Language of document : ECLI:EU:C:2011:133

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 10ης Μαρτίου 2011 (1)

Υπόθεση C‑462/09

Stichting de Thuiskopie

κατά

Mijndert van der Lee,

Hananja van der Lee

και

Opus Supplies Deutschland GmbH

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας – Οδηγία 2001/29 – Δικαιώματα αναπαραγωγής – Δίκαιη αποζημίωση – Πώληση εξ αποστάσεως»





1.        Το ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι η ανάλυση της έννοιας «δίκαιη αποζημίωση» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29/EK (2). Μολονότι το ποιος οφείλει τέτοια αποζημίωση εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Padawan (3), η παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως διαφέρει από την υπόθεση εκείνη επειδή έχει διασυνοριακό στοιχείο. Έτσι, το νέο ζήτημα που θέτει είναι αν, λόγω του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, εθνική ρύθμιση για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εταιρία που εφαρμόζει σύστημα πωλήσεων εξ αποστάσεως, κατά το οποίο πωλεί αγαθά μέσω διαδικτύου σε πελάτες σε κράτος μέλος του οποίου το εθνικό δίκαιο προβλέπει δίκαιη αποζημίωση, υποχρεούται να καταβάλει την αποζημίωση αυτή σε ένα από τα δύο κράτη μέλη.

I –    Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης (4)

2.        Το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι προστατεύεται η διανοητική ιδιοκτησία (5).

3.        Το άρθρο 28 ΕΚ απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος. Το άρθρο 30 ΕΚ προβλέπει δικαιολογητικούς λόγους για τέτοιους περιορισμούς και ρητώς επιτρέπει δικαιολογητικό λόγο που στηρίζεται στην προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.

4.        Στην τριακοστή πέμπτη, τριακοστή όγδοη και τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29 εκτίθενται:

«(35)      Σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων ή περιορισμών, οι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων τους. Κατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης. Για την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, πολύτιμο κριτήριο αποτελεί η πιθανή ζημία των δικαιούχων από τη συγκεκριμένη πράξη. Όταν στους δικαιούχους έχει ήδη καταβληθεί αμοιβή σε κάποια άλλη μορφή, λ.χ. ως τμήμα των τέλους εκδόσεως αδείας, πιθανόν να μην οφείλεται ειδική ή χωριστή πληρωμή. Για τον καθορισμό του ύψους της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη ο βαθμός χρήσης των μέτρων τεχνολογικής προστασίας που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η ζημία του δικαιούχου θα ήταν ασήμαντη, πιθανόν να μην προκύπτει υποχρέωση πληρωμής.

[…]

(38)      Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, ενδεχομένως με δίκαιη αποζημίωση. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ή τη διατήρηση συστημάτων αμοιβής για την αποζημίωση των δικαιούχων. Ακόμη και αν οι διαφορές στα συστήματα αμοιβής επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ύπαρξη των εν λόγω διαφορών όσον αφορά την αναλογική ιδιωτική αναπαραγωγή δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας. Η ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή αναμένεται να διαδοθεί περισσότερο και να έχει μεγαλύτερη οικονομική σημασία. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι διαφορές μεταξύ ψηφιακής και αναλογικής ιδιωτικής αντιγραφής και να γίνεται κάποια διάκριση μεταξύ αυτών.

(39)      Κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης ή περιορισμού για την ιδιωτική αντιγραφή, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, ιδίως όσον αφορά την ψηφιακή ιδιωτική αντιγραφή και τα συστήματα αμοιβής, εφόσον υπάρχουν αποτελεσματικά τεχνολογικά μέτρα προστασίας. Οι εν λόγω εξαιρέσεις ή περιορισμοί δεν θα πρέπει να εμποδίζουν ούτε τη χρήση τεχνολογικών μέτρων ούτε την εφαρμογή τους εναντίον της καταστρατήγησης.»

5.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 θέτει τον γενικό κανόνα όσον αφορά τα δικαιώματα αναπαραγωγής. Ορίζει:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

γ)      στους παραγωγούς φωνογραφημάτων, όσον αφορά τα φωνογραφήματά τους,

δ)      στους παραγωγούς της πρώτης υλικής ενσωμάτωσης ταινιών σε φορέα, όσον αφορά το πρωτότυπο και τα αντίγραφα των ταινιών τους,

ε)      στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

6.        Το άρθρο 5 προβλέπει εξαιρέσεις και περιορισμούς. Ορίζει, κατά το μέρος που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, τα εξής:

«2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό,

[…]

5.      Οι εξαιρέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι οποίες δεν αντίκεινται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευομένου αντικειμένου και δεν θίγουν αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.»

Το εθνικό δίκαιο

7.        Το άρθρο 16c του Auteurswet (νόμου περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας) έχει ως εξής:

«1.      Δεν θεωρείται προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικού, επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου η […] αναπαραγωγή του έργου σε υπόθεμα που προορίζεται για την αναπαράσταση ενός έργου, εφόσον η αναπαραγωγή γίνεται χωρίς άμεσο ή έμμεσο εμπορικό σκοπό και χρησιμεύει μόνο για ιδιωτική άσκηση, μελέτη ή χρήση του φυσικού προσώπου που προβαίνει στην αναπαραγωγή.

