Language of document : ECLI:EU:T:2012:558

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2012 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ναυπηγεία – Ενισχύσεις χορηγηθείσες από τις ελληνικές αρχές σε ναυπηγείο – Μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται το ασυμβίβαστο των ενισχύσεων και διατάσσεται η ανάκτησή τους – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑466/11,

Ελληνικά Ναυπηγεία AE, με έδρα τον Σκαραμαγκά (Ελλάδα),

2. Hoern Beteiligungs GmbH, με έδρα το Kiel (Γερμανία),

εκπροσωπούμενες από τους K. Χρυσόγονο και A. Μιτσή, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους B. Stromsky και M. Κωνσταντινίδη,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής E(2010) 8274 τελικό, της 1ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την «Κρατική ενίσχυση CR 16/2004 – εκτέλεση της αρνητικής αποφάσεως και ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην εταιρία [Ελληνικά Ναυπηγεία AE] – επίκληση εκ μέρους της Ελλάδας του άρθρου 346, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και διαδικασία του άρθρου 348, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ», όπως συμπληρώνεται από τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου των οποίων οι προσφεύγουσες έλαβαν γνώση τον Ιούνιο του 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka (εισηγήτρια) και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφυγή ασκήθηκε από την εταιρία Ελληνικά Ναυπηγεία AE (στο εξής: ENAE), ένα από τα σημαντικότερα ναυπηγεία της Μεσογείου, και την εταιρία 2. Hoern Beteiligungs GmbH η οποία, από τον Οκτώβριο του 2010, αποτελεί τον βασικό μέτοχο της πρώτης.

2        Στις 2 Ιουλίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που η Ελλάδα χορήγησε στην επιχείρηση [ENAE] (ΕΕ 2009, L 225, σ. 104).

3        Στην αιτιολογική σκέψη 338 της αποφάσεως 2009/610, η Επιτροπή διαπίστωσε τα εξής:

«[…] από τα δεκαέξι μέτρα που αφορούσε η επίσημη διαδικασία έρευνας, ορισμένα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ], ορισμένα συνιστούν συμβιβάσιμη ενίσχυση, αρκετά συνιστούν μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις, ενώ αρκετές ενισχύσεις που είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή κατά το παρελθόν εφαρμόσθηκαν καταχρηστικά. Για τις περιπτώσεις μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ], και για τις περιπτώσεις καταχρηστικής εφαρμογής ενισχύσεων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές [έπρεπε] να ανακτηθούν.»

4        Το άρθρο 17 της αποφάσεως 2009/610 προβλέπει τα εξής:

«Δεδομένου ότι από την προς ανάκτηση ενίσχυση, όπως ορίζεται στα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 15, ωφελήθηκαν αποκλειστικά και μόνο οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, η ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί από το τμήμα μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ. Σχετικά μ’ αυτό, η Ελλάδα πρέπει να υποβάλει λεπτομερή αποδεικτικά στοιχεία –περιλαμβανομένης βεβαίωσης από την ανεξάρτητη εταιρεία που ελέγχει τους λογαριασμούς της– για το ότι η επιστροφή χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από το τμήμα μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ.»

5        Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, μία από τις προσφεύγουσες, και συγκεκριμένα η ENAE, άσκησε προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της οικείας αποφάσεως ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου]. Η προσφυγή της απορρίφθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2012, T‑391/08, Ελληνικά Ναυπηγεία κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή). Στις 18 Μαΐου 2012, η ENAE άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου (υπόθεση C‑246/12 P).

6        Η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία το έγγραφο E(2010) 8274 τελικό, με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την «Κρατική ενίσχυση CR 16/2004 – εκτέλεση της αρνητικής αποφάσεως και ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην εταιρία [ΕΝAE] – επίκληση εκ μέρους της Ελλάδας του άρθρου 346, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και διαδικασία του άρθρου 348, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» (στο εξής: έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010).

