Language of document : ECLI:EU:T:2013:30

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Ιανουαρίου 2013 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Χαλυβουργία – Φορολογικά κίνητρα με σκοπό τη συμβολή στην ανάπτυξη της περιοχής κατά μήκος των συνόρων με την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και την πρώην Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας – Μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις – Απόφαση κρίνουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την κοινή αγορά – Ανάκτηση – Καθυστέρηση – Ασφάλεια δικαίου – Υπολογισμός των προς επιστροφή ενισχύσεων – Ενισχύσεις εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ – Επενδύσεις αποσκοπούσες στην προστασία του περιβάλλοντος – Προεξοφλητικό επιτόκιο»

Στην υπόθεση T‑308/00 RENV,

Salzgitter AG, με έδρα το Salzgitter (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Sedemund και T. Lübbig, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον M. Lumma και την A. Wiedmann, επικουρούμενους από τον U. Karpenstein, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους V. Kreuschitz και M. Niejahr, στη συνέχεια, από τους V. Kreuschitz και T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2000/797/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2000, σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία στις εταιρίες Salzgitter AG, Preussag Stahl ΑG και στις θυγατρικές του κλάδου χαλυβουργίας του εν λόγω ομίλου, νυν Salzgitter ΑG ‑ Stahl und Technologie (SAG) (ΕΕ L 323, σ. 5),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska-Białecka, J. Schwarcz και A. Popescu, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Salzgitter AG, αποτελεί μέλος ομίλου ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα μαζί με την Preussag Stahl AG και άλλες επιχειρήσεις του ίδιου τομέα.

2        Στη Γερμανία, ο Zonenrandförderungsgesetz (γερμανικός νόμος για την προώθηση της αναπτύξεως της περιοχής κατά μήκος των συνόρων με την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και την πρώην Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, στο εξής: ZRFG) εκδόθηκε στις 5 Αυγούστου 1971. Η νομοθεσία αυτή, με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της, εγκρίθηκε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπό το πρίσμα του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ). Οι τελευταίες τροποποιήσεις του ZRFG εγκρίθηκαν από την Επιτροπή ως συμβατές με τη Συνθήκη ΕΚ κρατικές ενισχύσεις (ΕΕ 1993, C 3, σ. 3). Ο ZRFG έπαυσε οριστικώς να ισχύει το 1995.

3        Εξαρχής, το άρθρο 3 του ZRFG προέβλεπε φορολογικά κίνητρα υπό τη μορφή εκτάκτων αποσβέσεων (Sonderabschreibungen) και αφορολογήτων αποθεματικών (steuerfreie Rücklagen) όσον αφορά τις επενδύσεις που πραγματοποιούνταν σε κάθε εγκατάσταση επιχειρήσεως κείμενη κατά μήκος των συνόρων με την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και την πρώην Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας (στο εξής: Zonenrandgebiet).

4        Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 1999, η Επιτροπή, αφού ανακάλυψε στους ετήσιους λογαριασμούς 1994/1995 και 1995/1996 της Preussag Stahl AG, εταιρία αποτελούσα πλέον μέρος του ιδίου με την προσφεύγουσα ομίλου, ότι μεταξύ 1986 και 1995 της είχαν χορηγηθεί πολλαπλές ενισχύσεις βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, ενημέρωσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2496/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, για τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 338, σ. 42, στο εξής: έκτος κώδικας ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα). Με την εν λόγω απόφαση, δημοσιευθείσα στις 24 Απριλίου 1999 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 113, σ. 9), η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίμαχων ενισχύσεων. Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, απεστάλησαν στην Επιτροπή, με έγγραφο της 10ης Μαΐου 1999, τα σχόλια των γερμανικών αρχών καθώς και οι παρατηρήσεις του μόνου παρεμβάντος τρίτου ενδιαφερομένου, της UK Steel Association, τις οποίες και διαβίβασε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

5        Στις 28 Ιουνίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Γερμανία υπέρ της προσφεύγουσας, της Preussag Stahl ΑG και των θυγατρικών του κλάδου χαλυβουργίας του ομίλου, νυν Salzgitter ΑG – Stahl und Technologie (SAG) (ΕΕ L 323, σ. 5, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Δυνάμει της αποφάσεως αυτής, οι έκτακτες αποσβέσεις και τα αφορολόγητα αποθεματικά, που προβλέπονταν από το άρθρο 3 του ZRFG και χορηγήθηκαν στη SAG, όσον αφορά βασικό επιλέξιμο για ενίσχυση ποσό, αντιστοίχως, 484 και 367 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DEM), χαρακτηρίστηκαν ως ασύμβατες με την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αξίωσε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να ανακτήσει από την αποδέκτρια επιχείρηση τις εν λόγω ενισχύσεις και της ζήτησε να αναφέρει τα συγκεκριμένα μέτρα που θα ελάμβανε για την ανάκτηση αυτή.

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 21 Σεπτεμβρίου 2000, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως. Επιτράπηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας.

7        Με την απόφαση της 1ης Ιουλίου 2004, T‑308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II‑1933), το Πρωτοδικείο ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση.

8        Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο, αφού απέρριψε τον πρώτο, δεύτερο, τρίτο και όγδοο λόγο ακυρώσεως, έκρινε, όσον αφορά τον έβδομο λόγο ο οποίος αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει την αρχή αυτή, να ζητήσει το 2000 την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα μεταξύ 1986 και 1995. Επομένως, ακύρωσε τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία αφορούν την υποχρέωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να ανακτήσει τις κρατικές ενισχύσεις στις οποίες αναφέρεται η απόφαση αυτή.

9        Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι παρέλκει να αποφανθεί επί του τετάρτου, πέμπτου και έκτου λόγου, σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού των προς επιστροφή ενισχύσεων.

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Με αντίθετη αναίρεση, η προσφεύγουσα ζήτησε τη μερική αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, καθόσον, μεταξύ άλλων, με την εν λόγω απόφαση δεν ακυρώθηκε το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο χαρακτήριζε ως «κρατικές ενισχύσεις» τις έκτακτες αποσβέσεις και τα αφορολόγητα αποθεματικά, τα οποία της χορηγήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του ZRFG.

11      Με την απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, C‑408/04 P, Επιτροπή κατά Salzgitter (Συλλογή 2008, σ. I‑2767, στη εξής: αναιρετική απόφαση), το Δικαστήριο απέρριψε την αντίθετη αναίρεση. Αντιθέτως, αναίρεσε την απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, καθόσον με την απόφαση αυτή ακυρώθηκαν τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη εξετάζοντας, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη παράλειψη και σε καταφανή παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας κατά την άσκηση των ελεγκτικών εξουσιών της, καταγγέλλοντας τις επίμαχες ενισχύσεις και διατάσσοντας την ανάκτησή τους τον Ιούνιο του 2000. Στη συνέχεια, ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων μετά την αναπομπή

12      Η υπόθεση ανατέθηκε στο έβδομο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου είχε μεταβληθεί, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

13      Κατά το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα, η Επιτροπή και, ως παρεμβαίνουσα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.

14      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε διάφορες ερωτήσεις. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν προς τα αιτήματα αυτά εμπροθέσμως.

15      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουνίου 2011. Με την ευκαιρία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην ακρόαση του D. Becker, προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας της προσφεύγουσας από το 1972 έως το 2002, και του D. Boeshertz, προϊσταμένου μονάδας της Γενικής Διευθύνσεως «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής και εισηγητή επιφορτισμένου με τον φάκελο της υποθέσεως που οδήγησε στην έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

16      Η προσφεύγουσα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα·

και, επικουρικώς,

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αφορά τις επενδύσεις ύψους 17 549 000 DEM καθώς και τις επενδύσεις ύψους 332 εκατομμυρίων DΕΜ, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος και δεν εμπίπτουν στον τομέα της ΕΚΑΧ·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως και να υποχρεώσει την Επιτροπή να καθορίσει το συγκεκριμένο για την επιχείρηση πραγματικό πλεονέκτημα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του παραδεκτού του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καθορίσει το πραγματικό πλεονέκτημα που αποκόμισε η επιχείρηση από τις ενισχύσεις

18      Στο πλαίσιο των επικουρικώς προβληθέντων αιτημάτων της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να καθορίσει το πραγματικό πλεονέκτημα που η προσφεύγουσα αποκόμισε από τις επίμαχες ενισχύσεις, μέσω αναβολών καταβολής φόρου.

19      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας ακυρώσεως που του παρέχει το άρθρο 230 ΕΚ, ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να απευθύνει εντολές στα όργανα της Ένωσησ. Στο οικείο όργανο απόκειται να λάβει, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση τυχόν ακυρωτικής αποφάσεως, στο πλαίσιο ασκήσεως, υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει προς τούτο, συμμορφούμενο τόσο προς το διατακτικό και το σκεπτικό της αποφάσεως που υποχρεούται να εκτελέσει όσο και προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 1993, T‑56/92, Koelman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑1267, σκέψη 18, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Επομένως, τα αιτήματα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 18 ανωτέρω είναι απαράδεκτα.

2.     Επί της ουσίας

21      Εφόσον η αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, ακύρωσε εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει, κυρίως, τον έβδομο λόγο ο οποίος αφορά την ακύρωση των άρθρων 2 και 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να καθοριστεί αν η Επιτροπή, υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη παράλειψη και σε καταφανή παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας κατά την άσκηση των ελεγκτικών της εξουσιών καταγγέλλοντας τις επίμαχες ενισχύσεις και διατάσσοντας την ανάκτησή τους τον Ιούνιο του 2000.

22      Επικουρικώς, αν απορριφθεί ο σχετικός με την προσβολή της ασφάλειας δικαίου λόγος, στο Γενικό Δικαστήριο απόκειται να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ως προς τους οποίους δεν αποφάνθηκε, υπέρ μιας λιγότερο εκτεταμένης αιτήσεως ακυρώσεως. Οι λόγοι αυτοί αντλούνται, αντιστοίχως, από το ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι ορισμένες ενισχύσεις εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, ότι ένα μέρος των ενισχύσεων αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και, τέλος, από πλάνη εκτιμήσεως αφορώσα τον ορισμό του καθοριστικού προεξοφλητικού επιτοκίου.

 Eπί του εβδόμου λόγου, ο οποίος αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου

23      Με την αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, ακόμη και αν ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει τάξει προθεσμία παραγραφής, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψεις 100 έως 103).

24      Πάντως, το Δικαστήριο τόνισε ότι η κοινοποίηση των κρατικών ενισχύσεων εκ μέρους των κρατών μελών αποτελεί κεντρικό στοιχείο των κοινοτικών διατάξεων που διέπουν τον έλεγχό τους και, επομένως, ελλείψει κοινοποιήσεως, οι επιχειρήσεις που λαμβάνουν τις ενισχύσεις αυτές δεν μπορούν να επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 104).

25      Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι το καθεστώς που προβλέπεται για τις κρατικές ενισχύσεις στη Συνθήκη ΕΚΑΧ διακρίνεται από το εφαρμοζόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ από τον ιδιαιτέρως αυστηρό χαρακτήρα του (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 105).

26      Επομένως, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, όταν, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ, χορηγηθεί ενίσχυση χωρίς να έχει κοινοποιηθεί, η καθυστέρηση της Επιτροπής να ασκήσει τις ελεγκτικές της εξουσίες και να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση αυτή περί ανακτήσεως είναι παράνομη, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καταδεικνύουν πρόδηλη παράλειψη της Επιτροπής και καταφανή παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 10).

