Language of document : ECLI:EU:T:2018:133

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Μαρτίου 2018 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Διεθνής καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Εικονιστικό σήμα K – Προγενέστερο εικονιστικό σήμα της Μπενελούξ K – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001]»

Στην υπόθεση T‑824/16,

Kiosked Oy Ab, με έδρα το Espoo (Φινλανδία), εκπροσωπούμενη από τον L. Laaksonen, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον M. Fischer,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO και παρεμβαίνων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

De Vlaamse Radio- en Televisieomroeporganisatie (VRT), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους P.‑Y. Thoumsin και E. Van Melkebeke, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τέταρτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 19ης Σεπτεμβρίου 2016 (υπόθεση R 279/2016‑4), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ του VRT και της Kiosked,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, A. Dittrich (εισηγητή) και P. G. Xuereb, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Νοεμβρίου 2016,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του EUIPO που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του παρεμβαίνοντος το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Φεβρουαρίου 2017,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 27 Φεβρουαρίου 2012, η προσφεύγουσα, Kiosked Oy Ab, εξασφάλισε από το διεθνές γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) τη διεθνή καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αριθ. 1112969.

2        Η διεθνής καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αριθ. 1112969 πραγματοποιήθηκε για το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες πραγματοποιήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 35 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για καθεμία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 9: «Συσκευές και όργανα επιστημονικά, ναυτικά, τοπογραφικά, φωτογραφικά, κινηματογραφικά, οπτικά, ζύγισης, μέτρησης, σηματοδότησης, ελέγχου, βοήθειας [διάσωσης] και διδασκαλίας· συσκευές και όργανα μεταφοράς, διανομής, μετατροπής, συσσώρευσης, ρύθμισης ή ελέγχου του ηλεκτρικού ρεύματος· συσκευές εγγραφής, μετάδοσης και/ή αναπαραγωγής ήχου και/ή εικόνας· μαγνητικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων, δίσκοι εγγραφών· σύμπυκνοι δίσκοι (CD), ψηφιακοί βιντεοδίσκοι (DVD) και άλλα ψηφιακά μέσα εγγραφής· μηχανισμοί για συσκευές με κερματοδέκτη· ταμειακές μηχανές, αριθμομηχανές, εξοπλισμός για την επεξεργασία δεδομένων, ηλεκτρονικοί υπολογιστές· λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών· συσκευές πυρόσβεσης»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 42: «Επιστημονικές και τεχνολογικές υπηρεσίες καθώς και σχετικές υπηρεσίες έρευνας και σχεδιασμού· βιομηχανικές έρευνες και αναλύσεις· σχεδιασμός και ανάπτυξη υλικού και λογισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών».

4        Η διεθνής καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αριθ. 1112969 κοινοποιήθηκε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) στις 3 Μαΐου 2012, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1)]. Δημοσιεύθηκε δε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 2012/085, της 7ης Μαΐου 2012. Στις 7 Φεβρουαρίου 2013, ο νυν παρεμβαίνων, De Vlaamse Radio- en Televisieomroeporganisatie (VRT), άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 46 του κανονισμού 2017/1001), κατά της καταχωρίσεως του σχετικού σήματος για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αφορά το σήμα αυτό.

5        Η ανακοπή στηριζόταν σε τέσσερα προγενέστερα σήματα, ένα εκ των οποίων είναι το εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 10 Αυγούστου 2010 από το Office Benelux de la propriété intellectuelle (Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, στο εξής: OBPI) με αριθμό 882400 και απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

6        Το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 είχε καταχωριστεί για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 14, 16, 18, 24, 25, 28, 35, 38 και 41 έως 43, ιδίως δε για τα ακόλουθα προϊόντα και υπηρεσίες:

–        κλάση 9: «Συσκευές και όργανα φωτογραφικά, κινηματογραφικά, οπτικά και σηματοδότησης· συσκευές για την εγγραφή, τη μετάδοση ή την αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας· μαγνητικά μέσα αποθήκευσης δεδομένων· μέσα, υπό μορφή δίσκων, για οπτικοακουστικές εγγραφές· βιντεοταινίες, CD, CD-Ι, CD-ROM και DVD· μαγνητικές ή κωδικοποιημένες κάρτες λεσχών και μελών· συσκευές βίντεο, ήχου και ηλεκτρονικών υπολογιστών· συσκευές για παιχνίδια σχεδιασμένες για χρήση μόνο με τηλεοπτικούς δέκτες»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 41: «Εκπαίδευση, υπηρεσίες διδασκαλίας, κατάρτιση και προγράμματα»·

–        κλάση 42: «Προγραμματισμός ηλεκτρονικών υπολογιστών· υπηρεσίες σχεδιασμού και ανάπτυξης ιστοτόπων, με ή χωρίς κινούμενες εικόνες· σχεδιασμός και ανάπτυξη λογισμικού για εφαρμογές πολυμέσων».

