Language of document : ECLI:EU:C:2017:253

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 30ής Μαρτίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑73/16

PeterPuškár,

παρισταμένων των

Finančné riaditeľstvoSlovenskejrepubliky,

Kriminálny úradfinančnejsprávy

[αίτηση του Najvyšší súd Slovenskej republiky(Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, Σλοβακία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Υποχρέωση τηρήσεως προδικασίας – Κατάλογος με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ο οποίος καταρτίστηκε για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης – Αποδοχή του καταλόγου ως παραδεκτού αποδεικτικού μέσου – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Σχέση μεταξύ της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»






I.      Εισαγωγή

1.        Δεν είναι η πρώτη φορά που υποβάλλεται αίτηση προδικαστικής αποφάσεως λόγω διχογνωμίας μεταξύ του ανωτάτου δικαστηρίου της Σλοβακίας και του συνταγματικού δικαστηρίου του ίδιου κράτους μέλους (2). Στην προκειμένη περίπτωση, αμφισβητούμενο είναι το ζήτημα αν οι φορολογικές αρχές δύνανται να τηρούν εμπιστευτικό κατάλογο με τα στοιχεία φυσικών προσώπων τα οποία ασκούν εικονικά διευθυντικά καθήκοντα σε ορισμένα νομικά πρόσωπα. Η διχογνωμία αυτή εγείρει ταυτοχρόνως ζητήματα σχετικά με την αποτελεσματική δικαστική προστασία, ήτοι όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα αν η υποχρεωτική εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος και, αφετέρου, το ζήτημα αν είναι νόμιμη η απόρριψη του καταλόγου ως απαράδεκτου αποδεικτικού μέσου, εφόσον αυτός κοινολογήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση των φορολογικών αρχών. Τέλος, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει στο εθνικό δικαστήριο αν το τελευταίο οφείλει να συνταχθεί προς τη δική του νομολογία ή προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σε περίπτωση διχογνωμίας μεταξύ των δύο αυτών δικαστηρίων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

 Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

2.        Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία περί προστασίας των δεδομένων (3), η οποία πρόκειται προσεχώς να αντικατασταθεί με τον γενικό κανονισμό για την προστασία των δεδομένων (4).

3.        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εξής βασικές αρχές σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει:

α)      να υφίστανται σύννομη και θεμιτή επεξεργασία·

[…]

δ)      να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να ενημερώνονται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα ώστε δεδομένα ανακριβή ή ελλιπή σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή υφίστανται κατόπιν επεξεργασία, να διαγράφονται ή να διορθώνονται·

[…]».

4.        Το άρθρο 7 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων ρυθμίζει τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να γίνεται μόνον εάν:

α)      το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του ή

[…]

γ)      είναι απαραίτητη για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως του υπευθύνου της επεξεργασίας ή

[…]

ε)      είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα ή

στ)      είναι απαραίτητη για την επίτευξη του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, υπό τον όρο ότι δεν προέχει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα που χρήζουν προστασίας […]».

5.        Το άρθρο 10 της οδηγίας 95/46/ΕΚ επιτάσσει την παροχή ορισμένων πληροφοριών στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σε περίπτωση απευθείας συλλογής των δεδομένων από το πρόσωπο αυτό. Το άρθρο 11 περιλαμβάνει αντίστοιχες ρυθμίσεις για την περίπτωση συλλογής δεδομένων όχι από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται. Επίσης, με το άρθρο 12 θεσπίζεται το δικαίωμα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα περί προσβάσεως σε πληροφορίες για την επεξεργασία των δεδομένων του, καθώς και το δικαίωμα διορθώσεως, διαγραφής ή κλειδώματος των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας.

6.        Εξαιρέσεις από ορισμένες ρυθμίσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν με νομοθετικά μέτρα την εμβέλεια των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του άρθρου 10, του άρθρου 11, παράγραφος 1, και των άρθρων 12 και 21, όταν ο περιορισμός αυτός απαιτείται για τη διαφύλαξη:

[…]

δ)      της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης παραβάσεων του ποινικού νόμου ή της δεοντολογίας των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων·

ε)      σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων·

στ)      αποστολής ελέγχου, επιθεώρησης ή ρυθμιστικών καθηκόντων που συνδέονται, έστω και ευκαιριακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε)·

[…]».

7.        Με το άρθρο 14 της οδηγίας 95/46/ΕΚ θεσπίζεται δικαίωμα εναντιώσεως του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, μεταξύ άλλων, ως εξής:

«Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα το δικαίωμα:

α)      τουλάχιστον στις περιπτώσεις του άρθρου 7, στοιχεία εʹ και στʹ, να αντιτάσσεται ανά πάσα στιγμή, για επιτακτικούς και νόμιμους λόγους σχετικούς με την προσωπική του κατάσταση, στην επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν, εκτός εάν στην εθνική νομοθεσία ορίζεται άλλως. Σε περίπτωση αιτιολογημένης αντίταξης, η επεξεργασία δεν μπορεί πλέον να αφορά τα δεδομένα αυτά·

[…]».

8.        Το άρθρο 22 της οδηγίας 95/46/ΕΚ περιλαμβάνει την εξής ρύθμιση σχετικά με την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων:

«Με την επιφύλαξη ενδεχόμενης άσκησης διοικητικής [προσφυγής], ιδίως ενώπιον της αρχής ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 28, προτού επιληφθεί δικαστική αρχή, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου σε περίπτωση παραβιάσεως δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σχετική επεξεργασία.»

9.        Με το άρθρο 28, παράγραφος 4, της οδηγίας 95/46/ΕΚ θεσπίζεται δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε αρχή ελέγχου, ως εξής:

«Κάθε πρόσωπο ή κάθε ένωση που το εκπροσωπεί μπορεί να υποβάλει σε κάθε αρχή ελέγχου αίτηση σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο αιτών ενημερώνεται σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στην αίτησή του.

Κάθε πρόσωπο μπορεί ιδίως να υποβάλει σε κάθε αρχή ελέγχου αίτηση εξακρίβωσης της νομιμότητας μιας επεξεργασίας, εφόσον εφαρμόζονται οι εθνικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί δυνάμει του άρθρου 13 της παρούσας οδηγίας. Ο αιτών ενημερώνεται εν πάση περιπτώσει για τη διενέργεια ελέγχου.»

 Β.      Η σλοβακική νομοθεσία

10.      Το άρθρο 250v, παράγραφοι 1 και 3, του Občiansky súdny poriadok (κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: O.s.p.), όπως ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, περιλαμβάνει τις εξής ρυθμίσεις σχετικά με τη δικαστική προστασία:

«(1)      Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του έχουν θιγεί από παράνομη προσβολή δημόσιας αρχής, η οποία δεν απορρέει από απόφαση και είχε το ίδιο ως άμεσο αποδέκτη ή παρήγαγε αποτελέσματα εις βάρος του, δύναται να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι της προσβολής αυτής, εφόσον η εν λόγω προσβολή ή τα αποτελέσματά της εξακολουθούν να υφίστανται ή υπάρχει κίνδυνος επαναλήψεώς τους.

[…]

(3)      Το ένδικο βοήθημα δεν ασκείται παραδεκτώς, αν ο ασκών το βοήθημα αυτό δεν έχει εξαντλήσει τις διαδικασίες διοικητικής προσφυγής που προβλέπονται από τις διατάξεις ειδικών νόμων […]».

11.      Ο Zákon č. 9/2010 Z. z. o sťažnostiach (νόμος 9/2010 για τις διοικητικές προσφυγές) προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των πράξεων ή παραλείψεων της διοικήσεως.

12.      Το άρθρο 164 του Zákon č. 563/2009 Z. z. o správe daní [νόμου 563/2009 για τη φορολογική διοίκηση (φορολογικός κώδικας)], όπως ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης, ρυθμίζει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως εξής:

«Για τους σκοπούς της φορολογικής διοικήσεως, οι φορολογικές αρχές, η Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) και το Υπουργείο (Οικονομικών) δύνανται να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκείμενων στον φόρο, των εκπροσώπων τους και άλλων προσώπων σύμφωνα με τις διατάξεις ειδικού νόμου (95) (5) · επιτρέπεται η γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μόνο στον δήμο υπό την ιδιότητά του ως φορολογική αρχή, στις υπηρεσίες οικονομικών και στο Υπουργείο, καθώς και, όσον αφορά τη φορολογική διοίκηση και την εκπλήρωση των καθηκόντων της δυνάμει ειδικών νόμων, σε άλλα πρόσωπα, δικαστήρια ή όργανα τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Επιτρέπεται η επεξεργασία, μέσω των πληροφοριακών συστημάτων (95), του επωνύμου και του ονόματος των φυσικών προσώπων, της διευθύνσεως κατοικίας τους και, σε περίπτωση που δεν έχουν λάβει αριθμό φορολογικού μητρώου κατά την εγγραφή, του εθνικού αριθμού ταυτοποιήσεώς τους.»

13.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχεία d, e και o, του Zákon č. 333/2011 Z. z. o orgánoch štátnej správy v oblasti daní, poplatkov a colníctva (νόμου 333/2011 για τα αρμόδια όργανα της κρατικής διοικήσεως στο πεδίο των φόρων, των εισφορών και των δασμών) ρυθμίζει τις κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση αρμοδιότητες της Finančné riaditeľstvo [Διευθύνσεως Οικονομικών]:

«Η Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

d)      δημιουργεί, αναπτύσσει και διαχειρίζεται τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοικήσεως […]· γνωστοποιεί στο Υπουργείο την πρόθεσή της να ασκήσει δραστηριότητες σχετιζόμενες με τη δημιουργία και την ανάπτυξη τέτοιου είδους πληροφοριακών συστημάτων,

e)      δημιουργεί και τηρεί κεντρικό μητρώο των οικονομικών φορέων και άλλων προσώπων που ασκούν δραστηριότητες στις οποίες εφαρμόζεται η τελωνειακή νομοθεσία και διασφαλίζει την εναρμόνισή του με τα αντίστοιχα μητρώα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δημιουργεί και τηρεί κεντρικό μητρώο των υποκείμενων στον φόρο, τηρεί και ενημερώνει τη βάση δεδομένων, δημιουργεί τα προαναφερόμενα μητρώα και τα τηρεί μέσω των πληροφοριακών συστημάτων της φορολογικής διοικήσεως,

o)      ενημερώνει τους πολίτες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στον τομέα των εισφορών και των φόρων, καθώς και για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους βάσει του ειδικού νόμου […]».

