Language of document : ECLI:EU:C:1999:417

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 1999 (1)

«Παράβαση κράτους μέλους — Εισαγωγές και αγορές στρατιωτικών εξοπλισμών — Έκτη οδηγία ΦΠΑ — Εθνική νομοθεσία μη σύμφωνη προς την οδηγία»

Στην υπόθεση C-414/97,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Miguel Díaz-Llanos La Roche, νομικό σύμβουλο, και Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, ο οποίος είναι και αντίκλητος στο Λουξεμβούργο, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας, εκπροσωπούμενου από τη Nuria Díaz Abad, abogado del Estado, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, Boulevard E. Servais,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, απαλλάσσοντας από τον φόρο προστιθεμένης αξίας τις εισαγωγές και τις ενδοκοινοτικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού για αποκλειστικά στρατιωτική χρήση, εξαιρουμένων των αεροσκαφών

και των πολεμικών πλοίων που μνημονεύουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49), παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 2, σημείο 2, 14, 28α και 28γ, Β, της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch και J. L. Murray (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. Saggio


γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Μαρτίου 1999,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Δεκεμβρίου 1997 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, απαλλάσσοντας από τον φόρο προστιθεμένης αξίας τις εισαγωγές και τις ενδοκοινοτικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού για αποκλειστικά στρατιωτική χρήση, εξαιρουμένων των αεροσκαφών και των πολεμικών πλοίων που μνημονεύουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία), παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 2, σημείο 2, 14, 28α και 28γ, Β, της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ.

2.
    Κατά την έκτη οδηγία, στον ΦΠΑ υπόκεινται:

—    οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών, που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο, που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτήν (άρθρο 2, σημείο 1),

—    οι εισαγωγές αγαθών (άρθρο 2, σημείο 2),

—    οι ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών [άρθρο 28α που προστέθηκε με την οδηγία 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388 (ΕΕ L 376, σ. 1)].

3.
    Το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής απαριθμεί τις απαλλαγές που επιτρέπονται κατά την εισαγωγή. Το άρθρο 28γ, Β (το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 91/680), ορίζει τις απαλλαγές που επιτρέπονται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών.

4.
    Δυνάμει των διατάξεων της Πράξεως για τους όρους προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και για τις προσαρμογές των Συνθηκών (ΕΕ 1985, L 302, σ. 23, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), η έκτη οδηγία εφαρμόζεται στην Ισπανία, με εξαίρεση τα Κανάρια Νησιά, την Ceuta και τη Melilla.

5.
    Κατά τον νόμο 6/87, της 14ης Μαΐου 1987, περί των κονδυλίων του προϋπολογισμού για τις επενδύσεις και τα λειτουργικά έξοδα των ενόπλων δυνάμεων (BOE της 19ης Μαΐου 1987, στο εξής: ισπανικός νόμος), απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ, αναδρομικώς από 1ης Ιανουαρίου 1986, οι εισαγωγές στην Ισπανία προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, περιλαμβανομένων και των παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως.

6.
    Δυνάμει του ισπανικού νόμου, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν επιβάλλει ΦΠΑ σε ορισμένες εισαγωγές και ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών οι οποίες θα έπρεπε, κατά την Επιτροπή, να υπόκεινται στον ΦΠΑ, καθόσον η απαλλαγή δεν προβλέπεται ούτε στα άρθρα 14 και 28γ της έκτης οδηγίας ούτε στην Πράξη Προσχωρήσεως.

7.
    Θεωρώντας ότι η καθιέρωση της απαλλαγής αυτής ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 2, σημείο 2, της έκτης οδηγίας, η Επιτροπή, με το από 7 Φεβρουαρίου 1990 έγγραφο οχλήσεως, ζήτησε από την Ισπανική Κυβέρνηση να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της εντός προθεσμίας δύο μηνών.

8.
    Οι ισπανικές αρχές απάντησαν με το από 7 Μαΐου 1990 έγγραφο. Ωστόσο, η Επιτροπή θεώρησε ότι, παρά τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ισπανικές αρχές, η καθιέρωση της επίδικης απαλλαγής στην ισπανική έννομη τάξη συνιστούσε παράβαση των διατάξεων της έκτης οδηγίας.