2.      Για την αναπαραγωγή υπό την έννοια της παραγράφου 1 οφείλεται δίκαιη αποζημίωση υπέρ του δημιουργού ή όσων έλκουν δικαιώματα από αυτόν. Η υποχρέωση πληρωμής αποζημιώσεως βαρύνει τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα των υποθεμάτων που αφορά η παράγραφος 1.

3.      Για τον κατασκευαστή, η υποχρέωση πληρωμής γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο μπορούν να τεθούν στο εμπόριο τα υποθέματα που κατασκεύασε. Για τον εισαγωγέα, η υποχρέωση αυτή γεννάται κατά τον χρόνο της εισαγωγής.

[…]»

8.        Κατά το άρθρο 16d του Auteurswet, ο φορέας Stichting de Thuiskopie (στο εξής: Thuiskopie) είναι υπεύθυνος για την είσπραξη της δίκαιης αποζημιώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 16c, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου.

II – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.        Η Opus GmbH είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία και προσφέρει προς πώληση άγραφα υποθέματα αναπαραγωγής, μεταξύ άλλων, μέσω ολλανδόφωνων ιστότοπων και ιστότοπων που στοχεύουν τις Κάτω Χώρες. Στους γενικούς της όρους πωλήσεως, τους οποίους κάποιος μπορεί να δει στους ιστοτόπους της, εκθέτει:

«Οι παραγγελίες γίνονται απ’ ευθείας από τον πελάτη προς την Opus Supplies Deutschland GmbH στο Heinsberg, Γερμανία.

[…]

Στις αναγραφόμενες τιμές δεν περιλαμβάνονται επιβαρύνσεις Levy, Auvibel, Thuiscopie, GEMA και λοιπές. Τα εμπορεύματα αποστέλλονται, για λογαριασμό του πελάτη, μέσω της TPG Post ή της DHL Express και η μεταφορά γίνεται πάντοτε επ’ ονόματι του πελάτη. Έτσι, είναι δυνατόν στη χώρα σας να θεωρηθείτε εισαγωγέας [...]»

10.      Από τα τέλη του 2003, η Opus GmbH προσφέρει άγραφα υποθέματα αναπαραγωγής σε τιμές στις οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν περιλαμβάνεται αμοιβή για ιδιωτική αντιγραφή, επειδή οι τιμές εν γένει είναι κάτω από το ποσό που έχει καθοριστεί στις Κάτω Χώρες για την αμοιβή για ιδιωτική αντιγραφή όσον αφορά τη σχετική κατηγορία υποθεμάτων.

11.      Οι παραγγελίες που λαμβάνονται μέσω των ιστότοπων επιβεβαιώνονται από την Opus GmbH με ηλεκτρονική επιστολή προς τον πελάτη. Η παραγγελία διεκπεραιώνεται στη Γερμανία, τα δε εμπορεύματα παραδίδονται ταχυδρομικώς, μεταξύ άλλων, στις Κάτω Χώρες, μέσω μεταφορέων που έχει προσλάβει η Opus GmbH.

12.      Η αγορά των υποθεμάτων αναπαραγωγής μέσω ιστότοπων γίνεται χωρίς ο καταναλωτής να πρέπει να λάβει γνώση των γενικών όρων συναλλαγής που έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της Opus GmbH. Η πληρωμή δύναται να γίνει σε ολλανδικό τραπεζικό λογαριασμό, τα δε εμπορεύματα δύνανται να επιστραφούν σε μια διεύθυνση στις Κάτω Χώρες.

13.      Αμοιβή στον Thuiskopie σχετικά με τα πιο πάνω υποθέματα δεν καταβάλλεται ούτε από την Opus GmbH ούτε από τους πελάτες στις Κάτω Χώρες. Η Opus GmbH δεν καταβάλλει ούτε στη Γερμανία δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή σχετικά με τα άγραφα υποθέματα που πωλούνται σε πελάτες στις Κάτω Χώρες.

14.      Πέραν της Opus GmbH, λοιποί διάδικοι είναι η Opus Supplies BV, η οποία εμπλεκόταν στην πώληση άγραφων υποθεμάτων σε πελάτες στις Κάτω Χώρες, και ο Mijndert και η Hananja van der Lee, οι οποίοι διευθύνουν έμμεσα τις δύο εταιρίες.

15.      Στις 26 Ιουλίου 2005, ο Thuiskopie κατέθεσε ενώπιον του Rechtbank’s- Gravenhage αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των τριών αντιδίκων. Ο αρμόδιος δικαστής απέρριψε την αίτηση με διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2005. Ο Thuiskopie άσκησε έφεση ενώπιον του Gerechtshof’s-Gravenhage. Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2007, το Gerechtshof επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων. Ο Thuiskopie κατέθεσε ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Gerechtshof, στο πλαίσιο δε της αναιρετικής διαδικασίας το Hoge Raad αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

16.      Στο σκεπτικό της αποφάσεώς του περί παραπομπής, το Hoge Raad εξηγεί ότι, βάσει της συμβάσεως, η παράδοση λαμβάνει χώρα με τη μεταβίβαση της κατοχής και ότι κατά τη σύμβαση τούτο γίνεται στη Γερμανία επειδή ο πελάτης είναι υπεύθυνος για τη μεταφορά των εμπορευμάτων. Εφόσον η ολλανδική νομοθεσία εκθέτει ότι ο εισαγωγέας είναι εκείνος που είναι υπεύθυνος για την πληρωμή της δίκαιης αποζημιώσεως, τούτο σημαίνει ότι στην παρούσα υπόθεση η υποχρέωση βαρύνει τον πελάτη στις Κάτω Χώρες και όχι την Opus GmbH. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/29 απαιτεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον αντίθετο προς τη συνήθη έννοιά του ο όρος «εισαγωγέας» που χρησιμοποιείται στην εθνική νομοθεσία.

