Language of document :

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Sofia - grad (Βουλγαρία) στις 17 Ιανουαρίου 2011 - Anton Vinkov κατά Nachalnik Administrativno-nakazatelna deynost

(Υπόθεση C-27/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen sad Sofia - grad

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείων: Anton Vinkov

Εφεσίβλητος: Nachalnik Administrativno-nakazatelna deynost

Προδικαστικά ερωτήματα

Πρέπει οι εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως αυτές που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίες αφορούν τις έννομες συνέπειες των αποφάσεων των διοικητικών αρχών με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή για διοικητική παράβαση, εν προκειμένω για τροχαίο ατύχημα, να ερμηνεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών και του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και/ή τον τομέα των μεταφορών;

Προκύπτει μήπως από τις διατάξεις των Συνθηκών και του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις κατά το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τον τομέα των μεταφορών κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης αυτής ότι οι διοικητικές παραβάσεις κανόνων οδικής κυκλοφορίας που μπορούν να χαρακτηριστούν ως "μικρής σημασίας", υπό την έννοια του και σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου υπ' αριθ. 7 της Σύμβασης για την Πρoάσπιση των Δικαιωμάτων τoυ Ανθρώπoυ και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης;

Αν δοθεί καταφατική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, ζητείται να δοθεί απάντηση και στα ακόλουθα ερωτήματα:

3.1    Αποτελεί, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η διοικητική παράβαση κανόνων οδικής κυκλοφορίας παράβαση μικρής σημασίας κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, αν συγχρόνως συντρέχουν οι ακόλουθες περιστάσεις:

α)    η πράξη που προξένησε το τροχαίο ατύχημα, το οποίο προκάλεσε υλικές ζημιές, πρέπει να χαρακτηριστεί ως υπαίτια και τιμωρείται ως διοικητική παράβαση;

β)    κατά της απόφασης για την επιβολή της χρηματικής ποινής ενδέχεται, ανάλογα με το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, να μην επιτρέπεται η άσκηση ένδικης προσφυγής και ο ενδιαφερόμενος να μην έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν είχε υπαιτιότητα για την πράξη που του καταλογίζεται;

γ)    η απόφαση αυτή, μόλις καταστεί οριστική, έχει ως αυτόματη συνέπεια την επιβολή, στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου συμπεριφοράς οδηγών, των βαθμών ποινής τους οποίους καθορίζει η εν λόγω απόφαση;

δ)    στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου συμπεριφοράς οδηγών, κατά τη χορήγηση της άδειας οδήγησης επισημαίνεται στον κάτοχο της άδειας το ανώτατο όριο των βαθμών ποινής που μπορούν να του επιβληθούν λόγω διάπραξης παραβάσεων και λαμβάνονται υπόψη επίσης οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται ως αυτόματη συνέπεια των μη υποκείμενων σε ένδικη προσφυγή αποφάσεων επιβολής χρηματικής ποινής;

ε)    σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής κατά του μέτρου της ανάκλησης της άδειας οδήγησης λόγω απώλειας του δικαιώματος οδήγησης, η οποία επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της συμπλήρωσης του προαναφερθέντος ανώτατου ορίου βαθμών ποινής, δεν πραγματοποιείται παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των μη υποκείμενων σε ένδικη προσφυγή αποφάσεων με τις οποίες επιβλήθηκαν οι εν λόγω βαθμοί ποινής;

3.2.    Επιτρέπουν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, το άρθρο 82 ΣΛΕΕ ή ενδεχομένως το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης αυτής, και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί με βάση τις διατάξεις αυτές, καθώς και η απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, να μην εφαρμόζονται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ή τα μέτρα για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας επί των αποφάσεων επιβολής χρηματικής ποινής λόγω παράβασης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας η οποία χαρακτηρίζεται, κατά το δίκαιο της Ένωσης, ως "μικρής σημασίας", επειδή το κράτος μέλος έχει προβλέψει ότι δεν χρειάζεται να τηρούνται οι κανόνες ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που να έχει επίσης δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις και ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που διέπουν τα ένδικα μέσα ή βοηθήματα κατά της απαγγελίας κατηγορίας ή της άσκησης ποινικής δίωξης;

Αν δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, ζητείται να δοθεί απάντηση και στο ακόλουθο ερώτημα:

Επιτρέπουν το άρθρο 82 ΣΛΕΕ ή ενδεχομένως το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης αυτής και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί με βάση τις διατάξεις αυτές, καθώς και η απόφαση-πλαίσιο 2005/214/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών, να μην εφαρμόζονται, κατά τη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων ή τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας -εφόσον το κράτος μέλος αυτό έχει προβλέψει με νομοθετική πράξη ότι δεν χρειάζεται να τηρούνται οι κανόνες ότι πρέπει να υπάρχει δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που να έχει επίσης δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις και ότι πρέπει να εφαρμόζονται οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που διέπουν τα ένδικα μέσα ή βοηθήματα κατά της απαγγελίας κατηγορίας ή της άσκησης ποινικής δίωξης-, όταν πρόκειται για απόφαση για την επιβολή χρηματικής ποινής λόγω παράβασης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας και όταν για την εν λόγω απόφαση ισχύουν συγχρόνως, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, τα εξής:

α)    η πράξη που προξένησε το τροχαίο ατύχημα, το οποίο προκάλεσε υλικές ζημιές, πρέπει να χαρακτηριστεί ως υπαίτια και τιμωρείται ως διοικητική παράβαση;

β)    κατά της απόφασης για την επιβολή της χρηματικής ποινής ενδέχεται, ανάλογα με το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, να μην επιτρέπεται η άσκηση ένδικης προσφυγής και ο ενδιαφερόμενος να μην έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν είχε υπαιτιότητα για την πράξη που του καταλογίζεται;

γ)    η απόφαση αυτή, μόλις καταστεί οριστική, έχει ως αυτόματη συνέπεια την επιβολή, στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου συμπεριφοράς οδηγών, των βαθμών ποινής τους οποίους καθορίζει η εν λόγω απόφαση;

δ)    στο πλαίσιο του συστήματος ελέγχου συμπεριφοράς οδηγών, κατά τη χορήγηση της άδειας οδήγησης επισημαίνεται στον κάτοχο της άδειας το ανώτατο όριο των βαθμών ποινής που μπορούν να του επιβληθούν λόγω διάπραξης παραβάσεων και λαμβάνονται υπόψη επίσης οι βαθμοί ποινής που επιβάλλονται ως αυτόματη συνέπεια των μη υποκείμενων σε ένδικη προσφυγή αποφάσεων επιβολής χρηματικής ποινής;

ε)    σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής κατά του μέτρου της ανάκλησης της άδειας οδήγησης λόγω απώλειας του δικαιώματος οδήγησης, η οποία επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της συμπλήρωσης του προαναφερθέντος ανώτατου ορίου βαθμών ποινής, δεν πραγματοποιείται παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των μη υποκείμενων σε ένδικη προσφυγή αποφάσεων με τις οποίες επιβλήθηκαν οι εν λόγω βαθμοί ποινής;

____________