7        Με το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την εξαίρεση του άρθρου 346 ΣΛΕΕ, καθώς επίσης λαμβάνει υπό σημείωση τις δεσμεύσεις που ανέλαβε για την εκτέλεση της αποφάσεως 2009/610, όπως αυτές συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 348, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εξειδικεύθηκαν με το έγγραφο της Ελληνικής Δημοκρατίας της 29ης Οκτωβρίου 2010, καθώς και με την επιστολή της ENAE προς την Ελληνική Δημοκρατία της 27ης Οκτωβρίου 2010. Η Επιτροπή κρίνει ότι, «εφόσον εφαρμοστούν πλήρως και εντός των ταχθεισών προθεσμιών, τα μέτρα που πρότεινε και οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία θα ?μπορούσαν να? αποτελέσουν οριστική, βιώσιμη και πλήρη εφαρμογή της αποφάσεως [2009/610], όπως διορθώθηκε με την απόφαση της 13ης Αυγούστου 2008».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Αυγούστου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

9        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Ιανουαρίου 2012, η εταιρία Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

11      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 16 Ιανουαρίου 2012.

12      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, όπως συμπληρώνεται από τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου,

–        επικουρικώς, να ερμηνεύσει δεσμευτικά το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, όπως συμπληρώνεται από τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου, υπό την έννοια ότι:

«(i)      η ENAE και/ή οι μέτοχοί της μπορούν να ανακτήσουν τα πωληθέντα ή επιστραφέντα στο Δημόσιο περιουσιακά στοιχεία, εφόσον αυτά έχουν επιγενομένως καταστεί αναγκαία για τις στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ·

(ii)      στη δεκαπενταετή διακοπή των αστικών δραστηριοτήτων υπόκειται μόνον η ENAE, ενώ οι μέτοχοί της μπορούν ελεύθερα να αναπτύσσουν αστικές δραστηριότητες, εφόσον ενεργούν μέσω μιας επιχειρήσεως ή οντότητας διαφορετικής από την ENAE. Επίσης, προεχόντως, ότι στη δεκαπενταετή διακοπή ουδόλως περιλαμβάνεται η στρατιωτική δραστηριότητα της ENAE, ως τέτοιας νοουμένης κάθε μη εμπορικής δραστηριότητας της ΕΝΑΕ, περιλαμβανομένων των κάθε είδους παραγγελιών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, των ελληνικών ή άλλων ενόπλων δυνάμεων ή κάθε άλλης δραστηριότητας κατασκευής, προμήθειας ή επισκευής αμυντικού υλικού·

(iii)      στην απαγόρευση απόκτησης των προσφερόμενων προς πώληση περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται μόνον η ENAE και οι μέτοχοί της, ενώ οι ιδιοκτήτες των μετόχων της ENAE μπορούν να αποκτήσουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, εφόσον ενεργούν μέσω μιας επιχειρήσεως ή οντότητας διαφορετικής από την ENAE ή τους μετόχους της·

(iv)      στην απαγόρευση απόκτησης των επιστρεπτέων στο Ελληνικό Δημόσιο ακινήτων υπόκεινται μόνον η ΕΝΑΕ και οι μέτοχοί της, ενώ στους ιδιοκτήτες των μετόχων της ENAE μπορούν να παραχωρηθούν τα εν λόγω ακίνητα, εφόσον ενεργούν μέσω μιας επιχειρήσεως ή οντότητας διαφορετικής από την ENAE ή τους μετόχους της·

(v)      η παραίτηση της ENAE από το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης των παραχωρηθέντων ακινήτων έχει χρονικά περιορισμένη ισχύ. Μετά την παρέλευση της δεκαπενταετούς διακοπής της αστικής δραστηριότητάς της, αναβιώνει η παραχώρηση και επανέρχεται η προτέρα κατάσταση·

(vi)      η εξάμηνη προθεσμία που τάσσει η απόφαση εφαρμογής θεωρείται μη γεγραμμένη, ως απολύτως ανέφικτη, και, αντ’ αυτής, νοείται ως προθεσμία ολοκλήρωσης της διαδικασίας πώλησης ο συντομότερος δυνατός εύλογος χρόνος»,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

14      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων για την προσκόμιση εγγράφων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά εκτός αντιθέτου αποφάσεως.

16      Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

17      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει μεταξύ άλλων ότι η προσφυγή κατά του εγγράφου της 1ης Δεκεμβρίου 2010 ασκήθηκε εκπρόθεσμα και ότι, καθόσον αφορά τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου», είναι αόριστη και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

18      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνίσταται στο έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, όπως αυτό συμπληρώνεται από τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου». Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, τον Ιούνιο του 2011, έλαβαν από το Υπουργείο Οικονομικών μέρος των «εγγράφων και λοιπών στοιχείων του φακέλου» αλλά ότι δεν έχουν ακόμη λάβει τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» τα οποία είχαν ζητήσει από την Επιτροπή. Υποστηρίζουν ότι έλαβαν μερική μόνο γνώση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ότι δεν έλαβαν πλήρη γνώση όλων των «εγγράφων και λοιπών στοιχείων» που τη συναπαρτίζουν.

