Language of document : ECLI:EU:C:2011:462

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2011 (*)

«Εξωτερικές σχέσεις – Συμφωνίες Σύνδεσης – Εθνική ρύθμιση που απέκλειε, πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την εγγραφή Βούλγαρων υπηκόων στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων – Συμβατό της ρύθμισης αυτής προς την απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας όσον αφορά τους όρους εργασίας, την οποία προβλέπει η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΚ-Βουλγαρίας»

Στην υπόθεση C‑101/10,

με αντικείμενο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission (Αυστρία) με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Gentcho Pavlov,

Gregor Famira

κατά

Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιανουαρίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι G. Pavlov και G. Famira, εκπροσωπούμενοι από τους R. Keisler και S. Werinos, Rechtsanwälte,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Riedl και G. Holley,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Erlbacher και G. Braun,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της ευρωπαϊκής Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη και εγκρίθηκε εξ ονόματος των Κοινοτήτων με την απόφαση 94/908/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 358, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του G. Pavlov, Βούλγαρου υπηκόου, και του G. Famira, δικηγόρου Βιέννης, αφενός, και του Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien (διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης), αφετέρου, αντικείμενο της οποίας είναι η απόρριψη από το διοικητικό αυτό συμβούλιο αφενός της αίτησης για την εγγραφή του G. Pavlov στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων και αφετέρου της αίτησης για χορήγηση στον G. Pavlov πιστοποιητικού νομιμοποίησής του ως εκπροσώπου ενώπιον των δικαστικών αρχών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας

3        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προβλέπει ότι «η σύνδεση περιλαμβάνει μεταβατική περίοδο μέγιστης διάρκειας δέκα ετών, που υποδιαιρείται σε δύο διαδοχικά στάδια, καθένα από τα οποία διαρκεί καταρχήν πέντε έτη. Το πρώτο στάδιο αρχίζει με τη θέση σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας». Η εν λόγω Συμφωνία Σύνδεσης τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1995.

4        Το άρθρο 38, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IV, ο οποίος επιγράφεται «Κυκλοφορία εργαζομένων, εγκατάσταση, παροχή υπηρεσιών», και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο I, που αφορά την κυκλοφορία των εργαζομένων, ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος:

–      δεν γίνεται καμιά διάκριση λόγω ιθαγένειας στη μεταχείριση των εργαζομένων βουλγαρικής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται νομίμως στο έδαφος ενός κράτους μέλους, όσον αφορά τους όρους εργασίας, την αμοιβή ή τις απολύσεις, σε σύγκριση με τους υπηκόους αυτού του κράτους μέλους,

[…]».

5        Το άρθρο 42, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης προβλέπει τα εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους, και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας και των κανόνων που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος στον τομέα της κυκλοφορίας των εργαζομένων:

–        οι υπάρχουσες διευκολύνσεις για την πρόσβαση Βουλγάρων εργαζομένων στην απασχόληση, τις οποίες παρέχουν τα κράτη μέλη στα πλαίσια διμερών συμφωνιών, είναι σκόπιμο να διατηρηθούν και, ει δυνατόν, να βελτιωθούν,

–        τα άλλα κράτη μέλη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης παρόμοιων συμφωνιών.»

6        Το άρθρο 45, παράγραφος 1, της ίδιας Συμφωνίας Σύνδεσης, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IV, κεφάλαιο II, που επιγράφεται «Εγκατάσταση», προβλέπει τα εξής:

«Από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, κάθε κράτος μέλος παρέχει για την εγκατάσταση εταιρειών και υπηκόων της Βουλγαρίας, καθώς και για τη λειτουργία βουλγαρικών εταιρειών και την επαγγελματική δραστηριότητα Βουλγάρων υπηκόων, εγκατεστημένων στο έδαφός του, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που παρέχει στους δικούς του υπηκόους και εταιρείες, με εξαίρεση τα θέματα που αναφέρονται στο παράρτημα XVα.»

7        Το άρθρο 47 της ίδιας Συμφωνίας Σύνδεσης, το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στο εν λόγω κεφάλαιο II, προβλέπει τα εξής:

«Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάληψη και άσκηση νομοθετικώς κατοχυρωμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων από τους υπηκόους της Κοινότητας και της Βουλγαρίας στη Βουλγαρία και την Κοινότητα αντιστοίχως, το συμβούλιο σύνδεσης εξετάζει ποια μέτρα είναι ανάγκη να ληφθούν για την αμοιβαία αναγνώριση των προσόντων. Το συμβούλιο σύνδεσης μπορεί να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τον σκοπό αυτό.»

