Language of document : ECLI:EU:C:2005:728

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 1ης Δεκεμβρίου 2005 (*)

«Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 93/104/ΕΚ – Έννοια του “χρόνου εργασίας” – Περιεχόμενο – Εθνική διάταξη η οποία θεσπίζει, ειδικότερα όσον αφορά την εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, ευνοϊκότερο για τον εργαζόμενο ανώτατο όριο – Καθορισμός του χρόνου εργασίας σε ορισμένα ιδρύματα κοινωνικής μέριμνας – Εφημερία που προϋποθέτει φυσική παρουσία του εργαζομένου στον χώρο εργασίας – Χρονικά διαστήματα εργασιακής απραξίας στο πλαίσιο της εφημερίας – Μηχανισμός που έχει θεσπίσει το κράτος μέλος για τον διαφοροποιημένο υπολογισμό των ωρών φυσικής παρουσίας ανάλογα με την ένταση της εργασίας»

Στην υπόθεση C-14/04,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) με απόφαση της 3 Δεκεμβρίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Ιανουαρίου 2004, στο πλαίσιο της δίκης

Abdelkader Dellas,

Confédération générale du travail,

Fédération nationale des syndicats des services de santé et des services sociaux CFDT,

Fédération nationale de l’action sociale Force ouvrière

κατά

Premier ministre,

Ministre des Affaires sociales, du Travail et de la Solidarité,

παρισταμένης της:

Union des fédérations et syndicats nationaux d’employeurs sans but lucratif du secteur sanitaire, social et médico-social,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), R. Silva de Lapuerta, P. Kūris και Γ. Αρέστη, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαΐου 2005,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Α. Dellas, εκπροσωπούμενος από τον A. Monod, avocat,

–        η Fédération nationale des syndicats des services de santé et des services sociaux CFDT, εκπροσωπούμενη από τους H. Masse­Dessen και G. Thouvenin, avocats,

–        η Union des fédérations et syndicats nationaux d’employeurs sans but lucratif du secteur sanitaire, social et médico-social, εκπροσωπούμενη από τον J. Barthelemy, avocat,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues καθώς και από τους C. Bergeot-Nunes και A. de Maulmont,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Goldman,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον W.­D. Plessing,

–        η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενη από τους H. G. Sevenster και J. van Bakel, καθώς και από τον D. J. M. de Grave,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Rozet και N. Yerrell,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα ο οποίος ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Ιουλίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστική αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 307, σ. 18).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής λόγω καταχρήσεως εξουσίας που άσκησαν ο Α. Dellas, καθώς και οι Confédération générale du travail, Fédération nationale des syndicats des services de santé et des services sociaux CFDT και Fédération nationale de l’action sociale Force ouvrière με αίτημα την ακύρωση του διατάγματος 2001­1384, της 31ης Δεκεμβρίου 2001, εκδοθέντος προς εφαρμογή του άρθρου L. 212-4 του code du travail και προβλέποντος ισοδύναμο του νομίμου χρόνο εργασίας σε ιδρύματα κοινωνικής και ιατρικής μέριμνας που τη διοίκηση των οποίων ασκούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (JORF της 3ης Ιανουαρίου 2002, σ. 149).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3        Η οδηγία 93/104 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 118 A της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ).

4        Σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, το οποίο τιτλοφορείται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», η οδηγία 93/104 καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, εξαιρουμένων των αεροπορικών, σιδηροδρομικών, οδικών, θαλάσσιων, ποτάμιων και λιμναίων μεταφορών, της θαλάσσιας αλιείας και λοιπών θαλάσσιων δραστηριοτήτων, καθώς και των ασκούμενων ιατρών.

5        Υπό το τίτλο «Ορισμοί», το άρθρο 2 της οδηγίας 93/104 ορίζει:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2)      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

3)      “νυκτερινή περίοδος”: κάθε περίοδος επτά τουλάχιστον ωρών, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, η οποία πρέπει πάντως να περιλαμβάνει το διάστημα μεταξύ 24.00 και 05.00·

4)      “εργαζόμενος τη νύκτα”:

α)      αφενός, κάθε εργαζόμενος κατά τη νυκτερινή περίοδο επί τρεις τουλάχιστον ώρες του ημερήσιου κανονικού χρόνου εργασίας του και,

β)      αφετέρου, κάθε εργαζόμενος ο οποίος ενδέχεται να πραγματοποιεί κατά τη νυκτερινή περίοδο ένα ορισμένο τμήμα του ετήσιου χρόνου εργασίας του, το οποίο ορίζεται κατ’ επιλογή του οικείου κράτους μέλους:

i)      από την εθνική νομοθεσία, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους,

ή

ii)      με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο

5)      “εργασία κατά βάρδιες”: κάθε μέθοδος οργάνωσης της ομαδικής εργασίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στις ίδιες θέσεις εργασίας με ορισμένο ρυθμό, περιλαμβανομένου του ρυθμού περιτροπής, και η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή ασυνεχής, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επιτελούν μια εργασία σε διαφορετικές ώρες σε μια δεδομένη περίοδο ημερών ή εβδομάδων·

6)      “εργαζόμενος σε βάρδιες”: κάθε εργαζόμενος με ωράριο που εντάσσεται σε πρόγραμμα εργασίας κατά βάρδιες».

6        Στο τμήμα ΙΙ της εν λόγω οδηγίας ορίζονται τα μέτρα που τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν ώστε ο κάθε εργαζόμενος να δικαιούται μεταξύ άλλων ελάχιστο χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και διαλείμματα, ρυθμίζεται δε, επίσης, η ανώτατη διάρκεια εργασίας ανά εβδομάδα.

