Language of document : ECLI:EU:C:2013:32

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Ιανουαρίου 2013 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Διαγραφή κατά 65 % φορολογικής οφειλής στο πλαίσιο συλλογικής διαδικασίας πτωχεύσεως – Απόφαση διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή – Όρια του δικαστικού ελέγχου – Το Γενικό Δικαστήριο υποκαθιστά με το δικό του σκεπτικό τις παρατιθέμενες στην επίδικη απόφαση αιτιολογικές σκέψεις – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων»

Στην υπόθεση C‑73/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ασκηθείσα στις 17 Φεβρουαρίου 2011,

Frucona Košice a.s., με έδρα το Košice (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τους P. Lasok, QC, J. Holmes και B. Hartnett, barristers, καθώς και από τον O. Geiss, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Walkerová και L. Armati, καθώς και από τον B. Martenczuk, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από:

τη St. Nicolaus – trade a.s., με έδρα την Bratislava (Σλοβακία), εκπροσωπούμενη από τον N. Smaho, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh, A. Arabadjiev (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2012,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Frucona Košice a.s. (στο εξής: Frucona Košice) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 2010 στην υπόθεση Τ‑11/07, Frucona Košice κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑5453, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απερρίφθη η προσφυγή της πρώτης περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/254/ΕΚ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 7ης Ιουνίου 2006, περί της κρατικής ενισχύσεως C 25/05 (πρώην NN 21/05), που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice a.s. (ΕΕ L 112, σ. 14, στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

2        Η Frucona Košice, εταιρία σλοβακικού δικαίου, δραστηριοποιούνταν μεταξύ άλλων στον τομέα της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών.

3        Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η Frucona Košice, η οποία είχε επιτύχει στο παρελθόν επανειλημμένα παράταση για την καταβολή των φορολογικών οφειλών της, δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τους οφειλόμενους για τον μήνα Ιανουάριο 2004 ειδικούς φόρους καταναλώσεως.

4        Κατόπιν τούτου, στις 6 Μαρτίου 2004 της αφαιρέθηκε η άδεια παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Έκτοτε, περιορίστηκε στη διανομή, υπό την επωνυμία «Frucona», των οινοπνευματωδών ποτών τα οποία αγόραζε από επιχείρηση, η οποία τα παρήγαγε με τη σειρά της, βάσει αδείας εκ συμφωνίας, στις εγκαταστάσεις της Frucona Košice.

5        Η Frucona Košice περιήλθε σε κατάσταση υπερχρεωμένης εταιρίας κατά την έννοια του νόμου 328/1991 περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού (zákon č. 328/1991 Zb. o konkurze a vyrovnaní, στο εξής: νόμος περί δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχευτικού συμβιβασμού).

6        Όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, οι διαδικασίες της δικαστικής εκκαθαρίσεως και του πτωχευτικού συμβιβασμού τελούν υπό τον έλεγχο δικαστηρίου με σκοπό την τακτοποίηση της οικονομικής καταστάσεως υπερχρεωμένων εταιριών. Ενώ η δικαστική εκκαθάριση οδηγεί στη λύση της υπερχρεωμένης εταιρίας, ο πτωχευτικός συμβιβασμός τής επιτρέπει να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές της με την επίτευξη συμφωνίας, δυνάμει της οποίας η υπερχρεωμένη εταιρία καταβάλλει ένα μέρος των οφειλών της έναντι διαγραφής του υπολοίπου του χρέους της.

7        Ο γενικός διευθυντής της Frucona Košice είχε συναντηθεί στις 16 Δεκεμβρίου 2003, αλλά και στις 23 και 30 Ιανουαρίου 2004, με εκπροσώπους της σλοβακικής γενικής διευθύνσεως φόρων και με τον Σλοβάκο Υπουργό Οικονομικών με πρόθεση να τους προτείνει μεταξύ άλλων τον υπολογισμό του ύψους των φορολογικών υποχρεώσεων της εταιρίας μέσω πτωχευτικού συμβιβασμού.

8        Στις 8 Ιανουαρίου 2004 η αναιρεσείουσα εταιρία ήλθε σε επί τούτου επαφή και με το γραφείο Košice IV (στο εξής: τοπική φορολογική αρχή) στο οποίο και υπαγόταν και το οποίο δεν απέρριψε την κήρυξη πτωχευτικού συμβιβασμού.

9        Στις 8 Μαρτίου 2004 η Frucona Košice υπέβαλε ενώπιον του Krajský súd v Košiciach (περιφερειακό δικαστήριο του Košice) (Σλοβακία) αίτηση περί κινήσεως της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού, προτείνοντας στον κάθε πιστωτή της την εξόφληση του 35 % του οφειλόμενου αντιστοίχως ποσού (στο εξής: προταθείς πτωχευτικός συμβιβασμός). Το συνολικό χρέος της Frucona Košice ανερχόταν σε περίπου 644,6 εκατομμύρια σλοβακικές κορώνες (SKK), εκ των οποίων 640,8 εκατομμύρια SKK ως φορολογικές οφειλές.

10      Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach ενέκρινε την κίνηση της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού υιοθετώντας μεταξύ άλλων την περί αυτού πρόταση.

11      Προκειμένου να παράσχει στην τοπική φορολογική αρχή την ευχέρεια να αξιολογήσει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα του προταθέντος πτωχευτικού συμβιβασμού, της δικαστικής εκκαθαρίσεως και της διαδικασίας εκτελέσεως λόγω φορολογικών οφειλών, η Frucona Košice τής υπέβαλε στις 26 Απριλίου 2004 έκθεση λογιστικού ελέγχου την οποία συνέταξε ο ορκωτός λογιστής της (στο εξής: έκθεση Κ) και στις 7 Ιουλίου 2004 έτερη έκθεση λογιστικού ελέγχου την οποία συνέταξε ανεξάρτητη ελεγκτική εταιρία (στο εξής: έκθεση Ε).

12      Η σλοβακική φορολογική αρχή διενήργησε στις 21 Ιουνίου 2004 επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της νυν αναιρεσείουσας. Κατά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκε ότι στις 17 Ιουνίου 2004 τα διαθέσιμά της σε ρευστό ανέρχονταν σε 161,3 εκατομμύρια SKK.