9.
    Διαπιστώνοντας ωστόσο ότι, από 1ης Ιανουαρίου 1993, το Βασίλειο της Ισπανίας μπορούσε, δυνάμει της οδηγίας 91/680, να απαλλάσσει από τον ΦΠΑ ορισμένες πράξεις σχετικά με τα πολεμικά πλοία και αεροσκάφη που μνημονεύουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ της έκτης οδηγίας, η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1993 υφίστατο παράβαση της οδηγίας αυτής εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας όσον αφορά το στρατιωτικό υλικό, η παράβαση αυτή είχε έκτοτε παύσει, όσον αφορά το υλικό που μνημονεύουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος αυτού.

10.
    Στις 6 Αυγούστου 1996, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο της Ισπανίας αιτιολογημένη γνώμη καλώντας το να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

11.
    Με το από 16 Ιουνίου 1997 έγγραφο, το Βασίλειο της Ισπανίας απάντησε στη γνώμη αυτή επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, τη θέση του.

12.
    Ενόψει των παρασχεθέντων από τις ισπανικές αρχές στοιχείων, η Επιτροπή, θεωρώντας ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν συμμορφώθηκε προς την αιτιολογημένη γνώμη, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

13.
    Η Επιτροπή προβάλλει ότι, δυνάμει της έκτης οδηγίας, όλες οι εισαγωγές και ενδοκοινοτικές αγορές αγαθών υπόκεινται στον ΦΠΑ. Σε τρεις περιπτώσεις δεν επιβάλλεται ΦΠΑ: πρώτον, στην περίπτωση των απαλλαγών οι οποίες απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 14 ή 28γ της έκτης οδηγίας, δεύτερον, στην περίπτωση του άρθρου 28, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, που επιτρέπει την προσωρινή απαλλαγή κατά τη μεταβατική περίοδο που αναφέρει η παράγραφος 4, και, τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία η απαλλαγή προβλέπεται στην Πράξη Προσχωρήσεως.

14.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα άρθρα 14 και 28γ ορίζουν τον πίνακα των απαλλαγών που τα κράτη μέλη οφείλουν — ή μπορούν — να χορηγούν. Κατ' αυτήν, στον πίνακα αυτόν δεν περιλαμβάνεται καμιά απαλλαγή παρόμοια με την προβλεπόμενη στον ισπανικό νόμο, σχετικά με τον στρατιωτικό εξοπλισμό, τα πολεμοφόδια και το υλικό στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως.

15.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Πράξη Προσχωρήσεως επέβαλε στο Βασίλειο της Ισπανίας την υποχρέωση να θέσει σε εφαρμογή τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί, από της προσχωρήσεώς της, στις διατάξεις των οδηγιών. Προβάλλει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας καθιέρωσε τον ΦΠΑ με τον νόμο 30/85, της 2ας Αυγούστου 1985 (BOE της 9ης Αυγούστου 1985), ο οποίος άρχισε να αναπτύσσει τα αποτελέσματά του την 1η Ιανουαρίου 1986.

16.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά τον χρόνο θεσπίσεως του ΦΠΑ, το Βασίλειο της Ισπανίας είχε επομένως προβλέψει την υπαγωγή στον φόρο αυτόν όλων των εισαγωγών ή ενδοκοινοτικών αγορών στρατιωτικού υλικού και ότι η απαλλαγή

των πράξεων αυτών αποφασίστηκε ένα και πλέον έτος αργότερα, αλλά με αναδρομικό αποτέλεσμα από τη στιγμή κατά την οποία ο ΦΠΑ άρχισε να εισπράττεται στην Ισπανία.

17.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η ισπανική εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, προς το άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 296, παράγραφος 1, στοιχείο β´, ΕΚ), το οποίο καθιερώνει τη ρήτρα διασφαλίσεως δυνάμει της οποίας κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού. Διαπιστώνει ότι ο ισπανικός νόμος, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε με τον νόμο 9/90, πρέπει να νοηθεί ως ψηφισθείς με βάση το άρθρο αυτό, διότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ συνιστά αναγκαίο μέτρο προκειμένου να εξασφαλισθεί η πραγματοποίηση των ουσιωδών στόχων του συνολικού στρατηγικού σχεδίου και, ειδικότερα, για να διασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των ισπανικών ενόπλων δυνάμεων στην εθνική άμυνα και στο πλαίσιο του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.

