Language of document : ECLI:EU:T:2007:254

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) αφορώσα μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου – Διάδοση πληροφοριών – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας και στην έκθεση της OLAF – Κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες – Αιτιώδης συνάφεια – Ζημία»

Στην υπόθεση T‑259/03,

Καλλιόπη Νικολάου, πρώην μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό και Β. Βλάση, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους Μ. Κοντού-Durande και C. Ladenburger,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή περί αποκαταστάσεως, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα κατόπιν της δημοσιεύσεως πληροφοριών περί της έρευνας που διεξήγαγε εις βάρος της η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), καθώς και της αρνήσεως της OLAF να της επιτρέψει να λάβει γνώση του φακέλου της έρευνας και να της χορηγήσει αντίγραφο της τελικής της εκθέσεως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και N. J. Forwood, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουλίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της 28ης Απριλίου 1999 (ΕΕ 1999, L 136, σ. 20), η Επιτροπή συνέστησε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), την οποία επιφόρτισε με τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών επί κρουσμάτων απάτης. Η OLAF είναι αρμόδια για κάθε δραστηριότητα απτόμενη της διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από πλημμέλειες που ενδέχεται να επισύρουν διοικητική ή και ποινική δίωξη.

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (ΕΕ 1999, L 136, σ. 1), ρυθμίζει τα της διενέργειας ερευνών από αυτήν. Οι διεξαγόμενες από την OLAF έρευνες διακρίνονται σε «εξωτερικές» έρευνες, ήτοι εκτός των κοινοτικών οργάνων, και σε «εσωτερικές» έρευνες, ήτοι εντός των κοινοτικών οργάνων (άρθρα 3 και 4 του κανονισμού 1073/1999).

3        Το άρθρο 4 του κανονισμού 1073/1999 έχει ως εξής:

«1.      Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τις διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών οργάνων, οργάνων και οργανισμών (στο εξής «εσωτερικές έρευνες»).

Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες των Συνθηκών, και ιδίως του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και τις αποφάσεις που λαμβάνει το κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός. Τα θεσμικά όργανα συνεννοούνται μεταξύ τους ως προς το καθεστώς που θα θεσπίζουν [με] αυτές τις αποφάσεις.

[…]

5.      Όταν από τις έρευνες ανακύψει το ενδεχόμενο να ενέχεται προσωπικά κάποιο μέλος, διευθυντικό στέλεχος, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού, ενημερώνεται σχετικά το οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμός.

Σε περιπτώσεις στις οποίες χρειάζεται η τήρηση απόλυτης μυστικότητας για τους σκοπούς της έρευνας ή απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να δίδονται σε μεταγενέστερο στάδιο.

6.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων των Συνθηκών, και ιδίως του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών, καθώς και του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, η απόφαση που λαμβάνει κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνες που αφορούν:

α)      την υποχρέωση των μελών, των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων και οργάνων καθώς και των διευθυντικών στελεχών, υπαλλήλων και λοιπού προσωπικού των οργανισμών να συνεργάζονται και να ενημερώνουν τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας·

β)      τις διαδικασίες που πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των εσωτερικών ερευνών, καθώς και την εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων που αφορά η εσωτερική έρευνα.»

4        Το άρθρο 8 του κανονισμού 1073/1999 έχει ως εξής:

«Εμπιστευτικότητα και προστασία των δεδομένων

1.      Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις διατάξεις σχετικά με τις έρευνες αυτές.

2.      Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας.

3.      Ο διευθυντής φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και τα άλλα πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

4.      Ο διευθυντής της Υπηρεσίας και τα μέλη της επιτροπής εποπτείας του άρθρου 11 μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθώς και των άρθρων 286 και 287 […] ΕΚ.»

5        Το άρθρο 9 του κανονισμού 1073/1999 έχει ως εξής:

«Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες

1.      Μετά το πέρας της έρευνας που διεξήγαγε, η Υπηρεσία καταρτίζει, υπό την εποπτεία του διευθυντή, έκθεση που προσδιορίζει ιδίως τα διαπιστωθέντα περιστατικά, την ενδεχόμενη οικονομική ζημία, και τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί.

2.      Οι εκθέσεις αυτές καταρτίζονται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται με τον τρόπο αυτό αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους, στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις τις καταρτιζόμενες από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και έχουν ισότιμο κύρος με αυτές.

3.      Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες.

4.      Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική και δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, και ενημερώνουν σχετικά το διευθυντή της Υπηρεσίας, εντός προθεσμίας που ορίζει αυτός στα συμπεράσματα της έκθεσής του, για τη συνέχεια που δίνουν στις έρευνες.»

6        Το άρθρο 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 1073/1999 ορίζει τα εξής:

«8.      Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει κάθε χρόνο τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων, την οποία απευθύνει στα θεσμικά όργανα. Μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγε η Υπηρεσία και τη συνέχεια που δόθηκε σ’ αυτές.»

7        Το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999 έχει ως εξής:

«Ο διευθυντής υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία, σεβόμενος τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων ατόμων και, ανάλογα με την περίπτωση, τηρώντας τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες.»

8        Με τη Διοργανική Συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (ΕΕ 1999, L 136, σ. 15), θεσπίστηκε κοινό καθεστώς, το οποίο περιλαμβάνει τα εκτελεστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των ερευνών από την OLAF, ώστε να μπορούν οι έρευνες αυτές να διεξάγονται με ισοδύναμους όρους σε όλα τα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας.

9        Το Ελεγκτικό Συνέδριο προσχώρησε στην παραπάνω Συμφωνία και εξέδωσε, στις 16 Δεκεμβρίου 1999, την απόφαση 99/50, σχετικά με τις συνθήκες και τον τρόπο διενέργειας των εσωτερικών ερευνών προς καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας πλήττουσας τα δημοσιονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων. Το άρθρο 4 της αποφάσεως αυτής ορίζει τα εξής:

«Ενημέρωση του ενδιαφερομένου

Στην περίπτωση που αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον από την ενημέρωση αυτή δεν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί η έρευνα. Δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν.

Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η υποχρέωση να δοθεί στο μέλος το οποίο αφορά η έρευνα η δυνατότητα να εκφρασθεί μπορεί να αναβληθεί με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου […].»

10      Ο κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις που διέπουν την επεξεργασία αυτών των δεδομένων:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)      “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (στο εξής αποκαλούμενο “υποκείμενο των δεδομένων”)· ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική,

β)      “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”(στο εξής αποκαλούμενη “επεξεργασία”): κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η προσαρμογή ή η τροποποίηση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, καθώς και το κλείδωμα, η διαγραφή ή η καταστροφή,

         […]

Άρθρο 4

Ποιότητα των δεδομένων

1.      Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει:

α)      να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία,

[…]

2.      Ο υπεύθυνος της επεξεργασίας διασφαλίζει την τήρηση της παραγράφου 1.

Άρθρο 5

Θεμιτό της επεξεργασίας

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται μόνον εφόσον:

α)      είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος βάσει των Συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή άλλων νομοθετικών πράξεων που έχουν θεσπισθεί βάσει των Συνθηκών αυτών ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που ανάγεται στη νόμιμη άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στο όργανο ή στον οργανισμό της Κοινότητας ή σε τρίτον στον οποίον ανακοινώνονται τα δεδομένα, ή

[…]

δ)      το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει την αναμφισβήτητη συγκατάθεσή του, ή

ε)      είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.»

 Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

11      Η ενάγουσα ορίστηκε μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1996. Στη θέση αυτή υπηρέτησε ως το 2001.

12      Στις 19 Φεβρουαρίου 2002, η επιθεώρηση Europa Journal δημοσίευσε, υπό τον τίτλο «Rechnungshof in der Kritik» («Βάλλεται το Ελεγκτικό Συνέδριο»), άρθρο το οποίο περιείχε κατηγορίες εις βάρος της ενάγουσας, περί διαπράξεως πλημμελειών κατά την περίοδο που ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί τη βάσει πληροφοριών που είχε δώσει μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

13      Στις 26 Απριλίου 2002, ο γενικός διευθυντής της OLAF απηύθυνε στην ενάγουσα επιστολή, με την οποία της ανακοίνωνε ότι, κατόπιν πληροφοριών που έδωσε στην OLAF μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και βάσει του φακέλου προκαταρτικής εξέτασης που του διαβιβάστηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999, να διατάξει εσωτερική έρευνα σε σχέση με τις κατηγορίες που την αφορούσαν. Η έρευνα αυτή άρχισε στις 27 Μαρτίου 2002.

14      Με επιστολή της 16ης Μαΐου 2002, η OLAF ζήτησε να συναντήσει την ενάγουσα στις 24 Μαΐου 2002 στην Αντιπροσωπεία της Επιτροπής στην Αθήνα, προκειμένου η ενάγουσα να δώσει κατάθεση.

15      Κατά την ακρόαση της 24ης Μαΐου 2002, η ενάγουσα ερωτήθηκε σχετικά με διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν ιδίως τη λειτουργία του γραφείου της κατά τη θητεία της ως μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις σχέσεις της με ορισμένα μέλη του εν λόγω γραφείου. Η ενάγουσα δήλωσε ότι απέκρουε όλες αυτές τις κατηγορίες.

16      Η «Τρίτη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων για το έτος που λήγει τον Ιούνιο 2002» (στο εξής: Ετήσια Έκθεση), που αναφέρεται στην έρευνα που αφορούσε την ενάγουσα χωρίς να την κατονομάζει (βλ. το χωρίο που παρατίθεται στην κατωτέρω σκέψη 169), κοινοποιήθηκε επίσημα στο Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς και στα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα στις 17 Οκτωβρίου 2002, ενώ το ίδιο το κείμενο της έκθεσης μπορούσε να τηλεφορτωθεί από το κοινό την ίδια ημέρα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Ετήσια Έκθεση είχε ήδη αποσταλεί ανεπίσημα στις 15 Οκτωβρίου 2002.

17      Στις 17 Οκτωβρίου 2002, δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό European Voice άρθρο με τίτλο «Η OLAF στέλνει πρώην ελέγκτρια στο εδώλιο με την κατηγορία της διαφθοράς», σύμφωνα με το οποίο η OLAF είχε περατώσει την έρευνά της.

18      Η OLAF ακολούθως απέστειλε στην ενάγουσα επιστολή με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 2002, με την οποία την ενημέρωνε ότι είχε περατώσει την έρευνά της, ότι η τελική έκθεση είχε σταλεί στον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι η σχετική πληροφορία είχε επίσης σταλεί στις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου.

19      Τον Νοέμβριο του 2002, δημοσιεύθηκαν στον Τύπο διαφόρων κρατών μελών άρθρα αναφερόμενα στις κατηγορίες που στρέφονταν κατά της ενάγουσας.

20      Η OLAF δημοσίευσε στις 11 Νοεμβρίου 2002 Δελτίο Τύπου με τον τίτλο «Πέρας εσωτερικής έρευνας στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο» (στο εξής: Δελτίο Τύπου), σχετικά με τη λήξη εσωτερικής έρευνας της OLAF που αφορούσε πρώην μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις 30 Δεκεμβρίου 2002, η OLAF δημοσίευσε την Ετήσια Έκθεση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

21      Η ενάγουσα αναφέρει ότι ζήτησε επανειλημμένα να λάβει γνώση του εις βάρος της σχηματισθέντος φακέλου, της τελικής έκθεσης της OLAF και των συμπερασμάτων αυτής. Η OLAF απάντησε σε καθεμιά από τις αιτήσεις αυτές απορρίπτοντάς τες.

22      Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη οξύ καταθλιπτικό σύνδρομο που προκλήθηκε από τους μειωτικούς γι’ αυτήν ισχυρισμούς που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο με βάση την έρευνα της OLAF.

23      Στις 14 Φεβρουαρίου 2003, το Ελεγκτικό Συνέδριο έστειλε στην ενάγουσα επιστολή με την οποία την πληροφορούσε ότι ορισμένες δαπάνες για έξοδα αποστολής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι καλύπτουν αποστολές υπό την έννοια των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 95/47 και 10/2000. Οι σχετικές δαπάνες παρακρατήθηκαν από την αποζημίωση που το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε στην ενάγουσα.

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Ιουλίου 2003, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως. Κατ’ ουσίαν, η ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή τέσσερις πράξεις ή παραλείψεις, τρεις εκ των οποίων αφορούσαν την αθέμιτη διάδοση από την OLAF ορισμένων πληροφοριών σχετικά με την έρευνά της, και μία τέταρτη αφορούσε την πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση. Κατά την ενάγουσα, αυτές οι πράξεις και παραλείψεις της προξένησαν ηθική βλάβη, καθώς και βλάβη της υγείας της.

25      Στις 11 Μαρτίου 2004, το Ελεγκτικό Συνέδριο επέτρεψε στην ενάγουσα να λάβει αντίγραφο του πλήρους κειμένου της τελικής έκθεσης της έρευνας της OLAF και των παραρτημάτων της.

26      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, στο δε πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν εμπροθέσμως.

27      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Ιουλίου 2006.

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 900 000 ευρώ, εντόκως από της επελεύσεως της ζημίας, εκ των οποίων οι 700 000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης και οι 200 000 ευρώ λόγω βλάβης της υγείας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης της Κοινότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η ενάγουσα επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι η κοινοτική νομολογία περί εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας αποσαφηνίστηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-5291, στο εξής: απόφαση Bergaderm).

31      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η νομολογία την οποία επικαλείται στο υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή δεν αποτυπώνει το ισχύον σήμερα δίκαιο, καθ’ όσον δεν συμφωνεί με εκείνη που προέκυψε από την απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30.

32      Στη συνέχεια του δικογράφου της αγωγής της, η ενάγουσα παραθέτει διαδοχικά τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι όλες οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας συντρέχουν εν προκειμένω.

33      Η Επιτροπή διατείνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αναφέρονται στον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα κοινοτικά θεσμικά όργανα, στο υποστατό της ζημίας και στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1990, C‑308/87, Grifoni κατά ΕΚΑΕ, Συλλογή 1990, σ. I‑1203, σκέψη 6, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑168/94, Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2627, σκέψη 38).

34      Όσον αφορά την ευθύνη από πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, η προσαπτόμενη στην Κοινότητα ενέργεια πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να συνιστά παραβίαση υπέρτερου κανόνα δικαίου προστατεύοντος τους ιδιώτες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Δεκεμβρίου 1997, T‑195/94 και T‑202/94, Quiller και Heusmann κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2247, σκέψη 49).

35      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, δεν επηρεάζει την υπό κρίση υπόθεση, διότι αναφέρεται στην ευθύνη των Κοινοτήτων από την έκδοση κανονιστικής πράξεως. Επισημαίνει ότι, παρά την απόφαση αυτή, τα κλασικά κριτήρια θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης παραμένουν τα ίδια. Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι το βάρος απόδειξης σχετικά με τη συνδρομή των τριών προϋποθέσεων, και ιδίως την παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, βαρύνει την ενάγουσα.

36      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ούτως ή άλλως, καμία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ δεν συντρέχει εν προκειμένω.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

37      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα ενέργειας, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της βαλλόμενης ενέργειας και της προβαλλομένης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 1974, 153/73, Holtz & Willemsen κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 347, σκέψη 7, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T-19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑315, σκέψη 76).

38      Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψεις 19 και 81, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2002, T‑170/00, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑515, σκέψη 37).

39      Ως προς την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η προσαπτόμενη σε κοινοτικό όργανο παράνομη συμπεριφορά πρέπει να συνίσταται σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, σκέψη 42).

40      Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η παράβαση ενός τέτοιου κανόνα δικαίου πρέπει να είναι κατάφωρη, αποφασιστικό κριτήριο για την πλήρωσή της είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους του κοινοτικού αυτού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως (απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 16 Μαρτίου 2005, T‑283/02, EnBW Kernkraft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑913, σκέψη 87). Οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο διαθέτει πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, σκέψη 44, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑198/95, T‑171/96, T‑230/97, T‑174/98 και T‑225/99, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1975, σκέψη 134). Αντιθέτως, η γενική ή η ατομική φύση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το εν λόγω όργανο (απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, σκέψη 46).

41      Εν προκειμένω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, ασκεί επιρροή μόνον όταν πρόκειται για έκδοση κανονιστικών πράξεων από την Κοινότητα. Συγκεκριμένα, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο όρισε διαφορετικά τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης της Κοινότητας εγκαταλείποντας την προϋπόθεση ότι πρέπει να προσάπτεται παράβαση «υπέρτερου» κανόνα δικαίου, καθώς και τη διάκριση μεταξύ κανονιστικής και διοικητικής πράξεως.

42      Ειδικότερα, το Δικαστήριο διατύπωσε διαφορετικά την προϋπόθεση της φύσεως του κανόνα του οποίου η παράβαση δύναται να θεμελιώσει ευθύνη της Κοινότητας, χωρίς να την περιορίζει στην κανονιστική μόνο δραστηριότητα αυτής, τούτο δε με σκοπό να ευθυγραμμίσει τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας με τις προϋποθέσεις γενέσεως ευθύνης του Δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου (απόφαση Bergaderm, σκέψη 30 ανωτέρω, σκέψη 41). Το ότι το Δικαστήριο θέλησε να μεταβάλει την προϋπόθεση αυτή προκειμένου να εναρμονίσει τη νομολογία δεν σημαίνει ότι έκρινε ως στερούμενες σημασίας την έννοια της προστασίας των ιδιωτών και τη σχετική προγενέστερη νομολογία προκειμένου να εκτιμηθεί πότε οι κανόνες δικαίου απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες. Πράγματι, οι κανόνες δικαίου που σκοπούν στην προστασία των ιδιωτών είναι, στις πλείστες των περιπτώσεων, ταυτόχρονα κανόνες που τους απονέμουν δικαιώματα.

43      Πρέπει να ερευνηθεί αν οι κανόνες δικαίου, των οποίων προσάπτεται παράβαση, απονέμουν στους ιδιώτες δικαιώματα κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ή αν, αντιθέτως, απονέμουν δικαιώματα ειδικότερα σε μία ομάδα προσώπων στην οποία ανήκει ο ζημιωθείς ενάγων [βλ., στην ίδια κατεύθυνση, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαΐου 1996, C‑5/94, Hedley Lomas (Ireland), Συλλογή 1996, σ. I‑2553, I‑2556, σημείο 133].

44      Πράγματι, για να εξασφαλιστεί το χρήσιμο αποτέλεσμα της προϋποθέσεως που αφορά την παράβαση κανόνα απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες, επιβάλλεται η παρεχόμενη από τον κανόνα, του οποίου γίνεται επίκληση, προστασία να ενεργεί υπέρ του προσώπου που τον επικαλείται· πρέπει, επομένως, το πρόσωπο αυτό να συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων στα οποία ο εν λόγω κανόνας απονέμει δικαιώματα. Δεν γεννά αξίωση προς αποζημίωση ένας κανόνας που δεν προστατεύει τον ιδιώτη από την παρανομία την οποία επικαλείται, αλλ’ άλλον ιδιώτη.

45      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να ερευνηθεί κατ’ αρχάς μεν αν η OLAF υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες, στη συνέχεια δε αν η ενάγουσα υπέστη ζημία και αν μεταξύ των φερομένων παραβάσεων και της προβαλλόμενης ζημίας υφίσταται αιτιώδης συνάφεια. Δεδομένου ότι η ύπαρξη ζημίας έχει σημασία μόνον καθόσον αυτή αποδίδεται σε παράνομες ενέργειες της OLAF, τα ζητήματα της ύπαρξης ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας θα συνεξετασθούν.

2.     Επί της κατάφωρης παραβάσεως κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

46      Η ενάγουσα υπενθυμίζει προκαταρκτικά ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση εξασφαλίζει το Δικαστήριο (γνωμοδότηση του Δικαστηρίου 2/94, της 28ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. I‑1759, σκέψη 33· απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαΐου 1997, C‑299/95, Kremzow, Συλλογή 1997, σ. I‑2629, σκέψη 14). Ειδικότερα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ :

«Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.»