8        Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης, που περιλαμβάνεται στον τίτλο IV, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιό του IV, που επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του τίτλου IV καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν παρεμποδίζει την εφαρμογή, από τα μέρη, των νόμων και κανονισμών τους όσον αφορά την είσοδο και την παραμονή, την εργασία, τις συνθήκες εργασίας, την εγκατάσταση φυσικών προσώπων και την παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι, κατά την εφαρμογή των εν λόγω νόμων ή κανονισμών, δεν εξουδετερώνονται ούτε περιορίζονται τα οφέλη που προκύπτουν για κάθε μέρος από συγκεκριμένη διάταξη της παρούσας συμφωνίας. […]»

 Η εθνική νομοθεσία

9        Οι διατάξεις που διέπουν το επάγγελμα του δικηγόρου και την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό στην Αυστρία περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, στον νόμο για τις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος (Rechtsanwaltsprüfungsgesetz, BGBl. 556/1985, όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. 71/1999 και έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, στο εξής: RAPG) και στον αυστριακό δικηγορικό κώδικα (Österreichische Rechtsanwaltsordnung, RGBl. 96/1868, όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. 128/2004 και έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, στο εξής: RAO).

 Ο RAPG

10      Οι διατάξεις του RAPG που έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Σκοπός των εξετάσεων για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος είναι να αποδείξει ο υποψήφιος ότι έχει τις αναγκαίες ικανότητες και γνώσεις για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, και ειδικότερα την ικανότητα να διεκπεραιώνει τις δημόσιας και ιδιωτικής φύσης υποθέσεις που ανατίθενται σε δικηγόρο, καθώς και την ικανότητα να συντάσσει νομικά έγγραφα και νομικές γνωμοδοτήσεις και να διατυπώνει προσηκόντως, εγγράφως και προφορικώς, ισχυρισμούς επί των νομικών και πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης.

Άρθρο 2

1)      Στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος μπορεί να συμμετέχει όποιος έχει διδακτορικό δίπλωμα στη νομική επιστήμη ή έχει, κατόπιν ολοκλήρωσης των σπουδών του σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο της 2ας Μαρτίου 1978 […], περί των σπουδών στον τομέα των νομικών επιστημών, τον ακαδημαϊκό τίτλο του Magister και έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση τριών ετών, από τα οποία οι εννέα τουλάχιστον μήνες πρέπει να αφορούν άσκηση σε δικαστήριο και τα δύο τουλάχιστον έτη άσκηση σε δικηγορικό γραφείο.

[…]»

 Ο RAO

11      Οι διατάξεις του RAO που έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

1)      Για την άσκηση της δικηγορίας [στην Αυστρία] δεν χρειάζεται διορισμός από δημόσια αρχή, αλλά απλώς να αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις και ότι ο ενδιαφερόμενος έχει εγγραφεί στο μητρώο δικηγόρων (άρθρα 5 και 5a).

[…]

2)      Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:

a)      η αυστριακή ιθαγένεια,

[…]

d)      η πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης με τη μορφή και για τη διάρκεια που προβλέπει ο νόμος,

e)      η επιτυχία στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος,

[…]

3)      Η ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που μετέχει στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας εξομοιώνεται με την αυστριακή ιθαγένεια.

Άρθρο 2

1)      Η αναγκαία για την άσκηση δικηγορίας πρακτική άσκηση πρέπει να συνίσταται σε νομική επαγγελματική δραστηριότητα σε δικαστήριο ή σε εισαγγελία και σε δικηγορικό γραφείο. […] Η πρακτική άσκηση σε δικηγορικό γραφείο συνυπολογίζεται μόνο εφόσον η δραστηριότητα αυτή αποτελεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς παρεμβολές από άλλη επαγγελματική δραστηριότητα […].

2)      Η διάρκεια της πρακτικής άσκησης κατά την έννοια της παραγράφου 1 είναι πενταετής. Από το διάστημα αυτό οι εννέα τουλάχιστον μήνες άσκησης πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί σε δικαστήριο ή σε εισαγγελία και τα τρία τουλάχιστον έτη σε δικηγορικό γραφείο στην ημεδαπή.

[…]

Άρθρο 15

1)      Στις περιπτώσεις στις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτικός ο διορισμός δικηγόρου, ο δικηγόρος μπορεί, υπ’ ευθύνη του, να εκπροσωπείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή οποιασδήποτε αρχής από ασκούμενο δικηγόρο που απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο του και νομιμοποιείται να τον υποκαθιστά. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν μπορεί πάντως να υπογράφει αιτήσεις και άλλα έγγραφα απευθυνόμενα σε δικαστήρια ή διοικητικές αρχές.