13      Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2004, η γενική διευθύντρια της γενικής διευθύνσεως φόρων της Σλοβακίας κάλεσε την τοπική φορολογική αρχή να μη δεχθεί τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό με το αιτιολογικό ότι η σχετική πρόταση δεν ήταν ευνοϊκή για τη Σλοβακική Δημοκρατία.

14      Στις 9 Ιουλίου 2004 οι δανειστές της Frucona Košice, περιλαμβανομένης της σλοβακικής φορολογικής αρχής, αποδέχθηκαν τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.

15      Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2004, το Krajský súd v Košiciach επικύρωσε τον πτωχευτικό συμβιβασμό και υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι ο τελευταίος προέβλεπε την κατά 35 % εξόφληση της οφειλής προς τη σλοβακική φορολογική αρχή, και συγκεκριμένα την καταβολή ποσού ύψους περί τα 224,3 εκατομμύρια SKK.

16      Η σλοβακική γενική διεύθυνση φόρων έθεσε σε διαθεσιμότητα και αντικατέστησε αυθημερόν τον διευθυντή της τοπικής φορολογικής αρχής στον οποίο και απαγγέλθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2004 η κατηγορία διαπράξεως απάτης και υπεξαιρέσεως λόγω της εκ μέρους της τοπικής φορολογικής αρχής αποδοχής του προταθέντος πτωχευτικού συμβιβασμού. Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2006, το Špeciálny súd v Pezinku (ειδικό δικαστήριο του Pezinok) (Σλοβακία) τον απάλλαξε από όλες τις εις βάρος του κατηγορίες.

17      Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2004, η τοπική φορολογική αρχή διευκρίνισε στη Frucona Košice ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής του πτωχευτικού συμβιβασμού συνιστούσαν έμμεση και υποκείμενη στην έγκριση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρατική ενίσχυση.

18      Η Frucona Košice κατέβαλε στις 17 Δεκεμβρίου 2004 μεταξύ άλλων στην τοπική φορολογική αρχή ποσό ύψους 224,3 εκατομμυρίων SKK, αντιστοιχούν στο 35 % της συνολικής οφειλής της. Με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2004, το Krajský súd v Košiciach περάτωσε τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού. Στις 18 Αυγούστου 2006 το Krajský súd v Košiciach διόρθωσε το ποσό το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στην τοπική φορολογική αρχή υπολογίζοντάς το στα 224,1 εκατομμύρια SKK.

19      Στις 15 Οκτωβρίου 2004 υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία αφορώσα υποτιθέμενη παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ της Frucona Košice.

20      Με έγγραφο της 4ης Ιανουαρίου 2005, η Σλοβακική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή, κατόπιν του αιτήματος της τελευταίας περί παροχής πληροφοριακών στοιχείων, για το ενδεχόμενο η Frucona Košice να είχε λάβει παρανόμως κρατική ενίσχυση και της ζήτησε να την εγκρίνει ως ενίσχυση σκοπούσα στη διάσωση προβληματικής εταιρίας.

21      Η Επιτροπή, αφού συγκέντρωσε συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία, κοινοποίησε στη Σλοβακική Δημοκρατία, με έγγραφο της 5ης Ιουλίου 2005, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με το επίμαχο μέτρο. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ 2005, C 233, σ. 47).

22      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 7 Ιουνίου 2006 την επίδικη απόφαση, στο άρθρο 1 της οποίας διαπιστώνεται, υπό μορφή διατακτικού, ότι είναι ασύμβατη προς την κοινή αγορά η χορηγηθείσα από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice κρατική ενίσχυση ύψους 416 515 990 SKK και με το άρθρο 2 της οποίας διατάσσεται η ανάκτησή της.

23      Στο αφορών την εκτίμηση αν και κατά πόσον πρόκειται για κρατική ενίσχυση μέρος της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός περιελάμβανε όρους διακανονισμού του χρέους ισχύοντες πανομοιότυπα τόσο για τους ιδιώτες πιστωτές όσο και για τη φορολογική αρχή, μολονότι η τελευταία τελούσε, λόγω της ιδιότητάς της ως προνομιούχου πιστωτή στο πλαίσιο της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, σε πλεονεκτικότερη από νομικής και οικονομικής απόψεως θέση έναντι των ιδιωτών πιστωτών.

24      Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή επέβαλλε τον έλεγχο του αν η τοπική φορολογική αρχή «εισέπραξε περισσότερα αποδεχόμενη τους όρους της διαδικασίας [του πτωχευτικού συμβιβασμού] που πρότεινε [η Frucona Košice], σε σύγκριση με τα πιθανά αποτελέσματα μιας διαδικασίας [δικαστικής εκκαθαρίσεως] ή [διαδικασίας εκτελέσεως λόγω φορολογικών οφειλών]».

25      Μελετώντας το εκ της δικαστικής εκκαθαρίσεως αποτέλεσμα, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η έκθεση Ε δεν αποτελούσε αξιόπιστη βάση καθόσον θεμελιωνόταν στην κατάσταση των στοιχείων ενεργητικού της Frucona Košice στις 31 Μαρτίου 2004 και όχι ιδίως σε εκείνη της 17ης Ιουνίου 2004. Υπό την έννοια αυτή, οι επιλεγέντες με την έκθεση Ε συντελεστές ρευστοποιήσεως ήσαν εξαιρετικά χαμηλοί. Πέραν τούτου, δεν διευκρινιζόταν η μέθοδος υπολογισμού τους. Επιπλέον, υπό το φως άλλων διαθεσίμων εκτιμήσεων, ο υπολογισμός των συνδεομένων με τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως διαφόρων δικαιωμάτων, αφαιρουμένων από το προϊόν της πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού, παρίστατο ως αμφιβόλου σοβαρότητας.

