3), στερούνται λυσιτέλειας, στον βαθμό που αφορούν μόνο τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα και δεν αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι στους οποίους αναφέρονται οι εκθέσεις αυτές περιλαμβάνουν επίσης όλα τα είδη ζώων που υπόκεινται σε εξακριβώσεις για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

76      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι μία και μόνον καταμέτρηση ζώων μπορεί να επαρκέσει για τους επιτόπιους ελέγχους στο πλαίσιο της αναγνώρισης βοοειδών ή της πριμοδότησης βοοειδών καθώς και στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων.

77      Ομοίως, η απλή αναφορά στην ύπαρξη ελέγχων οι οποίοι έχουν διαφορετικά αντικείμενα και οι οποίοι, όπως αναγνώρισε η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικά έτη δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για την απόδειξη του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι οι γαλλικές αρχές παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους για καταμέτρηση των ζώων κατά τους επιτόπιους ελέγχους οι οποίοι αφορούσαν τα μέτρα για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις ούτως ώστε να εξακριβωθεί το ποσοστό επιβάρυνσης.

78      Επομένως, καθόσον δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση η οποία αναφέρεται στη σκέψη 60 ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

79      Το συμπέρασμα το οποίο διατυπώνεται στη σκέψη 57 ανωτέρω δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να ανατραπεί από το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Ισπανίας ότι με την καταμέτρηση των ζώων κατά τους επιτόπιους ελέγχους δεν καθίστατο δυνατός ο έλεγχος της τήρησης του κριτηρίου του ποσοστού επιβάρυνσης στον βαθμό που το ποσοστό αυτό συνιστά ετήσιο μέσο όρο. Συγκεκριμένα, η Γαλλική Δημοκρατία δεν διευκρινίζει, με τα υπομνήματά της, τη νομική βάση κατά το δίκαιο της Ένωσης δυνάμει της οποίας το ποσοστό επιβάρυνσης έπρεπε να θεωρηθεί ως ετήσιος μέσος όρος. Εξάλλου, δεν επικαλέστηκε νομολογία του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου προς στήριξη του επιχειρήματός της. Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, το PDRH 2007-2013, το οποίο καταρτίστηκε από την ίδια τη Γαλλική Δημοκρατία, δεν ορίζει ότι το ποσοστό επιβάρυνσης αποτελεί ετήσιο μέσο όρο.

80      Πράγματι, το PDRH 2007-2013 απλώς επιτάσσει η επιβάρυνση να κυμαίνεται μεταξύ μέγιστων και ελάχιστων ορίων τα οποία προσδιορίζονται από τον νομάρχη κάθε περιοχής ή επιμέρους περιοχής της περιφέρειας, ανάλογα με τα γεωργο-κλιματικά χαρακτηριστικά της, χωρίς να διευκρινίζει αν πρόκειται για ετήσια τιμή. Εξάλλου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το οικείο διάστημα είναι ενός έτους, οι δικαιούχοι οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις τιμές της ορισθείσας κλίμακας. Μπορούν να υπάρξουν διακυμάνσεις μεταξύ των μέγιστων και των ελάχιστων ορίων καθόλο το οικείο διάστημα και, λόγω της αδυναμίας ελέγχου σε καθημερινή βάση των τιμών αυτών, μπορεί να γίνει δεκτός ένας μέσος όρος κατ’ έτος. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της προϋπόθεσης σχετικά με το ποσοστό επιβάρυνσης, αυτός ο μέσος όρος πρέπει να υπολογίζεται με βάση τις τιμές που βρίσκονται μεταξύ των μέγιστων και ελάχιστων τιμών της κλίμακας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑561/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:496, σκέψη 55).