17.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των ακολούθων ερωτημάτων:

«1.      Παρέχει η οδηγία 2001/29/ΕΚ, και ειδικότερα το άρθρο της 5, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 5, σημεία στηρίξεως για την απάντηση στο ερώτημα ποιος πρέπει κατά την εθνική νομοθεσία να θεωρείται οφειλέτης της κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, “δίκαιης αποζημιώσεως”; Αν ναι, ποια είναι τα σημεία αυτά;

2)      Αν πρόκειται για αγορά εξ αποστάσεως όπου ο αγοραστής είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του πωλητή, επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 5, της οδηγίας μια τόσο ευρεία ερμηνεία του εθνικού δικαίου έτσι ώστε τουλάχιστον εντός μιας από τις χώρες που αφορά η πώληση εξ αποστάσεως να οφείλεται από τον έμπορο η κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, “δίκαιη αποζημίωση”;»

III – Ανάλυση

 Α       Πρώτο ερώτημα

18.      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η οδηγία 2001/29 ορίζει ποιος πρέπει να είναι υπεύθυνος για την πληρωμή δίκαιης αποζημιώσεως στις περιπτώσεις όπου ισχύει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής.

19.      Είναι αλήθεια ότι η οδηγία 2001/29 δεν αναφέρει ρητώς από ποιον πρέπει να πληρωθεί δίκαιη αποζημίωση. Αναφέρει απλώς το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα, δηλαδή ότι, αν κράτος μέλος αποφασίσει να επιτρέψει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, το κράτος αυτό πρέπει να διασφαλίσει τη λήψη δίκαιης αποζημιώσεως, εκτός αν η ζημία του δικαιούχου είναι ασήμαντη.

20.      Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια για να ορίσουν ποιος πρέπει να πληρώσει την αποζημίωση αυτή.

21.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ζήτημα ποιος οφείλει να πληρώσει δίκαιη αποζημίωση πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας 2001/29, δηλαδή η εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας για να διασφαλιστεί η μη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (6).

22.      Τούτο πρέπει να γίνει τηρουμένων δεόντως των σκοπών της οδηγίας και της σχετικής διατάξεως. Ο σκοπός της περιεχομένης στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, διατάξεως περί δίκαιης αποζημιώσεως είναι να αποζημιώνονται προσηκόντως οι δημιουργοί για τη χωρίς άδειά τους χρήση των προστατευόμενων έργων τους και για τη ζημία που υφίστανται εντεύθεν (7).

23.       Όλως προσφάτως, στην υπόθεση Padawan το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα ποιος πρέπει να οφείλει την αποζημίωση αυτή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εν γένει, το πρόσωπο που προκάλεσε τη ζημία στον κάτοχο του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής είναι το πρόσωπο που χωρίς προηγούμενη άδεια αναπαρήγαγε το προστατευόμενο έργο, και επομένως εκείνος που πρέπει να αποκαταστήσει τη ζημία (8). Παρά ταύτα, το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι, λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών που υπάρχουν στην πράξη για να προσδιοριστούν οι ιδιώτες χρήστες, είναι θεμιτό να ορίσουν τα κράτη μέλη ότι δίκαιη αποζημίωση οφείλουν όχι οι ιδιώτες αυτοί, αλλά τα πρόσωπα που διαθέτουν εξοπλισμό, συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής και που τα θέτουν στη διάθεση ιδιωτών χρηστών (9).

24.      Κατά συνέπεια, από την απόφαση εκείνη είναι σαφές ότι δίκαιη αποζημίωση δύναται κατ’ αρχήν να οφείλεται τόσο από τον ιδιώτη όσο και από την εταιρία που πωλεί το σχετικό προϊόν το οποίο βλάπτει ή δύναται να βλάψει τον δικαιούχο.

25.      Κράτος μέλος δύναται να επιτρέψει την ιδιωτική αντιγραφή και να επιβάλει στους ιδιώτες υποχρέωση αποζημιώσεως μόνον αν θεσπίσει συστήματα που όντως εγγυώνται την πληρωμή της αποζημιώσεως. Διαφορετικά, δεν θα μπορέσει να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των άρθρων 2 και 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29. Επιπλέον, οι δικαιούχοι θα στερηθούν της προστασίας που τους παρέχει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

26.      Κατά την άποψή μου, η αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών δύναται να διασφαλιστεί στην πράξη μόνον αν το κράτος μέλος δημιουργήσει ένα σύστημα όπου οι δικαιούχοι αποζημιώνονται μέσω συλλογικής συμφωνίας. Λαμβανομένης υπόψη της κρίσεως του Δικαστηρίου στην απόφαση Padawan ότι κατ’ αρχήν ο ιδιώτης είναι εκείνος που πρέπει να αποκαταστήσει τη ζημία, είναι, από οικονομικής απόψεως, λογικό η αποζημίωση να προέρχεται από αυτόν. Επομένως, το δημιουργημένο από κράτος μέλος σύστημα αποζημιώσεως που επιτρέπει την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 πρέπει να διασφαλίζει την πληρωμή της αποζημιώσεως από τους τελικούς χρήστες, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι η αποζημίωση πρέπει να περιλαμβάνεται στην τιμή που τα άτομα αυτά καταβάλλουν όταν αγοράζουν τέτοια υποθέματα.