26      Βάσει των εγγράφων τα οποία διέθετε, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η πώληση των περιουσιακών στοιχείων μέσω [δικαστικής εκκαθαρίσεως] θα [απέφερε] κατά πάσα πιθανότητα μεγαλύτερα έσοδα» έναντι του πτωχευτικού συμβιβασμού και ότι, λόγω του νομικού καθεστώτος της τοπικής φορολογικής αρχής ως προνομιούχου πιστωτή, «το σύνολο σχεδόν των εσόδων που θα αποκομίζονταν από τη [δικαστική εκκαθάριση] θα [περιέρχονταν]» στην ίδια. Αναφορικά με τα έσοδα από τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα.

27      Ακολούθως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η γενική διεύθυνση φόρων της Σλοβακικής Δημοκρατίας ήταν αντίθετη προς τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό και απέκλεισε την περίπτωση λυσιτελείας, για τους σκοπούς της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τυχόν συμφερόντων του Δημοσίου μακροπροθέσμως, όπως η διατήρηση των προερχομένων από τις δραστηριότητες της Frucona Košice φορολογικών εσόδων του.

28      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν το ισχύον στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, οπότε το επίδικο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση ίση με το ποσό του διαγραφέντος από την τοπική φορολογική αρχή χρέους. Τέλος, κατά την εκτίμησή της, η συγκεκριμένη ενίσχυση ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 12 Ιανουαρίου 2007, η Frucona Košice ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

30      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουνίου 2007, η εταιρία St. Nicolaus – trade a.s. (στο εξής: St. Nicolaus – trade a.s.) ζήτησε να παρέμβει στη δίκη υπέρ της Επιτροπής. Το εν λόγω αίτημα έγινε δεκτό με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2007.

31      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Frucona Košice προέβαλε δέκα λόγους ακυρώσεως, ο τέταρτος εκ των οποίων αντλούνταν από πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πραγματικά περιστατικά στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή εκτιμώντας ότι, για τους σκοπούς του χαρακτηρισμού του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, η δικαστική εκκαθάριση παρίστατο επωφελέστερη σε σχέση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό, οπότε δεν πληρούνταν το κριτήριο του συνετού ιδιώτη πιστωτή.

32      Με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, η Frucona Košice υποστήριξε κατά βάσην ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, ιδίως όσον αφορά τα προσκομισθέντα από την ίδια την εταιρία αποδεικτικά στοιχεία, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως και την επίπτωσή της επί της επιλογής στην οποία καλούνταν να προβεί ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος στην κατάσταση της φορολογικής αρχής.

33      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε καταρχάς ότι, επειδή η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή απαιτεί πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ο έλεγχος της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως έπρεπε να περιοριστεί στο αν η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

34      Ακολούθως, έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε, για τους σκοπούς του ελέγχου αυτού, να ληφθούν υπόψη η ιδιότητα της σλοβακικής φορολογικής αρχής ως προνομιούχου πιστωτή, η ιδιαίτερα συνετή εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής αναφορικά με το προϊόν πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού της Frucona Košice στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, καθώς και το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς την πτωχευτική διαδικασία, η δικαστική εκκαθάριση δεν προβλέπει απόσβεση χρέους.

35      Υπό το φως των σχετικών εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 123 έως 129 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι:

«123      Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα της [Frucona Košice] ότι δεν ελήφθη υπόψη η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία και οι εκθέσεις τρίτων επί του ζητήματος αυτού, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η [εν λόγω εταιρία], η Επιτροπή όχι μόνον παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 54 της [επίδικης] αποφάσεως, την άποψη της Σλοβακικής Δημοκρατίας ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν μικρότερη του μέσου όρου, αλλ’ επιπλέον παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 40 της [επίδικης] αποφάσεως, και την άποψη της [Frucona Košice] ότι η δικαστική εκκαθάριση στη Σλοβακία διαρκεί από τρία έως επτά έτη. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η [Frucona Košice] επικαλείται, προς στήριξη της απόψεώς της, στοιχεία, στατιστικά δεδομένα και την περίπτωση σλοβακικής εταιρίας ευρισκόμενης σε κατάσταση παρόμοια με τη δική της. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της το εν λόγω ζήτημα και την άποψη της [Frucona Košice] επ’ αυτού.

124      Όσον αφορά, εξάλλου, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, τονίζεται ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η [Frucona Košice] στερούνται αξιοπιστίας και συνοχής. Συγκεκριμένα, η [Frucona Košice] έθεσε υπόψη της Επιτροπής μια γενική εκτίμηση σχετικά με τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία, χωρίς να έχει λάβει υπόψη της τα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως. Επίσης, ορισμένες από τις εκτιμήσεις αυτές έγιναν κατά προσέγγιση και ήταν, σε ορισμένο βαθμό, αντιφατικές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, η [Frucona Košice] επικαλείται τις προαναφερθείσες στη σκέψη 96 ανωτέρω τέσσερις εκθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η δικαστική εκκαθάριση διαρκεί, αντιστοίχως, τέσσερα έτη και οκτώ μήνες, τρεις μήνες έως επτά έτη ή περισσότερο από έξι έτη.

125      Η [Frucona Košice] επικαλείται επίσης τις εκθέσεις της Επιτροπής των ετών 2002 και 2003 σχετικά με την πρόοδο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ενόψει της προσχωρήσεώς της στην Ένωση. Κατά την [εν λόγω εταιρία], η Επιτροπή κάνει λόγο, με τις εκθέσεις αυτές, για δυσχέρειες και για βελτιώσεις που απαιτούνται όσον αφορά τις διαδικασίες δικαστικής εκκαθαρίσεως και πτωχεύσεως στη Σλοβακία. Διαπιστώνεται, πάντως, ότι οι εκθέσεις αυτές της Επιτροπής αφορούν μεν τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία, αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως.

126      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η [Frucona Košice] παρέλειψε να αναφέρει τα πορίσματα της εκθέσεως K, σχετικά με την πιθανή διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεώς της. Με [την έκθεση Κ], την οποία προσκόμισε η ίδια η [Frucona Košice] στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως εκτιμήθηκε σε “δύο έτη περίπου (ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας του εκκαθαριστή)”. Τονίζεται, πάντως, ότι η εν λόγω εκτίμηση περί της διάρκειας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, εκτός του ότι είναι προδήλως πολύ περισσότερο αισιόδοξη σε σχέση με άλλες εκτιμήσεις που επικαλέστηκε η [Frucona Košice], επιπλέον αφορά ειδικά την [ίδια την εταιρία].