18.
    Προκαταρκτικά, η Επιτροπή αναφέρει ότι το μέσο άμυνας που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας είναι εκπρόθεσμο, επειδή δεν προβλήθηκε σε καμιά στιγμή κατά τη φάση που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής. Υπενθυμίζει ότι, κατά νομολογία του Δικαστηρίου, οι σχετικές με την παράβαση αιτιάσεις που η Επιτροπή προσάπτει στο κράτος μέλος πρέπει να είναι ίδιες κατά τις διάφορες φάσεις της διαδικασίας, αφού η Επιτροπή μπορεί μόνο να δώσει ορισμένες διευκρινίσεις προς στήριξη της θέσεώς της. Κατά την Επιτροπή, μια τέτοια επιταγή έχει εφαρμογή mutatis mutandis και στην προκειμένη περίπτωση.

19.
    Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι μια τέτοια επιταγή είναι αντίθετη προς τη γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το νομότυπο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας συνιστά ουσιώδη εγγύηση που παρέχει η Συνθήκη όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και για να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία που θα κινηθεί ενδεχομένως ενώπιον του Δικαστηρίου θα έχει ως αντικείμενο μια σαφώς καθορισμένη διαφορά (βλ. διάταξη της 11ης Ιουλίου 1995, C-266/94, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-1975, σκέψη 17). Επομένως, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς έχει καθοριστεί, το κράτος μέλος δικαιούται να επικαλεστεί όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να εξασφαλίσει την άμυνά του. Αλλωστε, κανένας διαδικαστικός κανόνας δεν επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να υποβάλει, κατά τη φάση που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, όλα τα επιχειρήματα για την άμυνά του, στο πλαίσιο προσφυγής η οποία βασίζεται στο άρθρο 169 της Συνθήκης.

20.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, εφόσον αποτελεί παρέκκλιση από τον κανόνα υπαγωγής στον ΦΠΑ, το μέτρο το οποίο το Βασίλειο της Ισπανίας διατείνεται ότι θέσπισε

επειδή αυτό ήταν «αναγκαίο», βάσει της ρήτρας διασφαλίσεως του άρθρου 223, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της Συνθήκης, επιδέχεται αυστηρή ερμηνεία. Εκ τούτου η Επιτροπή συνάγει ότι εναπέκειτο στο Βασίλειο της Ισπανίας να αποδείξει σε ποιο βαθμό η υπαγωγή στον ΦΠΑ μπορούσε να θίξει τα ουσιώδη συμφέροντα της εθνικής της ασφάλειας. Αναφέρεται σε νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, διοικητικές πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και των προθεσμιών που απορρέουν από οδηγία.

21.
    Στην αλληλουχία αυτή, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως έκρινε ήδη το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston (Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 26), η Συνθήκη προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια μόνο στα άρθρα 36, 48, 56, 223 και 224 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 30 ΕΚ, 39 ΕΚ, 46 ΕΚ, 296 ΕΚ και 297 ΕΚ), τα οποία αφορούν εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις. Τα άρθρα αυτά, λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα τους, δεν επιδέχονται ευρεία ερμηνεία.

22.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο προτίθεται να επικαλεσθεί τις παρεκκλίσεις αυτές να προσκομίσει την απόδειξη ότι αυτές οι απαλλαγές δεν υπερβαίνουν τα όρια των εν λόγω περιπτώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν απέδειξε ότι οι προβλεπόμενες στον ισπανικό νόμο απαλλαγές είναι αναγκαίες για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι αυτός έχει ως κύριο αντικείμενο τον καθορισμό και τη χορήγηση δημοσιονομικών πόρων που να επιτρέπουν την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των ισπανικών ενόπλων δυνάμεων, δημιουργώντας την οικονομική και δημοσιονομική βάση του συνολικού στρατηγικού σχεδίου. Επομένως, οι απαλλαγές από τον ΦΠΑ δεν είναι αναγκαίες προς επίτευξη του στόχου προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του Βασιλείου της Ισπανίας.