2)      Νομιμοποιείται να υποκαθιστά τον δικηγόρο ο ασκούμενος δικηγόρος που έχει επιτύχει στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. […]

3)      Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι κατά νόμο υποχρεωτικός ο διορισμός δικηγόρου, ο δικηγόρος μπορεί, υπ’ ευθύνη του, να εκπροσωπείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή οποιασδήποτε αρχής από άλλον ασκούμενο δικηγόρο που απασχολείται στο δικηγορικό γραφείο του. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν μπορεί πάντως να υπογράφει αιτήσεις και άλλα έγγραφα απευθυνόμενα σε δικαστήρια ή διοικητικές αρχές.

4)      Το διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου χορηγεί στους ασκούμενους δικηγόρους που απασχολούνται σε δικηγορικό γραφείο πιστοποιητικά νομιμοποίησης από τα οποία προκύπτει το δικαίωμά τους να υποκαθιστούν τον δικηγόρο κατά την παράγραφο 2 (große Legitimationsurkunde, “πιστοποιητικό μείζονος νομιμοποιήσεως”) ή να τον εκπροσωπούν κατά την παράγραφο 3 (kleine Legitimationsurkunde, “πιστοποιητικό «ελάσσονος νομιμοποιήσεως”).

[…]

Άρθρο 30

1)      Για την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων πρέπει να υποβάλλεται στο διοικητικό συμβούλιο του δικηγορικού συλλόγου δήλωση για την έναρξη της πρακτικής άσκησης σε δικηγορικό γραφείο, η οποία να συνοδεύεται από την απόδειξη ότι ο ενδιαφερόμενος έχει την αυστριακή ιθαγένεια και πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αρχίσει την άσκηση· ως σημείο έναρξης της πρακτικής άσκησης αυτής θεωρείται η ημέρα παραλαβής της παραπάνω δήλωσης.

[…]

4)      Σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας για την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων, διαγραφής από το μητρώο αυτό ή άρνησης αναγνώρισης της πρακτικής άσκησης, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν στην Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission [ανώτατη δευτεροβάθμια πειθαρχική επιτροπή των δικηγόρων]. […]

5)      Η ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που μετέχει στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας εξομοιώνεται με την αυστριακή ιθαγένεια.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12      Ο G. Pavlov ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Βιέννης το 2002. Από το 2004 εργάζεται ως μισθωτός στο δικηγορικό γραφείο του G. Famira, δικηγόρου Βιέννης. Ο G. Pavlov έχει αυστριακή άδεια παραμονής και άδεια εγκατάστασης κατά το αυστριακό δίκαιο, βάσει της οποίας μπορεί να εργάζεται οπουδήποτε εντός της αυστριακής επικράτειας. Στον G. Famira έχει χορηγηθεί από την υπηρεσία απασχόλησης η άδεια να απασχολεί τον G. Pavlov ως μισθωτό ασκούμενο δικηγόρο για το διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2004.

13      Στις 2 Ιανουαρίου 2004 ο G. Famira και ο G. Pavlov υπέβαλαν αίτηση εγγραφής του G. Pavlov στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων. Συγχρόνως ζήτησαν τη χορήγηση στον G. Pavlov πιστοποιητικού νομιμοποίησής του ως εκπροσώπου ενώπιον των δικαστικών αρχών («kleine Legitimationsurkunde»), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 3, του RAO.

14      Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2004, το δεύτερο τμήμα του Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien απέρριψε την εν λόγω αίτηση, με το αιτιολογικό ότι ο G. Pavlov δεν πληρούσε την προϋπόθεση περί ιθαγένειας που θέτει το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 5, του RAO. Η ένσταση που υποβλήθηκε κατά της παραπάνω απόφασης απορρίφθηκε στις 15 Ιουνίου 2004 από την ολομέλεια του Ausschuss.

15      Με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2006, η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission απέρριψε την προσφυγή των G. Pavlov και G. Famira κατά της απόφασης της 15ης Ιουνίου 2004, με το σκεπτικό ότι το δικηγορικό επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο και ότι η νομική αυτή κατοχύρωση παράγει αποτελέσματα και για τους ασκούμενους δικηγόρους. Το εν λόγω όργανο έκρινε ότι η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας απαγορεύει τις διακρίσεις μόνο όσον αφορά τους όρους εργασίας, αλλ’ ότι, όσον αφορά την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, τα συμβληθέντα κράτη διατηρούν τη δυνατότητα να επιβάλλουν περιορισμούς.