14.      Η επεξεργασία δεδομένων που αφορούν παραβάσεις ρυθμίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο b, του νόμου 333/2011, ως εξής:

«Το Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος) χρησιμοποιεί τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοικήσεως, δια της συλλογής, επεξεργασίας, διατηρήσεως, μεταδόσεως, χρησιμοποιήσεως, προστασίας και διαγραφής των πληροφοριών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν όσους έχουν παραβιάσει τη φορολογική ή την τελωνειακή νομοθεσία, ή εκείνους για τους οποίους υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι παραβιάζουν τη φορολογική ή την τελωνειακή νομοθεσία, ή εκείνους που, στο πεδίο αρμοδιότητας της φορολογικής διοικήσεως, έχουν διαταράξει, ή υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι διαταράσσουν, τη δημόσια τάξη, καθώς και περαιτέρω πληροφορίες για τέτοιες παραβιάσεις της φορολογικής ή της τελωνειακής νομοθεσίας ή διαταράξεις της δημόσιας τάξεως. Οι εν λόγω πληροφορίες και τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα γνωστοποιούνται ή καθίστανται προσβάσιμα στη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών), τη φορολογική αρχή ή την τελωνειακή υπηρεσία, στο μέτρο που απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά

15.      Στις 19 Νοεμβρίου 2014, ο P. Puškár άσκησε προσφυγή ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβακίας), με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί στη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) και σε όλες τις υπαγόμενες σε αυτήν φορολογικές αρχές, καθώς και στο Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος), η καταχώριση του ονόματός του στον κατάλογο φυσικών προσώπων (ο οποίος περιλαμβάνει, κατά δήλωσή του, 1 227 άτομα) τα οποία, κατά την άποψη της δημόσιας διοικήσεως, αποτελούν «biele kone» (με τον όρο αυτόν είθισται να χαρακτηρίζονται, στην καθομιλουμένη, τα πρόσωπα που κατέχουν εικονικές διευθυντικές θέσεις). Στον κατάλογο αυτόν, κάθε φυσικό πρόσωπο αντιστοιχείται κατά κανόνα με ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα (τα οποία, κατά τον προσφεύγοντα, ανέρχονται συνολικώς σε 3 369), για λογαριασμό των οποίων φέρεται να ενεργούσε το ούτως οριζόμενο πρόσωπο, με μνεία του εθνικού αριθμού ταυτοποιήσεώς του, του αριθμού φορολογικού μητρώου του νομικού προσώπου στο οποίο το πρόσωπο αυτό απασχολείται και της διάρκειας της θητείας του. Συγχρόνως, ο προσφεύγων ζήτησε οι προαναφερόμενες αρχές να διαγράψουν το όνομά του από τον εν λόγω ή παρόμοιο κατάλογο και από τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοικήσεως.

16.      Την ύπαρξη καταλόγου «Biele kone» επιβεβαίωσε το Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος), το οποίο δήλωσε, εντούτοις, ότι ο εν λόγω κατάλογος καταρτίστηκε από τη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών).

17.      Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, ο παράνομος χαρακτήρας της παρεμβάσεως της Finančné riaditeľstvo (Διευθύνσεως Οικονομικών) και του Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείου της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος) έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι η καταχώρισή του στον προαναφερόμενο κατάλογο προσβάλλει το δικαίωμά του στην προστασία της προσωπικότητας και, ειδικότερα, το δικαίωμα στην προστασία της τιμής, της αξιοπρέπειας και της υπολήψεως.

18.      Η εν λόγω προσφυγή, καθώς και οι προσφυγές τις οποίες άσκησαν, στο πλαίσιο χωριστών διαδικασιών, δύο άλλα περιλαμβανόμενα στον κατάλογο πρόσωπα, απορρίφθηκαν από το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο), εν μέρει για δικονομικούς λόγους και εν μέρει για λόγους ουσίας.

19.      Κατόπιν προσφυγών λόγω αντισυνταγματικότητας που ασκήθηκαν από τον προσφεύγοντα και από τα άλλα προαναφερθέντα πρόσωπα, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβακία) αποφάνθηκε ότι, με τις ανωτέρω αποφάσεις, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη.

20.      Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) διαπίστωσε περαιτέρω, στο πλαίσιο της εκδικάσεως μιας εκ των ανωτέρω υποθέσεων, ότι, πέραν του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, είχε προσβληθεί επίσης το θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έναντι της παράνομης συλλογής και άλλων καταχρήσεων. Στηριζόμενο στις ανωτέρω νομικές βάσεις, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) ακύρωσε όλες τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Najvyšší súd (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και ανέπεμψε τις υποθέσεις σε αυτό για νέα εκδίκαση και για έκδοση νέων αποφάσεων επί της ουσίας. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) δεσμεύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

21.      Με τις υπόλοιπες αποφάσεις του, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) επέκρινε την αυστηρά τυπολατρική προσέγγιση που ακολούθησε το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) στις κρινόμενες υποθέσεις κατά την ερμηνεία του κανόνα που διέπει το απαράδεκτο της ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων κατά των παράνομων προσβολών της δημόσιας διοικήσεως. Συγκεκριμένα, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν συνεκτίμησε τη συνταγματική διάσταση του σλοβακικού θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Το δικαίωμα αυτό παρέχει τη δυνατότητα κινήσεως ενδίκων διαδικασιών για τον έλεγχο των αποφάσεων και των πρακτικών της δημόσιας διοικήσεως που θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Αντιθέτως, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

22.      Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τα τελευταία έτη, υπό την επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) έχει εγκαταλείψει τη θέση ότι η προσφυγή που ασκείται δυνάμει του νόμου για τις διοικητικές προσφυγές πρέπει πάντοτε να λογίζεται ως αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα κατά των παράνομων προσβολών των δημοσίων αρχών ή των παραλείψεών τους. Η κρίση του εν λόγω δικαστηρίου ότι, στην προκειμένη υπόθεση, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) οφείλει να συμμορφωθεί απεριορίστως προς την ως άνω νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι, βάσει της σλοβακικής νομοθεσίας, δεσμευτική για τη συνέχιση της διαδικασίας επί της ουσίας, χωρίς όμως να έχουν ληφθεί υπόψη του στον ίδιο βαθμό τα αποτελέσματα της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

23.      Κατόπιν τούτων, το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας) υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Έχει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα –επομένως και το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και επόμενες διατάξεις, της οδηγίας 95/46/ΕΚ– έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, την έννοια ότι αντίκειται προς αυτό εθνική διάταξη που εξαρτά τη δυνατότητα ασκήσεως πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, όπως είναι η ένδικη προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, από την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων, πριν κινήσει ένδικη διαδικασία προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του, πρέπει να έχει εξαντλήσει τις διαδικασίες διοικητικής προσφυγής που προβλέπονται από τις διατάξεις ειδικού νόμου, όπως ο νόμος της Σλοβακίας περί διοικητικών προσφυγών;

2)      Είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 7, και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 του Χάρτη, σε περίπτωση φερόμενης προσβολής του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως από την προαναφερομένη οδηγία 95/46/ΕΚ, ιδίως:

–        με την υποχρέωση των κρατών μελών να προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 1, παράγραφος 1), καθώς και

–        με την εξουσία των κρατών μελών να διατάσσουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 7, στοιχείο εʹ) ή για την επιδίωξη του εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα,

–        λαμβανομένων υπόψη, επίσης, των εξαιρετικών εξουσιών του κράτους μέλους να περιορίζει την εμβέλεια των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων (άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία εʹ και στʹ), όταν ο περιορισμός αυτός απαιτείται για τη διαφύλαξη σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων,

υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, να καταρτίζουν καταλόγους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της φορολογικής διοικήσεως, με αποτέλεσμα η απόκτηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τίθενται στη διάθεση δημόσιας αρχής για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης να είναι από μόνη της μη ασφαλής;

3)      Δύναται κατάλογος φορολογικής αρχής κράτους μέλους που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προσφεύγοντος, η μη πρόσβαση στα οποία διασφαλίζεται με κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη μη εξουσιοδοτημένη διάδοση ή πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, της προαναφερομένης οδηγίας 95/46/ΕΚ, τον οποίο ο προσφεύγων έχει αποκτήσει χωρίς τη νόμιμη συγκατάθεση της εν λόγω οικονομικής αρχής του κράτους μέλους, να θεωρηθεί παράνομο αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν πρέπει να γίνει δεκτό από το εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με την απαίτηση του δικαίου της Ένωσης περί δίκαιης δίκης που θεσπίζεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη;

4)      Σε περίπτωση που η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε συγκεκριμένο τομέα είναι διαφορετική από την απάντηση που έχει δώσει επί του ίδιου ζητήματος το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάδει η διαδικασία που ακολουθεί ο εθνικός δικαστής σύμφωνα με την οποία δίνεται προτεραιότητα, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στη νομική ανάλυση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το προαναφερόμενο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης (ιδίως με το ανωτέρω άρθρο 47 του Χάρτη);

24.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο P. Puškár, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλία, η Πολωνία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Φεβρουαρίου 2017 παρέστησαν, εκτός του P. Puškár και της Σλοβακίας, η Ισπανία και η Επιτροπή.

V.      Νομική εκτίμηση

25.      Το πρώτο και το τρίτο ερώτημα του Najvyšší súd (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αφορούν τη διαδικασία της δικαστικής προστασίας. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν διαδοχικώς (υπό Β και Γ), ήτοι πριν από το ουσιαστικού δικαίου δεύτερο ερώτημα που αφορά τη συμβατότητα του επίμαχου καταλόγου με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (σχετικώς υπό Δ). Τελευταίο θα εξεταστεί το τέταρτο ερώτημα, το οποίο αφορά ενδεχόμενη διχογνωμία μεταξύ της νομολογίας του Δικαστηρίου και του ΕΔΔΑ (σχετικώς υπό Ε). Ωστόσο, εισαγωγικώς, χρήζει διευκρινίσεως το ζήτημα κατά πόσον η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων εφαρμόζεται στην περίπτωση του επίμαχου καταλόγου (σχετικώς υπό Α).

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων

26.      Ειδικότερα η Ισπανία υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων δεν εφαρμόζεται στην υπόθεση της κύριας δίκης.

27.      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων και του άρθρου 8 του Χάρτη.