27.      Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων.

28.      Η Επιτροπή διατείνεται ότι η οδηγία 2001/29 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που δεν συγκρούεται με το πρωτογενές δίκαιο (10), δηλαδή με τα άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ τα οποία αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτών. Κατά την Επιτροπή, υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διασφαλιστεί η πληρωμή πραγματικής αποζημιώσεως, η δε οδηγία 2001/29 ευνοεί μορφές δίκαιης αποζημιώσεως που δεν συνδέονται με τα ίδια τα εμπορεύματα, αρκεί να μη θίγουν το διασυνοριακό εμπόριο (11). Έτσι, το ζήτημα ποιος πρέπει να οφείλει δίκαιη αποζημίωση δεν δύναται να βει πέραν των αναγκαίων ορίων για την επίτευξη του σκοπού που έχει η δίκαιη αποζημίωση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2001/29.

29.      Εν προκειμένω, η πρώτη πτυχή είναι αν οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2001/29 είναι συμβατές με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

30.      Κατά την άποψή μου, εφόσον το άρθρο 30 ΕΚ επιτρέπει τους εθνικούς περιορισμούς που δικαιολογούνται για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούται να εναρμονίσει τις προϋποθέσεις ασκήσεως τέτοιων δικαιωμάτων για να διασφαλίσει την πραγματική τήρησή τους.

31.      Η δεύτερη πτυχή αφορά το αν ρύθμιση περί αποζημιώσεως έχουσα εφαρμογή επί των υποθεμάτων αναπαραγωγής που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη είναι συμβατή με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι φέρεται να υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέσα για να επιτευχθεί ο σκοπός της δίκαιης αποζημιώσεως (12).

32.      Είναι αλήθεια ότι το παράγωγο δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τη Συνθήκη. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι για τη μεταφορά μιας οδηγίας τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διαθέτουν το περιθώριο που ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέσχε σε αυτά, εκτός αν, με την παροχή του περιθωρίου αυτού, αυτή αύτη η οδηγία αντίκειται στη Συνθήκη.

33.      Κατά την άποψή μου, διαφορετικό συμπέρασμα θα ήταν αντίθετο προς αυτή ταύτη τη φύση μιας οδηγίας. Συχνά υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για τη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, επιχειρήματα ότι οι εναλλακτικές αυτές λύσεις δεν είναι ισοδύναμες από τη σκοπιά των αρχών της Συνθήκης θα αντιστρατεύονταν τη ρητή επιλογή του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτρέψει πάνω από μία μέθοδο μεταφοράς. Επιπλέον, θα έθεταν υπό αμφισβήτηση τις συνταγματικές αρχές που διέπουν την άσκηση των νομοθετικών εξουσιών του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών.

34.      Κατά την άποψή μου, ούτε η Συνθήκη ΕΚ ούτε η οδηγία 2001/29 αποκλείουν συστήματα αποζημιώσεως στηριζόμενα στην αρχή ότι οι πωλητές υποθεμάτων αναπαραγωγής πληρώνουν την αποζημίωση στους εισπρακτικούς οργανισμούς που εκπροσωπούν τους δικαιούχους. Η οδηγία αυτή δεν ορίζει ότι οι εισαγωγείς υποθεμάτων αναπαραγωγής από άλλα κράτη μέλη πρέπει να απαλλάσσονται από τη δίκαιη αποζημίωση, και αμφιβάλλω αν ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να ορίσει κάτι τέτοιο χωρίς να παραβεί τις διεθνείς συμβάσεις περί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας οι οποίες δεσμεύουν και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, τούτο δεν μπορεί να είναι δυσανάλογο. Κατόπιν αυτού, πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά μόνο την ερμηνεία της έννοιας του «εισαγωγέα» στην περίπτωση της εξ αποστάσεως πωλήσεως, και όχι την αρχή ότι πρέπει να καταβάλλεται αποζημίωση για τα εισαγόμενα υποθέματα αναπαραγωγής.

35.      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 παρέχει στους δικαιούχους το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή. Εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό δύναται να επιτραπεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση.

36.      Επομένως, το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωμα των δικαιούχων να λάβουν τέτοια αποζημίωση δεν δύναται να μη γίνει δεκτό απλώς και μόνον επειδή για την εφαρμογή του δικαιώματος αυτού μπορεί να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις καλύτερες από τη λύση που επελέγη από το σχετικό κράτος μέλος. Επιπλέον, η οδηγία δεν παρέχει στοιχεία ως προς το ότι κάποιο μέρος των υποθεμάτων αναπαραγωγής που τίθενται στο εμπόριο στο κράτος μέλος μπορεί να εξαιρεθεί από το πεδίο της δίκαιης αποζημιώσεως απλώς και μόνον επειδή τέθηκε στο εμπόριο με εμπορική τεχνική που δεν διασφαλίζει την πληρωμή της αποζημιώσεως.