47      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αρχή της εμπιστευτικότητας συναρτάται προς την υποχρέωση σεβασμού των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αναφέρεται ρητά στο άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διακηρύχτηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1, στο εξής: Χάρτης). Περαιτέρω επισημαίνει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει «το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου», όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 του Χάρτη.

48      Η ενάγουσα υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10 του προοιμίου του κανονισμού 1073/1999, οι έρευνες της OLAF πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τη Συνθήκη, καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.

49      Κατά την ενάγουσα, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1073/1999 περί του τρόπου διενέργειας των ερευνών από την OLAF συναρτώνται άμεσα προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και πρέπει να θεωρούνται ως απονέμουσες δικαιώματα στους ιδιώτες.

50      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα επικαλείται σειρά εγγράφων με τα οποία διάφορα κοινοτικά όργανα εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με το αν οι ακολουθούμενες από την OLAF διαδικασίες εξασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

51      Με το δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα εκθέτει επίσης αναλυτικότερα τους κανόνες δικαίου που αφορούν ειδικά την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων, την οποία επικαλείται με την υπό κρίση αγωγή. Κατά την ενάγουσα, η παραβίαση από την OLAF κανόνων του κοινοτικού δικαίου που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και δη της προσωπικότητάς της, εντοπίζεται στην συμπεριφορά της ως προς:

–        τον τρόπο δημοσίευσης της Ετήσιας Έκθεσης·

–        τη διαρροή πληροφοριών από την OLAF σχετικά με την εις βάρος της έρευνά της·

–        τη δημοσίευση από την OLAF του Δελτίου Τύπου·

–        την πλήρη άρνηση ικανοποίησης του αιτήματός της να λάβει γνώση τού εις βάρος της σχηματισθέντος φακέλου και της τελικής έκθεσης της OLAF, τουλάχιστον δε να γνωρίσει τα συμπεράσματα της OLAF ως προς την ακριβή φύση των εις βάρος της κατηγοριών και την εκτίμησή της επ’ αυτών, ώστε να δυνηθεί να ασκήσει λυσιτελώς την άμυνά της και ειδικότερα να υποβάλει παρατηρήσεις.

52      Η Επιτροπή δεν σχολιάζει γενικά τις διατάξεις τις οποίες επικαλείται η ενάγουσα, ούτε ειδικότερα το ζήτημα αν αυτές προστατεύουν τους ιδιώτες, αλλά περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι η OLAF δεν παρέβη καμία από τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτές. Αντιθέτως, απαντά ειδικά στα επιχειρήματα της ενάγουσας που αφορούν κάθε πτυχή της φερομένης παράνομης συμπεριφοράς της OLAF.

53      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή αποκρούει ως αλυσιτελείς τις παραπομπές της ενάγουσας σε έγγραφα, με τα οποία διάφορα κοινοτικά όργανα εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις διαδικασίες που ακολουθεί η OLAF. Τα διάφορα έγγραφα και αποσπάσματα τα οποία παραθέτει η ενάγουσα δεν έχουν καμία σχέση με την υπόθεση.

 Επί των ισχυρισμών περί παράνομης διάδοσης από την OLAF ορισμένων στοιχείων της έρευνάς της

–       Περί παρανομιών προκυπτουσών από τον τρόπο δημοσίευσης της Ετήσιας Έκθεσης

54      Η ενάγουσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό 1073/1999, η OLAF συντάσσει Ετήσια Έκθεση, την οποία απευθύνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και με την οποία παρουσιάζει τα αποτελέσματα των ερευνών της. Όπως, όμως, προκύπτει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού, καθώς και με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31, στο εξής: οδηγία), τον κανονισμό 45/2001 και τον κανονισμό (ΕΚ) 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές (ΕΕ 1997, L 52, σ. 1), η έκθεση αυτή πρέπει να παρουσιάζεται κατά τρόπον ώστε να μη κοινολογούνται, άμεσα ή έμμεσα, στοιχεία αφορώντα την πρόοδο μιας έρευνας εις βάρος προσώπων που είτε προσδιορίζονται είτε είναι δυνατόν να αναγνωριστούν βάσει των παρεχομένων πληροφοριών.

55      Η ενάγουσα όμως ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στην Ετήσια Έκθεση παρέχουν στους αναγνώστες της τη δυνατότητα να εξακριβώσουν ότι το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η έρευνα είναι η ενάγουσα.

56      Σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 1.12 διάγραμμα, που εμφανίζεται στο κεφάλαιο της Ετήσιας Έκθεσης που επιγράφεται «δραστηριότητες έρευνας», το 3 % των υποθέσεων που διερευνήθηκαν από την OLAF, ήτοι δύο περιπτώσεις, αφορούσαν πρόσωπα που υπηρετούσαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αναφέροντας ότι δύο μόνον εσωτερικές έρευνες που διενεργήθηκαν κατά την περίοδο την οποία καταλαμβάνει η Ετήσια Έκθεση αφορούσαν το Ελεγκτικό Συνέδριο, η OLAF διευκόλυνε τον προσδιορισμό των προσώπων τα οποία αφορούσαν οι έρευνες αυτές. Στην περίπτωση μάλιστα της έρευνας που αφορούσε την ενάγουσα, ο προσδιορισμός αυτός ήταν ακόμα πιο εύκολος, εφόσον η ένδειξη αυτή μπορούσε να διασταυρωθεί με άλλες πληροφορίες, όπως εκείνες που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Europa Journal, καθώς και σε άλλα δημοσιεύματα. Σύμφωνα όμως με την αρχή του στατιστικού απορρήτου, η χρήση της στατιστικής πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να μη καθιστά δυνατό τον έμμεσο προσδιορισμό της στατιστικής μονάδας την οποία αυτή αφορά.

57      Η Ετήσια Έκθεση της OLAF συνεχίζει παραθέτοντας ένα «παράδειγμα», από τον τρόπο διατύπωσης του οποίου μπορούσε ευχερώς να συναχθεί ότι αυτό αφορούσε το πρόσωπο της ενάγουσας, εφόσον το «παράδειγμα» αυτό δίνει τα εξής στοιχεία:

–        τον χρονικό προσδιορισμό της έναρξης της έρευνας και της προβλεπόμενης λήξης αυτής·

–        την ιδιότητα του προσώπου που αυτό αφορά (ανώτατο στέλεχος θεσμικού οργάνου), στοιχείο που περιορίζει το πεδίο αναφοράς σε πολύ μικρό αριθμό προσώπων·

–        την πηγή της πληροφορίας που έθεσε σε κίνηση την έρευνα και τον χρονικό προσδιορισμό της περιέλευσης αυτής στην OLAF·

–        τη στελέχωση της ομάδας έρευνας που δηλώνεται με μνεία της ιδιότητας ορισμένων μελών της, μεταξύ των οποίων ο σύμβουλος για τις εσωτερικές υποθέσεις και ο προϊστάμενος της μονάδας δικαστών είναι εύκολο να προσδιοριστούν.

58      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ετήσια Έκθεση προσδιόρισε εμμέσως την ενάγουσα ως στόχο της –ανολοκλήρωτης ακόμα– έρευνάς της, «φωτογραφίζοντας» ουσιαστικά, μέσω της περιγραφής της έρευνας, το πρόσωπό της.

59      Πολλά, άλλωστε, από τα δημοσιεύματα του Τύπου που ρητά ανέφεραν το όνομά της επικαλούνταν ως πηγή τους την Ετήσια Έκθεση.

60      Δημοσιεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Ετήσια Έκθεσή της, η OLAF προσέβαλε τα δικαιώματα της ενάγουσας, και ειδικότερα τα απορρέοντα από τις διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού.

61      Η ενάγουσα επισημαίνει εξ άλλου ότι η οδηγία ορίζει την έννοια του «προσώπου του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί», στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, ως εξής: «το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από φυσική, βιολογική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική άποψη». Το ίδιο κριτήριο υιοθετείται και στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001.

62      Θεωρεί ότι, δημοσιεύοντας την Ετήσια Έκθεσή της, η OLAF παρέβη τον κανονισμό 45/2001, και ιδίως τα άρθρα του 1 και 4, παράγραφος 1. Ειδικότερα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία, η δε επεξεργασία τους δεν πρέπει να είναι ασυμβίβαστη με τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν. Δημοσιεύοντας στην Ετήσια Έκθεσή της δεδομένα που αφορούσαν την ενάγουσα, η OLAF παρέβη τη διάταξη αυτή.

63      Η ενάγουσα επισημαίνει περαιτέρω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 322/97, «για να καθοριστεί αν μια στατιστική μονάδα είναι ή όχι αναγνωρίσιμη, συνεκτιμώνται όλα τα μέσα τα οποία μπορεί εύλογα να χρησιμοποιήσουν τρίτοι για να αναγνωρίσουν τη συγκεκριμένη μονάδα». Θεωρεί δε ότι, επειδή αντίστοιχη ρύθμιση ελλείπει από τον κανονισμό 45/2001, προς κάλυψη του σχετικού κενού δικαίου πρέπει να εφαρμόζεται το οριζόμενο στη διάταξη αυτή κριτήριο.

64      Η ενάγουσα υποστηρίζει εξ άλλου ότι η OLAF διαθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, πολύ περιορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή του τρόπου δημοσίευσης των στοιχείων που περιέχουν οι εκθέσεις της. Κατά συνέπεια, η OLAF παρέβη κατά τρόπο κατάφωρο, κατά την έννοια της αποφάσεως Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30, τους προπαρατεθέντες κανόνες δικαίου, κατά τρόπον ώστε να θεμελιώνεται η εξωσυμβατική της ευθύνη, εφόσον υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στη διακριτική της ευχέρεια ως προς τη δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν τις έρευνές της.

65      Η ενάγουσα αναφέρεται επίσης στο άρθρο 10 του κανονισμού 322/97, από το οποίο προκύπτει ότι οι κοινοτικές στατιστικές διέπονται από διάφορες αρχές, μεταξύ των οποίων και η αρχή του στατιστικού απορρήτου, η οποία συνεπάγεται ότι τα δεδομένα που αφορούν μεμονωμένες στατιστικές μονάδες και λαμβάνονται άμεσα, για στατιστικούς σκοπούς ή, έμμεσα, από διοικητικές ή άλλες πηγές προστατεύονται από κάθε προσβολή του δικαιώματος εμπιστευτικότητας.

66      Θεωρεί ότι η OLAF μπορεί να επικαλείται, στην Ετήσια Έκθεσή της, πληροφορίες και στατιστικές σχετικές με τις έρευνές της μόνον εφόσον τηρεί αυστηρά την εμπιστευτικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το επαγγελματικό απόρρητο, φροντίζοντας να μην είναι δυνατό σε τρίτους να προσδιορίσουν έμμεσα τα πρόσωπα τα οποία αφορά δεδομένη έρευνα ή κατηγορία. Συναφώς, η ενάγουσα επισημαίνει ότι, στην Ετήσια Έκθεσή της για το έτος που έληγε τον Ιούνιο 2003, η OLAF δεν παραθέτει πλέον παραδείγματα ερευνών.

67      Η ενάγουσα επισημαίνει επίσης, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι είναι αντιφατικό η Επιτροπή αφενός να ισχυρίζεται ότι παρουσίασε την περίπτωση της ενάγουσας κατά τρόπο ουδέτερο και αφετέρου να ισχυρίζεται ότι δεν είχε σημασία αν μπορούσε να προσδιοριστεί αφού τα στοιχεία που πρόδιδαν την ταυτότητά της ήσαν ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό.

68      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι από το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1073/1999 προκύπτει ότι η OLAF υποχρεούται, όταν δημοσιεύει την Ετήσια Έκθεσή της, να σέβεται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών και τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων. Θεωρεί ότι η OLAF τήρησε όντως όλες αυτές τις υποχρεώσεις της εν προκειμένω, εφόσον καμία εμπιστευτική πληροφορία δεν δημοσιεύθηκε στην Ετήσια Έκθεση.

69      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υποχρέωση εχεμύθειας της OLAF και το απορρέον δικαίωμα εμπιστευτικότητας δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά πρέπει να σταθμίζονται με άλλους σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Η ορθή πληροφόρηση των θεσμικών οργάνων και του κοινού για τις δραστηριότητες της OLAF συνδέεται με τον δημοκρατικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας αυτής και την αποτελεσματικότητά της στην καταπολέμηση της απάτης. Κατά την Επιτροπή, η πληροφόρηση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από την προηγούμενη δημοσίευση ή μη στον Τύπο στοιχείων που αφορούν συγκεκριμένη έρευνα και από την πιθανότητα εντόπισης των ατόμων με τη βοήθεια δημοσιογραφικών πηγών και τη διασταύρωση στοιχείων. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η OLAF θα αδυνατούσε να συμμορφωθεί –και πάντως θα αδυνατούσε να συμμορφωθεί πλήρως– με την υποχρέωσή της πληροφόρησης, την οποία υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999.

70      Κατά την Επιτροπή, η στατιστική παρουσίαση, στο διάγραμμα 1.12 της Ετήσιας Έκθεσης, του αριθμού των περιπτώσεων για κάθε κοινοτικό όργανο, γίνεται κατά τρόπο αντικειμενικό και χωρίς διάκριση μεταξύ θεσμικών οργάνων. Επιπλέον, η στατιστική αυτή παρουσίαση είναι αναγκαία προκειμένου τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα να λάβουν γνώση των ιδιομορφιών και των προβλημάτων που παρουσιάζονται στα διάφορα κοινοτικά θεσμικά όργανα.

71      Ομοίως, το παράδειγμα που αναφέρεται στην Έκθεση απεικονίζει τον τρόπο αντίδρασης και την οργάνωση της OLAF, όταν λαμβάνει πληροφορίες σχετικές με παρανομίες, στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών, χωρίς να αναφέρεται ούτε σε συγκεκριμένο άτομο ούτε σε συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας. Οι πληροφορίες που δόθηκαν σε σχέση με τον χρόνο έναρξης της έρευνας, την ιδιότητα του προσώπου που αυτή αφορούσε και την πηγή πληροφόρησης ήταν ήδη γνωστές στο ευρύτερο κοινό, μια και είχαν υπάρξει συγκεκριμένες πληροφορίες στον Τύπο. Στην Ετήσια Έκθεσή της, η OLAF δεν διατυπώνει κατηγορίες, δεν μνημονεύει μαρτυρίες και γενικότερα δεν παρουσιάζει καμία αιτίαση σχετική με το περιεχόμενο της έρευνας.

72      Κατά την Επιτροπή, στην εντόπιση του προσώπου της ενάγουσας δεν οδήγησε η δημοσίευση της Ετήσιας Έκθεσης της OLAF, αλλά τα δημοσιεύματα του Τύπου τα οποία ρητά ανέφεραν το όνομά της, και ειδικότερα το άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 2002 στην Europa Journal. Το αρχικό αυτό δημοσίευμα, με όλες τις λεπτομέρειες που περιείχε, περιελήφθη εν συνεχεία σε δημοσιεύματα άλλων εφημερίδων. Έτσι, με την Ετήσια Έκθεσή της η OLAF δεν γνωστοποίησε κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με όσα ήταν ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό.

73      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτιάσεις που αντλεί η ενάγουσα από την οδηγία και τον κανονισμό 45/2001 είναι τελείως αβάσιμες. Οι διατάξεις αυτών των κανονιστικών κειμένων αποτελούν όντως αναπόσπαστο τμήμα των υποχρεώσεων της OLAF όπως ορίζονται στο άρθρο 8 του κανονισμού 1073/1999, η OLAF όμως δεν παραβίασε καμία από τις διατάξεις αυτές και σεβάσθηκε απόλυτα τις υποχρεώσεις της σε σχέση με την επεξεργασία και εμπιστευτικότητα των στοιχείων που περιήλθαν στην κατοχή της. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η δημοσίευση των γενικών πληροφοριών που περιέχονται στην Ετήσια Έκθεση της OLAF δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια των άρθρων 2, στοιχεία α΄ και β΄, και 3 του κανονισμού 45/2001. Η οδηγία δεν έχει εφαρμογή στις δραστηριότητες της OLAF, αλλά μόνο στις δραστηριότητες των κρατών μελών στα οποία απευθύνεται.

74      Επίσης αβάσιμο είναι το επιχείρημα της ενάγουσας περί παράβασης του κανονισμού 322/97 όσον αφορά το στατιστικό απόρρητο, διότι οι στατιστικές εμφανίστηκαν στην Ετήσια Έκθεση κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο χωρίς να αποκαλύπτουν προσωπικά δεδομένα. Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο κανονισμός 322/97 σκοπεί στη δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου για τη συστηματική οργάνωση της παραγωγής στατιστικών σύμφωνα με το άρθρο 285 ΕΚ, αυτοτελή δραστηριότητα που είναι της αρμοδιότητας της Eurostat.

75      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, η Επιτροπή υποστήριξε εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν με την Ετήσια Έκθεση δεν αφορούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά τις δραστηριότητες της OLAF και, επομένως, δεν συνιστούσαν επεξεργασία «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», υπό την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 45/2001. Οι πληροφορίες που αναφέρονται ως «παράδειγμα» δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, μια και δεν αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί.

76      Σε σχέση με τον έμμεσο προσδιορισμό ενός φυσικού προσώπου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001 καλύπτει τις πληροφορίες που βασίζονται σ’ ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόσταση ενός προσώπου και όχι τα γενικά ανώνυμα στοιχεία, τα οποία, εάν διασταυρωθούν με άλλες πληροφορίες που απορρέουν από τον Τύπο ή από διενέργεια παράλληλης έρευνας, μπορούν να οδηγήσουν στην εξακρίβωση της ταυτότητας ενός προσώπου. Κανένα όμως συγκεκριμένο στοιχείο δεν γνωστοποιήθηκε που να καθιστά δυνατό, από μόνο του, τον προσδιορισμό της ταυτότητας της Κ. Νικολάου, ούτε μπορούσε να προσδιοριστεί η ταυτότητά της από το απόσπασμα της έκθεσης. Μόνον τα άτομα που, έχοντας διαβάσει αποσπάσματα του Τύπου αναφερόμενα ευθέως στην ταυτότητά της, γνώριζαν την υπόθεση μπορούσαν να κάνουν ένα παραλληλισμό. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού δεν καλύπτει αυτή την περίπτωση.

77      Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχει η Ετήσια Έκθεση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 45/2001 και συνιστούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού αυτού.

–       Επί των παρανομιών που απορρέουν από τη φερόμενη διαρροή πληροφοριών εντός της OLAF

78      Η ενάγουσα επικαλείται το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, κατά το οποίο η OLAF τηρεί εμπιστευτικότητα για τις έρευνές της και δεν ανακοινώνει πληροφορίες επ’ αυτών για σκοπούς άλλους από αυτούς που υπηρετεί, ούτε σε πρόσωπα άλλα από αυτά που είναι αρμόδια. Η OLAF ουδέποτε δύναται να επιτρέψει τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που σχετίζονται με τη διεξαγωγή των ερευνών της, και τούτο χάριν προστασίας των ιδιωτών.

79      Κατά την ενάγουσα, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ορισμένες πληροφορίες σχετικές με την εις βάρος της έρευνα που διαδόθηκαν από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό Τύπο, και ειδικότερα οι δημοσιευθείσες από το εβδομαδιαίο European Voice πριν η OLAF δημοσιεύσει την Ετήσια Έκθεσή της, δεν μπορούσαν παρά να προέρχονται από την ίδια την OLAF.