28.      Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων περιορίζεται, ειδικότερα, από το άρθρο της 3, παράγραφος 2. Κατά τη διάταξη αυτή, η οδηγία δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις ποινικής διώξεως. Τούτο πρέπει να θεωρηθεί ότι θα ισχύει και στην περίπτωση που ο επίμαχος κατάλογος εξυπηρετεί σκοπούς εφαρμογής της ποινικής νομοθεσίας (6). Αντιθέτως, η οδηγία περί προστασίας των δεδομένων εφαρμόζεται κατ’ αρχήν στις περιπτώσεις επιβολής φόρων και στη χρήση του καταλόγου για τέτοιον σκοπό (7). Τούτο προκύπτει επίσης από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, το οποίο επιτρέπει ρητώς τον περιορισμό της προστασίας των δεδομένων για φορολογικούς σκοπούς.

29.      Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων κατ’ άρθρον 8 του Χάρτη δεν θίγεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων. Το πεδίο αυτό προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Βάσει της διατάξεως αυτής, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (8). Όπως διαπιστώθηκε, ειδικότερα, με την απόφαση Åkerberg Fransson, βάσει της διατάξεως αυτής, ο Χάρτης εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κυρώσεων στο πεδίο της φορολογικής νομοθεσίας, εφόσον πρόκειται για κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας της Ένωσης (9). Τούτο πρέπει να ισχύσει πρωτίστως όσον αφορά τον φόρο κύκλου εργασιών και τον φόρο καταναλώσεως. Ωστόσο, από το δίκαιο της Ένωσης διέπονται και ορισμένα ζητήματα άμεσων φόρων, όπως επί παραδείγματι το πεδίο εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων εναρμονίσεως (10) ή οι περιπτώσεις περιορισμού των θεμελιωδών ελευθεριών (11). Συνεπώς, συχνά θα πρέπει να κρίνεται από το εθνικό δικαστήριο κατά πόσον εφαρμόζεται ο Χάρτης σε κάθε επιμέρους περίπτωση. Σε περίπτωση μη εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και του Χάρτη, θα απορρέουν, εξάλλου, συχνά παρόμοιες απαιτήσεις από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

30.      Όσον αφορά την υπό κρίση διαδικασία, συνάγεται από τα παραπάνω ότι η χρήση του καταλόγου για τους σκοπούς της επιβολής φόρων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων και του Χάρτη, ενώ στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας εφαρμόζεται μόνον ο Χάρτης, στον βαθμό που πρόκειται για ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

 Επί του πρώτου ερωτήματος – υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής

31.      Το πρώτο ερώτημα αφορά τις προϋποθέσεις δικαστικής προστασίας στην περίπτωση της ασκήσεως δικαιωμάτων σχετικών με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινιστεί αν συνάδει με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, η εξάρτηση του παραδεκτού ενός ενδίκου βοηθήματος από την προηγούμενη εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής από τον ασκούντα το εν λόγω βοήθημα.

32.      Η υποβολή του εν λόγω ερωτήματος έγκειται προδήλως στο γεγονός ότι το Ústavný súd (Συνταγματικό Δικαστήριο) έχει αμφισβητήσει την εν λόγω προϋπόθεση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος.

33.      Κατά κανόνα, το Δικαστήριο απαντά επί τέτοιων ερωτημάτων επισημαίνοντας την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, η οποία πρέπει να ασκείται τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (12). Ωστόσο, η δικονομική αυτονομία ισχύει μόνο στον βαθμό που το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει σχετικούς κανόνες. Η οδηγία περί προστασίας των δεδομένων περιλαμβάνει όμως πράγματι διατάξεις οι οποίες αποτελούν τουλάχιστον μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος αυτού. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της δυνατότητας μεμονωμένης ασκήσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 8 του Χάρτη (13), πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστούν οι διατάξεις της οδηγίας (σχετικώς υπό 2), προτού εξεταστεί, εν κατακλείδι, η σχέση της αρχής της αποτελεσματικότητας με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (σχετικώς υπό 3). Εν τέλει, θα είναι δυνατό να συναχθούν συμπεράσματα για την επιρροή που ασκούν οι κανόνες αυτοί όσον αφορά την υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής (σχετικώς υπό 4). Κατ’ αρχάς, ενδείκνυνται, ωστόσο, ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά το παραδεκτό του ερωτήματος αυτού (σχετικώς υπό 1).

1.      Επί του παραδεκτού του πρώτου ερωτήματος

34.      Ειδικότερα ο P. Puškár αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου ερωτήματος. Υποστηρίζει ότι έχει ασκήσει διάφορες προσφυγές, χωρίς να ευδοκιμήσει καμία. Ως εκ τούτου, το ερώτημα αυτό είναι υποθετικό.

35.      Όπως, ωστόσο, παραδέχεται ο ίδιος ο P. Puškár, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει αίτηση που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητηθείσα ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί(14).

36.      Δυστυχώς, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν διευκρινίζεται ποιες διαδικασίες διοικητικής προσφυγής εξάντλησε ο P. Puškár. Εκτίθεται, ωστόσο, ότι μεταξύ του Najvyšší súd (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και του Ústavný súd (Συνταγματικού Δικαστηρίου) υφίσταται διχογνωμία όσον αφορά την ανάγκη εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής, καθώς και όσον αφορά την επιρροή που ασκεί τούτο όσον αφορά το παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος. Συνεπώς, το ερώτημα αυτό δεν είναι προδήλως υποθετικό, αλλά πρέπει να απαντηθεί.

2.      Επί των κανόνων της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων

37.      Η οδηγία περί προστασίας των δεδομένων περιέχει ρυθμίσεις για τα ένδικα βοηθήματα στα άρθρα 22 και 28. Το άρθρο 22 ορίζει ότι, με την επιφύλαξη της ασκήσεως διοικητικής προσφυγής κατ’ άρθρον 28, παράγραφος 4, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στη σχετική επεξεργασία.

38.      Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 4, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, κάθε πρόσωπο δύναται να υποβάλει στη λεγόμενη αρχή ελέγχου αίτηση σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κάθε πρόσωπο δύναται ιδίως να υποβάλει στην αρχή ελέγχου αίτηση εξακριβώσεως της νομιμότητας μιας επεξεργασίας.

39.      Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το άρθρο 22 και το άρθρο 28, παράγραφος 4, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων αποτελούν ρυθμίσεις οι οποίες αφορούν, στο πεδίο της ασκήσεως του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων, τη σχέση μεταξύ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος και της ασκήσεως διοικητικής προσφυγής από τον θιγόμενο.

40.      Ωστόσο, κατόπιν ενδελεχέστερης εξετάσεως, καθίσταται σαφές ότι τουλάχιστον η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 28, παράγραφος 4, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων διαδικασία υποβολής καταγγελίας στη διοίκηση δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Η ρυθμιζόμενη στην οδηγία περί προστασίας των δεδομένων καταγγελία εξετάζεται από την εκεί προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή ελέγχου (15). Αντιθέτως, η διοικητική προσφυγή, η οποία βάσει της σλοβακικής νομοθεσίας αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, ασκείται ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών.

41.      Ωστόσο, η ευρύτερα διατυπωμένη, επικείμενη να ισχύσει στο μέλλον, διάταξη του άρθρου 79 του μη εισέτι εφαρμοστέου κανονισμού 2016/679/ΕΕ υπογραμμίζει τη σχέση που πρέπει να έχει προς τα άλλα νομικά βοηθήματα το δικαίωμα ασκήσεως ένδικου βοηθήματος για την προστασία των δεδομένων. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, υπό την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής.

42.      Επομένως, τουλάχιστον στο μέλλον, το δικαίωμα ασκήσεως δικαστικής προσφυγής θα παρέχεται υπό την επιφύλαξη κάθε άλλου νομικού βοηθήματος. Τούτο σημαίνει ότι το δικαίωμα ασκήσεως δικαστικής προσφυγής δεν θίγει τα λοιπά νομικά βοηθήματα.

43.      Ωστόσο, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει μια αρκούντως σαφής απάντηση στο αν είναι νόμιμη η απαίτηση εξαντλήσεως των λοιπών νομικών βοηθημάτων πριν από την άσκηση δικαστικής προσφυγής. Από το άρθρο 79 του κανονισμού 2016/679/ΕΕ προκύπτει, στο πλαίσιο αυτό, μόνον ότι η δικαστική προσφυγή πρέπει να είναι αποτελεσματική. Επομένως, η θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των λοιπών ένδικων βοηθημάτων πριν από την άσκηση δικαστικής προσφυγής δεν θα είναι νόμιμη εφόσον η δικαστική προσφυγή, λόγω της προϋποθέσεως αυτής, δεν είναι αποτελεσματική.

44.      Μολονότι το άρθρο 22 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων αναφέρεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο νομικό βοήθημα και ούτε επίσης απαιτεί ρητώς την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προσφυγής, ωστόσο τουλάχιστον το γνώρισμα της αποτελεσματικότητας είναι αυτονόητο (16). Επίσης, το γεγονός ότι το δικαίωμα ασκήσεως δικαστικής προσφυγής δεν αναιρεί τη δυνατότητα ασκήσεως άλλων νομικών βοηθημάτων είναι εύλογο, αν μη τι άλλο, για τον λόγο ότι το άρθρο 22 δεν περιλαμβάνει σχετική ρύθμιση.

45.      Επομένως, και το ισχύον στην υπό κρίση υπόθεση δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων έχει ως αποτέλεσμα ότι η εξάντληση της τυχόν προβλεπόμενης προδικασίας μπορεί να απαιτηθεί μόνον εφόσον δεν θίγει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προσφυγής. Πρόκειται για τον ίδιο περιορισμό όπως εκείνον που απορρέει από την αρχή της αποτελεσματικότητας της εθνικής δικονομικής αυτονομίας.

3.      Επί της αρχής της αποτελεσματικότητας και επί του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

46.      Η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών έχει την έννοια ότι, ελλείψει σχετικών ρυθμίσεων στο δίκαιο της Ένωσης, η ρύθμιση των δικονομικών προϋποθέσεων της ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων, τα οποία σκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη.

47.      Κατά παράδοση, η αυτονομία αυτή περιορίζεται από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Εν προκειμένω, κρίσιμη είναι μόνον η τελευταία. Βάσει της αρχής αυτής, οι δικονομικές προϋποθέσεις της εσωτερικής έννομης τάξεως δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (17).

48.      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική διάταξη του δικονομικού δικαίου καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της ενώπιον των αρμοδίων εθνικών οργάνων· στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως είναι η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (18).