7        Όσον αφορά την ημερήσια ανάπαυση, το άρθρο 3 της οδηγίας 93/104 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών.»

8        Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τον τίτλο «Διαλείμματα», ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται για κάθε εργαζόμενο χρόνος διαλείμματος όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις έξι ώρες. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του καθορίζονται από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων ή, ελλείψει αυτών, από την εθνική νομοθεσία.»

9        Η εβδομαδιαία ανάπαυση ρυθμίζεται με το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, το οποίο έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης είκοσι τεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας ανάπαυσης οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3.

Η ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συμπεριλαμβάνει, κατ’ αρχήν, την Κυριακή.

Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας μπορεί να ορισθεί ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης είκοσι τεσσάρων ωρών.»

10      Όσον αφορά τη ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας, το άρθρο 6 της οδηγίας 93/104 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε συνάρτηση με τις επιταγές προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων:

1)      η εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας να περιορίζεται με νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων·

2)      ο χρόνος εργασίας να μην υπερβαίνει, ανά επταήμερο, τις 48 ώρες κατά μέσον όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.»

11      Τα άρθρα 8 έως 13, τα οποία απαρτίζουν το τμήμα ΙΙΙ της οδηγίας, ορίζουν τα μέτρα που τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όσον αφορά τη νυκτερινή εργασία, την εργασία σε βάρδιες και τον ρυθμό εργασίας.

12      Όσον αφορά, ειδικότερα, τη διάρκεια της νυκτερινής εργασίας, το άρθρο 8 της οδηγίας 93/104 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε:

1)      ο κανονικός χρόνος νυκτερινής εργασίας να μην υπερβαίνει, κατά μέσον όρο, τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο·

2)      οι εργαζόμενοι τη νύκτα των οποίων η εργασία ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση να μην εργάζονται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούν νυκτερινή εργασία.

Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, η εργασία που ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση ορίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές ή από συλλογικές συμβάσεις ή από συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων και των κινδύνων που συνδέονται με τη νυκτερινή εργασία.»

13      Το άρθρο 15 της οδηγίας 93/104 ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων ή να ευνοούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.»

14      Κατά το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν:

1)      για την εφαρμογή του άρθρου 5 (εβδομαδιαία ανάπαυση), περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τις 14 μέρες·

2)      για την εφαρμογή του άρθρου 6 (ανώτατη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας), περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

Οι περίοδοι ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών, κατά το άρθρο 7, και οι περίοδοι αδείας ασθενείας δεν συνεκτιμώνται ή είναι ουδέτερες, όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου όρου·

3)      για την εφαρμογή του άρθρου 8 (διάρκεια νυκτερινής εργασίας), περίοδο αναφοράς που καθορίζεται ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες που συνάπτονται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο μεταξύ κοινωνικών εταίρων.

Εάν η ελάχιστη περίοδος εικοσιτετράωρης εβδομαδιαίας ανάπαυσης που απαιτείται από το άρθρο 5 εμπίπτει σ’ αυτή την περίοδο αναφοράς, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του μέσου όρου.»

15      Η ίδια οδηγία απαριθμεί ορισμένες εξαιρέσεις από πολλούς βασικούς κανόνες, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων ορισμένων δραστηριοτήτων και με την επιφύλαξη της πληρώσεως ορισμένων προϋποθέσεων. Συναφώς, το άρθρο 17 της οδηγίας ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16 εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για:

α)      διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα,

β)      οικογενειακό προσωπικό ή

γ)      εργαζομένους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων

2.      Επιτρέπονται επίσης παρεκκλίσεις μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζομένους:

2.1      από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16:

[…]

γ)       για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:

[…]

i)      για τις υπηρεσίες τις σχετικές με την υποδοχή, τη νοσηλεία ή/και την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές,

[…]

3.      Παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16 επιτρέπονται με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο ή, σύμφωνα με τους κανόνες που θέτουν αυτοί, με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ τους σε κατώτερο επίπεδο.

[…]

Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο γίνονται δεκτές μόνον εφόσον χορηγούνται στους οικείους εργαζομένους ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή εφόσον, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται στους εν λόγω εργαζομένους κατάλληλη προστασία.

[…]

4.      Η ευχέρεια παρέκκλισης από το άρθρο 16, σημείο 2, που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σημεία 2.1 και 2.2, και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε περίοδο αναφοράς που να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να επιτρέπουν, για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους οργάνωσης της εργασίας, να καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων περίοδοι αναφοράς που να μην υπερβαίνουν οπωσδήποτε τους δώδεκα μήνες.

[…]»

16      Το άρθρο 18 της οδηγίας 93/104 ορίζει τα εξής:

«1.      α)      Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 23 Νοεμβρίου 1996 ή βεβαιώνονται το αργότερο κατά την ημερομηνία αυτή ότι οι κοινωνικοί εταίροι θέτουν σ’ εφαρμογή κατόπιν συμφωνίας τις αναγκαίες διατάξεις- τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να εγγυηθούν τα επιβαλλόμενα από την παρούσα οδηγία αποτελέσματα.