80      Συναφώς, η ενάγουσα παραθέτει απόσπασμα άρθρου του εβδομαδιαίου European Voice, της 17ης Οκτωβρίου 2002, που τιτλοφορείται «Η OLAF στέλνει πρώην ελέγκτρια στο εδώλιο με την κατηγορία της διαφθοράς». Από το δημοσίευμα αυτό η ενάγουσα συμπεραίνει ότι το European Voice είχε πληροφορίες, πρώτον, για το περιεχόμενο της Ετήσιας Έκθεσης της OLAF προτού αυτή δημοσιευτεί και, δεύτερον, ότι είχε πρόσβαση στο περιεχόμενο της τελικής έκθεσης της OLAF για τη συγκεκριμένη υπόθεση, και γενικότερα σε στοιχεία που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, επειδή η Ετήσια Έκθεση της OLAF απευθύνεται, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, δεν είναι νοητό πώς η Ετήσια Έκθεση αυτή περιήλθε στο European Voice προ της επίσημης δημοσίευσής της. Επομένως, υπήρξε παράβαση του άρθρου 12 από την OLAF.

81      Κατά την ενάγουσα, ορισμένα νέα στοιχεία που εμφανίστηκαν στο άρθρο του European Voice είναι τόσο ακριβή που δεν μπορούσαν να έχουν άλλη πηγή από την ίδια την OLAF. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα, από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν αντικρούει την επιχειρηματολογία της ως προς την πρόωρη πρόσβαση του Τύπου στην Ετήσια Έκθεση της OLAF, συνάγει ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το αληθές αυτού του ισχυρισμού. Δεδομένου ότι η Επιτροπή επικαλείται ότι η ενάγουσα δέχθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις δημοσιογράφου του European Voice, η ενάγουσα αναφέρει ότι έλαβε όντως το βράδυ της παραμονής της δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου τηλεφώνημα, κατά το οποίο ο δημοσιογράφος της έθεσε συγκεκριμένες ερωτήσεις, από τις οποίες προέκυπτε ότι γνώριζε το αντικείμενο της έρευνας καλύτερα από την ίδια.

82      Ως προς το ενδεχόμενο πηγή ορισμένων πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο να ήσαν μάρτυρες που κατέθεσαν στην OLAF, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ένα τέτοιο πρόσωπο δεν μπορούσε να γνωρίζει ούτε ποια τύχη επιφύλαξε η OLAF στις κατ’ αυτής διατυπωθείσες καταγγελίες ούτε τόσο ακριβείς λεπτομέρειες, όπως, π.χ., το ακριβές ποσό που φέρεται ότι εισπράχθηκε αχρεωστήτως από μέλος του γραφείου της.

83      Επιπλέον, από τις αναφορές που περιέχει το προπαρατεθέν άρθρο στο συγκεκριμένο περιεχόμενο των κατηγοριών που διατυπώνονταν κατά της ενάγουσας προκύπτει ότι το εβδομαδιαίο αυτό περιοδικό δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά στο περιεχόμενο της Ετήσιας Έκθεσης. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα τονίζει ότι μόνον η OLAF μπορούσε να κατέχει νομίμως τις σχετικές πληροφορίες και ότι οποιαδήποτε ανακοίνωσή τους σε πρόσωπα εκτός OLAF ήταν παράνομη.

84      Με το δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να λάβει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, για να προσκομίσει η OLAF την τελική της έκθεση επί της έρευνας που την αφορά. Ζητεί επίσης από το Πρωτοδικείο να καλέσει, σύμφωνα με το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο να αναφέρει πότε περιήλθε σε αυτό η εν λόγω τελική έκθεση.

85      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα επισημαίνει ότι, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή έδωσε απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα αναφέροντας ότι η τελική έκθεση της έρευνας κοινοποιήθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις 28 Οκτωβρίου 2002. Τονίζει επίσης ότι, κατά την Επιτροπή, η Ετήσια Έκθεση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 30 Δεκεμβρίου 2002. Έτσι, οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 του European Voice δεν ήταν δυνατόν να προήλθαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά μόνον από την OLAF.

86      Περαιτέρω, η ενάγουσα προσκομίζει, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, αντίγραφο της τελικής έκθεσης με όσα παραρτήματά της ενδιαφέρουν την υπόθεση, δικαιολογεί δε την καθυστέρηση της προσκόμισης του στοιχείου αυτού με το γεγονός ότι η ίδια την έλαβε στις 11 Μαρτίου 2004, ήτοι λίγες μόνον ημέρες πριν την κατάθεση του υπομνήματός της απαντήσεως. Αναφέρει ότι, προηγουμένως, είχε λάβει γνώση λογοκριμένου αντιγράφου της τελικής έκθεσης, στις 10 Φεβρουαρίου 2004. Η ενάγουσα υποστηρίζει συναφώς ότι οι συγκεκριμένες πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, και ιδίως στο άρθρο του European Voice, αντιστοιχούν στο περιεχόμενο της τελικής έκθεσης· εξ αυτού συμπεραίνει ότι οι συντάκτες των άρθρων αυτών πρέπει να είχαν πρόσβαση στην εν λόγω έκθεση. Οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν δημοσιοποιηθεί προηγουμένως με το άρθρο της European Journal του Φεβρουαρίου 2002.

87      Άλλα άρθρα που περιείχαν παρόμοιες πληροφορίες δημοσιεύθηκαν μετά την κοινοποίηση της Ετήσιας Έκθεσης στα άλλα θεσμικά όργανα, αλλά πριν την έκδοση του Δελτίου Τύπου. Ειδικότερα, στην εφημερίδα Τα Νέα, δημοσιεύτηκε στις 7 Νοεμβρίου 2002 άρθρο με τον τίτλο «Έρευνα για απάτες στοχεύει Ελληνίδα υψηλόβαθμη υπάλληλο της ΕΕ». Παρά τη διαβεβαίωση, στο άρθρο αυτό, ότι βασίζεται στις δηλώσεις του ευρωβουλευτή Bart Staes, η πληροφορία ότι η OLAF θα αναζητούσε τα ποσά που φέρεται να είχε εισπράξει παρανόμως η ενάγουσα, καθώς και η πληροφορία ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε στη λουξεμβουργιανή δικαιοσύνη, δεν μπορεί παρά να προήλθε από πηγή πληροφορηθείσα από την ίδια την OLAF σχετικά με την πρόοδο και το περιεχόμενο των ερευνών. Πηγή των πληροφοριών αυτών δεν μπορούσε να ήταν ο Bart Staes, εφόσον αυτός δεν ήταν αποδέκτης της τελικής έκθεσης.

88      Συναφώς, η ενάγουσα επικαλείται επίσης άλλα δυο άρθρα της 7ης Νοεμβρίου 2002, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία με τίτλο «Εμπλέκουν Ελληνίδα ελεγκτή σε ευρω-υπόθεση υπεξαίρεσης» και στην εφημερίδα Καθημερινή με τίτλο «Εμπλοκή σε οικονομικό σκάνδαλο στην ΕΕ» και περιείχαν παρόμοιες πληροφορίες. Με το υπόμνημα απαντήσεως, διερωτάται πώς συμβαίνει τα άρθρα αυτά, όπως και το δημοσιευθέν στην εφημερίδα Τα Νέα, να αναφέρονται στην Ετήσια Έκθεση που τότε δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί.

89      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, η ενάγουσα εξέθεσε λεπτομερώς, εγγράφως και πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η διαρροή την οποία καταλογίζει στην OLAF στοιχειοθετεί παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, και ειδικότερα των άρθρων 1, 2, 4 και 5 αυτού.

90      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματα τα οποία αντλεί η ενάγουσα από το περιεχόμενο ορισμένων δημοσιευμάτων, και ιδίως το συμπέρασμα ότι το European Voice είχε πρόσβαση στο περιεχόμενο της τελικής έκθεσης της OLAF, καθώς και σε πληροφορίες σχετικές με την έρευνα γενικότερα, είναι αβάσιμα.

91      Η Επιτροπή τονίζει επίσης, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι η Ετήσια Έκθεση δεν έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και ότι η OLAF δεν δημοσίευσε σε αυτήν πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης. Επομένως, η αναφορά του Τύπου περί της εκθέσεως αυτής, έστω και πριν από τη δημοσίευσή της, δεν αποτελεί απόδειξη διαρροής εμπιστευτικών πληροφοριών.

92      Υπενθυμίζει ότι η ταυτότητα της ενάγουσας και η φύση των εις βάρος της κατηγοριών είχαν ήδη δημοσιοποιηθεί με το άρθρο της Europa Journal, που είχε δημοσιευθεί πριν από την έναρξη της έρευνας. Επισημαίνει ότι η ίδια η Κ. Νικολάου παραχώρησε στην Αθήνα συνέντευξη και απάντησε σε συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικές με τα γνωστά πραγματικά περιστατικά και κατηγορίες που την αφορούσαν πριν από τη δημοσίευση του άρθρου στο European Voice.

93      Κατά την Επιτροπή, η αναφορά του δημοσιεύματος στο ότι πρόσωπα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαίωσαν τα σχέδια της OLAF να συστήσει την κίνηση διαδικασιών κατά της Κ. Νικολάου δεν αποδεικνύει ότι πηγή των πληροφοριών σχετικά με το περιεχόμενο της έρευνας ήταν η OLAF. Εάν υπήρξε κάποια διαρροή όσον αφορά ορισμένες πληροφορίες, αυτή δεν μπορεί να προήλθε από την OLAF, δεδομένου ότι αυτή έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει τη μυστικότητα. Η Επιτροπή επισημαίνει άλλωστε ότι κατά την έρευνα έγιναν συνεντεύξεις με μεγάλο αριθμό ατόμων, τόσο εντός του Ελεγκτικού Συνεδρίου όσο και σε τέσσερα κράτη μέλη και ότι, εν πάση περιπτώσει, υπήρχαν αρκετά πρόσωπα που ήσαν γνώστες των περιστατικών και των κατηγοριών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι πηγή των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο του European Voice ήταν η OLAF.

94      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ημερομηνία κοινοποίησης της τελικής έκθεσης της OLAF στο Ελεγκτικό Συνέδριο, 28 Οκτωβρίου 2002, δεν αποδεικνύει ότι οι πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί στο European Voice προέρχονταν από την OLAF, εφόσον η Επιτροπή ουδέποτε ισχυρίσθηκε ότι οι πληροφορίες προέρχονταν από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

95      Όσον αφορά τις πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στις 7 Νοεμβρίου 2002 στις ελληνικές εφημερίδες Τα Νέα, Ελευθεροτυπία και Καθημερινή, η Επιτροπή σημειώνει ότι τα δημοσιεύματα αυτά αναφέρονται σε πληροφορίες προερχόμενες από το βελγικό πρακτορείο Be1ga, το οποίο επικαλέσθηκε δηλώσεις του Βέλγου ευρωβουλευτή Bart Staes.

96      Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, στην τελική έκθεση της OLAF, ρητά αναφέρεται, όσον αφορά τις στρεφόμενες κατά της ενάγουσας ποινικές κατηγορίες, ότι η OLAF δεν έχει τις απαιτούμενες αρμοδιότητες έρευνας που θα της επέτρεπαν να επαληθεύσει την πραγματικότητα των περιστατικών και για το λόγο αυτό διαβίβασε τον φάκελο προς εξέταση στις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου.

97      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, η Επιτροπή υποστήριξε εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι πληροφορίες που διέρρευσαν είχαν διαδοθεί παρανόμως από τρίτα πρόσωπα που η Επιτροπή δεν γνωρίζει. Επομένως, ο κανονισμός 45/2001 –ο οποίος εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας στο πλαίσιο της άσκησης δραστηριοτήτων που εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου– δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.

–       Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

98      Η ενάγουσα επικαλείται τον περιορισμένο χαρακτήρα των εξουσιών που απονέμουν στην OLAF οι κοινοτικές πράξεις για να δημοσιεύει τα πορίσματα των ερευνών της. Προσάπτει στην OLAF ότι, δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου, υπερέβη τις εξουσίες της, οι οποίες ορίζονται στην απόφαση 1999/352 και στον κανονισμό 1073/1999. Συναφώς ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1073/1999, σε συνδυασμό προς το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η OLAF δεν έχει εξουσία να προβαίνει σε δημοσιεύματα άλλα πέραν της Ετήσιας Έκθεσής της. Έτσι, η OLAF δεν έχει αρμοδιότητα να πραγματοποιεί άλλες δημοσιεύσεις όπως Δελτία Τύπου.

99      Περαιτέρω, ο τρόπος με τον οποίο προέβη η OLAF στην εν λόγω δημοσίευση συνιστά επίσης κατάφωρη παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1073/1999.

100    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Δελτίο Τύπου, συνδυαζόμενο προς τα στοιχεία που εμφανίζονται στην Ετήσια Έκθεση, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την ταυτότητα των προσώπων που υπηρέτησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο, τα οποία αφορά η έρευνα την οποία μνημονεύει, ούτε για τις πράξεις που τους αποδίδονται.

101    Περαιτέρω, η ενάγουσα θεωρεί ότι το Δελτίο Τύπου έδωσε στη δημοσιότητα νέα στοιχεία, τα οποία δεν υπήρχαν στην Ετήσια Έκθεση και τα οποία στην ουσία επαναλάμβαναν πληροφορίες που είχαν δοθεί στο κοινό από τα προαναφερθέντα δημοσιεύματα του Τύπου. Επομένως, το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωσε ότι αυτές οι πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο είχαν την αρχική τους προέλευση στην ίδια την ερευνητική αρχή.

102    Η ενάγουσα υποστηρίζει άλλωστε ότι η αναφορά της OLAF στο ότι έχει προωθήσει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες επί θεμάτων δυναμένων να οδηγήσουν σε ποινικές διαδικασίες είναι αυτή καθαυτή απαξιωτική. Η πληροφορία αυτή δεν έπρεπε να δημοσιευθεί, διότι είναι αντίθετη ιδίως προς το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999.

103    Περαιτέρω, το Δελτίο Τύπου ανεπιτρέπτως παρείχε την πληροφορία ότι «η OLAF συνέστησε στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο να κινήσει πειθαρχική έρευνα σε σχέση με αυτά τα πρόσωπα», καθώς και ότι «η OLAF συνέστησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο […] να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης των σχετικών ποσών […]». Η ενάγουσα επισημαίνει ειδικότερα ότι από το χωρίο αυτό προκύπτει ότι η κατηγορία που αφορούσε ένα χρηματικό ποσό έγινε δεκτή από την OLAF κατόπιν της εσωτερικής έρευνας.

104    Απαντώντας στην εξήγηση που προέβαλε η Επιτροπή ότι η OLAF δημοσίευσε το Δελτίο Τύπου για να αποσαφηνίσει την κατάσταση, ιδίως διότι στον Τύπο κυκλοφορούσαν φημολογίες, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αν όντως αυτός ήταν ο σκοπός της, θα την κατονόμαζε στο Δελτίο Τύπου.

105    Η ενάγουσα θεωρεί ότι, δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου, η OLAF χρησιμοποίησε τις πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνά της κατά τρόπο που αντίκειται στον κανονισμό 1073/1999, και ειδικότερα προς τα άρθρα του 8, παράγραφος 2, και 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και εν γένει στην υποχρέωση προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

106    Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, η ενάγουσα εξέθεσε λεπτομερώς, εγγράφως και πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για ποιους λόγους θεωρεί ότι η δημοσίευση του Δελτίου Τύπου στοιχειοθετεί παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, και ειδικότερα των άρθρων 1, 2, 4 και 5 αυτού.

107    Η Επιτροπή επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι ο κανονισμός 1073/1999 και η απόφαση 1999/352 δεν περιέχουν διατάξεις που να απαγορεύουν την έκδοση δελτίου τύπου από την OLAF.

108    Κατά την Επιτροπή, είναι απόλυτα θεμιτό να διαθέτει η OLAF πολιτική επικοινωνίας αποσκοπούσα στη βελτίωση του επιπέδου επικοινωνίας με τους Ευρωπαίους πολίτες σχετικά με την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν ήδη γνωστή στον Τύπο, καθώς επίσης η κίνηση διαδικασίας έρευνας, η OLAF θεώρησε θεμιτό να πληροφορήσει τον Τύπο για τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής.

109    Η Επιτροπή διατείνεται άλλωστε ότι το Δελτίο Τύπου δεν περιέχει κανένα προσβλητικό για την ενάγουσα στοιχείο και ότι η OLAF ενήργησε με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τηρώντας την υποχρέωση εμπιστευτικότητας της έρευνας και περιοριζόμενη να δώσει τις βασικές πληροφορίες χωρίς να αναφέρει ούτε το όνομα της Κ. Νικολάου ούτε συγκεκριμένες πληροφορίες για το περιεχόμενο της έρευνας, πέραν από εκείνες που ήταν ήδη γνωστές στο κοινό, δεδομένου ότι η έρευνα και το αντικείμενό της αλλά και το όνομα της Κ. Νικολάου ήταν ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό.

110    Το Δελτίο Τύπου δεν αποκάλυψε επομένως κανένα νέο στοιχείο αλλά περιορίσθηκε στην αποσαφήνιση της καταστάσεως, ενημερώνοντας το κοινό για την περάτωση της εσωτερικής έρευνας και τις συστάσεις της OLAF επ’ αυτής. Το Δελτίο Τύπου επισημαίνει ότι η OLAF συνέστησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να ασκήσει πειθαρχική δίωξη και ότι διαβίβασε στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες δυνάμενες να στοιχειοθετήσουν ποινική δίωξη, χωρίς να προδικάζει την έκβαση των εν λόγω διαδικασιών.

111    Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση προς τους διαδίκους, η ενάγουσα εξέθεσε, εγγράφως και πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σε σχέση με το πέρας της έρευνας και την παραπομπή της τελικής έκθεσης της OLAF στο Ελεγκτικό Συνέδριο και τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με τα βασικά πορίσματα αυτής της έρευνας, τα οποία κατέληξαν σε συστάσεις προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, χωρίς να ονομάζονται ούτε τα πρόσωπα ούτε οι κατηγορίες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία που παραβιάζουν τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας όπως αυτές ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 του Κανονισμού 45/2001.

 Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση

112    Η ενάγουσα επικαλείται τα θεμελιώδη δικαιώματα της άμυνας του προσώπου το οποίο αφορά μια διοικητική ή ένδικη διαδικασία, όπως αυτά απορρέουν, στο πλαίσιο έρευνας της OLAF, από τους κανόνες του άρθρου 4, παράγραφοι 1, 2 και 6, του κανονισμού 1073/1999, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 του ιδίου κανονισμού και το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50. Το δικαίωμα του ενδιαφερομένου προσώπου να αμυνθεί λυσιτελώς στο πλαίσιο έρευνας της OLAF απορρέει από τον κανόνα περί χρηστής διοίκησης, κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη, και επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση του εις βάρος του σχηματισθέντος φακέλου και της τελικής έκθεσης της OLAF.

113    Κατά την ενάγουσα, το δικαίωμα παντός προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, ιδίως όταν αυτός συνιστά το κατ’ αυτού κατηγορητήριο, προέχει του δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν η γνώση του φακέλου αυτού ενδέχεται να βλάψει τη διεξαγωγή της έρευνας ή της ένδικης διαδικασίας.

114    Κατά την ενάγουσα, η OLAF, σεβόμενη το δικαίωμα άμυνας του ενδιαφερομένου προσώπου, οφείλει να επιτρέπει, ειδικά μετά το πέρας της έρευνάς της, την πρόσβαση αυτού στον εις βάρος του σχηματισθέντα φάκελο και στην τελική της έκθεση. Εάν δε η OLAF έκρινε ότι η ενάγουσα ήταν σε θέση, γνωρίζοντας τα εν λόγω στοιχεία, να υπονομεύσει τον σκοπό των ερευνών και των τυχόν ενδίκων διαδικασιών, όφειλε να της επιτρέψει να λάβει γνώση τουλάχιστον των ελαχίστων στοιχείων που την αφορούσαν. Υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η OLAF δεν προέβη καν στην επιβαλλομένη στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων.

115    Η ενάγουσα επισημαίνει ότι απέστειλε διά του πληρεξουσίου της, στις 8 Ιανουαρίου 2003, στον Γενικό Διευθυντή της OLAF επιστολή με την οποία ζητούσε να της επιτραπεί η πρόσβαση στην τελική έκθεση που είχε συνταχθεί μετά το πέρας της έρευνας που την αφορούσε και στα έγγραφα που αποτελούσαν τον σχετικό με την εν λόγω έρευνα φάκελο. Με την επιστολή αυτή, η ενάγουσα διευκρίνιζε ότι η αίτησή της βασιζόταν στο άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, και στην αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 1073/1999, καθώς και σε άλλες εφαρμοστέες διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση σε έγγραφα και τα δικαιώματα της υπεράσπισης.