27      Συναφώς, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι συνομολογείται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή τις επίμαχες ενισχύσεις. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αθέτησε την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 6 της αποφάσεως 3484/85/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1985, περί θεσπίσεως κοινοτικών κανόνων για τις ειδικές ενισχύσεις της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 340, σ. 1, στο εξής: τρίτος κώδικας ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα), μετά την έναρξη ισχύος της αποφάσεως αυτής την 1η Ιανουαρίου 1986 (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 93).

28      Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η αθέτηση της υποχρεώσεώς της κοινοποιήσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα, ήδη πριν από την έναρξη ισχύος του τρίτου κώδικα ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, είχε λάβει αποφάσεις για ορισμένες επενδύσεις των οποίων η χρηματοδότηση, η οποία κατέστη δυνατή με το καθεστώς ενισχύσεων του άρθρου 3 του ZRFG, επρόκειτο να επεκταθεί πέραν της ημερομηνίας αυτής.

29      Συγκεκριμένα, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 91 της αναιρετικής αποφάσεως, σκέψη 11 ανωτέρω, σε αντίθεση με τη Συνθήκη ΕΚ, η Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν διακρίνει μεταξύ των νέων και των υφιστάμενων ενισχύσεων, καθόσον το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ απαγορεύει σαφώς και απεριφράστως τις ενισχύσεις εκ μέρους των κρατών μελών υπό οποιαδήποτε μορφή.

30      Επομένως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μετά την έναρξη ισχύος του τρίτου κώδικα ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, αφορούσε, ενδεχομένως, τα φορολογικά πλεονεκτήματα που έλαβε η προσφεύγουσα από την έναρξη ισχύος του κώδικα αυτού, βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, περιλαμβανομένων των σχετικών με επενδύσεις που είχαν πραγματοποιηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

31      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το συμβατό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, στο πλαίσιο των κωδίκων για ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν κατά την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής των ενισχύσεων αυτών (βλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Ωστόσο, από τις διευκρινίσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι επιχείρηση, για να λάβει ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 3 του ZRFG, έπρεπε να δηλώνει ετησίως, στη φορολογική της δήλωση, έκτακτες αποσβέσεις και αφορολόγητα αποθεματικά δυνάμει της διατάξεως αυτής. Επομένως, θεωρείται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χορήγησε ενισχύσεις στην προσφεύγουσα όταν είχε τεθεί σε ισχύ ο τρίτος κώδικας ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και, συνεπώς, ο κώδικας αυτός επέβαλε στο εν λόγω κράτος μέλος την προηγούμενη κοινοποίηση των επίμαχων ενισχύσεων.

33      Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, απαιτείται να εξακριβωθεί αν η συμπεριφορά της Επιτροπής πληροί τα κριτήρια των οποίων έγινε μνεία στη σκέψη 26 ανωτέρω.

34      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή, τουλάχιστον από το 1982, είχε στην κατοχή της πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις χορηγηθείσες σε αυτήν ενισχύσεις. Από τη χρονική αυτή στιγμή, η Επιτροπή έλαβε πλείονες εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς της προσφεύγουσας, από τους οποίους προκύπτει σαφώς ότι της χορηγήθηκαν ενισχύσεις.

35      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν κοινοποίησε τις ενισχύσεις αυτές ενώ είχαν ήδη αρχίσει όταν τέθηκε σε ισχύ ο τρίτος κώδικας ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και, κατά το κράτος μέλος αυτό, δεν πληρούσαν επομένως τον χαρακτηρισμό των «σχεδίων» τον οποίο αφορά το άρθρο 6 του εν λόγω κώδικα.

36      Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να ενεργήσει, εν προκειμένω, αμελλητί, λόγω της θεμελιώδους μεταβολής της νομικής της απόψεως ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ με τη θέσπιση του τρίτου αυτού κώδικα, ειδικότερα όσον αφορά τις περιφερειακές ενισχύσεις.

37      Η προσφεύγουσα αναφέρει επίσης τον άρρηκτο δεσμό ο οποίος, κατά την άποψή της, υφίσταται μεταξύ του καθεστώτος των ποσοστώσεων και του ελέγχου των ενισχύσεων. Εξ αυτού απορρέει υποχρέωση συντονισμού και αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής, ώστε, κατά τον καθορισμό των ποσοστώσεων, να λαμβάνονται υπόψη οι παράνομες ενισχύσεις.

38      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Ισχυρίζεται ότι δεν είχε υποχρέωση να μελετά τις εκθέσεις πεπραγμένων και ότι, από τις εκθέσεις αυτές και τους ετήσιους λογαριασμούς, ακόμα και αν κάνουν λόγο για το άρθρο 3 του ZRFG, δεν προκύπτουν οι επίμαχες ενισχύσεις.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, η σχέση που καθιέρωσε η Επιτροπή μεταξύ της χορηγήσεως μη εγκεκριμένων ενισχύσεων και των ποσοστώσεων παραγωγής στον τομέα της χαλυβουργίας, στο πλαίσιο της προσαρμογής του συστήματος που τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση 2794/80/ΕΚΑΧ, της 31ης Οκτωβρίου 1980, περί καθορισμού ενός συστήματος ποσοστώσεων παραγωγής χάλυβος για τις επιχειρήσεις της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβος (ΕΕ L 291, σ. 1).

40      Συγκεκριμένα, με την απόφαση 2177/83/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1983, για παράταση του συστήματος επιτηρήσεως και ποσοστώσεων παραγωγής για ορισμένα προϊόντα των επιχειρήσεων της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 208, σ. 1), η Επιτροπή μπορούσε, δυνάμει του άρθρου 15 Α της εν λόγω αποφάσεως, «να προβεί σε μείωση των ποσοστώσεων μιας επιχείρησης, εφόσον διαπίστω[νε] ότι η εν λόγω επιχείρηση έχει επωφεληθεί από ενισχύσεις που δεν έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή δυνάμει της αποφάσεως 2320/81/ΕΚΑΧ [δεύτερος κώδικας ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα] ή ότι οι σχετικές με την έγκριση των ενισχύσεων προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «μια τέτοια διαπίστωση εξαιρεί την επιχείρηση από προσαρμογή [των ποσοστώσεων] δυνάμει των άρθρων 14, 14 Α, 14 Β, 14 Γ και 16 της αποφάσεως [2177/83]». Τα μέτρα παρατάσεως του εν λόγω συστήματος επιτηρήσεως και ποσοστώσεων παραγωγής περιελάμβαναν, κατ’ ουσίαν, ταυτόσημους κανόνες.

41      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το καθεστώς ποσοστώσεων και κωδίκων ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα αποτελούσαν ένα συνεκτικό σύνολο και επιδίωκαν κοινό σκοπό, συγκεκριμένα την αναδιάρθρωση που είναι αναγκαία για την προσαρμογή της παραγωγής και των σχετικών δυνατοτήτων στην προβλέψιμη ζήτηση και την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, και ότι δεν ήταν, συνεπώς, ούτε αυθαίρετο ούτε εισήγε δυσμενείς διακρίσεις το γεγονός ότι τα προκύπτοντα από την εφαρμογή του ενός από τα συστήματα αυτά δεδομένα μπορούν να αποτελούν σημείο αναφοράς στο πλαίσιο του ετέρου (βλ. απόφαση Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε, βάσει του καθεστώτος επιτηρήσεως και ποσοστώσεων παραγωγής, το οποίο περιγράφεται στη σκέψη 40 ανωτέρω, να εξακριβώσει τα σχετικά με την παραγωγή των χαλυβουργικών επιχειρήσεων πληροφοριακά στοιχεία για να καθορίσει αν η διατήρηση ή η αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων προκύπτουν από μη εγκεκριμένες κρατικές ενισχύσεις και, ενδεχομένως, αν δικαιολογείται να μειωθούν, κατά συνέπεια, οι χορηγηθείσες στις δικαιούχους επιχειρήσεις ποσοστώσεις.

43      Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η Επιτροπή δέχθηκε διάφορες εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς της προσφεύγουσας από τα τέλη του 1988, οι δε πρώτοι αφορούσαν το οικονομικό έτος 1987/1988. Οι ανακοινώσεις αυτές έγιναν, ειδικότερα, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την κατανομή ποσοστώσεων παραγωγής στην προσφεύγουσα.

44      Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι οι πρώτες εκθέσεις και ετήσιοι λογαριασμοί περιελάμβαναν, κατ’ ουσίαν, ανάλογα στοιχεία με αυτά που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς της προσφεύγουσας για τα έτη 1994/1995 και 1995/1996, τα οποία παρότρυναν την Επιτροπή να κινήσει την έρευνα η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ένα κεφάλαιο στο οποίο εμφανίζονται, στα διάφορα αυτά έγγραφα, τα αφορολόγητα αποθεματικά τα οποία πραγματοποίησε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3 του ZRFG.

45      Εντούτοις, η παρέλευση πολλών ετών μεταξύ της χρονικής στιγμής της κοινοποιήσεως της εκθέσεως πεπραγμένων και των ετήσιων λογαριασμών για το οικονομικό έτος 1987/1988 και της στιγμής κατά την οποία η Επιτροπή άσκησε την ελεγκτική της εξουσία δεν σημαίνει πρόδηλη παράλειψη ούτε καταφανή παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας υπό τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως.

46      Συγκεκριμένα, μόνον από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει σαφώς ότι όλα ή ορισμένα από τα εν λόγω αφορολόγητα αποθεματικά ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό των, κατά το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, ΕΚΑΧ, «ασυμβίβαστων με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα» κρατικών ενισχύσεων.

47      Επομένως, από τη μνεία του άρθρου 3 του ZRFG καθώς και τη σύντομη διευκρίνιση ως προς τις έκτακτες αποσβέσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει αυτού δεν δύναται να προκύψει σαφώς ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χορήγησε ενισχύσεις στην προσφεύγουσα μέσω σύνθετου μηχανισμού μειώσεως της φορολογικής βάσεως, ο οποίος συνίστατο, μεταξύ άλλων, στη σύσταση απαλλασσόμενων αποθεματικών ή έκτακτων αποσβέσεων κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών μετά από ορισμένες επενδύσεις.

48      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το απόσπασμα της ετήσιας εκθέσεως 1987/1988, το οποίο περιλαμβάνει διευκρίνιση ως προς τις νομικές βάσεις των έκτακτων αποθεματικών και αποσβέσεων, παραπέμπει σε πολλά γερμανικά νομοθετήματα που ίσχυαν την εποχή εκείνη, και, εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκε ότι η έκθεση αυτή δεν προβαίνει σε καμία κατανομή μεταξύ των ποσών των εν λόγω αποθεματικών και αποσβέσεων που αφορούν καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις.

49      Το αυτό ισχύει για τις λοιπές εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς τους οποίους διαβίβασε η προσφεύγουσα στην Επιτροπή, σχετικά με προηγούμενα οικονομικά έτη, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνουν κανένα πρόσθετο στοιχείο περί της προελεύσεως και της φύσεως των αφορολόγητων αποθεματικών και έκτακτων αποσβέσεων που είχε η προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του ZRFG.

50      Συνεπώς, κανένα από τα προβληθέντα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιχειρήματα δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα αυτά.

