Language of document : ECLI:EU:C:2011:297

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 12ης Μαΐου 2011 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑483/09 και C‑1/10

Magatte Gueye

και

Valentín Salmerón Sánchez

[αίτηση του Audiencia Provincial de Tarragona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ – Καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες – Προστασία των θυμάτων – Επιμέτρηση της ποινής – Μέτρο απομακρύνσεως δράστη και θύματος υποχρεωτικώς επιβλητέο ως παρεπόμενη ποινή – Λήψη υπόψη της βουλήσεως του θύματος – Ποινική μεσολάβηση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας»






I –    Εισαγωγή

1.        Τον πυρήνα της υπό κρίση αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί το ζήτημα κατά πόσον αντίκειται στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2) η εθνική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία, σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, απαγορεύεται, υποχρεωτικώς και χωρίς εξαιρέσεις, ως επιβαλλόμενη παρεπόμενη ποινή, στον δράστη να έρθει σε επαφή με το θύμα, και μάλιστα ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες το θύμα θα επιθυμούσε να ανακτήσει επαφή με τον δράστη.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, που φέρει τον τίτλο «Σεβασμός και αναγνώριση», προβλέπει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος παρέχει στα θύματα ουσιαστικό και κατάλληλο ρόλο στο πλαίσιο του συστήματος της ποινικής του δικαιοσύνης. Εξακολουθεί να καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διασφαλίσει στα θύματα μεταχείριση που βασίζεται στον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους κατά τη διαδικασία και αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.»

3.        Το άρθρο 3, που φέρει τον τίτλο «Ακρόαση και προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος κατοχυρώνει τη δυνατότητα των θυμάτων να ακούονται κατά τη διαδικασία και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία.»

4.        Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 αφορά το «Δικαίωμα προστασίας». Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού:

«Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας για τα θύματα και, οσάκις ενδείκνυται, για τις οικογένειές τους ή για τα πρόσωπα τα εξομοιούμενα με μέλη της οικογενείας τους, ιδίως όσον αφορά την ασφάλειά τους και την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, εφόσον οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι υπάρχει σπουδαίος κίνδυνος πράξεων αντιποίνων ή πιθανολογείται σφόδρα σοβαρή και εσκεμμένη διατάραξη της ιδιωτικής τους ζωής.»

5.        Τέλος, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 αφορά την ποινική μεσολάβηση στην ποινική διαδικασία:

«Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε να προωθεί τη μεσολάβηση σε ποινικές υποθέσεις, για τις εγκληματικές πράξεις στις οποίες κρίνει ότι προσιδιάζει το μέτρο αυτό.»

 Β –       Το εθνικό δίκαιο

6.        Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα τελευταία έτη το ισπανικό ποινικό δίκαιο κατέστη σημαντικά αυστηρότερο στον τομέα των ενδοοικογενειακών εγκλημάτων. Από πολιτικο-ποινικής απόψεως, τούτο οφείλεται, όπως επισημαίνει, στο γεγονός ότι αυτού του είδους τα εγκλήματα αποτελούν κοινωνική πληγή που συνιστά εκδήλωση των ιστορικώς άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

7.        Aπό τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, οι δικαστές πρέπει να επιβάλλουν, όπως απαιτεί το άρθρο 57, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του ισπανικού ποινικού κώδικα (Código Penal, στο εξής: CP), ως παρεπόμενη ποινή με σκοπό την προστασία του θύματος, την απαγόρευση στον δράστη να πλησιάζει το θύμα ή να έρχεται σε επαφή μαζί του. Αυτή η απαγόρευση ισχύει για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει κατά ένα έως πέντε έτη τη διάρκεια της επιβληθείσας στον δράστη ποινής φυλακίσεως, ή για χρονικό διάστημα από έξι εβδομάδες έως πέντε έτη όταν η επιβληθείσα ποινή είναι διαφορετικής φύσεως. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτό ισχύει ακόμη και σε ελαφρές περιπώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπως ράπισμα, εκδορές, απώθηση ή λεκτικές απειλές χωρίς χρήση όπλων.

8.        Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι ο ποινικός κώδικας υποχρεώνει τον δικαστή να επιβάλλει σε όλες τις περιπτώσεις αυτή την παρεπόμενη ποινή χωρίς να διαθέτει την ευχέρεια –πλην της χρονικής παρατάσεως– να σταθμίζει τις περιστάσεις της υποθέσεως, όπως τα οικογενειακά συμφέροντα που διακυβεύονται, τη βούληση του θύματος ή την απόφασή του να επαναλάβει τη συμβίωση.

9.        Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 468, παράγραφος 2, CP τιμωρεί την παράβαση μιας τέτοιας απαγορεύσεως ως διάπραξη του αδικήματος της μη συμμορφώσεως προς την επιβληθείσα ποινή. Το Tribunal Supremo έκρινε ότι ούτε η συγκατάθεση του θύματος προς επανάληψη της συμβιώσεως αποκλείει τη διάπραξη του αδικήματος της μη συμμορφώσεως προς την επιβληθείσα ποινή. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, υφίσταται, θεωρητικώς, η πιθανότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις επαναλήψεως της συμβιώσεως με κοινή συμφωνία, να διωχθεί το θύμα ενδοοικογενειακού εγκλήματος ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός της μη συμμορφώσεως προς την επιβληθείσα ποινή.

10.      Εξάλλου, η παράβαση του μέτρου απομακρύνσεως και απαγορεύσεως της επικοινωνίας που επιβλήθηκε ως παρεπόμενη ποινή επιφέρει, σύμφωνα με όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 3, CP, την ανάκληση της αναστολής υπό την οποία τελεί η ποινή, ακόμη και αν η ανάκτηση της επαφής έλαβε χώρα με τη συναίνεση του θύματος.

11.      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 87, στοιχείο b, του νόμου περί του οργανισμού των δικαστηρίων (Ley Orgánica del Poder Judicial) απαγορεύει τη διαμεσολάβηση σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακών εγκλημάτων ή παραβάσεων (περιλαμβανομένων των απλών προσβολών).

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

12.      Το Juzgado de lo Penal Nº 23 de Barcelona (Πταισματοδικείο της Βαρκελώνης, τμήμα υπ’ αριθ. 23) καταδίκασε τον κ. Gueye λόγω του μη ειδικότερα περιγραφόμενου στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ενδοοικογενειακού εγκλήματος κακομεταχειρίσεως της συντρόφου του, με την οποία ο κ. Gueye ζούσε ως ζεύγος τα προηγούμενα τέσσερα έτη. Το δικαστήριο επέβαλε, για τον λόγο αυτό, μεταξύ άλλων ποινών, παρεπόμενη ποινή απαγορεύσεως στον δράστη να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 1 000 μέτρων το θύμα ή να επικοινωνεί μαζί του για περίοδο 17 μηνών.

13.      Λίγες ημέρες μετά την καταδίκη του, ο κ. Gueye συγκατοίκησε εκ νέου με το θύμα· αυτό συνέβη με επιθυμία του θύματος. Λόγω αυτής της παραβάσεως του μέτρου απομακρύνσεως, το Juzgado de lo Penal Nº 1 Tarragona (Πταισματοδικείο της Tarragona, τμήμα υπ’ αριθ. 1) τον καταδίκασε για το έγκλημα της μη συμμορφώσεως προς επιβληθείσα ποινή, κατά το άρθρο 468, παράγραφος 2, CP. Ο κ. Gueye άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του τετάρτου τμήματος του Audiencia Provincial de Tarragona, δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου.