7        Τα άλλα τρία προγενέστερα σήματα στα οποία στηριζόταν η ανακοπή είναι τα ακόλουθα:

–        το εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 10 Αυγούστου 2010 από το OBPI με αριθμό 882402 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 14, 16, 18, 24, 25, 28, 35, 38 και 41 έως 43 και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

–        το εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 7 Ιουνίου 2006 από το OBPI με αριθμό 796522 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 14, 16, 18, 24, 25, 28, 35, 38 και 41 έως 43 και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

–        το εικονιστικό σήμα που καταχωρίστηκε στις 7 Ιουνίου 2006 από το OBPI με αριθμό 796523 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 9, 14, 16, 18, 24, 25, 28, 35, 38 και 41 έως 43 και το οποίο απεικονίζεται κατωτέρω:

Image not found

8        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001]. Η ανακοπή αφορούσε το σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και στηριζόταν στο σύνολο των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα.

9        Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2015, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή, τούτο δε, μεταξύ άλλων, ως προς τις ακόλουθες υπηρεσίες:

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 42: «Σχεδιασμός και ανάπτυξη λογισμικού».

10      Στις 9 Φεβρουαρίου 2016, η νυν προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρα 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή όσον αφορά τις υπηρεσίες που μνημονεύονται στη σκέψη 9 ανωτέρω.

12      Λαμβάνοντας υπόψη τον κατώτερο του μέσου όρου βαθμό οπτικής ομοιότητας, την αδυναμία συγκρίσεως των σημάτων από ηχητικής απόψεως και τον «ουδέτερο» χαρακτήρα της εννοιολογικής συγκρίσεως, αφενός, και δεδομένου ότι ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι «φυσιολογικός», ενδεχομένως δε «[δεν] υπερβαίν[ει] τον μέσο όρο», αφετέρου, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 όσον αφορά τις εμπίπτουσες στις κλάσεις 35 και 42 υπηρεσίες τις οποίες έκρινε πανομοιότυπες.

13      Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε ότι υφίσταται επίσης κίνδυνος συγχύσεως όσον αφορά προϊόντα της κλάσεως 9 καλυπτόμενα από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και από το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, προϊόντα τα οποία μπορούν να θεωρηθούν πανομοιότυπα.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο κατά το οποίο το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της όσον αφορά τις υπηρεσίες «διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου» της κλάσεως 35 και τις υπηρεσίες «σχεδιασμός και ανάπτυξη λογισμικού» της κλάσεως 42·

–        να επιτρέψει τη ζητηθείσα καταχώριση του σήματος για τις υπηρεσίες αυτές·

–        να καταδικάσει τον παρεμβαίνοντα στο σύνολο των εξόδων της στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων νομικής εκπροσωπήσεως, σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή των εξόδων την οποία η προσφεύγουσα πρέπει να υποβάλει εντός της προθεσμίας του άρθρου 85 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 109 του κανονισμού 2017/1001) και, σε περίπτωση μη υποβολής τέτοιας περιγραφής, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία·

–        να καταδικάσει τον παρεμβαίνοντα στα έξοδά της στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 85 του κανονισμού 207/2009.

15      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Ο παρεμβαίνων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των εξόδων του στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής, καθώς και εκείνων που αφορούν την παρούσα διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων δικαστικής εκπροσωπήσεως, σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή των εξόδων την οποία ο παρεμβαίνων θα υποβάλει εντός της προθεσμίας του άρθρου 85 του κανονισμού 207/2009 και, σε περίπτωση μη υποβολής της περιγραφής αυτής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία.

17      Το σημείο 37, δεύτερο εδάφιο, του υπομνήματος αντικρούσεως του παρεμβαίνοντος έχει ως εξής:

«Για τους λόγους αυτούς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και η ανακοπή την οποία άσκησε ο παρεμβαίνων πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της. Επιπλέον, πρέπει να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα έξοδα του παρεμβαίνοντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 85 του κανονισμού 207/2009.»

 Σκεπτικό

 Επί των αιτημάτων του παρεμβαίνοντος

18      Ο παρεμβαίνων ζητεί την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της προσφεύγουσας στην καταβολή ορισμένων εξόδων.

19      Αντιθέτως, δεν είναι εξαρχής σαφές αν η φράση «η ανακοπή την οποία άσκησε ο παρεμβαίνων πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της», όπως μνημονεύεται στη σκέψη 17 ανωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί ως αίτημα. Εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω φράση πρέπει να θεωρηθεί ως αίτημα, το αίτημα αυτό θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτο.

20      Πράγματι, η εν λόγω φράση θα συνιστούσε αίτημα με το οποίο ο παρεμβαίνων θα ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί την ανακοπή του όπως ασκήθηκε αρχικώς ενώπιον του τμήματος ανακοπών ή, τουλάχιστον, να επαναφέρει σε ισχύ την απόφαση του τμήματος αυτού. Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία, τέτοιου είδους αίτημα, καθόσον σκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς ζήτημα το οποίο δεν εγείρεται με το δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετη προσφυγή [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2017, NRJ Group κατά EUIPO – Sky International (SKY ENERGY), T‑184/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:703, σκέψη 31].