19      Υπενθυμίζεται ότι, στο μέτρο που, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφυγή πρέπει να καθορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η ακύρωση άλλων πράξεων πέραν της προσβαλλομένης ή πράξεων στις οποίες θεμελιώνεται η προσβαλλόμενη ή συναφών ή συνδεομένων με αυτή πράξεων, χωρίς οι εν λόγω πράξεις να εξειδικεύονται, πρέπει, εφόσον δεν διατυπώνονται κατά τρόπο αρκούντως σαφή, να κηρύσσονται απαράδεκτα.

20      Εν προκειμένω, αφενός, όσον αφορά τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» τα οποία οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι έλαβαν από την Ελληνική Κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2011, σε κανένα σημείο της προσφυγής δεν διευκρινίζουν ποια είναι τα εν λόγω έγγραφα ούτε εξάλλου τα περιέλαβαν στο παράρτημα της προσφυγής. Αφετέρου, όσον αφορά τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» σε σχέση με τα οποία η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα προσβάσεως των προσφευγουσών, ούτε αυτά προσδιορίζονται από τις προσφεύγουσες. Οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν τον συντάκτη, το περιεχόμενο ή την ημερομηνία εκδόσεως κανενός από τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» τα οποία αφορά η προσφυγή.

21      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες δεν προσδιόρισαν ποια ήταν τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» που συναποτελούσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

22      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν προσδιόρισαν στην προσφυγή τους την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, δεν καθόρισαν το αντικείμενο της διαφοράς κατά την έννοια του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

23      Συνεπώς, η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

24      Επαλλήλως επισημαίνεται ότι, όσον αφορά το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο προσδιορίστηκε στην προσφυγή, ήτοι το έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2010, η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι, στις 13 Δεκεμβρίου 2010, το Υπουργείο Οικονομικών διαβίβασε με τηλεομοιοτυπία το έγγραφο αυτό στην ENAE. Επομένως, οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι έλαβαν γνώση του οικείου εγγράφου κατά την ανωτέρω ημερομηνία.

25      Κατά το άρθρο 263, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

26      Επομένως συνάγεται ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά του εγγράφου της 1ης Δεκεμβρίου 2010 έληξε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. Η προσφυγή, όμως, ασκήθηκε στις 23 Αυγούστου 2011.

27      Επισημαίνεται ότι, με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση εκείνων από τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» που η Επιτροπή αρνήθηκε να τους γνωστοποιήσει και τα οποία, κατά την άποψή τους, αποτελούν τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να προσδιορίζεται στην προσφυγή, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, μέσω ενός μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας ή ενός μέτρου περί διεξαγωγής αποδείξεων του άρθρου 65 του ίδιου κανονισμού, να λάβουν τα έγγραφα τα οποία, κατά την άποψή τους, συναποτελούν την προσβαλλόμενη απόφαση.

29      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, για να δοθεί η δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετικό αίτημα οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει τουλάχιστον στο Γενικό Δικαστήριο τα ελάχιστα πιστοποιούντα τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης στοιχεία (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 93, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑411/06, Sogelma κατά ΕΥΑ, Συλλογή 2008, σ. II‑2771, σκέψη 152).

30      Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν εξειδικεύουν τα «έγγραφα και λοιπά στοιχεία του φακέλου» των οποίων ζητούν την προσκόμιση.

31      Επομένως, το αίτημα προσκομίσεως εγγράφων που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

32      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της εταιρίας Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας.

33      Όσον αφορά το αίτημα συνεκδικάσεως με την υπόθεση T‑391/08, αρκεί η διαπίστωση ότι το αίτημα αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην ως άνω υπόθεση στις 15 Μαρτίου 2012.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και σε αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης.

35      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εταιρία Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας, που ζήτησε να παρέμβει, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Παρέλκει η εξέταση της αιτήσεως παρεμβάσεως της εταιρίας Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας.

3)      Η Ελληνικά Ναυπηγεία AE και η 2. Hoern Beteiligungs GmbH καταδικάζονται στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4)      Η εταιρία Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας, που ζήτησε να παρέμβει, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 19 Οκτωβρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.