β)      i)      Εντούτοις, ένα κράτος μέλος δύναται να μην εφαρμόσει το άρθρο 6, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, εφόσον λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι:

–        ο εργοδότης δεν ζητά από τον εργαζόμενο να εργαστεί περισσότερες από 48 ώρες ανά επταήμερο, περίοδο που υπολογίζεται ως μέσος όρος της κατά το άρθρο 16, σημείο 2, περιόδου αναφοράς, εκτός αν ο εργαζόμενος συναινεί για την παροχή της εργασίας αυτής,

–        ο εργαζόμενος δεν υφίσταται καμία ζημία αν δεν δεχθεί να εκτελέσει την εργασία αυτή,

–        ο εργοδότης τηρεί και ενημερώνει αρχείο για όλους τους εργαζομένους που παρέχουν τέτοια εργασία,

–        το αρχείο είναι στη διάθεση των αρμόδιων αρχών οι οποίες δικαιούνται να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη δυνατότητα υπέρβασης της ανώτατης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας, για λόγους ασφάλειας ή/και υγείας των εργαζομένων,

–        ύστερα από αίτηση των αρμοδίων αρχών, ο εργοδότης τους παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη συναίνεση των εργαζομένων για την παροχή εργασίας υπερβαίνουσας τις 48 ώρες ανά επταήμερο, υπολογιζομένης ως μέσος όρος της κατά το άρθρο 16, σημείο 2, περιόδου αναφοράς.

[…]»

 Η εθνική νομοθεσία

17      Στη Γαλλία, ο νόμιμος χρόνος εργασίας των εργαζομένων καθορίζεται με τον code du travail, κρίσιμη δε για την κύρια δίκη εκδοχή του εν λόγω κώδικα είναι αυτή του νόμου 2000-37, της 19ης Ιανουαρίου 2000, περί μειώσεως, κατόπιν διαπραγματεύσεων, του χρόνου εργασίας (JORF της 20ής Ιανουαρίου 2000, σ. 975). Το άρθρο L. 212­1, πρώτο εδάφιο, του code du travail προβλέπει:

«Στα ιδρύματα ή στα επαγγέλματα που απαριθμούνται στο άρθρο L. 200­1, καθώς και στις χειροτεχνικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις και στα παραρτήματά τους, η νόμιμη διάρκεια πραγματικής εργασίας των εργαζομένων ορίζεται στις τριάντα πέντε ώρες την εβδομάδα.»

18      Στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου διευκρινίζεται:

«Στα ως άνω ιδρύματα και επαγγέλματα η διάρκεια της ημερήσιας πραγματικής εργασίας κάθε εργαζομένου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δέκα ώρες, με την επιφύλαξη παρεκκλίσεων που ισχύουν υπό προϋποθέσεις καθοριζόμενες με διάταγμα.»

19      Το άρθρο L. 212-2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του code du travail ορίζει:

«Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου L. 212-1 συνολικά για τους κλάδους μιας δραστηριότητας ή για ορισμένα επαγγέλματα ή για συγκεκριμένο κλάδο ή επάγγελμα καθορίζονται με πράξεις του υπουργικού συμβουλίου. Με τις πράξεις αυτές καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η διαρρύθμιση και η κατανομή του ωραρίου εργασίας, οι περίοδοι ανάπαυσης, οι προϋποθέσεις της κατ’ οίκον επιφυλακής, οι μόνιμες ή οι προσωρινές παρεκκλίσεις που ισχύουν για συγκεκριμένες περιπτώσεις και για συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, οι τρόποι ανακτήσεως ωρών εργασίας που απωλέστηκαν και τα μέτρα ελέγχου εφαρμογής των διατάξεων αυτών.»

Οι πράξεις αυτές εκδίδονται και αναθεωρούνται κατόπιν διαβουλεύσεως με τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζόμενων και αφού ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα τυχόν μεταξύ τους διαπραγματεύσεων».

20      Κατά το άρθρο L. 212-4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του ίδιου code:

«Ως πραγματικός χρόνος εργασίας νοείται ο χρόνος κατά τον οποίον ο μισθωτός βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη και οφείλει να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του χωρίς να μπορεί να ασχολείται ελεύθερα με προσωπικές ενασχολήσεις.

Ο αναγκαίος χρόνος εστιάσεως, καθώς και τα διαλείμματα θεωρούνται πραγματικός χρόνος εργασίας εφόσον πληρούνται τα κριτήρια του πρώτου εδαφίου. Ακόμη και αν δεν αναγνωρίζονται ως χρόνος εργασίας, είναι δυνατόν να αμείβονται βάσει ατομικής ή συλλογικής συμβάσεως εργασίας.»

21      Το άρθρο L. 212-4, πέμπτο εδάφιο, του code du travail ορίζει τα εξής:

«Σε ορισμένα επαγγέλματα και συμβάσεις εργασίας που περιλαμβάνουν περιόδους εργασιακής απραξίας, ο ισοδύναμος προς τον νόμιμο χρόνο εργασίας μπορεί να καθοριστεί είτε με διάταγμα που εκδίδεται μετά τη σύναψη γενικής ή κλαδικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, είτε με διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν επεξεργασίας από το Conseil d’État. Η εργασία κατά τις περιόδους αυτές αμείβεται σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη ή με τα οριζόμενα στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.»