116    Η OLAF γνωστοποίησε την παραλαβή της ανωτέρω επιστολής με επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 2003, απάντησε δε σε αυτήν με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2003, επισημαίνοντας ότι ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της OLAF μόνον αφ’ ης στιγμής έχει απαγγελθεί εναντίον του κατηγορία στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 2 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην ίδια επιστολή, η OLAF επισήμανε επίσης ότι πρόσβαση στον φάκελο θα παρεχόταν από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές στο Λουξεμβούργο σε προσήκοντα χρόνο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εάν αυτές οι αρχές κινούσαν διαδικασία κατά της ενάγουσας. Η OLAF ανέφερε ότι η τελική έκθεση δεν μπορούσε να κοινοποιηθεί στην ενάγουσα, διότι καλυπτόταν από δύο από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

117    Κατόπιν νέας αλληλογραφίας, η OLAF, με επιστολή της 2ας Μαΐου 2003, απέρριψε τα αιτήματα της ενάγουσας να της επιτραπεί πρόσβαση στον φάκελο με την ίδια αιτιολογία που είχε προβάλει με την από 7 Φεβρουαρίου 2003 επιστολή της.

118    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αν αυτή η απάντηση της OLAF ήταν νομικώς βάσιμη, ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε θα έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του φακέλου που έχει σχηματισθεί εναντίον του, πράγμα που ισοδυναμεί με στέρηση των δικαιωμάτων του άμυνας. Όσον αφορά την άρνηση πρόσβασης στην τελική έκθεση, ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η αναφορά της απάντησης της OLAF στον κανονισμό 1049/2001 είναι αλυσιτελής, καθ’ όσον δεν αντιστοιχεί στη νομική βάση την οποία επικαλέστηκε με την αίτησή της η ενάγουσα και ότι ο κανονισμός 1049/2001 δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Ειδικότερα, ο κανονισμός αυτός δεν αποτελεί τη νομική βάση από την οποία το υποκείμενο σε έρευνα πρόσωπο αντλεί το δικαίωμά του να λάβει γνώση των αποτελεσμάτων αυτής.

119    Δεύτερον, όσον αφορά την άποψη της OLAF σχετικά με την εφαρμογή των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 στην περίπτωσή της, η ενάγουσα παρατηρεί ότι η προστασία των ενδίκων διαδικασιών και ερευνών αποτελεί σκοπό του κοινοτικού δικαίου, ο οποίος όμως θα πρέπει να σταθμίζεται προς τους άλλους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου, όπως πρωτίστως τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

120    Εξ άλλου, η ενάγουσα διατείνεται ότι η OLAF δεν δύναται με την επίκληση απλώς του κινδύνου διακύβευσης των ενδίκων διαδικασιών και ερευνών να αρνείται στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η κινηθείσα εις βάρος του διαδικασία. Η OLAF έχει, επομένως, την υποχρέωση να αιτιολογεί την άρνησή της αυτή. Εν προκειμένω, η OLAF δεν συμμορφώθηκε με αυτή την υποχρέωση.

121    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα διατείνεται ότι η στάση της Επιτροπής είναι αντιφατική, καθ’ όσον επικαλείται την ανάγκη τήρησης απόλυτης μυστικότητας χάριν προστασίας του δημοσίου συμφέροντος στην εύρυθμη διεξαγωγή της έρευνας, ενώ η ίδια παραβίασε αυτή τη μυστικότητα, πρώτον, αναφέροντας, στην Ετήσια Έκθεση, στοιχεία σχετικά με την υπόθεση της ενάγουσας και, δεύτερον, δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν είναι προφανές ότι η εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων εξασφαλίζεται επαρκώς με την τήρηση του άρθρου 4 της απόφασης 99/50.

122    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν άντλησε τις αναγκαίες συνέπειες από τη διάταξη αυτή, που επιβάλλει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί «σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν», πράγμα που σημαίνει να γνωρίζει ο ενδιαφερόμενος κατά ποία έννοια τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά τον αφορούν. Η ενάγουσα επικαλείται, κατ’ αναλογία, τη νομολογία τη σχετική με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στον τομέα του ανταγωνισμού, και ειδικότερα την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 56), από την οποία συνάγει ότι η OLAF υπεχρεούτο να της επιτρέψει την πρόσβαση στον φάκελο πριν καταλήξει στην τελική της έκθεση. Ισχυρίζεται ότι η βλάβη την οποία υπέστη εκ του ότι δεν της παρασχέθηκε έγκαιρη πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου που την αφορούσαν είναι μη αναστρέψιμη και ότι συνεπώς δεν αποκαθίσταται από την εκ των υστέρων πρόσβαση σ’ αυτά.

123    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα εκθέτει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε σκόπιμο να την ακούσει πριν εξετάσει τα ζητήματα που έθετε η OLAF και, για τον λόγο αυτόν, της έδωσε τη δυνατότητα να λάβει γνώση λογοκριμένου αντιγράφου της τελικής έκθεσης της έρευνας της OLAF, στις 10 Φεβρουαρίου 2004. Ακολούθως, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, το Ελεγκτικό Συνέδριο της επέτρεψε, στις 11 Μαρτίου 2004, να λάβει γνώση του πλήρους κειμένου της τελικής έκθεσης.

124    Η ενάγουσα υποστηρίζει επίσης, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι, κατά την ακρόασή της στις 24 Μαΐου 2002, αναγνώρισε μόνον ότι «ενημερώθηκε για τους λόγους της ακρόασής της και για το ζήτημα σχετικά με το οποίο αυτή διεξάγεται» και όχι ότι έλαβε γνώση όλων των περιστατικών επί των οποίων της ζητήθηκε να λάβει θέση. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι δεν της γνωστοποιήθηκε, κατά την ακρόαση αυτή, η καταγγελία ότι ανάγκασε υφιστάμενό της να καταβάλει 40 000 λουξεμβουργιανά φράγκα (LUF) για κάλυψη δικής της δαπάνης.

125    Τέλος, η ενάγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η παρατιθέμενη από την Επιτροπή σχετική με την έννοια της βλαπτικής πράξης νομολογία είναι όλως άσχετη προς την υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η έννοια αυτή συναρτάται αποκλειστικά προς τις ακυρωτικές διαφορές.

126    Η ενάγουσα θεωρεί ότι, βάσει των ανωτέρω, η OLAF προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε εις βάρος της. Ειδικότερα, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 6, του κανονισμού 1073/1999 και το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, καθώς και την υποχρέωση να εξασφαλίζει χρηστή διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Χάρτη. Εν πάση περιπτώσει, η OLAF παρέβη την υποχρέωσή της προς αιτιολόγηση της άρνησης πρόσβασης στον φάκελο της έρευνας.

127    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1073/1999, το οποίο επικαλείται η ενάγουσα και που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 3. Το άρθρο, όμως, 4 της αποφάσεως 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 9, δεν επιτρέπει να εξάγονται κατά το πέρας της έρευνας συμπεράσματα αφορώντα ονομαστικά ένα μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του θεσμικού οργάνου χωρίς να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν. Η εν λόγω όμως διάταξη προβλέπει επίσης ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να αναβληθεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας.

128    Κατά την Επιτροπή, η OLAF ενήργησε εν πλήρει συμφωνία με τις διατάξεις του κανονισμού 1073/1999 και της απόφασης 99/50. Κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς της, δόθηκε στην ενάγουσα η δυνατότητα να λάβει θέση επί των πραγματικών περιστατικών και των κατηγοριών περί απάτης.

129    Η Επιτροπή επισημαίνει άλλωστε ότι η πρόσβαση στα τελικά συμπεράσματα της έρευνας δεν προβλέπεται από τους κανονισμούς αυτούς, διότι το έγγραφο αυτό είναι προπαρασκευαστικό μιας ενδεχόμενης μεταγενέστερης απόφασης που θα ληφθεί από τη διοίκηση του αρμοδίου οργάνου ή τις δικαστικές αρχές. Διατείνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων του αμυνομένου, η οποία ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης, επιβάλλει να παρέχεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε μπορεί να γίνει αποδέκτης βλαπτικής πράξεως να διατυπώνει λυσιτελώς τη γνώμη του σχετικά με τα εις βάρος του στοιχεία που θεμελιώνουν την αμφισβητούμενη απόφαση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 1994, T‑450/93, Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. II‑1177, σκέψη 42, και της 23ης Ιανουαρίου 2002, T‑237/00, Reynolds κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑163).

130    Η Επιτροπή τονίζει ότι η τελική έκθεση της OLAF δεν συνιστά βλαπτική πράξη υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας. Το έγγραφο αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, η οποία μπορεί να οδηγήσει είτε στη θέση της υποθέσεως στο αρχείο, είτε σε ενδεχόμενη σύσταση προς την αρμόδια διοικητική υπηρεσία για κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας, είτε σε παραπομπή προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές κράτους μέλους. Έτσι, η τελική έκθεση της OLAF δεν προκαθορίζει ποια περαιτέρω συνέχεια θα δοθεί σε μια υπόθεση, τη διαπίστωση δε αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας.

131    Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2003 T-166/02, Pessoa e Costa κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑89 και II‑471, σκέψη 37), διαπίστωσε ότι η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) να κινήσει πειθαρχική διαδικασία αποτελεί απλώς προπαρασκευαστικό διαδικαστικό στάδιο και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ως βλαπτική πράξη. Επικαλείται επίσης τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2002, T‑215/02 R, Gómez-Reino κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑199 και II‑1019, σκέψεις 43 και 47), που έκρινε ότι οι αποφάσεις περί ενάρξεως έρευνας και τα συμπεράσματα της OLAF επ’ αυτής δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις για το πρόσωπο που υποβάλλεται σ’ αυτήν την έρευνα. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1994, Fayed κατά Ηνωμένου Βασιλείου (σειρά A, αριθ. 294-B), ότι μια έρευνα που διεξάγεται κατόπιν αιτήσεως δημόσιας αρχής και η επ’ αυτής συντασσόμενη έκθεση δεν έχουν χαρακτήρα αποφασιστικό σε σχέση με τη συνέχεια που θα δοθεί και επομένως δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες (σκέψεις 59 έως 62).

132    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή αποκρούει το επιχείρημα της ενάγουσας ότι άστοχα επικαλέστηκε την έννοια της βλαπτικής πράξης. Διευκρινίζει ότι αναφέρθηκε στην έννοια αυτή για να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος δεν χρειάζεται να έχει πρόσβαση στον φάκελο της OLAF πριν αυτή καταλήξει στην τελική της έκθεση, διότι η έκθεση αυτή δεν αποτελεί βλαπτική πράξη.

133    Διατείνεται ότι η τελική έκθεση της OLAF δεν είναι ανάλογη προς την ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε θέματα ανταγωνισμού, εφόσον δεν προδικάζει τις αποφάσεις που θα ληφθούν αργότερα. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου επί διαφορών ανταγωνισμού, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, δεν ασκεί επιρροή στο παρόν πλαίσιο.

134    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν, κατόπιν έρευνας, κινηθεί πειθαρχική διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος θα έχει πρόσβαση στην τελική έκθεση της OLAF κατ’ αυτό ακριβώς το στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως συμβαίνει και σε ενδεχόμενη περίπτωση ποινικής διαδικασίας.

135    Όσο για τις αναφορές της ενάγουσας στο άρθρο 41 του Χάρτη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα δικαιώματα τα οποία καθιερώνει, και ιδίως το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, δεν είναι απόλυτα. Κατά την Επιτροπή, ο κοινοτικός νομοθέτης, προβλέποντας στον κανονισμό 1073/1999 και στις πράξεις εφαρμογής του την προηγούμενη πληροφόρηση και ακρόαση του ενδιαφερομένου σε σχέση με τα περιστατικά που μπορούν να συνιστούν αξιόποινες πράξεις, συμφιλίωσε το ατομικό δικαίωμα αποκτήσεως γνώσεως αυτών των πραγματικών περιστατικών προς το δημόσιο συμφέρον εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας και επιτεύξεως των σκοπών της εσωτερικής διοικητικής έρευνας καθώς και των ενδίκων διαδικασιών.

136    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ενάγουσα ενημερώθηκε επί των δικαιωμάτων άμυνάς της κατά την ακρόασή της στις 24 Μαΐου 2002, σκοπός της οποίας ήταν ακριβώς να ενημερωθεί για τα περιστατικά τα οποία αποτελούσαν τη βάση των εις βάρος της υπονοιών, για να μπορέσει να εκφραστεί επ’ αυτών. Όσο για τον ισχυρισμό σχετικά με την πληρωμή ιατρικών δαπανών ύψους 40 000 LUF από υφιστάμενο της ενάγουσας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αιτίαση σχετικά με την έλλειψη σχετικής πληροφόρησης προβλήθηκε από την ενάγουσα εκπρόθεσμα, με το υπόμνημα απαντήσεως.

137    Η Επιτροπή επικαλείται επίσης, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι η κοινοποίηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο στην ενάγουσα της τελικής έκθεσης της OLAF και των συνημμένων σ’ αυτήν εγγράφων, στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, συνάδει πλήρως με τη θέση που έλαβε η OLAF με την από 7 Φεβρουαρίου 2003 επιστολή της προς την ενάγουσα. Συναφώς επισημαίνει ότι, κατά το στάδιο της έρευνας που διεξήγαγε η OLAF, τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου ορίζονται από το άρθρο 4 του κανονισμού 1073/1999, το οποίο δεν παρέχει στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο στο στάδιο αυτό, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει αν έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, C‑11/00, Επιτροπή κατά ΕΚΤ (Συλλογή 2003, σ. I‑7147, σκέψη 139), ότι οι διατάξεις του κανονισμού 1073/1999 είναι σύμφωνες με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

138    Έτσι, υπό το φως των προεκτεθέντων, η Επιτροπή θεωρεί ότι η OLAF συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που υπέχει ως προς την πρόσβαση στον φάκελο, ιδίως από τον κανονισμό 1073/1999, και ότι σεβάστηκε τα δικαιώματα της ενάγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

139    Επισημαίνεται ότι, από τις τέσσερις πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες προσάπτει η ενάγουσα στην Επιτροπή, τρεις αφορούν την παράνομη διάδοση από την OLAF ορισμένων στοιχείων της έρευνάς της. Θα εξετασθούν αρχικά οι ισχυρισμοί περί παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου σχετικά με τις τρεις αυτές πράξεις ή παραλείψεις και στη συνέχεια εκείνοι που αφορούν την πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση.

 Επί των ισχυρισμών περί παράνομης διάδοσης από την OLAF ορισμένων στοιχείων της έρευνάς της

140    Οι ισχυρισμοί που προβάλλει σχετικώς η ενάγουσα αφορούν τρία επί μέρους γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, δηλαδή τη διαρροή πληροφοριών που ανακοινώθηκαν σε δημοσιογράφο του εβδομαδιαίου European Voice από όπου διαδόθηκαν στη συνέχεια, ειδικότερα σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό αυτό στις 17 Οκτωβρίου 2002, τη δημοσίευση από την OLAF της Ετήσιας Έκθεσης και τη δημοσίευση από την OLAF του Δελτίου Τύπου.

141    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, το βάρος αποδείξεως ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ το φέρει ο ενάγων (βλ., σ’ αυτή την κατεύθυνση, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 23, και της 17ης Δεκεμβρίου 2003, T‑146/01, DLD Trading κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑6005, σκέψη 71). Εφόσον η ενάγουσα, εν προκειμένω, δεν απέδειξε ότι η δημοσίευση πληροφοριών σχετικών με την εις βάρος της έρευνα είναι αποτέλεσμα διάδοσης πληροφοριών αποδιδομένης στην OLAF, η δημοσίευση αυτή δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να καταλογισθεί στην OLAF.

142    Ο κανόνας όμως αυτός κάμπτεται όταν τη ζημιογόνο πράξη ενδέχεται να προξένησαν διάφορα αίτια, το δε κοινοτικό όργανο δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να μπορέσει να κριθεί σε ποιο απ’ όλα τα αίτια πρέπει να αποδοθεί η ζημιογόνος πράξη, παρ’ όλον ότι βρισκόταν στην καταλληλότερη θέση για να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις, οπότε η παραμένουσα αμφιβολία αποβαίνει εις βάρος του (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 1986, 169/83 και 136/84, Leussink-Brummelhuis κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2801, σκέψεις 16 και 17). Υπ’ αυτό το πρίσμα το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει αν η ενάγουσα απέδειξε ότι ορισμένες πληροφορίες είχαν διαδοθεί από την OLAF ή από κάποιον υπάλληλο της OLAF, επιφυλάσσοντας, σ’ αυτό το στάδιο, την κρίση του επί του αν η τυχόν διάδοση πληροφοριών στοιχειοθετεί παράνομη συμπεριφορά της OLAF.

143    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, έχει σημασία να προσδιοριστεί πότε και πώς ακριβώς κάθε πληροφορία της οποίας τη διάδοση προσάπτει η ενάγουσα στην OLAF δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά. Πράγματι, ορισμένες πληροφορίες σχετικές με την έρευνα δημοσιεύθηκαν στον Τύπο πριν καν την έναρξή της, ενώ άλλες δημοσιεύθηκαν όταν είχαν περιέλθει σε γνώση προσώπων ξένων προς την OLAF.

144    Προς τούτο, πρέπει να εξετασθούν, πρώτον, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, για να προσδιοριστεί ποιες πληροφορίες άγνωστες στο κοινό αποδεικνύεται ότι διαδόθηκαν και είναι καταλογιστέες στην OLAF, πριν ερευνηθεί, δεύτερον, το ζήτημα αν η OLAF, λόγω της διαδόσεως αυτής, υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες.

 Εξέταση των πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν τις πληροφορίες που διαδόθηκαν από την OLAF 

–       Επί των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν πριν από την έναρξη έρευνας από την OLAF

145    Στις 19 Φεβρουαρίου 2002, η επιθεώρηση Europa Journal δημοσίευσε, υπό τον τίτλο «Rechnungshof in der Kritik» («Βάλλεται το Ελεγκτικό Συνέδριο»), στη γερμανική γλώσσα, ένα άρθρο που περιείχε εις βάρος της ενάγουσας κατηγορίες περί διαπράξεως παρατυπιών κατά την περίοδο που ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί τη βάσει πληροφοριών που είχε παράσχει το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Bart Staes.

146    Το άρθρο αυτό παραθέτει τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

–        Η Κ. Νικολάου «πραγματοποίησε δαπάνες εκατομμυρίων λόγω αλλεπάλληλων μεταβολών της σύνθεσης του γραφείου της, αποζημιώσεων ταξιδίου, μετακομίσεων και άλλων».

–        Η Κ. Νικολάου έδειξε ότι «δεν είχε συνείδηση ούτε των δαπανών για τις δικές της υποθέσεις», δεδομένου ότι έλαβε από συνεργάτες της ιδιωτικά δάνεια τα οποία ουδέποτε εξόφλησε.

–        Στο Ελεγκτικό Συνέδριο εκφράστηκαν επίσης ανησυχίες αναφορικά με τη χρήση, από ορισμένα μέλη του, υπηρεσιακών οχημάτων για ιδιωτικούς σκοπούς.

147    Η ύπαρξη αυτών των ισχυρισμών, τους οποίους προέβαλε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήταν επομένως ήδη γνωστή στο κοινό πριν από την έναρξη της έρευνας της OLAF εις βάρος της ενάγουσας, τουλάχιστον στο γερμανόφωνο κοινό. Δεδομένου ότι τις ίδιες αυτές πληροφορίες δημοσίευσαν ακολούθως και άλλες εφημερίδες, πηγή τους ενδέχεται να ήταν το άρθρο αυτό στην επιθεώρηση Europa Journal. Επομένως, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι πηγή των πληροφοριών αυτών ήταν η OLAF.