21      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 182, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η αντίθετη προσφυγή πρέπει να ασκηθεί, αφενός, εντός της ίδιας προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως και, αφετέρου, με χωριστό δικόγραφο, το οποίο διακρίνεται από το υπόμνημα αντικρούσεως. Εν προκειμένω, εάν υποτεθεί ότι η εν λόγω φράση συνιστά αίτημα, το αίτημα αυτό δεν έχει υποβληθεί με χωριστό δικόγραφο και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 182, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2017, SKY ENERGY, T‑184/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:703, σκέψη 32).

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

22      Λόγω των διαφορετικών διατακτικών των αποφάσεων του τμήματος ανακοπών, αφενός, και του τμήματος προσφυγών, αφετέρου, και δεδομένου ότι ο παρεμβαίνων κάνει λόγο, στο υπόμνημά του αντικρούσεως, για το σύνολο των προϊόντων και των υπηρεσιών επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή, ενώ η προσφεύγουσα μνημονεύει, με τα αιτήματά της, μόνον ένα μέρος των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, πρέπει να προσδιορισθούν προκαταρκτικώς τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς.

23      Όπως προκύπτει από το πρώτο αίτημά της και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον όσον αφορά τις ακόλουθες υπηρεσίες:

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διαχείριση εμπορικών υποθέσεων· διοίκηση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 42: «Σχεδιασμός και ανάπτυξη λογισμικού».

24      Λαμβανομένου υπόψη του περιορισμού των αιτημάτων της προσφεύγουσας, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεώς της μπορεί να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα των υπηρεσιών που μνημονεύονται στη σκέψη 23 ανωτέρω.

25      Αντιθέτως, λόγω του απαραδέκτου της ενδεχόμενης αντίθετης προσφυγής του παρεμβαίνοντος (βλ. σκέψεις 18 έως 21 ανωτέρω), τα επιχειρήματα του παρεμβαίνοντος περί των προϊόντων και των υπηρεσιών πλην των μνημονευόμενων στη σκέψη 23 ανωτέρω, που δεν αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση, δεν χρειάζεται να εξεταστούν.

 Επί του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009

26      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, καθόσον συνήγαγε, εσφαλμένως, ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες. Ειδικότερα, αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών ως προς τη σύνθεση και τον βαθμό προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού, τον βαθμό οπτικής ομοιότητας των σημάτων και τον εγγενή διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400. Επομένως, κατ’ ουσίαν, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες.

27      Ο παρεμβαίνων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών έπρεπε να συναγάγει ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων όσον αφορά το σύνολο των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Συγκεκριμένα, οι επίμαχες υπηρεσίες απευθύνονται στο ευρύ κοινό το οποίο επιδεικνύει μετρίου βαθμού προσοχή, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι πανομοιότυπα ή, τουλάχιστον, παρουσιάζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας. Επιπλέον, ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι μετρίου βαθμού.

28      Το EUIPO θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ορθό το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

29      Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 151, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 189, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001), κάθε επέκταση της προστασίας διεθνούς καταχωρίσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει, από της ημερομηνίας καταχωρίσεως κατ’ άρθρο 3, παράγραφος 4, του πρωτοκόλλου που αφορά τη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, που εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 27 Ιουνίου 1989 (ΕΕ 2003, L 296, σ. 22), τα ίδια αποτελέσματα με μια αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 156, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 196, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001) ορίζει ότι κατά της διεθνούς καταχωρίσεως που επεκτείνει την προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ασκείται ανακοπή με την ίδια διαδικασία που προβλέπεται για τις αιτήσεις σήματος καταχωρίσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν δημοσιευθεί.

30      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το ζητούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα.

31      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως το ενδεχόμενο να πιστέψει το κοινό ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων εν προκειμένω παραγόντων, ιδίως δε της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

32      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο κίνδυνος συγχύσεως προϋποθέτει τόσο το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων όσο και το πανομοιότυπο ή την ομοιότητα των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Πρόκειται περί προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς [βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2009, Commercy κατά ΓΕΕΑ – easyGroup IP Licensing (easyHotel), T‑316/07, EU:T:2009:14, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

 Επί του ενδιαφερόμενου κοινού και του βαθμού προσοχής του

33      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της σχετικής κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34      Μπορεί να συναχθεί κατ’ ουσίαν από το σημείο 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, αφ’ ης στιγμής το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι σήμα καταχωρισμένο από το OBPI στην Μπενελούξ, η κρίσιμη εδαφική περιοχή για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως εν προκειμένω είναι η περιοχή του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών. Η εκτίμηση αυτή, ως μη εσφαλμένη, πρέπει να επικυρωθεί.

35      Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[έ]να μέρος των αντιπαρατιθέμενων προϊόντων και υπηρεσιών απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ένα άλλο μέρος σε κοινό αποτελούμενο από επαγγελματίες».

36      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίμαχες υπηρεσίες προορίζονται για τους επαγγελματίες. Τούτο συμβαίνει ειδικότερα στην περίπτωση των διαφημιστικών υπηρεσιών, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες αυτές είναι σχεδιασμένες για να διαφημίσουν ένα προϊόν ή μια άλλη υπηρεσία. Κανένας καταναλωτής δεν έχει ανάγκη να κάνει χρήση διαφημιστικών υπηρεσιών.