51      Επομένως, κατ’ αρχάς, το από 14 Δεκεμβρίου 1988 έγγραφο της Επιτροπής καθώς και η από 18 Δεκεμβρίου 1991 απόφασή της, τα οποία απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και με τα οποία έκρινε ότι τα αφορολόγητα αποθεματικά που συστήθηκαν βάσει του άρθρου 3 του ZRFG συνιστούν κρατικές ενισχύσεις οι οποίες υπόκεινται στην έγκρισή της, κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ), δεν ασκούν εν προκειμένω επιρροή.

52      Συγκεκριμένα, οι Συνθήκες ΕΚ και ΕΚΑΧ είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Επομένως, η Συνθήκη ΕΚ, όπως και το παράγωγο δίκαιο που θεσπίστηκε βάσει αυτής, δεν μπορούν να παράγουν αποτελέσματα στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, εφόσον οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ εφαρμόζονται μόνον επικουρικώς, όταν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση στη Συνθήκη ΕΚΑΧ (βλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Ωστόσο, τα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 51 ανωτέρω εκπονήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών ελέγχου του συμβατού κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ, κατόπιν της κοινοποιήσεως από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, βάσει της Συνθήκης αυτής, του καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με το άρθρο 3 του ZRFG. Επομένως, από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι αφορούν διαφορετικό τομέα από αυτόν που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαφοράς. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν δύνανται να άρουν τη δυσκολία της Επιτροπής να προσδιορίσει, βάσει μόνον των εκθέσεων πεπραγμένων και των ετήσιων λογαριασμών της προσφεύγουσας, που είχε στην κατοχή της, τυχόν ενισχύσεις τις οποίες έλαβε η προσφεύγουσα υπό μορφή αφορολόγητων αποθεματικών και έκτακτων αποσβέσεων, κατά παράβαση του κανόνα του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΕΚΑΧ.

54      Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το γεγονός ότι οι εν λόγω εκθέσεις και ετήσιοι λογαριασμοί κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασιών οι οποίες, σε αντίθεση προς αυτές που οδήγησαν στο έγγραφο και στην απόφαση για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 51 ανωτέρω, δεν είχαν συγκεκριμένα ως αντικείμενο τον έλεγχο κρατικών ενισχύσεων.

55      Παρεμφερείς διαπιστώσεις αφορούν το έγγραφο το οποίο απηύθυνε η Επιτροπή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 9 Μαρτίου 1987. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή ανέφερε τον ZRFG μόνον με σκοπό να καλέσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να της κοινοποιήσει τροποποιήσεις του καθεστώτος των χορηγηθεισών βάσει αυτού ενισχύσεων, τούτο δε σύμφωνα με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ. Εξάλλου, η απάντηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο έγγραφο αυτό, στις 16 Απριλίου 1987, δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η αλληλογραφία αυτή αφορά ενισχύσεις μη εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚ. Συναφώς, είναι, εξάλλου, σημαντικό ότι η μόνη διάταξη πρωτογενούς δικαίου της οποίας γίνεται μνεία στην απάντηση αυτή είναι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης ΕΚ.

56      Στη συνέχεια, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε, κατά την επικοινωνία της με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περί του θεσπισθέντος με τον ZRFG καθεστώτος ενισχύσεων, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν αφορούσαν τυχόν ενισχύσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, το άρθρο 6 του τρίτου κώδικα ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, εφαρμοστέο από την 1η Ιανουαρίου 1986 προέβλεπε κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο την υποχρέωση κοινοποιήσεως προς την Επιτροπή των ενισχύσεων που μπορεί να χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογή του ZRFG (αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, σκέψη 93).

57      Πρέπει, εξάλλου, να απορριφθεί το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιθυμούν να αντλήσουν από τη μαρτυρία του D. Becker περί των συναντήσεων στις οποίες έλαβε αυτός μέρος, το 1982, με μέλη της ομάδας εργασίας «Cadieux».

58      Πρώτον, μολονότι η μαρτυρία αυτή καταδεικνύει ότι η Επιτροπή, τότε, γνώριζε ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη ευνοηθεί από μέτρα ληφθέντα βάσει του ZRFG, το γεγονός ότι στη μαρτυρία αυτή γίνεται γενικώς μνεία των περιφερειακών ενισχύσεων δεν μπορεί, αντιθέτως, να αποδείξει ότι οι ενισχύσεις αυτές συνίσταντο σε έκτακτες αποσβέσεις και αφορολόγητα αποθεματικά βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, όπως αυτά που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, διάφορα είδη ενισχύσεων μπορούσαν να χορηγηθούν σε επιχειρήσεις βάσει του ZRFG.

59      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι δεν πραγματοποίησε έκτακτες αποσβέσεις και δεν συνέστησε αφορολόγητα αποθεματικά βάσει του ZRFG κατά τα οικονομικά έτη 1981/1982, 1982/1983 και 1983/1984. Επομένως, εν πάση περιπτώσει, οι χορηγούμενες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς την προσφεύγουσα ενισχύσεις δεν ήσαν συνεχείς μεταξύ της περιόδου η οποία προηγήθηκε των συναντήσεων, για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 57 ανωτέρω, και της χρονικής στιγμής κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε γνώση της εκθέσεως πεπραγμένων και των ετήσιων λογαριασμών της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 1987/1988.

60      Τρίτον, από τη μαρτυρία αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε ενστάσεις ως προς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα βάσει του ZRFG πριν από το 1982. Ωστόσο, δεν μπορεί βασίμως να αμφισβητηθεί ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, κατά τη χρονική αυτή στιγμή, να προβλέψει την αυστηροποίηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η οποία επήλθε τρία και πλέον έτη αργότερα, με την έκδοση του τρίτου κώδικα ενισχύσεων για τη χαλυβουργία. Επιπλέον, μολονότι, κατά την ίδια μαρτυρία, η Επιτροπή προέβαλε το ενδεχόμενο μεταβολής της εκτιμήσεώς της ως προς τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μεταγενέστερα στην προσφεύγουσα βάσει του ZRFG, λαμβάνοντας αποκλειστικώς υπόψη την προοπτική νέων αποφάσεων οι οποίες θα λαμβάνονταν επί των αιτήσεων χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του κώδικα ενισχύσεων για τη χαλυβουργία και, επομένως, μετά το πέρας των διαδικασιών που αφορούν ειδικώς τον έλεγχο των ενισχύσεων τις οποίες κοινοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Επιτροπή.

61      Ωστόσο, όσον αφορά το τελευταίο αυτό σημείο, σημειωτέον ότι όχι μόνον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αθέτησε την υποχρέωσή της κοινοποιήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, την οποία υπείχε δυνάμει του τρίτου κώδικα ενισχύσεων για τη χαλυβουργία, αλλά παρήλθαν σχεδόν τρία έτη μεταξύ του χρόνου ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κώδικα, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 1986, και του χρόνου κατά τον οποίο η Επιτροπή έλαβε την έκθεση πεπραγμένων και τους ετήσιους λογαριασμούς της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 1987/1988.

62      Επομένως, ακόμα και αν αποδειχθεί ότι η Επιτροπή, το 1982, γνώριζε τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο παρελθόν στην προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογή του ZRFG, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι κατέστη υπεύθυνη κατάφωρης παραλείψεως και πρόδηλης αθετήσεως της υποχρεώσεώς της επιμέλειας μη κινώντας διαδικασία ελέγχου του συμβατού των χορηγηθεισών στην προσφεύγουσα ενισχύσεων κατόπιν της παραλαβής, στα τέλη του έτους 1988, της εκθέσεως πεπραγμένων και των ετήσιων λογαριασμών της προσφεύγουσας για το οικονομικό έτος 1987/1988.

63      Η προσφεύγουσα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζουν ακόμα ότι η κατάφωρη παράλειψη και η πρόδηλη αθέτηση της υποχρεώσεως επιμέλειας της Επιτροπής προκύπτουν από το ότι η Επιτροπή έλαβε, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, διάφορες εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς της προσφεύγουσας.

64      Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν οι ανακοινώσεις αυτές έλαβαν χώρα και, ενδεχομένως, ποιες υπηρεσίες της Επιτροπής ήσαν αποδέκτες τους, αρκεί η επισήμανση ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι εν λόγω εκθέσεις και ετήσιοι λογαριασμοί περιελάμβαναν περισσότερες πληροφορίες από την έκθεση πεπραγμένων και τους ετήσιους λογαριασμούς για το οικονομικό έτος 1987/1988, από τους οποίους μπορεί να προκύψει σαφέστατα ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χορήγησε ενισχύσεις στην προσφεύγουσα υπό μορφή σύνθετου μηχανισμού μειώσεως της φορολογικής βάσεως μέσω έκτακτων αποσβέσεων ή αφορολόγητων αποθεματικών.

65      Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω, δεν πραγματοποίησε έκτακτες αποσβέσεις και δεν συνέστησε αφορολόγητα αποθεματικά βάσει του άρθρου 3 του ZRFG για τα οικονομικά έτη 1981/1982, 1982/1983 και 1983/1984, και, επομένως, δεν είχε λόγο να κάνει μνεία της διατάξεως αυτής στις σχετικές με την περίοδο αυτή εκθέσεις πεπραγμένων και ετήσιους λογαριασμούς της.

66      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή άρχισε να επιβάλλει κυρώσεις στις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπό μορφή φορολογικών πλεονεκτημάτων μόνον από το 1998, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Συγκεκριμένα, μόνο στο πλαίσιο των κρίσιμων για την υπόθεση διατάξεων της Συνθήκης ΕΚΑΧ καθώς και των ληφθέντων για την εφαρμογή της μέτρων, πρέπει να εκτιμηθεί ο χαρακτήρας συγκεκριμένου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, και όχι από απόψεως τυχόν προγενέστερης πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑57/00 P και C‑61/00 P, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9975, σκέψεις 52 και 53, και του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 177).

67      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή, στην προκειμένη περίπτωση, δεν καθυστέρησε απεριόριστα να ασκήσει τις εξουσίες της αθετώντας την υποχρέωση ασφάλειας δικαίου την οποία υπέχει και, συνεπώς, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

68      Επομένως, πρέπει να εξετασθούν οι τρεις λόγοι οι οποίοι, κατ’ ουσίαν, αφορούν τον υπολογισμό του ποσού των προς επιστροφή ενισχύσεων και τη μείωση του ποσού αυτού.

 Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως απορρέουσα από τον χαρακτηρισμό ορισμένων επενδύσεων ως εμπιπτουσών στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ

69      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία έλαβε βάσει του άρθρου 3 του ZRFG εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ενώ εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚ.

70      Τα πλεονεκτήματα αυτά αφορούν επενδύσεις αντιστοιχούσες στο 1,3 % των συνολικών επιδοτούμενων βάσει του άρθρου 3 του ZRFG επενδύσεων και δόθηκαν υπέρ «αυτοτελών κέντρων κέρδους» της προσφεύγουσας, ήτοι σε ίδρυμα κοινωνικού χαρακτήρα (Sozialwirtschaft), σε εργοστάσιο καθαρισμού του ύδατος (Wasserwerke), σε χυτήριο (Gießerei) καθώς και σε εργαστήριο κατασκευής σωλήνων (Rohrwerk). Όσον αφορά το ίδρυμα επαγγελματικής καταρτίσεως (berufliche Bildung), για το οποίο γίνεται λόγος στο σημείο 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι, πλέον, δεν θεωρεί ότι οι σχετικές με το ίδρυμα αυτό επαγγελματικής καταρτίσεως επενδύσεις δεν αφορούσαν τις χαλυβουργικές δραστηριότητές της. Επομένως, ο χαρακτηρισμός των σχετικών με την εν λόγω εγκατάσταση ενισχύσεων δεν αποτελεί πλέον το αντικείμενο της προσφυγής της προσφεύγουσας.