16      Το Verfassungsgerichtshof (αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο) ακύρωσε στις 8 Οκτωβρίου 2007 την απόφαση της 1ης Αυγούστου 2006 και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον της Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission, με το σκεπτικό ότι το εν λόγω δικαστικό όργανο, μη υποβάλλοντας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων της εν λόγω Συμφωνίας Σύνδεσης, πρόσβαλε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των αιτούντων να διεξαχθεί η διαδικασία ενώπιον του νόμιμου δικαστή.

17      Με απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission ακύρωσε τις αποφάσεις του Ausschuss der Rechtsanwaltskammer Wien της 6ης Απριλίου και της 15ης Ιουνίου 2004 λόγω της μεταβολής της νομικής κατάστασης κατόπιν της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση την 1η Ιανουαρίου 2007. Η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission, εκτιμώντας ότι από την εν λόγω ημερομηνία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του RAO, ανέπεμψε την υπόθεση στο εν λόγω Ausschuss για να εκδώσει νέα απόφαση μετά από τη διεξαγωγή συμπληρωματικής διαδικασίας.

18      Στις 2 Ιουλίου 2009 το Verfassungsgerichtshof ακύρωσε την απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, με το σκεπτικό ότι η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση δεν αναιρούσε το γεγονός ότι τα έτη 2004 έως 2006 έχουν μεγάλη σημασία για τον G. Pavlov, καθόσον ο ενδιαφερόμενος αφενός δεν μπορεί να μετάσχει στις εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας άσκησης του επαγγέλματος παρά μόνον αν έχει πραγματοποιήσει διετή τουλάχιστον πρακτική άσκηση σε δικηγόρο και αφετέρου πρέπει, προκειμένου να εγγραφεί στο μητρώο δικηγόρων, να αποδείξει ότι έχει πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση σε δικηγόρο επί τριετία τουλάχιστον. Έτσι, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα σε σχέση με τα έτη 2004 έως 2006, έπρεπε, σύμφωνα με την απόφαση του ίδιου δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2007, να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης για την ερμηνεία του άρθρου 38 της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.

19      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Oberste Berufungs- und Disziplinarkommission αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είχε το άρθρο 38, παράγραφος 1, της [Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας] απευθείας εφαρμογή, κατά το διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2004 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006, στις υποθέσεις που αφορούσαν την εγγραφή Βούλγαρων υπηκόων στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)      Αντέβαιναν στο άρθρο 38, παράγραφος 1, της [Συμφωνίας Σύνδεσης] αφενός η εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, [του RAO], κατά το οποίο μία από τις προϋποθέσεις εγγραφής είναι η απόδειξη της κατοχής της αυστριακής ιθαγένειας ή άλλης ιθαγένειας που εξομοιώνεται προς την αυστριακή, επί της αίτησης που υπέβαλε στις 2 Ιανουαρίου 2004 ο Βούλγαρος υπήκοος που απασχολούνταν σε Αυστριακό δικηγόρο και με την οποία ζητούσε να του επιτραπεί η εγγραφή στο μητρώο των Αυστριακών ασκούμενων δικηγόρων και να του χορηγηθεί πιστοποιητικό νομιμοποίησής του ως εκπροσώπου, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, [του RAO], και αφετέρου η απόρριψη της αίτησης αυτής, η οποία στηρίχθηκε στο στοιχείο της ιθαγένειας και μόνο, μολονότι ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις και κατείχε άδεια εγκατάστασης και εργασίας στην Αυστρία;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

20      Το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία με τα δύο ερωτήματά του, που πρέπει να συνεξεταστούν, το ζήτημα αν πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση αντέβαινε στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας μια ρύθμιση κράτους μέλους όπως η ρύθμιση του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του RAO, η οποία, επιβάλλοντας μια προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια, δεν επέτρεπε στους Βούλγαρους υπηκόους να εγγράφονται στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων και να λαμβάνουν συνεπώς πιστοποιητικό νομιμοποίησής τους ως εκπροσώπων ενώπιον των δικαστικών αρχών.

21      Από το γράμμα του άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προκύπτει ότι η απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο αυτό αφορά κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας την οποία θα μπορούσε να υποστεί, όσον αφορά τους όρους εργασίας, αμοιβής ή απόλυσης, ο ενδιαφερόμενος, εφόσον απασχολείται ήδη νόμιμα.

22      Ο G. Pavlov υποστηρίζει συναφώς ότι η εγγραφή στο μητρώο των ασκούμενων δικηγόρων αφορά τους όρους εργασίας του επαγγέλματος αυτού και ότι το γεγονός ότι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του RAO δεν του επιτράπηκε να εγγραφεί στο εν λόγω μητρώο λόγω της ιθαγένειάς του συνιστά συνεπώς διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας.

