Language of document : ECLI:EU:C:2014:2232

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2014 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Αερομεταφορά — Κοινοί κανόνες εκμεταλλεύσεως των αεροπορικών γραμμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση — Κανονισμός (EΚ) 1008/2008 — Ελευθερία τιμολογήσεως — Παράδοση αποσκευών προς μεταφορά — Αύξηση της τιμής του εισιτηρίου — Έννοια του αεροπορικού ναύλου — Προστασία των καταναλωτών — Επιβολή προστίμου σε μεταφορέα λόγω καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας — Κανόνας του εθνικού δικαίου κατά τον οποίο η μεταφορά του επιβάτη και η παράδοση μιας αποσκευής προς μεταφορά πρέπει να περιλαμβάνονται στη βασική τιμή του αεροπορικού εισιτηρίου — Συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑487/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 1 de Ourense (Ισπανία) με απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Νοεμβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Vueling Airlines SA

κατά

Instituto Galego de Consumo de la Xunta de Galicia,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιανουαρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Vueling Airlines SA, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Rodríguez Cárcamo και B. García Gómez, abogados,

–        το Instituto Galego de Consumo de la Xunta de Galicia, εκπροσωπούμενο από τον O. Peñas González και την I. Torralba Mena,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González και την S. Centeno Huerta,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Rius και την N. Yerrell,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293, σ. 3).

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vueling Airlines SA (στο εξής: Vueling Airlines) και του Instituto Galego de Consumo de la Xunta de Galicia (Ινστιτούτου καταναλώσεως της αυτόνομης κοινότητας της Γαλικίας, στο εξής: Instituto Galego de Consumo), με αντικείμενο την επιβολή προστίμου στη Vueling Airlines από το δεύτερο ως κυρώσεως για το περιεχόμενο των συμβάσεων αερομεταφοράς της προαναφερθείσας εταιρίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνάφθηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Μαΐου 1999, υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε εξ ονόματός της με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2001 (ΕΕ L 194, σ. 38, στο εξής: Σύμβαση του Μόντρεαλ).

4        Τα άρθρα 17 έως 37 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ συνιστούν το κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευθύνη του μεταφορέα και έκταση της αποζημίωσης για ζημία».

5        Το άρθρο 17 της εν λόγω Συμβάσεως, με τίτλο «[...] Ζημία αποσκευών», ορίζει τα εξής:

«[...]

2.      Ο μεταφορέας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, ή βλάβης αποσκευών που είχαν περάσει από τον σχετικό έλεγχο, υπό τον όρο μόνον ότι το συμβάν που προκάλεσε την καταστροφή, την απώλεια ή τη βλάβη σημειώθηκε επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου κατά την οποία οι ελεγχθείσες αποσκευές βρίσκονταν υπό την ευθύνη του μεταφορέα. Ωστόσο, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται στο μέτρο που η ζημία προκλήθηκε εξ αιτίας ενδογενούς ελαττώματος, της ποιότητας ή ατέλειας της αποσκευής. Σε περίπτωση που οι αποσκευές, και ιδίως τα προσωπικά είδη, δεν έχουν περάσει από έλεγχο, ο μεταφορέας ευθύνεται εφόσον η ζημία προκαλείται εξ υπαιτιότητάς του ή εξ υπαιτιότητας των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του.

3.       Εφόσον ο μεταφορέας αποδέχεται την απώλεια αποσκευών που είχαν περάσει από έλεγχο, ή εάν οι αποσκευές που είχαν περάσει από έλεγχο δεν φθάσουν μετά την πάροδο 21 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχουν φθάσει, ο επιβάτης δικαιούται να επικαλεσθεί έναντι του μεταφορέα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη σύμβαση μεταφοράς.

4.      Στην παρούσα σύμβαση, ως “αποσκευή” νοείται τόσο μια αποσκευή που έχει περάσει από έλεγχο όσο και μια αποσκευή που δεν έχει περάσει από έλεγχο, υπό την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων.»  

 Το δίκαιο της Ένωσης

6        Ο κανονισμός 1008/2008 θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, νυν άρθρου 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο εμπίπτει στον τίτλο VI της Συνθήκης ΛΕΕ, που φέρει τον τίτλο «Οι μεταφορές», και δυνάμει του οποίου μπορούν να θεσπιστούν οι κατάλληλες διατάξεις, μεταξύ άλλων, για τις αεροπορικές μεταφορές. Ο εν λόγω κανονισμός συνιστά αναδιατύπωση πλειόνων κανονισμών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2409/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για τους ναύλους και τα κόμιστρα των αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240, σ. 15).

7        Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 1008/2008:

«Οι πελάτες θα πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν αποτελεσματικά τις τιμές των διαφόρων εταιρειών για την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορών. Συνεπώς, το τελικό αντίτιμο που θα πρέπει να καταβάλει ο πελάτης για τις υπηρεσίες αερομεταφορών με προέλευση την Κοινότητα θα πρέπει να αναγράφεται πάντοτε συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων, των επιβαρύνσεων και των τελών. [...]»