37      Όπως έχει ήδη επισημανθεί με τη σκέψη 27 ανωτέρω, ο παρεμβαίνων φρονεί ότι οι επίμαχες υπηρεσίες απευθύνονται στο ευρύ κοινό.

38      Κατά τη νομολογία, το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από τα πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τόσο τις υπηρεσίες που αφορά το προγενέστερο σήμα όσο και εκείνες που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Apple Computer κατά ΓΕΕΑ – TKS-Teknosoft (QUARTZ), T‑328/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:238, σκέψη 23, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, PVS κατά ΓΕΕΑ – MeDiTA Medizinische Kurierdienst (medidata), T‑270/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:419, σκέψη 28].

39      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι οι επίμαχες υπηρεσίες χρησιμοποιούνται από μεγάλο αριθμό επαγγελματιών και όχι από το ευρύ κοινό, γεγονός το οποίο παραδέχεται, εξάλλου, το ίδιο το EUIPO με το υπόμνημά του αντικρούσεως. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, στην περίπτωση των σχετικών με τη «διαφήμιση» υπηρεσιών της κλάσεως 35, οι οποίες μνημονεύθηκαν από την προσφεύγουσα (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω).

40      Με το σημείο 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών τόνισε επίσης ότι ο βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού κυμαίνεται μεταξύ μετρίου και υψηλού.

41      Κατά την προσφεύγουσα, εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο αποτελείται από επαγγελματίες, επιδεικνύει υψηλού βαθμού προσοχή.

42      Κατά την άποψη του παρεμβαίνοντος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται περί μετρίου βαθμού προσοχής.

43      Εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως έχει επισημανθεί με τη σκέψη 39 ανωτέρω, το ενδιαφερόμενο κοινό, όσον αφορά τις επίμαχες υπηρεσίες, αποτελείται από επαγγελματίες, πρέπει να θεωρηθεί, συναφώς, ότι ο βαθμός προσοχής είναι υψηλός.

 Επί της συγκρίσεως των υπηρεσιών

44      Το τμήμα προσφυγών υιοθέτησε, με το σημείο 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τη διαπίστωση του τμήματος ανακοπών ότι οι υπηρεσίες που διαλαμβάνονται στη σκέψη 23 ανωτέρω είναι πανομοιότυπες με ορισμένες από τις υπηρεσίες τις οποίες αφορούν τα προγενέστερα σήματα.

45      Κατά την προσφεύγουσα, κατ’ ουσίαν, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 καλύπτουν προϊόντα ή υπηρεσίες που παρουσιάζουν ορισμένου βαθμού ομοιότητα, αλλά το προγενέστερο αυτό σήμα δεν καλύπτει το σύνολο των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζονται με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, οι «εν λόγω υπηρεσίες» πρέπει να «θεωρ[ηθούν] παρόμοιες».

46      Ο παρεμβαίνων φρονεί ότι οι περισσότερες από τις υπηρεσίες τις οποίες αφορούν τα προγενέστερα σήματα είναι πανομοιότυπες ή, τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με εκείνες που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

47      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι υπηρεσίες της κλάσεως 35 τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως περιλαμβάνονται τόσο στον κατάλογο των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσο και στον κατάλογο των υπηρεσιών που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400. Οι δε περιγραφές τους έχουν διατυπωθεί με όρους πανομοιότυπους.

48      Όσον αφορά τις υπηρεσίες της κλάσεως 42, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι υπηρεσίες «σχεδιασμ[ού] και ανάπτυξη[ς] λογισμικού» που καλύπτονται από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συγκαταλέγονται στην ευρύτερη κατηγορία των υπηρεσιών «προγραμματισμ[ού] ηλεκτρονικών υπολογιστών» που καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400. Ως εκ τούτου, πρέπει να συναχθεί ότι οι υπηρεσίες αυτές της κλάσεως 42 είναι πανομοιότυπες.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να επικυρωθεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι οι υπηρεσίες που αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και οι υπηρεσίες που αφορά το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι πανομοιότυπες (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω).

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

50      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει να στηρίζεται, όσον αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία αυτά, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής έχει συνήθως συνολική αντίληψη για το σήμα και δεν εξετάζει τις διάφορες λεπτομέρειές του (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

–       Επί της οπτικής ομοιότητας

51      Το τμήμα προσφυγών συνέκρινε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση με το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 από οπτικής απόψεως.

52      Συναφώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, τα οποία συνιστούν, αμφότερα, σήματα «αμιγώς εικονιστικά» (βλ. σημεία 18, 19 και 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως), παρουσιάζουν βαθμό ομοιότητας κατώτερο του μέσου όρου. Συγκεκριμένα, τα σημεία αυτά περιέχουν κοινό εικονιστικό στοιχείο λευκού χρώματος σε μαύρο φόντο και αποτελούνται, αμφότερα, από ένα κατακόρυφο μέρος, διαφορετικού σχήματος, στη δεξιά πλευρά του οποίου υπάρχει στοιχείο, διαφορετικού σχήματος, που είναι, στην περίπτωση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, συνδεδεμένο με το κατακόρυφο στοιχείο και, στην περίπτωση του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400, ανεξάρτητα τοποθετημένο.