23      Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, για την πραγματοποίηση της πρακτικής άσκησης είναι αναγκαία η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων και ότι η εγγραφή αυτή συνιστά συνεπώς προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της πρακτικής άσκησης. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, πριν από την εγγραφή του στο μητρώο αυτό, να εργάζεται νόμιμα ως νομικός, αλλά όχι ως ασκούμενος δικηγόρος.

24      Επιπλέον, η άσκηση των δραστηριοτήτων που προσιδιάζουν στους ασκούμενους δικηγόρους, μολονότι ενδέχεται να εντάσσεται σε μια σχέση εργασίας, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, αποτελεί επίσης το πρακτικό σκέλος της κατάρτισης που απαιτείται για την πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, C‑313/01, Morgenbesser, Συλλογή 2003, σ. I-13467, σκέψη 51).

25      Το συμπέρασμα πρέπει επομένως να είναι ότι η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων συνιστά προϋπόθεση για την πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, το οποίο αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης.

26      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, που επιβάλλεται με το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, καλύπτει και τους κανόνες για την πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, όπως είναι οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες.

27      Επισημαίνεται ότι η Συμφωνία Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν περιέχει κανένα στοιχείο με βάση το οποίο να μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας αυτής ή από άλλες διατάξεις της η βούληση των συμβαλλόμενων μερών να εξαλείψουν κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας κατά την πρόσβαση των Βούλγαρων υπηκόων στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα. Συναφώς πρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη ότι η διάταξη αυτή είναι ενταγμένη στον τίτλο IV της εν λόγω Συμφωνίας, στο κεφάλαιο I, που επιγράφεται «Κυκλοφορία εργαζομένων», ενώ η ίδια Συμφωνία αναφέρει τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα στο άρθρο 47, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου ΙΙ της Συμφωνίας αυτής, που αφορά την εγκατάσταση, και το οποίο ρυθμίζει την πρόσβαση στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα χωρίς να επιβάλλει καμία υποχρέωση τήρησης της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας.

28      Κατά συνέπεια, η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας έχει την έννοια ότι δεν καλύπτει και τους εθνικούς κανόνες που αφορούν την πρόσβαση στο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, όπως είναι οι επίμαχοι στην κύρια δίκη κανόνες. Επομένως, η εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων, η οποία συνιστά, όπως ειπώθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης, προϋπόθεση για την πρόσβαση στο νομικά κατοχυρωμένο επάγγελμα του δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως όρος εργασίας κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση.

29      Όσον αφορά την άδεια παραμονής και την άδεια εργασίας που επικαλείται ο G. Pavlov ως στοιχεία που του επιτρέπουν την πρόσβαση στην πρακτική άσκηση, αρκεί η διαπίστωση ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν οι άδειες αυτές, τις οποίες χορηγούν οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, αποτελούν, κατά την εθνική νομοθεσία, αποφάσεις που έχουν το περιεχόμενο αυτό και που επιτρέπουν καθαυτές την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου.

30      Από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συμφωνίας Σύνδεσης με τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας έχει την έννοια ότι πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ένωση δεν αντέβαινε στην αρχή αυτή μια ρύθμιση κράτους μέλους όπως η ρύθμιση του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του RAO, με τη μορφή που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία, επιβάλλοντας μια προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια, δεν επέτρεπε στους Βούλγαρους υπηκόους να εγγράφονται στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων και να λαμβάνουν συνεπώς πιστοποιητικό νομιμοποίησής τους ως εκπροσώπων ενώπιον των δικαστικών αρχών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

H αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 38, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της ευρωπαϊκής Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη και εγκρίθηκε εξ ονόματος των Κοινοτήτων με την απόφαση 94/908/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, έχει την έννοια ότι πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντέβαινε στην αρχή αυτή μια ρύθμιση κράτους μέλους όπως η ρύθμιση του άρθρου 30, παράγραφοι 1 και 5, του αυστριακού δικηγορικού κώδικα (Österreichische Rechtsanwaltsordnung), με τη μορφή που έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, η οποία, επιβάλλοντας μια προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια, δεν επέτρεπε στους Βούλγαρους υπηκόους να εγγράφονται στο μητρώο ασκούμενων δικηγόρων και να λαμβάνουν συνεπώς πιστοποιητικό νομιμοποίησής τους ως εκπροσώπων ενώπιον των δικαστικών αρχών.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.