14.      Το Audiencia Provincial de Tarragona πρέπει να αποφανθεί, περαιτέρω, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επί της καταδίκης του κ. Valentín Salmerón Sánchez για το έγκλημα της μη συμμορφώσεως προς επιβληθείσα ποινή, κατά το άρθρο 468, παράγραφος 2, CP. Ο κ. Salmerón Sánchez κατηγορείται ότι δεν συμμορφώθηκε προς παρεπόμενη ποινή που του επέβαλε, στις 6 Νοεμβρίου 2006, απόφαση του Juzgado de Instrucción Nº 7 de Valencia Sobre la Mujer, de El Vendrell, απαγορεύοντάς του να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 500 μέτρων το θύμα ή να επικοινωνεί μαζί του για περίοδο 16 μηνών.

15.      Ο λόγος επιβολής της παρεπόμενης ποινής από το Juzgado de Instrucción Nº 7 de Violencia Sobre la Mujer, de El Vendrell, ήταν το μη ειδικότερα περιγραφόμενο στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ενδοοικογενειακό έγκλημα κακομεταχειρίσεως της συντρόφου του, με την οποία ο δεύτερος κατηγορούμενος ζούσε ως ζεύγος τα προηγούμενα έξι έτη.

16.      Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων, και στις δύο περιπτώσεις οι κατηγορούμενοι, λίγες ημέρες μετά την καταδίκη, συγκατοίκησαν εκ νέου με τα θύματα, παρά το μέτρο της υποχρεωτικής απομακρύνσεως. Κατά την ακρόασή τους από το αιτούν δικαστήριο, τα θύματα παραδέχτηκαν ότι συνέχισαν τη σχέση τους με τους δράστες εκουσίως, χωρίς να πιεστούν και χωρίς να υφίσταται οικονομική ανάγκη· η σχετική πρωτοβουλία προήλθε κατά κύριο λόγο από τα θύματα. Για το λόγο αυτό θεωρούν εμμέσως τους εαυτούς τους θύματα της ισπανικής ποινικής νομοθεσίας, καθόσον μάλιστα η συμβίωση δεν παρουσίασε προβλήματα μέχρι τη σύλληψη των κατηγορουμένων λόγω της μη συμμορφώσεως προς επιβληθείσα ποινή.

17.      To δευτεροβάθμιο δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον οι διατάξεις του ισπανικού δικαίου είναι σύμφωνες προς την απόφαση-πλαίσιο. Θα μπορούσε βέβαια να είναι απαραίτητη για την προστασία των θυμάτων η επιβολή του μέτρου της υποχρεωτικής απομακρύνσεως ακόμα και αντίθετα προς τη βούλησή τους. Δεν θεωρεί όμως εύλογο το γεγονός ότι το ισπανικό δίκαιο δεν αφήνει, ακόμη και σε περιπτώσεις ήσσονος σημασίας ποινικών παραβάσεων, κανένα περιθώριο για εξατομικευμένη στάθμιση και λήψη υπόψη της βουλήσεως του θύματος και απαιτεί, χωρίς εξαιρέσεις, την επιβολή του μέτρου της υποχρεωτικής απομακρύνσεως για έξι τουλάχιστον μήνες.

IV – Οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

18.      Για τους λόγους αυτούς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Audiencia Provincial de Tarragona, υπέβαλε, στη διαδικασία που αφορά τον κ. Gueye με διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2009 και στη διαδικασία που αφορά τον κ. Salmerón Sánchez με διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2009, στο Δικαστήριο τα ακόλουθα –ταυτόσημα και στις δύο διαδικασίες– ερωτήματα, ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως:

«1)      Πρέπει το δικαίωμα του θύματος να γίνεται κατανοητό, στο οποίο αναφέρεται η όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, να ερμηνευθεί ως θετική υποχρέωση των δημοσίων αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη και την καταστολή των εγκληματικών πράξεων να δίνουν στο θύμα τη δυνατότητα να εκφράζει την εκτίμησή του, τις σκέψεις του και τη γνώμη του ως προς τα άμεσα αποτελέσματα που μπορεί να έχει για τη ζωή του η επιβολή μέτρων στον δράστη με τον οποίο το θύμα διατηρεί οικογενειακή ή στενή συναισθηματική σχέση;

2)      Πρέπει το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και τα θεμιτά συμφέροντα του θύματος τους επιβάλλει να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη του θύματος όταν οι ποινικές συνέπειες της δίκης δύνανται να επηρεάσουν καίρια και άμεσα την άσκηση του δικαιώματός του για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του;

3)      Πρέπει το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν να μην λάβουν υπόψη την ελεύθερη βούληση του θύματος όταν το θύμα αντιτάσσεται στην επιβολή ή στη διατήρηση μέτρου απομακρύνσεως, στην περίπτωση που ο δράστης είναι μέλος της οικογένειάς του και δεν διαπιστώνεται αντικειμενικός κίνδυνος υποτροπής και εφόσον διαπιστώνεται ότι η προσωπικότητα του θύματος είναι ικανοποιητικού κοινωνικού, μορφωτικού και συναισθηματικού επιπέδου, οπότε αποκλείεται η δυνατότητα υποταγής στον δράστη ή, αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το μέτρο αυτό κρίνεται εν πάση περιπτώσει δικαιολογημένο λαμβανομένων των ειδικών χαρακτηριστικών των εγκλημάτων αυτών;

4)      Πρέπει το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, καθόσον θεσπίζει ότι κάθε κράτος διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας για τα θύματα, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιστά δυνατή τη γενικευμένη και υποχρεωτική επιβολή μέτρων απομακρύνσεως ή απαγορεύσεως κάθε επαφής, ως παρεπομένων ποινών, σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται για θύμα ενδοοικογενειακών εγκλημάτων, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής κατηγορίας των παραβατικών αυτών πράξεων, ή, αντιθέτως, απαιτεί το άρθρο 8 να πραγματοποιείται εξατομικευμένη στάθμιση των συμφερόντων, βάσει της οποίας να μπορεί να εξακριβώνεται, ανά περίπτωση, το κατάλληλο επίπεδο προστασίας λαμβανομένων υπόψη των εμπλεκομένων συμφερόντων;

5)      Πρέπει το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει να αποκλείεται γενικώς η μεσολάβηση στις ποινικές διαδικασίες σχετικά με ενδοοικογενειακά εγκλήματα λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των εν λόγω εγκλημάτων ή, αντιθέτως, πρέπει να επιτρέπει τη μεσολάβηση και σε αυτό το είδος διαδικασιών, ώστε να σταθμίζονται κατά περίπτωση τα εμπλεκόμενα συμφέροντα;»

19.      To Δικαστήριο, με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2010, αποφάσισε να συνεκδικάσει τις δύο υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

20.      Και κατά τις δύο διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις η Ιταλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, η Αυστριακή, η Πολωνική, η Σουηδική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή· η Γερμανική Κυβέρνηση υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις επί της υποθέσεως C‑483/09. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαρτίου 2011 έλαβαν μέρος η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή.