 Β –       Δεύτερο ερώτημα

37.      Το δεύτερο ερώτημα αφορά την εφαρμογή της τριπλής προϋποθέσεως του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/29, και την υποχρέωση που η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται για το αιτούν δικαστήριο κατά την ερμηνεία της νομοθεσίας της ημεδαπής. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται ότι, σε μια σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως, ο πωλητής, που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει δίκαιη αποζημίωση τουλάχιστον σε ένα από τα κράτη μέλη που εμπλέκονται στην πώληση εξ αποστάσεως.

38.      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί με το ερώτημά του ότι ο πωλητής δύναται να οφείλει δίκαιη αποζημίωση σε μια τέτοια κατάσταση. Πράγματι, στην απόφαση Padawan, η οποία εκδόθηκε μετά την υποβολή της παρούσας αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια εταιρία δύναται να οφείλει βάσει της οδηγίας 2001/29 δίκαιη αποζημίωση (13). Ωστόσο, η παρούσα υπόθεση είναι διαφορετική, επειδή το διασυνοριακό στοιχείο θέτει ζητήματα εδαφικότητας της δίκαιης αποζημιώσεως που οφείλεται βάσει της οδηγίας 2001/29.

39.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το γράμμα της ολλανδικής νομοθεσίας ορίζει ότι ο ιδιώτης αγοραστής υπόκειται, ως εισαγωγέας του υποθέματος στις Κάτω Χώρες, στην υποχρέωση πληρωμής δίκαιης αποζημιώσεως. Ως εκ τούτου, στην πράξη η αποζημίωση αυτή δεν δύναται να εισπραχθεί. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το αποτέλεσμα αυτό είναι συμβατό με την οδηγία 2001/29 ή αν η οδηγία απαιτεί ο όρος «εισαγωγέας» να ερμηνευθεί ευρύτερα από ό,τι υποδεικνύει το νόημά του κατά το εθνικό δίκαιο, λαμβανομένης υπόψη και της τελευταίας χρήσεως του υποθέματος, χρήσεως που είναι προφανής για επαγγελματίες πωλητές.

40.      Είναι αλήθεια ότι, κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί της σχετικής οδηγίας (14). Παρά ταύτα, δεν είναι υποχρεωμένο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο contra legem (15).

1.      Η εφαρμογή της τριπλής προϋποθέσεως στην παρούσα υπόθεση

41.      Η τριπλή προϋπόθεση αφορά, εν γένει, τους εθνικούς νομοθέτες, οι οποίοι οφείλουν να την τηρούν κατά τον σχεδιασμό των κατά το εθνικό δίκαιο εξαιρέσεων και περιορισμών που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 (16).

42.      Παρά ταύτα, κατά την ερμηνεία εθνικών διατάξεων, οι εθνικοί δικαστές θα πρέπει να τις ερμηνεύουν υπό το πρίσμα του κειμένου τους, στο μέτρο που οι εθνικοί νόμοι είναι διφορούμενοι ή αφήνουν χώρο για διαφορετικά αποτελέσματα. Επομένως, μολονότι είναι κανόνας που απευθύνεται πρωτίστως στους εθνικούς νομοθέτες, η τριπλή προϋπόθεση πρέπει να εφαρμόζεται και από τα εθνικά δικαστήρια για να διασφαλιστεί ότι η από τον εθνικό νομοθέτη εφαρμογή της εξαιρέσεως από το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/29 παραμένει εντός των ορίων που επιτρέπονται από το άρθρο 5 της οδηγίας.

2.      Απαιτεί η οδηγία 2001/29 να πληρώσει δίκαιη αποζημίωση τουλάχιστον σε ένα από τα κράτη μέλη ο πωλητής σε περίπτωση πωλήσεως εξ αποστάσεως;

43.      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η οδηγία 2001/29 δεν επιτρέπει εξαιρέσεις από την προστασία των δικαιούχων όταν πρόκειται για συμβάσεις πωλήσεως εξ αποστάσεως.

44.      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/29 έχει την ιδιαιτερότητα ότι προβλέπει μόνον ένα μερικώς εναρμονισμένο σύστημα. Υπό το σύστημα αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται να επιλέξουν αν θα εισαγάγουν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, επιτρέποντας την ιδιωτική αντιγραφή, χωρίς άδεια από τους δικαιούχους, των προστατευόμενων έργων ή άλλων αντικειμένων.

45.      Άπαξ πράξουν τούτο, θα είναι φυσικά υποχρεωμένα να διασφαλίσουν ότι θα πληρώνεται η δίκαιη αυτή αποζημίωση, εκτός αν η ζημία είναι ασήμαντη, οπότε δεν δύναται να υπάρξει υποχρέωση πληρωμής (17). Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη του μερικώς εναρμονισμένου χαρακτήρα του άρθρου 5 της οδηγίας 2001/29, είναι συζητήσιμο αν και υπό ποιες συνθήκες εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να οφείλει τέτοια αποζημίωση.

46.      Κατά την άποψή μου, η οδηγία 2001/29 δεν απαιτεί να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση σε κάθε σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως όπου εμπλέκονται διάφορα κράτη μέλη, ειδικότερα δε επειδή μπορεί οι συμβάσεις αυτές να στοχεύουν πελάτες σε κράτη μέλη τα οποία δεν επιτρέπουν την ιδιωτική αντιγραφή.