23.
    Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 12 των προτάσεών του, η υπαγωγή στον ΦΠΑ των εισαγωγών και των αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού δεν διακυβεύει έναν τέτοιον στόχο αφού οι πόροι οι οποίοι προέρχονται από την καταβολή του ΦΠΑ που βαρύνει τις εν λόγω πράξεις επανέρχονται στα κρατικά ταμεία, με εξαίρεση ένα μικρό ποσοστό το οποίο, ως ίδιοι πόροι, εισρέει στα ταμεία της Κοινότητας.

24.
    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ισπανική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η κατάργηση της απαλλαγής από τον ΦΠΑ των εισαγωγών και των αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως, που προβλέπει ο ισπανικός νόμος, αποτελούσε μέτρο το οποίο μπορούσε να διακυβεύσει την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων

ασφαλείας του Βασιλείου της Ισπανίας οπότε τέτοιες απαλλαγές δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 223, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της Συνθήκης.

25.
    Για να δικαιολογήσει τις προβλεπόμενες στον ισπανικό νόμο απαλλαγές, το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρεται ακόμη στο άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο β´, της έκτης οδηγίας, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνεχίσουν να απαλλάσσουν από τον φόρο, κατά τη μεταβατική περίοδο, τις πράξεις που προβλέπει το παράρτημα ΣΤ, περιλαμβανομένων και εκείνων που προβλέπουν τα σημεία 23 και 25, δηλαδή, «τις παραδόσεις, μετατροπές, διορθώσεις, συντήρηση, ναυλώσεις και μισθώσεις αεροσκαφών χρησιμοποιουμένων από κρατικούς οργανισμούς, καθώς και αντικειμένων ενσωματωμένων στα αεροσκάφη αυτά ή χρησιμευόντων για την εκμετάλλευσή τους» και «παραδόσεις, μετατροπές, διορθώσεις, συντήρηση, ναυλώσεις και εκμισθώσεις πολεμικών πλοίων».

26.
    Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, το άρθρο 28, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας δεν ρυθμίζει το μεταβατικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στα κράτη μέλη τα οποία προσχώρησαν στην Κοινότητα μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1977. Ωστόσο, θεωρεί ότι θα ήταν άδικο να αντιμετωπίζονται τα νέα κράτη μέλη που προσχώρησαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό από εκείνα τα οποία ήσαν ήδη μέλη κατά την ημερομηνία αυτή, οπότε τα νέα κράτη μέλη μπορούν επίσης να κάνουν χρήση των δικαιωμάτων που καθιερώνει το άρθρο 28 της έκτης οδηγίας από την ημέρα της προσχωρήσεώς τους στις Κοινότητες, χωρίς το δικαίωμα αυτό να προβλέπεται ρητά στην Πράξη Προσχωρήσεως.

27.
    Το Βασίλειο της Ισπανίας διαπιστώνει ότι το άρθρο 9 του νόμου 44/82, της 7ης Ιουλίου 1982, περί των κονδυλίων του προϋπολογισμού για τις επενδύσεις και τα λειτουργικά έξοδα των ενόπλων δυνάμεων (BOE 21ης Ιουλίου 1982), απάλλασσε από τον συμψηφιστικό φόρο των εσωτερικών φορολογικών επιβαρύνσεων τις εισαγωγές κάθε είδους υλικού που ήταν αναγκαίο για το πρόγραμμα επενδύσεων των ισπανικών ενόπλων δυνάμεων. Υπογραμμίζει ότι ο φόρος αυτός καταργήθηκε κατά τη θέση σε ισχύ του ΦΠΑ και απορροφήθηκε απ' αυτόν τον τελευταίο κατόπιν της προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Κοινότητες. Επομένως, θεωρεί ότι η επίδικη απαλλαγή υπήρχε κατά τον χρόνο προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και μπορούσε να διατηρηθεί βάσει του άρθρου 28 της έκτης οδηγίας.