V –    Νομική εκτίμηση

 Α –       Εξουσία υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και παραδεκτό της αιτήσεως αυτής

21.      Δεν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την εξουσία του Audiencia Provincial de Tarragona να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Η απόφαση-πλαίσιο 2001/220, της οποίας ζητείται εν προκειμένω η ερμηνεία, εκδόθηκε με βάση τα άρθρα 31 και 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΕ. Κατά το άρθρο 35 ΕΕ, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με πράξη που εκδόθηκε με αυτή τη νομική βάση προϋποθέτει ότι το οικείο κράτος μέλος έχει αποδεχθεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Αυτός ο περιορισμός της εξουσίας υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως εξακολουθεί να ισχύει για μια μεταβατική περίοδο και μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας (3). Η Ισπανία προέβη σε αντίστοιχη δήλωση κατά το άρθρο 35, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΕ (4), σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε ισπανικό δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση.

22.      H Επιτροπή εξέθεσε, χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί, ότι στο ισπανικό δίκαιο δεν χωρεί περαιτέρω ένδικο μέσο κατά αποφάσεως Audiencia provincial, που αποφαίνεται ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο επί αποφάσεως Juzgado penal. Το Audiencia provincial αποτελεί, συνεπώς, στην υπό κρίση υπόθεση, δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό, κατά την έννοια του άρθρου 35, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, ΕΕ και έχει, επομένως, εξουσία να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

23.      Οι Κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας θεωρούν την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αλυσιτελή.

24.      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μόνον το εθνικό δικαστήριο το οποίο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί είναι βέβαια αρμόδιο να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τόσο αν μια προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει την απόφασή του όσο και αν τα ερωτήματα που θέτει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να αποφανθεί (5) και, επομένως, υφίσταται τεκμήριο λυσιτέλειας (6) υπέρ των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

25.      Μόνον σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό το απαράδεκτο της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και, συγκεκριμένα, ιδίως όταν η αιτούμενη ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αναφέρονται στα εν λόγω ερωτήματα είναι προδήλως υποθετικής φύσεως (7). Για τους λόγους αυτούς δεν με πείθουν οι αντιρρήσεις των δύο Κυβερνήσεων.

26.      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικά, διότι αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν είναι πλέον το ίδιο το μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως, αλλά, αντιθέτως, η κύρωση λόγω της παραβάσεως του μέτρου αυτού, δηλαδή το έγκλημα της μη συμμορφώσεως προς επιβληθείσα ποινή. Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν όμως μόνον το μέτρο της υποχρεωτικής απομακρύνσεως και όχι το έγκλημα της μη συμμορφώσεως προς το μέτρο απομακρύνσεως.

27.      Το κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο, αποφαινόμενο σχετικά με τη μη συμμόρφωση προς την επιβληθείσα ποινή, πρέπει, μπορεί ή θέλει να λάβει υπόψη το παραδεκτό της επιβολής του μέτρου απομακρύνσεως, προς το οποίο δεν υπήρξε συμμόρφωση, εμπίπτει όμως στη δική του αρμοδιότητα. Κατά συνέπεια, είναι ελεύθερο να υποβάλει ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου, σε σχέση με ένα τέτοιο μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως.

28.      H Ιταλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, διότι –εάν γινόταν δεκτό ότι το εθνικό δίκαιο αντίκειται στην απόφαση-πλαίσιο– δεν θα ήταν δυνατή η σύμφωνη προς την απόφαση-πλαίσιο ερμηνεία του δικαίου αυτού. Αυτή θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να χωρήσει contra legem. Πράγματι, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 57, παράγραφος 2, CP, πρέπει υποχρεωτικώς να επιβάλλεται μέτρο απομακρύνσεως ως παρεπόμενη ποινή.

29.      To Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να προβαίνει σε σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (8). Δεν νομίζω όμως ότι έχει ακόμη διευκρινιστεί με απόλυτη σαφήνεια αν απορρέει από το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης απαγόρευση της contra legem ερμηνείας (9) ή αν απλώς το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι αντίθετο προς εθνική απαγόρευση της contra legem ερμηνείας (10). Σε κάθε περίπτωση, σε μια συγκυρία στην οποία το εθνικό δίκαιο επιτρέπει μια τέτοιου είδους ερμηνεία και αυτή δεν θα οδηγούσε σε επιβάρυνση του ιδιώτη, όπως παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεν θα οδηγούσε σε επιβολή ή επίταση της ποινής αλλά, αντιθέτως, σε απαλλαγή από την ποινή, ουδόλως προκύπτει πώς αυτό θα ήταν αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.

30.      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν χρειάζεται όμως να γίνει ολοκληρωμένη εξέταση του εν λόγω ζητήματος. Και τούτο διότι εν προκειμένω, στο πλαίσιο του ελέγχου του παραδεκτού, δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, προφανές ότι το αιτούν δικαστήριο –αν υποτεθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο είναι αντίθετη προς το εθνικό δίκαιο– θα μπορούσε να καταλήξει σε αποτέλεσμα σύμφωνο προς την απόφαση-πλαίσιο μόνον μέσω contra legem ερμηνείας. Πράγματι, σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται στα εθνικά δικαστήρια, κατά τη σύμφωνη προς την απόφαση-πλαίσιο ερμηνεία, να λαμβάνουν υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο, το σύνολο του εθνικού δικαίου, για να εκτιμούν κατά πόσον το δίκαιο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί κατά τρόπο που να μην καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς το επιδιωκόμενο από την απόφαση-πλαίσιο (11).

31.      Η ίδια η Ισπανική Κυβέρνηση, με τις παρατηρήσεις της, ανέφερε ότι αποτελεί εριζόμενο ζήτημα στην ισπανική νομολογία κατά πόσον το ισπανικό δίκαιο δεν επιτρέπει, παρ’ όλα αυτά, να ληφθεί υπόψη η βούληση του θύματος. Επεσήμανε, συναφώς, ότι οι αναλύσεις του Tribunal Supremo σχετικά με το αξιόποινο της μη συμμορφώσεως προς το μέτρο απομακρύνσεως, από όπου προκύπτει η μη λήψη υπόψη της αντίθετης βούλησης του θύματος στο πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων για την παράβαση του μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως, δεν έχουν «δεσμευτικό χαρακτήρα». Υπό το πρίσμα των αναλύσεων αυτών, δεν είναι πρόδηλο ότι είναι αδύνατη η ερμηνεία σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο και ότι επομένως η απάντηση του Δικαστηρίου δεν θα είχε καμία σημασία για τη διαδικασία της κύριας δίκης.

32.      Ως εκ τούτου, οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.

 Β –       Επί της ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220

33.      Με την αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον αντίκειται στην απόφαση-πλαίσιο εθνική ρύθμιση που προβλέπει υποχρεωτικά, στην περίπτωση ενδοοοικογενειακών εγκλημάτων, την επιβολή απαγορεύσεως επαφής μεταξύ δράστη και θύματος, χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα μη επιβολής, κατ’ εξαίρεση, τέτοιας απαγορεύσεως κατόπιν σταθμίσεως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδίως της επιθυμίας του θύματος να συνάψει εκ νέου σχέση με τον δράστη.

1.      Προκαταρκτική παρατήρηση

34.      Μια ρύθμιση, η οποία προβλέπει σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας –όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και στις λεκτικές απειλές– την επιβολή μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως ως παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με διάρκεια που υπερβαίνει τουλάχιστον κατά ένα έτος την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή και, σε περίπτωση που δεν επιβλήθηκε στερητική της ελευθερίας ποινή, πρέπει να ανέρχεται σε έξι τουλάχιστον μήνες (12), είναι υπερβολικά αυστηρή.