127      Επίσης, όπως προβάλλει η Επιτροπή, όταν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, ο αριθμός των δανειστών δεν είναι μεγάλος και υφίστανται στοιχεία του ενεργητικού με θετική αξία εκκαθαρίσεως, η διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως μπορεί να είναι μικρότερη από τον μέσο όρο. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθώς οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η απαίτηση της σλοβακικής φορολογικής αρχής έναντι της [Frucona Košice] αντιστοιχεί περίπου στο 99 % του παθητικού της εταιρίας. Επομένως, η σλοβακική φορολογική αρχή μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Η [Frucona Košice] ισχυρίζεται, βέβαια, ότι, λόγω των χαρακτηριστικών, της γεωγραφικής θέσεως και της παλαιότητας των περισσοτέρων στοιχείων του ενεργητικού της, η αναζήτηση αγοραστή θα ήταν δυσχερής και, συνεπώς, η δικαστική εκκαθάριση θα καθυστερούσε. Ωστόσο, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 88 της [επίδικης] αποφάσεως, ο ισχυρισμός αυτός της [Frucona Košice] […] κρίνεται αβάσιμος βάσει πολλών στοιχείων και, ειδικότερα, βάσει του ότι κατέστη δυνατή η πώληση στοιχείων του ενεργητικού της μετά την αφαίρεση της άδειας παραγωγής και επεξεργασίας οινοπνευματωδών.

[…]

129      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.»

36      Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε και τους υπολοίπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η Frucona Košice, οπότε απέρριψε και την προσφυγή της και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

 Αιτήματα των διαδίκων

37      Η Frucona Košice ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθό μέρος απερρίφθησαν με αυτή οι προβληθέντες με την προσφυγή τέταρτος και έκτος λόγοι ακυρώσεως·

–        να κάνει δεκτούς ως βασίμους τους ανωτέρω λόγους·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου τούτο να αποφανθεί επί των πέμπτου, έκτου, εβδόμου, ογδόου και ενάτου λόγων της προσφυγής, καθόσον αφορούν τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τη Frucona Košice στα δικαστικά έξοδα.

39      Η εταιρία St. Nicolaus – trade a.s. ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει τη Frucona Košice στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

40      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Frucona Košice προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε δύο σκέλη αφορώντα, το μεν πρώτο, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, το δε δεύτερο, τη λυσιτέλεια εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης ως προς την εκτίμηση των συντελεστών ρευστοποιήσεως.

41      Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, η Frucona Košice προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υποκατέστησε με τη δική του συλλογιστική εκείνη η οποία απαντά στην επίδικη απόφαση και ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη αφορώντα, το πρώτο, το κόστος της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, το δεύτερο, τη διάρκειά της, το τρίτο, την επιδειχθείσα από την Επιτροπή σύνεση κατά την εκτίμησή της, και, το τέταρτο, τη λυσιτέλεια ως προς το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο του χρέους μετά την εν λόγω εκκαθάριση.

42      Κατά πρώτον, επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως τα οποία άπτονται της διάρκειας της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως.

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

43      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αναιρέσεως, η Frucona Košice υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

44      Κατά την άποψη της Frucona Košice, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, την κατάσταση με τον τρόπο βάσει του οποίου θα το έπραττε ένας ιδιώτης πιστωτής υπό το φως των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία θα διέθετε ο ίδιος κατά την κήρυξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την a posteriori εκτίμηση της Επιτροπής η οποία δεν λαμβάνει, κατά την αναιρεσείουσα, υπόψη της ορισμένους κινδύνους και προθεσμίες που θα επηρέαζαν ενδεχομένως τη λήψη αποφάσεως ενός ιδιώτη πιστωτή κατά την εξέταση των αντιστοίχων πλεονεκτημάτων της δικαστικής εκκαθαρίσεως και της πτωχευτικής διαδικασίας.

45      Ειδικότερα, κατά τη Frucona Košice, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στο να ελέγξει αν η πραγματοποιηθείσα από την Επιτροπή ανάλυση εμπεριείχε λάθη και όχι αν αυτή χώρησε λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη ενός συνετού ιδιώτη πιστωτή.

46      Κατά τη Frucona Košice, το συγκεκριμένο κριτήριο απαιτεί να εξετάζεται αν, λαμβάνοντας υπόψη πληροφοριακά στοιχεία ευλόγως διαθέσιμα κατά τον χρόνο κηρύξεως του πτωχευτικού συμβιβασμού, το επίδικο μέτρο παρείχε προδήλως σημαντικότερο πλεονέκτημα σε σχέση με την επιλεγείσα από ιδιώτη πιστωτή ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση λύση.

47      Κατά την αναιρεσείουσα, λοιπόν, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε καταρχάς να διαπιστώσει αν τα αφορώντα τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως πληροφοριακά στοιχεία ήσαν ικανά να επηρεάσουν τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός υποτιθεμένου ιδιώτη πιστωτή. Στη συνέχεια, θα όφειλε να ελέγξει αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει αν η ίδια είχε προσδώσει στα ανωτέρω πληροφοριακά στοιχεία τη δέουσα βαρύτητα.

48      Η Frucona Košice θεωρεί ότι, προκειμένου να επιλέξει μεταξύ διαφόρων τρόπων εισπράξεως οφειλής, ένας συνετός ιδιώτης πιστωτής θα ελάμβανε υπόψη του διάφορα διαθέσιμα εν προκειμένω πληροφοριακά στοιχεία αφορώντα τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας αλλά και τις συναφείς αβεβαιότητες. Όθεν, οι διάφορες εκθέσεις και τα έγγραφα σχετικά με τη δικαστική εκκαθάριση της εταιρίας Liehofruct, η οποία είχε προηγηθεί στον ίδιο εμπορικό τομέα, περιελάμβανε, κατά τη Frucona Košice, λυσιτελή υπό νομική έποψη πληροφοριακά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούνταν να λάβει υπόψη, όπερ παρέλειψε να πράξει, υποπίπτοντας έτσι σε πλάνη περί το δίκαιο την οποία το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποδοκιμάσει.