71      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι βασίστηκε κυρίως στους ισχυρισμούς της UK Steel Association, κατά τους οποίους οι δραστηριότητες της προσφεύγουσας, οι οποίες δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, εντάσσονται στον τομέα ΕΚΑΧ της παραγωγής της, προκειμένου να περιλάβει τα εν λόγω πλεονεκτήματα στη βάση υπολογισμού των ενισχύσεων, χωρίς ωστόσο να εξακριβώσει τη βασιμότητά τους. Ωστόσο, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι οι δραστηριότητές της, οι οποίες δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, διακρίνονται των δραστηριοτήτων της ΕΚΑΧ, τόσο στην πράξη όσο και λογιστικώς. Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 3 του ZRFG στις άσχετες προς τη Συνθήκη ΕΚΑΧ δραστηριότητές της πρέπει να εκτιμηθεί μόνον από απόψεως της Συνθήκης ΕΚ.

72      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι, πράγματι, τα απορρέοντα από την εφαρμογή των επίμαχων φορολογικών μέτρων κέρδη στους τομείς δραστηριότητας που δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ μεταβιβάστηκαν σε τομείς καλυπτόμενους από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ. Εν πάση περιπτώσει, καταστρατήγηση τέτοιου είδους είναι αδύνατη εν προκειμένω, εφόσον, για τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 του ZRFG έκτακτες αποσβέσεις, οι συναφείς επενδύσεις πρέπει να έχουν εκ των προτέρων πραγματοποιηθεί και αποδειχθεί.

73      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

74      Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή βασίστηκε κατ’ ουσίαν στους μη επαληθευθέντες ισχυρισμούς της UK Steel Association περί της ενσωματώσεως των διαφόρων δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας. Όπως προκύπτει από το γράμμα του σημείου 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκανε, πράγματι, μνεία των ισχυρισμών αυτών μόνον επικουρικώς, εφόσον η απόφασή της βασιζόταν και σε άλλους λόγους.

75      Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι δυνάμει των άρθρων 80 ΑΧ και 81 ΑΧ, μόνον οι επιχειρήσεις που ασκούν παραγωγική δραστηριότητα στον τομέα του άνθρακα και του χάλυβα υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, συναφώς, μόνο τα απαριθμούμενα στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚΑΧ προϊόντα καλύπτονται από τις εκφράσεις «άνθρακας» και «χάλυβας». Επομένως, μια επιχείρηση υπόκειται στην απαγόρευση του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, AX μόνο στο μέτρο που ασκεί τέτοια παραγωγική δραστηριότητα (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1959, 14/59, Société des fonderies de Pont-à-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 351, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C‑334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1139, σκέψη 78).

76      Συνομολογείται ότι η προσφεύγουσα, εφόσον ασκεί παραγωγική δραστηριότητα στον τομέα του χάλυβα, είναι χαλυβουργική επιχείρηση πληρούσα τον ορισμό του άρθρου 80 AΧ.

77      Πάντως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση ασκεί, όπως εν προκειμένω, δραστηριότητες παραγωγής στον τομέα του χάλυβα δεν συνεπάγεται ότι το σύνολο των δραστηριοτήτων της πρέπει να θεωρηθεί ως υπαγόμενο στη Συνθήκη ΕΚΑΧ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2001, T‑6/99, ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1523, σκέψη 60).

78      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που παράγουν τόσο προϊόντα υπαγόμενα στη Συνθήκη ΕΚΑΧ όσο και προϊόντα υπαγόμενα στη Συνθήκη ΕΚ, η εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚΑΧ σε ενισχύσεις για στήριξη τομέα παραγωγής μη εμπίπτοντος στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ μπορεί να δικαιολογείται όταν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος εκτροπής των ενισχύσεων αυτών προς δραστηριότητες παραγωγής εμπίπτουσες στο εν λόγω πεδίο εφαρμογής. Συγκεκριμένα, ενόψει, αφενός, των ιδιαιτεροτήτων του τομέα της σιδηρουργίας και, αφετέρου, της αυστηρής και απόλυτης απαγορεύσεως κρατικών ενισχύσεων βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ, θα αντέβαινε προς τον σκοπό του συστήματος που προβλέπει η Συνθήκη ΕΚΑΧ να υποβάλλεται στους λιγότερο αυστηρούς κανόνες της Συνθήκης ΕΚ η εξέταση των ενισχύσεων οι οποίες ενδέχεται να χορηγούνται σε υπαγόμενους στη Συνθήκη ΕΚΑΧ τομείς παραγωγής μιας επιχειρήσεως (απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 84).

79      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι συντρέχει πράγματι εκτροπή των σχετικών με επενδύσεις μη εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ φορολογικών πλεονεκτημάτων προς δραστηριότητες ΕΚΑΧ, εφόσον αρκεί συναφώς η απόδειξη υπάρξεως κινδύνου καταστρατηγήσεως.

80      Ωστόσο, δυνάμει της παρατεθείσας στη σκέψη 78 ανωτέρω νομολογίας, ο εν λόγω κίνδυνος πρέπει να είναι υποστατός. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται, μεταξύ άλλων, αν «η οργάνωση των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις έτσι ώστε να αποκλείεται η εκτροπή των επίμαχων επενδυτικών ενισχύσεων στις καλυπτόμενες από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ δραστηριότητες παραγωγής της και, επομένως, ο επηρεασμός του ανταγωνισμού στην καλυπτόμενη από την εν λόγω Συνθήκη αγορά» (απόφαση ESF Elbe-Stahlwerke Feralpi κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 74). Επομένως, ο κίνδυνος εκτροπής πρέπει να αποδεικνύεται με σοβαρές ενδείξεις εκ των οποίων ευλόγως να προκύπτει ότι οι ενισχύσεις δύνανται, ενόψει των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, να αποτελέσουν το αντικείμενο εκτροπής προς δραστηριότητες ΕΚΑΧ της οικείας σιδηρουργικής επιχειρήσεως.

81      Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή προσδιόρισε δύο στοιχεία βάσει των οποίων, κατά την άποψή της, δύναται να αποδειχθεί ο κίνδυνος εκτροπής. Πρώτον, διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα έλαβε υπόψη της τις έκτακτες αποσβέσεις και, κατά συνέπεια, τις συναφείς ενισχύσεις μόνο «συνολικώς», και όχι σε επίπεδο των κέντρων κέρδους. Δεύτερον, η Επιτροπή παρατήρησε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το κοινωφελές ίδρυμα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικώς για δραστηριότητες μη εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

82      Ως προς το πρώτο στοιχείο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν ορισμένες επενδύσεις, επί των οποίων εφαρμόστηκε το άρθρο 3 του ZRFG μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας που δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η προσφεύγουσα δεν τηρεί πάντως χωριστή λογιστική για τέτοιου είδους δραστηριότητες και για τις εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚΑΧ δραστηριότητες. Επομένως, στο επίπεδο του ομίλου SAG μπορούσε να γίνει εκτροπή των ενισχύσεων προς παραγωγικές δραστηριότητες ΕΚΑΧ.

83      Η τελευταία αυτή διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισε στην Επιτροπή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με την από 28 Μαρτίου 2000 ανακοίνωσή της, σχετικά με «τις αρχές του εσωτερικού αναλυτικού συστήματος λογιστικής της Salzgitter». Συγκεκριμένα, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι οι έκτακτες αποσβέσεις δεν καταχωρίζονται λογιστικώς από τα «αυτόνομα κέντρα κέρδους», για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 70 ανωτέρω. Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να αποδειχθεί ότι, παρά τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία, καταχώριζε τις έκτακτες αποσβέσεις, αναλόγως του αν αφορούν δραστηριότητες εμπίπτουσες στη Συνθήκη ΕΚ ή στη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

84      Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι αποκλείεται η ύπαρξη κινδύνου εκτροπής όσον αφορά μέτρα στηρίξεως επενδύσεων όπως αυτά που αποτελούν τον πυρήνα της υπό κρίση διαφοράς. Συγκεκριμένα, μολονότι είναι αληθές ότι τα εξ αυτών απορρέοντα πλεονεκτήματα συνδέονται με συγκεκριμένη επένδυση, το όφελος από τον μηχανισμό του άρθρου 3 του ZRFG δεν εξαρτάται από τον τομέα δραστηριότητας της δικαιούχου επιχειρήσεως. Η προσφεύγουσα απολαύει φορολογικών πλεονεκτημάτων βάσει της διατάξεως αυτής λόγω του γεγονότος και μόνον ότι διαθέτει ιδρύματα στην Zonenrandgebiet, ανεξαρτήτως του τομέα δραστηριότητας εντός του οποίου πραγματοποιούνται οι επιδοτούμενες επενδύσεις.

85      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ελλείψει χωριστής λογιστικής της προσφεύγουσας, διαπίστωσε ότι είναι πολύ πιθανό ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν για δραστηριότητες της προσφεύγουσας που δεν εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ να εκτράπηκαν προς δραστηριότητές της που εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ και, συνεπώς, δεν προέβη συναφώς σε διάκριση κατά τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού των επίμαχων ενισχύσεων.

86      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο λόγος που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως, η οποία έγκειται στον χαρακτηρισμό ορισμένων επενδύσεων ως εμπιπτουσών στη Συνθήκη ΕΚΑΧ.

 Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι ορισμένες επενδύσεις αφορούσαν την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας

87      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι πραγματοποίησε επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος συνολικού ύψους 332 εκατομμυρίων DEM, κατανεμηθείσες σε 44 σχέδια, μεταξύ 1985/1986 και 1994/1995. Οι διάφορες αυτές επενδύσεις αφορούν είτε εκσυγχρονισμό των παλαιών εγκαταστάσεων ενόψει προσαρμογής σε υποχρεωτικές νέες προδιαγραφές είτε εκσυγχρονισμό των παλαιών εγκαταστάσεων ή νέες επενδύσεις βάσει των οποίων μπορεί να επιτευχθεί υψηλότερο επίπεδο προστασίας, ελλείψει υποχρεωτικών κανόνων.

88      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κακώς η Επιτροπή δεν ενέκρινε τα φορολογικά πλεονεκτήματα που της χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τις εν λόγω επενδύσεις. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τον επιδιωκόμενο με τα πλεονεκτήματα αυτά σκοπό προστασίας του περιβάλλοντος και, κατά συνέπεια, να εκτιμήσει τη δυνατότητα να τα εγκρίνει βάσει των κωδίκων για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Η Επιτροπή έλαβε ανεπαρκώς υπόψη τα έγγραφα που της προσκόμισε η προσφεύγουσα καθώς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από τα οποία προκύπτει ότι οι επίμαχες επενδύσεις αποσκοπούν συγκεκριμένα στη μείωση του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον.

