Language of document : ECLI:EU:T:2000:274

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2000 (1)

«Καθορισμός των δικαστικών εξόδων - Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης - Ασφάλιση νομικής προστασίας»

Στην υπόθεση T-78/99 (92),

Sonia Marion Elder και Robert Dale Elder, κάτοικοι Dundee (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενοι από τον S. Crosby, solicitor, rue du Taciturne 42, Βρυξέλλες (Βέλγιο),

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους U. Wölker και X. Lewis, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που πρέπει να καταβάλει η καθής στους προσφεύγοντες κατόπιν της διατάξεως του Πρωτοδικείου της 13ης Οκτωβρίου 1999, περί διαγραφής της υποθέσεως Τ-78/99, Elder κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, N. J. Forwood και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γραμματέας: H. Jung,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Απριλίου 1999, οι S. και R. Elder άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως (που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως Τ-78/99) κατά της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους περί προσβάσεως στα πρακτικά της συμβουλευτικής επιτροπής φόρου προστιθεμένης αξίας.

2.
    Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Αυγούστου 1999, οι προσφεύγοντες ζήτησαν τη διαγραφή της υποθέσεως, διότι, με έγγραφο της 8ης Ιουνίου 1999, ο πρόεδρος της ανωτέρω συμβουλευτικής επιτροπής απέρριψε ρητώς την αίτησή τους, και κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως υπέβαλαν προσφυγή ακυρώσεως που πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως Τ-178/99.

3.
    Με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 1999, η υπόθεση Τ-78/99 διαγράφηκε από το Πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου και η Επιτροπή καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα.

4.
    Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 1999, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από την Επιτροπή την απόδοση των εξόδων τους για συνολικό ποσό 260 930 βελγικών φράγκων (BEF), το οποίο περιλαμβάνει, αφενός, αμοιβές δικηγόρου ύψους 229 730 BEF και, αφετέρου, ασφάλιστρα νομικής προστασίας ύψους 31 200 BEF.

5.
    Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2000, η Επιτροπή δέχθηκε να τους καταβάλει το αιτηθέν ποσό για την αμοιβή του δικηγόρου, αλλά αρνήθηκε να καταβάλει τα ασφάλιστρα νομικής προστασίας.

6.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Μαρτίου 2000, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, με την οποία ζητούν να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καταβάλει το υπόλοιπο του ποσού που απαιτούν ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν και που αντιστοιχεί στο ποσό των ασφαλίστρων νομικής προστασίας.

7.
    Με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως αυτής, τις οποίες κατέθεσε στις 12 Απριλίου 2000, η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της παρούσας αιτήσεως.

Επιχειρήματα των διαδίκων

8.
    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για τα ασφάλιστρα νομικής προστασίας συνιστούν έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β´, του Κανονισμού Διαδικασίας, διότι, δεδομένου ότι είναι φυσικά πρόσωπα περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, το ασφαλιστήριο αυτό τους ήταν απαραίτητο για να προσφύγουν στα δικαστήρια. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της επιβαρύνσεως που ήδη συνεπαγόταν γι' αυτούς η πληρωμή της αμοιβής του δικηγόρου τους, έπρεπε να προστατευθούν από τον κίνδυνο να επιβαρυνθούν με την αμοιβή του δικηγόρου της Επιτροπής, στην περίπτωση που η Επιτροπή θα διόριζε ως εκπρόσωπό της άτομο που δεν θα ήταν μέλος του προσωπικού της. Υπογραμμίζουν ότι δεν θα είχαν ασκήσει την προσφυγή, αν επρόκειτο να εκτεθούν σε τέτοιο κίνδυνο.

9.
    Οι προσφεύγοντες τονίζουν, εξάλλου, ότι, κατά τον αγγλικό νόμο περί προσβάσεως στη δικαιοσύνη, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν μπορούν να περιλαμβάνουν τα έξοδα συνάψεως συμβάσεως ασφαλίσεως κατά του κινδύνου της καταδίκης στα δικαστικά έξοδα στο πλαίσιο συγκεκριμένης δίκης.

10.
    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ' αρχάς, ότι η ασφάλιση στην οποία προέβησαν οι προσφεύγοντες δεν ήταν αναγκαία, καθόσον κάλυπτε κινδύνους κατά των οποίων δεν υπήρχε λόγος προστασίας, ήτοι την αφερεγγυότητα της Επιτροπής, την επιδίκαση ανεπαρκούς αποζημιώσεως και την πληρωμή αποζημιώσεως στους δικαστές.

