Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Νοεμβρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) στις 12 Σεπτεμβρίου 2017 στην υπόθεση T-247/16, Trasta Komercbanka AS κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(Υπόθεση C-665/17 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: V. Di Bucci, A. Steiblytė, K.-Ph. Wojcik)

Λοιποί διάδικοι στην αναιρετική διαδικασία: Trasta Komercbanka AS, Ivan Fursin, Igors Buimisters, C & R Invest SIA, Figon Co. Ltd, GCK Holding Netherlands BV, Rikam Holding SA, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Σεπτεμβρίου 2017 στην υπόθεση T-247/16, Trasta Komercbanka AS, Ivan Fursin, Igors Buimisters, SIA C & R Invest, Figon Co Limited, G.C.K J Holding Netherlands B.V. και Rikam Holding S.A. – SPF κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθόσον με αυτήν απορρίπτεται η ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά την προσφυγή που άσκησαν οι μέτοχοι της Trasta Komercbanka AS·

να απορρίψει την προσφυγή που άσκησαν οι Ivan Fursin, Igors Buimisters, SIA C & R Invest, Figon Co Limited, G.C.K J Holding Netherlands B.V. and Rikam Holding S.A. – SPF ως απαράδεκτη·

να καταδικάσει τους ανωτέρω στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε παραδεκτή προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από μετόχους υπό εκκαθάριση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος κατά αποφάσεως περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος, προκειμένου να παρασχεθεί σε αυτούς το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τα λοιπά ένδικα βοηθήματα που είχε στη διάθεσή του το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ήτοι την εμπρόθεσμη προσφυγή ακυρώσεως και την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και τα λοιπά ένδικα βοηθήματα που είχαν στη διάθεσή τους οι μέτοχοι, ήτοι την αγωγή αποζημιώσεως κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και, ενδεχομένως, άλλα είδη αγωγών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Η αναίρεση βασίζεται στους δύο κατωτέρω λόγους:

1)    Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 263 ΣΛΕΕ όσον αφορά την προϋπόθεση περί εννόμου συμφέροντος. Καθόσον έκρινε ότι οι άμεσοι μέτοχοι παρακωλύθηκαν στην άσκηση του δικαιώματός τους να καθορίζουν τη διαχείριση και την πολιτική της υπό εκκαθάριση εταιρίας, όπως ακριβώς θα έκαναν εάν αυτή εξακολουθούσε να λειτουργεί κανονικά, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως απέστη από τη νομολογία κατά την οποία οι μέτοχοι δεν έχουν έννομο συμφέρον διακριτό από εκείνο της εταιρίας τους. Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως δεν έλαβε υπόψη ότι ακόμα και οι μέτοχοι εν λειτουργία εταιρίας, και ασφαλώς οι μέτοχοι μειοψηφίας, δεν έχουν δικαίωμα να εξαναγκάσουν τη διοίκηση της εταιρίας να ασκήσει ένδικη προσφυγή. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέκρινε, ως όφειλε, μεταξύ των συνεπειών αποφάσεως της εποπτεύουσας τις τράπεζες αρχής περί ανακλήσεως άδειας λειτουργίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και των συνεπειών μεταγενέστερης αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου περί ενάρξεως διαδικασίας εκκαθαρίσεως. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι οι μέτοχοι μιας υπό εκκαθάριση εταιρίας πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν τα δικαιώματά τους κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα ασκούν οι μέτοχοι εν λειτουργία εταιρίας.

2)    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όσον αφορά τις προϋποθέσεις περί ατομικού και άμεσου συμφέροντος.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, δεν έλαβε υπόψη ότι η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή της ταυτότητας των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω μέτρο τους αφορά ατομικώς, στον βαθμό που το μέτρο αυτό εφαρμόζεται δυνάμει αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως καθοριζόμενης από το ίδιο το μέτρο. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος αφορά τους μετόχους του, ενώ αφορά το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και μόνον. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έθιγε τους μετόχους λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που τους διαφοροποιεί σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ενώ η εν λόγω απόφαση αφορούσε μόνον το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και δεν επηρέαζε τα δικαιώματα των μετόχων. Τέλος, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο μοναδικός μέτοχος μιας εταιρίας δύναται να θιγεί ατομικώς από απόφαση της [Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας] αναφορικά με την εταιρία, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως εξομοίωσε την περίπτωση μεμονωμένων μετόχων της μειοψηφίας προς την κατάσταση του μοναδικού μετόχου.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι οι μέτοχοι θίγονται άμεσα από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, διότι παρέλειψε να διακρίνει μεταξύ των συνεπειών της εν λόγω ανακλήσεως και των συνεπειών αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου περί ενάρξεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έθιγε άμεσα τους μετόχους λόγω της βαρύτητας των συνεπειών της. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν διέκρινε, ως όφειλε, μεταξύ των έννομων συνεπειών της αποφάσεως, οι οποίες περιορίζονται στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καθεαυτό, και των οικονομικών της συνεπειών, οι οποίες δύνανται κάλλιστα να εκτείνονται και στους μετόχους του εν λόγω ιδρύματος.

____________