8        Το πρώτο άρθρο του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αντικείμενο», που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο Ι του εν λόγω κανονισμού το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Ο παρών κανονισμός ρυθμίζει [...] την τιμολόγηση των ενδοκοινοτικών αεροπορικών δρομολογίων.»

9        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ανήκει στο ίδιο κεφάλαιο, επιγράφεται «Ορισμοί» και προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

4)       “αεροπορική γραμμή”, η πτήση ή σειρά πτήσεων για τη μεταφορά επιβατών, φορτίου ή/και ταχυδρομείου, έναντι αμοιβής ή/και μίσθωσης·

[...]

13)       “ενδοκοινοτική αεροπορική γραμμή”, η αεροπορική γραμμή που εκτελείται εντός της Κοινότητας·

[...]

15)       “πωλήσεις θέσεων αποκλειστικά”, η πώληση θέσεων, χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνδυαζόμενη υπηρεσία, όπως είναι η παροχή καταλύματος, απευθείας στο κοινό από τον αερομεταφορέα ή εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή ναυλωτή·

[...]

18)       “αεροπορικοί ναύλοι”, οι τιμές σε ευρώ ή σε τοπικό νόμισμα που πρέπει να καταβάλλονται στους αερομεταφορείς ή στους πράκτορές τους ή σε άλλους πωλητές εισιτηρίων για την αεροπορική μεταφορά επιβατών, και όλοι οι όροι υπό τους οποίους ισχύουν οι εν λόγω τιμές, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και των όρων που παρέχονται στα πρακτορεία και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες·

19)       “αεροπορικά κόμιστρα”, οι τιμές σε ευρώ ή σε τοπικό νόμισμα που πρέπει να καταβάλλονται για τη μεταφορά φορτίου, καθώς και οι όροι υπό τους οποίους ισχύουν οι τιμές αυτές, περιλαμβανομένων των αμοιβών και των όρων που παρέχονται στα πρακτορεία και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες·

[...]».

10      Το άρθρο 22 του κανονισμού 1008/2008, υπό τον τίτλο «Ελευθερία τιμολόγησης», το οποίο ανήκει στο κεφάλαιο IV του εν λόγω κανονισμού που φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικά με την τιμολόγηση», ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Υπό την επιφύλαξη [της παραγράφου 1 του άρθρου 16, με τίτλο “Γενικές αρχές για τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας”] οι κοινοτικοί αερομεταφορείς και, βάσει της αμοιβαιότητας, οι αερομεταφορείς τρίτων χωρών καθορίζουν ελεύθερα τους αεροπορικούς ναύλους και τα κόμιστρα για τις ενδοκοινοτικές αεροπορικές γραμμές.»

11      Το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Πληροφόρηση και μη διακριτική μεταχείριση», το οποίο ανήκει στο ίδιο κεφάλαιο, ορίζει στην παράγραφό του 1:

«Οι αεροπορικοί ναύλοι και τα κόμιστρα που διατίθενται στο ευρύ κοινό περιλαμβάνουν τους εφαρμοστέους όρους όταν προσφέρονται ή δημοσιεύονται σε οιαδήποτε μορφή, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου για υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών, από αερολιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη. Το καταβλητέο τελικό αντίτιμο σημειώνεται πάντοτε και περιλαμβάνει τον ισχύοντα αεροπορικό ναύλο ή κόμιστρο καθώς και όλους τους εφαρμοστέους φόρους, επιβαρύνσεις, προσαυξήσεις και τέλη που είναι αναπόφευκτα και προβλέψιμα κατά τη στιγμή της δημοσίευσης. Πέραν του τελικού αντιτίμου επισημαίνονται τουλάχιστον:

α)       ο αεροπορικός ναύλος ή το κόμιστρο,

β)      οι φόροι,

γ)       τα τέλη αερολιμένος· και

δ)      λοιπές επιβαρύνσεις, προσαυξήσεις ή τέλη, όπως αυτά που αφορούν την προστασία από έκνομες ενέργειες ή τα καύσιμα,

όταν τα σημεία στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία β), γ) και δ) έχουν προστεθεί στον αεροπορικό ναύλο ή το κόμιστρο. Οι προαιρετικές επιπρόσθετες τιμολογήσεις γνωστοποιούνται σαφώς, διαφανώς και δίχως ασάφειες στην αρχή οιασδήποτε διαδικασίας κράτησης θέσεων και η αποδοχή τους από τον επιβάτη γίνεται με ενεργητική συναίνεση.

[...]»

 Το ισπανικό δίκαιο

12      Το άρθρο 97 του νόμου 48/1960 περί εναερίων μεταφορών (Ley 48/1960 sobre Navegación Aérea), της 21ης Ιουλίου 1960 (BOE αριθ. 176, της 23ης Ιουλίου 1960, σ. 10291), όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 1/2011 για τη θέσπιση προγράμματος εθνικής ασφάλειας στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και την τροποποίηση του νόμου 21/2003, της 7ης Ιουλίου, περί ασφάλειας της αεροπορίας (Ley 1/2011 por la que se establece el Programa Estatal de Seguridad Operacional para la Aviación Civil y se modifica la Ley 21/2003, de 7 de julio, de Seguridad Aérea), της 4ης Μαρτίου 2011 (BOE αριθ. 55, της 5ης Μαρτίου 2011, σ. 24995, στο εξής: LNA), ορίζει τα εξής:

«Ο μεταφορέας υποχρεούται να μεταφέρει, εντός της καταβαλλόμενης για το εισιτήριο τιμής, τους επιβάτες και τις αποσκευές τους, εφόσον αυτές, ανεξαρτήτως του αριθμού και του όγκου τους, τηρούν τα σχετικά με το βάρος όρια που επιβάλλονται κανονιστικώς.