–       Επί της διενέργειας έρευνας από την OLAF

148    Στις 26 Απριλίου 2002, ο Γενικός Διευθυντής της OLAF απηύθυνε στην ενάγουσα επιστολή, με την οποία της ανακοίνωσε ότι, κατόπιν πληροφοριών που δόθηκαν στην OLAF από μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και βάσει του φακέλου προκαταρκτικής εξέτασης που του διαβιβάστηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, να διενεργήσει εσωτερική έρευνα σε σχέση με τις κατηγορίες που στρέφονταν κατά της Κ. Νικολάου. Από την επιστολή αυτή προκύπτει ότι η έρευνα άρχισε στις 27 Μαρτίου 2002.

149    Με επιστολή της 16ης Μαΐου 2002, η OLAF ζήτησε να συναντήσει την ενάγουσα στις 24 Μαΐου 2002 στην Αντιπροσωπεία της Επιτροπής στην Αθήνα, προκειμένου να λάβει κατάθεσή της. Κατά την ακρόαση που έλαβε χώρα κατά την ορισθείσα ημερομηνία, η ενάγουσα ερωτήθηκε σχετικά με διάφορες κατηγορίες που αφορούσαν ιδίως τη λειτουργία του γραφείου της κατά τη θητεία της ως μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις σχέσεις της με ορισμένα μέλη του εν λόγω γραφείου. Η ενάγουσα απέκρουσε όλες αυτές τις κατηγορίες.

–       Επί της δημοσιεύσεως του άρθρου της 17ης Οκτωβρίου 2002 από το εβδομαδιαίο περιοδικό European Voice

150    Το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου, ένας δημοσιογράφος του εβδομαδιαίου περιοδικού European Voice κάλεσε τηλεφωνικά την ενάγουσα στο σπίτι της στην Αθήνα και της έθεσε ερωτήσεις επί των ισχυρισμών που είχαν διατυπωθεί εις βάρος της. Η ενάγουσα ισχυρίζεται, χωρίς να την αντικρούσει σχετικώς η Επιτροπή, ότι κατά τη διάρκεια της συνδιάλεξης αυτής έμαθε ότι η OLAF είχε περατώσει την έρευνά της. Στις 17 Οκτωβρίου 2002, δημοσιεύθηκε στο European Voice, στην αγγλική, άρθρο τιτλοφορούμενο «Η OLAF στέλνει πρώην ελέγκτρια στο εδώλιο με την κατηγορία της διαφθοράς». Περιέχει ιδίως το ακόλουθο απόσπασμα:

«Τέως μέλος της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο αντιμετωπίζει παραπομπή στη δικαιοσύνη κατηγορούμενο για απάτη και νεποτισμό, αποκαλύπτει η European Voice. Η OLAF […] ολοκληρώνει μια έρευνα σχετικά με την Καλλιόπη Νικολάου, που ήταν η εκπρόσωπος της Αθήνας στο ελεγκτικό όργανο που εδρεύει στο Λουξεμβούργο, από το 1996 έως το 2001. Η έρευνα επικεντρώνεται σε ισχυρισμούς ότι η Νικολάου βοήθησε στην πλαστογράφηση εγγράφων, επιτρέποντας σε έναν ανώτερο σύμβουλο να λάβει 28 000 € ως μισθούς αδείας, τους οποίους δεν δικαιούνταν. [Εμπιστευτικό (1)] Δύο άλλα πρόσωπα τα οποία γνώριζε για 30 χρόνια επίσης εργάζονταν για αυτήν ως οικονομολόγοι με ιδιαίτερα υψηλά προσόντα, προσέθεσε. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για την πλαστογράφηση δαπανών, η Νικολάου είπε: “Αυτό το ακούω για πρώτη φορά. Όλες οι δαπάνες είχαν γίνει δεκτές και είχαν εγκριθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Αρνούμαι όλες τις κατηγορίες. Πάντοτε ακολουθούσα τους κανόνες του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ποτέ δεν έκανα τίποτε που να είναι ενάντια στο Ελεγκτικό Συνέδριο”. Παρά ταύτα, πρόσωπα εντός της ΕΕ επιβεβαίωσαν ότι η OLAF προτίθεται να συστήσει την κίνηση διαδικασίας κατά της Νικολάου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η υπόθεσή της αναφέρεται στην Ετήσια Έκθεση της OLAF, που πρόκειται να δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα, παρότι δεν την κατονομάζει. Ορισμένες από τις αιτιάσεις περιέχονταν σε φάκελο τον οποίο έστειλε τον Μάιο σε μέλη του Ευρωκοινοβουλίου ο Dougal Watt, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου […].»

151    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τρεις από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό δεν μπορεί παρά να προήλθαν από πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF, και ειδικότερα οι εξής:

–        ότι η OLAF είχε μόλις περατώσει την έρευνά της·

–        ότι η OLAF προετίθετο, σύμφωνα με πρόσωπα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την κίνηση διαδικασίας κατά της Κ. Νικολάου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου·

–        ότι η περίπτωση της Κ. Νικολάου μνημονευόταν στην Ετήσια Έκθεση.

152    Πρώτον, η πληροφορία ότι η εις βάρος της ενάγουσας έρευνα είχε μόλις περατωθεί δεν μπορούσε να είναι γνωστή σε άτομα πέραν όσων υπηρετούσαν στην OLAF στις 16 ή στις 17 Οκτωβρίου 2002.

153    Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ενάγουσα πληροφορήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2002 από την OLAF ότι η έρευνα είχε περατωθεί και ότι η τελική έκθεση της OLAF είχε αποσταλεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στις λουξεμβουργιανές δικαστικές αρχές. Επιπλέον, η Επιτροπή ρητώς επιβεβαίωσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατόπιν αιτήματος που διατύπωνε με το δικόγραφο της αγωγής της η ενάγουσα περί λήψεως από το Πρωτοδικείο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ότι η τελική έκθεση είχε αποσταλεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο την ίδια ημερομηνία. Εξ αυτού συνάγεται ότι η επίμαχη πληροφορία δεν είχε διαδοθεί εκτός της OLAF επισήμως και κατόπιν εξουσιοδοτήσεως στις 16 ή στις 17 Οκτωβρίου 2002. Εξ αυτού συνάγεται επίσης ότι η πληροφορία περί περατώσεως της έρευνας ήταν, επί της ουσίας, ακριβής, δεδομένου ότι, αφότου ο δημοσιογράφος του European Voice μνημόνευσε το γεγονός αυτό και μέχρις ότου η OLAF όντως απέστειλε την τελική της έκθεση στις αρμόδιες αρχές, μεσολάβησαν μόνο περί τις δώδεκα ημέρες.

154    Δεύτερον, από τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης της OLAF, την οποία προσκόμισε στο Πρωτοδικείο η ενάγουσα, προκύπτει ότι αυτό όντως συνέστησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να απευθυνθεί στο Δικαστήριο. Πράγματι, η εν λόγω έκθεση περιέχει την ακόλουθη σύσταση:

«Ακολούθως, θα πρέπει το Δικαστήριο, ενδεχομένως κατόπιν αιτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να αποφανθεί αν το μέλος έχει παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ανταποκρίνεται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση του».

155    Συναφώς επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 247, παράγραφος 7, ΕΚ, τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύνανται να απαλλάσσονται των καθηκόντων τους ή να κηρύσσονται έκπτωτα του δικαιώματος προς σύνταξη μόνον αν το Δικαστήριο διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι έχουν παύσει να ανταποκρίνονται προς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς τους. Δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο διενέργειας της έρευνας, η ενάγουσα είχε ήδη αποχωρήσει από τη θέση της στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η σύσταση αυτή σημαίνει εν προκειμένω ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έπρεπε να κινήσει ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία με σκοπό τη στέρηση της ενάγουσας από την κοινοτική της σύνταξη.

156    Επομένως, η δημοσιευθείσα στο European Voice σχετική πληροφορία ήταν ακριβής και είχε κατ’ ανάγκην ως αρχική της πηγή πρόσωπο που υπηρετούσε στην OLAF. Πράγματι, υπενθυμίζεται εκ νέου ότι, κατά τον χρόνο δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου, στις 17 Οκτωβρίου 2002, η τελική έκθεση της OLAF δεν είχε ακόμη κοινοποιηθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο ούτε στις λουξεμβουργιανές δικαστικές αρχές και, συνεπώς, δεν ήταν επισήμως γνωστή εκτός OLAF.

157    Τρίτον, η αναφορά που περιέχει το επίμαχο άρθρο περί της ετήσιας έκθεσης αποδεικνύει ότι ο δημοσιογράφος του European Voice είχε γνώση της Ετήσιας Έκθεσης, αν όχι πρόσβαση σε αυτήν, πριν από τη δημοσίευσή της και ακόμη ότι γνώριζε ότι το πρόσωπο το οποίο αφορούσε το παρατιθέμενο σ’ αυτήν «παράδειγμα» ήταν η ενάγουσα. Πράγματι, από τις γραπτές απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι η Ετήσια Έκθεση κοινοποιήθηκε επισήμως στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στα λοιπά κοινοτικά θεσμικά όργανα, στις 17 Οκτωβρίου 2002 και ότι σχετικό Δελτίο Τύπου δημοσιεύθηκε αυθημερόν στον δικτυακό τόπο της OLAF. Η Επιτροπή προσκόμισε το εν λόγω Δελτίο Τύπου ως παράρτημα των γραπτών της απαντήσεων, όπως δε προκύπτει εξ αυτού, το ίδιο το κείμενο της έκθεσης μπορούσε να τηλεφορτωθεί από το κοινό. Επ’ ακροατηρίου, η Επιτροπή προσέθεσε ότι η Ετήσια Έκθεση είχε ήδη αποσταλεί ανεπίσημα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 15 Οκτωβρίου 2002.

158    Εφόσον δηλαδή το άρθρο του European Voice δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα με την Ετήσια Έκθεση, ο δημοσιογράφος της επιθεώρησης αυτής δεν είναι δυνατόν να είχε λάβει, πριν γράψει το άρθρο του, την πληροφορία σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου το οποίο αφορούσε το «παράδειγμα» από εξουσιοδοτημένη πηγή. Δεδομένου ότι ο δημοσιογράφος του European Voice γνώριζε ότι το «παράδειγμα» που παρετίθετο ανώνυμα στην Ετήσια Έκθεση αφορούσε την ενάγουσα, πρέπει κάποιος από το εσωτερικό της OLAF να του είχε γνωστοποιήσει την ταυτότητά της. Πράγματι, η παράθεση του εν λόγω «παραδείγματος» στην Ετήσια Έκθεση έγινε κατά τρόπο αρκετά ουδέτερο, ώστε ένας αναγνώστης –έστω και ενήμερος και τελών εν γνώσει των αιτιάσεων που προέρχονταν από άλλες πηγές δημοσιευθείσες πριν από τις 17 Οκτωβρίου 2002– να αδυνατεί να την εξακριβώσει. Εν πάση περιπτώσει, ο εν λόγω δημοσιογράφος ασφαλώς μπόρεσε να αποκαλύψει ότι η περίπτωση που ακολούθως παρουσιάστηκε ανωνύμως στην Ετήσια Έκθεση ήταν στην πραγματικότητα η περίπτωση της ενάγουσας, ενώ επρόκειτο για εμπιστευτική πληροφορία την οποία κατείχε η OLAF.

159    Είναι πιθανό ο δημοσιογράφος να έλαβε αντίγραφο της Ετήσιας Έκθεσης από πρόσωπο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή κοινοποιήθηκε στο όργανο αυτό στις 15 Οκτωβρίου 2002. Δεν μπορεί όμως να έλαβε από την πηγή αυτή την πληροφορία ότι το μνημονευόμενο στην Ετήσια Έκθεση «παράδειγμα» αφορούσε την ενάγουσα, πληροφορία που κατ’ ανάγκην προερχόταν από πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF.

160    Η ταυτόχρονη δημοσίευση της Ετήσιας Έκθεσης, που περιείχε ιδίως μνεία της υψηλής θέσης που κατείχε το υποκείμενο στην έρευνα πρόσωπο και της αρχικής πηγής των ισχυρισμών, ήτοι βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και του άρθρου του European Voice, το οποίο ανέφερε ότι η περίπτωση της ενάγουσας μνημονευόταν στην εν λόγω έκθεση, οδηγούσε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα παρατιθέμενα στο «παράδειγμα» στοιχεία αφορούσαν όντως την ενάγουσα. Έτσι, ενώ οι περιεχόμενες στην Ετήσια Έκθεση ενδείξεις ήσαν αφ’ εαυτών απολύτως ουδέτερες, έπαυαν να είναι ουδέτερες εφόσον μπορούσαν να διασταυρωθούν με τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο επίμαχο άρθρο.

161    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η δημοσίευση, στις 17 Οκτωβρίου 2002, της πληροφορίας ότι η ενάγουσα μνημονευόταν στην Ετήσια Έκθεση –δημοσίευση που δεν θα ήταν δυνατή χωρίς διαρροή από την OLAF– είχε ως συνέπεια να διαδοθούν στο κοινό οι αφορώσες την ενάγουσα πληροφορίες που παρετίθεντο ανωνύμως στην Ετήσια Έκθεση (βλ. κατωτέρω σκέψη 169). Πράγματι, η δημοσίευση αυτή μετέβαλε τη φύση των πληροφοριών που παρετίθεντο στο «παράδειγμα», αναιρώντας τον ανώνυμο χαρακτήρα τους. Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η παράθεση του «παραδείγματος» δεν διαδίδει κανένα στοιχείο αφορών το ακριβές περιεχόμενο ή το βάσιμο ή μη των ισχυρισμών που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας.

162    Υπό το φως των προεκτεθέντων, το Πρωτοδικείο συμπεραίνει ότι οι τρεις πληροφορίες που μνημονεύονται στην ανωτέρω σκέψη 151 ανακοινώθηκαν στον δημοσιογράφο του European Voice, άμεσα ή έμμεσα, από πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF. Εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν από την OLAF σε πρόσωπα εκτός αυτής κατόπιν εξουσιοδοτήσεως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι διέρρευσαν.

163    Αντιθέτως, άλλες πληροφορίες και ισχυρισμοί που περιέχονται στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002, περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού ότι κατεβλήθη στον προϊστάμενο του γραφείου της ενάγουσας ποσό 28 000 ευρώ περίπου αντί αδείας, ενδέχεται να προήλθαν από πηγές άλλες πέραν της OLAF. Πράγματι, τα λοιπά, πλην των τριών προαναφερθεισών πληροφοριών, στοιχεία που εκτίθενται στο επίμαχο άρθρο δεν είναι από εκείνα που μόνον πρόσωπα εργαζόμενα εντός της OLAF ηδύναντο να γνωρίζουν.

164    Επισημαίνεται συναφώς ότι η έναρξη από την OLAF έρευνας αφορώσας την Κ. Νικολάου είναι γεγονός που πρόσωπα εκτός OLAF, και ιδίως υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχοντες άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών, ηδύναντο να γνωρίζουν. Παρατηρείται συναφώς ότι ένας υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Dougal Watt, μνημονεύεται ρητά στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 ως η αρχική πηγή ορισμένων από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Ομοίως, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, πηγή των ισχυρισμών που δημοσιεύθηκαν αρχικά στην Europa Journal τον Φεβρουάριο 2002, πριν καν επιληφθεί της υποθέσεως η OLAF, ήταν ο βουλευτής Bart Staes, εξ ου μπορεί να συναχθεί ότι είχε λάβει πληροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας από πηγές εκτός OLAF.

165    Έτσι, η επιχειρηματολογία της ενάγουσας, ότι οι παρατιθέμενοι στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 πραγματικοί ισχυρισμοί και πληροφορίες προέρχονταν κατ’ ανάγκην από πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF, πρέπει να απορριφθεί, πλην όσον αφορά τις τρεις πληροφορίες που μνημονεύονται στην ανωτέρω σκέψη 151. Πράγματι, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι πληροφορίες αυτές είχαν κατ’ ανάγκην ως πηγή πρόσωπο που υπηρετούσε στην OLAF. Σύμφωνα δε με την υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 141 νομολογία, το βάρος αποδείξεως του ότι οι προσαπτόμενες ενέργειες έπρεπε να καταλογισθούν στην OLAF το έφερε η ενάγουσα.

–       Επί της δημοσιεύσεως της Ετήσιας Έκθεσης

166    Η ενάγουσα επισημαίνει, πρώτον, ότι από την Ετήσια Έκθεση προκύπτει ότι, μεταξύ των εσωτερικών ερευνών που διενήργησε η OLAF, δύο μόνον υποθέσεις αφορούσαν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά το έτος που έληξε τον Ιούνιο 2002. Και ναι μεν το στοιχείο αυτό αντιστοιχεί προς την πληροφορία που προκύπτει από διάφορα άρθρα του Τύπου, και ιδίως από το άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Voice, ότι η ενάγουσα και ο «κύριος σύμβουλός» της υπεβλήθησαν σε έρευνα.

167    Η δημοσίευση όμως των αριθμητικών αυτών στοιχείων δεν συνιστά διάδοση, ούτε καν επιβεβαίωση, κάποιας πληροφορίας αφορώσας την ενάγουσα. Πράγματι, αντιθέτως προς ό,τι αυτή υποστηρίζει, η στατιστική κατανομή ανά κοινοτικό όργανο του αριθμού των υποθέσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας δεν περιείχε στοιχεία προσδιορίζοντα την ταυτότητα της ενάγουσας ή καθιστώντα δυνατό τον προσδιορισμό της κατόπιν διασταυρώσεως με άλλες πληροφορίες.

168    Δεδομένου ότι η δημοσίευση των στατιστικών είναι το μοναδικό στοιχείο ως προς το οποίο η ενάγουσα επικαλείται τον κανονισμό 322/97, η διαπίστωση που γίνεται στην προηγούμενη σκέψη αρκεί προς απόρριψη του επιχειρήματος που στηρίζεται στον κανονισμό αυτόν.

169    Δεύτερον, η ενάγουσα επικαλείται το γεγονός ότι η OLAF παρουσίασε, ενδεικτικά, την έρευνα που την αφορούσε υπό μορφή «παραδείγματος», ως εξής:

«Τον Mάρτιo του 2002, η OLAF άρχισε εσωτερική έρευνα η οποία αφορούσε ένα ανώτατο στέλεχος θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Η υπόθεση κινήθηκε μετά από κατηγορία που διατύπωσε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Φεβρουάριο. Ταυτόχρονα η Υπηρεσία έλαβε πληροφορίες και από το σχετικό θεσμικό όργανο.

Πριν αρχίσει την έρευνα, η OLAF εξέτασε με μεγάλη προσοχή την εν λόγω κατηγορία. Δημιουργήθηκε μια ειδική ομάδα έρευνας, η οποία αποτελείτο από ένα στέλεχος ερευνών, τον σύμβουλο για τις εσωτερικές υποθέσεις και τον προϊστάμενο της μονάδας δικαστών. Η ομάδα αυτή είχε, εξ αρχής, την πλήρη συνεργασία του προέδρου και του γενικού γραμματέα, καθώς και πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είχε ανάγκη. Πραγματοποιήθηκαν αποστολές σε τέσσερα κράτη μέλη και συνεντεύξεις με περισσότερα από δεκαπέντε άτομα.

Η έρευνα συνεχίζεται και αναμένεται να oλoκληρωθεί εντός του επομένου μηνός […].»