49      Η Frucona Košice διευκρινίζει ότι, καθό μέτρο αποφάνθηκε ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των εκθέσεων αφορούσε πραγματικό ζήτημα, ήτοι τη διάρκεια των πτωχευτικών διαδικασιών, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογήσεως η ίδια απολαύει ευχέρειας εκτιμήσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον ετίθετο το ζήτημα της επιπτώσεως των εν λόγω πληροφοριακών στοιχείων επί της εκ μέρους ενός συνετού ιδιώτη πιστωτή εκτιμήσεως.

50      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου της αναιρέσεως, η Frucona Košice υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως, το Γενικό Δικαστήριο δικαιολόγησε μεταξύ άλλων, στηριζόμενο σε δικό του σκεπτικό, την έλλειψη εξετάσεως των ανωτέρω στοιχείων από την Επιτροπή.

51      Συγκεκριμένα, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο δεν τήρησε το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως δοθέντος ότι οι αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες αυτό παραπέμπει με την ανωτέρω σκέψη του δεν φαίνεται να εκφράζουν την άποψη της Επιτροπής ως προς τη διάρκεια των διαφόρων διαδικασιών, αλλά παραθέτουν τις θέσεις της Frucona Košice και της Σλοβακικής Δημοκρατίας.

52      Αποφαινόμενο, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα προσκομισθέντα από τη Frucona Košice στοιχεία στερούνται αξιοπιστίας και συνοχής, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε παρανόμως, προκειμένου να απορρίψει τη σχετική επιχειρηματολογία, νέες αιτιολογικές σκέψεις στην εκτιθέμενη με την επίδικη απόφαση συλλογιστική. Εξάλλου, η θέση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή διέθετε πλείονες εκτιμήσεις ως προς την πιθανολογούμενη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως στη Σλοβακία δεν έδωσε απάντηση στην αναπτυχθείσα από τη Frucona Košice επιχειρηματολογία.

53      Απορρίπτοντας, στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τη λυσιτέλεια των εκθέσεων της Επιτροπής των ετών 2002 και 2003, σχετικά με την πρόοδο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ενόψει της προσχωρήσεώς της στην Ένωση, με το σκεπτικό ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τα χαρακτηριστικά της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε επίσης ένα επιχείρημα επί του οποίου δεν στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την επίδικη απόφασή της. Εξάλλου, η συλλογιστική αυτή στερείται κύρους καθόσον, όταν εφαρμόζει το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, συχνά η Επιτροπή στηρίζεται εν μέρει σε γενικές πληροφορίες ως προς τις οικονομικές συνθήκες εντός του οικείου κράτους μέλους.

54      Επισημαίνοντας, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με την εκτίμηση μιας από τις προσκομισθείσες από τη Frucona Košice εκθέσεις, η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως ανερχόταν σε περίπου δύο έτη, το Γενικό Δικαστήριο απεπειράθη εκ νέου να παράσχει το ίδιο ένα λόγο επεξηγούντα το ότι δεν ελήφθη υπόψη η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Άλλωστε, τυχόν διετής διάρκεια παρέμενε ανώτερη της τετράμηνης προθεσμίας η οποία απαιτείται για την εύρεση κεφαλαίων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

55      Ομοίως, με βάση και πάλι το δικό του σκεπτικό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, αν εν προκειμένω είχε λάβει χώρα διαδικασία δικαστικής εκκαθαρίσεως, η διάρκειά της θα ήταν βραχύτερη της συνήθους διάρκειας μια τέτοιας διαδικασίας.

56      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι, για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, πρέπει να διαπιστώνεται αν τις χορηγούμενες από κράτος μέλος διευκολύνσεις πληρωμής θα χορηγούσε και ιδιώτης πιστωτής ή αν είναι πρόδηλο ότι ο τελευταίος δεν θα προέβαινε σε παρόμοιες διευκολύνσεις. Την ερμηνεία αυτή επιρρωννύει η διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει η Επιτροπή οσάκις χωρεί σε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, όπως αυτές τις οποίες επιβάλλει η εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

57      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο, ήτοι το συνιστάμενο στο αν η δημόσια αρχή ενήργησε με τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργούσε ο τελών, βάσει των περιστάσεων, στην ίδια κατάσταση ιδιώτης πιστωτής και έκρινε βασίμως ότι ο δικός του έλεγχος περιοριζόταν στον εντοπισμό των τυχόν προδήλων πλανών στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

58      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αφορώντα την έλλειψη αναφοράς του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και την έκταση του ελέγχου από το Γενικό Δικαστήριο των εκτιμήσεων της Επιτροπής επιχειρήματα της Frucona Košice ανάγονται στον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησαν τα αποδεικτικά στοιχεία και δεν άπτονται επομένως της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο.

59      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή παρατηρεί προκαταρκτικώς ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα του ιδιώτη πιστωτή πρέπει να εδράζεται σε αξιολόγηση του συνόλου των συναφών παραμέτρων, ενώ η Frucona Košice δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση ορισμένων από τις πολυάριθμες αυτές παραμέτρους.

60      Ως προς τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε στην πράξη ότι η Επιτροπή δεν είχε αγνοήσει με την επίδικη απόφασή της το ζήτημα αυτό, πλην όμως έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα παρατιθέμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 17, 40 και 54 της επίδικης αποφάσεως πληροφοριακά στοιχεία, παρείλκε η απόφανση επί της διάρκειας της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως ως παραμέτρου απαγορευτικής της εγκρίσεως μιας τέτοιας διαδικασίας.

61      Στη σκέψη 124 της αποφάσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε απλώς τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή. Η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αναφορά, στις σκέψεις 125 και 126 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε μη απαντώσες στην επίδικη απόφαση εκθέσεις δεν συνιστά παρά obiter dictum.