89      Στη συνέχεια, με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα τονίζει ότι ορισμένες επενδύσεις τις οποίες πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό των επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος κατά το άρθρο 7, στοιχείο d, του «Einkommensteuergesetz» (νόμου για τη φορολογία εισοδήματος, στο εξής: EStG) και, βάσει αυτού, θα δημιουργούσαν, τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, δικαίωμα σε έκτακτες αποσβέσεις ανάλογες με τις απορρέουσες από το άρθρο 3 του ZRFG. Πάντως, συνομολογείται ότι το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG θεσπίζει φορολογικό καθεστώς γενικής εφαρμογής σε όλη τη Γερμανία και όχι μόνον στην Zonenrandgebiet.

90      Η προσφεύγουσα προβάλλει συναφώς αιτίαση αντλούμενη από έλλειψη αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τίνι τρόπω τα συνδεόμενα με τις έκτακτες αποσβέσεις πλεονεκτήματα, για τα οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη, τα οποία εμπίπτουν συγχρόνως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του ZRFG και του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, πληρούν την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας. Επομένως, από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους τα ληφθέντα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990 από την προσφεύγουσα πλεονεκτήματα, βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, για τις επενδύσεις που αφορούν τη μείωση του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον, δύνανται να χαρακτηρισθούν ως ενισχύσεις κατά το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, AΧ.

91      Με τη δεύτερη αιτίασή της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα τα οποία έλαβε βάσει των έκτακτων αποσβέσεων που πραγματοποίησε, και οι οποίες, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, πληρούσαν τόσο τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3 του ZRFG όσο και τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις εφόσον δεν είναι επιλεκτικά.

92      Τέλος, με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε προσηκόντως, στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, τα πολυάριθμα έγγραφα και τις διευκρινίσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επ’ ευκαιρία της διοικητικής διαδικασίας προς απόδειξη του συμβατού των συναφώς χορηγηθεισών ενισχύσεων. Επομένως, το μέρος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένο.

93      Η Επιτροπή αντικρούει τις επικρίσεις αυτές. Ειδικότερα, διατείνεται ότι εξέθεσε λεπτομερώς στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούσε να εγκρίνει τις ενισχύσεις τις οποίες η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έλαβε για επενδύσεις αποσκοπούσες στην προστασία του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας χορήγησε τις επίμαχες επενδύσεις χωρίς να εξακριβώσει αν ήσαν απαραίτητες για την προστασία του περιβάλλοντος. Συνεπώς, ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Γερμανική Κυβέρνηση είναι σε θέση να αποδείξουν ότι οι επενδύσεις αυτές ήσαν απαραίτητες για την προστασία του περιβάλλοντος.

94      Συναφώς, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι, στα σημεία της αποφάσεως Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, τα οποία δεν ακύρωσε το Δικαστήριο, το Πρωτοδικείο έκρινε, γενικώς, ότι ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα απορρέοντα από το άρθρο 3 του ZRFG φορολογικά μέτρα, από τα οποία ωφελήθηκε η προσφεύγουσα, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις ασύμβατες με την κοινή αγορά.

95      Το Πρωτοδικείο κατέληξε στην κρίση αυτή στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγου, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, τον χαρακτηρισμό των ληφθέντων βάσει του άρθρου 3 του ZRFG πλεονεκτημάτων ως κρατικών ενισχύσεων καθώς και την πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή μη δηλώνοντας το σύνολο των επίμαχων ενισχύσεων ως συμβατών με τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, βάσει του άρθρου 95 ΑΧ.

96      Εφόσον, πάντως, το Πρωτοδικείο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί της αιτιάσεως σχετικά με το ότι δεν ελήφθη επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες επενδύσεις της προσφεύγουσας αποσκοπούσαν στην προστασία του περιβάλλοντος, θεωρείται ότι το μέρος της συλλογιστικής του, για το οποίο γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη, δεν ασκεί επιρροή στη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στα δύο πρώτα σκέλη του παρόντος λόγου. Το αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητάς της, για την πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους, που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως περί της επιλεκτικότητας των πλεονεκτημάτων που καλύπτονται τόσο από το καθεστώς του άρθρου 3 του ZRFG καθώς και του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG.

97      Αντιθέτως, το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο αφορά γενικότερα τη μη επαρκή αιτιολογία του μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως περί των επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, συγχέεται, κατ’ ουσίαν, με μία από τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη του όγδοου λόγου. Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό στο σύνολό του, στη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, και το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την εν λόγω πτυχή της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου με την αναιρετική του απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από τη μη ύπαρξη εγκρίσεως των ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος

98      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, διευκρινίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς της Ένωσης, η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός αυτός δεν δικαιολογεί τον αποκλεισμό επιλεκτικών μέτρων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C‑409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1487, σκέψη 54).

99      Συγκεκριμένα, για να καθορισθεί αν ένα εθνικό μέτρο δύναται να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, σημασία έχουν τα αποτελέσματά του και όχι ο σκοπός του (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4551, σκέψη 20, και της 17ης Ιουνίου 1999, C‑75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑3671, σκέψη 25· απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2008, T‑254/00, T‑270/00 και T‑277/00, Hôtel Cipriani κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑3269, σκέψη 195). Επομένως, ο σκοπός της προστασίας του περιβάλλοντος τον οποίο επιδιώκουν οι κρατικές παρεμβάσεις δεν αρκεί ώστε να αποκλείεται εκ προοιμίου ο χαρακτηρισμός τους ως «ενισχύσεων» (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10505, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

100    Πάντως, η ανάλυση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην ανάλυση των προϋποθέσεων υπό τις οποίες, στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα που χρηματοδοτούνται από κράτος μέλος, από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή από κρατικούς πόρους μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνες προς την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς κατ’ εφαρμογή του κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑166/01, Lucchini κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2875, και της 25ης Σεπτεμβρίου 1997, T‑150/95, UK Steel Association κατά Επιτροπής, σ. II‑1433).

101    Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι το Πρωτοδικείο, σε ένα μέρος της αποφάσεως Salzgitter κατά Επιτροπής, σκέψη 7 ανωτέρω, το οποίο δεν ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, απέρριψε τον λόγο ο οποίος αφορά τη μη έγκριση των επίμαχων ενισχύσεων βάσει του άρθρου 95 ΑΧ.

102    Επομένως η εξέταση της παρούσας αιτιάσεως αφορά αποκλειστικώς το ζήτημα κατά πόσον οι σχετικές με τις επενδύσεις ενισχύσεις, για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 87 ανωτέρω, δύνανται να επιτραπούν δυνάμει ενός από τους κώδικες ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ περί κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες παρέχουν επί μονίμου βάσεως στην Επιτροπή την εξουσία να αποφαίνεται επί του συμβατού τους, οι κώδικες περί των ενισχύσεων παρέχουν την εξουσία αυτή στην Επιτροπή μόνο για καθορισμένη περίοδο.(βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 115, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαρτίου 1998, T‑129/96, Preussag Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑609, σκέψη 43).

104    Επομένως, αν οι ενισχύσεις δεν κοινοποιηθούν στην Επιτροπή εντός της περιόδου που προβλέπει προς κοινοποίηση ένας κώδικας, η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να αποφανθεί επί του συμβατού των ενισχύσεων αυτών σε σχέση με τον εν λόγω κώδικα (βλ. απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 1999, T‑158/96, Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3927, σκέψεις 61 και 62). Συνεπώς, άπαξ και η περίοδος εφαρμογής του κώδικα εκπνεύσει, η Επιτροπή δεν έχει πλέον την εξουσία να επιτρέψει, δυνάμει των προβλεπομένων παρεκκλίσεων, στο πλαίσιο του κώδικα αυτού, μια μη γνωστοποιηθείσα ενίσχυση για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (βλ., συναφώς, την απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1985, 214/83, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 3053, σκέψη 47). (βλ. απόφαση Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Εξάλλου, από την αρχή της ασφάλειας δικαίου προκύπτει ότι το συμβατό των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, στο πλαίσιο των κωδίκων για ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν κατά την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής των ενισχύσεων αυτών. Συναφώς, οι ουσιαστικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται ως αφορώντες καταστάσεις διαμορφωθείσες προ της ενάρξεως της ισχύος τους μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοιο αποτέλεσμα (βλ. απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψεις 117 έως 119 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι ενισχύσεις δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο κοινοποιήσεως στην Επιτροπή από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατ’ αθέτηση της υποχρεώσεως την οποία υπέχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετά την έναρξη ισχύος του τρίτου κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Επιπλέον, οι κώδικες ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, οι οποίοι ήσαν εφαρμοστέοι κατά τον χρόνο χορηγήσεως των ενισχύσεων αυτών δεν ίσχυαν πλέον κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή επισήμανε, στη σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν μπορούσε πλέον να επιτρέψει τις επίμαχες ενισχύσεις βάσει των μη ισχυόντων πλέον κωδίκων ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

107    Πρέπει, ωστόσο, να εκτιμηθεί, κατά την υπομνησθείσα στη σκέψη 105 ανωτέρω νομολογία, αν η έγκριση αυτή μπορεί να βασιστεί στον έκτο κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, ο κώδικας αυτός προβλέπει, στο άρθρο 3, ότι οι ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος είναι δυνατόν να κριθούν συμβατές με την κοινή αγορά υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τους κανόνες που έχουν θεσπισθεί στο κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως εκτίθενται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 10ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ C 72, σ. 3), σύμφωνα με τα κριτήρια εφαρμογής στον χαλυβουργικό τομέα της ΕΚΑΧ, που καθορίζονται στο παράρτημα του εν λόγω κώδικα.

108    Η αναδρομική εφαρμογή του έκτου κώδικα των ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, δυνάμει της ίδιας νομολογίας, είναι πάντως δυνατή μόνον αν το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει σαφώς από το γράμμα του, τους σκοπούς του ή την οικονομία του.

109    Ωστόσο, από καμία διάταξη του εν λόγω κώδικα δεν προκύπτει ότι μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικώς. Επιπλέον, από την οικονομία και τους σκοπούς των διαδοχικών κωδίκων ενισχύσεων προκύπτει ότι κάθε ένας από αυτούς θεσπίζει κανόνες για την προσαρμογή της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα στους στόχους των άρθρων 2 ΑΧ, 3 ΑΧ και 4 ΑΧ σε συνάρτηση με τις υφιστάμενες σε συγκεκριμένη περίοδο ανάγκες. Συνεπώς, η εφαρμογή κανόνων που θεσπίσθηκαν σε συγκεκριμένη περίοδο, σε συνάρτηση με την υφιστάμενη κατ’ εκείνη την περίοδο κατάσταση, επί ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης περιόδου δεν ανταποκρίνεται στην οικονομία και στους σκοπούς μιας τέτοιου είδους ρυθμίσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 120).

110    Συνεπώς, η Επιτροπή, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούσε να εγκρίνει τις χορηγηθείσες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην προσφεύγουσα ενισχύσεις για την περίοδο μεταξύ των οικονομικών ετών 1985/1986 και 1994/1995 ούτε βάσει των κωδίκων ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, οι οποίοι ίσχυαν διαδοχικώς κατά τη διάρκεια των εν λόγω οικονομικών ετών, ούτε βάσει του έκτου κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

111    Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη μη ύπαρξη επιλεκτικότητας των φορολογικών πλεονεκτημάτων που έλαβε η προσφεύγουσα για τις επενδύσεις που αποσκοπούσαν στην προστασία του περιβάλλοντος οι οποίες, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του ZRFG και του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την έλλειψη αιτιολογίας

112    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το άρθρο 253 ΕΚ, η οποία μπορεί να ισχύσει και στο άρθρο 15 ΑΧ, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C‑501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑6717, σκέψη 73).