49.      Εσχάτως, η αρχή της αποτελεσματικότητας συνδέεται, ωστόσο, ολοένα και περισσότερο με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη (19). Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες εκδόθηκαν δυο σχετικές αποφάσεις οι οποίες δεν στηρίζονται πλέον στην αρχή της αποτελεσματικότητας, αλλά αποκλειστικώς στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο (20).

50.      Η επιλογή του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ως νομικής βάσεως επηρεάζει τη διάρθρωση του αναγκαίου ελέγχου του εκάστοτε μέτρου, καθότι κατ’ ανάγκην αναδεικνύει τους περιορισμούς της ασκήσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατ’ άρθρον 52, παράγραφος 1 (21). Κατά τη διάταξη αυτή, οι περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπονται από νόμο και να σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εκάστοτε δικαιωμάτων. Περαιτέρω, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Κατά τα λοιπά, η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί επίσης συστατικό στοιχείο της αρχής της αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, έκφανσή της αποτελεί ο περιορισμός της υπερβολικής δυσχεράνσεως.

51.      Ως εκ τούτου, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη και η αρχή της αποτελεσματικότητας εκφράζουν εν τέλει την ίδια νομική αρχή και μπορούν να εξεταστούν από κοινού, κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που θεσπίζονται με το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

4.      Επί της συμβατότητας της υποχρεωτικής προδικασίας με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

52.      Επομένως, χρήζει εξετάσεως κατά πόσον η θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος συνάδει προς το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη και προς την αρχή της αποτελεσματικότητας.

53.      Η εν λόγω δικονομική προϋπόθεση καθυστερεί, σε κάθε περίπτωση, την πρόσβαση στην άσκηση δικαστικής προσφυγής. Περαιτέρω, μπορεί να προκαλέσει πρόσθετα έξοδα. Οι διοικητικές υπηρεσίες ενδέχεται να επιβάλλουν τέλη για την εξέταση του νομικού βοηθήματος. Επίσης, μπορεί να είναι εύλογη ή και απαραίτητη η παράσταση με δικηγόρο ή η προσκόμιση γνωμοδοτήσεως.

54.      Επομένως, η θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος θίγει το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής.

55.      Ωστόσο, η δικονομική αυτή προϋπόθεση είναι δυνατό να είναι δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

56.      Κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η προϋπόθεση αυτή προβλέπεται από τη σλοβακική νομοθεσία. Δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί ότι θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, καθότι δεν περιορίζει τον κύκλο των προσώπων τα οποία δύνανται κατ’ αρχήν να ζητήσουν δικαστική προστασία (22). Απλώς, στα πρόσωπα αυτά επιβάλλεται ένα πρόσθετο διαδικαστικό στάδιο.

57.      Συνεπώς, κρίσιμη είναι η αναλογικότητα της υποχρεωτικής ασκήσεως διοικητικής προσφυγής.

58.      Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει ότι τα μέτρα πρέπει να είναι «πρόσφορα, αναγκαία και ανάλογα σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκουν» (23) (24). Όπως τονίζεται με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο σκοπός αυτός πρέπει να αναγνωρίζεται από την Ένωση και να εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον ή να είναι αναγκαίος για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

59.      Κατά το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο), η εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής ενισχύει την αποτελεσματικότητα, επειδή παρέχει στη διοίκηση τη δυνατότητα να διορθώσει το προσβαλλόμενο παράνομο μέτρο και την προφυλάσσει από τη διεξαγωγή μιας αιφνιδιαστικής δίκης. Εξάλλου, στο πλαίσιο της εν λόγω προδικασίας συγκεκριμενοποιείται το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ των μερών, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα δικαστήρια ως προς την περαιτέρω εξέταση της διαφοράς. Πρέπει να προστεθεί ότι η διοικητική προσφυγή προφυλάσσει τα δικαστήρια από άσκοπες δίκες και μπορεί επίσης να προαγάγει τη σταθερότητα του δικαίου, σε περίπτωση που ο θιγόμενος αποδεχθεί το μέτρο, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, επί παραδείγματι, λόγω πειστικότερης αιτιολογήσεώς του. Τέλος δε, η άσκηση διοικητικής προσφυγής είναι κατά κανόνα για όλους τους μετέχοντες σαφώς λιγότερο δαπανηρή από ό,τι η άσκηση δικαστικής προσφυγής.

60.      Η επιδίωξη των ανωτέρω σκοπών αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από παρόμοιες περιπτώσεις προδικασίας, επί παραδείγματι, στο πεδίο της νομοθεσίας για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της Ένωσης (25) ή της νομοθεσίας για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα (26). Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούν και οι αρμόδιες αρχές για την εξέταση καταγγελιών, οι οποίες έχουν συσταθεί, επί παραδείγματι, στο πλαίσιο της EUIPO (27) ή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (28). Εξάλλου, ακόμη και η υποβολή καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή προϋποθέτει την άσκηση διοικητικής προσφυγής (29).

61.      Επισημαίνω δε ότι και η γερμανική έννομη τάξη αναγνωρίζει τους σκοπούς αυτούς. Στη γερμανική διοικητική δίκη, η άσκηση διοικητικής προσφυγής αποτελεί κατά κανόνα, βάσει του άρθρου 68 του Verwaltungsgerichtsordnung (κώδικα διοικητικής δικονομίας), προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος. Η χρησιμότητα της προϋποθέσεως αυτής δεν αμφισβητείται ως επί το πλείστον (30). Αντιθέτως, τα δικαστήρια έχουν ήδη κληθεί να αποφανθούν κατά πόσον η εν μέρει κατάργηση της διοικητικής προσφυγής συνάδει με υπερνομοθετικής ισχύος δίκαιο (31).

62.      Η υποχρεωτική προδικασία είναι αναμφισβήτητα πρόσφορη για την εκπλήρωση των μνημονευόμενων στο σημείο 59 σκοπών. Ούτε προκύπτει ότι υφίσταται κάποιο ηπιότερο μέσο το οποίο θα μπορούσε να υλοποιήσει εξίσου τους σκοπούς αυτούς.

63.      Επομένως, απομένει να εξεταστεί το ζήτημα αν η υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής είναι αναλογική και/ή εύλογη σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό. Κρίσιμη είναι, στο πλαίσιο αυτό, η συγκεκριμένη μορφή που προσλαμβάνει η διοικητική προσφυγή. Η μορφή αυτή μπορεί εν τέλει να εκτιμηθεί οριστικώς μόνον από τα εθνικά δικαστήρια.

64.      Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση του ζητήματος το οποίο έθεσε ο P. Puškár σχετικά με την υποτιθέμενη ανασφάλεια όσον αφορά το αν η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος άρχεται ήδη πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της διοικητικής προσφυγής. Σε περίπτωση που τα εθνικά δικαστήρια διαπιστώσουν ότι τέτοια ανασφάλεια πράγματι υφίστατο κατά τον κρίσιμο χρόνο, η εξάρτηση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος από την εξάντληση των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής θα μπορούσε να θεωρηθεί υπέρμετρα επαχθής.

65.      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, στο πεδίο της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή, η πρόβλεψη υποχρεωτικής διαδικασίας συμβιβασμού πριν από την προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι νόμιμη επειδή, μεταξύ άλλων, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος και επειδή υποβάλλει τον καταναλωτή σε μηδαμινά ή ελάχιστα έξοδα (32).

66.      Τα δυο αυτά κριτήρια είναι σημαντικά επίσης και για τον σκοπό της εκτιμήσεως της υποχρεωτικής ασκήσεως διοικητικής προσφυγής. Σε περίπτωση ουσιωδών καθυστερήσεων ή υπέρογκων εξόδων για τον προσφεύγοντα θα τίθεται ασφαλώς σε αμφισβήτηση ο εύλογος χαρακτήρας της εν λόγω δικονομικής προϋποθέσεως.

67.      Όσον αφορά τις καθυστερήσεις, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε εκδίκαση των υποθέσεών του εντός εύλογου χρόνου. Μολονότι το δικαίωμα αυτό αφορά τις δικαστικές διαδικασίες, ωστόσο δεν θα πρέπει βεβαίως να μπορεί να φαλκιδευθεί μέσω της προβλέψεως κάποιας προϋποθέσεως για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Συναφώς, το ΕΔΔΑ συνυπολογίζει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας, τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως της υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής (33). Ακόμη όμως και αν δεν γίνει δεκτή η εφαρμογή του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, παρόμοιες απαιτήσεις προκύπτουν από γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (34).

68.      Όσον αφορά τα έξοδα, το άρθρο 47, τρίτο εδάφιο, του Χάρτη επιτάσσει μεν τη δικαστική αρωγή μόνον εφόσον αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Κατ’ αρχήν δε, η πρόβλεψη εύλογων τελών για τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών δεν είναι επιλήψιμη (35).

69.      Ωστόσο, η επιβολή τελών για την υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρότερους περιορισμούς, επειδή η εν λόγω προδικασία αποτελεί εμπόδιο για την άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, και επειδή τα έξοδα της προδικασίας αυτής αθροίζονται στα έξοδα της εκδικάσεως της δικαστικής προσφυγής (36). Συνεπώς, η αρχή επί της οποίας στηρίζεται το δικαίωμα σε δικαστική αρωγή ισχύει και όσον αφορά τα έξοδα της υποχρεωτικής ασκήσεως διοικητικής προσφυγής. Περαιτέρω, ο επιτελούμενος με τη διοικητική προσφυγή αυτοέλεγχος της διοικήσεως στο πλαίσιο μιας Ένωσης δικαίου δεν είναι μόνον προς όφελος του θιγομένου, αλλά εξυπηρετεί και το δημόσιο συμφέρον.

5.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

70.      Επομένως, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται στη θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, εφόσον οι διαδικαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως της προσφυγής αυτής δεν θίγουν δυσανάλογα την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής δεν πρέπει, ειδικότερα, να καθυστερεί υπέρμετρα τη συνολική διαδικασία παροχής νομικής προστασίας ή να προκαλεί υπερβολικά έξοδα.

71.      Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί συμπληρωματικώς ότι η συμβατότητα της υποχρεωτικής ασκήσεως διοικητικής προσφυγής με το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εν λόγω δικονομική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας να αντιβαίνει στους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες.