62      Στη σκέψη 127 της ιδίας αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε στο να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή προκειμένου να ελέγξει αν η τελευταία είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι δεν υποχρεούται να απαντά ειδικά σε κάθε επιχείρημα προβαλλόμενο από τον δικαιούχο υποτιθέμενης ενισχύσεως και ότι δεν ασχολήθηκε κωλυσιεργώντας με θέματα αφορώντα τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεδομένου ότι, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την ιδιότητα της τοπικής φορολογικής αρχής ως προνομιούχου πιστωτή, το ζήτημα δεν ήταν τέτοιο ώστε να ανησυχεί έναν υποτιθέμενο ιδιώτη πιστωτή.

63      Ως εκ τούτου, είναι αβάσιμη η επ’ αφορμή του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως επιχειρηματολογία της Frucona Košice με την οποία διώκεται να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε με τη συλλογιστική του εκείνη της Επιτροπής.

64      Η εταιρία St. Nicolaus – trade a.s. υποστηρίζει ότι, για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, έχει σημασία να τεθεί το ερώτημα αν ένας ιδιώτης επενδυτής προέβη στην επίμαχη συναλλαγή υπό τους ίδιους όρους και, σε αρνητική περίπτωση, να εξεταστεί ποιοι θα ήσαν αυτοί οι όροι.

65      Υπογραμμίζει ότι για την τοπική φορολογική αρχή η εκ μέρους της Frucona Košice άμεση καταβολή της πιστώσεώς της δεν συνιστούσε αναγκαιότητα κατά τον χρόνο κατά τον οποίο απεδέχθη τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό. Επομένως, ένας ιδιώτης πιστωτής, τελών σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη της τοπικής φορολογικής αρχής, δεν θα ήταν διατεθειμένος να αποποιηθεί τη δυνατότητα να τύχει της καταβολής σε περίπτωση προσφοράς μεγαλύτερης από εκείνη του πτωχευτικού συμβιβασμού.

66      Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η εταιρία St. Nicolaus – trade a.s. υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το επίδικο ζήτημα. Το θεσμικό αυτό όργανο διαθέτει συναφώς, κατά την άποψη της εν λόγω εταιρίας, ευρεία διακριτική ευχέρεια, στην προκειμένη δε περίπτωση εκτίμησε την πραγματική κατάσταση της οποίας επελήφθη κυρίως υπό το φως της πολυπλοκότητας μιας διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως, του αριθμού των πιστωτών και του γεγονότος ότι η φορολογική αρχή δεν ήταν απλώς ο διαθέτων την πλειοψηφία αλλά και ο προνομιούχος πιστωτής της Frucona Košice. Επί της βάσεως αυτής, Επιτροπή και Γενικό Δικαστήριο εκτίμησαν ορθώς ότι η διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα περατωνόταν πιθανότατα εντός βραχύτερης προθεσμίας από τη συνήθως απαιτούμενη για την ολοκλήρωση μιας τέτοιας διαδικασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67      Η Frucona Košice προσάπτει κατά βάση στο Γενικό Δικαστήριο, το μεν, ότι περιορίστηκε στο να ελέγξει αν η πραγματοποιηθείσα από την Επιτροπή ανάλυση εμπεριείχε πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση, το δε, ότι παρέλειψε να εξετάσει αν η σχετική ανάλυση χώρησε υπό το πρίσμα ενός ιδιώτη πιστωτή. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, κατά την άποψή της, να ελέγξει αν τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός ιδιώτη πιστωτή και αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία. Αντί να χωρήσει στον έλεγχο αυτό, δικαιολόγησε, βάσει του δικού του σκεπτικού, την έλλειψη εξετάσεως των συγκεκριμένων στοιχείων με την επίδικη απόφαση.

68      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

69      Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (αποφάσεις της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. Ι‑7907, σκέψη 34, και της 19ης Μαΐου 1999, C‑6/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι‑2981, σκέψη 15).

70      Εντούτοις, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ όταν η επωφελούμενη δημόσια επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος με εκείνο που τέθηκε στη διάθεσή της με χρήση κρατικών πόρων (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, C‑124/10 P, Επιτροπή κατά EDF κ.λπ., σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Η εκτίμηση αυτή χωρεί όταν ένας δημόσιος πιστωτής παρέχει διευκολύνσεις πληρωμών για την καταβολή χρέους που του οφείλει επιχείρηση, εφαρμόζοντας, καταρχήν, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή. Πράγματι, το κριτήριο αυτό, όταν είναι εφαρμοστέο, περιλαμβάνεται στα στοιχεία τα οποία η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιας ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 1999, C‑342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι‑2459, σκέψη 46, και της 29ης Ιουνίου 1999, C‑256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. Ι‑3913, σκέψη 24, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψεις 78 και 103).

72      Τέτοιες διευκολύνσεις πληρωμών συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αν, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του ούτω χορηγηθέντος οικονομικού πλεονεκτήματος, η δικαιούχος επιχείρηση είχε επιτύχει προδήλως διευκολύνσεις συγκρίσιμες με εκείνες ενός ιδιώτη επενδυτή τελούντος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του δημόσιου πιστωτή και διώκοντος την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει δανειστής ευρισκόμενος αντιμέτωπος με οικονομικές δυσχέρειες (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 46, DM Transport, σκέψη 30, και Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 79).

73      Εναπόκειται ως εκ τούτου στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη κάθε σχετικό εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει αν η δικαιούχος επιχείρηση επέτυχε προδήλως διευκολύνσεις συγκρίσιμες με εκείνες ενός ιδιώτη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 86).

74      Δεν αμφισβητείται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν συγκεκριμένα μέτρα μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις λόγω του γεγονότος ότι οι δημόσιες αρχές δεν ενήργησαν όπως ένας ιδιώτης πιστωτής απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. Ι‑9947, σκέψη 59).

75      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου τον οποίο ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των πολυπλόκων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, Επιτροπή κατά Scott, Συλλογή 2010, σ. I‑7763, σκέψεις 64 και 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει μεταξύ άλλων όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, C‑12/03 P, Επιτροπή κατά Tetra Laval, Συλλογή 2005, σ. I‑987, σκέψη 39, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Scott, σκέψη 65).