35.      Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει σαφώς τις αμφιβολίες του σχετικά με τη συμφωνία προς την αρχή της αναλογικότητας ενός τέτοιου μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως σε περιπτώσεις, στις οποίες το θύμα, υπό συνθήκες προσωπικής αυτονομίας και χωρίς πίεση, επιθυμεί να επαναλάβει τη συμβίωση με τον δράστη. Διερωτάται, κατά πόσον μπορεί να υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η ίδια η επιβολή μιας τέτοιας κυρώσεως μπορεί να θίξει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του θύματος, για την προστασία του οποίου έχει πράγματι προβλεφθεί. Το θύμα μπορεί, συναφώς, να στηριχθεί στο θεμελιώδες δικαίωμά του για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής. Η Γερμανική Κυβέρνηση ανέφερε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ως παράδειγμα την περίπτωση ενός ζεύγους που εκμεταλλεύεται από κοινού μια επιχείρηση. Στην περίπτωση αυτή, το μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή της επιχειρήσεως και, συνεπώς, να καταστρέψει ακόμη και τις οικονομικές βάσεις στις οποίες στηρίζεται το θύμα.

36.      Η Ισπανική Κυβέρνηση τόνισε, αντιθέτως, ότι οι αυστηρές ρυθμίσεις είναι απαραίτητες, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικώς το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Στο μέτρο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο νομοθέτης υπέχει υποχρέωση προστασίας έναντι των θυμάτων. Αυτή την υποχρέωση προστασίας τόνισε πρόσφατα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (13). Ειδικώς σε περιπτώσεις ενδοοοικογενειακής βίας, το μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως μπορεί να αποτελέσει εύλογο μέσο, που παρέχει στο θύμα τη δυνατότητα να βάλει εκ νέου σε τάξη τη ζωή του, ελεύθερο από άμεσες πιέσεις. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, βέβαια, ότι στις διαφορές της κύριας δίκης τα θύματα σχημάτισαν υπό συνθήκες πλήρους προσωπικής αυτονομίας την επιθυμία τους να επαναλάβουν τη συμβίωση με τον δράστη. Σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν θα είναι όμως πάντοτε εύκολο να εξακριβωθεί κατά πόσον δεν ασκήθηκε πράγματι πίεση στο θύμα, δεδομένου ότι τις περισσότερες φορές αυτό δεν συμβαίνει δημοσίως.

37.      Είναι προφανές ότι ένα μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως εντάσσεται στο πεδίο εξισορροπήσεως μεταξύ της ανάγκης αποτελεσματικής κρατικής αντιμετωπίσεως της ενδοοικογενειακής βίας, αφενός, και του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής καθώς και της ιδιωτικής αυτονομίας, αφετέρου. Το προβληματικό πεδίο, που εν συντομία σκιαγραφήθηκε εν προκειμένω, καθιστά απαραίτητη μια δυσχερή στάθμιση των διαφόρων εννόμων αγαθών.

38.      Για να προκαταλάβω το αποτέλεσμα της προκειμένης εξετάσεως: Κατά την άποψή μου, αυτό το δυσχερές ζήτημα της σταθμίσεως δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, ζήτημα του εθνικού συνταγματικού δικαίου (14) και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (15).

39.      Όπως θα εκθέσω στη συνέχεια, η απόφαση-πλαίσιο έχει ως αντικείμενο μόνον το καθεστώς του θύματος στην ποινική διαδικασία – έστω και εν ευρεία εννοία. Αντιθέτως, δεν περιέχει διατάξεις για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ιδίως σχετικά με το είδος και την έκταση των ποινών. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της καταλληλότητας ενός μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως, όπως αυτό που προβλέπει η ισπανική ποινική έννομη τάξη, εκφεύγει του καθ’ ύλη πεδίου εφαρμογής της.

40.      Ακολούθως θα εξηγήσω, κατ’ αρχάς, τον γενικό ρυθμιστικό σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, προκειμένου να εξετάσω στη συνέχεια από κοινού, αφενός, τα δύο πρώτα ερωτήματα και, αφετέρου, το τρίτο με το τέταρτο ερώτημα. Εν τέλει, θα απαντήσω στο πέμπτο ερώτημα.

2. Ο γενικός ρυθμιστικός σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220

41.      Με την απόφαση-πλαίσιο 2001/220 θα πρέπει να θεσπιστούν στοιχειώδη πρότυπα για την προστασία των θυμάτων από εγκληματικές πράξεις (16). Ο γενικός σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου είναι η προστασία των συμφερόντων των θυμάτων εγκληματικών πράξεων στις διάφορες φάσεις της ποινικής διαδικασίας και η εξασφάλιση, προς τον σκοπό αυτό, στο επίπεδο της Ένωσης, ενός παρόμοιου υψηλού επιπέδου προστασίας, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκονται τα θύματα (17). Τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν, ώστε να παρέχονται στο θύμα εγκληματικής πράξης και μέτρα υποστήριξης ικανά να απαλύνουν τις επιπτώσεις του εγκλήματος (18).

42.      Κατά τα οριζόμενα στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, οι κανόνες σχετικά με το καθεστώς και τα κυριότερα δικαιώματα των θυμάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά το σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, το δικαίωμα να παρέχουν και να λαμβάνουν πληροφορίες, το δικαίωμα να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά, το δικαίωμα να προστατεύονται στα διάφορα στάδια της διαδικασίας και το δικαίωμα να λαμβάνεται υπόψη το μειονέκτημα του να διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο διεπράχθη το έγκλημα, χρειάζεται να προσεγγίσουν. Το θύμα του εγκλήματος δεν πρέπει δηλαδή να καθίσταται απλό αντικείμενο της διαδικασίας. Αντιθέτως –όπως τονίζεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη– «θα πρέπει να εκτιμώνται και να αντιμετωπίζονται σφαιρικά και συντονισμένα οι ανάγκες των θυμάτων και να αποφεύγονται αποσπασματικές ή ασυνεπείς λύσεις, ικανές να προκαλέσουν παρεπόμενες επιπτώσεις».

2.      Το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

43.      Με τα δύο πρώτα ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, αφενός, κατά πόσον η όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε ακρόαση του θύματος όσον αφορά τις συνέπειες μιας ποινής σε βάρος του δράστη, με τον οποίο το θύμα διατηρεί οικογενειακή σχέση, και, αφετέρου, κατά πόσον συνάγεται από το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου ότι τα δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτή την έκφραση της απόψεως του θύματος.

44.      Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, πρέπει, κατ’ αρχάς, να διευκρινιστεί ότι από την αιτιολογική σκέψη αποφάσεως-πλαισίου δεν είναι δυνατόν να απορρέει νομική δέσμευση για τα κράτη μέλη (19). Οι αιτιολογικές σκέψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μόνον για την ερμηνεία των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου.