 Επί του τρίτου ερωτήματος – Απόρριψη του καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου

72.      Με το τρίτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να απαντηθεί πριν από το δεύτερο ερώτημα, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί αν ο επίμαχος κατάλογος μπορεί να απορριφθεί ως αποδεικτικό μέσο για τον λόγο ότι περιήλθε στην κατοχή του P. Puškár χωρίς τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών.

1.      Επί του παραδεκτού του ερωτήματος

73.      Η Σλοβακία και ο P. Puškár υποστηρίζουν ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο επειδή, ελλείψει σχετικών διατάξεων στο δίκαιο της Ένωσης, αφορά μόνον την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας.

74.      Ωστόσο, η ένσταση αυτή παρορά ότι, όπως ακριβώς η υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής, ομοίως και οι κανόνες αποδείξεως αποτελούν δικονομικές προϋποθέσεις που μπορούν να θίξουν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμονται από το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να περιορίσει και στο πεδίο αυτό τη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

75.      Αντιθέτως, η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί την κρισιμότητα του ερωτήματος αυτού για την έκβαση της υποθέσεως της κύριας δίκης, καθότι μια από τις αρχές που μετέχουν στην κύρια δίκη, ήτοι το Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος), παραδέχθηκε την ύπαρξη του καταλόγου, καθώς και ότι εξεδόθη από την άλλη μετέχουσα αρχή, ήτοι τη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών). Επομένως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτούνται περαιτέρω αποδείξεις και ότι το ερώτημα είναι υποθετικό.

76.      Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία κατέστη ιδίως σαφές ότι η άλλη μετέχουσα στη διαδικασία αρχή, ήτοι η Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών), αρνήθηκε, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ότι εξέδωσε τον κατάλογο ή ότι έλαβε γνώση περί αυτού. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σαφές, αν οι πληροφορίες που αφορούν τον P. Puškár περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν. Τέλος, δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί ότι το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) οφείλει πάντως να αποφανθεί εάν ο κατάλογος είναι παραδεκτός ως αποδεικτικό μέσο, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της διαφοράς.

77.      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για την έκδοση αποφάσεως επί της διαφοράς της κύριας δίκης είναι αναγκαίο να απαντηθεί το ερώτημα αυτό.

2.      Επί της ουσίας του ερωτήματος

78.      Όπως και στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος, ομοίως στην περίπτωση των κανόνων αποδείξεως εφαρμόζεται η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών. Τούτο διότι, ελλείψει ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης, απόκειται, με την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, στα κράτη μέλη να καθορίσουν τα παραδεκτά αποδεικτικά μέσα (37).

79.      Ούτε σε συνάρτηση με το ερώτημα αυτό υπάρχουν ενδείξεις περί παραβιάσεως της αρχής της ισοδυναμίας. Επομένως, κρίσιμη είναι, και στην περίπτωση αυτή, αποκλειστικώς η αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία εφαρμόζεται σε συνάρτηση με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη.

80.      Ο περιορισμός των παραδεκτών αποδεικτικών μέσων, με τα οποία είναι δυνατόν να αποδειχθεί η προσβολή δικαιώματος που απονέμεται από το δίκαιο της Ένωσης, συνιστά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, χρήζει δικαιολογήσεως βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

81.      Καθότι η προσβολή αφορά μόνον ένα πιθανό αποδεικτικό μέσο, δεν θίγεται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Επομένως, πρέπει, και στην περίπτωση αυτή, να εξεταστεί η αναλογικότητα της προσβολής.

82.      Το Δικαστήριο έχει ήδη κατ’ αρχήν αναγνωρίσει τον σκοπό της αποτροπής της ανεπίτρεπτης χρήσεως εσωτερικών εγγράφων στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας (38). Όπως ορθώς επισημαίνει το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο), ο σκοπός αυτός απορρέει από την αρχή της δίκαιης δίκης, ειδικότερα δε από την αρχή της ισότητας των δικονομικών όπλων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (39), επειδή η παράνομη πρόσβαση σε εσωτερικές πληροφορίες είναι δυνατό να επιφέρει, σε σημαντικό βαθμό, δυσμενή μεταχείριση του θιγόμενου διαδίκου. Τις αρχές αυτές δύνανται να τις επικαλεστούν και κρατικές υπηρεσίες, εφόσον είναι διάδικοι σε δικαστική διαφορά (40). Η απόρριψη εσωτερικού εγγράφου ως παρανόμως προσκομισθέντος αποδεικτικού μέσου είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

83.      Ωστόσο, η άνευ όρων απόρριψη τέτοιων αποδεικτικών μέσων δεν αποτελεί το ηπιότερο μέσο. Αντιθέτως, πρέπει να εξετάζεται αν ο θιγόμενος έχει δικαίωμα προσβάσεως στις επίμαχες πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή, το συμφέρον σε αποτροπή της παράνομης χρήσεως δεν θα είναι πλέον άξιο προστασίας.

84.      Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, σε περίπτωση απορρίψεως ανεπίτρεπτα χρησιμοποιηθέντων εγγράφων, είναι δυνατό να διατάξει το ίδιο την προσκόμισή τους (41). Τονίζει, περαιτέρω, ότι η προστασία από την ανεπίτρεπτη χρήση στηρίζεται στο ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα (42). Τέλος δε, από τη νομολογία του επί του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα προκύπτει ότι η άρνηση υποβολής εσωτερικών εγγράφων μπορεί να χρήζει δικαιολογήσεως (43). Συνεπώς, το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα επιτελεί ενδεικτική λειτουργία όσον αφορά τη στάθμιση σχετικά με την απόρριψη παρανόμως χρησιμοποιηθέντων εσωτερικών εγγράφων (44).

85.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του άρθρου 12 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν. Τούτο ισχύει κατ’ αρχήν και για την καταχώριση στον επίμαχο κατάλογο. Πέραν τούτου, βάσει είτε του άρθρου 10 είτε του άρθρου 11 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, τα θιγόμενα πρόσωπα έπρεπε, επ’ αφορμή της συλλογής των δεδομένων, να έχουν ενημερωθεί για τη χρήση τους.

86.      Μολονότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων επιτρέπει τον περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος προσβάσεως σε πληροφορίες, ειδικότερα όταν τούτο απαιτείται για τη διαφύλαξη της προλήψεως, της διερευνήσεως, της διαπιστώσεως και της διώξεως παραβάσεων του ποινικού νόμου (στοιχείο δʹ) ή σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών θεμάτων (στοιχείο εʹ), καθώς και της αποστολής ελέγχου, επιθεωρήσεως ή ρυθμιστικών καθηκόντων που συνδέονται με τα ανωτέρω (στοιχείο στʹ), εντούτοις, το άρθρο 13 απαιτεί ρητώς να επιβάλλονται τέτοιου είδους περιορισμοί με διάταξη νόμου (45).

87.      Σε περίπτωση που υφίσταται τέτοια διάταξη, είναι δυνατό να απαιτείται περιορισμός των δικαιωμάτων ενημερώσεως των θιγόμενων προσώπων. Ενδέχεται να ελλοχεύει ο κίνδυνος περιορισμού της αποτελεσματικότητας της ασκήσεως των καθηκόντων ελέγχου και εποπτείας, βάσει του καταλόγου, σε περίπτωση που καθίσταται γνωστό ποιος περιλαμβάνεται σε αυτόν.

88.      Συνεπώς, προτού τα αρμόδια δικαστήρια μπορέσουν να απορρίψουν τη χρήση του επίμαχου καταλόγου ως αποδεικτικού μέσου, θα πρέπει να εξετάζουν αν προβλέπεται τέτοιος περιορισμός του δικαιώματος ενημερώσεως και, κατά περίπτωση, αν είναι δικαιολογημένος. Ωστόσο, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία δεν προβλήθηκε ότι συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές.

89.      Ακόμη και στην περίπτωση που υφίστανται ενδείξεις περί έννομου συμφέροντος σε οποιαδήποτε εκ του νόμου προβλεπόμενη τήρηση του απόρρητου χαρακτήρα του επίμαχου καταλόγου, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει περαιτέρω να εξετάζουν αν αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπερισχύει έναντι του συμφέροντος του πολίτη σε δικαστική προστασία.

90.      Στο πεδίο της τελωνειακής νομοθεσίας, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του θιγομένου δυσχεραίνεται υπερβολικά σε περίπτωση που αυτός οφείλει να προσκομίσει στοιχεία τα οποία δεν μπορεί να έχει στη διάθεσή του (46). Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας μπορεί σε άλλους τομείς να συνάγονται διαφορετικά συμπεράσματα, εφόσον θίγονται συμφέροντα σημαντικότερα από τα τελωνειακά έσοδα (47). Ωστόσο, δεν προκύπτει, άνευ ετέρου, ότι τα φορολογικά έσοδα είναι κατ’ ανάγκην σημαντικότερα από τα τελωνειακά έσοδα.

91.      Εξάλλου, το συμφέρον στον εμπιστευτικό χαρακτήρα του καταλόγου απώλεσε τη σημασία του στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθότι είχε ήδη δημοσιοποιηθεί από τρίτους και το Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος) έχει επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Επομένως, η οποιαδήποτε ζημία θα πρέπει να έχει ήδη επέλθει.

92.      Μολονότι προβάλλει εύλογο το να μην επιτρέπεται σε θιγόμενο να επικαλεστεί τον κατάλογο, εφόσον μετείχε ο ίδιος στην παράνομη δημοσιοποίησή του, καθότι με τον τρόπο αυτό θα ήταν δυνατό να εμποδιστούν οι μετέχοντες στη διαδικασία από το να αντλήσουν όφελος από τη δική τους παράνομη συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί το να προσάπτεται σε κάποιον θιγόμενο, όπως τον P. Puškár, η συμπεριφορά τρίτων.

93.      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, βάσει της αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, επιτρέπεται κατ’ αρχήν η απόρριψη εσωτερικών εγγράφων μετέχουσας στη διαδικασία αρχής ως παράνομων αποδεικτικών μέσων, εφόσον περιήλθαν στην κατοχή άλλου μετέχοντος στη διαδικασία χωρίς τη συγκατάθεση της αρχής αυτής. Ωστόσο, η απόρριψη αποκλείεται σε περίπτωση που πρόκειται για κατάλογο φορολογικής αρχής κράτους μέλους, ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα, τα οποία η αρχή υποχρεούται, βάσει των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, να του τα γνωστοποιήσει.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος – Παραδεκτό του καταλόγου υπό το πρίσμα της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων

94.      Το δεύτερο ερώτημα αφορά τον πυρήνα της ουσίας της διαφοράς της κύριας δίκης. Ζητείται να διευκρινιστεί αν τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων, καθώς και η οδηγία περί προστασίας των δεδομένων, απαγορεύουν σε κράτος μέλος να καταρτίζει, χωρίς τη συγκατάθεση του θιγομένου, καταλόγους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της φορολογικής διοικήσεως. Κατά το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο), στην περίπτωση αυτή, η απόκτηση από δημόσια αρχή της εξουσίας διαθέσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης θα ήταν αφ’ εαυτής επικίνδυνη.