Η υπέρβαση των ορίων αποτελεί αντικείμενο ειδικής ρυθμίσεως.

Δεν θεωρούνται συναφώς αποσκευές τα προσωπικά αντικείμενα και οι χειραποσκευές που μεταφέρει μαζί του ο επιβάτης. Ο μεταφορέας υποχρεούται να μεταφέρει δωρεάν στην καμπίνα του αεροσκάφους ως χειραποσκευές, τα προσωπικά αντικείμενα και τα δέματα που μεταφέρει ο επιβάτης, συμπεριλαμβανομένων των αγορασθέντων στα καταστήματα των αεροδρομίων προϊόντων. Η επιβίβαση με τα προαναφερθέντα προσωπικά αντικείμενα και δέματα μπορεί να απαγορευθεί αποκλειστικώς για λόγους ασφάλειας σχετιζόμενους με το βάρος ή το μέγεθος του αντικειμένου λαμβανόμενων υπόψη των χαρακτηριστικών του αεροσκάφους.»

13      Κατά το άρθρο 82, επιγραφόμενο «Έννοια των καταχρηστικών ρητρών», του κωδικοποιημένου γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων, ο οποίος κυρώθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007 (Real Decreto Legislativo 1/2007 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias), της 16ης Νοεμβρίου 2007 (BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181, στο εξής: νόμος για την προστασία των καταναλωτών):

«1. Θεωρείται καταχρηστική κάθε ρήτρα που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, καθώς και κάθε πρακτική που δεν προκύπτει από ρητή συμφωνία και που, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή και του χρήστη σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση.

[...]

4.       Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στις προηγούμενες παραγράφους, καταχρηστικές είναι εν πάση περιπτώσει οι ρήτρες που, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 85 έως 90:

[...]

b.       περιορίζουν τα δικαιώματα του καταναλωτή και του χρήστη,

c.       καθιερώνουν τη μη αμοιβαιότητα στη σύμβαση,

[...]».

14      Το άρθρο 86 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, με τίτλο «Καταχρηστικές ρήτρες λόγω περιορισμού των βασικών δικαιωμάτων του καταναλωτή ή του χρήστη», προβλέπει τα εξής:

«Εν πάση περιπτώσει είναι καταχρηστικές οι ρήτρες που περιορίζουν ή στερούν από τον καταναλωτή ή τον χρήστη τα δικαιώματα που αναγνωρίζουν διατάξεις ενδοτικού ή αναγκαστικού δικαίου και, ειδικότερα, οι ρήτρες που προβλέπουν:

[...]

7.       την αναγκαστική παραίτηση από τα δικαιώματα του καταναλωτή ή του χρήστη ή τον περιορισμό τους.»

15      Το άρθρο 87 του εν λόγω νόμου, επιγραφόμενο «Καταχρηστικές ρήτρες λόγω ελλείψεως αμοιβαιότητας», ορίζει τα εξής:

«Είναι καταχρηστικές οι ρήτρες που καθιερώνουν τη μη αμοιβαιότητα στη σύμβαση, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, εις βάρος του καταναλωτή ή του χρήστη και, ειδικότερα:

[...]

6.       Οι ρήτρες που επιβάλλουν επαχθή ή δυσανάλογα κωλύματα όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στον καταναλωτή ή τον χρήστη η σύμβαση, και συγκεκριμένα οι συμβάσεις συνεχούς ή διαδοχικής παροχής υπηρεσιών ή προμήθειας αγαθών, η επιβολή προθεσμιών υπερβολικής διάρκειας, η παραίτηση από το δικαίωμα του καταναλωτή ή του χρήστη να λύσει τις εν λόγω συμβάσεις ή η επιβολή περιορισμών που αποκλείουν ή δυσχεραίνουν το δικαίωμα αυτό, καθώς και η παρακώλυση της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος μέσω της συμβατικής συμφωνίας, όπως στην περίπτωση των ρητρών που επιβάλλουν επιπρόσθετες σε σχέση με τις προβλεπόμενες για τη σύναψη της συμβάσεως διατυπώσεις ή την απώλεια προκαταβληθέντων ποσών, ή κατ’ αποκοπή ποσά για υπηρεσίες που δεν παρασχέθηκαν πράγματι, η αναγνώριση στον επιχειρηματία της δυνατότητας να θέτει μονομερώς σε εφαρμογή τις συμβατικώς καθορισθείσες ποινικές ρήτρες ή να καθορίζει αποζημιώσεις που δεν αντιστοιχούν στις πραγματικά προκληθείσες ζημίες.»