22      Κατά το άρθρο L. 212-4 bis, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω code:

«Ως κατ’ οίκον επιφυλακή νοείται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο μισθωτός, χωρίς να είναι αμέσως και διαρκώς στη διάθεση του εργοδότη, υποχρεούται να παραμένει στην κατοικία του ή να μην απομακρύνεται από αυτήν, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλάβει εργασία ή υπηρεσία στην επιχείρηση, το δε διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται σε ετοιμότητα θεωρείται πραγματικός χρόνος εργασίας. […]»

23      Το άρθρο 212-7, δεύτερο εδάφιο, του code du travail ορίζει:

«Η διάρκεια εργασίας ανά εβδομάδα, υπολογιζόμενη με βάση χρονικό διάστημα δώδεκα συνεχών εβδομάδων, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα τέσσερις ώρες. […] Η διάρκεια της εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει εβδομαδιαίως τις σαράντα οκτώ ώρες.»

24      Το άρθρο L. 220-1, πρώτο εδάφιο, του code du travail ορίζει:

«Οι μισθωτοί δικαιούνται ημερήσια ανάπαυση τουλάχιστον ένδεκα συνεχών ωρών.»

25      Το άρθρο L. 221-4, πρώτο εδάφιο, του code du travail ορίζει:

«Η εβδομαδιαία ανάπαυση πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον είκοσι τέσσερις συνεχείς ώρες, στις οποίες προστίθενται οι ώρες συνεχούς ημερήσιας αναπαύσεως που προβλέπει το άρθρο L. 220-1.»

26      Τα άρθρα 1 έως 3 του διατάγματος 2001-1384 έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται:

α)      στα αναφερόμενα στις παραγράφους 1, 2, 4, 5 και 8 του άρθρου L. 312-1 του code de l’action sociale et des familles ιδρύματα, τη διοίκηση των οποίων ασκούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τα οποία παρέχουν φιλοξενία,

β)      στα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εργασίας πλήρους απασχολήσεως εκπαιδευτικού, νοσηλευτικού και βοηθητικού προσωπικού ή διαθέτουν αντίστοιχα προσόντα και καλούνται να αντικαταστήσουν τα πρώτα και ασκούν νυχτερινή επιστασία από θάλαμο υπηρεσίας εντός του ιδρύματος.

Άρθρο 2

Για τον υπολογισμό του νομίμου χρόνου εργασίας, όσον αφορά τα ιδρύματα και τις θέσεις εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος διατάγματος, το διάστημα ασκήσεως καθηκόντων νυχτερινής επιστασίας σε θάλαμο υπηρεσίας αντιστοιχεί σε τρεις ώρες πραγματικού χρόνου εργασίας για τις πρώτες εννέα ώρες και σε μισή ώρα πραγματικού χρόνου εργασίας για κάθε ώρα πλέον των εννέα πρώτων.

Άρθρο 3

Η περίοδος διαμονής σε θάλαμο υπηρεσίας εκτείνεται μεταξύ κατακλίσεως και εγέρσεως των υπηρετούντων στο ίδρυμα προσώπων, κατά τα οριζόμενα στους πίνακες υπηρεσίας, και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις δώδεκα ώρες.»

27      Κατά το Conseil d’État, νομική βάση του διατάγματος 2001-1384 αποτελούν οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου L. 212-4 του code du travail, με το οποίο ο νομοθέτης εξέφρασε τη βούλησή του να θεσπίσει ειδικούς κανόνες αρμοδιότητας και διαδικασίας για τη δημιουργία συστημάτων ισοδυνάμου προς νόμιμο χρόνου εργασίας, και να παρεκκλίνει με τον τρόπο αυτό από τους γενικούς κανόνες του άρθρου L. 212-2 του code du travail.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

28      Από τη δικογραφία που το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι ο εργοδότης απέλυσε τον Α. Dellas, ειδικό εκπαιδευτή σε ιδρύματα που φιλοξενούν νεαρά και ενήλικα άτομα με ειδικές ανάγκες, λόγω μεταξύ τους διαφωνίας ως προς την έννοια του πραγματικού χρόνου εργασίας, καθώς και ως προς την αμοιβή που δικαιούνται οι εκπαιδευτές που εργάζονται σε ιδρύματα και υπηρεσίες ιατρικής και κοινωνικής μέριμνας για απροσάρμοστα άτομα και άτομα με ειδικές ανάγκες για τη νυκτερινή εργασία που παρέχουν από θάλαμο υπηρεσίας.

29      Στις αρχές του 2002, ο Α. Dellas, καθώς και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις Confédération générale du travail, Fédération nationale des syndicats des services de santé et des services sociaux CFDT και Fédération nationale de l’action sociale Force ouvrière, άσκησαν ενώπιον του Conseil d’État προσφυγές λόγω υπερβάσεως εξουσίας κατά την έκδοση του διατάγματος 2001-1384.

30      Το Conseil d’État αποφάσισε να συνεκδικάσει τις προσφυγές αυτές και έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Union des fédérations et syndicats nationaux d’employeurs sans but lucratif du secteur sanitaire, social et médico-social υπέρ του Premier ministre και του ministre des Affaires sociales, du Travail et de la Solidarité, καθών της κύριας δίκης.

31      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προέβαλαν διαφόρους λόγους ακυρώσεως, αμφισβητώντας τη νομιμότητα του διατάγματος 2001-1384. Προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι το σύστημα του ισοδυνάμου προς νόμιμο χρόνο εργασίας που θεσπίστηκε με το διάταγμα αυτό δεν είναι συμβατό με τους σκοπούς της οδηγίας 93/104, ούτε με τους κανόνες που θεσπίζει η οδηγία αυτή για τον καθορισμό του χρόνου εργασίας, του χρόνου αναπαύσεως, της ανώτατης διάρκειας εργασίας εβδομαδιαίως και της ανώτατης διάρκειας νυκτερινής εργασίας ημερησίως.