81      Εάν γινόταν δεκτή η ερμηνεία της Γαλλικής Δημοκρατίας σύμφωνα με την οποία η τήρηση του κριτηρίου του ποσοστού επιβάρυνσης πρέπει να στηρίζεται στον υπολογισμό ενός μέσου όρου κατ’ έτος, τότε θα παρεχόταν στους δικαιούχους η δυνατότητα να υπερβούν, κατά τη διάρκεια του έτους, τις μέγιστες και τις ελάχιστες τιμές της κλίμακας που προβλέπει το PDRH 2007-2013, καθόσον οι υπερβάσεις αυτές δεν θα επηρέαζαν την τελική μέση τιμή για το σύνολο του έτους. Αυτή η πρακτική ευνοεί, επομένως, στρατηγικές συμπεριφορές των δικαιούχων οι οποίες δεν συνάδουν εν πολλοίς με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν οι επίμαχες ενισχύσεις, και δη με τη διατήρηση και προαγωγή αειφορικών γεωργικών συστημάτων (βλ. αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 1698/2005). Πράγματι, η υπέρβαση των μέγιστων τιμών κατά τη διάρκεια του έτους μπορεί να προκαλέσει καταστάσεις υπέρμετρης εκμετάλλευσης των οικείων εκτάσεων, η δε μη επίτευξη των ελάχιστων τιμών ελλιπή εκμετάλλευση των εν λόγω εκτάσεων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-561/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:496, σκέψη 56).

82      Οι εθνικές αρχές υποχρεούνται, επομένως, κατά τους επιτόπιους ελέγχους, να ελέγχουν την τήρηση του κριτηρίου του ποσοστού επιβάρυνσης κατά το χρονικό σημείο της επιθεώρησης, προβαίνοντας, μεταξύ άλλων, σε καταμέτρηση των ζώων, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι μέγιστες και οι ελάχιστες τιμές τις οποίες προβλέπει το PDRH 2007-2013 τηρούνται επακριβώς και, επομένως, να επιβεβαιωθούν τα δεδομένα τα οποία προκύπτουν από τους διοικητικούς ελέγχους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-506/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:42, σκέψη 70).

83      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι το γεγονός ότι μια εκμετάλλευση, σε δεδομένη χρονική στιγμή, έχει ποσοστό επιβάρυνσης χαμηλότερο του ελάχιστου ορίου ή ανώτερο του μέγιστου ορίου της προβλεπόμενης επιβάρυνσης στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων δεν συνιστά παράβαση των κανόνων επιλεξιμότητας της ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011, οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλες τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν κατά τον χρόνο της επίσκεψης.

84      Εξάλλου, το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη διαπίστωση του ποσοστού επιβάρυνσης, όπως η ηλικία των ζώων, ενδέχεται να μη διαπιστωθούν με άκρα ακρίβεια δεν μπορεί να απαλλάξει τις εθνικές αρχές από την υποχρέωσή τους για διενέργεια των συναφών ελέγχων. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ελεγκτές οι οποίοι πραγματοποιούν τους επιτόπιους ελέγχους είναι σε θέση να προσδιορίσουν με επαρκή ακρίβεια την ηλικία των ζώων (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-506/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:42, σκέψη 71).

85      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται όλως επικουρικώς και αφορά παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής των κανόνων που τάσσουν τα έγγραφα VI/5330/97 και AGRI/60637/2006

86      Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται όλως επικουρικώς, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τους κανόνες τους οποίους τάσσουν τα έγγραφα VI/5330/97 και AGRI/60637/2006, εφαρμόζοντας κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % για τον λόγο ότι η προσαφθείσα στις γαλλικές αρχές πλημμέλεια αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων είχε επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, διότι αφορούσε βασικό έλεγχο ο οποίος είχε ήδη διορθωθεί κατά τις δύο προηγούμενες έρευνες χωρίς όμως να υπάρξουν συναφώς βελτιώσεις από τις γαλλικές αρχές.