16      Το άρθρο 89 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, με τίτλο «Καταχρηστικές ρήτρες που επηρεάζουν τη σύναψη ή την εκτέλεση της συμβάσεως», ορίζει τα εξής:

«Εν πάση περιπτώσει θεωρούνται καταχρηστικές ρήτρες:

[...]

5.       Οι αυξήσεις του τιμήματος για συμπληρωματικές υπηρεσίες, χρηματοδότηση, αναβολές καταβολής, προσαυξήσεις, αποζημίωση ή χρηματικές ποινές που δεν αντιστοιχούν σε πρόσθετες παροχές οι οποίες σε κάθε περίπτωση μπορούν να γίνουν δεκτές ή να απορριφθούν εφόσον είναι διατυπωμένες με την προσήκουσα σαφήνεια και επισημαίνονται ειδικώς στο κείμενο.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17      Τον Αύγουστο του 2010, η M. J. Arias Villegas αγόρασε μέσω διαδικτύου αεροπορικά εισιτήρια από την αεροπορική εταιρία Vueling Airlines. Επρόκειτο για τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής, προκειμένου να ταξιδέψει μαζί με άλλα τρία άτομα από τη La Coruña (Ισπανία) στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), με πτήσεις οι οποίες θα πραγματοποιούνταν στις 18 και 23 Οκτωβρίου 2010. Δεδομένου ότι η M. J. Arias Villegas παρέδωσε προς μεταφορά συνολικώς δύο αποσκευές για τους τέσσερις επιβάτες, η Vueling Airlines χρέωσε 40 ευρώ, ήτοι 10 ευρώ ανά αποσκευή και διαδρομή επιπλέον σε σχέση με τη βασική συνολική τιμή των εισιτηρίων, η οποία ανερχόταν σε 241,48 ευρώ.

18      Μετά το εν λόγω ταξίδι, η M. J. Arias Villegas υπέβαλε καταγγελία κατά της Vueling Airlines ενώπιον του Δήμου του Ourense, με την οποία προσήψε στη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία ότι η επίμαχη σύμβαση αερομεταφοράς περιείχε μια καταχρηστική ρήτρα. Κατά την καταγγέλλουσα, η ρήτρα αυτή δεν είναι συμβατή με το εφαρμοστέο ισπανικό δίκαιο, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα των επιβατών αεροπλάνου να παραδίδουν μια αποσκευή προς μεταφορά χωρίς επιπρόσθετη χρέωση. Η καταγγελία διαβιβάσθηκε στο Instituto Galego de Consumo, το οποίο κίνησε κατά της Vueling Airlines διαδικασία επιβολής προστίμου, μετά το πέρας της οποίας της επέβαλε πρόστιμο ύψους 3 000 ευρώ. Η κύρωση αυτή επιβλήθηκε, διότι η Vueling Airlines παρέβη το άρθρο 97 του LNA, καθώς και διάφορες διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και, ειδικότερα, τα άρθρα 82, 86, 87 και 89 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών.

19      Κατόπιν της ατελέσφορης ιεραρχικής προσφυγής κατά της προαναφερθείσας κυρώσεως, η Vueling Airlines άσκησε προσφυγή ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 1 de Ourense (Διοικητικό Πρωτοδικείο n° 1 του Ourense). Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, υποστήριξε ότι το δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα το άρθρο 22 του κανονισμού 1008/2008, κατοχυρώνει την αρχή της ελευθερίας τιμολογήσεως, δυνάμει της οποίας οι αερομεταφορείς μπορούν να καθορίζουν βασική τιμή αεροπορικού εισιτηρίου μη περιλαμβάνουσα την παράδοση αποσκευών προς μεταφορά και να αυξάνουν τη βασική τιμή του εισιτηρίου σε περίπτωση που ο πελάτης επιθυμεί να παραδώσει αποσκευές. Το Instituto Galego de Consumo έκρινε, αντιθέτως, ότι η νομοθεσία της Ένωσης περί ελεύθερου καθορισμού των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων δεν αντιτίθεται στις διατάξεις του ισπανικού δικαίου οι οποίες διέπουν τον καθορισμό του περιεχομένου της συμβάσεως αερομεταφοράς και προβλέπουν ότι στην υπηρεσία μεταφοράς περιλαμβάνεται αυτοδικαίως το δικαίωμα των επιβατών να παραδίδουν προς μεταφορά αποσκευή συγκεκριμένων χαρακτηριστικών.

20      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ισπανικό δίκαιο αναγνωρίζει σαφώς στον καταναλωτή το δικαίωμα να παραδίδει προς μεταφορά αποσκευή συγκεκριμένων εν πάση περιπτώσει χαρακτηριστικών και χωρίς προσαύξηση της βασικής τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου. Το δικαίωμα αυτό συνιστά λογικό και εύλογο μέτρο προστασίας του καταναλωτή, καθόσον άπτεται της ίδιας της αξιοπρέπειας του επιβάτη. Δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται, βάσει του νομικού ορισμού της συμβάσεως αερομεταφοράς, στις παροχές που πρέπει κατά κανόνα να παρέχουν όλες οι εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, δεν είναι αντίθετο στην αρχή του ελεύθερου καθορισμού των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων.