28.
    Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο συμψηφιστικός φόρος εσωτερικών επιβαρύνσεων εξαφανίστηκε με την καθιέρωση του ΦΠΑ από τον νόμο 30/85, ο οποίος άρχισε να αναπτύσσει τα αποτελέσματά του την 1η Ιανουαρίου 1986, ημερομηνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει ότι, κατά τον χρόνο εισαγωγής του ΦΠΑ, το Βασίλειο της Ισπανίας προέβλεψε την υπαγωγή σ' αυτόν τον φόρο όλων των εισαγωγών ή ενδοκοινοτικών αποκτήσεων στρατιωτικού υλικού. Η Επιτροπή προβάλλει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας αποφάσισε την απαλλαγή των πράξεων

αυτών μεταγενέστερα μέσω του ισπανικού νόμου (αλλά με αναδρομικό αποτέλεσμα από 1ης Ιανουαρίου 1986).

29.
    Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1991, C-35/90, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 1991, σ. I-5073, σκέψη 7), αφού οι παραδόσεις στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως που προέρχονταν από άλλα κράτη μέλη υπόκεινταν στο γενικό σύστημα του ΦΠΑ βάσει του νόμου 30/85, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1986, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μπορούσε πλέον να επικαλεστεί στη συνέχεια την ευχέρεια να συνεχίσει να απαλλάσσει τις δραστηριότητες αυτές από τον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο β´, της έκτης οδηγίας.

30.
    Επιβάλλεται ακόμη η παρατήρηση ότι αναδρομική απαλλαγή, όπως η προβλεπόμενη στην ισπανική νομοθεσία, είναι αντίθετη προς τον σκοπό της κοινοτικής διατάξεως. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο β´, της έκτης οδηγίας απαγορεύει, σύμφωνα με το γράμμα του, την εισαγωγή νέων απαλλαγών (βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1986, 73/85, Kerrutt, Συλλογή 1986, σ. 2219, σκέψη 17, και της 27ης Οκτωβρίου 1992, C-74/91, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1992, σ. I-5437, σκέψη 15).

31.
    Όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 28, παράγραφος 3α, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 91/680 και επιτρέπει στο Βασίλειο της Ισπανίας να απαλλάσσει από τον ΦΠΑ τις πράξεις που αναφέρουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια απαλλαγή, ως εξαίρεση, επιδέχεται αυστηρή ερμηνεία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 9) και μόνον εν μέρει αίρει την παράβαση του Βασιλείου της Ισπανίας. Πράγματι, αφενός, η παράβαση εξακολουθούσε να υπάρχει στο σύνολό της έως την 1η Ιανουαρίου 1993, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 91/680, και, αφετέρου, η εισαχθείσα με την τελευταία αυτή οδηγία παρέκκλιση αφορά μόνον τα αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία.

32.
    Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, απαλλάσσοντας από τον ΦΠΑ τις εισαγωγές και τις ενδοκοινοτικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως, πλην των αεροσκαφών και των πολεμικών πλοίων που αναφέρουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ της έκτης οδηγίας, όπως η οδηγία αυτή ισχύει κατόπιν της εκδόσεως της οδηγίας 91/680, παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 2, σημείο 2, 14, 28α και 28γ, Β, της ίδιας αυτής οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

Επί των δικαστικών εξόδων

33.
    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπήρξε σχετικό αίτημα

του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα, το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Το Βασίλειο της Ισπανίας, απαλλάσσοντας από τον φόρο προστιθεμένης αξίας τις εισαγωγές και τις ενδοκοινοτικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, πολεμοφοδίων και υλικού στρατιωτικής αποκλειστικά χρήσεως, πλην των αεροσκαφών και των πολεμικών πλοίων που αναφέρουν τα σημεία 23 και 25 του παραρτήματος ΣΤ της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, όπως η οδηγία αυτή ισχύει κατόπιν της εκδόσεως της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τη συμπλήρωση του κοινού συστήματος φόρου προστιθεμένης αξίας και την τροποποίηση, ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων, της οδηγίας 77/388, παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 2, σημείο 2, 14, 28α και 28γ, Β, της ίδιας αυτής οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω οδηγία.

2)    Καταδικάζει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Kapteyn

Hirsch
Murray

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

R. Grass

P. J. G. Kapteyn


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.