87      Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με το έγγραφο AGRI/60637/2006, σε συνδυασμό με το έγγραφο VI/5330/97, για την εφαρμογή από την Επιτροπή της εν λόγω προσαύξησης ήταν αναγκαία η πλήρωση δύο προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός, η κοινοποίηση από την Επιτροπή στο οικείο κράτος μέλος των βελτιώσεων που πρέπει να επέλθουν για τη θεραπεία των πλημμελειών οι οποίες του προσάφθηκαν στο πλαίσιο των προηγούμενων διαδικασιών συμμόρφωσης και, αφετέρου, η μη θεραπεία από το κράτος μέλος των πλημμελειών παρότι ήταν σε θέση να το πράξει.

88      Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση εν προκειμένω, δεδομένου ότι ήταν αδύνατο για τις γαλλικές αρχές να θεραπεύσουν τις πλημμέλειες τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή κατά την πρώτη έρευνα πριν από την έναρξη των δύο επόμενων ερευνών. Συγκεκριμένα, η ενσωμάτωση, στους επιτόπιους ελέγχους, των βελτιώσεων τις οποίες είχε προτείνει η Επιτροπή μετά την πρώτη διοικητική διαδικασία κατέστη δυνατή μόνο μετά την έκδοση της εκτελεστικής απόφασης 2013/123 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2013, L 67, σ. 20), η οποία εκδόθηκε μετά την πρώτη διοικητική διαδικασία, ήτοι ενώ οι περίοδοι τις οποίες αφορούσαν οι δύο μεταγενέστερες έρευνες είχαν ήδη παρέλθει. Επομένως, οι πλημμέλειες οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά τη διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορούν να χαρακτηριστούν επαναλαμβανόμενες υπό την έννοια του εγγράφου AGRI/60637/2006.

89      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Γαλλική Δημοκρατία γνώριζε τις ελλείψεις οι οποίες είχαν εντοπιστεί στο σύστημα ελέγχου της ήδη από τις 23 Φεβρουαρίου 2009, ημερομηνία της ανακοίνωσης πορισμάτων στην πρώτη έρευνα όπου παρουσιάζονταν λεπτομερώς οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες και συστάσεις, και ότι οι τρεις έρευνες αφορούσαν την ίδια προβληματική. Η Γαλλική Δημοκρατία γνώριζε, επομένως, ότι η επίμαχη διαδικασία αφορούσε πλημμέλειες οι οποίες διαρκούσαν επί πολλά έτη. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σκεπτικό της Γαλλικής Δημοκρατίας ισχύει μόνο στις περιπτώσεις «υποτροπής», έννοια η οποία αποκλείστηκε ρητώς από το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις με την απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψεις 98 και 100). Αντιθέτως δεν είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης με την οποία διαπιστώνεται επισήμως η ύπαρξη τέτοιας πλημμέλειας όταν πρόκειται για «επανάληψη», έννοια η οποία εφαρμόζεται όταν διαπιστώνεται επανεμφάνιση πλημμελειών που ενέχουν κίνδυνο για το σύστημα ελέγχου στο σύνολό του.

90      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες στον τομέα των κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων ορίζονται στο έγγραφο VI/5330/97. Το παράρτημα II του εγγράφου αυτού, με τίτλο «Κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων», προβλέπει τους εξής συντελεστές κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διόρθωσης:

«Όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν εφαρμόζονται ή εφαρμόζονται ελλιπώς ή με περιορισμένη συχνότητα, ώστε να μην επαρκούν για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του αιτήματος ή για την πρόληψη παρατυπιών, δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 10 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος εκτεταμένων απωλειών για το ταμείο.

Όταν εφαρμόζονται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, στη συχνότητα ή με την αυστηρότητα που απαιτείται από τους κανονισμούς, τότε δικαιολογείται ποσοστό διορθώσεως 5 %, καθώς εύλογα συμπεραίνεται ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν τα προβλεπόμενα εχέγγυα όσον αφορά το νομότυπο των αιτήσεων και ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ.

Όταν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει επαρκώς τους βασικούς ελέγχους, αλλά απέτυχε πλήρως να εφαρμόσει έναν ή περισσότερους από τους επικουρικούς ελέγχους, τότε [δικαι]ολογείται ποσοστό διόρθωσης 2 % λόγω του περιορισμένου κινδύνου απωλειών για το [ΕΓΤΠΕ], και λόγω της [περιορισμένης] σοβαρότητας της παράβασης.