21      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στον επιβάτη απόκειται να αποφασίσει αν θα παραδώσει ή όχι αποσκευή προς μεταφορά, καθώς και ότι η παραδιδόμενη προς μεταφορά αποσκευή επηρεάζει την κατανάλωση καυσίμου και τη διεξαγωγή της πτήσεως. Το ίδιο, όμως, ισχύει και όσον αφορά το βάρος του ίδιου του επιβάτη ή τη χρήση της τουαλέτας του αεροπλάνου κατά τη διάρκεια της πτήσεως, χωρίς, ωστόσο, για τον λόγο αυτό να μπορούν οι αεροπορικές εταιρίες να αυξάνουν τη βασική τιμή του εισιτηρίου αναλόγως των προαναφερθέντων παραγόντων, καθότι τούτο, κατά το αιτούν δικαστήριο, θα έθιγε την αξιοπρέπεια του επιβάτη και τα δικαιώματά του ως καταναλωτή.

22      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, εν προκειμένω, η Μ. J. Arias Villegas έκρινε ελκυστική τη χαμηλή τιμή του εισιτηρίου που αναγραφόταν στον ιστότοπο της Vueling Airlines. Κατά την αγορά του ηλεκτρονικού εισιτηρίου συνειδητοποίησε ότι η αναγραφόμενη τιμή δεν περιελάμβανε τη δυνατότητα παραδόσεως προς μεταφορά αποσκευής, μολονότι το συγκεκριμένο ταξίδι προϋπέθετε λογικά την παράδοση αποσκευής προς μεταφορά. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο καταναλωτής υποχρεώθηκε να παραιτηθεί όχι μόνο από το βασικό δικαίωμα παραδόσεως προς μεταφορά μιας αποσκευής ανά επιβάτη που κατοχυρώνει το ισπανικό δίκαιο, αλλά και να καταβάλει πρόσθετο τίμημα για την παράδοση των αποσκευών προς μεταφορά, χωρίς σχετική προειδοποίηση στον ιστότοπο της συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρίας.

23      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 1 de Ourense αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού [1008/2008] την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση (το άρθρο 97 του [LNA]) που υποχρεώνει τις εταιρίες αερομεταφοράς επιβατών να αναγνωρίζουν σε κάθε περίπτωση στους επιβάτες το δικαίωμα να παραδίδουν προς μεταφορά μια αποσκευή χωρίς πρόσθετο τίμημα και χωρίς προσαύξηση της βασικής τιμής του αγορασθέντος εισιτηρίου;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να μεταφέρουν σε κάθε περίπτωση όχι μόνο τον επιβάτη αλλά και τις αποσκευές που αυτός παραδίδει προς μεταφορά, εφόσον οι αποσκευές αυτές πληρούν ορισμένες απαιτήσεις σχετικά, ιδίως, με το βάρος τους, έναντι της τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου και χωρίς να μπορεί να επιβληθεί αύξηση της τιμής του εισιτηρίου για τη μεταφορά των εν λόγω αποσκευών.

25      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε τόσο με τις γραπτές της παρατηρήσεις όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το αιτούν δικαστήριο ερμηνεύει εσφαλμένως την εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, η συγκεκριμένη νομοθεσία διέπει το περιεχόμενο της συμβάσεως αερομεταφοράς και αφορά, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των αεροπορικών εταιριών να διασφαλίζουν τη μεταφορά των αποσκευών των επιβατών. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν καθορίζει την τιμή του εισιτηρίου και ουδόλως επιβάλλει στις αεροπορικές εταιρίες την υποχρέωση να μεταφέρουν δωρεάν τις παραδιδόμενες προς μεταφορά αποσκευές.

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου ούτε να κρίνει αν η ερμηνεία τους από το αιτούν δικαστήριο είναι ορθή (βλ. μεταξύ άλλων, αποφάσεις Corsten, C‑58/98, EU:C:2000:527, σκέψη 24, Dynamic Medien, C‑244/06, EU:C:2008:85, σκέψη 19, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 48, και Samba Diouf, C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 59).

27      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξετασθεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με βάση την προκείμενη στην οποία στηρίχθηκε και το αιτούν δικαστήριο ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να μεταφέρουν σε κάθε περίπτωση τις αποσκευές που αυτός παραδίδει προς μεταφορά, εφόσον οι αποσκευές αυτές πληρούν ορισμένες απαιτήσεις σχετικά, ιδίως, με το βάρος τους, έναντι της τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου και χωρίς να μπορεί να επιβληθεί αύξηση της τιμής του εισιτηρίου για τη μεταφορά των εν λόγω αποσκευών.

28      Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1008/2008 ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, την τιμολόγηση των αεροπορικών δρομολογίων εντός της Ένωσης. Συναφώς, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, οι αερομεταφορείς καθορίζουν ελεύθερα τους «αεροπορικούς ναύλους», οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο του 2, σημείο 18, ως οι τιμές που πρέπει να καταβάλλονται στους αερομεταφορείς για την αεροπορική μεταφορά επιβατών και όλοι οι όροι υπό τους οποίους ισχύουν οι εν λόγω τιμές. Επομένως, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει σαφώς την ελευθερία καθορισμού των τιμών των εισιτηρίων όσον αφορά τη μεταφορά των επιβατών, χωρίς, ωστόσο, να ρυθμίζει ρητώς την τιμολόγηση της μεταφοράς των παραδιδόμενων προς μεταφορά αποσκευών.