47.      Πρώτον, ένα τέτοιο συμπέρασμα συνεπάγεται τον κίνδυνο να στρεβλωθεί ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά. Παραδείγματος χάριν, υπάρχουν πρακτικά προβλήματα προσδιορισμού όλων των εταιριών που πωλούν άγραφα υποθέματα σε πελάτες στις Κάτω Χώρες. Χωρίς δυνατότητα προσδιορισμού όλων των εταιριών από κράτη μέλη οι οποίες πωλούν υποθέματα αναπαραγωγής εντός του κράτους μέλους όπου οφείλεται δίκαιη αποζημίωση, η διάκριση αυτή είναι αυθαίρετη και αντιστρατεύεται αυτόν τούτο τον σκοπό της οδηγίας 2001/29, ο οποίος έγκειται στο να διασφαλιστεί η μη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (18).

48.      Περαιτέρω, κατά την άποψή μου δεν είναι αναγκαίο να απαιτηθεί όλες οι εταιρίες που εμπλέκονται σε πώληση εξ αποστάσεως να πληρώνουν τη δίκαιη αποζημίωση που οφείλεται εντός του κράτους μέλους εγκαταστάσεως των πελατών, επειδή στις περιπτώσεις αυτές η ζημία δύναται να είναι ασήμαντη. Παράγοντες όπως οι γλωσσικές διαφορές, η χρήση διαφορετικών ονομάτων τομέα με τα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι οι καταναλωτές και υψηλότερο κόστος μεταφοράς σημαίνουν ότι σε πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων καταναλωτές σε κράτος μέλος θα αγοράζουν από εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Στις περιπτώσεις όπου μια εταιρία δεν στοχεύει τους καταναλωτές συγκεκριμένου κράτους μέλους και όπου η ζημία είναι ασήμαντη, πρακτικά προβλήματα θα υπάρχουν και όσον αφορά την ανάγκη εισπράξεως ασήμαντων ποσών από εταιρία που έχει πωλήσει μόνον ένα ή δύο είδη σε πελάτη σε αυτό το κράτος μέλος.

49.      Επιπλέον, η πώληση αγαθών μέσω διαδικτύου θέτει πολλά ζητήματα όσον αφορά τις υποχρεώσεις των εταιριών των οποίων τα προϊόντα διατίθενται με αυτόν τον τρόπο. Εφόσον το διαδίκτυο συνεχώς καθιστά προϊόντα διαθέσιμα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τίθεται ζήτημα υπό ποιες συνθήκες θα πρέπει η εταιρία να οφείλει την αποζημίωση. Κατά την άποψή μου, πρέπει αναγκαστικά να υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, διαφορετικά μια εταιρία θα μπορεί να εναχθεί ενώπιον όλων των δικαστηρίων του κόσμου. Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου (19) ρητώς έχει ως σκοπό να ρυθμίσει μια τέτοια κατάσταση, ορίζοντας ότι διεθνής δικαιοδοσία υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου η εταιρία στοχεύει συγκεκριμένο έδαφος.

50.      Μολονότι ο κανονισμός αυτός σκοπεύει να ρυθμίσει διαφορετικό τομέα του δικαίου από ό,τι η οδηγία 2001/29, είναι πρόσφορο να εξεταστεί η ερμηνεία του εφόσον η φύση του προβλήματος είναι όμοια, δηλαδή να εξεταστεί υπό ποιες προϋποθέσεις υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία όσον αφορά αγωγή κατά εταιρίας που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, ή, στην παρούσα περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται να υπόκειται σε επιβάρυνση για αγαθά που πωλεί μέσω διαδικτύου σε καταναλωτή σε άλλο κράτος μέλος.

51.      Τα ζητήματα της πωλήσεως εξ αποστάσεως, σε συνδυασμό με τη μερική εναρμόνιση που επιδιώκει η οδηγία 2001/29, σημαίνουν ότι μόνο σε καταστάσεις όπου μια εταιρία σε άλλο κράτος μέλος στοχεύει τους καταναλωτές του κράτους μέλους του αιτούντος δικαστηρίου η εταιρία αυτή θα πρέπει να οφείλει δίκαιη αποζημίωση.

52.      Περαιτέρω, ακριβώς σε αυτή την κατάσταση η ζημία είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη, και χρήζει δίκαιης αποζημιώσεως. Παραδείγματος χάριν, στην παρούσα υπόθεση, ο Thuiskopie εξέθεσε, χωρίς να αντικρουστεί στο σημείο αυτό, ότι οι πωλήσεις της Opus GmbH ανέρχονται περίπου στο ένα τρίτο όλων των άγραφων υποθεμάτων που πωλούνται στις Κάτω Χώρες.

53.      Όσον αφορά τα κριτήρια για να καθοριστεί αν μια εταιρία στοχεύει την αγορά συγκεκριμένου κράτους μέλους, δύναται να αντληθεί έμπνευση από την πρόσφατη ερμηνεία, από το Δικαστήριο, της έννοιας των δραστηριοτήτων που «κατευθύνονται προς» το κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή υπό την έννοια του κανονισμού 44/2001, με επίγνωση του ότι η οδηγία 2001/29 δεν χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν.