32      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ισοδύναμο ωράριο που καθορίζεται με το σύστημα αυτό, στο πλαίσιο του οποίου η αντιστοιχία φυσικής παρουσίας προς πραγματική εργασία ορίζεται στο 3 προς 1 για τις πρώτες εννέα ώρες και στο 2 προς 1 για τις επόμενες ώρες και το οποίο έχει εφαρμογή για τους εργαζομένους που υπάγονται στο εν λόγω διάταγμα μόνον ως προς την εργασία νυκτερινής επιστασίας, κατά την οποία το προσωπικό δεν υποχρεούται να παρέχει συνεχώς τις υπηρεσίες του, αποσκοπεί στην καθιέρωση ενός ειδικού τρόπου υπολογισμού του πραγματικού χρόνου εργασίας κατά την έννοια του άρθρου L. 212-4 του code du travail, ιδίως όσον αφορά τους σχετικούς με την αμοιβή και τις υπερωρίες κανόνες, ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι κατά τις ώρες αυτές, οι οποίες περιλαμβάνουν και περιόδους εργασιακής απραξίας, η παροχή εργασίας είναι διαλείπουσα.

33      Κατά το Conseil d’État, το σύστημα ισοδυνάμου προς νόμιμο χρόνου εργασίας δεν είναι, καταρχήν, ασύμβατο προς την οδηγία 93/104, όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο, καθόσον, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C­303/98, Simap (Συλλογή 2000, σ. I-7963), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-151/02, Jaeger (Συλλογή 2003, σ. I­8389), δεν εξομοιώνει με χρόνο αναπαύσεως τις περιόδους εργασιακής απραξίας στο πλαίσιο βάρδιας, κατά την οποία ο εργαζόμενος οφείλει να είναι παρών στον χώρο εργασίας, ούτε εμποδίζει το να εκλαμβάνεται ως εμπίπτον στον πραγματικό χρόνο εργασίας το σύνολο των ωρών εργασίας που προκύπτουν από τον ειδικό υπολογισμό βάσει του συγκεκριμένου συστήματος ισοδυναμίας, προκειμένου να εκτιμάται αν οι εργοδότες τηρούν τις σχετικές με τις περιόδους αναπαύσεως και τα διαλείμματα υποχρεώσεις τους.

34      Ωστόσο, κατά το σύστημα ισοδυναμίας που θεσπίζει η γαλλική νομοθεσία, ο χρόνος νυκτερινής επιστασίας που δαπανάται σε θάλαμο υπηρεσίας αποτελεί αντικείμενο ειδικού τρόπου υπολογισμού, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η μειωμένη ένταση της εργασίας που παρέχεται κατά το διάστημα αυτό, μολονότι το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται είναι αυστηρότερο σε σχέση με την κοινοτική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τη ανώτατη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας, η οποία ορίζεται σε 44 ώρες κατά μέσο όρο σε διάστημα δώδεκα συνεχών εβδομάδων, αντί για 48 ώρες σε διάστημα τεσσάρων συνεχόμενων μηνών που προβλέπει η οδηγία 93/104.

35      Κρίνοντας ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, για την επίλυση των ενώπιόν του διαφορών, απαιτείται ερμηνεία της κοινοτικής νομοθεσίας, το Conseil d’État αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει ο ορισμός του χρόνου εργασίας, με βάση την οδηγία 93/104 […], σκοπός της οποίας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 [παράγραφος 1], ο καθορισμός των στοιχειωδών προδιαγραφών ασφαλείας και υγείας, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, να εφαρμόζεται μόνο στα κοινοτικής ισχύος κατώτατα όρια που θεσπίζει η οδηγία ή πρέπει, προκειμένου ιδίως να διασφαλιστεί η μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, να εφαρμόζεται γενικώς, καλύπτοντας και τα κατώτατα όρια που θεσπίζουν τα εθνικά δίκαια, ακόμη και όταν το εθνικό δίκαιο, μεριμνώντας για την προστασία των εργαζομένων, παρέχει, ενδεχομένως, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας, μεγαλύτερη προστασία απ’ ό,τι η οδηγία;

2)      Κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί συμβατό προς τους σκοπούς της ως άνω οδηγίας ένα αυστηρά αναλογικό σύστημα ισοδυναμίας, το οποίο […] λαμβάνει υπόψη το σύνολο των ωρών φυσικής παρουσίας, εφαρμόζοντας παράλληλα ένα μηχανισμό σταθμίσεως για τον συνυπολογισμό της μειωμένης εντάσεως της εργασίας που παρέχεται σε περιόδους εργασιακής απραξίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

36      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 93/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσκρούσει σε αυτήν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, σχετική με τις εφημερίες που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι σε ορισμένα ιδρύματα κοινωνικής και ιατρικής μέριμνας, σύμφωνα με το σύστημα φυσικής παρουσίας τους στον χώρο εργασίας, ρύθμιση η οποία θεσπίζει, για τις ανάγκες υπολογισμού του πραγματικού χρόνου εργασίας, σύστημα ισοδυναμίας, όπως το επίμαχο την κύρια δίκη, όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει, ιδίως για τον μέγιστο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας, ανώτατο όριο ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους σε σχέση με αυτό που ορίζει η οδηγία.

37      Τόσο με την απόφαση περί παραπομπής όσο και με τις περισσότερες από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο επισημαίνεται ότι ένα τέτοιο σύστημα ισοδυναμίας επηρεάζει όχι μόνον το ωράριο εργασίας των ενδιαφερομένων μισθωτών, αλλά και το ύψος της αμοιβής τους.