45.      Δικαίωμα ακροάσεως του θύματος θεσπίζεται με το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου. Κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν τη δυνατότητα των θυμάτων να ακούονται κατά τη διαδικασία και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία. Δεδομένου ότι το άρθρο 3 αποτελεί ειδική ρύθμιση σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως του θύματος, πρέπει, κατά την απάντηση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, να εξεταστεί το άρθρο αυτό κατά προτεραιότητα σε σχέση με το άρθρο 2, παράγραφος 1. Η όγδοη αιτιολογική σκέψη μπορεί, συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, να αποκτήσει σημασία κατά τη συγκεκριμενοποίηση του άρθρου 3.

 α)     Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου

46.      Όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο σε σχέση με το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 δικαίωμα των θυμάτων να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τους συγκεκριμένους τρόπους εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής (20). Για τον λόγο αυτό, η ένατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου τονίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να επιφυλάσσουν στα θύματα ισοδύναμη αντιμετώπιση στις διαδικασίες με εκείνη των μερών. Κατά συνέπεια, είναι ελεύθερα να καθορίσουν με ποια μορφή θα παράσχουν στα θύματα το δικαίωμα ακροάσεως.

47.      Προκειμένου όμως να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του θύματος και να μην περιοριστεί αυτό σε απλά παθητικό ρόλο, δεν επιτρέπεται –όπως ορθώς επισημαίνουν η Γερμανική και η Πολωνική Κυβέρνηση– η στενή ερμηνεία του εν λόγω δικαιώματος ακροάσεως. Το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του θύματος πρέπει να καλύπτει, εκτός από τη δυνατότητα περιγραφής της διάπραξης του εγκλήματος, και το δικαίωμα κοινοποιήσεως των υποκειμενικών του κρίσεων και προσδοκιών από τη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, όταν το θύμα διατηρεί στενή προσωπική σχέση με το δράστη και, συνεπώς, το μέτρο απομακρύνσεως επηρεάζει εμμέσως την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του θύματος, η επιταγή ακροάσεως καλύπτει και την άποψη του θύματος σχετικά με την επιβολή του μέτρου αυτού.

48.      Προκειμένου να μην απολέσει το εν λόγω δικαίωμα ακροάσεως την πρακτική του αποτελεσματικότητα (21), πρέπει να υφίσταται επίσης η δυνατότητα να επηρεάσει η άποψη του θύματος την επιμέτρηση της ποινής. Το Δικαστήριο προσέφυγε, κατά την ερμηνεία του άρθρου 3, στα οριζόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 1 (22). Κατά το άρθρο αυτό, κάθε κράτος μέλος παρέχει στα θύματα ουσιαστικό και κατάλληλο ρόλο στο πλαίσιο του συστήματος της ποινικής του δικαιοσύνης. Για να εκπληρωθεί η αξίωση αυτή, πρέπει το δικαστήριο να εξετάσει τους ισχυρισμούς του θύματος και πρέπει, συνεπώς, να υφίσταται η δυνατότητα να επηρεάσουν οι ισχυρισμοί αυτοί την απόφαση του δικαστηρίου. Και τούτο διότι το θύμα δεν θα έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία, εάν δεν ήταν υποχρεωτικό να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί του.

49.      Το δικαίωμα ακροάσεως δεν μπορεί όμως – όπως ορθώς τονίζει, μεταξύ άλλων, η Αυστριακή Κυβέρνηση – να συνεπάγεται ότι η επιβολή της ποινής τίθεται στη διάθεση του θύματος. Αντιθέτως, το ζήτημα της επιμετρήσεως της ποινής απαιτεί πολύπλοκη στάθμιση, κατά την οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη τελείως διαφορετικές πτυχές του ζητήματος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν αυτή να στηρίζεται μόνον στην επιθυμία του θύματος. Κατά συνέπεια, το αρμόδιο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την εκτίμηση του θύματος. Ορθώς η Σουηδική Κυβέρνηση προέβαλε, ως περαιτέρω επιχείρημα κατά της δεσμευτικής λήψης υπόψη της βούλησης του θύματος, ότι στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε ο κίνδυνος να υποστεί το θύμα πίεση από τον δράστη για να συνηγορήσει ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ μιας ελαφράς ποινής.

50.      Όπως όμως θα εκθέσω κατά την απάντηση του τρίτου και τέταρτου ερωτήματος, η αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος ακροάσεως δεν εμποδίζει μια προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο ελάχιστη ποινή. Η απαιτούμενη από το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η άποψη του θύματος πρέπει να υφίσταται μόνον εντός της προβλεπομένης από το εθνικό δίκαιο κλίμακας ποινών.

 β)     Προσωρινό συμπέρασμα

51.      Ως συμπέρασμα του παρόντος σταδίου της αναλύσεως πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παράσχουν στο θύμα τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την επιβολή μέτρου απομακρύνσεως στον δράστη, με τον οποίο το θύμα διατηρεί οικογενειακή ή έντονη συναισθηματική σχέση. Πρέπει ακόμη να παρέχεται η δυνατότητα να λάβει υπόψη το δικαστήριο, κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, την άποψη του θύματος. Αυτό όμως ισχύει μόνον εντός του πλαισίου της κλίμακας ποινών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αυτό ουδόλως σημαίνει ότι το δικαστήριο οφείλει να υιοθετήσει τη βούληση του θύματος. Δεν δεσμεύεται, κατά την επιμέτρηση της ποινής, από την εκφρασθείσα συναφώς άποψη του θύματος.

3.      Το τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα

52.      Με αυτά τα δύο ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον αντίκειται στην απόφαση-πλαίσιο το μέτρο απομακρύνσεως που είναι υποχρεωτικώς επιβλητέο σε κάθε περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς στάθμιση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και ακόμη και αντίθετα προς τη βούληση του θύματος.

53.      Κατόπιν της προηγηθείσας ερμηνείας του άρθρου 3, θα εξετάσω κατ’ αρχάς το δικαίωμα ακροάσεως.

 α)     Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου

54.      Σε συνάρτηση με το δικαίωμα ακροάσεως του θύματος, που εξετάστηκε στο πλαίσιο των δύο πρώτων ερωτημάτων, θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι το δικαίωμα ακροάσεως είναι αποτελεσματικό μόνον όταν η ακρόαση του θύματος σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει στη μη επιβολή οποιουδήποτε μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως. Βάσει των στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης του δράστη σε στερητική της ελευθερίας ποινή, το μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως ισχύει τουλάχιστον ένα έτος μετά την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής και, στις λοιπές περιπτώσεις, έχει ελάχιστη διάρκεια έξι μηνών. Κατόπιν σχετικής ερωτήσεως του Δικαστηρίου, η Ισπανική Κυβέρνηση διευκρίνισε επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ελάχιστη διάρκεια του μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως μπορεί να περιοριστεί σε ένα μήνα.

55.      Λαμβανομένης υπόψη της εξάμηνης ελάχιστης διάρκειας του μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο εξέφρασε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αμφιβολίες σχετικά με τη συμφωνία της ισπανικής ρυθμίσεως προς την απόφαση-πλαίσιο. Όσον αφορά αυτούς του έξι μήνες, το δικαίωμα ακροάσεως του θύματος σχετικά με την επιβλητέα κύρωση καθίσταται κενό περιεχομένου. Και τούτο διότι το δικαστήριο, ανεξαρτήτως των ισχυρισμών του θύματος, δεν δύναται να επιβάλει μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως με διάρκεια μικρότερη των έξι μηνών. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αποτελεσματικού δικαιώματος ακροάσεως.