54.      Συναφώς, το Δικαστήριο στην απόφαση Pammer προέβη σε ενδεικτική απαρίθμηση κριτηρίων ικανών να αποδείξουν ότι η δραστηριότητα ενός εμπόρου κατευθύνεται σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Κατά την απόφαση εκείνη, πρέπει να εξακριβώνεται αν, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως με τον καταναλωτή, από τους σχετικούς ιστότοπους και από τη συνολική δραστηριότητα του εμπόρου προκύπτει ότι είχε πρόθεση να συνάψει εμπορικές σχέσεις με καταναλωτές που κατοικούν σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, περιλαμβανομένου του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή αυτού. Στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα υπόθεση, περιλαμβάνεται i) η χρήση γλώσσας ή νομίσματος άλλης από τη γλώσσα ή το νόμισμα που γενικά χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως του εμπόρου, ii) η δυνατότητα η κράτηση να γίνει και να βεβαιωθεί στην άλλη αυτή γλώσσα, iii) η αναγραφή τηλεφωνικών αριθμών με κωδικό διεθνούς κλήσεως, iv) το αντίτιμο για την παροχή υπηρεσίας ευρετηριάσεως στο διαδίκτυο για να διευκολυνθούν καταναλωτές που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη να αποκτήσουν πρόσβαση στον ιστότοπο του εμπόρου ή στον ιστότοπο του διαμεσολαβητή του, v) η χρήση ονομασίας τομέα πρώτου επιπέδου άλλης από εκείνη που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως του εμπόρου και vi) η μνεία διεθνούς πελατείας αποτελoύμενης από αγοραστές που κατοικούν σε διάφορα κράτη μέλη (20).

55.      Κατά την άποψή μου, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μια εταιρία δεν πρέπει να υποχρεούται να πληρώσει δίκαιη αποζημίωση αν το έχει ήδη πράξει σε άλλο κράτος μέλος. Έτσι, αν το κράτος μέλος εγκαταστάσεως της εταιρίας απαιτεί την πληρωμή δίκαιης αποζημιώσεως και αν η εταιρία πληρώσει την αποζημίωση αυτή, τότε βάσει της οδηγίας 2001/29 ο δικαιούχος είναι επαρκώς προστατευμένος. Τούτο ισχύει επίσης αν ο πωλητής έχει επί προαιρετικής βάσεως πληρώσει την αποζημίωση στο κράτος μέλος κατοικίας του, αφήνοντας στον εκπροσωπούντα τους δικαιούχους στο κράτος αυτό οργανισμό εισπράξεως να κατανείμει την αποζημίωση στους οργανισμούς των στοχευμένων χωρών. Το να γίνει διαφορετικά θα κατέληγε στο να πληρωθεί διπλή αποζημίωση, πράγμα που δεν απαιτείται για να επιτευχθούν οι σκοποί της οδηγίας αυτής.

56.      Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι εταιρία δεν δύναται να μεταβιβάσει με σύμβαση δεσμευτικές υποχρεώσεις που έχει βάσει του δικαίου της Ένωσης. 

57.      Στην παρούσα υπόθεση, η Opus GmbH και οι πελάτες της χρησιμοποιούν τη συμβατική τους ελευθερία για να ορίσουν ότι ο τόπος εκτελέσεως της συμβάσεως βρίσκεται εκτός Κάτω Χωρών, οπότε ο «εισαγωγέας» που οφείλει να πληρώσει την αποζημίωση σύμφωνα με τον Auteurenwet δεν είναι ο πωλητής, αλλά ο αγοραστής. Η λύση αυτή φαίνεται να στηρίζεται στη μάλλον ασυνήθιστη κατασκευή ότι ο πωλητής συμφωνεί τη μεταφορά των αγαθών προς τον καταναλωτή ως πράκτορας του τελευταίου και όχι για δικό του λογαριασμό.

58.      Κατά την άποψή μου, το δικαίωμα δίκαιης αποζημιώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 δεν δύναται να μεταβιβαστεί με σύμβαση μεταξύ των πωλητών υποθεμάτων και των πελατών τους. Τέτοιες συμφωνίες έχουν ως σκοπό να καταστρατηγήσουν το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, η εθνική νομοθεσία για μεταφορά της οδηγίας 2001/29 σε συνδυασμό με τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τις συμβάσεις δεν δύναται να λάβει ερμηνεία που οδηγεί σε τέτοιο αποτέλεσμα.

3.      Απαιτεί η τριπλή προϋπόθεση να πληρώσει ο πωλητής, σε μια πώληση εξ αποστάσεως, δίκαιη αποζημίωση τουλάχιστον σε ένα από τα κράτη μέλη;

59.      Το εθνικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι τηρείται η τριπλή προϋπόθεση, πράγμα που σημαίνει ότι η εξαίρεση παραμένει περιορισμένη, δεν αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου ή άλλου προστατευόμενου αντικειμένου και δεν θίγει αδικαιολογήτως τα έννομα συμφέροντα του δικαιούχου.

60.      Στην παρούσα υπόθεση, τα δύο πρώτα κριτήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δίκαιη αποζημίωση πρέπει να οφείλεται, σε κάθε σύμβαση πωλήσεως εξ αποστάσεως, τουλάχιστον σε ένα κράτος μέλος. Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, το ζήτημα της δίκαιης αποζημιώσεως δεν θίγει τα όρια της εξαιρέσεως, αλλά απλώς αφορά την απορρέουσα από την εξαίρεση αποκατάσταση της ζημίας. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, αν δεν οφείλεται δίκαιη αποζημίωση τούτο σαφώς θα αντίκειται στην κανονική εκμετάλλευση του έργου, επειδή ο δικαιούχος δεν θα έχει το δικαίωμά του να επιτρέψει την αναπαραγωγή και τη χρήση του έργου, αλλά δεν θα έχει ούτε και το δικαίωμα αποζημιώσεως.