95.      Εντούτοις, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν είναι αναγκαίο να απαντηθεί το γενικότερο ερώτημα κατά πόσον οι φορολογικές αρχές δύνανται να συλλέγουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση των θιγόμενων προσώπων. Τούτο δεν αμφισβητείται από κανέναν μετέχοντα στη διαδικασία. Αντιθέτως, χρήζει διευκρινίσεως το αν η φορολογική διοίκηση δύναται να τηρεί, για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της φορολογικής απάτης, κατάλογο με πρόσωπα τα οποία κατέχουν εικονικές διευθυντικές θέσεις σε ορισμένα νομικά πρόσωπα και δεν έχουν παράσχει τη συγκατάθεσή τους για την καταχώρισή τους στον κατάλογο αυτό. Το ερώτημα αυτό πρέπει πρωτίστως να απαντηθεί υπό το φως της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, καθότι η οδηγία αυτή συγκεκριμενοποιεί τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων. Στο μέτρο που, ιδίως στο πεδίο των ποινικών διώξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ισχύουν μόνον τα θεμελιώδη δικαιώματα, πρέπει να επαληθευθεί εκ νέου εάν απορρέουν εξ αυτών κανόνες με διαφορετικό περιεχόμενο.

96.      Ορθώς δεν αμφισβητείται από κανέναν διάδικο ότι η καταχώριση προσώπου σε τέτοιον κατάλογο και η σύνδεσή του με ορισμένα νομικά πρόσωπα πρέπει να λογίζεται ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων.

97.      Σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων («Γενικές προϋποθέσεις σχετικά με τη θεμιτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»), κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα –υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων του άρθρου 13– πρέπει να είναι σύμφωνη, αφενός, προς τις αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων, τις οποίες θέτει το άρθρο 6, και, αφετέρου, προς τις βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων που απαριθμεί το άρθρο 7 (48).

98.      Όπως διαλαμβάνει το ίδιο το προδικαστικό ερώτημα, ως πιθανή νομική βάση για την κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου προβάλλουν τόσο το άρθρο 7 (σχετικώς υπό 1) όσο και το άρθρο 13 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων (σχετικώς υπό 2).

1.      Επί του άρθρου 7 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων

99.      Βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον εφόσον πληρούται κάποια από τις έξι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Το προδικαστικό ερώτημα μνημονεύει τις περιπτώσεις των στοιχείων εʹ και στʹ, ήτοι ότι η επεξεργασία πρέπει να είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος και για την επίτευξη του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας ή τρίτος. Συμπληρωματικώς, θα μπορούσε επίσης να τεθεί ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 7, στοιχείο γʹ, ήτοι ότι η επεξεργασία πρέπει να είναι απαραίτητη για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως.

100. Εντούτοις, κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω ήδη στο σημείο αυτό ότι φρονώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση η εξέταση των στοιχείων γʹ ή στʹ του άρθρου 7 είναι περιττή. Και τούτο διότι, όπως αναγνωρίζουν όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, η επιβολή φόρων και η καταπολέμηση της φορολογικής απάτης αποτελούν έργα δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων.

101. Ωστόσο, ο P. Puškár υποστηρίζει ότι ο κατάλογος καταρτίστηκε από τη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) χωρίς νομική βάση, καθότι μόνον το Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος) είναι αρμόδιο για την κατάρτιση τέτοιων καταλόγων. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο b, του νόμου αριθ. 333/2011, το οποίο απονέμει στο Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείο της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος) την εξουσία να συλλέγει δεδομένα σχετικά με παραβιάσεις και/ή υπόνοιες παραβιάσεως.

102. Στο πλαίσιο της εξετάσεως του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, ο εν λόγω ισχυρισμός μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι, κατά τον P. Puškár, δεν ανατέθηκε στη Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) η αρμοδιότητα της λήψεως μέτρων κατά αχυρανθρώπων.

103. Η Σλοβακία αντιτάσσει ότι το άρθρο 164 του νόμου αριθ. 563/2009 αποτελεί, αφ’ εαυτού του, επαρκή νομική βάση. Κατά τη διάταξη αυτή, για τους σκοπούς της φορολογικής διοικήσεως, οι φορολογικές αρχές, η Finančné riaditeľstvo (Διεύθυνση Οικονομικών) και το Υπουργείο (Οικονομικών) δύνανται να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκείμενων στον φόρο, των εκπροσώπων τους και άλλων προσώπων.

104. Το ζήτημα ποιες αρμοδιότητες απονέμονται, βάσει των διατάξεων αυτών, σε ποιες αρχές στη Σλοβακία μπορεί να κριθεί μόνον από τα εθνικά δικαστήρια. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το ζήτημα αν μία από τις διατάξεις αυτές ή και αμφότερες έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στις αρχές που μνημονεύονται σε αυτές την κατάρτιση του επίμαχου καταλόγου.

105. Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του ζητήματος ποιες απαιτήσεις πρέπει να πληροί, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, η απαραίτητη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων ανάθεση του σχετικού έργου.

106. Μολονότι το άρθρο 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων δεν παρέχει στοιχεία συναφώς, ωστόσο η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τις αρχές που θεσπίζονται με το άρθρο 6. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς. Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων συνδέεται άρρηκτα με τις απονεμόμενες αρμοδιότητες. Επομένως, η απονομή των αρμοδιοτήτων πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια τον σκοπό της εκάστοτε επεξεργασίας.

107. Καθότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα τον σκοπό του επίμαχου καταλόγου, απόκειται στο Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) να εμβαθύνει στο ζήτημα αυτό. Εντούτοις, φαίνεται ότι δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ότι ο επίμαχος κατάλογος μπορεί να είναι χρήσιμος για τους μνημονευόμενους στο άρθρο 164 του νόμου αριθ. 563/2009 «σκοπούς της Finančné riaditeľstvo (Διευθύνσεως Οικονομικών)». Μολονότι η αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με την υπόνοια παραβιάσεων δεν μνημονεύεται ρητώς στη διάταξη αυτή, ωστόσο τα θιγόμενα πρόσωπα θα πρέπει να αναμένουν ότι οι φορολογικές αρχές αποθηκεύουν τέτοια δεδομένα, προκειμένου να γνωρίζουν στην περίπτωση ποιων προσώπων απαιτείται η επίδειξη ιδιαίτερης επιμέλειας. Πολύ σαφέστερη είναι, ωστόσο, η χρησιμότητα των δεδομένων αυτών για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Kriminálny úrad finančnej správy (Γραφείου της Φορολογικής Διοικήσεως για τη Δίωξη του Εγκλήματος), οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο b, του νόμου αριθ. 333/2011. Συνεπώς, η αποθήκευσή τους από την αρχή αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, προβλέψιμη.

108. Σε επόμενο στάδιο, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) θα πρέπει να εξετάσει αν η κατάρτιση και η χρήση του επίμαχου καταλόγου και, ειδικότερα, η καταχώριση του P. Puškár είναι απαραίτητες για το επιδιωχθέν δημόσιο συμφέρον. Συγκεκριμένα, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 7 του Χάρτη, επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (49). Τούτο σημαίνει ότι απαιτείται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας (50), ήτοι η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να είναι «πρόσφορη, αναγκαία και ανάλογη σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει».

109. Συνεπώς, το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) θα πρέπει να κρίνει συγκεκριμένα αν η καταχώριση του P. Puškár είναι πρόσφορη για την εκπλήρωση των διαφόρων σκοπών που επιδιώκονται με τον κατάλογο, αν υφίστανται ενδεχομένως ηπιότερα, αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέσα και πρωτίστως αν η καταχώρισή του είναι εύλογη σε σχέση με τους σκοπούς αυτούς.

110. Μολονότι λείπουν συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τον σκοπό του καταλόγου, ωστόσο είναι αναμφίβολο ότι η καταχώριση στον επίμαχο κατάλογο προσβάλλει σε σημαντικό βαθμό τα δικαιώματα του θιγομένου. Θίγει την υπόληψή του και μπορεί επίσης να επιφέρει βαρύτατα πρακτικά μειονεκτήματα όσον αφορά τις σχέσεις του με τις φορολογικές αρχές. Ταυτοχρόνως, η καταχώρισή του θίγει το τεκμήριο αθωότητάς του το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη (51). Επιπλέον, θίγεται η επιχειρηματική ελευθερία, κατ’ άρθρον 16 του Χάρτη, των νομικών προσώπων τα οποία συνδέθηκαν με τον θιγόμενο.

111. Τέτοιου είδους επαχθής προσβολή μπορεί να θεωρηθεί εύλογη μόνον εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την υπόνοια ότι ο θιγόμενος κατέχει εικονικές διευθυντικές θέσεις στα νομικά πρόσωπα που συνδέθηκαν μαζί του και ότι, ως εκ τούτου, ζημιώνει το δημόσιο συμφέρον για τη συλλογή φόρων και την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης (52).

2.      Επί του άρθρου 13 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων

112. Το άρθρο 13 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν, για συγκεκριμένους λόγους, από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας. Εντούτοις, το άρθρο 7 δεν συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών. Συνεπώς, το άρθρο 13 δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, στοιχείο εʹ.

113. Αντιθέτως, το άρθρο 13 είναι, όπως ήδη προεκτέθηκε (53), κρίσιμο όσον αφορά το ζήτημα αν επιτρέπεται η εμπιστευτική τήρηση του επίμαχου καταλόγου, μολονότι από τα άρθρα 10, 11 και 12 της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων προκύπτει ότι οι θιγόμενοι πρέπει κατά κανόνα να ενημερώνονται σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων. Η ενημέρωση αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου το θιγόμενο πρόσωπο να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του που απορρέουν από την οδηγία περί προστασίας των δεδομένων και από τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (54). Ωστόσο, το ζήτημα αν νομίμως τηρήθηκε η εμπιστευτικότητα του επίμαχου καταλόγου δεν μπορεί εν τέλει να ασκήσει επιρροή επί του ζητήματος αν ο P. Puškár νομίμως καταχωρίστηκε στον κατάλογο αυτόν.