77      Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, λαμβάνοντας υπόψη την προβληθείσα πρωτοδίκως από τη Frucona Košice επιχειρηματολογία, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε μεταξύ άλλων να ελέγξει αν τα αφορώντα τη διάρκεια της δικαστικής εκκαθαρίσεως διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία επηρέαζαν εν προκειμένω τυχόν εκτίμηση υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και, σε καταφατική περίπτωση, αν η Επιτροπή τα είχε λάβει υπόψη της.

78      Συναφώς, πρέπει να λογίζεται ως ασκούν επιρροή κάθε πληροφοριακό στοιχείο ικανό να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός θεωρούμενου συνήθως ως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή, τελούντος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του δημόσιου πιστωτή και διώκοντος την είσπραξη των ποσών τα οποία του οφείλει δανειστής ευρισκόμενος αντιμέτωπος με δυσχέρειες πληρωμών.

79      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, για να επιτύχει την είσπραξη των ποσών που του οφείλονται, ένας συνήθως συνετός και επιμελής ιδιώτης πιστωτής, τελών σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της τοπικής φορολογικής αρχής, καλούνταν να επιλέξει ιδίως μεταξύ του προταθέντος πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως της Frucona Košice.

80      Εξ αυτού έπεται ότι, προκειμένου να εντοπίσει την πλεονεκτικότερη εναλλακτική λύση, ένας τέτοιος πιστωτής καλούνταν να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά μιας εκάστης των διαδικασιών αυτών.

81      Όπως υποστηρίζει ορθά εν προκειμένω η Frucona Košice, δοθέντος ότι η διάρκεια των προμνησθεισών διαδικασιών μεταθέτουν χρονικά την ανάκτηση των οφειλομένων ποσών και δύνανται υπό την έννοια αυτή να επηρεάσουν, σε περίπτωση παρατεταμένης διάρκειας, μεταξύ άλλων την αξία τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για στοιχείο ικανό να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή, τελούντος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της τοπικής φορολογικής αρχής.

82      Επομένως, απέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τα αφορώντα μεταξύ άλλων τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία.

83      Επ’ αυτού, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε, στην αιτιολογική σκέψη 54 της επίδικης αποφάσεως, στη θέση της Σλοβακικής Δημοκρατίας σχετικά με τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας, ενώ, στην αιτιολογική σκέψη 40 της ιδίας αποφάσεως, παρέθεσε την άποψη της Frucona Košice. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε «[αγνοήσει] το εν λόγω ζήτημα».

84      Πάντως, καταρχάς, οι αιτιολογικές σκέψεις τις οποίες παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο εντάσσονται, όπως επισήμανε ορθά η Frucona Košice, στους τίτλους IV και V της επίδικης αποφάσεως όπου εκτίθενται εν περιλήψει οι παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, και όχι στον τίτλο VI όπου απαντά η εκτίμηση της Επιτροπής.

85      Ακολούθως, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, απέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει όχι αν η Επιτροπή είχε ή δεν είχε λάβει υπόψη της τα αφορώντα τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία, αλλά αν τα είχε λάβει υπόψη της στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή.

86      Εξ αυτού έπεται ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε αφιερώσει ένα μέρος της συλλογιστικής της, όπως αυτή αποτυπώνεται στον τίτλο VI της επίδικης αποφάσεως, και ειδικότερα στο τμήμα 2.1 αυτής αναφορικά με τη σύγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως, στη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Πάντως, τέτοια εξέταση δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

87      Τέλος, καθό μέτρο το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 125 έως 127 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, διάφορες παραμέτρους αφορώσες την αξιοπιστία και τη συνοχή των προσκομισθέντων από τη Frucona Košice κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πληροφοριακών στοιχείων και έκρινε ότι, υπό τις ειδικές εν προκειμένω περιστάσεις, η Επιτροπή προέβη όντως στην εκτίμηση ότι η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν ήταν ικανή να επηρεάσει τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός ιδιώτη πιστωτή, πρέπει να επισημανθεί ότι ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου σχετικός έλεγχος σε ουδεμία εκτίμηση απαντώσα στην επίδικη απόφαση ανάγεται.

88      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, προκειμένου να απορρίψει τους λόγους ακυρώσεως των οποίων επελήφθη, σε εκτίμηση της διάρκειας της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως ερχόμενη να συμπληρώσει κενό στην αιτιολόγηση της επίδικης αποφάσεως με την επίκληση λόγων ξένων προς αυτήν. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όριά του ελέγχου.

89      Πράγματι, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβιάσεως της Συνθήκης ΛΕΕ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας. Το άρθρο 264 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη. Επομένως, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν με τη δική τους αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑164/98 P, DIR International Film κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑447, σκέψη 38, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. Ι‑10515, σκέψη 141).

90      Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνες περί το δίκαιο παραλείποντας να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως και συμπληρώνοντας συναφώς με το δικό σκεπτικό κενό στην αιτιολόγηση της επίδικης αποφάσεως.

91      Κατόπιν τούτου, κρίνονται βάσιμα το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οπότε και πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της πρωτοδίκως υποβληθείσας προς εκδίκαση διαφοράς

92      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

93      Το Δικαστήριο διαθέτει στην προκειμένη περίπτωση τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικώς επί του πρώτου σκέλους του προβληθέντος πρωτοδίκως τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο άπτεται της διάρκειας της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως.

 Επιχειρηματολογία των διαδίκων

94      Με το πρώτο σκέλος του προβληθέντος πρωτοδίκως τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η Frucona Košice υποστηρίζει κατά βάσην ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως αλλά και τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είχε προσκομίσει η εν λόγω εταιρία κατά τη διοικητική διαδικασία. Ένας ιδιώτης πιστωτής θα είχε λάβει υπόψη του τη σχετική διάρκεια και θα είχε προτιμήσει να αποδεχθεί ως εκ τούτου τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό, καθόσον η διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν πολύ μακρύτερη εκείνης του πτωχευτικού συμβιβασμού, οπότε και θα επαγόταν απώλεια εσόδων από τόκους σε σχέση προς το αποτέλεσμα του πτωχευτικού συμβιβασμού, ενώ δεν θα διασφάλιζε την ανάκτηση ποσού υψηλότερου του προταθέντος στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

95      Η Επιτροπή αντικρούει υποστηρίζοντας ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 54 της επίδικης αποφάσεως, έλαβε υπόψη της τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν απαιτούνταν να προσδιοριστεί επακριβώς η προβλέψιμη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας.