56.      Κατά την άποψή μου, το δικαίωμα ακροάσεως δεν μπορεί όμως να έχει τέτοια επιρροή στο ύψος της ποινής που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Εφόσον το θύμα γνωστοποιεί την άποψή του σχετικά με το επιβλητέο μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως και οι ισχυρισμοί του μπορούν γενικώς να ληφθούν υπόψη εντός του πλαισίου της κλίμακας ποινών που ορίζει το εθνικό δίκαιο, τηρούνται οι επιταγές του άρθρου 3.

57.      Ευρύτερες επιταγές θα υπερέβαιναν το δικονομικού δικαίου ρυθμιστικό περιεχόμενο της αποφάσεως-πλαισίου. Και τούτο διότι σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου είναι να διασφαλίσει στο θύμα εγκλήματος ορισμένες δικονομικές εγγυήσεις κατά την ποινική διαδικασία. Το αν και ποιες παρεπόμενες ποινές προβλέπει ένα κράτος μέλος, στις περιπτώσεις εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, δεν αποτελεί αντικείμενο της ρύθμισης της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Η απόφαση αυτή δεν ρυθμίζει γενικώς και συνολικώς όλες τις πτυχές της προστασίας των θυμάτων, αλλά ειδικώς εκείνες που αφορούν τις δικονομικές εγγυήσεις κατά την ποινική διαδικασία. Το κατά το άρθρο 3 δικαίωμα ακροάσεως του θύματος δεν μπορεί, συνεπώς, να ερμηνευθεί τόσο ευρέως, ώστε εμμέσως να επηρεάζει και αυτή ακόμα την κλίμακα ποινών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

58.      Εξάλλου και το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί, κατ’ αρχήν, ότι το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, και συνεπώς το είδος και η διάρκεια των ποινών, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου.

 β)     Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220

59.      Η Γερμανική Κυβέρνηση συνάγει από τη χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 8 διατύπωση «επαρκές επίπεδο προστασίας για τα θύματα» ότι η απόφαση-πλαίσιο είναι αντίθετη προς μια υποχρεωτική, χωρίς εξαιρέσεις, επιβολή του μέτρου απομακρύνσεως. Η απαίτηση της επάρκειας της προστασίας των θυμάτων συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να σταθμίζουν τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως προκειμένου να επιβάλουν μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως.

60.      Δεν θεωρώ την ερμηνεία αυτή πειστική. Κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε οπωσδήποτε στο νου του την υπερβολικά εκτεταμένη προστασία των θυμάτων όταν επέτασσε, με το άρθρο 8, παράγραφος 1, μία επαρκή προστασία των θυμάτων. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η προστασία που παρέχει το ισπανικό μέτρο απομακρύνσεως θα μπορούσε να είναι ακατάλληλη μόνον επειδή λαμβάνεται αντίθετα προς τη βούληση του θύματος και, συνεπώς, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι υπερβολική. Το άρθρο 8 επιτάσσει μια επαρκή προστασία των θυμάτων μεριμνώντας, αντιθέτως, για την αποφυγή ενός υπερβολικά χαμηλού επιπέδου προστασίας.

61.      Ανεξαρτήτως αυτού, το άρθρο 8, όπως προκύπτει από το ρυθμιστικό του πλαίσιο, έχει ως αντικείμενο την προστασία των θυμάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας εφόσον «υπάρχει σπουδαίος κίνδυνος πράξεων αντιποίνων ή πιθανολογείται σφόδρα σοβαρή και εσκεμμένη διατάραξη της ιδιωτικής τους ζωής». Όπως ορθά τονίζει η Σουηδική Κυβέρνηση, αυτά τα μέτρα προστασίας αποσκοπούν, συνεπώς, να προστατεύσουν το θύμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας από παρενοχλήσεις ή άσκηση επιρροής εκ μέρους του δράστη ή ενός προσώπου προερχόμενου από το περιβάλλον του. Το άρθρο 8, παράγραφος 1, δεν αφορά την προστασία του θύματος από αρνητικές συνέπειες των ποινών που επιβλήθηκαν στον δράστη.

62.      Εκτός αυτού, υπέρ της υποστηριζομένης εν προκειμένω ερμηνείας συνηγορεί, όπως επισημαίνει η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών στις παρατηρήσεις της, ο συνδυασμός με τις λοιπές παραγράφους του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε το θύμα και ο δράστης να μην έρχονται, όσο είναι δυνατόν, σε επαφή στα κτίρια των δικαστηρίων, χάρη στην ύπαρξη χωριστών χώρων αναμονής. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί το άρθρο 8, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, με το οποίο σκοπείται επιπλέον να αποφευχθεί να συναντήσει το θύμα τον δράστη σε δημόσια συνεδρίαση όπου θα πρέπει να καταθέσει. Όλα τα προαναφερθέντα αποτελούν πτυχές του ζητήματος που αφορούν την ποινική διαδικασία.

63.      Με άλλα λόγια, η εγγύηση προστασίας του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 έχει κυρίως παρακολουθηματικό χαρακτήρα: Αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι το θύμα μπορεί να ασκήσει ακίνδυνα, άφοβα και, συνεπώς, αποτελεσματικά τα υπόλοιπα εγγυημένα δικονομικά του δικαιώματα. Το άρθρο 8 αναφέρεται, συνεπώς, στα δικαιώματα του θύματος κατά τη διαδικασία και δεν έχει ως αντικείμενο όλα συνολικώς τα νοητά συμφέροντα του θύματος.

64.      Κατά συνέπεια, ούτε από το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου συνάγεται ότι αντίκειται στο άρθρο αυτό ένα προβλεπόμενο από το εθνικό ποινικό δίκαιο μέτρο υποχρεωτικής απομακρύνσεως.

 γ)     Το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου

65.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220, κάθε κράτος μέλος παρέχει στα θύματα ουσιαστικό και κατάλληλο ρόλο στο πλαίσιο του συστήματος της ποινικής του δικαιοσύνης και αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

66.      Το άρθρο 2 δεν περιέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις, αλλά έχει πολύ ευρεία διατύπωση. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο το έχει μέχρι τώρα χρησιμοποιήσει για την εκάστοτε ερμηνεία των συγκεκριμένων εγγυήσεων των επομένων άρθρων της αποφάσεως-πλαισίου (23). Κατά συνέπεια, το άρθρο αυτό αποσκοπεί περισσότερο να σκιαγραφήσει, σε γενική μορφή, το πρόγραμμα της αποφάσεως-πλαισίου, πριν ακολουθήσουν, στα επόμενα άρθρα, οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κρατών μελών.

67.      Σε κάθε περίπτωση, από το άρθρο 2 δεν είναι δυνατόν να συναχθεί απαγόρευση ενός υποχρεωτικώς και χωρίς εξαιρέσεις επιβλητέου μέτρου απομακρύνσεως. Το ζήτημα της συμφωνίας ενός υποχρεωτικώς επιβλητέου μέτρου απομακρύνσεως προς την αρχή της αναλογικότητας αφορά τις προβλεπόμενες από το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ποινές. Η γενική αναφορά του άρθρου 2 στο σεβασμό και στην αναγνώριση του θύματος δεν μπορεί να οδηγήσει σε υποχρέωση των κρατών μελών για πραγμάτωση των συμφερόντων του θύματος στο σύνολο του ποινικού δικαίου, ακόμη και στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, αλλά περιορίζεται, αντιθέτως, στο πλαίσιο του δικονομικού ποινικού δικαίου.