53      Επικουρικώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε, με το σημείο 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί, κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως και με λίγη φαντασία, να εντοπίσει, και στα δύο σήματα, ένα σχήμα που μπορεί να προσιδιάζει στο κεφαλαίο γράμμα «Κ».

54      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ουδόλως υφίσταται οπτική ομοιότητα μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400, αλλά δέχεται ότι η γραφική παράσταση των σημείων αυτών παραπέμπει στο κεφαλαίο γράμμα «Κ».

55      Βάσει της παραδοχής ότι τα επίμαχα σημεία περιέχουν το κεφαλαίο γράμμα «Κ» σε ασπρόμαυρη απεικόνιση, ο παρεμβαίνων υποστηρίζει, από την πλευρά του, ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 πρέπει να θεωρηθούν πανομοιότυπα από οπτικής απόψεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον παρεμβαίνοντα, εάν οι διαφορές μεταξύ των σημάτων αυτών δεν μπορούσαν να θεωρηθούν απλώς «αμελητέες», θα έπρεπε, τουλάχιστον, να συναχθεί ότι τα σήματα είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια.

56      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα αυτά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, δύο σήματα είναι παρόμοια όταν, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ταυτίζονται, τουλάχιστον εν μέρει, ως προς μία ή πλείονες ουσιώδεις πτυχές [απόφαση της 11ης Μαΐου 2010, Wessang κατά ΓΕΕΑ – Greinwald (star foods), T‑492/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:186, σκέψη 41].

57      Αντιθέτως προς την έννοια της ομοιότητας, η έννοια του πανομοιότυπου συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την καθ’ όλα ταύτιση των δύο συγκρινόμενων στοιχείων. Ωστόσο, δεδομένου ότι, αφενός, η αντίληψη για το πανομοιότυπο πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τον μέσο καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος και ότι, αφετέρου, η αντίληψη για το πανομοιότυπο δεν είναι αποτέλεσμα άμεσης συγκρίσεως όλων των χαρακτηριστικών των συγκρινόμενων στοιχείων, η ύπαρξη αμελητέων διαφορών που μπορεί να μη γίνουν αντιληπτές από τον μέσο καταναλωτή δεν αποκλείει το πανομοιότυπο των προς σύγκριση σημείων. Επομένως, κατά τη νομολογία, ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει, χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από τον μέσο καταναλωτή (βλ., κατ’ αναλογίαν και υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2003, LTJ Diffusion, C‑291/00, EU:C:2003:169, σκέψεις 50 έως 54).

58      Εν προκειμένω, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιέχει ένα στοιχείο που μπορεί να γίνει αντιληπτό ως το κεφαλαίο γράμμα «Κ» σε λευκό χρώμα και με έντονη γραφή, τα άκρα του οποίου είναι εν μέρει στρογγυλεμένα. Το γράμμα αυτό είναι τοποθετημένο στο κέντρο ενός μεγαλύτερου, ορθογώνιου εικονιστικού στοιχείου μαύρου χρώματος, του οποίου οι δύο άνω γωνίες και η κάτω δεξιά γωνία είναι επίσης στρογγυλεμένες. Το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 μπορεί, με τη σειρά του, να γίνει αντιληπτό ως το κεφαλαίο γράμμα «Κ» σε λευκό χρώμα, στο οποίο όλες οι γραμμές που το συνθέτουν, δηλαδή η κάθετη γραμμή και οι συγκλίνουσες διαγώνιες γραμμές στα δεξιά της κάθετης γραμμής, είναι στρογγυλεμένες. Το γράμμα αυτό είναι τοποθετημένο σε μαύρο φόντο το οποίο περιβάλλει το περίγραμμα του γράμματος, χωρίς ωστόσο να σχηματίζει γεωμετρικό σχήμα ικανό να περιγραφεί με ακρίβεια.

59      Βεβαίως, στο μέτρο κατά το οποίο μπορούν να γίνουν αντιληπτά ως το κεφαλαίο γράμμα «Κ», τα δύο αντιπαρατιθέμενα σημεία περιέχουν στοιχείο πανομοιότυπο. Επιπλέον, τα σημεία αυτά έχουν τα ίδια χρώματα, ήτοι λευκό και μαύρο. Αντιθέτως, η γραφική παράσταση του κεφαλαίου γράμματος «Κ» στα δύο σήματα δεν είναι πανομοιότυπη. Πράγματι, στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η κάθετη γραμμή και οι δύο διαγώνιες γραμμές που ανοίγουν προς τα δεξιά, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κεφαλαίου γράμματος «Κ», είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Στο προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, υπάρχει ένα μικρό διάστημα μεταξύ της κάθετης γραμμής του αριστερού μέρους του κεφαλαίου γράμματος «Κ», αφενός, και των διαγώνιων γραμμών της δεξιάς πλευράς του γράμματος αυτού, αφετέρου. Διαφέρει, ακόμη, το στρογγυλεμένο σχήμα των γραμμών που συνθέτουν το κεφαλαίο γράμμα «Κ». Τα άκρα του κεφαλαίου γράμματος «Κ», όπως απεικονίζεται στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, είναι εν μέρει στρογγυλεμένα, ενώ εκείνα του κεφαλαίου γράμματος «Κ» στο προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι τελείως στρογγυλεμένα. Όπως προκύπτει ήδη από τις παρατηρήσεις που έχουν εκτεθεί με τη σκέψη 58 ανωτέρω, διαφέρει επίσης το σχήμα του μαύρου φόντου στα δύο σήματα. Πράγματι, το φόντο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προσιδιάζει, κατά κάποιον τρόπο, σε συννεφάκι κειμένου στο κέντρο του οποίου είναι τοποθετημένο το κεφαλαίο γράμμα «Κ», ενώ το φόντο του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 δεν έχει συγκεκριμένο γεωμετρικό σχήμα.