[…]»

91      Το έγγραφο AGRI/60637/2006 περιγράφει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να εφαρμόζει τη διαλαμβανόμενη στο έγγραφο VI/5330/97 αρχή, κατά την οποία η αδυναμία ενός κράτους μέλους να βελτιώσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή του έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις.

92      Η παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εγγράφου AGRI/60637/2006 κατοχυρώνει την αρχή σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ένωση.

93      Η παράγραφος 2 του εγγράφου AGRI/60637/2006 προβλέπει:

«Σε περίπτωση που η απουσία ή η ανεπάρκεια ενός συστήματος ελέγχου ή ενός στοιχείου αυτού του συστήματος αποτέλεσε αντικείμενο μιας ή περισσοτέρων αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ–Τμήμα Εγγυήσεων·

και

διαπιστώνεται για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία έχει επιβληθεί διόρθωση ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες αδυναμίες,

η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαιολογείται κανονικά να εφαρμόσει προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόσθηκε κατά την προηγούμενη διόρθωση, λόγω αυξημένου κινδύνου οικονομικής ζημίας για το ΕΓΤΠΕ.»

94      Επομένως, από την παράγραφο 2 του εγγράφου AGRI/60637/2006 προκύπτει ότι, κατ’ ουσίαν, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις ώστε η Επιτροπή να δικαιολογείται κανονικά να εφαρμόσει προσαύξηση του συντελεστή της κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διόρθωσης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη διόρθωση, ήτοι:

–        η απουσία ή η ανεπάρκεια ενός συστήματος ελέγχου ή ενός στοιχείου αυτού του συστήματος να αποτέλεσε αντικείμενο μιας ή περισσοτέρων αποφάσεων δημοσιονομικής διόρθωσης στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών·

–        η διαπίστωση, για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία έχει ήδη επιβληθεί διόρθωση, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες αδυναμίες.

95      Εν προκειμένω, πρέπει να ερμηνευτούν αυτές οι δύο προϋποθέσεις.

96      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, επισημαίνεται ότι από τη διατύπωση του εγγράφου AGRI/60637/2006 προκύπτει ότι, για την εφαρμογή προσαύξησης λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα της παράβασης, η απουσία ή η ανεπάρκεια ενός συστήματος ελέγχου ή ενός στοιχείου του συστήματος αυτού πρέπει να αποτελούν αντικείμενο «απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης» εκδοθείσας στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών, ήτοι απόφασης εκδοθείσας από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005.

97      Επομένως, επίσημη ανακοίνωση εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, η οποία συνιστά πράξη σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της τελικής απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών υπό την έννοια της εν λόγω προϋπόθεσης.

98      Eπιπλέον, κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις εκκαθάρισης των λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) λαμβάνονται κατόπιν διαδικασίας διεπόμενης από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και, επομένως, τα αποτελέσματα των ελέγχων που περιλαμβάνονται στην πρώτη ανακοίνωση δεν είναι οριστικά και ενδέχεται να διευκρινιστούν και να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα των απαντήσεων που παρέχει το κράτος μέλος κατά τη μεταγενέστερη διοικητική διαδικασία (αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2009, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T-50/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2009:206, σκέψεις 34 και 37, και της 12ης Νοεμβρίου 2010, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑113/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:465, σκέψη 132· βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-184/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:120, σκέψη 45 και παρατιθέμενη νομολογία).

99      Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι μετά τη διαβίβαση του εγγράφου της 23ης Φεβρουαρίου 2009 η Γαλλική Δημοκρατία ήταν σε θέση να γνωρίζει τις αμφισβητούμενες πλημμέλειες και τις βελτιώσεις τις οποίες έπρεπε να επιφέρει στο σύστημα επιτόπιων ελέγχων.