68.      Αυτό συνάγεται, άνευ ετέρου, από τον τίτλο και τον γενικό συσχετισμό των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220. Όλες οι ρυθμίσεις που ακολουθούν το άρθρο 2 εξυπηρετούν τη λεπτομερέστερη διαμόρφωση και συγκεκριμενοποίηση του καθεστώτος του θύματος σε σχέση ακριβώς με την ποινική διαδικασία. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, την «Ακρόαση και προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων», το «Δικαίωμα λήψης πληροφοριών», τις «Εγγυήσεις επικοινωνίας» και τις «Δαπάνες τις οποίες πραγματοποιεί το θύμα στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας». Αντιθέτως, κανένα σημείο της αποφάσεως-πλαισίου δεν αναφέρεται ρητώς σε πτυχές της προστασίας των θυμάτων που αφορούν το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο.

69.      Στην απόφαση-πλαίσιο δεν περιέχονται εκτιμήσεις ούτε σχετικά με το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, γενικώς, ούτε σχετικά με το ανήκον στο δίκαιο αυτό ζήτημα των ποινών για τον δράστη. Ακόμη, από τον ορισμό του θύματος του άρθρου 1 συνάγεται ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί να θίξει το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, αλλά το θεωρεί ως αφετηρία για τα δικονομικά δικαιώματα του θύματος. Πράγματι, σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, θύμα είναι μόνον το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία που προκαλείται από πράξεις που παραβιάζουν την ποινική νομοθεσία ενός κράτους μέλους.

70.      Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται ούτε από τον επίσης στο άρθρο 1 περιεχόμενο ορισμό της έννοιας «διαδικασία», όπως αυτή χρησιμοποιείται και στο άρθρο 2, παράγραφος 1. Αυτή ορίζεται στο εν λόγω άρθρο ως «διαδικασία υπό ευρεία έννοια», η οποία περιλαμβάνει, πέραν της ποινικής διαδικασίας υπό στενή έννοια, όλες τις επαφές που πραγματοποιεί το θύμα, υπό την ιδιότητα του θύματος, με κάθε αρχή κ.λπ. πριν, κατά ή μετά την ποινική δίκη. Από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι και η διαμόρφωση των ουσιαστικών ποινών εμπίπτει στην έννοια της διαδικασίας. Η έκτη και η δέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρονται στη σημασία των μέτρων και των οργανώσεων υποστήριξης θυμάτων πριν και μετά την ποινική διαδικασία.

71.      Το γεγονός ότι η απόφαση-πλαίσιο στηρίζεται σε μία ευρεία ερμηνεία της έννοιας της διαδικασίας είναι λογικό μόνον εφόσον ως ποινική διαδικασία νοείται, κατά το άρθρο 1, η εκάστοτε διαδικασία κατά την έννοια του εθνικού δικαίου. Δεδομένου ότι οι εθνικές έννομες τάξεις μπορεί να διαφέρουν ως προς το τι συγκαταλέγουν στην ποινική διαδικασία υπό στενή έννοια, για την προστασία των θυμάτων σε επίπεδο Ένωσης απαιτείται να συμπεριληφθούν και πτυχές που συνδέονται άμεσα με την ποινική διαδικασία, αλλά προηγούνται ή έπονται αυτής. Ακόμη, η προστασία του θύματος μπορεί να απαιτεί να μην σταματούν απότομα, με τη δημοσίευση της αποφάσεως, τα μέτρα συνδρομής και υποστήριξης, αλλά οι συνέπειές τους να συνεχίζονται για ορισμένο διάστημα.

72.      Ακόμη όμως και μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας της διαδικασίας δεν καθιστά διαδικαστική πτυχή την ποινική κύρωση σε βάρος του δράστη. Πράγματι, η απόφαση-πλαίσιο δεν ρυθμίζει γενικώς και συνολικώς όλες τις πτυχές της προστασίας των θυμάτων, αλλά μόνον σε σχέση με τις διαδικαστικές εγγυήσεις στην ποινική δίκη. Κατά συνέπεια, η απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αντικείμενο την προστασία του θύματος από έμμεσες, εξωδιαδικαστικές συνέπειες της ποινής που επιβλήθηκε δικαστικώς στον δράστη.

73.      Σε περίπτωση ερμηνείας της αποφάσεως-πλαισίου που θα είχε έμμεσες συνέπειες επί των προβλεπομένων από το εθνικό δίκαιο ποινών, θα ανέκυπτε, εξάλλου, το ερώτημα κατά πόσον έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση συναφή νομοθετική αρμοδιότητα.

74.      Σε άλλη θέση (24) έχω επισημάνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον ζητήματα της προστασίας των θυμάτων στην ποινική διαδικασία καλύπτονται πράγματι από την αναφερόμενη στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220 νομική βάση (άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΕΕ). Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις αναφερόμενες στην υπό κρίση υπόθεση πτυχές των ουσιαστικών ποινών και της επιμετρήσεως της ποινής. Κατά συνέπεια, ακόμη και η έννοια της σύμφωνης προς το πρωτογενές δίκαιο ερμηνείας αντιτίθεται στην ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου, σύμφωνα με την οποία η απόφαση αυτή καλύπτει την καταλληλότητα των ποινών.

75.      Τέλος, πρέπει να επεκτείνω την εξέτασή μου και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στον οποίο αναφέρεται ιδίως η Επιτροπή. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου υποχρέωση των κρατών μελών να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των θυμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας συνεπάγεται επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να χορηγούν όλα τα δικαιώματα που προβλέπει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εξετάζει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 7 του Χάρτη, που θεσπίζει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

76.      Πρέπει, συναφώς, να υπομνηστεί ότι η απόφαση-πλαίσιο πρέπει, βέβαια, να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα (25). Αυτό όμως μπορεί να ισχύει μόνον στο πλαίσιο του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της. Προεισαγωγικώς έχω σκιαγραφήσει ότι στην περίπτωση των υπό κρίση πραγματικών περιστατικών είναι δυνατόν να θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα των θυμάτων. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στο να αποδοθεί στην απόφαση-πλαίσιο ένα περιεχόμενο που δεν έχει.

77.      Εν προκειμένω δεν ανακύπτει, συνεπώς, ούτε το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη. Κατά το άρθρο αυτό, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη «μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης». Δεν έχει ακόμη οριστικώς διευκρινιστεί κατά πόσον αυτό πρέπει να ερμηνευθεί στενά ή καλύπτει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (26).

78.      Δεδομένου ότι η απόφαση-πλαίσιο έχει ως αντικείμενο μόνον τις πτυχές της προστασίας των θυμάτων που αφορούν την ποινική δικονομία και όχι τις επιβλητέες σε βάρος του δράστη ποινές, η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης.

79.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει αν και σε ποιο μέτρο οι ρυθμίσεις του ισπανικού ποινικού δικαίου περί επιβολής μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως επί εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, τις οποίες επικρίνει το αιτούν δικαστήριο, είναι σύμφωνες προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως προς την υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (27). Αυτός ο έλεγχος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων εναπόκειται, αντιθέτως, στο εθνικό συνταγματικό δικαστήριο ή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 δ)     Προσωρινό συμπέρασμα

80.      Κατά συνέπεια, ως απάντηση στο τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτό το εξής: Η απόφαση-πλαίσιο δεν αφορά το ζήτημα της καταλληλότητας των επιβλητέων ποινών. Κατά συνέπεια, δεν αντίκειται σε αυτή η εθνική ρύθμιση που προβλέπει, υποχρεωτικώς και χωρίς εξαιρέσεις, την επιβολή μέτρου απομακρύνσεως, ως παρεπόμενη ποινή.