38      Ωστόσο, όσον αφορά το ζήτημα των αμοιβών, πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί ότι, όπως προκύπτει τόσο από τον σκοπό όσο και από το γράμμα των διατάξεών της, η οδηγία 93/104 δεν έχει εφαρμογή στις αμοιβές των εργαζομένων.

39      Άλλωστε, η ερμηνεία αυτή προκύπτει πλέον χωρίς αμφιβολία, από το άρθρο 137, παράγραφος 6, ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο οι ελάχιστες προδιαγραφές που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δύναται να θεσπίζει, εκδίδοντας οδηγίες, προς προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, δεν εφαρμόζονται στις αμοιβές.

40      Αντιθέτως, αν πρόκειται για σύστημα ισοδυναμίας, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το οποίο ρυθμίζει τον χρόνο εργασίας και αναπαύσεως των οικείων εργαζομένων, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι, από το άρθρο 118 A της Συνθήκης, που αποτελεί τη νομική βάση της οδηγίας 93/104, από την πρώτη, τέταρτη, έβδομη και όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, από τον κοινοτικό Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο οποίος θεσπίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 9 Δεκεμβρίου 1989 στο Στρασβούργο και του οποίου οι παράγραφοι 8 και 19, πρώτο εδάφιο, παρατίθενται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας, καθώς και από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας, προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία έχει ως σκοπό τον καθορισμό των ελάχιστων προδιαγραφών για την προώθηση της βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας (βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, C-173/99, BECTU, Συλλογή 2001, σ. Ι-4881, σκέψη 37, προπαρατεθείσα απόφαση Jaeger, σκέψεις 45 και 47, καθώς και απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι-8835, σκέψη 91).

41      Κατά τις ίδιες αυτές διατάξεις, η σχετική με την οργάνωση του χρόνου εργασίας εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο αποσκοπεί στην εξασφάλιση καλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, παρέχοντας σε αυτούς, μεταξύ άλλων, κατ’ ελάχιστον περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως, καθώς και επαρκή διαλείμματα, και ορίζοντας τις 48 ώρες ως ανώτατο όριο της μέσης διάρκειας εργασίας ανά εβδομάδα, όριο ως προς το οποίο ρητώς διευκρινίζεται ότι καλύπτει και τις υπερωρίες (βλ. τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Simap, σκέψη 49, BECTU, σκέψη 38, Jaeger, σκέψη 46, Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 92, και απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, C­313/02, Wippel, Συλλογή 2004, σ. Ι-9483, σκέψη 47).

42      Όσον αφορά ειδικότερα την κατά την οδηγία 93/104 έννοια του «χρόνου εργασίας», το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία αυτή ορίζει ως χρόνο εργασίας κάθε χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, και ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατ’ αντιδιαστολή προς αυτήν της αναπαύσεως, δεδομένου ότι οι δύο αυτές έννοιες αλληλοαποκλείονται (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Sitmap, σκέψη 47, και Jaeger, σκέψη 48).

43      Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι η οδηγία 93/104 δεν θεσπίζει κάποια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ περιόδου εργασίας και περιόδου αναπαύσεως και, αφετέρου, ότι η ένταση της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος και η απόδοση του τελευταίου δεν εμπίπτουν στα κατά την οδηγία αυτή χαρακτηριστικά της έννοιας του «χρόνου εργασίας».

44      Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι κατά την οδηγία 93/104 έννοιες του «χρόνου εργασίας» και του «χρόνου αναπαύσεως» δεν πρέπει να ερμηνεύονται βάσει των επιταγών των διαφόρων νομοθετικών ρυθμίσεων των κρατών μελών, αλλά συνιστούν έννοιες κοινοτικού δικαίου που πρέπει να ορίζονται βάσει αντικειμενικών χαρακτηριστικών, σε συνάρτηση με το σύστημα και τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο της οποίας είναι η θέσπιση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας των εργαζομένων. Πράγματι, μόνο μία τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Jaeger, σκέψη 58).

45      Από τα προαναφερθέντα το Δικαστήριο συνήγαγε ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν καθορίζουν μονομερώς το περιεχόμενο των εννοιών αυτών, καθώς και των άλλων διατάξεων της οδηγίας 93/104, εξαρτώντας από προϋποθέσεις ή περιορισμούς το δικαίωμα των εργαζομένων να λαμβάνεται δεόντως υπόψη τόσο ο χρόνος εργασίας όσο και ο χρόνος αναπαύσεως, δεδομένου ότι ένα τέτοιο δικαίωμα απορρέει ευθέως από τις διατάξεις της οδηγίας. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας και θα ερχόταν σε αντίθεση προς τον σκοπό της που συνίσταται στην αποτελεσματική προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων με τη θέσπιση κατώτατων ορίων προστασίας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Jaeger, σκέψεις 59, 70 και 82, καθώς και Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 99).

46      Εντούτοις, αφενός, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι εφημερίες που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο του συστήματος φυσικής παρουσίας στο ίδρυμα όπου εργάζεται, πρέπει να θεωρούνται στην ολότητά τους ως χρόνος εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 93/104, ανεξαρτήτως της εργασίας που πράγματι παρείχε κατά τις εφημερίες αυτές (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Simap, σκέψη 52, Jaeger, σκέψεις 71, 75 και 103, Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 93, διάταξη της 3ης Ιουλίου 2001, C-241/99, CIG, Συλλογή 2001, σ. I‑5139, σκέψη 34).