170    Δεδομένου ότι το άρθρο του European Voice, όπως και η Ετήσια Έκθεση, στην ηλεκτρονική της μορφή, δημοσιεύθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 2002 (βλ. ανωτέρω σκέψη 157), η OLAF δεν ηδύνατο να γνωρίζει, κατά τον χρόνο δημοσίευσης της έκθεσής της, ότι η ταυτότητα του προσώπου το οποίο αφορούσε το «παράδειγμα» μπορούσε να συναχθεί από τον καθένα που θα είχε επίσης διαβάσει το επίμαχο άρθρο. Έτσι, υπό το φως των πραγματικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή σε απάντηση των ερωτήσεων του Πρωτοδικείου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας ότι η OLAF, με τη δημοσίευση της Ετήσιας Έκθεσής της, διέδωσε πληροφορίες που την αφορούσαν κατά τρόπο που καθιστούσε δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητάς της από το κοινό. Αντιθέτως, για τους εκτεθέντες στην ανωτέρω σκέψη 160 λόγους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι οι παρατεθείσες στο «παράδειγμα» πληροφορίες αφορούσαν την ενάγουσα αποκαλύφθηκε στο κοινό λόγω της διαρροής.

171    Υπό το φως των προεκτεθέντων, παρέλκει η εξέταση, στη συνέχεια της παρούσας αποφάσεως, των ισχυρισμών της ενάγουσας ότι η Επιτροπή, δημοσιεύοντας την εν λόγω έκθεση, παραβίασε διάφορους κανόνες δικαίου, ως ουσία αβασίμων.

–       Επί των δημοσιευμάτων του Τύπου τον Νοέμβριο του 2002

172    Στις 7 Νοεμβρίου 2002, δημοσιεύθηκαν στον Τύπο των κρατών μελών διάφορα άρθρα αναφερόμενα στις κατηγορίες που εστρέφοντο κατά της ενάγουσας.

173    Πρώτον, η εφημερίδα Τα Νέα, σε άρθρο στην ελληνική γλώσσα, με τον τίτλο «Έρευνα για απάτες στοχεύει Ελληνίδα υψηλόβαθμη υπάλληλο της ΕΕ», ανέφερε τα εξής:

«Ελληνίδα υψηλόβαθμη κοινοτική υπάλληλος βρίσκεται στο στόχαστρο της [OLAF] για σωρεία σοβαρότατων παραπτωμάτων που φέρεται να έχει διαπράξει. Σύμφωνα με το βελγικό πρακτορείο ειδήσεων Belga, το οποίο επικαλέστηκε δηλώσεις του οικολόγου ευρωβουλευτή Bart Staes, πρόκειται για [το] πρώην [μέλος] του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ, Πόπη Νικολάου, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του’80 είχε διατελέσει βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Η Κ. Νικολάου κατηγορείται για κατάχρηση εξουσίας, χρήση δημοσίων αγαθών προς ίδιον όφελος, παράνομη είσπραξη στεγαστικού επιδόματος και πλαστή έκδοση αποδείξεων. Η OLAF κατέθεσε αίτηση αποζημίωσης και η υπόθεση εξετάζεται από τη Δικαιοσύνη του Λουξεμβούργου.»

174    Ομοίως, το άρθρο στην ελληνική της εφημερίδας Ελευθεροτυπία με τίτλο «Εμπλέκουν Ελληνίδα ελεγκτή σε ευρω-υπόθεση υπεξαίρεσης» ανέφερε:

«Η [OLAF] κίνησε τη διαδικασία έρευνας για υπεξαίρεση κατά της Καλλιόπης Νικολάου, η οποία διετέλεσε εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διάρκεια της περιόδου 1996‑2001. Στην ετήσια έκθεση της εν λόγω υπηρεσίας, που δόθηκε προχθές στη δημοσιότητα, αναφέρεται ότι το 2001 η OLAF αποφάσισε να κινηθεί διαδικασία έρευνας κατά “ενός υψηλόβαθμου προσώπου στους κόλπους ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου”, χωρίς να προσδιορίζεται το όνομα του προσώπου αυτού. Το Βελγικό Πρακτορείο Ειδήσεων Belga, όμως, έδωσε συνέχεια στο θέμα και σε χθεσινό του τηλεγράφημα αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Βέλγο ευρωβουλευτή Bart Staes, το πρόσωπο για το οποίο κινήθηκε διαδικασία έρευνας είναι η Καλλιόπη Νικολάου. Ο εκπρόσωπος Τύπου της OLAF αρνήθηκε να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία έρευνας βρίσκεται σε εξέλιξη. Σύμφωνα με το Belga, επικαλούμενο πάντα τις δηλώσεις του Bart Staes, η Καλλιόπη Νικολάου, που έχει διατελέσει και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τη δεκαετία του’80, κατηγορείται μεταξύ άλλων για πλαστογραφία, χρήση του προσωπικού της για ιδιωτικούς σκοπούς και παράνομη επιδότηση ενοικίου.»

175    Την ίδια ημέρα, ένα άλλο άρθρο, πάλι στην ελληνική, της εφημερίδας Καθημερινή, με τίτλο «Εμπλοκή σε οικονομικό σκάνδαλο στην ΕΕ», ανέφερε :

«Τη Δικαιοσύνη του Λουξεμβούργου και την [OLAF] απασχολεί η υπόθεση στην οποία φέρεται να εμπλέκεται Ελληνίδα πρώην μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ. Το ζήτημα, στο οποίο έχει δοθεί έκταση σε πολλά ευρωπαϊκά ΜΜΕ, αφορά, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της OLAF, “ιδιαίτερα υψηλόβαθμο αξιωματούχο οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Σύμφωνα όμως με τον Βέλγο ευρωβουλευτή Bart Staes, αφορά πολύ συγκεκριμένα την πρώην ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ Κα Πόπη Νικολάου, η οποία υπήρξε μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1996 μέχρι το 2001, ως εκπρόσωπος της Ελλάδος. Εκπρόσωπος της OLAF αρνήθηκε χθες να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία ή διευκρίνιση, επικαλούμενος τις συνεχιζόμενες έρευνες. Όπως όμως προκύπτει από τις υπάρχουσες πληροφορίες, η Κ. Νικολάου αντιμετωπίζει σωρεία κατηγοριών, που εκτείνονται από την παράνομη επιδότηση ενοικίου μέχρι την υπεξαίρεση “δημοσίων αγαθών” και την πλαστογραφία.»

176    Η ενάγουσα προσκόμισε επίσης δύο άρθρα δημοσιευθέντα τον Νοέμβριο σε γλώσσες άλλες πλην της ελληνικής. Το πρώτο, στη γερμανική, με τίτλο «Faule Tricks beim Rechnungshof» («Βρώμικα κόλπα στο Ελεγκτικό Συνέδριο») που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Der Spiegel, περιέχει τις ίδιες ουσιαστικά πληροφορίες με τα άρθρα στην ελληνική, ενώ το άλλο, στην αγγλική, με τίτλο «OLAF again, going Greek» («Η OLAF πάλι, α λα ελληνικά»), που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Barcelona Business, περιέχει συντομότερη μνεία της περίπτωσης της ενάγουσας.

177    Τα πέντε αυτά άρθρα απεκάλυψαν στο κοινό μια επιπλέον πληροφορία σε σχέση με τις ήδη δημοσιευθείσες, ότι δηλαδή της υποθέσεως Νικολάου είχε επιληφθεί «η λουξεμβουργιανή δικαιοσύνη». Την πληροφορία αυτή, την οποία επιβεβαιώνει η τελική έκθεση της OLAF, έπρεπε κατ’ αρχήν να γνωρίζει μόνον η OLAF και οι αποδέκτες της έκθεσης, ήτοι το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι λουξεμβουργιανές αρχές. Το γεγονός όμως ότι την πληροφορία αυτή ηδύναντο νομίμως να γνωρίζουν δύο αρχές εκτός OLAF, εκ των οποίων μία μη κοινοτική, συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι πηγή της πληροφορίας αυτής ήταν η OLAF, αλλ’ ούτε ότι επρόκειτο για πηγή για την οποία ευθύνεται η Κοινότητα, που είναι η αληθής εναγομένη στην υπό κρίση υπόθεση.

178    Άλλωστε, οι παρατιθέμενοι στα άρθρα αυτά ισχυρισμοί είναι, κατ’ ουσίαν, οι ίδιοι με εκείνους που είχαν ήδη δημοσιευθεί. Επιπλέον, διάφορα από τα άρθρα αυτά αποδίδουν ρητά τους ισχυρισμούς αυτούς, όπως και την πληροφορία ότι το πρόσωπο το οποίο αφορούσε η έρευνα, την οποία μνημονεύει το παρατιθέμενο στην Ετήσια Έκθεση «παράδειγμα», ήταν η Κ. Νικολάου, στον Bart Staes. Τονίζεται ότι, κατά τον χρόνο αυτόν, η Ετήσια Έκθεση είχε ήδη δημοσιευθεί.

179    Από τις περιστάσεις αυτές απορρέει ότι ο βουλευτής Bart Staes προέβη, κατά πάσα πιθανότητα, σε δηλώσεις στους δημοσιογράφους, εφιστώντας ίσως την προσοχή τους στο περιεχόμενο της Ετήσιας Έκθεσης και πληροφορώντας τους ότι η περί ης ο λόγος έρευνα αφορούσε την ενάγουσα. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα άρθρα αυτά απεκάλυπταν στο κοινό νέες ειδήσεις προερχόμενες κατ’ ανάγκην από την OLAF. Επομένως, με εξαίρεση την πρόσθετη πληροφορία για τη σύσταση την οποία απηύθυνε η OLAF στη λουξεμβουργιανή δικαιοσύνη, τα νέα αυτά άρθρα επαναλάμβαναν απλώς τις δηλώσεις του Bart Staes και επιβεβαίωναν την ταυτότητα του προσώπου το οποίο αφορούσε το παρατιθέμενο στην Ετήσια Έκθεση «παράδειγμα», πληροφορία που είχε ήδη δημοσιευθεί από το European Voice.

–       Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

180    Στις 11 Νοεμβρίου 2002, η OLAF δημοσίευσε Δελτίο Τύπου που αναφέρεται στην περάτωση εσωτερικής έρευνας της OLAF που αφορούσε πρώην μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Δελτίο Τύπου έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού […] 1073/1999, η [OLAF] υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο την τελική της έκθεση επί μιας εσωτερικής έρευνας στο όργανο αυτό. Η Υπηρεσία άνοιξε την έρευνα τον Μάρτιο του 2002, κατόπιν καταγγελιών που διαμηνύθηκαν από ένα μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η OLAF έχει διαβιβάσει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες επί θεμάτων που δύνανται να οδηγήσουν σε ποινικές διαδικασίες. Αυτά αφορούν μόνο ένα τέως μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έναν τέως έκτακτο υπάλληλο του οργάνου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, η OLAF συνέστησε στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο να ανοίξει πειθαρχική έρευνα σε σχέση με αυτά τα πρόσωπα και να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης των σχετικών ποσών. Σε σχέση με άλλες καταγγελίες, ιδίως αναφορικά με προσλήψεις, διορισμούς και προαγωγές, η OLAF θεωρεί πως το Ελεγκτικό Συνέδριο τήρησε τους εφαρμοστέους κανόνες και η Υπηρεσία δεν τεκμηρίωσε καμία πλημμέλεια. Η Υπηρεσία υπογραμμίζει ότι είχε πρόσβαση σε κάθε αναγκαία πληροφορία ευρισκόμενη στην κατοχή του οργάνου και ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο συνεργάστηκε πλήρως μαζί της από την έναρξη της έρευνας. Κανένα περαιτέρω σχόλιο δεν θα γίνει επ’ αυτής της έρευνας.

Alessandro Butticé, εκπρόσωπος Τύπου της [OLAF].»

181    Διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι το Δελτίο Τύπου δεν κατονόμαζε ρητά την ενάγουσα δεν υπήρξε επαρκές για να προστατεύσει την ταυτότητά της. Πράγματι, από το γεγονός, μεταξύ άλλων στοιχείων, ότι τα προαναφερθέντα άρθρα του Τύπου είχαν αποκαλύψει την ύπαρξη της έρευνας κατονομάζοντας την ενάγουσα, καθώς και από το γεγονός ότι αρχική πηγή των ισχυρισμών ήταν ο βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Bart Staes, προκύπτει ότι ένας αναγνώστης του Δελτίου Τύπου που είχε διαβάσει τα εν λόγω άρθρα μπορούσε χωρίς καμία δυσχέρεια να αντιληφθεί ότι η έρευνα στην οποία αναφερόταν το Δελτίο Τύπου αφορούσε την ενάγουσα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι το Δελτίο Τύπου περιελάμβανε πραγματικά στοιχεία που καθιστούσαν δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας της ενάγουσας, έστω και αν δεν την κατονόμαζε.

182    Επισημαίνεται άλλωστε ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η ίδια η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι ο επιδιωκόμενος από την OLAF με τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου σκοπός ήταν η αποσαφήνιση της καταστάσεως, δεδομένου μάλιστα ότι στον Τύπο γίνονταν εικασίες σχετικά με την έρευνα. Ορθώς η ενάγουσα επισημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να αποσαφηνισθεί η κατάσταση που ανέκυπτε από τα άρθρα του Τύπου που παρέθεταν τους στρεφόμενους κατ’ αυτής ισχυρισμούς χωρίς να αντιληφθεί το κοινό ότι το Δελτίο Τύπου αναφερόταν στην έρευνα που την αφορούσε. Πράγματι, αν αυτός ήταν ο επιδιωκόμενος από την OLAF σκοπός, το γεγονός ότι αυτή δεν κατονόμαζε την ενάγουσα βρισκόταν σε λογική ασυνέπεια προς αυτόν.

183    Έτσι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωσε την ακρίβεια ορισμένων από τις πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως στον Τύπο. Όπως ορθώς επισημαίνει η ενάγουσα, το Δελτίο Τύπου μετέβαλε τη φύση των πληροφοριών αυτών καθιστώντας τες επίσημες και αίροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αμφιβολίες που ενδέχεται να υφίσταντο στην αντίληψη του κοινού ως προς το αληθές τους καθ’ όσον χρόνο αυτές προβάλλονταν μόνον από τον Τύπο. Ειδικότερα, το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωσε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

–        ότι η ενάγουσα υπεβλήθη σε έρευνα της OLAF σχετικά με ισχυρισμούς που αφορούσαν την εποχή κατά την οποία ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

–        ότι η OLAF διαβίβασε στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες αφορώσες την ενάγουσα σχετικά με πράξεις δυνάμενες να επισύρουν ποινική δίωξη·

–        ότι η OLAF συνέστησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να αρχίσει πειθαρχική έρευνα κατά της ενάγουσας και να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης ορισμένων χρηματικών ποσών.

184    Από το Δελτίο Τύπου προκύπτει επίσης ότι η OLAF απέρριψε άλλους ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί κατά της ενάγουσας, ιδίως αναφορικά με προσλήψεις, διορισμούς και προαγωγές.

–       Συμπέρασμα της εξετάσεως των πραγματικών ισχυρισμών

185    Βάσει των προεκτεθέντων, το Πρωτοδικείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF διέδωσε σε δημοσιογράφο του περιοδικού European Voice, άμεσα ή έμμεσα μέσω διαρροής, ορισμένες πληροφορίες και ότι οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύθηκαν ακολούθως στην επιθεώρηση αυτή. Οι πληροφορίες αυτές είναι οι ακόλουθες:

–        ότι, περί τα μέσα Οκτωβρίου 2002, η OLAF περάτωνε έρευνα αφορώσα την ενάγουσα σχετικά με σειρά ισχυρισμών τους οποίους είχε προβάλει ιδίως ο Bart Staes·

–        ότι η OLAF προετίθετο να συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο να κινήσει κατά της Κ. Νικολάου διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου·

–        ότι η περίπτωση της Κ. Νικολάου επρόκειτο να μνημονευθεί στην Ετήσια Έκθεση, με αποτέλεσμα η δημοσίευση της πληροφορίας αυτής να παράσχει στο κοινό τη δυνατότητα να την εντοπίσει ως το πρόσωπο το οποίο αφορούσαν οι πληροφορίες που παρείχοντο με τη μορφή «παραδείγματος» παρατιθεμένου στην εν λόγω έκθεση.

186    Ακολούθως, η OLAF, μέσω της δημοσίευσης του Δελτίου Τύπου, επιβεβαίωσε το αληθές ορισμένων πραγματικών περιστατικών που είχαν ήδη εκτεθεί σε άρθρα του Τύπου, ήτοι:

–        το γεγονός ότι η μνημονευόμενη στον Τύπο έρευνα αφορούσε όντως την Κ. Νικολάου·

–        το γεγονός ότι η OLAF είχε διαβιβάσει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες αφορώσες την ενάγουσα περί πράξεων δυναμένων να επισύρουν δικαστική δίωξη·

–        το γεγονός ότι η OLAF είχε συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο να αρχίσει πειθαρχική έρευνα κατά της ενάγουσας και να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης ορισμένων χρηματικών ποσών.

187    Κατά το μέτρο που οι πληροφορίες αυτές επιβεβαιώθηκαν επίσημα από την OLAF, αυτή ενίσχυσε την αξιοπιστία τους. Επομένως, ευθύνεται για τη μεταβολή της φύσεως των πληροφοριών αυτών που είχαν καταστεί γνωστές στο κοινό.

 Ανάλυση των φερομένων παραβάσεων κανόνων δικαίου απονεμόντων δικαιώματα στους ιδιώτες που ενδέχεται να κατέληξαν στη διάδοση πληροφοριών εξ υπαιτιότητος της OLAF

188    Πρέπει να εξετασθούν, υπό το πρίσμα των διατάξεων που επικαλείται η ενάγουσα, οι δύο «ενέργειες» με τις οποίες η OLAF διέδωσε υπαιτίως τις πληροφορίες που αφορούσαν την ενάγουσα, για να διαπιστωθεί αν παρέβη τις διατάξεις αυτές· υπενθυμίζεται ότι παρέλκει η εξέταση των ισχυρισμών της ενάγουσας περί της δημοσιεύσεως της Ετήσιας Έκθεσης, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 166 επ.

–       Επί της διαρροής ορισμένων πληροφοριών που αφορούσαν την ενάγουσα

189    Η ενάγουσα επικαλείται διάφορες διατάξεις που θεωρεί ότι παρέβη η OLAF δημοσιεύοντας διάφορες πληροφορίες που την αφορούσαν, και ιδίως τις διατάξεις του κανονισμού 1073/1999 και, ειδικότερα, το άρθρο του 8.

190    Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι «ο διευθυντής φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και τα άλλα πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδηγία 95/46/ΕΚ […].»

191    Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999 επιβάλλει δηλαδή στον διευθυντή της OLAF να μεριμνά ώστε οι υπάλληλοι της OLAF και τα λοιπά πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Επομένως, όταν οι υποχρεώσεις σχετικά με τον χειρισμό εμπιστευτικών δεδομένων από την OLAF δεν τηρούνται από μέλη του προσωπικού της, η συμπεριφορά των τελευταίων δύναται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να συνεπάγεται παράβαση της προαναφερθείσας υποχρεώσεως την οποία υπέχει ο διευθυντής.

192    Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι η εν λόγω υποχρέωση είναι υποχρέωση χρήσεως μέσων και όχι υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος. Ούτε δηλαδή η OLAF ούτε ο διευθυντής της μπορούν να θεωρηθούν, δυνάμει της διατάξεως αυτής, ως ευθυνόμενοι για ενδεχόμενη διαρροή προκύπτουσα από ηθελημένη και μη εξουσιοδοτημένη συμπεριφοράς υπαλλήλου της OLAF.

193    Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η Κοινότητα υποχρεούται να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά της όργανα, αλλά και οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αναφερόμενο δε συγχρόνως στη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα και στη ζημία που προξενούν οι υπάλληλοι της Κοινότητας, το άρθρο 288 EΚ ορίζει ότι η Κοινότητα ευθύνεται μόνον για τις πράξεις των υπαλλήλων της οι οποίες, λόγω της υπάρξεως εσωτερικού και άμεσου δεσμού, αποτελούν την αναγκαία προέκταση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1969, 9/69, Sayag κ.λπ., Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 121, σκέψη 7, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2005, T‑124/04, Ouariachi κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4653, σκέψη 18).