60      Οι διαφορές αυτές δεν είναι αμελητέες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από τους επαγγελματίες που επιδεικνύουν υψηλού βαθμού προσοχή.

61      Υπό τις περιστάσεις αυτές, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής εντυπώσεως που δημιουργούν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα δύο αυτά σήματα είναι πανομοιότυπα.

62      Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν συντρέχει επίσης λόγος, αντιθέτως προς όσα εξέθεσε το τμήμα προσφυγών με τα σημεία 20 και 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να κριθεί ότι ο βαθμός οπτικής ομοιότητας είναι κατώτερος του μέσου όρου. Στην πραγματικότητα, ο βαθμός οπτικής ομοιότητας πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον μέτριος.

–       Επί της ηχητικής ομοιότητας

63      Με το σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι ήταν αδύνατο να προβεί σε ηχητική σύγκριση μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400. Συναφώς, το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι τα σήματα αυτά είναι αμιγώς εικονιστικά. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, ότι τα σήματα αυτά μπορούν, αμφότερα, να προφερθούν όπως το γράμμα «κ». Κατά τον παρεμβαίνοντα, τα εν λόγω σήματα είναι πανομοιότυπα από ηχητικής απόψεως.

64      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, στο μέτρο κατά το οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να διακρίνει, τόσο στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσο και στο προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, το γράμμα «κ», τα δύο αυτά σήματα είναι δυνατόν να προφερθούν με τον ίδιο τρόπο. Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι, αντιθέτως προς όσα επισήμανε σχετικώς το τμήμα προσφυγών, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα είναι πανομοιότυπα από ηχητικής απόψεως.

–       Επί της εννοιολογικής ομοιότητας

65      Το τμήμα προσφυγών συνήγαγε, με το σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ούτε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ούτε το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 φέρουν κάποια έννοια. Ως εκ τούτου, το αποτέλεσμα της εννοιολογικής συγκρίσεως των δύο αυτών σημάτων είναι «ουδέτερο». Κατά την προσφεύγουσα, τα σήματα αυτά δεν έχουν εννοιολογική σημασία. Ο παρεμβαίνων υποστηρίζει, από την πλευρά του, ότι η παραπομπή στο γράμμα «κ» καθιστά τα σημεία αυτά πανομοιότυπα από εννοιολογικής απόψεως.

66      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση δύο σημάτων που αποτελούνται από ένα και το αυτό γράμμα, διαπιστώνεται ότι η γραφική παράσταση ενός γράμματος ενδέχεται να παραπέμπει, κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, σε σαφώς διακριτή νοητή οντότητα, ήτοι σε συγκεκριμένο φώνημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το γράμμα παραπέμπει σε έννοια.

67      Επομένως, δύο σημεία μπορεί να είναι πανομοιότυπα από εννοιολογικής απόψεως όταν παραπέμπουν στο ίδιο γράμμα του αλφαβήτου [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2011, Emram κατά ΓΕΕΑ – Guccio Gucci (G), T‑187/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:202, σκέψεις 60 και 61· της 10ης Νοεμβρίου 2011, Esprit International κατά ΓΕΕΑ – Marc O’Polo International (Απεικόνιση γράμματος επάνω σε τσέπη), T‑22/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:651, σκέψη 99, και της 8ης Μαΐου 2012, Mizuno κατά ΓΕΕΑ – Golfino (G), T‑101/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:223, σκέψη 56].

68      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το γράμμα «κ» περιέχεται τόσο στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση όσο και στο προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, πρέπει να συναχθεί ότι τα σημεία είναι πανομοιότυπα από εννοιολογικής απόψεως.

 Επί της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως

69      Υπενθυμίζεται ότι η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως γίνεται με δεδομένο ότι υπάρχει ορισμένου βαθμού αλληλεξάρτηση μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, ιδίως δε της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, τυχόν μικρός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών δύναται να αντισταθμιστεί από τον υψηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, The Art Company B & S κατά EUIPO – G-Star Raw (THE ART OF RAW), T‑593/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:572, σκέψη 37].

70      Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω σκέψεις, η συνολική εντύπωση που δημιουργούν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, αφενός, και το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400, αφετέρου, είναι ότι πρόκειται περί δύο σημάτων τα οποία παρουσιάζουν μετρίου βαθμού ομοιότητα από οπτικής απόψεως (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω), αλλά είναι πανομοιότυπα από ηχητικής απόψεως και από εννοιολογικής απόψεως (βλ. σκέψεις 64 και 68 ανωτέρω).