47      Το γεγονός ότι οι εφημερίες περιλαμβάνουν και περιόδους εργασιακής απραξίας δεν έχει απολύτως καμία σημασία στο πλαίσιο αυτό.

48      Πράγματι, κατά την προαναφερθείσα νομολογία, ακόμη και αν είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν περίοδοι εργασιακής απραξίας κατά τις εφημερίες που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στο πλαίσιο του συστήματος φυσικής παρουσίας στο ίδρυμα όπου εργάζεται, λόγω του ότι, αντιθέτως προς ό,τι συμβαίνει στο πλαίσιο του κανονικού ωραρίου εργασίας, η ανάγκη επείγουσας παρεμβάσεως κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων δεν μπορεί να προγραμματιστεί και λόγω του ότι η πραγματικά ασκούμενη δραστηριότητα διαφέρει ανάλογα με τις περιστάσεις, ο δε καθοριστικός παράγοντας για να κριθεί αν τα χαρακτηρίζοντα την έννοια του «χρόνου εργασίας», κατά την οδηγία 93/104, στοιχεία προσιδιάζουν σε τέτοιου είδους εφημερίες που πραγματοποιεί ο εργαζόμενος στην εργασία του είναι το αν ο εργαζόμενος είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και βρίσκεται στη διάθεση του τελευταίου για να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες σε περίπτωση ανάγκης. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι υποχρεώσεις αυτές εμπίπτουν στην άσκηση των καθηκόντων του εν λόγω εργαζομένου (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Simap, σκέψη 48, καθώς και Jaeger, σκέψεις 49 και 63).

49      Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως, όσον αφορά τόσο το γράμμα όσο και τον σκοπό και την οικονομία της διατάξεως αυτής, ότι διάφορες επιταγές της εν λόγω διατάξεως περί μεγίστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας και κατώτατου χρόνου αναπαύσεως αποτελούν ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνες του κοινοτικού κοινωνικού δικαίου, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο ως ελάχιστη αναγκαία προδιαγραφή προς κατοχύρωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις BECTU, σκέψεις 43 και 47, και Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 100, και Wippel, σκέψη 47).

50      Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι, από τις σκέψεις 40 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρηση όλων των ορίων που θέτει η οδηγία 93/104, προς αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, και ότι, για τον σκοπό αυτό, οι εφημερίες που πραγματοποιεί ένας εργαζόμενος, όπως ο Α. Dellas, στον χώρο της εργασίας του πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο ακέραιο κατά τον καθορισμό του μέγιστου χρόνου ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας που επιτρέπει η κοινοτική νομοθεσία –διάρκεια στην οποία περιλαμβάνονται και οι υπερωρίες– ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, κατά την εφημερία, ο εργαζόμενος πράγματι δεν ασκεί διαρκώς επαγγελματική δραστηριότητα (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ. σκέψεις 93 και 95).

51      Ασφαλώς, το άρθρο 15 της οδηγίας 93/104 επιτρέπει ρητώς την εφαρμογή ή θέσπιση ευνοϊκότερων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων εθνικών διατάξεων.

52      Όταν ένα κράτος μέλος κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής, όπως έπραξε η Γαλλική Δημοκρατία, η εθνική νομοθεσία της οποίας προβλέπει μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας 44 ωρών σε διάστημα δώδεκα συνεχών εβδομάδων, ενώ, αντίστοιχα, το όριο που θεσπίζει η οδηγία είναι 48 ώρες σε διάστημα τεσσάρων συνεχών μηνών, η τήρηση των κανόνων της οδηγίας αυτής πρέπει να εξετάζεται μόνο βάσει των ορίων που αυτή θεσπίζει, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν εθνικές διατάξεις που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους.

53      Εντούτοις, ανεξαρτήτως της εφαρμογής τέτοιων εθνικών διατάξεων, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται στο ακέραιο η πρακτική αποτελεσματικότητα των απορρεόντων από την οδηγία 93/104 δικαιωμάτων των εργαζομένων, πράγμα που έχει ως αναγκαία συνέπεια την υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν την τήρηση όλων των ελάχιστων προδιαγραφών που θεσπίζει η οδηγία αυτή.

54      Στο πλαίσιο όμως αυτό επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως αναγνώρισε η ίδια η Γαλλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε απάντηση ερωτήσεως του Δικαστηρίου, ο τρόπος υπολογισμού των εφημεριών στο πλαίσιο του επίδικου στην κύρια δίκη συστήματος ισοδυναμίας συνεπάγεται, ενδεχομένως, υποχρέωση του εργαζομένου να εργάζεται επί εξήντα ώρες ανά εβδομάδα ή και περισσότερο.

55      Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο εθνικό σύστημα οδηγεί προδήλως σε υπέρβαση του μέγιστου χρόνου εργασίας εβδομαδιαίως, η οποία ορίζεται στις 48 ώρες δυνάμει του άρθρου 6, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας.

56      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται ούτε, αφενός, από τον ισχυρισμό της Γαλλικής Κυβερνήσεως ότι το ισχύον στο κράτος αυτό σύστημα ισοδυναμίας, το οποίο βεβαίως συνίσταται στην εφαρμογή ενός μηχανισμού σταθμίσεως που αποσκοπεί στο να λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι εργασιακής απραξίας κατά τις εφημερίες, δεν περιορίζει τον αριθμό των ωρών παρουσίας των εργαζομένων που συνυπολογίζονται για τις ανάγκες του καθορισμού των δικαιωμάτων ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως, ούτε, αφετέρου, από τη διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι η εθνική διάταξη κατά της οποίας στρέφονται οι εκκρεμούσες ενώπιόν του προσφυγές ακυρώσεως είναι διαφορετική από τις επίδικες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Simap και Jaeger, επειδή δεν εξομοιώνονται με χρόνο αναπαύσεως τα διαστήματα κατά τα οποία ο εργαζόμενος, καίτοι είναι παρών στον τόπο εργασίας για την εφημερία, εντούτοις δεν παρέχει πράγματι τις υπηρεσίες του.