113    Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 235 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 112 ανωτέρω, σκέψη 73· βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86, και της 15ης Μαΐου 1997, C‑278/95 P, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2507, σκέψη 17).

114    Επιπλέον, έστω και αν η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναλύσει, στην αιτιολογία των αποφάσεων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, όλα τα πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία καθώς και τη συλλογιστική που την οδήγησαν στη λήψη της αποφάσεώς της, εντούτοις υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αναφέρει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον δικαστή της Ένωσης και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τις περιστάσεις υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως του χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως επιτάσσει να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2009, C‑494/06 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, Συλλογή 2009, σ. I‑3639, σκέψη 49· απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T‑214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑717, σκέψη 64, και T‑16/96, Cityflyer Express κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑757, σκέψη 66).

116    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως πρέπει να καθορίζεται με αποκλειστικό κριτήριο τα αποτελέσματα μιας κρατικής παρεμβάσεως (αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 79, και British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 85· απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑55/99, CETM κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3207, σκέψη 53). Επομένως, υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, κρατική ενίσχυση προϋποθέτει ότι, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής έναντι άλλων οι οποίοι βρίσκονται, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο καθεστώς, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001, C‑143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. I‑8365, σκέψη 41· της 29ης Απριλίου 2004, C‑308/01, GIL Insurance κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. I‑4777, σκέψη 68, και της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 40).

117    Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η ιδιαιτερότητα ή η επιλεκτικότητα κρατικού μέτρου συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως και στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1998, C‑200/97, Ecotrade, Συλλογή 1998, σ. I‑7907, σκέψη 34), παρά το γεγονός ότι στο άρθρο 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ δεν γίνεται σαφώς μνεία του κριτηρίου αυτού. Από την αρχή αυτή, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει στη δικαιούχο επιχείρηση κύρωση μη προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, απαιτώντας την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από αυτό που αναλογεί στην ενίσχυση την οποία πράγματι έλαβε, τούτο δε μάλιστα ακόμα και αν τεθεί σε εφαρμογή πολύ χρόνο μετά τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως (απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψη 65, και απόφαση CETM κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 164).

118    Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG θέσπιζε, τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου οι γερμανικές επιχειρήσεις μπορούσαν να πραγματοποιούν έκτακτες αποσβέσεις επί των επενδύσεων που πραγματοποιούνται για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο ισχύει για το σύνολο του γερμανικού εδάφους και, επομένως, και για την Zonenrandgebiet. Πάντως, τα εν λόγω φορολογικά πλεονεκτήματα, τα οποία προσομοιάζουν από απόψεως τύπου και χρηματοπιστωτικών συνεπειών με τις έκτακτες αποσβέσεις που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του ZRFG, δεν συντρέχουν σωρευτικώς με τις έκτακτες αποσβέσεις για μια δεδομένη επένδυση.

119    Συναφώς, διαπιστώνεται ασφαλώς ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με το από 10 Μαΐου 1999 έγγραφο το οποίο απηύθυνε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της κινηθείσας από την Επιτροπή διαδικασίας περί των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, εξέθεσε τα κύρια χαρακτηριστικά του καθεστώτος φορολογικών πλεονεκτημάτων για τις επενδύσεις προστασίας του περιβάλλοντος, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG. Επομένως, διευκρίνισε ότι το καθεστώς αυτό επέτρεπε έκτακτες αποσβέσεις συγκρίσιμες με αυτές του άρθρου 3 του ZRFG και επισήμανε ότι το καθεστώς αυτό εμπίπτει στο γενικό φορολογικό δίκαιο και, επομένως, μπορεί να εφαρμόζεται σε κάθε επιχείρηση στη Γερμανία πραγματοποιούσα επενδύσεις πληρούσες τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διευκρίνισε επίσης ότι τέτοιου είδους φορολογικά πλεονεκτήματα συνιστούν εναλλακτική λύση των φορολογικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το άρθρο 3 του ZRFG και το όριο των εκτάκτων αποσβέσεων καθορίζεται, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, στο 50 %. Τέλος, στο ίδιο έγγραφο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογράμμισε ότι διάφορες επενδύσεις τις οποίες πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά την επίδικη περίοδο, η φύση και το ποσό των οποίων αναφέρονταν λεπτομερώς στο παράρτημα 2 του εγγράφου αυτού, πληρούσαν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του θεσπισθέντος με το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG καθεστώτος. Το περιεχόμενο του αποσπάσματος αυτού του εγγράφου της 10ης Μαΐου 1999 επαναλήφθηκε στο παράρτημα εγγράφου το οποίο απηύθυνε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Επιτροπή στις 17 Ιανουαρίου 2000.

120    Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με το από 14 Οκτωβρίου 1999 έγγραφο που απηύθυνε στην Επιτροπή, επέφερε ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις ως προς τις επενδύσεις που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα, οι οποίες αποσκοπούσαν στη μείωση του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον, όσον αφορά, ειδικότερα, τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, τη συμβολή τους στην προστασία του περιβάλλοντος καθώς και το συγκεκριμένο μέρος που αντιπροσωπεύει η προστασία του περιβάλλοντος στο συνολικό ποσό καθεμίας από τις επενδύσεις αυτές.

121    Ωστόσο, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν προέβαλε ότι η συνύπαρξη του θεσπισθέντος με το άρθρο 3 του ZRFG και του θεσπισθέντος με το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG συστήματος μπορούσε να εξαλείψει την επιλεκτικότητα μέρους των επίμαχων πλεονεκτημάτων, τα οποία έλαβε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, δεν προκύπτει από τη δικογραφία και δεν προβλήθηκε καν ότι η προσφεύγουσα εξέθεσε τέτοιο επιχείρημα με την ευκαιρία των επαφών που είχε με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού και σύμφωνα με τις υπομνησθείσες στη σκέψη 113 ανωτέρω αρχές, θεωρείται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αιτιολογήσει συγκεκριμένα την προσβαλλομένη απόφαση περί της προβληθείσας από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής επιλεκτικότητας.

122    Επομένως, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, τούτο δε χωρίς να χρειάζεται να εκτιμηθεί αν η αιτιολογία αυτή προκύπτει από τις προσκομισθείσες από την Επιτροπή διευκρινίσεις στις σκέψεις 134 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη επιλεκτικότητα μέρους των επίμαχων πλεονεκτημάτων

123    Στη συνέχεια, η δεύτερη αιτίαση, η οποία αφορά την πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή περιλαμβάνοντας στη βάση υπολογισμού των επίμαχων ενισχύσεων τα φορολογικά πλεονεκτήματα που έλαβε η προσφεύγουσα βάσει των επενδύσεων, οι οποίες αποσκοπούσαν στη μείωση του αντίκτυπου των δραστηριοτήτων της στο περιβάλλον και ενέπιπταν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, στο πεδίο εφαρμογής τόσο του άρθρου 3 του ZRFG όσο και του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, εφόσον αυτά δεν είναι επιλεκτικά, δεν μπορεί να ευοδωθεί.

124    Πρώτον, τονίζεται ότι, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε συγκεκριμένα ότι ορισμένες επενδύσεις τις οποίες πραγματοποίησε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής του καθεστώτος εκτάκτων αποσβέσεων που θεσπίζει το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG.

125    Δεύτερον, το ευεργέτημα των φορολογικών πλεονεκτημάτων του άρθρου 3 του ZRFG εξαρτιώταν αποκλειστικώς από γεωγραφική προϋπόθεση, ήτοι τον εντοπισμό της βιομηχανικής εγκαταστάσεως στην Zonenrandgebiet. Από το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει ότι οι έκτακτες αποσβέσεις και τα αφορολόγητα αποθεματικά εξαρτώνταν από την πραγματοποίηση επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος.

126    Τρίτον, εφόσον επιβεβαιώθηκε με τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, οι οποίες εκδόθηκαν στην παρούσα διαφορά, ότι το καθεστώς αυτό οδήγησε στη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπέρ της προσφεύγουσας, οι εν λόγω ενισχύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν συγχρόνως ως μέτρα γενικής ισχύος, μη εμπίπτοντα στην απαγόρευση του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ, καθόσον έχουν ως αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 99 ανωτέρω, για να καθορισθεί αν εθνικό μέτρο εμπίπτει στον χαρακτηρισμό κρατικής ενισχύσεως, σημασία δεν έχει το αντικείμενό του, αλλά τα αποτελέσματά του. Ωστόσο, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 3 του ZRFG έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα λήψεως φορολογικών πλεονεκτημάτων ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας του περιβάλλοντος, ενδεχομένως, με τις επενδύσεις που ετύγχαναν εκτάκτων αποσβέσεων.

127    Το γεγονός ότι, σε ορισμένες ετήσιες εκθέσεις της προσφεύγουσας, γίνεται μνεία του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, υποδηλώνοντας ότι, βάσει του άρθρου αυτού, η προσφεύγουσα μπόρεσε να πραγματοποιήσει αφορολόγητα αποθεματικά, δεν διακυβεύει το εν λόγω συμπέρασμα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι τα ληφθέντα βάσει αυτού πλεονεκτήματα δεν σωρεύονται με αυτά που έλαβε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3 του ZRFG και, επομένως, αποκλείονται κατ’ ανάγκη από αυτά. Από την εξέταση των ετήσιων εκθέσεων προκύπτει μάλλον ότι η προσφεύγουσα προέβαλε, για διάφορες επενδύσεις, διαφορετικά ποσά, σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, και σε διαφορετικούς ισολογισμούς, άλλοτε το άρθρο 3 του ZRFG και άλλοτε το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG.

128    Τέλος, τέταρτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το άρθρο 3 του ZRFG δεν μπορεί να εξομοιωθεί με το άρθρο 7, στοιχείο d, του EStG. Συγκεκριμένα, όπως δέχεται η προσφεύγουσα, οι έκτακτες αποσβέσεις του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG είχαν εφαρμογή, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, σε κάθε επιχείρηση η οποία πραγματοποιούσε στη Γερμανία επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις. Ωστόσο, όπως επίσης δέχεται η προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή δεν εξαρτιώταν, αντιθέτως προς το άρθρο 3 του ZRFG, από την προϋπόθεση εντοπισμού των επενδύσεων σε συγκεκριμένο από γεωγραφική άποψη έδαφος της Γερμανίας. Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των μέτρων του άρθρου 3 του ZRFG ουδόλως συνδέονταν με τον περιβαλλοντικό ή οικολογικό σκοπό των επιδοτούμενων επενδύσεων, αλλά απλώς με τον εντοπισμό τους σε μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις της Zonenrandgebiet. Πάντως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα θα μπορούσε, ενδεχομένως, να λάβει τα πλεονεκτήματα του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, αν δεν είχε ευεργετηθεί του θεσπισθέντος με το άρθρο 3 του ZRFG καθεστώτος, όπως προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεν σημαίνει ότι τα πλεονεκτήματα που έλαβε η προσφεύγουσα βάσει του άρθρου 3 του ZRFG δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των ενισχύσεων βάσει αυτού δεν διαφέρουν από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG.