29      Όσον αφορά τη φράση «tarifs des passagers», του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 1008/2008, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι υπάρχει ορισμένη απόκλιση μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της συγκεκριμένων διατάξεως. Μολονότι, όπως στο γαλλικό κείμενο, γίνεται λόγος για ναύλους μεταφοράς επιβατών («tarifs des passagers»), στο σουηδικό, ιδίως, κείμενο («passagerarpriser»), όπως και στο ισπανικό («tarifas aéreas») και το αγγλικό («air fares») κείμενο γίνεται λόγος για «αεροπορικούς ναύλους», στο γερμανικό («Flugpreise») και το φινλανδικό («lentohinnat») για «τιμές των πτήσεων» ή ακόμη για «τιμές των εισιτηρίων», όπως στο δανικό («flybilletpriser») και το εσθονικό («piletihinnad») κείμενο του εν λόγω κανονισμού.

30      Συναφώς, επιβάλλεται να υπομνησθεί η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και, ως εκ τούτου, ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη το κείμενο μιας διατάξεως όπως έχει αποδοθεί σε μια γλώσσα, αλλά αντιθέτως απαιτεί να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς του στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Stauder, 29/69, EU:C:1969:57, σκέψη 3, EMU Tabac κ.λπ., C‑296/95, EU:C:1998:152, σκέψη 36, και Profisa, C‑63/06, EU:C:2007:233, σκέψη 13).

31      Αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Bouchereau, 30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑482/98, EU:C:2000:672, σκέψη 49, καθώς και Ελεύθερη Τηλεόραση και Γιαννίκος, C‑52/10, EU:C:2011:374, σκέψη 24).

32      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο κεφάλαιο IV του κανονισμού 1008/2008, που αφορά τις διατάξεις σχετικά με την τιμολόγηση, το άρθρο 22, παράγραφος 1, σχετικά με την ελευθερία τιμολογήσεως, συμπληρώνεται με το άρθρο 23, παράγραφος 1, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση της πληροφορήσεως και τη διαφάνεια των τιμών των αεροπορικών μεταφορών από αεροδρόμιο που βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους και, επομένως, συμβάλλει στη διασφάλιση της προστασίας του πελάτη που χρησιμοποιεί τις εν λόγω υπηρεσίες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση ebookers.com Deutschland, C‑112/11, EU:C:2012:487, σκέψη 13). Συναφώς, η διάταξη αυτή προβλέπει υποχρεώσεις ενημερώσεως και διαφάνειας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους εφαρμοστέους στους αεροπορικούς ναύλους όρους, το καταβλητέο τελικό αντίτιμο, τον αεροπορικό ναύλο και τα αναπόφευκτα και προβλέψιμα στοιχεία που τον προσαυξάνουν, καθώς και τις προαιρετικές αυξήσεις των τιμών του εισιτηρίου που αφορούν υπηρεσίες συμπληρωματικές της αεροπορικής μεταφοράς αυτής καθεαυτήν.

33      Παρά το γεγονός ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008 δεν αφορά ρητώς την τιμολόγηση της μεταφοράς των αποσκευών, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι υποχρεώσεις που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη καλύπτουν και την τιμολόγηση αυτή, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του σκοπού της αποτελεσματικής συγκρίσεως των τιμών των διαφόρων εταιριών που μνημονεύει η αιτιολογική σκέψη 16 του εν λόγω κανονισμού.

34      Επιπλέον, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας ιδίως στο σημείο 46 των προτάσεών του, πρέπει να επισημανθεί ότι η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου που σχετίζεται με την παράδοση αποσκευής προς μεταφορά συνιστά όρο εφαρμογής της τιμής που πρέπει να καταβάλλεται στους αερομεταφορείς για την αεροπορική μεταφορά επιβατών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 18, του κανονισμού 1008/2008.

35      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 1008/2008 τυγχάνει εφαρμογής ως προς τον καθορισμό των τιμών που σχετίζονται με τη μεταφορά των αποσκευών.

36      Όσον αφορά τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να καθορίζονται οι εν λόγω τιμές, το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008 επιτάσσει, μεταξύ άλλων, αφενός, να επισημαίνονται πάντοτε τα αναπόφευκτα και προβλέψιμα στοιχεία του ναύλου ως συνιστώσες του τελικού αντιτίμου και, αφετέρου, να γνωστοποιούνται σαφώς, διαφανώς και δίχως ασάφειες κατά την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας κρατήσεως θέσεων οι αυξήσεις της τιμής του εισιτηρίου που αφορούν υπηρεσίες οι οποίες δεν είναι ούτε υποχρεωτικές ούτε αναγκαίες για την αεροπορική μεταφορά αυτή καθεαυτήν και να γίνεται η αποδοχή τους από τον πελάτη με ενεργητική συναίνεση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση ebookers.com Deutschland, EU:C:2012:487, σκέψη 14).