100    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με το εν λόγω έγγραφο, η Επιτροπή απέστειλε στη Γαλλική Δημοκρατία επίσημη ανακοίνωση εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006. Το έγγραφο αυτό εντασσόταν στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 11 του κανονισμού 885/2006, βάσει της οποίας η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2013/123, η οποία αποκλείει ορισμένες δαπάνες από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005. Επομένως, η τελική απόφαση της Επιτροπής για αποκλεισμό ποσών από τη χρηματοδότηση της Ένωσης δεν είχε ακόμη ληφθεί κατά τον χρόνο αποστολής του εγγράφου της 23ης Φεβρουαρίου 2009, καθώς το έγγραφο αυτό ήταν προπαρασκευαστική πράξη της οποίας αντικείμενο ήταν η προετοιμασία της εκτελεστικής απόφασης 2013/123.

101    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 2009 δεν επαρκεί για την πλήρωση της πρώτης εκ των δύο προϋποθέσεων που αναφέρονται στη σκέψη 94 ανωτέρω. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν είναι αναγκαίο ή επιθυμητό να αναμένεται η έκδοση απόφασης με την οποία διαπιστώνεται επισήμως η ύπαρξη πλημμέλειας ούτως ώστε να διαπιστωθεί ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της παράβασης, καθόσον επαρκεί η επίσημη ανακοίνωση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006.

102    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 94 ανωτέρω, οι διάδικοι διαφωνούν, κατ’ ουσίαν, ως προς την ερμηνεία της φράσης «περίοδος μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία έχει επιβληθεί διόρθωση».

103    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή υιοθετεί ερμηνεία, αυστηρώς γραμματική, σύμφωνα με την οποία ως τέτοια περίοδος νοείται η περίοδος η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνας που ακολουθεί την έρευνα κατά την οποία για πρώτη φορά διαπιστώθηκε και τιμωρήθηκε η πλημμέλεια με απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης. Αντιθέτως, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ως τέτοια περίοδος νοείται εκείνη που ακολουθεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης με την οποία περατώνεται η έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η αμφισβητούμενη πλημμέλεια.

104    Εν προκειμένω, από την τελική θέση της Επιτροπής προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % για τον λόγο ότι η προσαφθείσα στις γαλλικές αρχές πλημμέλεια αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων είχε επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, διότι αφορούσε βασικό έλεγχο ο οποίος είχε ήδη διορθωθεί κατά τις δύο προηγούμενες έρευνες χωρίς όμως να υπάρξουν συναφώς βελτιώσεις από τις εν λόγω αρχές.

105    Πράγματι, τρεις διαφορετικές έρευνες, οι οποίες κατέληξαν σε τρεις διαφορετικές αποφάσεις δημοσιονομικής διόρθωσης, διαδέχθηκαν η μία την άλλη στη συγκεκριμένη περίπτωση:

–        η έρευνα RDG/2008/010/FR, για τα έτη 2007 και 2008, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η εκτελεστική απόφαση 2013/123, στις 26 Φεβρουαρίου 2013·

–        η έρευνα RD 2/2011/003/FR, για τα έτη 2009 και 2010, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/103 της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2015, L 16, σ. 33)·

–        η έρευνα RD 2/2012/005/FR, για τα έτη 2011 έως 2013, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στις 22 Ιουνίου 2015.

106    Επομένως, στις 22 Ιουνίου 2015, ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή είχε ήδη εκδώσει δύο αποφάσεις, ήτοι την απόφαση 2013/123, στις 26 Φεβρουαρίου 2013, και την απόφαση 2015/103, στις 16 Ιανουαρίου 2015. Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνει ότι η ίδια αδυναμία, η οποία ήδη είχε επισημανθεί στην πρώτη απόφαση, διατηρείται για περίοδο η οποία είναι μεταγενέστερη της περιόδου για την οποία επιβλήθηκε διόρθωση, ήτοι για την περίοδο που καλύπτει τα έτη 2007 και 2008. Πράγματι, η εν λόγω αδυναμία διαπιστώθηκε και κατά τα έτη 2009 έως 2013.