71      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, και αφ’ ης στιγμής οι επίμαχες υπηρεσίες είναι πανομοιότυπες (βλ. σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω), πρέπει να συναχθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων κατά την αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού, ήτοι των επαγγελματιών, τούτο δε παρά την υψηλού βαθμού προσοχή που επιδεικνύουν οι επαγγελματίες.

72      Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο βαθμός προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού συνιστά, ασφαλώς, στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω του βαθμού προσοχής που επιδεικνύει το ενδιαφερόμενο κοινό, μπορούν, εκ των προτέρων, να αποκλειστούν κάθε κίνδυνος συγχύσεως και, επομένως, κάθε δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής [απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Equinix (Germany) κατά ΓΕΕΑ – Acotel (ancotel.), T‑443/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:605, σκέψεις 52 και 53].

73      Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα αφορά τον βαθμό προσοχής που θα επιδείξει το ενδιαφερόμενο κοινό κατά την εξέταση της εμπορικής προελεύσεως των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών. Το ότι το εν λόγω κοινό θα επιδείξει μεγαλύτερη προσοχή ως προς την ταυτότητα του κατασκευαστή του προϊόντος που επιθυμεί να αποκτήσει ή του παρόχου της υπηρεσίας που επιθυμεί να λάβει δεν σημαίνει, αντιθέτως, ότι θα εξετάσει σε όλες του τις λεπτομέρειες το σήμα το οποίο του παρουσιάζεται ή ότι θα συγκρίνει διεξοδικά το σήμα αυτό με άλλο σήμα. Πράγματι, ακόμη και όταν πρόκειται περί κοινού που επιδεικνύει υψηλού βαθμού προσοχή, γεγονός παραμένει ότι τα μέλη του ενδιαφερόμενου κοινού σπανίως έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε άμεση σύγκριση των διάφορων σημάτων, αλλά πρέπει να στηρίζονται στην ατελή εικόνα των σημάτων αυτών την οποία έχουν συγκρατήσει στη μνήμη τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, ancotel., T‑443/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:605, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Εν προκειμένω, μόνον από οπτικής απόψεως δεν είναι πανομοιότυπα το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400. Πράγματι, υπάρχουν διαφορές μεταξύ των εικονιστικών στοιχείων των σημάτων αυτών. Συναφώς, δεν μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σημαντικός αριθμός μελών του ενδιαφερόμενου κοινού να συγκρατήσει στη μνήμη του μια ατελή, μόνον, εικόνα του προγενέστερου σήματος. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατόν, λαμβανομένου υπόψη ότι τα σημεία είναι πανομοιότυπα από ηχητικής και εννοιολογικής απόψεως, το ενδιαφερόμενο κοινό, αντικρίζοντας την εικόνα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, να αντιληφθεί το σήμα αυτό μάλλον ως επικαιροποιημένη και εκσυγχρονισμένη εκδοχή του εν λόγω προγενέστερου σήματος παρά ως διακριτό σήμα με διαφορετική εμπορική προέλευση. Επομένως, οι διαφορές, από οπτικής απόψεως, μεταξύ των εικονιστικών στοιχείων των δύο αντιπαρατιθέμενων σημάτων δεν αρκούν για να αποκλειστεί ο κίνδυνος συγχύσεως.

75      Το συμπέρασμα που έχει συναχθεί με τη σκέψη 71 ανωτέρω δεν κλονίζεται από τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

76      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 έχει ασθενή, μόνον, εγγενή διακριτικό χαρακτήρα και πρέπει, συνεπώς, να τύχει πολύ περιορισμένης προστασίας. Τούτο δε διότι το εν λόγω σήμα συνίσταται σε σημείο ιδιαίτερα συνηθισμένο και κοινό, ήτοι στο κεφαλαίο γράμμα «Κ» ή σε σχήμα το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως το κεφαλαίο γράμμα «Κ» περιβαλλόμενο απλώς από μαύρο περίγραμμα. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα, ένα μεμονωμένο γράμμα του αλφαβήτου αποτελεί εγγενώς ασθενές διακριτικό στοιχείο ενός σημείου δεδομένου ότι δεν προσελκύει την προσοχή των καταναλωτών ούτε μπορεί να θεωρηθεί ευρηματικό. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά τη νομολογία, τα σήματα που αποτελούνται από ένα μόνον γράμμα πρέπει να θεωρούνται ως έχοντα ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, ο οποίος δεν μπορεί να ενισχυθεί για τον λόγο ότι το γράμμα αυτό δεν έχει συνήθως κάποια σημασία σε ορισμένο τομέα. Κατά την άποψή της, η ελάχιστα ευρηματική σύλληψη του προγενέστερου σήματος δεν μπορεί να ενισχύσει τον διακριτικό χαρακτήρα του. Επιπλέον, είναι αρκετά σύνηθες, στα εικονιστικά σήματα, να περιβάλλονται τα γράμματα από μαύρο περίγραμμα.

77      Με το σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, ελλείψει σημασίας του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 όσον αφορά τις υπηρεσίες των κλάσεων 35 και 42, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας του σήματος αυτού είναι «φυσιολογικός». Από το σημείο 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι, κατά την άποψη του τμήματος προσφυγών, η λέξη «φυσιολογικός» αντιστοιχεί, στο πλαίσιο αυτό, στη φράση «μη υπερβαίν[ων] τον μέσο όρο».