11.
    Όσον αφορά τον κίνδυνο καταδίκης στα δικαστικά έξοδα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ασφάλιστρα νομικής προστασίας δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να θεωρηθούν τμήμα των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν. Εξάλλου, μέχρι τώρα, η Επιτροπή είχε την τάση να μη χρησιμοποιεί εξωτερικούς δικηγόρους στις υποθέσεις που την φέρουν αντιμέτωπη με ιδιώτες προσφεύγοντες, εφόσον τούτοι δεν φαίνεται να είναι σε θέση να επιβαρυνθούν με επιπλέον έξοδα. Στο εξής,όμως, είναι ενδεχόμενο να ενεργεί διαφορετικά, όταν τεκμαίρεται ότι έχει συναφθεί σύμβαση ασφαλίσεως.

12.
    Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, η ασφάλιση νομικής προστασίας δεν ήταν αναγκαία εν προκειμένω. Όταν ασκήθηκε η προσφυγή, ήταν προφανές ότι η δίκη δεν θα έφθανε σε πέρας, εφόσον ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής πληροφόρησε τους προσφεύγοντες, με έγγραφο που τους κοινοποιήθηκε στις 3 Μαρτίου 1999, ότι η σιωπηρή απόφαση απορρίψεως της αιτήσεώς τους επρόκειτο να αντικατασταθεί από ρητή απόφαση.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

13.
    Κατ' αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων είναι μόνο τα έξοδα για την πληρωμή ασφαλίστρων νομικής προστασίας εκ μέρους των προσφευγόντων, και όχι τα άλλα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν αυτοί λόγω της δίκης, τα οποία δέχεται να καταβάλει η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο καλείται να κρίνει μόνο επί του αιτήματος της αποδόσεως εξόδων ύψους 31 200 BEF, τα οποία αντιστοιχούν στην πληρωμή των εν λόγω ασφαλίστρων.

14.
    Κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν γεννηθεί αμφισβήτηση σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Πρωτοδικείο αποφαίνεται με διάταξη που δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

15.
    Κατά το άρθρο 91, στοιχείο β´, του Κανονισμού Διαδικασίας, «θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν [...] τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων».

16.
    Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν είναι μόνο τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου, αφενός, και τα οποία ήσαν συναφώς αναγκαία, αφετέρου (διατάξεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-89/85 DEP, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 14, και του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T-177/94 (92) και T-377/94 (92) και Τ-99/95 (92), Altmann κ.λπ. και Stott κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-299, σ. II-883, σκέψη 18).

17.
    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η έννοια «αναγκαία έξοδα» δεν μπορεί να καλύπτει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ένας διάδικος, εφόσον δεν έχουν άμεση σχέση με την άμυνά του ενώπιον του Πρωτοδικείου, αλλά αποτελούν μόνον απόρροια των επιλογών του [βλ., συναφώς, τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 2000, T-97/95 (92) II, Sinochem κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17].

18.
    Κατά συνέπεια, τα έξοδα για την πληρωμή ασφαλίστρων νομικής προστασίας, ακόμη και αν ο διάδικος υποβλήθηκε σ' αυτά λόγω της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεν μπορούν, κατ' αρχήν, να θεωρηθούν ως αναγκαία έξοδα κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχείο β´, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ωστόσο, τούτο θα μπορούσε να συμβαίνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο ενδιαφερόμενος διάδικος αποδεικνύει, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι δεν θα ήταν σε θέση να ασκήσει την προσφυγή του χωρίς ασφάλιση νομικής προστασίας που θα του εγγυάτο, σε περίπτωση καταδίκης του στα δικαστικά έξοδα, την ανάληψη των εξόδων του αντιδίκου του.

19.
    Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν καμία τέτοια απόδειξη, αλλά περιορίζονται απλώς στον ισχυρισμό ότι δεν θα είχαν ασκήσει προσφυγή χωρίς αυτή την ασφάλιση. Επειδή, επομένως, δεν επέτυχαν να αποδείξουν, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι τα ασφάλιστρα τα οποία κατέβαλαν ήταν αναγκαία για την κίνηση της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αίτησή τους πρέπει να απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

Απορρίπτει την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

Λουξεμβούργο, 27 Νοεμβρίου 2000.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

H. Jung

B. Vesterdorf


1: Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.