3.      Επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων

114. Η εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή κατ’ άρθρον 7 του Χάρτη και στην προστασία των δεδομένων κατ’ άρθρον 8, τα οποία είναι κρίσιμα ιδίως στην περίπτωση μέτρων εφαρμογής της ποινικής νομοθεσίας τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, έχει το ίδιο αποτέλεσμα όπως η εφαρμογή του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων.

115. Η καταχώριση προσώπου στον επίμαχο κατάλογο θίγει αμφότερα τα θεμελιώδη δικαιώματα. Οι εν λόγω προσβολές μπορούν να δικαιολογηθούν, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μόνον εφόσον στηρίζονται σε επαρκή νομική βάση, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των δύο αυτών θεμελιωδών δικαιωμάτων και τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.

116. Από τις ανωτέρω προϋποθέσεις η μόνη που δεν εξετάστηκε τούδε είναι ο σεβασμός του βασικού περιεχομένου. Ωστόσο, παρά τις βλάβες που επιφέρει η καταχώριση στον επίμαχο κατάλογο, αυτές δεν υπερβαίνουν το κατώφλιο της παραβιάσεως του βασικού περιεχομένου, εφόσον κατά τα λοιπά τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

117. Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, βάσει του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί προστασίας των δεδομένων, η φορολογική διοίκηση δύναται να τηρεί, για τους σκοπούς της, κατάλογο προσώπων τα οποία κατέχουν εικονικές διευθυντικές θέσεις σε ορισμένα νομικά πρόσωπα και δεν έχουν συγκατατεθεί στην καταχώρισή τους στον κατάλογο αυτόν. Τούτο προϋποθέτει ότι η εν λόγω αρμοδιότητα της φορολογικής διοικήσεως της απονεμήθηκε βάσει νόμου, ότι η χρήση του καταλόγου είναι πράγματι πρόσφορη και απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών της φορολογικής διοικήσεως και ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την υπόνοια ότι τα πρόσωπα αυτά νομίμως περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν. Στην κατάρτιση και τη χρησιμοποίηση του καταλόγου δεν αντιτίθενται, στην περίπτωση αυτή, ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή κατ’ άρθρον 7 του Χάρτη και στην προστασία των δεδομένων κατ’ άρθρον 8.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος – Σχέση μεταξύ Δικαστηρίου και ΕΔΔΑ

118. Με το τέταρτο ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν το εθνικό δικαστήριο μπορεί να συνταχθεί προς τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση που αυτή δεν συμφωνεί προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

119. Όπως επισημαίνουν διάφοροι μετέχοντες στη διαδικασία, είναι αμφίβολον κατά πόσον το ερώτημα είναι παραδεκτό με τη συγκεκριμένη μορφή, ιδίως επειδή το Najvyšší súd (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν εξηγεί ποια είναι τα ζητήματα ως προς τα οποία υποτίθεται ότι διαφωνούν τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια και με ποιον τρόπο η διχογνωμία αυτή είναι κρίσιμη για την έκβαση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Πράγματι, η υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να σκοπεί στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ερωτημάτων (55).

120. Εντούτοις, το υπό κρίση ερώτημα περιλαμβάνει ένα στοιχείο το οποίο μπορεί να είναι κρίσιμο για την οριστική επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Και τούτο διότι, κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στην υπό κρίση υπόθεση υπάρχει διχογνωμία μεταξύ του Ústavný súd (Συνταγματικού Δικαστηρίου) και του Najvyšší súd (Ανωτάτου Δικαστηρίου), καθώς το πρώτο στηρίζεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, χωρίς ωστόσο να μνημονεύει τη νομολογία του Δικαστηρίου. Επίσης, από τα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είναι βέβαιο κατά πόσον η νομολογία του Δικαστηρίου μας καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα όπως εκείνη του Ústavný súd (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Συνεπώς, είναι εύλογο να πρέπει να υποδειχθεί το πρακτέον σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο καταλήξει –ενδεχομένως υπό το φως αποφάσεως του Ústavný súd (Συνταγματικού Δικαστηρίου)– στο συμπέρασμα ότι τα δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια διαφωνούν σχετικά με ζήτημα που είναι κρίσιμο για την έκβαση της υποθέσεως της κύριας δίκης.

121. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει τοιουτοτρόπως, όταν κλήθηκε να συγκεκριμενοποιήσει την έκταση εφαρμογής της δυνατότητας και/ή υποχρεώσεως υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (56). Συχνά, αυτές οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνουν ήδη τα συγκεκριμένα ερωτήματα, η απάντηση στα οποία είναι απαραίτητη για την έκδοση αποφάσεως στην εκάστοτε υπόθεση της κύριας δίκης. Εντούτοις, το Δικαστήριο απαντά και επί του γενικότερου ζητήματος σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Και τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν πολύ αμφίβολο κατά πόσον θα προσφερόταν στο Δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει επί τέτοιων ζητημάτων. Ταυτοχρόνως δε, θα ελλόχευε ο κίνδυνος τα εθνικά δικαστήρια να παραμένουν σε άγνοια όσον αφορά τη δυνατότητα ή την υποχρέωσή τους για εφαρμογή των διατάξεων περί υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, υποπίπτοντας για τον λόγο αυτόν σε σφάλματα κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης τα οποία μπορούν να αποφευχθούν.

122. Όσον αφορά το αναδιατυπωμένο προδικαστικό ερώτημα, με το άρθρο 52, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του Χάρτη διευκρινίζεται ότι, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα διασφαλιζόμενα με την ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Βάσει της αναλύσεως της διατάξεως αυτής, η έννοια και η εμβέλεια των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων καθορίζονται όχι μόνον από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά και, ιδίως, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ (57). Ωστόσο, το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη επιτρέπει την παροχή ευρύτερης προστασίας στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.

123. Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στο Δικαστήριο παρεκκλίσεις από τη νομολογία του ΕΔΔΑ μόνο στον βαθμό που το πρώτο προβλέπει για ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα ευρύτερη προστασία από ό,τι το δεύτερο. Ακόμη και οι παρεκκλίσεις αυτές είναι νόμιμες μόνον εφόσον δεν έχουν ταυτοχρόνως ως αποτέλεσμα να παρέχεται σε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα του Χάρτη, το οποίο αντιστοιχεί σε δικαίωμα της ΕΣΔΑ, μικρότερη προστασία από ό,τι στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Τούτο μπορεί να συμβαίνει στις περιπτώσεις που απαιτείται η διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων (58).

124. Σε περίπτωση που από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει νομίμως ευρύτερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να συντάσσονται, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και να παρέχουν την προστασία αυτή.

125. Σε περίπτωση, ωστόσο, που το εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει μικρότερη προστασία από τη νομολογία του ΕΔΔΑ όσον αφορά ορισμένο θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο στον Χάρτη όσο και στην ΕΣΔΑ, τότε ανακύπτει κατ’ ανάγκην ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ήτοι όσον αφορά το κρίσιμο θεμελιώδες δικαίωμα και το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη. Και τούτο διότι αυτή η εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου θα είχε ως αποτέλεσμα η ερμηνεία του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος από το Δικαστήριο να έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 52, παράγραφος 3.

126. Εφόσον το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο για την έκβαση υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό δύναται, βάσει του άρθρου 267, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο. Σε περίπτωση που η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου δεν μπορεί να προσβληθεί πλέον με ένδικα μέσα, το δικαστήριο αυτό οφείλει μάλιστα, βάσει του άρθρου 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

127. Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση: Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης επηρεάζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ προστατεύονται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διευκρινιστεί η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις του εθνικού δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

VI.    Πρόταση

128. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)      Η χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της επιβολής φόρων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, καθώς και των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας εφαρμόζονται μόνον τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, στον βαθμό που πρόκειται για ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

2)      Το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν αντιτίθενται στη θέσπιση υποχρεώσεως εξαντλήσεως των διαδικασιών διοικητικής προσφυγής πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, εφόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως της προσφυγής αυτής δεν θίγουν δυσανάλογα την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, η υποχρεωτική άσκηση διοικητικής προσφυγής δεν πρέπει, ειδικότερα, να καθυστερεί δυσανάλογα τη συνολική διαδικασία έννομης προστασίας ούτε να προκαλεί υπερβολικά έξοδα.

3)      Βάσει του άρθρου 7, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, η φορολογική διοίκηση δύναται να τηρεί, για τους σκοπούς της, κατάλογο προσώπων τα οποία κατέχουν εικονικές διευθυντικές θέσεις σε ορισμένα νομικά πρόσωπα και δεν έχουν συγκατατεθεί στην καταχώρισή τους στον κατάλογο αυτόν. Τούτο προϋποθέτει ότι η εν λόγω αρμοδιότητα της φορολογικής διοικήσεως της απονεμήθηκε βάσει νόμου, ότι η χρήση του καταλόγου είναι πράγματι πρόσφορη και απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών της φορολογικής διοικήσεως και ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις όσον αφορά την υπόνοια ότι τα πρόσωπα αυτά νομίμως περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτόν. Στην κατάρτιση και τη χρησιμοποίηση του καταλόγου δεν αντιτίθενται, στην περίπτωση αυτή, ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή κατ’ άρθρον 7 του Χάρτη και στην προστασία των δεδομένων κατ’ άρθρον 8.

4)      Βάσει της αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, επιτρέπεται κατ’ αρχήν η απόρριψη εσωτερικών εγγράφων μετέχουσας στη διαδικασία αρχής ως παράνομων αποδεικτικών μέσων, εφόσον περιήλθαν στην κατοχή άλλου μετέχοντος στη διαδικασία χωρίς τη συγκατάθεση της αρχής αυτής. Ωστόσο, η απόρριψη αποκλείεται σε περίπτωση που πρόκειται για κατάλογο φορολογικής αρχής κράτους μέλους, ο οποίος περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα τα οποία η αρχή οφείλει, βάσει των άρθρων 12 και 13 της οδηγίας 95/46, να του τα γνωστοποιήσει.

5)      Σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκβαση της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης επηρεάζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ προστατεύονται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διευκρινιστεί η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στην περίπτωση αυτή. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις του εθνικού δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Βλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2012, Profitube (C‑165/11, EU:C:2012:692, σκέψεις 36 έως 38), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψεις 38 έως 46).