107    Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία, κατά τα έτη 2009 έως 2013, περίοδο στην οποία αναφέρονται η δεύτερη και η τρίτη έρευνα, η Επιτροπή δεν είχε ακόμη εκδώσει απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης με την τελική θέση της όσον αφορά τις αδυναμίες της Γαλλικής Δημοκρατίας οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την πρώτη έρευνα. Επομένως, κατά τα έτη 2009 έως 2013, η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε ακόμη βεβαιότητα όσον αφορά τις διαπιστωθείσες κατά την πρώτη έρευνα πλημμέλειες ούτε ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις υποδείξεις του εγγράφου της 23ης Φεβρουαρίου 2009 προκειμένου να προσαρμόσει τα μέτρα ελέγχου του ποσοστού επιβάρυνσης ώστε να επέλθουν οι βελτιώσεις τις οποίες ζητούσε η Επιτροπή για να αποτραπεί τυχόν διαπίστωση της ίδιας αδυναμίας του συστήματος ελέγχου για τα έτη 2009 έως 2013.

108    Τούτο σημαίνει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία, ως «σοβαρότερη» παράβαση η οποία δικαιολογεί προσαύξηση λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα της, το γεγονός ότι δεν θεράπευσε την απουσία καταμέτρησης των ζώων για τα έτη 2011 έως 2013, όπως ήδη είχε διαπιστωθεί για τα έτη 2007 έως 2010. Παρά ταύτα, η προσαπτόμενη από την Επιτροπή μη βελτίωση του συστήματος ελέγχου διαπιστώθηκε το πρώτον με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013.

109    Επομένως, η ερμηνεία της Επιτροπής δεν είναι συνεπής προς το γράμμα του εγγράφου VI/5330/97, το περιεχόμενο του οποίου διευκρινίζεται με το έγγραφο AGRI/60637/2006.

110    Πράγματι, όσον αφορά την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει ότι η αδυναμία ενός κράτους μέλους να βελτιώσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή του έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις. Επομένως, προκύπτει από το γράμμα του εγγράφου αυτού ότι η βελτίωση, της οποίας η παράλειψη μπορεί να συνιστά επιβαρυντική περίσταση, πρέπει να επέλθει μετά την κοινοποίηση των αναγκαίων βελτιώσεων, ήτοι, όπως διευκρινίζεται στο έγγραφο AGRI/60637/2006, μετά την απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης που εκδίδεται στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών.

111    Εξάλλου, το να θεωρηθούν επαναλαμβανόμενες, όπως εκτιμά η Επιτροπή, οι προσαπτόμενες πλημμέλειες χωρίς να εξεταστεί αν το κράτος μέλος είχε τη δυνατότητα να τις θεραπεύσει μετά την πρώτη διαπίστωσή τους οδηγεί εν τέλει σε μια έννοια της επανάληψης στηριζόμενη αποκλειστικά στην απλή επανεμφάνιση των αμφισβητούμενων πλημμελειών, ανεξάρτητα από την έκδοση απόφασης όπως επιτάσσει το έγγραφο AGRI/60637/2006.

112    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιβάλλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % για τον λόγο ότι η προσαφθείσα στις γαλλικές αρχές πλημμέλεια αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων είχε επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα και δεν υπήρξαν συναφώς βελτιώσεις από τις αρχές αυτές.

 Επί των δικαστικών εξόδων

113    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

114    Εν προκειμένω, πρέπει να καταδικαστούν η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

115    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/1119 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 2015, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που επιβάλλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση προσαυξημένη κατά 10 % για τον λόγο ότι η προσαφθείσα στις γαλλικές αρχές πλημμέλεια αναφορικά με την καταμέτρηση των ζώων είχε επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα και δεν υπήρξαν συναφώς βελτιώσεις από τις αρχές αυτές.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

4)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Berardis

Spielmann

Csehi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Φεβρουαρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.