61.      Παρά ταύτα, κατά την άποψή μου, αν δεν στοχεύονται οι καταναλωτές του συγκεκριμένου κράτους μέλους, δεν υπάρχει αδικαιολόγητη βλάβη των εννόμων συμφερόντων των δικαιούχων επειδή, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, η ζημία τους είναι ασήμαντη.

62.      Για τους λόγους αυτούς η τριπλή προϋπόθεση δεν απαιτεί, κατά την άποψή μου, να καταβάλλεται δίκαιη αποζημίωση από όλες τις εταιρίες που εμπλέκονται στην εξ αποστάσεως πώληση υποθεμάτων αναπαραγωγής μεταξύ των κρατών μελών, αλλά μόνο από εταιρίες που στοχεύουν τους καταναλωτές του σχετικού κράτους μέλους.

IV – Συμπέρασμα

63.      Εν κατακλείδι, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

«Το άρθρο 5, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 5, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη μία και μόνη λύση ως προς το πώς θα διασφαλιστεί η πληρωμή δίκαιης αποζημιώσεως στους δικαιούχους στην περίπτωση όπου το κράτος μέλος έχει επιλέξει να επιτρέπει την ιδιωτική αντιγραφή προστατευόμενων έργων ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων. Οι διατάξεις αυτές αποκλείουν οποιαδήποτε ερμηνεία της σχετικής εθνικής νομοθεσίας μη διασφαλίζουσα την πραγματική πληρωμή τέτοιας δίκαιης αποζημιώσεως από τον εξ αποστάσεως πωλητή υποθεμάτων για την αναπαραγωγή τέτοιων έργων ή άλλων προστατευόμενων αντικειμένων ο οποίος στοχεύει πελάτες σε αυτό το κράτος μέλος, εκτός αν ο πωλητής έχει ήδη καταβάλει δίκαιη αποζημίωση στο κράτος μέλος όπου έλαβε χώρα η συναλλαγή.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ L 167, σ.10).


3 – Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, C-467/08 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή).


4 –      Δεδομένου ότι, στην παρούσα υπόθεση, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2008, C 115, σ. 47), σε ολόκληρο το κείμενο των προτάσεών μου θα γίνεται παραπομπή σε άρθρα της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2002, C 325, σ. 33).


5 –      ΕΕ 2000, C 364, σ. 1.


6 – Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Padawan, σκέψεις 32, 33 και 35.


7 – Προαναφερθείσα απόφαση Padawan, σκέψεις 39 και 40.


8 – Προαναφερθείσα απόφαση Padawan, σκέψεις 44 και 45.


9  –      Προαναφερθείσα απόφαση Padawan, σκέψη 46.


10 – Απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, C-135/93, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1995, σ. I -1651, σκέψη 37).


11 –      Προς την κατεύθυνση αυτή, βλ. πρώτη, τρίτη και έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2001/29, όπου εκτίθεται ότι i) η εναρμόνιση των νομοθεσιών σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας θα συντελέσει στην πραγμάτωση της εσωτερικής αγοράς, ii) η οδηγία 2001/29 θα συμβάλει στην υλοποίηση των τεσσάρων ελευθεριών και στον σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του δικαίου και iii) η εναρμόνιση θα καταστήσει δυνατό να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της ενιαίας αγοράς λόγω σημαντικών διαφορών στην προστασία μεταξύ των κρατών μελών.


12 – Ως εναλλακτική λύση λιγότερο περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η Opus GmbH ανέφερε τη δυνατότητα να συσταθεί ταμείο αποζημιώσεως των δικαιούχων. Ένα τέτοιο ταμείο, στο μέτρο που θα χρηματοδοτείται μόνον από εγχώριους κατασκευαστές ή εμπόρους, θα είναι προβληματικό από τη σκοπιά των δυσμενών διακρίσεων. Αν χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους, θα υπάρξει ζήτημα κρατικής ενισχύσεως, εφόσον έτσι θα δημιουργηθεί ένα επιλεκτικό σύστημα ενισχύσεως επιχειρηματιών που εμπορεύονται υποθέματα αναπαραγωγής, οι οποίοι δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν στις τιμές τέτοιων προϊόντων αποζημίωση για τη ζημία που προκαλείται από το ότι οι αγοραστές μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για ιδιωτική αντιγραφή των προστατευόμενων έργων ή άλλων αντικειμένων.


13 – Προαναφερθείσα απόφαση Padawan, σκέψεις 46 έως 49.


14 –      Αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C-212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6057, σκέψη 18), και της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07, Kücükdeveci (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48).


15 –      Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, C-98/09, Sorge (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 –      Walter, M., European Copyright Law: A commentary, OUP, 2010, και συγκεκριμένα 11.5.79.


17 – Τελευταία περίοδος της τριακοστής πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2001/29. Βλ, επίσης, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Padawan, σκέψεις 39 και 46.


18      Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 3 απόφαση Padawan, σκέψη 35. Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-479/04, Laserdisken (Συλλογή 2006, σ. I-8089, σκέψεις 26 και 31 έως 34).


19 –      Κανονισμός της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).


20 –      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010, C-585/08 και C-144/09 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 75, 76, 80, 81 και 84).