78      Κατά τον παρεμβαίνοντα, πρέπει να συναχθεί ότι ο εγγενής διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι μετρίου βαθμού.

79      Μεταξύ των κρίσιμων παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως συγκαταλέγεται ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, THE ART OF RAW, T‑593/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:572, σκέψη 39). Ωστόσο, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο βαθμός του εγγενούς διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος είναι κατώτερος του μέσου όρου, ο ενδεχομένως ασθενής αυτός διακριτικός χαρακτήρας δεν εμποδίζει, αυτός καθεαυτόν, τη διαπίστωση ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 27ης Απριλίου 2006, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑235/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:271, σκέψεις 42 έως 45).

80      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, για την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα σήματος ή στοιχείου σύνθετου σήματος, πρέπει να εξετάζεται η μεγαλύτερη ή μικρότερη ικανότητα του σήματος ή του στοιχείου αυτού να συντελέσει στον προσδιορισμό των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα ως προερχόμενων από συγκεκριμένη επιχείρηση και, κατά συνέπεια, να διακρίνει τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες από εκείνες άλλων επιχειρήσεων. Κατά την εκτίμηση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, οι εγγενείς ιδιότητες του επίμαχου σήματος ή στοιχείου σε σχέση με το ζήτημα αν το σήμα ή το στοιχείο αυτό στερείται ή όχι κάθε περιγραφικού χαρακτήρα όσον αφορά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Sun Cali κατά EUIPO – Abercrombie & Fitch Europe (SUN CALI), T‑512/15, EU:T:2016:527, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

81      Συναφώς, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, πρέπει να θεωρείται ότι γράμμα του αλφαβήτου έχει εγγενή διακριτικό χαρακτήρα εν γένει, αρκεί, εν προκειμένω, να επισημανθούν τα ακόλουθα.

82      Οι στρογγυλεμένες άκρες των λευκών γραμμών του κεφαλαίου γράμματος «Κ» είναι στοιχεία που δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινότοπα ή συνηθισμένα. Επιπροσθέτως, η λευκή κάθετη γραμμή είναι αποκομμένη από το στοιχείο που προσιδιάζει σε αιχμή βέλους. Κατά κανόνα, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν απαντώνται σε συνήθη γραφική παράσταση του κεφαλαίου γράμματος «Κ». Επιπλέον, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι είναι αρκετά σύνηθες, στα εικονιστικά σήματα, να περιβάλλονται τα γράμματα από μαύρο περίγραμμα, πρέπει να υπομνησθεί το σχήμα του μαύρου φόντου που περιέχεται στο προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400. Πράγματι, συναφώς, δεν πρόκειται περί κοινού γεωμετρικού στοιχείου, αλλά περί ασυνήθιστης γραφικής παραστάσεως. Τέλος, όπως υποστηρίζει ο παρεμβαίνων επί του ζητήματος της οπτικής ομοιότητας των σημείων, η εντύπωση που δημιουργεί το προγενέστερο σήμα της Μπενελούξ αριθ. 882400 είναι δυναμική και παιγνιώδης. Τα στοιχεία αυτά συνηγορούν υπέρ του ότι το εν λόγω σήμα παρουσιάζει μετρίου βαθμού εγγενή διακριτικό χαρακτήρα.

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκτίμηση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με τα σημεία 45 και 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος της Μπενελούξ αριθ. 882400 (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω) είναι βάσιμη, ενώ όλα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που μνημονεύονται στη σκέψη 76 ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν.

84      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υπάρχει προγενέστερο σήμα με ασθενή διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω τυχόν ομοιότητας των σημείων και των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2005, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ – Revlon (FLEXI AIR), T‑112/03, EU:T:2005:102, σκέψη 61, και της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Xentral κατά ΓΕΕΑ – Pages jaunes (PAGESJAUNES.COM), T‑134/06, EU:T:2007:387, σκέψη 70].

85      Συμπερασματικά, από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του παραδεκτού του δεύτερου αιτήματος με το οποίο ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να επιτρέψει τη ζητηθείσα καταχώριση του σήματος για τις υπηρεσίες που διαλαμβάνονται στη σκέψη 23 ανωτέρω.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

87      Εν προκειμένω, το EUIPO και ο παρεμβαίνων ζητούν την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα που αφορούν την παρούσα διαδικασία.

88      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το EUIPO και ο παρεμβαίνων στην παρούσα διαδικασία, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

89      Επιπλέον, ο παρεμβαίνων ζητεί να καταδικαστεί η προσφεύγουσα στα έξοδά του στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής ενώπιον του EUIPO.

90      Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, αφ’ ης στιγμής με την παρούσα απόφαση απορρίπτεται η προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα έξοδα που αφορούν τη διαδικασία ανακοπής εξακολουθούν να ρυθμίζονται με το σημείο 3 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Kiosked Oy Ab φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και ο De Vlaamse Radio- en Televisieomroeporganisatie (VRT).

Γρατσίας

Dittrich

Xuereb

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.