57      Πράγματι, είναι προφανές ότι, αν εφαρμοζόταν εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, οι ώρες φυσικής παρουσίας του εργαζομένου στο ίδρυμα όπου εργάζεται κατά τις εφημερίες, οι οποίες περιέχουν και περιόδους εργασιακής απραξίας, θα λαμβάνονταν εν μέρει μόνον υπόψη, σύμφωνα με τους προκαθορισμένους συντελεστές, για τον υπολογισμό των υπερωριών και, συνεπώς, για τον καθορισμό των ανωτάτων χρονικών ορίων εργασίας, ενώ η κοινοτική νομοθεσία επιτάσσει τον συνυπολογισμό του συνόλου των ωρών φυσικής παρουσίας στις ώρες εργασίας.

58      Εξάλλου, σύμφωνα με την εν λόγω εθνική διάταξη, συνυπολογίζονται στον χρόνο εργασίας μόνον οι ώρες φυσικής παρουσίας που αντιστοιχούν σε πραγματική εργασία. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, ο χαρακτηρισμός της φυσικής παρουσίας του εργαζομένου στον χώρο της εργασίας ως χρόνου εργασίας κατά την έννοια της οδηγίας 93/104 δεν πρέπει να εξαρτάται από την ένταση της εργασίας του εργαζομένου, αλλά αποκλειστικά από την υποχρέωσή του να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του.

59      Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το σύνολο των ωρών φυσικής παρουσίας των εργαζομένων στον τόπο εργασίας λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό ορισμένων μόνον από τα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από την οδηγία 93/104, εν προκειμένω των δικαιωμάτων ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως, δεν αρκεί για να διασφαλιστεί πλήρως η τήρηση των υποχρεώσεων που η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη, δεδομένου ότι αυτά υποχρεούνται να διασφαλίζουν το σύνολο των δικαιωμάτων αυτών, μεταξύ των οποίων και το ανώτατο όριο των 48 ωρών εργασίας ανά εβδομάδα.

60      Επιβάλλεται να προστεθεί ότι εθνικές διατάξεις όπως αυτές του διατάγματος 2001-1384 δεν εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις που επιτρέπει η εν λόγω οδηγία.

61      Αφενός, το άρθρο 2 της οδηγίας 93/104, με το οποίο ορίζονται οι κυριότερες έννοιες της οδηγίας και, ιδίως, αυτές του χρόνου εργασίας και της περιόδου αναπαύσεως, δεν καταλέγονται στις διατάξεις της οδηγίας από τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση.

62      Αφετέρου, ούτε καν προβάλλεται, εν προκειμένω, ότι κανονιστική ρύθμιση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη μπορεί να εμπίπτει στις περιπτώσεις των άρθρων 17, παράγραφοι 1 και 2, και 18, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, περιπτώσεις β΄ και θ΄, της οδηγίας 93/104.

63      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται να δοθεί στα ερωτήματα που τέθηκαν η απάντηση ότι η οδηγία 93/104 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:

–        προσκρούει σε αυτήν νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, σχετική με τις εφημερίες που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι σε ορισμένα ιδρύματα κοινωνικής και ιατρικής μέριμνας σύμφωνα με το σύστημα φυσικής παρουσίας τους στον χώρο εργασίας, η οποία θεσπίζει, για τις ανάγκες υπολογισμού του πραγματικού χρόνου εργασίας, σύστημα ισοδυναμίας όπως το επίμαχο την κύρια δίκη, εφόσον δεν διασφαλίζεται η τήρηση όλων των ελάχιστων προδιαγραφών που θεσπίζει η οδηγία αυτή για την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων·

–        όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει, ιδίως για τον μέγιστο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας, ανώτατο όριο ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους σε σχέση με αυτό που ορίζει η οδηγία, το αν τηρούνται οι κανόνες προστασίας που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία εξετάζεται αποκλειστικά με βάση τα όρια που ορίζει η οδηγία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο, πέραν των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσκρούει σε αυτήν νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, σχετική με τις εφημερίες που πραγματοποιούν οι εργαζόμενοι σε ορισμένα ιδρύματα κοινωνικής και ιατρικής μέριμνας σύμφωνα με το σύστημα φυσικής παρουσίας τους στον χώρο εργασίας, η οποία θεσπίζει, για τις ανάγκες υπολογισμού του πραγματικού χρόνου εργασίας, σύστημα ισοδυναμίας όπως το επίμαχο την κύρια δίκη, εφόσον δεν διασφαλίζεται η τήρηση όλων των ελάχιστων προδιαγραφών που θεσπίζει η οδηγία αυτή για την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

Όταν η εθνική νομοθεσία προβλέπει, ιδίως για τον μέγιστο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας, ανώτατο όριο ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους σε σχέση με αυτό που ορίζει η οδηγία, το αν τηρούνται οι κανόνες προστασίας που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία εξετάζεται αποκλειστικά με βάση τα όρια που ορίζει η οδηγία.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.