129    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στις σκέψεις 111 και 122 ανωτέρω συμπερασμάτων, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αντλείται από προβαλλόμενη πλάνη εκτιμήσεως περί του ορισμού του καθοριστικού προεξοφλητικού επιτοκίου, από ασάφεια ως προς τη συνεκτίμηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών και από έλλειψη αιτιολογίας

130    Εισαγωγικώς, σημειωτέον ότι η Επιτροπή δέχεται, εν προκειμένω, ότι δεν μπόρεσε να καθορίσει το ακαθάριστο ποσό των χορηγηθεισών ενισχύσεων. Εντούτοις, για τον υπολογισμό της εντάσεως των επίμαχων ενισχύσεων, δέχθηκε τρία στοιχεία υπολογισμού βάσει των οποίων μπορεί να καθοριστεί το ποσό των επενδυτικών ενισχύσεων που πρέπει να επιστραφούν (στο εξής: καθαρό ισοδύναμο επιχορηγήσεως). Κατά τα σημεία 93 έως 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα τρία αυτά στοιχεία είναι ο φορολογικός συντελεστής, το προεξοφλητικό επιτόκιο (ή επιτόκιο αναφοράς) και η φύση των πραγματοποιούμενων επενδύσεων.

131    Με τον παρόντα λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, πρώτον, τα προεξοφλητικά επιτόκια που δέχθηκε η Επιτροπή. Δεύτερον, φρονεί ότι η απόφαση είναι ασαφής όσον αφορά το μέτρο σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδυνάμου επιχορηγήσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά τον ορισμό του καθοριστικού προεξοφλητικού επιτοκίου

132    Από το σημείο 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το προεξοφλητικό επιτόκιο για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδυνάμου επιχορηγήσεως είναι «το επιτόκιο αναφοράς για τις περιφερειακές ενισχύσεις το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εκάστοτε ενισχύσεως». Καθόσον η καταβολή των ενισχύσεων έγινε τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα, η Επιτροπή δέχθηκε διαφορετικό επιτόκιο για κάθε έτος μεταξύ 1986 και 1995, το οποίο ίσχυε για τη Γερμανία, τούτο δε με αναφορά στο σύστημα υπολογισμού του καθαρού ισοδύναμου ενισχύσεως που προβλέπεται για τις ενισχύσεις επενδύσεων στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, της 10ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 74, σ. 9).

133    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μέθοδος αυτή υπολογισμού δεν λαμβάνει υπόψη την ατομική της κατάσταση και καταλήγει να της επιβάλει την επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από την ενίσχυση την οποία πράγματι έλαβε βάσει του άρθρου 3 του ZRFG. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το επιτόκιο αναφοράς έπρεπε να καθορισθεί με γνώμονα τα επιτόκια που έλαβε, κατά τα οικονομικά έτη 1985/1986 έως 1997/1998, για την τοποθέτηση των ταμειακών πλεονασμάτων τα οποία προέκυψαν από τις έκτακτες αποσβέσεις, ήτοι 5,99 % κατά μέσο όρο επί του συνόλου των οικονομικών αυτών ετών.

134    Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τα εφαρμοστέα μετά το οικονομικό έτος 1994/1995 επιτόκια, ενώ, για τον υπολογισμό των επιτοκίων, όφειλε να λάβει υπόψη της τη χρονική περίοδο από τη στιγμή κατά την οποία ασκούνταν το δικαίωμα για έκτακτες αποσβέσεις μέχρι τη στιγμή καθορισμού του προς επιστροφή ποσού.

135    Χωρίς να αμφισβητείται ότι τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν για κάθε έτος από το 1986 έως το 1995 ανεξαρτήτως της ατομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας, η Επιτροπή φρονεί ότι «τα επιτόκια αναφοράς προσομοιάζουν εν προκειμένω με την καλύτερη δυνατή εκτίμηση των οικονομικών πλεονεκτημάτων που έχουν προκύψει από την παροχή των υπό εξέταση ενισχύσεων στη δικαιούχο επιχείρηση» (σκέψη 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

136    Επομένως, πρέπει να καθορισθεί αν ορθώς η Επιτροπή, αφενός, δέχθηκε ως προεξοφλητικό επιτόκιο τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου ενισχύσεως στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων στη Γερμανία, και, αφετέρου, δεν έλαβε υπόψη της στο πλαίσιο αυτό τα εφαρμοστέα μεταξύ 1996 και 1998 επιτόκια αναφοράς.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον ορισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου με γνώμονα τα επιτόκια που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου ενισχύσεως στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων

137    Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι η ανάκτηση μιας παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως και δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ (βλ. απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 157 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

138    Η εν λόγω ανάκτηση της ενισχύσεως πρέπει, ωστόσο, να περιορίζεται στα οικονομικά πλεονεκτήματα τα οποία απορρέουν πράγματι από τη θέση των ενισχύσεων στη διάθεση του δικαιούχου και πρέπει να είναι ανάλογα αυτών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995, T‑459/93, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1675, σκέψη 99).

139    Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία η εγκριθείσα ενίσχυση λαμβάνει τη μορφή αναβολής πληρωμής φόρου για πολλά έτη και, επομένως, δωρεάν ταμειακής προκαταβολής ή δανείου με μηδενικό επιτόκιο, πρέπει, προς επίτευξη της αποκαταστάσεως της προτέρας καταστάσεως, να διαταχθεί η επιστροφή του συνόλου των τόκων τους οποίους οφείλει να καταβάλει ο δικαιούχος με τα ισχύοντα στην αγορά επιτόκια (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Cityflyer Express κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, σκέψη 56).

140    Ωστόσο, η Επιτροπή, για να διατάξει την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, έχει την εξουσία να καθορίζει το επιτρέπον την αποκατάσταση αυτή επιτόκιο (απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 161). Επομένως, δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της ασκήσεως της εξουσίας αυτής, να υποκαθιστά την εκτίμηση της Επιτροπής στον τομέα αυτόν, αλλά να εξετάζει αν η εκτίμηση αυτή πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας (απόφαση Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 161· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑456/00, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑11949, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2169, σκέψη 56, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑126/96 και T‑127/96, BFM και EFIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3437, σκέψη 81).

141    Όσον αφορά τον καθορισμό των εφαρμοστέων επιτοκίων, υπενθυμίζεται ότι τα επιτόκια αναφοράς θεωρούνται ως αντιπροσωπεύοντα το μέσο επίπεδο των ισχυόντων σε καθένα κράτος μέλος επιτοκίων. Επομένως, τα επιτόκια αναφοράς αποτελούν έγκυρη ένδειξη των επιτοκίων της αγοράς δανείων που προορίζονται για βιομηχανικές επενδύσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1988, 102/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4067, σκέψη 25).

142    Κρίθηκε συναφώς ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ίσης μεταχειρίσεως, κατά κανόνα η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει θεμιτό να εφαρμόσει το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει σε μια συγκεκριμένη περίοδο για όλα τα δάνεια που χορηγούνται κατά την περίοδο αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3997, σκέψη 62).

143    Επιπλέον, θεμιτώς η Επιτροπή λαμβάνει ως επιτόκιο αναφοράς το επιτόκιο που καθορίζεται για την εκτίμηση των καθεστώτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, όπως αυτό δημοσιεύεται περιοδικώς στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον τα ευνοϊκά αυτά επιτόκια, τα οποία ισχύουν για τις υγιείς επιχειρήσεις, θα είχαν χρησιμοποιηθεί, στην περίπτωση που το επίδικο σύστημα είχε κοινοποιηθεί, για τον καθορισμό της υπάρξεως στοιχείων ενισχύσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑222/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1877, σκέψη 70).

144    Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της πρώτης αιτιάσεως.

145    Με βάση, μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση ότι είναι πολύ δύσκολος, εν προκειμένω, ο καθορισμός των πραγματικών πλεονεκτημάτων που έλαβε η προσφεύγουσα μέσω τοποθετήσεων των τυχόν ταμειακών πλεονασμάτων και, εν πάση περιπτώσει, οδηγεί σε στρεβλώσεις μεταξύ των επιχειρήσεων αναλόγως της οικονομικής πολιτικής τους, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι είναι προσήκον να γίνει δεκτό ως προεξοφλητικό επιτόκιο το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα που ίσχυε κατά τη στιγμή χορηγήσεως των επίμαχων ενισχύσεων, ήτοι μεταξύ 1986 και 1995.

146    Αντιθέτως, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη επί του σημείου αυτού από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θεωρεί ότι τα ενιαία αυτά επιτόκια, τα οποία διευκρινίζονται στη σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι μεγαλύτερα αυτών που έλαβε χάρη στην τοποθέτηση των ταμειακών πλεονεκτημάτων, τα οποία απορρέουν από έκτακτες αποσβέσεις και αφορολόγητα αποθεματικά που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 3 του ZRFG. Επομένως, το προεξοφλητικό επιτόκιο πρέπει να καθορισθεί μόνο με γνώμονα τα επιτόκια δανεισμού που ίσχυαν κατά την περίοδο αυτή.

147    Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η προσφεύγουσα έτυχε, χάρη των εκτάκτων αποσβέσεων και των αφορολόγητων αποθεματικών του άρθρου 3 του ZRFG, αναβολή πληρωμής φόρου, η οποία, όπως ορθώς ανέφερε η Επιτροπή στο σημείο 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναλύεται ως δάνειο με μηδενικό επιτόκιο επί του ποσού του αναβληθέντος φόρου και για τη διάρκεια της αναβολής πληρωμής του φόρου. Επομένως, μολονότι η επιχείρηση όφειλε να καταβάλει, μέχρι το τέλος των περιόδων αποσβέσεως των επενδύσεων, το ποσό του αναβληθέντος φόρου, εντούτοις δεν όφειλε να καταβάλει τόκους επί των ποσών που είχαν τεθεί στη διάθεσή της κατά τη διάρκεια της περιόδου αναβολής πληρωμής του φόρου.

148    Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της αρχής, της οποίας έγινε μνεία στη σκέψη 139 ανωτέρω, θεωρείται ότι το αληθές πλεονέκτημα που έλαβε η προσφεύγουσα αντιστοιχεί στο ποσό των τόκων που θα έπρεπε να καταβάλει, με το επιτόκιο της αγοράς, αν έπρεπε να δανειστεί κεφάλαιο αντιστοιχούν στον αναβληθέντα φόρο.

149    Εξάλλου, από τη νομολογία, της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 141 έως 143 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή θεμιτώς δέχεται, υπό τις περιστάσεις αυτές, ως προεξοφλητικό επιτόκιο το επιτόκιο αναφοράς που έχει καθορισθεί για την αξιολόγηση των καθεστώτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

150    Ειδικότερα, όπως τονίζει η Επιτροπή, η εφαρμογή, εν προκειμένω, των επιτοκίων δανεισμού στο ύψος των αναβληθέντων φόρων, τα οποία είναι κατ’ αρχήν χαμηλότερα των επιτοκίων χρηματοδοτήσεως, θα κατέληγε σε παράδοξη κατάσταση στην οποία πλεονέκτημα στο επίπεδο υπολογισμού της εντάσεως της ενισχύσεως θα λαμβανόταν από την προσφεύγουσα ακριβώς χάρη στις ταμειακές προκαταβολές, τις οποίες θα της είχαν παρανόμως χορηγήσει οι γερμανικές αρχές. Η επιλογή αυτή θα οδηγούσε στην αποδοχή μεθόδου υπολογισμού της εντάσεως της ενισχύσεως ενδεχομένως διαφορετικής όχι μόνο αναλόγως του αν η εν λόγω ενίσχυση έχει τη μορφή αναβολής πληρωμής φόρου ή επιδοτούμενου δανείου, και μάλιστα δανείου με μηδενικό επιτόκιο ενόψει της πραγματοποιήσεως της επενδύσεως, αλλά και, προκειμένου για αναβολή πληρωμής φόρου, αναλόγως του αν η δικαιούχος συναφώς επιχείρηση, ελλείψει της ενισχύσεως, όφειλε ή όχι να συνάψει δάνειο για να πραγματοποιήσει την οικεία επένδυση.