96      Προκαταρκτικώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διάρκεια της οικείας διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως θα ήταν μακρύτερη, όπερ αμφισβητεί η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη ιδίως της γνώμης των σλοβακικών αρχών και του ελάχιστου αριθμού πιστωτών, όπως προκύπτει από τις παρατιθέμενες στην επίδικη απόφαση διαπιστώσεις, η πτωχευτική διαδικασία θα παρίστατο εν πάση περιπτώσει λιγότερο πλεονεκτική για το σλοβακικό Δημόσιο σε σχέση με τη διαδικασία της δικαστικής εκκαθαρίσεως.

97      Ακολούθως, δοθέντος ότι η τοπική φορολογική αρχή απολάμβανε του νομικού καθεστώτος του προνομιούχου πιστωτή, εφόσον για το προς αυτήν χρέος παρείχοντο ως εγγύηση τα στοιχεία ενεργητικού της Frucona Košice σε ακίνητα, αποτιμώμενα από την ίδια σε 194 εκατομμύρια SKK και από την οικεία αρχή σε 397 εκατομμύρια SKK, οι πιστώσεις της θα εξυπηρετούνταν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως μέσω της πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού επί των οποίων συνεστήθη η ασφάλεια, σύμφωνα με τον νόμο 328/1991 επί της δικαστικής εκκαθαρίσεως και του πτωχευτικού συμβιβασμού. Υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού, η διάρκεια της διαδικασίας στερούνταν λυσιτελείας.

98      Τέλος, ο υπολογισμός της Frucona Košice θεμελιώνεται σε καταβλητέο τελικό ποσό κατά πολύ κατώτερο της πραγματικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως μετά και την αφαίρεση του κόστους της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως. Με δεδομένο ότι η πίστωση της τοπικής φορολογικής αρχής αντιστοιχούσε σε ποσοστό υπερβαίνον το 99 % του καταγεγραμμένου χρέους, η τελευταία θα ανέμενε να εισπράξει τουλάχιστον 435 εκατομμύρια SKK στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας. Ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη το πιστωτικό επιτόκιο κατά τους ισχυρισμούς της Frucona Košice, ένας ιδιώτης πιστωτής, αν είχε τη δυνατότητα να ανακτήσει ένα τέτοιο ποσό, θα ήταν διατεθειμένος να αναμείνει υπομονετικά μέχρι την περάτωση της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, αν βεβαίως διαρκούσε επί τόσο μακρό χρονικό διάστημα όσο είχε υπολογισθεί κατ’ εκτίμηση.

99      Η εταιρία St. Nicolaus – trade a.s. συντάσσεται με την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100    Όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 78 έως 81 της παρούσας αποφάσεως, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως συνιστά στοιχείο ικανό να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη πιστωτή τελούντος σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της τοπικής φορολογικής αρχής, οπότε η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τα αφορώντα μεταξύ άλλων τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία.

101    Επιβάλλεται ως εκ τούτου η διαπίστωση ότι ο τίτλος VI της επίδικης αποφάσεως όπου απαντά η αξιολόγηση της Επιτροπής, ειδικότερα δε το τμήμα 2.1 αυτής, το οποίο αφορά τη σύγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού και της δικαστικής εκκαθαρίσεως, σιωπά ως προς τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας.

102    Καθό μέτρο η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, κατέληξε στην εκτίμηση ότι η διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως δεν ήταν ικανή να επηρεάσει τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός ιδιώτη πιστωτή, πρέπει να επισημανθεί ότι, υπό το φως της επιχειρηματολογίας και των προσκομισθέντων από τη Frucona Košice κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εξ όσων παρατίθενται στις σκέψεις 78 έως 81 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή όφειλε να περιλάβει, έστω και συνοπτικώς, στην επίδικη απόφαση τις σκέψεις οι οποίες την οδήγησαν στο συμπέρασμα αυτό.

103    Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, παραλείποντας να λάβει υπόψη της, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, τη διάρκεια της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ως εκ του ότι όφειλε να λάβει υπόψη της το στοιχείο αυτό, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή της.

104    Κατά συνέπεια, αναγνωρίζεται ως βάσιμο το πρώτο σκέλος του προβληθέντος πρωτοδίκως τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

105    Εντούτοις, επειδή η Επιτροπή θεώρησε στην προκειμένη περίπτωση, με τις αιτιολογικές σκέψεις 93 έως 99 της επίδικης αποφάσεως, ότι η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής παρίστατο πλεονεκτικότερη για έναν ιδιώτη πιστωτή, τελούντα σε κατάσταση κατά το δυνατόν παραπλήσια εκείνης της τοπικής φορολογικής αρχής, σε σχέση με τον προταθέντα πτωχευτικό συμβιβασμό, η παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη διαπίστωση δεν επάγεται από μόνη της την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

106    Πράγματι, όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εν συνεχεία της ανωτέρω διαπιστώσεως, πρέπει να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε η Frucona Košice και επί των οποίων δεν αποφάνθηκε το ίδιο, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, οι αφορώντες την εκτίμηση του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή, σε συνάρτηση με την προμνησθείσα διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής.

107    Επιβάλλεται ως εκ τούτου η διαπίστωση ότι, σε σχέση με την εν λόγω εξέταση, η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Κατά συνέπεια, η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου τούτο να κρίνει επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεων επί των οποίων το ίδιο δεν αποφάνθηκε.

 Επί των δικαστικών εξόδων

108    Αναπέμποντας την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2010, T‑11/07, Frucona Košice κατά Επιτροπής.

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου τούτο να κρίνει επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως επί των οποίων το ίδιο δεν αποφάνθηκε.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.