37      Προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα αν επιτρέπεται, δυνάμει του κανονισμού 1008/2008, να απαιτείται η καταβολή χωριστού τιμήματος για την υπηρεσία μεταφοράς των παραδιδόμενων αποσκευών, πρέπει να διευκρινισθεί αν η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τη μεταφορά των αποσκευών αυτών συνιστά αναπόφευκτο και προβλέψιμο στοιχείο της αεροπορικής μεταφοράς ή αν αποτελεί προαιρετική αύξηση της τιμής του εισιτηρίου η οποία αφορά συμπληρωματική υπηρεσία.

38      Συναφώς, η επιχειρηματική πολιτική των αεροπορικών εταιριών συνίστατο παραδοσιακά στο να παρέχεται η δυνατότητα στους επιβάτες να παραδίδουν αποσκευές προς μεταφορά χωρίς να υπόκεινται σε επιπρόσθετα έξοδα. Δεδομένου, όμως, ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα των αεροπορικών εταιριών έχουν εξελιχθεί σημαντικά λόγω της γενικευμένης χρήσεως της αερομεταφοράς, διαπιστώνεται ότι πλέον ορισμένες αεροπορικές εταιρίες ακολουθούν ένα επιχειρηματικό μοντέλο που συνίσταται στην παροχή των υπηρεσιών αερομεταφοράς με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το κόστος που σχετίζεται με τη μεταφορά των αποσκευών, ως συνιστώσα της τιμής των εν λόγω υπηρεσιών, έχει σχετικώς μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με το παρελθόν και, επομένως, οι συγκεκριμένοι αερομεταφορείς μπορούν να επιβάλλουν συναφώς αύξηση της τιμής του εισιτηρίου. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ορισμένοι επιβάτες να προτιμούν να ταξιδεύουν χωρίς να παραδίδουν αποσκευή προς μεταφορά, υπό τον όρο ότι τούτο θα μειώσει την τιμή του εισιτηρίου τους.

39      Από τα προεκτεθέντα πρέπει να θεωρηθεί ότι η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τις παραδιδόμενες προς μεταφορά αποσκευές των επιβατών μπορεί να συνιστά προαιρετική αύξηση της τιμής του εισιτηρίου [«προαιρετική επιπρόσθετη τιμολόγηση»], κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008, δεδομένου ότι η υπηρεσία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποχρεωτική ή αναγκαία για τη μεταφορά των επιβατών.

40      Αντιθέτως, όσον αφορά τις μη παραδιδόμενες προς μεταφορά αποσκευές, ήτοι τις χειραποσκευές, προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, επισημαίνεται ότι οι αποσκευές αυτές πρέπει να θεωρηθεί καταρχήν ότι συνιστούν αναγκαίο στοιχείο της μεταφοράς των επιβατών και ότι για τη μεταφορά τους δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να επιβληθεί αύξηση της τιμής του εισιτηρίου, υπό τον όρο ότι η χειραποσκευή πληροί ορισμένες εύλογες απαιτήσεις σχετικά με το βάρος και τις διαστάσεις καθώς και τις εφαρμοστέες απαιτήσεις ασφαλείας.

41      Πράγματι, πρέπει να υπομνησθούν οι υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των χαρακτηριστικών, αφενός, της υπηρεσίας μεταφοράς παραδιδόμενων αποσκευών, και, αφετέρου, της υπηρεσίας μεταφοράς χειραποσκευών, τις οποίες επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 54 και 55 των προτάσεών του. Συναφώς, όταν παραδίδονται στον αερομεταφορέα αποσκευές προς μεταφορά, αυτός καθίσταται υπεύθυνος για τον χειρισμό και τη φύλαξή τους, πράγμα που είναι δυνατό να συνεπάγεται γι’ αυτόν επιπρόσθετα έξοδα. Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση της μεταφοράς χειραποσκευών και, ιδίως, των προσωπικών αντικειμένων που ο επιβάτης μεταφέρει μαζί του.

42      Εξάλλου, η διάκριση αυτή μεταξύ της μεταφοράς παραδιδόμενων αποσκευών και χειραποσκευών αποτυπώνεται και στη νομοθεσία περί ευθύνης του αερομεταφορέα για τις ζημίες που προξενούνται στις αποσκευές, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος. Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως, ο μεταφορέας ευθύνεται για την προκληθείσα ζημία στις αποσκευές που είχαν παραδοθεί προς μεταφορά, υπό τον όρο ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία σημειώθηκε επί του αεροσκάφους ή κατά τη διάρκεια οιασδήποτε περιόδου κατά την οποία οι παραδοθείσες αποσκευές βρίσκονταν υπό την ευθύνη του μεταφορέα, ενώ στην περίπτωση των αποσκευών που δεν έχουν παραδοθεί προς μεταφορά, ο μεταφορέας ευθύνεται εφόσον η ζημία προκαλείται εξ υπαιτιότητάς του ή εξ υπαιτιότητας των υπαλλήλων ή των πρακτόρων του.