151    Επομένως, η προσφεύγουσα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήσαν σε θέση να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο ή πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως της Επιτροπής κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου στην αναβολή πληρωμής φόρου προεξοφλητικού επιτοκίου του οποίου έτυχε η προσφεύγουσα.

152    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά την ανάγκη συνυπολογισμού των προεξοφλητικών επιτοκίων που ίσχυαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ των οικονομικών ετών 1995/1996 και 1997/1998

153    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της, κατά τους υπολογισμούς της περί των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, όχι μόνον τα επιτόκια αναφοράς που εφαρμόστηκαν για τα οικονομικά έτη 1985/1986 έως 1994/1995, αλλά και τα επιτόκια αναφοράς για τα οικονομικά έτη 1995/1996 έως 1997/1998. Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο χαρακτηρισμός των ενισχύσεων πρέπει να περιλαμβάνει την περίοδο από τη χρονική στιγμή της ασκήσεως του δικαιώματος εκτάκτων αποσβέσεων μέχρι τον καθορισμό του προς επιστροφή ποσού.

154    Η Επιτροπή απέρριψε τον συνυπολογισμό των επιτοκίων αναφοράς τα οποία εφαρμόζονταν, για τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, για τον λόγο ότι τα επίμαχα μέτρα αφορούσαν τα έτη 1986‑1995 και επομένως η ανάλυση πρέπει να περιορισθεί στην περίοδο αυτή.

155    Συναφώς, επισημαίνεται, εισαγωγικώς, ότι από το γράμμα του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η παρούσα αιτίαση πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικώς στα επιτόκια αναφοράς που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των ενισχύσεων οι οποίες έχουν λάβει τη μορφή εκτάκτων αποσβέσεων από την προσφεύγουσα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 3 του ZRFG, και όχι τα αφορολόγητα αποθεματικά τα οποία συνεστήθησαν βάσει αυτού.

156    Επιπλέον, από την ανάλυση της πρώτης αιτιάσεως, στις σκέψεις 137 έως 152 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη, στο σημείο 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθορίζοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο με γνώμονα τα επιτόκια που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου ενισχύσεως στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα στη Γερμανία.

157    Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή διευκρίνισε, στο σημείο 92 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση αυτή αφορά τα ποσά των έκτακτων αποσβέσεων και των αφορολόγητων αποθεματικών, αντιστοίχως, τα οποία πραγματοποίησε και συνέστησε η προσφεύγουσα μεταξύ του 1986 και του 1995, κατά παράβαση της απαγορεύσεως του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, ΑΧ. Ο πίνακας που περιλαμβάνεται στο ίδιο σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ότι έγινε δεκτό ποσό 484 εκατομμυρίων DEM, όσον αφορά έκτακτες αποσβέσεις, και 367 εκατομμυρίων DEM, όσον αφορά αφορολόγητα αποθεματικά, τα δε ποσά αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμού της συνολικής ενισχύσεως την οποία πράγματι έλαβε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, τα εν λόγω ποσά αντιστοιχούν σε αυτά για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως.

158    Ωστόσο, η προσφεύγουσα, με την επιχειρηματολογία της, επικρίνει, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε, για τον υπολογισμό των προς επιστροφή ενισχύσεων, τα προεξοφλητικά επιτόκια που ήσαν εφαρμοστέα κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ του οικονομικού έτους 1995/1996 και του οικονομικού έτους 1997/1998. Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πλεονεκτήματα τα οποία εξακολούθησε να λαμβάνει η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, δυνάμει των πραγματοποιηθεισών βάσει του άρθρου 3 του ZRFG έκτακτων αποσβέσεων.

159    Πάντως, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυση στη σκέψη 157 ανωτέρω, τα εν λόγω πλεονεκτήματα, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένα, δεν αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, και, συνεπώς, η παρούσα αιτίαση είναι αλυσιτελής.

160    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την ασάφεια ως προς τη συνεκτίμηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών κατά τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορηγήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας

161    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι σαφές όσον αφορά τη συνεκτίμηση του φορολογικού συντελεστή για τον υπολογισμό των προς επιστροφή ενισχύσεων. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε αν ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών πρέπει να εφαρμοσθεί μόνο στα ποσά της αναβολής πληρωμής φόρου ή και στους τόκους.

162    Η Επιτροπή δεν διατύπωσε άποψη επί του ζητήματος αυτού.

163    Στα σημεία 94 και 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται:

«Συντελεστής φόρου

(94) Η Γερμανία επικαλείται εν προκειμένω τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, όπου στο παράρτημα Ι, παράγραφος 1.1, διευκρινίζεται ότι “η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να υπολογίζεται μετά τη φορολόγησή της, δηλαδή αφαιρουμένων των φόρων που καταβάλλονται για τη χορήγησή της, και ιδίως του φόρου επί των κερδών. Με τον τρόπο αυτό προκύπτει το καθαρό ισοδύναμο επιχορηγήσεως, το οποίο αντιπροσωπεύει την ενίσχυση που καρπούται ο δικαιούχος μετά την καταβολή του φόρου αυτού. […]”

(95) Επομένως, για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορήγησης είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής φορολόγησης των (μη διανεμόμενων) κερδών. Ο συντελεστής αυτός έχει ιδίως σημασία για τον προσδιορισμό των παραμέτρων της αναβολής πληρωμής φόρου και κατ’ επέκταση του οφέλους που καρπούται με τον τρόπο αυτό η επιχείρηση. Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι ο φορολογικός συντελεστής παρουσίασε διακυμάνσεις κατά τη χρονική περίοδο 1986-1995.»

164    Πρώτον, από το απόσπασμα αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το υποβληθέν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αίτημα περί αφαιρέσεως του φόρου επί των κερδών από το ακαθάριστο ποσό των ενισχύσεων, προκειμένου να υπολογίσει το καθαρό ισοδύναμο επιχορηγήσεως.

165    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων σχετικά με τη διαδικασία αναζητήσεως των χωρίς νόμιμη αιτία καταβληθέντων ποσών, η αναζήτηση των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ., σ. 2633, σκέψεις 18 έως 25, και της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 175, σκέψη 12· απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψη 82).

166    Όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή στο σημείο 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, με τις αποφάσεις με τις οποίες διατάσσει την αναζήτηση κρατικών ενισχύσεων, να προβαίνει στον υπολογισμό των επιπτώσεων του φόρου επί του ποσού των ενισχύσεων που πρέπει να επιστραφούν, καθόσον ο υπολογισμός αυτός εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου, αλλά οφείλει να περιορίζεται στην υπόδειξη του ακαθάριστου αναζητητέου ποσού (απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψη 83).

167    Τούτο δεν εμποδίζει τις εθνικές αρχές, κατά την αναζήτηση των ενισχύσεων, να αφαιρούν ενδεχομένως από το αναζητητέο ποσό ορισμένα ποσά κατ’ εφαρμογήν των εθνικών τους κανόνων, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή των εθνικών αυτών κανόνων δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη την εν λόγω αναζήτηση ή δεν εισάγει διακρίσεις σε σχέση με ανάλογες περιπτώσεις που διέπονται αποκλειστικά από το εσωτερικό δίκαιο (απόφαση Siemens κατά Επιτροπής, σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψη 83).

168    Εν προκειμένω, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει τη βάση επί της οποίας πρέπει να υπολογισθεί το ακαθάριστο ποσό των ενισχύσεων, ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι «η ανάκτηση πρέπει να γίνει αμελλητί, σύμφωνα με τις διαδικασίες τις οποίες προβλέπει η εθνική νομοθεσία». Επομένως, οι λεπτομέρειες εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εξακολουθούν να διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

169    Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να διευκρινίσει, με την προσβαλλομένη απόφαση, τίνι τρόπω έπρεπε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να πραγματοποιήσει τον υπολογισμό του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών, εφόσον ο εν λόγω υπολογισμός απόκειται στις αρχές αυτού του κράτους μέλους, σύμφωνα με τους εσωτερικούς του κανόνες.

170    Τέλος, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι το μέρος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν πάσχει από ανεπαρκή αιτιολογία.

171    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου, καθώς και το σύνολο του έκτου λόγου, πρέπει να απορριφθούν.

172    Κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

173    Με την αναιρετική απόφαση, σκέψη 11 ανωτέρω, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Απόκειται, επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούν στις διάφορες διαδικασίες, κατά το άρθρο 121 του Κανονισμού Διαδικασίας.

174    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

175    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία παρενέβη στη δίκη, φέρει τα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου δικαστικά έξοδά της, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Salzgitter AG φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

3)      H Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου δικαστικά έξοδά της.

Forwood

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Schwarcz

 

      Popescu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Ιανουαρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων μετά την αναπομπή

Σκεπτικό

1.  Επί του παραδεκτού του αιτήματος να υποχρεωθεί η Επιτροπή να καθορίσει το πραγματικό πλεονέκτημα που αποκόμισε η επιχείρηση από τις ενισχύσεις

2.  Επί της ουσίας

Eπί του εβδόμου λόγου, ο οποίος αντλείται από προσβολή της αρχής της ασφάλειας δικαίου

Επί του τέταρτου λόγου, ο οποίος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως απορρέουσα από τον χαρακτηρισμό ορισμένων επενδύσεων ως εμπιπτουσών στον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ

Επί του πέμπτου λόγου, ο οποίος αντλείται από τη μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι ορισμένες επενδύσεις αφορούσαν την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας

Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από τη μη ύπαρξη εγκρίσεως των ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος

Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τη μη ύπαρξη επιλεκτικότητας των φορολογικών πλεονεκτημάτων που έλαβε η προσφεύγουσα για τις επενδύσεις που αποσκοπούσαν στην προστασία του περιβάλλοντος οι οποίες, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1990, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του ZRFG και του άρθρου 7, στοιχείο d, του EStG, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την έλλειψη αιτιολογίας

–  Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη επιλεκτικότητα μέρους των επίμαχων πλεονεκτημάτων

Επί του έκτου λόγου, ο οποίος αντλείται από προβαλλόμενη πλάνη εκτιμήσεως περί του ορισμού του καθοριστικού προεξοφλητικού επιτοκίου, από ασάφεια ως προς τη συνεκτίμηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών και από έλλειψη αιτιολογίας

Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά τον ορισμό του καθοριστικού προεξοφλητικού επιτοκίου

–  Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον ορισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου με γνώμονα τα επιτόκια που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου ενισχύσεως στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων

–  Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά την ανάγκη συνυπολογισμού των προεξοφλητικών επιτοκίων που ίσχυαν κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ των οικονομικών ετών 1995/1996 και 1997/1998

Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την ασάφεια ως προς τη συνεκτίμηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών κατά τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορηγήσεως και την έλλειψη αιτιολογίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.