Αναίρεση που άσκησε στις 6 Φεβρουαρίου 2012 η Groupe Gascogne SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 16 Νοεμβρίου 2011, στην υπόθεση T-72/06, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-58/12 P)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Groupe Gascogne SA (εκπρόσωποι: P. Hubert και E. Durand, avocats)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή της Groupe Gascogne κατά της αποφάσεως C (2005) 4634 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81 EΚ (υπόθεση COMP/38354 - Βιομηχανικοί σάκοι), και καταδικάσθηκε η Groupe Gascogne στα δικαστικά έξοδα·
να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον επικυρώνει την ποινή που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με την απόφαση της Επιτροπής·
να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί σύμφωνα με όσα αποφασίσει το Δικαστήριο, ή να καθορίσει το ίδιο άμεσα το ύψος της χρηματικής ποινής κατά τρόπο που:
• να μην υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των εταιριών Sachsa και Groupe Gascogne S.A., δηλαδή των μόνων επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην προκείμενη διαδικασία·
• και/ή να λαμβάνει υπόψη την προδήλως υπερβολική χρονική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·
να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, αρνούμενο να εξετάσει τον αντίκτυπο των μεταβολών που επέφερε στην έννομη τάξη της Ενώσεως η θέση σε ισχύ, την 1η Δεκεμβρίου 2009, της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ιδίως δε όσον αφορά τις συνέπειες της εφαρμογής εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, βάσει των οποίων προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας της Groupe Gascogne.
Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως [στο εξής: ΣΛΕΕ] και του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κρίνοντάς την κακώς ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για τις από 1ης Ιανουαρίου 1994 πρακτικές της Sachsa, στηριζόμενο αποκλειστικώς στη διαπίστωση ότι η Groupe Gascogne κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της εταιρίας Sachsa, και επικυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής καθόσον έκρινε ότι η αναιρεσείουσα ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του προστίμου που επεβλήθη στη Sachsa, ύψους 9,90 εκατομμυρίων ευρώ.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, ερμηνεύοντας εσφαλμένα την έννοια του όρου "επιχείρηση" κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, επιβεβαιώνοντας την τήρηση του ανώτατου ορίου που συνίσταται σε ποσοστό 10 % του κύκλου εργασιών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 , σε σχέση με τον ενοποιημένο κύκλο εργασιών της Groupe Gascogne, ενώ, στο μέτρο που η Groupe Gascogne μπορεί να θεωρηθεί αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη για την παράβαση που προσάπτεται στη Sachsa, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να στηριχθεί στο άθροισμα του κύκλου εργασιών μόνον της Groupe Gascogne και της Sachsa, δεδομένου ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να περιληφθούν στην "επιχείρηση" που ευθύνεται για τις προβαλλόμενες ως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές της Sachsa και οι υπόλοιπες θυγατρικές της Groupe Gascogne.
Τέλος, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, τον οποίο προβάλλει επίσης επικουρικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθόσον η υπόθεσή της δεν εκδικάσθηκε εντός ευλόγου προθεσμίας.
____________1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).