194    Συνεπώς επισημαίνεται ότι, για να εκτιμηθεί αν θεσμικό ή άλλο όργανο έχει υποπέσει σε παράβαση του κανονισμού 1073/1999 δυνάμενη να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, τυχόν ενέργειες, ακόμη και μη εξουσιοδοτημένες, σχετικές με τον χειρισμό δεδομένων στις οποίες προβαίνουν υπάλληλοι του οργάνου αυτού πρέπει να αποδίδονται στο ίδιο, κατά το μέτρο που οι εν λόγω υπάλληλοι είχαν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα στο πλαίσιο της υπηρεσιακής τους δραστηριότητας.

195    Περαιτέρω, κατά το μέτρο που μια διαρροή, συνιστώσα παράβαση των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αποδίδεται σε ενδεχόμενη ανεπάρκεια των προληπτικών μέτρων που έχει λάβει ο διευθυντής της OLAF, είτε γενικών, είτε ειδικών στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως, για να εξασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των ευρισκομένων στην κατοχή της OLAF δεδομένων, η διαρροή αυτή είναι αποδοτέα σε παρανομία διαπραχθείσα από τον διευθυντή και καταλογιστέα στην ίδια την OLAF. Είναι πρόδηλο ότι τα λαμβανόμενα από τον διευθυντή της OLAF προς εξασφάλιση της τήρησης από τους υπαλλήλους της OLAF των ισχυόντων επί προστασίας των δεδομένων κανόνων ανήκουν, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999, στα καθήκοντά του, συνιστούν δε, λόγω της υπάρξεως εσωτερικού και άμεσου δεσμού, αναγκαία προέκταση της ανατιθεμένης στην OLAF αποστολής. Επομένως, εφόσον τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή προς κατοχύρωση της τήρησης των εν λόγω κανόνων, η παράλειψη αυτή, που στοιχειοθετεί ενδεχομένως παράβαση των διατάξεων αυτού του άρθρου, πρέπει να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στην άσκηση των καθηκόντων του διευθυντή, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΕΚ.

196    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίδικη, στην οποία οι διαρρεύσασες πληροφορίες προήλθαν κατ’ ανάγκην από πηγή εντός της OLAF, ο ενάγων, αν ο εναγόμενος δεν παράσχει σχετικά στοιχεία, αδυνατεί να αποδείξει κατά ποιον τρόπο συνέβη η διαρροή και, επομένως, να αποδείξει ενδεχομένως ότι αυτή οφείλεται σε παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999. Έτσι, σε μια κατάσταση όπως η επίδικη, στην οποία τα ακριβή αίτια μιας διαρροής είναι κατ’ αρχάς άγνωστα και στην οποία η OLAF βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση για να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις, η ενδεχόμενη αβεβαιότητα που παραμένει ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη η διαρροή πρέπει να καταλογισθεί εις βάρος της (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, απόφαση Leussink-Brummelhuis κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 142, σκέψεις 16 και 17).

197    Έτσι, όταν, εν προκειμένω, ορισμένες πληροφορίες δημοσιεύθηκαν κατόπιν μη εξουσιοδοτημένης διαρροής προερχόμενης από την OLAF, στην Επιτροπή εναπέκειτο, εξ ονόματος της OLAF, να εξηγήσει πώς συνέβη η διαρροή για να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι δεν είχε υπάρξει παράβαση της προαναφερθείσας υποχρεώσεως που βαρύνει τον διευθυντή της OLAF. Αν η Επιτροπή δεν παράσχει τις εξηγήσεις αυτές, τεκμαίρεται ότι η διαρροή προκύπτει από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999 διαπραχθείσα από τον διευθυντή της OLAF στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΕΚ.

198    Η Επιτροπή όμως περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι, αν υπήρξε διαρροή ορισμένων πληροφοριών, αυτή δεν μπορεί να προήλθε από την OLAF, άπαξ η τελευταία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς κατοχύρωση της εμπιστευτικότητας. Ωστόσο, δεν προέβαλε σχετικώς κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα ή στοιχείο είτε για να αποδείξει ότι υπήρχε εντός της OLAF κάποιο σύστημα ελέγχου που να εμποδίζει τις διαρροές, είτε για να αποδείξει ότι ο χειρισμός των σχετικών με την επίδικη έρευνα πληροφοριών ήταν τέτοιος που κατοχύρωνε την εμπιστευτικότητά τους. Δεν παρέσχε, άλλωστε, καμία εξήγηση, ούτε καν διατύπωσε κάποια πιστευτή εικασία για τις περιστάσεις υπό τις οποίες ενδεχομένως συνέβη η διαρροή, εφόσον απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο διαρροής από την OLAF, το οποίο ωστόσο αποδεικνύεται πραγματικό (βλ. ανωτέρω σκέψεις 150 επ.).

199    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, εν προκειμένω, το τεκμήριο ότι η διαπιστωθείσα ανωτέρω διαρροή προκύπτει από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999 διαπραχθείσα από τον διευθυντή της OLAF στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΕΚ. Επομένως, τυχόν παραβάσεις των κανόνων περί επεξεργασίας εμπιστευτικών δεδομένων απορρέουσες από αυτή τη διαρροή συνεπάγονται επίσης, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, καταλογιστέα στην OLAF και, κατ’ επέκταση, στην Κοινότητα. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η –αποδειχθείσα εν προκειμένω– διαρροή πληροφοριών τις οποίες κατείχε η OLAF συνιστά παράβαση των κανόνων αυτών.

200    Κατόπιν της εκδόσεως του κανονισμού 1073/1999, εκδόθηκε νέος κανονισμός διέπων τα δικαιώματα των προσώπων ως προς τις πληροφορίες που τα αφορούν, καθώς και τις υποχρεώσεις των υπευθύνων εντός των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών για την επεξεργασία των πληροφοριών αυτών, ήτοι ο κανονισμός 45/2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 10). Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι οι διατάξεις της οδηγίας και του κανονισμού 45/2001 αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των θεσπιζομένων με το άρθρο 8 του κανονισμού 1073/1999 υποχρεώσεων της OLAF, υποστηρίζοντας πάντως ότι η OLAF δεν είχε παραβεί καμία από τις διατάξεις αυτών.

201    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 45/2001 ορίζει, συγκεκριμένα, ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού, αυτός έχει εφαρμογή στην «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, εφ’ όσον η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται στα πλαίσια της άσκησης δραστηριοτήτων που εμπίπτουν, εν όλω ή εν μέρει, στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου».

202    Από το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, προκύπτει ότι κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί πρέπει να χαρακτηρίζεται ως δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα. Το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει, πράγματι, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ως εξής:

«κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί […]·ως πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί λογίζεται το πρόσωπο εκείνο που μπορεί να προσδιοριστεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική.»

203    Οι διαρρεύσασες εν προκειμένω πληροφορίες, που αφορούν ειδικά την έρευνα που κινήθηκε εις βάρος της ενάγουσας, εμπίπτουν στον ορισμό αυτόν και πρέπει, επομένως, να χαρακτηρισθούν ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού 45/2001. Ειδικότερα, η πληροφορία περί της προθέσεως της OLAF να συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο να κινήσει κατά της ενάγουσας ένδικη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και η πληροφορία ότι το «παράδειγμα» που επρόκειτο να παρατεθεί στην Ετήσια Έκθεση ήταν το της ενάγουσας, αποτελούν ασφαλώς τέτοια δεδομένα.

204    Επιπλέον, η ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων σε δημοσιογράφο από πρόσωπο που κατ’ ανάγκην είχε πρόσβαση στα δεδομένα αυτά εντός της OLAF συνιστά «επεξεργασία» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001, στην οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων, «η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης» τέτοιων δεδομένων.

205    Το άρθρο 5 του κανονισμού 45/2001 ορίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή μόνον εφόσον είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος (άρθρο 5, στοιχείο α΄), ή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης (άρθρο 5, στοιχείο β΄), ή είναι απαραίτητη για την εκτέλεση συμβάσεως (άρθρο 5, στοιχείο γ΄), ή το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του (άρθρο 5, στοιχείο δ΄) ή, τέλος, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 5, στοιχείο ε΄).

206    Η επίδικη εν προκειμένω διαρροή είναι βέβαιο ότι δεν έγινε με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, δηλαδή της ενάγουσας. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία κατά την έννοια των επί μέρους υποπεριπτώσεων του άρθρου 5, εφόσον, από πλευράς OLAF, δεν ήταν καν ηθελημένη, μια και οι επίδικες πληροφορίες διαβιβάστηκαν σε ένα δημοσιογράφο χωρίς εξουσιοδότηση.

207    Και ναι μεν πρέπει να αναγνωρισθεί στα θεσμικά και λοιπά όργανα της Κοινότητας κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως για να κρίνουν κατά πόσον η επεξεργασία δεδομένων η συνιστάμενη στην ανακοίνωσή τους σε τρίτους είναι αναγκαία, ιδίως για την εκπλήρωση καθήκοντος που ανατίθεται στις αρχές προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος, η ύπαρξη όμως περιθωρίου εκτιμήσεως δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο διαρροής, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, το όργανο δεν προέβη σε καμία εκτίμηση πριν ανακοινωθούν τα δεδομένα.

208    Υπό το φως των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαρροή ορισμένων πληροφοριών περί της έρευνας της OLAF συνιστά πράγματι «επεξεργασία» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφορώντων την ενάγουσα, αντίθετη προς τις υποχρεώσεις που υπέχει η OLAF από τον κανονισμό 45/2001.

209    Έτσι, δεδομένου ότι, όπως ελέχθη ανωτέρω (βλ. σκέψη 199), τυχόν παραβάσεις κανόνων περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απορρέουσες από τη διαρροή πρέπει να καταλογισθούν στην OLAF, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η OLAF, λόγω αθέμιτης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας προκύπτουσας από τη διαρροή τους, διέπραξε έναντι αυτής παρανομία. Πρέπει περαιτέρω να εξετασθεί αν η παρανομία αυτή συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 39 επ.

210    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 αποτελούν κανόνες δικαίου απονέμοντες δικαιώματα στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Κοινότητας. Πράγματι, σκοπός των κανόνων αυτών είναι η προστασία των εν λόγω προσώπων από τυχόν αθέμιτη επεξεργασία των δεδομένων που τα αφορούν. Το αυτό ισχύει και ως προς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999, το οποίο επιβάλλει στον διευθυντή της OLAF την υποχρέωση να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων και των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 45/2001. Έχει δηλαδή το ίδιο αντικείμενο, όσον αφορά την προστασία των προσώπων τα οποία αφορούν τα ευρισκόμενα στην κατοχή της OLAF δεδομένα, με τους προαναφερθέντες κανόνες, των οποίων εξασφαλίζει την εφαρμογή.

211    Εν προκειμένω, οι διαρρεύσασες πληροφορίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αφορώντα την ενάγουσα. Αυτή ανήκει, επομένως, στην κατηγορία των προσώπων στα οποία οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού 45/2001 απονέμουν δικαιώματα (βλ. ανωτέρω σκέψεις 43 και 44). Δεδομένου ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999 σκοπεί ιδίως στην κατοχύρωση της τήρησης των διατάξεων αυτών, το αυτό ισχύει και ως προς τις διατάξεις και αυτού του άρθρου. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση ότι πρέπει να υπάρχει παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες ισχύει στο παρόν πλαίσιο.

212    Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη, υπενθυμίζεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για την πλήρωσή της είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως· οίκοθεν νοείται ότι, οσάκις το θεσμικό αυτό όργανο διαθέτει πολύ περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο, περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς τούτο (ανωτέρω σκέψη 40). Όσον αφορά την επίμαχη διαρροή πληροφοριών, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω (σκέψη 205), η OLAF δεν προέβη σε καμία εκτίμηση πριν από την ανακοίνωση των επίμαχων δεδομένων σε δημοσιογράφο, εφόσον δεν την επέτρεψε.

213    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπό παρόμοιες συνθήκες ανακοίνωση χωρίς εξουσιοδότηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κατ’ ανάγκην εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, το οποίο ευθύνεται εν προκειμένω για τις ενέργειες των υπαλλήλων του, πρόδηλη και σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεών του, εφόσον δεν εκτιμήθηκε κατά πόσον η ανακοίνωση αυτή ήταν απαραίτητη υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 5 του κανονισμού 45/2001.

214    Η κατάσταση που ανακύπτει από μια τέτοια ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ανάλογη με εκείνη στην οποία το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως. Πράγματι, η ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως δεν δικαιολογεί την «επεξεργασία» δεδομένων σε περίπτωση που το θεσμικό όργανο δεν έχει κάνει χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως. Υπό το φως των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, η οποία προκύπτει από τη διαρροή την οποία επικαλέστηκε η ενάγουσα, ήταν κατάφωρη, κατά την έννοια της αποφάσεως Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30.

215    Και ναι μεν ο διευθυντής της OLAF διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για να προσδιορίζει ποια συγκεκριμένα μέτρα θεωρεί αναγκαία για την πρόληψη των διαρροών, υπενθυμίζεται όμως ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 196 έως 199, η ενάγουσα τελεί, εν προκειμένω, σε αδυναμία να αποδείξει πώς συνέβη η διαρροή και, επομένως, να αποδείξει ότι αυτή οφειλόταν σε παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999, ακολούθως δε ότι η παράβαση αυτή ήταν κατάφωρη κατά την έννοια της αποφάσεως Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30. Δεδομένου ότι η αδυναμία αυτή οφείλεται στη μη παροχή στοιχείων από την Επιτροπή, πρέπει εν προκειμένω το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως να θεωρηθεί ανύπαρκτο. Πράγματι, ενώ το περιθώριο εκτιμήσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περίπτωση που ο κοινοτικός δικαστής καλείται να εκτιμήσει τον πρόδηλο και σοβαρό χαρακτήρα παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου διαπραττομένης υπό γνωστές περιστάσεις, είναι στην πράξη αδύνατο να ληφθεί υπόψη σε μια κατάσταση, όπως η προκείμενη, στην οποία η παράβαση, λόγω μη παροχής στοιχείων από την εναγομένη, τεκμαίρεται.

216    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, λόγω της διαρροής πληροφοριών σχετικών με την εις βάρος της ενάγουσας έρευνα, η OLAF υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1073/1999 και των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, που απονέμουν δικαιώματα στα πρόσωπα των οποίων τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Κοινότητας κατέχουν προσωπικά δεδομένα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει εν προκειμένω η εξέταση των λοιπών διατάξεων τις οποίες, κατά την ενάγουσα, παρέβη λόγω της διαρροής η OLAF.

217    Το ζήτημα του κατά πόσον η παράβαση αυτή προξένησε στην ενάγουσα ζημία θα εξετασθεί στις κατωτέρω σκέψεις 273 επ.

–       Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

218    Πρέπει, ευθύς εξ αρχής, να απορριφθούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας ότι η OLAF δεν είχε την εξουσία να διαθέτει πολιτική επικοινωνίας και, κατά συνέπεια, δεν είχε το δικαίωμα να δημοσιεύει Δελτία Τύπου, ασχέτως του περιεχομένου αυτών. Το επιχείρημα ότι ένα θεσμικό ή άλλο όργανο της Κοινότητας δεν μπορεί να απονέμει στον εαυτό του την εξουσία να δημοσιεύει Δελτία Τύπου ή να επικοινωνεί κατ’ άλλον τρόπο με το κοινό, ελλείψει πράξεως που να το εξουσιοδοτεί ρητά προς τούτο, είναι αστήρικτο. Πράγματι, η εκ μέρους μιας διοικήσεως πληροφόρηση του κοινού περί των δραστηριοτήτων της, ιδίως μέσω της δημοσιεύσεως ανακοινωθέντων Τύπου, μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα παρεπομένη της κύριας διοικητικής της δραστηριότητας.

219    Επομένως, η OLAF δεν υπερέβη τις αρμοδιότητές της δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου, το σκέλος δε αυτό της επιχειρηματολογίας της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί εν προκειμένω αν οι κανόνες περί απονομής εξουσιών έχουν ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες κατά την έννοια της αποφάσεως Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30 (σκέψη 42). Η απόρριψη πάντως αυτή δεν θίγει το ζήτημα αν η OLAF, δημοσιεύοντας εν προκειμένω το Δελτίο Τύπου, τήρησε τις υποχρεώσεις της, ιδίως ως προς την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

220    Ακολούθως υπενθυμίζεται ότι, με το Δελτίο Τύπου, η OLAF επιβεβαίωσε ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως στον Τύπο και που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 183, ήσαν ακριβείς. Μετέβαλε, επομένως, τη φύση των πληροφοριών αυτών καθιστώντας τες επίσημες και αίροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις αμφιβολίες που ενδέχεται να υφίσταντο στην αντίληψη του κοινού ως προς το αληθές τους. Επισημαίνεται επίσης ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν αποτελούσαν διατύπωση προκαταρκτικής εκτίμησης από την OLAF υπό επιφύλαξη. Πρόκειται για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η OLAF, αφού ολοκλήρωσε την έρευνά της, καθώς και για τις τελικές και οριστικές συστάσεις τις οποίες απηύθυνε σε άλλες δημόσιες αρχές, εθνικές και κοινοτικές.

221    Όσον αφορά τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου, η επικρινόμενη ενέργεια είναι σαφώς καταλογιστέα στην OLAF, εφόσον πρόκειται για επίσημη και εξουσιοδοτημένη ενέργεια της Υπηρεσίας Τύπου της OLAF.

222    Οι σχετικές με την έρευνα πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στο Δελτίο Τύπου καλύπτονται από τον ορισμό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που δίδεται στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001. Πράγματι, οι συστάσεις τις οποίες απευθύνει στις αρμόδιες αρχές η OLAF σχετικά με την κίνηση διώξεως κατά ορισμένου προσώπου αποτελούν, εξ ορισμού, πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο. Και ναι μεν η ενάγουσα δεν κατονομάζεται στην Ετήσια Έκθεση, η ταυτότητά της δύναται όμως, υπό τις παρούσες περιστάσεις, να εξακριβωθεί κατά την έννοια της ίδιας αυτής διατάξεως. Πράγματι, όπως κρίθηκε ανωτέρω στη σκέψη 181, το γεγονός ότι το Δελτίο Τύπου δεν κατονόμαζε την ενάγουσα δεν ήταν επαρκές, υπό τις παρούσες περιστάσεις, για να αποκρύψει την ταυτότητά της. Άλλωστε, η δημοσίευση του Δελτίου Τύπου εμπίπτει σαφώς στην κατά το άρθρο 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 45/2001 έννοια της «επεξεργασίας» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, «η ανακοίνωση με διαβίβαση, η διάδοση και κάθε άλλη μορφή διάθεσης» τέτοιων δεδομένων.

223    Όσον αφορά το θεμιτό αυτής της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτή εκτιμάται ειδικά υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 5, στοιχείο α΄, του κανονισμού 45/2001, κατά το οποίο η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή εφόσον είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, και του άρθρου 5, στοιχείο ε΄, του ίδιου κανονισμού, κατά το οποίο η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή εφόσον «είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων».

224    Συναφώς, το γεγονός ότι οι επίμαχες πληροφορίες περί των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει κατόπιν της έρευνάς της η OLAF είχαν αποτελέσει αντικείμενο δημοσιευμάτων του Τύπου δεν δικαιολογεί τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου, ούτε υπό το πρίσμα του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο αντιπροσωπεύει η OLAF, ούτε υπό το πρίσμα του συμφέροντος της ενάγουσας. Πράγματι, οι πληροφορίες αυτές δεν έπρεπε να είχαν καταστεί γνωστές στο κοινό κατά το στάδιο της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου, πριν δηλαδή οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν αν έπρεπε να κινήσουν ποινική ή πειθαρχική δίωξη ή διαδικασία αναζήτησης. Με τη δημοσίευση όμως του Δελτίου Τύπου, η OLAF επιβεβαίωσε κατά τρόπο επίσημο και ρητό τις τρεις πληροφορίες που μνημονεύονται στην ανωτέρω σκέψη 183.