4.      Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα

81.      Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν τη δυνατότητα μεσολάβησης και επί ενδοοικογενειακών εγκλημάτων.

82.      Επ’ αυτού πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί εκ νέου ότι η απόφαση-πλαίσιο είναι δεσμευτική μόνον ως προς τον σκοπό που επιδιώκει, καταλείπει όμως στις εθνικές αρχές την επιλογή του τύπου και των αναγκαίων μέσων για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Όσον αφορά τους συγκεκριμένους τρόπους επιτεύξεως του σκοπού αυτού παρέχεται στα κράτη μέλη ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (28).

83.      Όσον αφορά τη δυνατότητα μεσολάβησης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 περιορίζεται να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε να προωθούν τη μεσολάβηση για τις εγκληματικές πράξεις στις οποίες «κρίνουν ότι προσιδιάζει το μέτρο αυτό». Αυτό το ευρύ κριτήριο της καταλληλότητας καθιστά σαφές ότι η επιλογή των εγκληματικών πράξεων για τις οποίες προβλέπεται μεσολάβηση απόκειται στα κράτη μέλη (29).

84.      Μολονότι αυτή η εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών περιορίζεται, ασφαλώς, από την υποχρέωση να χρησιμοποιούν αντικειμενικά κριτήρια προς τον σκοπό του καθορισμού των επίμαχων μορφών εγκληματικών πράξεων (30), από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Και τούτο διότι η δυνατότητα μεσολάβησης εξακολουθεί να έχει ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής, ακόμη και αν αποκλειστεί η μεσολάβηση για τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα.

VI – Πρόταση

85.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στις αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

«1)      Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες υποχρεώνει τα κράτη μέλη, σε περίπτωση που το θύμα διατηρεί στενή προσωπική σχέση με το δράστη και, συνεπώς, το μέτρο απομακρύνσεως επηρεάζει εμμέσως την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του θύματος, να παράσχουν στο θύμα τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του σχετικά με την επιβολή του μέτρου απομακρύνσεως. Πρέπει ακόμη να υφίσταται η δυνατότητα να λάβει υπόψη το δικαστήριο, κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, αυτή την άποψη του θύματος. Αυτό όμως ισχύει μόνον εντός του πλαισίου της κλίμακας ποινών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και ουδόλως σημαίνει ότι το δικαστήριο δεσμεύεται από τη βούληση του θύματος.

2)      Η απόφαση-πλαίσιο 2001/220 δεν αφορά το ζήτημα της καταλληλότητας των επιβλητέων ποινών. Κατά συνέπεια, δεν αντίκειται σε αυτή η εθνική ρύθμιση που προβλέπει, υποχρεωτικώς και χωρίς εξαιρέσεις, την επιβολή μέτρου απομακρύνσεως, ως παρεπόμενη ποινή.

3)      Το άρθρο 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2001/220 παρέχει στα κράτη μέλη ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των εγκλημάτων για τα οποία προβλέπουν μεσολάβηση. Η ρύθμιση δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν μεσολάβηση για τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – ΕΕ 2001 L 82, σ. 1, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2001/220 ή απόφαση-πλαίσιο.


3 – Πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, ΕΕ C 83, σ. 322.


4 – Αυτό προκύπτει από τη δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Μαΐου 1999 ενημέρωση σχετικά με την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (ΕΕ 1999, L 114, σ. 56).


5 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman (Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 59), και της 13ης Ιουλίου 2006, C-295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6619, σκέψη 26).


6 – Αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. I-5285, σκέψη 30), της 9ης Οκτωβρίου 2008, C-404/07, Katz (Συλλογή 2008, σ. I-7607, σκέψη 31), και της 22ας Απριλίου 2010, C-82/09, Δήμος Αγίου Νικολάου (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 15).


7 – Πάγια νομολογία, βλ., ενδεικτικώς, απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, C-450/09, Schröder (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17).


8 – Βλ. Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057, σκέψη 110), της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact (Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψη 100), και της 16ης Ιουλίου 2009, C‑12/08, Mono Car Styling (Συλλογή 2009, σ. I‑6653, σκέψη 61).


9 – Προς αυτή την κατεύθυνση τείνει η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σκέψη 47).


10 – Οι αναφερόμενες στην προηγούμενη υποσημείωση αποφάσεις, που κάνουν λόγο για απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας, συνηγορούν υπέρ της πρώτης εκδοχής.


11 – Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, C‑105/03, Pupino (Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σκέψη 47).


12 – Η ανώτατη διάρκεια του μέτρου υποχρεωτικής απομακρύνσεως ανέρχεται εν προκειμένω σε πέντε έτη.


13 – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 9ης Ιουνίου 2009, Opuz κατά Τουρκίας (προσφυγή υπ’ αριθ. 33401/02).


14 – Το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο (Tribunal Constitucional), με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2010 επί της υποθέσεως STC 60/2010, έκρινε συνταγματικές τις ισπανικές διατάξεις.


15 – Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.


16 – Βλ. την τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, που αναφέρεται στα συμπεράσματα της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999.


17 – Βλ. την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.


18 – Βλ. την τρίτη και έκτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου.


19 – Βλ., ενδεικτικώς, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, C-562/08, Müller Fleisch (σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20 – Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2009, C-404/07, Katz (Συλλογή 2009, σ. I-7607, σκέψη 46), βλ., συναφώς, και τις προτάσεις μου της 10ης Ιουλίου 2008 επί της υποθέσεως αυτής.


21 – Βλ., συναφώς, την απόφαση Katz (παρατίθεται στην υποσημείωση 20, σκέψη 47).


22 – Απόφαση Katz (παρατίθεται στην υποσημείωση 20, σκέψη 47).


23 – Katz, σκέψη 47, και Pupino, σκέψη 52.


24 – Βλ. τις προτάσεις μου της 11ης Νοεμβρίου 2004 επί της υποθέσεως C‑105/03, Pupino (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2005, Συλλογή 2005, σ. I‑5285, σημείο 48 επ.), καθώς και τις προτάσεις μου της 8ης Μαρτίου 2007 επί της υποθέσεως C‑467/05, Dell’Orto (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, Συλλογή 2007, σ. I‑5557, σημείο 40).


25 – Απόφαση Katz (παρατίθεται στην υποσημείωση 20, σκέψη 48).


26 – Βλ., συναφώς, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 5ης Απριλίου 2011 επί της υποθέσεως C-108/10, Scattolon (εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημεία 110 έως 121).


27 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 28)· απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, 260/89, ΕΡΤ (Συλλογή 1989, σ. 2925, σκέψη 42).


28 – Αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2008, C‑404/07, Katz (Συλλογή 2008, σ. I‑7607, σκέψη 46), και της 21ης Οκτωβρίου 2010, C‑205/09, Eredics (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 38).


29 – Απόφαση Eredics (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σκέψη 37).


30 – Βλ., συναφώς, απόφαση Eredics (παρατίθεται στην υποσημείωση 28, σκέψη 39).