43      Όσον αφορά εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη, που υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να μεταφέρουν σε κάθε περίπτωση όχι μόνο τον επιβάτη αλλά και τις αποσκευές που αυτός παραδίδει προς μεταφορά, εφόσον οι αποσκευές αυτές πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά, ιδίως, με το βάρος τους, έναντι της τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου και χωρίς να μπορεί να επιβληθεί αύξηση της τιμής του εισιτηρίου για τη μεταφορά των εν λόγω αποσκευών, διαπιστώνεται ότι η ρύθμιση αυτή προδήλως δεν επιτρέπει στους αερομεταφορείς να επιβάλλουν χωριστή τιμή για τις παραδιδόμενες προς μεταφορά αποσκευές και, ως εκ τούτου, να καθορίζουν ελεύθερα την τιμή για τη μεταφορά των επιβατών.

44      Συναφώς, επισημαίνεται ότι με την επιφύλαξη της εφαρμογής κανόνων στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, δεν προσκρούει στο δίκαιο της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση ebookers.com Deutschland, EU:C:2012:487, σκέψη 17) η ρύθμιση από τα κράτη μέλη πτυχών σχετικών με τις συμβάσεις εναέριας μεταφοράς και, ειδικότερα, προς τον σκοπό προστασίας των καταναλωτών έναντι καταχρηστικών πρακτικών. Εντούτοις, τέτοιου είδους εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να θέτει εν αμφιβόλω τις διατάξεις σχετικά με την τιμολόγηση του κανονισμού 1008/2008.

45      Εθνική ρύθμιση η οποία απαιτεί η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τις παραδιδόμενες προς μεταφορά αποσκευές των επιβατών να περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη βασική τιμή του αεροπορικού εισιτηρίου απαγορεύει τον καθορισμό διαφορετικής τιμής για εισιτήριο που περιλαμβάνει το δικαίωμα παραδόσεως αποσκευών και για εισιτήριο που δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα. Επομένως, όχι μόνο είναι αντίθετη στο δικαίωμα των αερομεταφορέων να καθορίζουν τις τιμές που πρέπει να καταβάλλονται για την αερομεταφορά επιβατών καθώς και τους όρους εφαρμογής των εν λόγω τιμών, συμφώνως προς τα άρθρα 2, σημείο 18, και 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008, αλλά επιπλέον είναι δυνατό να διακυβεύσει, μεταξύ άλλων, τον σκοπό που επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, ο οποίος συνίσταται στο να καθίσταται δυνατή η πραγματική σύγκριση των τιμών, καθόσον δεν επιτρέπεται στους αερομεταφορείς τους οποίους αφορά η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση να προβλέπουν χωριστή τιμή για την υπηρεσία μεταφοράς παραδιδόμενων αποσκευών, ενώ επιτρέπεται στις αεροπορικές εταιρίες που υπόκεινται στη ρύθμιση άλλου κράτους μέλους.

46      Εξάλλου, δεδομένου ότι η επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στο να καθίσταται δυνατή η πραγματική σύγκριση των τιμών των αεροπορικών μεταφορών προϋποθέτει την αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενημερώσεως και διαφάνειας που υπέχει η Vueling Airlines δυνάμει της διατάξεως αυτής, στις εθνικές αρχές απόκειται να εξακριβώνουν, ανά περίπτωση, αν τηρούνται οι υποχρεώσεις αυτές.

47      Τέλος, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προσδώσει σε εφαρμοστέα εθνική διάταξη ερμηνεία σύμφωνη, κατά το μέτρο του δυνατού, προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις Engelbrecht, C‑262/97, EU:C:2000:492, σκέψη 39, ČEZ, C‑115/08, EU:C:2009:660, σκέψη 138, και Wall, C‑91/08, EU:C:2010:182, σκέψη 70).

48      Στον βαθμό που το επιδιωκόμενο από το δίκαιο της Ένωσης αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί βάσει σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, το εθνικό δικαστήριο έχει, ιδίως, την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψη 24, Berlusconi κ.λπ., C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 72, Pupino, C‑105/03, EU:C:2005:386, σκέψη 43, καθώς και Melki και Abdeli, C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 43).

49      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 1008/2008 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη που υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να μεταφέρουν σε κάθε περίπτωση όχι μόνο τον επιβάτη αλλά και τις αποσκευές που αυτός παραδίδει προς μεταφορά, εφόσον οι αποσκευές αυτές πληρούν ορισμένες απαιτήσεις σχετικά, ιδίως, με το βάρος τους, έναντι της τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου και χωρίς να μπορεί να επιβληθεί αύξηση της τιμής για τη μεταφορά των εν λόγω αποσκευών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη που υποχρεώνει τους αερομεταφορείς να μεταφέρουν σε κάθε περίπτωση όχι μόνο τον επιβάτη αλλά και τις αποσκευές που αυτός παραδίδει προς μεταφορά, εφόσον οι αποσκευές αυτές πληρούν ορισμένες απαιτήσεις σχετικά, ιδίως, με το βάρος τους, έναντι της τιμής του αεροπορικού εισιτηρίου και χωρίς να μπορεί να επιβληθεί αύξηση της τιμής για τη μεταφορά των εν λόγω αποσκευών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.