3      Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ 2003, L 284, σ. 1).


4      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).


5      Η υποσημείωση 95 παραπέμπει στον Zákon č. 428/2002 Z. z. o ochrane osobných údajov v znení neskorších predpisov (νόμο 428/2002 για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα), όπως έχει τροποποιηθεί.


6      Βλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2003, Lindqvist (C‑101/01, EU:C:2003:596, σκέψη 43), καθώς και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (C‑73/07, EU:C:2008:727, σκέψη 41).


7      Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Huber (C‑524/06, EU:C:2008:724, σκέψη 45).


8      Αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19), και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 66).


9      Απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013 (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 27).


10      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, Sabou (C‑276/12, EU:C:2013:678, σκέψεις 23 επ.).


11      Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ. (C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, N. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


13      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


14      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Y.‑S. (C‑141/12 και C‑372/12, EU:C:2014:2081, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


15      Βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑518/07, EU:C:2010:125, σκέψεις 17 επ.), της 16ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑614/10, EU:C:2012:631, σκέψεις 36 επ.), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 38 επ.).


16      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1985, Bozzetti (179/84, EU:C:1985:306, σκέψη 17), της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 45), της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 47), και της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK (C‑243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 65).


17      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio (199/82, EU:C:1983:318, σκέψη 12), της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 12), της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 67), της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua (C‑429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 29), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, TDC (C‑327/15, EU:C:2016:974).


18      Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14), της 10ης Απριλίου 2003, Steffensen (C‑276/01, EU:C:2003:228, σκέψη 66), και της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua (C‑429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 42).


19      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψεις 28 και 31), της 11ης Απριλίου 2013, Edwards και Pallikaropoulos (C‑260/11, EU:C:2013:221, σκέψη 33), της 6ης Οκτωβρίου 2015, East Sussex County Council (C‑71/14, EU:C:2015:656, σκέψη 52), και της 13ης Οκτωβρίου 2016, Polkomtel (C‑231/15, EU:C:2016:769, σκέψεις 23 και 24), καθώς και προτάσεις μου στις υποθέσεις Mellor (C‑75/08, EU:C:2009:32, σημείο 28), Alassini (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2009:720, σημείο 42), και Lesoochranárske zoskupenie VLK (C‑243/15, EU:C:2016:491, σημείο 99).


20      Αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Star Storage κ.λπ. (C‑439/14 και C‑488/14, EU:C:2016:688, σκέψη 46), και της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK (C‑243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 65).


21      Αντιπροσωπευτικές οι αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ (C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 51), της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, Liivimaa Lihaveis (C‑562/12, EU:C:2014:2229, σκέψεις 67 επ.), και της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Star Storage κ.λπ. (C‑439/14 και C‑488/14, EU:C:2016:688, σκέψεις 49 επ.).


22      Βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 95), και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 161).


23      Βλ., ως προς τη διατύπωση, προτάσεις μου στην υπόθεση G4S Secure Solutions (C‑157/15, EU:C:2016:382, σημείο 98), στηριζόμενες στο Conseil constitutionnel (Συνταγματικό Συμβούλιο, Γαλλία), αποφάσεις αριθ. 2015-527 QPC, της 22ας Δεκεμβρίου 2015, (FR:CC:2015:2015.527.QPC, σκέψεις 4 και 12) και αριθ. 2016-536 QPC, της 19ης Φεβρουαρίου 2016, (FR:CC:2016:2016.536.QPC, σκέψεις 3 και 10)· ομοίως, Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία), απόφαση αριθ. 317827, της 26ης Οκτωβρίου 2011, (FR:CEASS:2011:317827.20111026)· βλ., επίσης, Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία), BVerfGE 120, 274, 318 και 319 επ. (DE:BVerfG:2008:rs20080227.1bvr037007, σκέψη 218).


24      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25      Βλ. άρθρα 90 και 91 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


26      Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


27      Άρθρα 58 επ. του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 226).


28      Άρθρα 89 επ. του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1).


29      Άρθρο 2, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1994, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (ΕΕ 1994, L 113, σ. 15).


30      Βλ., εντούτοις, διάταξη του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου), της 28ης Οκτωβρίου 1975, [2 BvR 883/73, 379/74, 497/74, 526/74, Neue Juristische Wochenschrift 1976, 34 (36 και 37)].


31      Διάταξη του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου), της 9ης Μαΐου 1973, (2 BvL 43 και 44/71, Neue Juristische Wochenschrift 1973, 1683) και αποφάσεις του Bayrischer Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου της Βαυαρίας), της 15ης Νοεμβρίου 2006, R.-R. και K.-N. (6-VII-05 και 12-VII-05, VerfGHE 59, 219), καθώς και της 23ης Οκτωβρίου 2008, A.-D.-G. (10-VII-07, VerfGHE 61, 248).


32      Απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ. (C‑317/08 έως C‑320/08, EU:C:2010:146, σκέψεις 55 και 57).


33      Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 28ης Ιουνίου 1978, König κατά Γερμανίας (6232/73, CE:ECHR:1980:0310JUD000623273 σκέψη 98), της 20ής Δεκεμβρίου 2001, Janssen κατά Γερμανίας (23959/94, CE:ECHR:2001:1220JUD002395994 §§ 13 και 40), και της 2ας Δεκεμβρίου 2014, Siermiński κατά Πολωνίας (53339/09, CE:ECHR:2014:1202JUD005333909 § 65).


34      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, N. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψη 50).


35      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑216/05, EU:C:2006:706, σκέψη 33). Βλ., επίσης, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 19ης Ιουνίου 2001, Kreuz κατά Πολωνίας (28249/95, CE:ECHR:2001:0619JUD002824995, σκέψη 59), και της 24ης Μαΐου 2006, Weissman κ.λπ. κατά Ρουμανίας (63945/00, CE:ECHR:2006:0524JUD006394500, σκέψη 35).


36      Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, X (C‑486/12, EU:C:2013:836, σκέψη 29), επί των εξόδων για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την επεξεργασία στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα.


37      Αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Dilexport [C‑343/96, EU:C:1999:59, σκέψη 48 (αναφέρει μόνον την αρχή της αποτελεσματικότητας)], της 10ης Απριλίου 2003, Steffensen (C‑276/01, EU:C:2003:228, σκέψη 63), της 28ης Ιανουαρίου 2010, Direct Parcel Distribution Belgium (C‑264/08, EU:C:2010:43, σκέψεις 33 και 34), της 23ης Οκτωβρίου 2014, Unitrading (C‑437/13, EU:C:2014:2318, σκέψη 27), της 4ης Ιουνίου 2015, Faber (C‑497/13, EU:C:2015:357, σκέψη 64), της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψεις 27 και 28), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Capoda Import-Export (C‑354/14, EU:C:2015:658, σκέψη 44).


38      Διατάξεις της 23ης Οκτωβρίου 2002, Αυστρία κατά Συμβουλίου (C‑445/00, EU:C:2002:607, σκέψη 12), της 23ης Μαρτίου 2007, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:185, σκέψη 19), και της 29ης Ιανουαρίου 2009, Donnici κατά Κοινοβουλίου (C‑9/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:40, σκέψη 13).


39      Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ. (C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 48), και της 30ής Ιουνίου 2016, Toma και Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C‑205/15, EU:C:2016:499, σκέψεις 36 και 47).


40      Αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2005, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑287/02, EU:C:2005:368, σκέψη 37, επί των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών), της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 53, επί των οργανισμών της Ένωσης), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Mellat (C‑176/13 P, EU:C:2016:96, σκέψη 49, επί οντότητας από το Ιράν).


41      Διατάξεις της 23ης Οκτωβρίου 2002, Αυστρία κατά Συμβουλίου (C‑445/00, EU:C:2002:607, σκέψη 12), της 23ης Μαρτίου 2007, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:185, σκέψη 19), και της 29ης Ιανουαρίου 2009, Donnici κατά Κοινοβουλίου (C‑9/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:40, σκέψη 13).


42      Διάταξη της 23ης Μαρτίου 2007, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten (C‑221/06, EU:C:2007:185, σκέψη 19).


43      Βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου (C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374), και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής (C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψεις 77 επ.).


44      Διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2009, Donnici κατά Κοινοβουλίου (C‑9/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:40, σκέψη 17).


45      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Bara κ.λπ. (C‑201/14, EU:C:2015:638, σκέψη 39).


46      Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2014, Unitrading (C‑437/13, EU:C:2014:2318, σκέψη 28).


47      Αντιπροσωπευτικές οι αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ (C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 64 έως 68), και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 128 και 129).


48      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Huber (C‑524/06, EU:C:2008:724, σκέψη 48), και της 1ης Οκτωβρίου 2015, Bara κ.λπ. (C‑201/14, EU:C:2015:638, σκέψη 30).


49      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Satakunnan Markkinapörssi και Satamedia (C‑73/07, EU:C:2008:727, σκέψη 56), της 7ης Νοεμβρίου 2013, IPI (C‑473/12, EU:C:2013:715, σκέψη 39), της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Ryneš (C‑212/13, EU:C:2014:2428, σκέψη 28), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 92).


50      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 96).


51      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 4ης Δεκεμβρίου 2008, S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου (30562/04 και 30566/04, CE:ECHR:2008:1204JUD003056204 σκέψη 122), καθώς και της 18ης Οκτωβρίου 2011, Khelili κατά Ελβετίας (16188/07, CE:ECHR:2011:1018JUD001618807 σκέψη 68).


52      Βλ. αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 58 και 59), καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψεις 105 και 106), καθώς και απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Οκτωβρίου 2011, Khelili κατά Ελβετίας (16188/07, CE:ECHR:2011:1018JUD001618807 σκέψεις 66 έως 68).


53      Βλ. σημεία 86 επ. των παρουσών προτάσεων.


54      Αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2009, Rijkeboer (C‑553/07, EU:C:2009:293, σκέψη 49), και της 17ης Ιουλίου 2014, Y.-S. (C‑141/12 και C‑372/12, EU:C:2014:2081, σκέψη 44).


55      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


56      Βλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1991, Mecanarte (C‑348/89, EU:C:1991:278, σκέψεις 42 επ.), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψεις 80 επ.), και της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi (C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψεις 21 επ.).


57      Αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψεις 35 και 37), και της 30ής Ιουνίου 2016, Toma και Biroul Executorului Judecătoresc Horațiu-Vasile Cruduleci (C‑205/15, EU:C:2016:499, σκέψη 41).


58      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae (C‑275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 68).