225    Κατά την Επιτροπή, με τη δημοσίευση αυτή η OLAF επιδίωκε να αποσαφηνίσει την κατάσταση ενημερώνοντας το κοινό για την περάτωση της εσωτερικής έρευνας και για τις σχετικές της συστάσεις. Έτσι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κίνηση αυτή βελτίωσε την ολέθρια κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών σε άρθρα του Τύπου. Κατά την προφορική της ανάπτυξη, επικαλέστηκε ιδίως το γεγονός ότι η OLAF, με το Δελτίο Τύπου, ενημέρωσε το κοινό για την απόρριψη ορισμένων ισχυρισμών που είχαν δημοσιευθεί στον Τύπο.

226    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί.

227    Επιβεβαιώνοντας επίσημα τις πληροφορίες αυτές, η OLAF δεν βελτίωσε την κατάσταση. Όλως αντιθέτως, το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές –που έπρεπε να παραμείνουν εμπιστευτικές– όχι μόνον δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, αλλά και επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια από την OLAF επιδεινώνει τη ζημία που προκλήθηκε τόσο στο δημόσιο συμφέρον όσο και στην ενάγουσα. Πράγματι, όπως κρίθηκε ανωτέρω, η επίσημη επιβεβαίωση των πληροφοριών αυτών μετέβαλε τη φύση τους από πληροφορίες αβέβαιης ακρίβειας σε πληροφορίες επισήμως αναγνωριζόμενες ως ακριβείς (ανωτέρω σκέψεις 183 και 220).

228    Όσον αφορά την απόκρουση ορισμένων αιτιάσεων με το Δελτίο Τύπου, διαπιστώνεται ότι η απόκρουση αυτή ενισχύει έντονα την εντύπωση ότι η OLAF έκρινε τις λοιπές αιτιάσεις βάσιμες.

229    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι, αν σκοπός της OLAF ήταν η αποσαφήνιση της καταστάσεως, το γεγονός ότι αυτή δεν κατονόμαζε στο Δελτίο Τύπου την ενάγουσα αποτελούσε λογική ασυνέπεια (βλ. ανωτέρω σκέψη 182). Όμως, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι με τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου η OLAF επιδίωκε την αποσαφήνιση της καταστάσεως, δεδομένου μάλιστα ότι στον Τύπο γίνονταν εικασίες σχετικά με την έρευνα. Ορθώς η ενάγουσα επισημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να αποσαφηνισθεί η κατάσταση που ανέκυπτε από τα άρθρα του Τύπου που παρέθεταν τους στρεφόμενους κατ’ αυτής ισχυρισμούς χωρίς το κοινό να αντιληφθεί ότι το Δελτίο Τύπου αναφερόταν στην έρευνα που την αφορούσε. Επομένως, η επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή επιδίωξε να δικαιολογήσει τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου στερείται λογικής συνεπείας, εφόσον η ενάγουσα δεν κατονομαζόταν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η επιχειρηματολογία αυτή δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί.

230    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η OLAF, δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου χωρίς να κατονομάζει την ενάγουσα, ενώ οι συστάσεις που απηύθυνε με την τελική της έκθεση και η μνεία της περίπτωσης της ενάγουσας στην Ετήσια Έκθεση είχαν ήδη αναφερθεί στον Τύπο, υπερέβη τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5, στοιχεία α΄ και ε΄, του κανονισμού 45/2001.

231    Έτσι, στο πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάχθηκε η ενέργεια αυτή και υπό το πρίσμα των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκύπτει ότι, δημοσιεύοντας το Δελτίο Τύπου, η OLAF χειρίστηκε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αφορώντα την ενάγουσα κατά τρόπο αθέμιτο, διότι η ενέργεια αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαραίτητη κατά την έννοια του άρθρου 5, στοιχεία α΄ και ε΄, του κανονισμού 45/2001.

232    Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η παρανομία αυτή απετέλεσε κατάφωρη παράβαση κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες, κατά την έννοια της αποφάσεως Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30. Όπως κρίθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 210 και 211, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 αποτελούν κανόνες δικαίου απονέμοντες δικαιώματα στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών και λοιπών οργάνων της Κοινότητας, κατηγορία προσώπων στην οποία ανήκει η ενάγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Επιπλέον, με τη δημοσίευση του Δελτίου Τύπου υπό τις παρούσες περιστάσεις, η OLAF υπερέβη κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό τα όρια που επιβάλλονται στην εξουσία της εκτιμήσεως, για λόγους ανάλογους με τους εκτιθέμενους στην προηγούμενη σκέψη. Υπέπεσε, συνεπώς, σε κατάφωρη παράβαση των εν λόγω διατάξεων, ώστε να θεμελιώνεται ευθύνη της Κοινότητας.

233    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η εξέταση, στην παρούσα απόφαση, των λοιπών διατάξεων που, κατά την ενάγουσα, παρέβη η OLAF λόγω της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου.

234    Το ζήτημα του κατά πόσον η πρόδηλη αυτή και σοβαρή παράβαση προξένησε στην ενάγουσα ζημία θα εξετασθεί στις κατωτέρω σκέψεις 273 επ.

 Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση

235    Η ενάγουσα προσάπτει στην OLAF, πρώτον, το γεγονός ότι, κατά την ενώπιόν της διαδικασία, δεν της επετράπη η πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας και, δεύτερον, το γεγονός ότι, κατά το πέρας της έρευνάς της, η OLAF δεν της κοινοποίησε την τελική της έκθεση. Οι δύο αυτοί χωριστοί ισχυρισμοί θα εξετασθούν διαδοχικά.

–       Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας

236    Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι ο κανονισμός 1073/1999 δεν αποτελεί αφ’ εαυτού πηγή των δικαιωμάτων άμυνας που απονέμονται στα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι έρευνες της OLAF. Το άρθρο 4, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι κάθε θεσμικό όργανο, όργανο και οργανισμός θεσπίζει στον τομέα αυτόν κανόνες, ενώ το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι τα θεσμικά όργανα έπρεπε να συνεννοηθούν μεταξύ τους πριν θεσπίσουν τους κανόνες αυτούς. Τα θεσμικά όργανα συμμορφώθηκαν προς τις υποχρεώσεις αυτές με τη σύναψη της Διοργανικής Συμφωνίας της 25ης Μαΐου 1999, η οποία έθετε τις διατάξεις που καθένα απ’ αυτά θα θέσπιζε, mutatis mutandis, με τη μορφή αποφάσεως. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έθεσε σε εφαρμογή τη συμφωνία αυτή εκδίδοντας την απόφασή του 99/50, της οποίας η εφαρμοστέα εδώ διάταξη είναι η του άρθρου 4.

237    Από το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 9, προκύπτει ότι, ελλείψει ειδικών περιστάσεων δικαιολογουσών τη διατήρηση του απορρήτου, η OLAF έχει δύο υποχρεώσεις έναντι του υπηρετούντος στο Ελεγκτικό Συνέδριο προσώπου, εις βάρος του οποίου διεξάγει έρευνα. Πρώτον, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως για τη διενέργεια έρευνας. Η ενάγουσα δεν επικαλείται εν προκειμένω παράβαση της υποχρεώσεως αυτής. Δεύτερον, αν η OLAF προτίθεται να αντλήσει κατά το πέρας της έρευνάς της, που αφορά ονομαστικά ένα μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού, συμπεράσματα, πρέπει να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν. Εν προκειμένω, η ενάγουσα υποστηρίζει, με το δικόγραφο της αγωγής της, ότι η δεύτερη από τις υποχρεώσεις αυτές δεν τηρήθηκε, εφόσον δεν της επετράπη η πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της OLAF.

238    Συναφώς, από το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 προκύπτει χωρίς αμφισημία ότι πρέπει να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί των κρισίμων πράξεων που του προσάπτονται και ότι η OLAF έχει, συνεπώς, την υποχρέωση να του εκθέσει τις πράξεις αυτές και να λάβει τις παρατηρήσεις του, προφορικά ή γραπτά. Το ότι όμως πρέπει να «δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν», όπως προβλέπει η διάταξη αυτή, δεν σημαίνει ότι πρέπει κατ’ ανάγκην να έχει πρόσβαση στον φάκελο.

239    Κατά την ενάγουσα, αντιθέτως, το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα, υπό την έννοια ότι τα δικαιώματα άμυνας πρέπει να γίνονται πλήρως σεβαστά ήδη από το στάδιο της ενώπιον της OLAF έρευνας. Συναφώς επικαλείται, κατ’ αναλογίαν, τη νομολογία περί ανταγωνισμού σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο. Η ενάγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 είχε τηρηθεί, δεν είναι προφανές ότι η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου εξασφαλίζεται προσηκόντως.

240    Πρέπει, επομένως, το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της εκτάσεως της υποχρεώσεως που απορρέει από το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, καθώς και επί του ζητήματος αν η διάταξη αυτή αρκεί προς κατοχύρωση της τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πριν απαντήσει στους επί μέρους ισχυρισμούς που προβάλλει εν προκειμένω η ενάγουσα.

241    Επισημαίνεται συναφώς ότι, με τη διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2003, T‑215/02, Gómez-Reino κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. σ. I‑A‑345 και II‑1685, σκέψη 65), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η OLAF δεν ήταν υποχρεωμένη να επιτρέψει σε κοινοτικό υπάλληλο τον οποίον αφορούσε εσωτερική έρευνα –πριν εκδοθεί βλαπτική γι’ αυτόν τελική απόφαση της ΑΔΑ του– την πρόσβαση στα έγγραφα που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας αυτής ή στα έγγραφα που συνέταξε η ίδια η OLAF κατά την έρευνα αυτή· διαφορετικά, θα υπήρχε κίνδυνος να πληγεί η αποτελεσματικότητα και η εμπιστευτικότητα της ανατεθειμένης στην OLAF αποστολής, καθώς και η ανεξαρτησία αυτής. Το Πρωτοδικείο συνέχισε επισημαίνοντας ότι η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας του υποκειμένου στην έρευνα υπαλλήλου κατοχυρωνόταν επαρκώς από το άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων (ΕΕ 1999, L 149, σ. 57) (διάταξη ανάλογη με αυτήν του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50).

242    Έτσι, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396 δεν υποχρέωνε την OLAF να επιτρέψει την πρόσβαση στα έγγραφα που αποτελούσαν αντικείμενο εσωτερικής έρευνας ή σε έγγραφα καταρτισθέντα από την ίδια την OLAF, ιδίως για τον λόγο ότι μια τέτοια υποχρέωση θα παρακώλυε τις εργασίες της υπηρεσίας αυτής. Ομοίως πρέπει να ερμηνευθεί, εν προκειμένω, το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεώνει την OLAF να επιτρέπει σε πρόσωπα εις βάρος των οποίων διενεργείται εσωτερική έρευνα την πρόσβαση στον φάκελό τους. Επομένως, η επιχειρηματολογία της ενάγουσας υπέρ της ευρύτερης ερμηνείας της διατάξεως αυτής πρέπει να απορριφθεί.

243    Ως προς το επιχείρημα ότι η εκ μέρους της OLAF τήρηση του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50 δεν αρκεί προς κατοχύρωση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων του αμυνομένου επιβάλλει να παρέχεται σε οποιονδήποτε μπορεί να γίνει αποδέκτης βλαπτικής πράξεως η δυνατότητα να διατυπώνει λυσιτελώς τη γνώμη του σχετικά με τα εις βάρος του στοιχεία που θεμελιώνουν την εν λόγω απόφαση (αποφάσεις Lisrestal κ.λπ. κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 129, σκέψη 42, και Reynolds κατά Κοινοβουλίου, ανωτέρω σκέψη 129, σκέψη 101).

244    Όπως, όμως, έκρινε το Πρωτοδικείο με τη διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Gómez-Reino κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 241 (σκέψεις 50 επ.), οι αποφάσεις για την έναρξη έρευνας και τα συμπεράσματα της OLAF επ’ αυτής, τα οποία εκτίθενται στην τελική της έκθεση, δεν συνιστούσαν βλαπτικές πράξεις έναντι του υποκειμένου στην έρευνα αυτή προσώπου [βλ. επίσης, στην κατεύθυνση αυτή, διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2004, T‑29/03, Comunidad Autónoma de Andalucía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2923, σκέψεις 32 επ.· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2004, T‑193/04 R, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3575, σκέψεις 38 έως 47, που επικυρώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2005, C‑521/04 P (R), Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑3103, σκέψεις 28 έως 34, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 66 έως 82]. Ομοίως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, η τελική έκθεση της OLAF, η οποία απεστάλη στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στις λουξεμβουργιανές δικαστικές αρχές, δεν αποτελεί βλαπτική για την ενάγουσα πράξη.

245    Βάσει της διαπιστώσεως αυτής, ότι οι εκδιδόμενες από την OLAF στο πλαίσιο των ερευνών της πράξεις δεν αποτελούν βλαπτικές πράξεις, το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως 1999/396 κατοχύρωνε επαρκώς τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο έρευνας της OLAF. Με τη διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Gómez-Reino κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 241 (σκέψη 65), το Πρωτοδικείο επισήμανε ειδικότερα ότι το γεγονός ότι, σύμφωνα με ενδείξεις, μέρος εμπιστευτικού φακέλου έρευνας ανακοινώθηκε παρανόμως στον Τύπο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει παρέκκλιση, υπέρ του υπαλλήλου τον οποίο φέρεται ότι αφορά η έρευνα, από την εμπιστευτικότητα του φακέλου αυτού και της διενεργουμένης από την OLAF έρευνας.

246    Έτσι, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, όπως διατυπώνεται στην υπομνησθείσα στην ανωτέρω σκέψη 243 νομολογία, δεν βρίσκει εφαρμογή εν προκειμένω. Πρέπει, πράγματι, να γίνει δεκτό ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να τηρείται έναντι του ενδιαφερομένου πριν εκδοθεί η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, ώστε να αποφευχθεί να ζημιωθεί αυτός εκ του ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς την άποψή του. Αντιθέτως, κατά το μέτρο που μια εξεταστική διαδικασία δεν οδηγεί στην έκδοση τέτοιας πράξεως, η μη πλήρης εφαρμογή της αρχής αυτής στο στάδιο αυτό δεν προξενεί ζημία στους ενδιαφερομένους.

247    Επ’ ακροατηρίου όμως η ενάγουσα επικαλέστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2001, C‑315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 2001, σ. I‑5281), που αφορούσε αίτηση αποζημιώσεως που είχε υποβάλει μια ιταλική εταιρία κατόπιν της δημοσιεύσεως εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 27 επ., ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως είχε πλήρη εφαρμογή, παρ’ όλον ότι η επίμαχη έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αποτελούσε προσβλητή πράξη.

248    Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό το Δικαστήριο, στηρίχτηκε στο γεγονός ότι η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε δημοσιευθεί, τονίζοντας, στη σκέψη 29 της αποφάσεώς του, ότι «[…] η κατάρτιση και η δημοσίευση των εκθέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου […] είναι ικανές να έχουν για τα πρόσωπα αυτά τέτοιες συνέπειες ώστε να πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να διατυπώνουν παρατηρήσεις επί των σημείων των εν λόγω εκθέσεων που αναφέρονται στα πρόσωπα αυτά ονομαστικώς, προτού οι εκθέσεις αυτές εγκριθούν οριστικώς». Σημείωσε επίσης συναφώς, στη σκέψη 31, «ότι ένα κοινοτικό όργανο είναι φυσικά περισσότερο διατεθειμένο να δεχθεί παρατηρήσεις πριν λάβει την οριστική απόφασή του παρά μετά τη δημοσίευσή της».

249    Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι η δημοσίευση της εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην υπόθεση που κατέληξε στην απόφαση Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανωτέρω σκέψη 247, υπήρξε καθοριστικός παράγων που ώθησε το Δικαστήριο να κρίνει ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως έπρεπε να τηρηθεί, υπό την έννοια ότι έπρεπε να είχε παρασχεθεί στην ενάγουσα η δυνατότητα να σχολιάσει τα χωρία της εκθέσεως που την αφορούσαν πριν από τη δημοσίευσή της. Πρέπει, επομένως, να επισημανθεί ότι η στάση που έλαβε το Δικαστήριο με την απόφαση Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανωτέρω σκέψη 247, εξηγείται από το γεγονός ότι η επίμαχη έκθεση, παρ’ όλον ότι δεν συνιστούσε βλαπτική για την ενάγουσα πράξη, ηδύνατο να της προξενήσει ζημία λόγω της δημοσιεύσεώς της.

250    Στην υπόθεση που κατέληξε στη διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Gómez-Reino κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 241, αντιθέτως, η τελική έκθεση της OLAF δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί. Επομένως, η απόφαση Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανωτέρω σκέψη 247, περί της εφαρμογής του δικαιώματος ακροάσεως στην περίπτωση που δημοσιεύεται η συνταχθείσα κατόπιν έρευνας έκθεση, δεν είναι ασύμβατη με την προαναφερθείσα διάταξη Gómez-Reino κατά Επιτροπής, εφόσον η τελευταία αφορά έκθεση της OLAF που δεν προοριζόταν προς δημοσίευση. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στην ανωτέρω σκέψη 246, ο υποκείμενος σκοπός της τελευταίας αυτής νομολογίας είναι να αποφευχθεί το να υποστεί ο ενδιαφερόμενος ζημία εκ του γεγονότος ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει λυσιτελώς την άποψή του πριν από την έκδοση βλαπτικής πράξεως.

251    Εν προκειμένω, όπως και στην υπόθεση που κατέληξε στη διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2003, Gómez-Reino κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 241, το περιεχόμενο της εκθέσεως της OLAF δεν επρόκειτο να δημοσιοποιηθεί, παρά μόνον εάν και εφόσον το Ελεγκτικό Συνέδριο ή οι λουξεμβουργιανές δικαστικές αρχές θα αποφάσιζαν να κινήσουν κατ’ αυτής διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας τα δικαιώματα άμυνας θα ετηρούντο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει, στην υπό κρίση υπόθεση, να εφαρμοστεί η λύση την οποία δέχτηκε το Πρωτοδικείο με την εν λόγω διάταξη και να αποκρουστούν τα επιχειρήματα της ενάγουσας ότι οι υποχρεώσεις της OLAF ως προς την τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πριν από την έκδοση και αποστολή της τελικής της εκθέσεως είναι ευρύτερες απ’ ό,τι ορίζει το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50.

252    Υπό το φως των προεκτεθέντων, ενδείκνυται να εξετασθεί αν το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 τηρήθηκε εν προκειμένω πλήρως, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που του δόθηκε ανωτέρω. Δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή αποκλείει κάθε υποχρέωση της OLAF να επιτρέψει την πρόσβαση στον φάκελό της πριν εκδώσει την τελική της έκθεση, πρέπει να αποκρουσθεί η επιχειρηματολογία της ενάγουσας καθ’ όσον διεκδικεί πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο της έρευνας.

253    Με το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα δεν προσήψε στην OLAF το ότι δεν την ενημέρωσε προσηκόντως για όλες τις πράξεις που της προσήφθησαν κατά την ακρόασή της στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2002. Με το υπόμνημα απαντήσεως, αντιθέτως, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά την εν λόγω ακρόαση, δεν της γνωστοποιήθηκε η κατηγορία ότι ανάγκασε τους υφισταμένους της να καταβάλουν 40 000 LUF για να καλύψουν προσωπική της δαπάνη, ισχυρισμό στον οποίο η Επιτροπή απάντησε, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, καθώς και επ’ ακροατηρίου, ότι ο λόγος αυτός ήταν απαράδεκτος, διότι προεβλήθη για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

254    Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

255    Η ενάγουσα όμως ισχυρίζεται, χωρίς να αποκρούεται ως προς αυτό από την Επιτροπή, ότι, κατά τη διάρκεια της διεξαχθείσας από την OLAF έρευνας, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν της γνωστοποιήθηκε και ότι, επομένως, τον ανακάλυψε μόλις στις 11 Μαρτίου 2004, όταν της επετράπη η πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της τελικής έκθεσης της OLAF. Έτσι, ο ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50, λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών που εξετέθησαν στην ενάγουσα κατά την ακρόασή της, στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Πράγματι, η ενάγουσα δεν μπορούσε να προβάλει αυτόν τον ισχυρισμό πριν λάβει γνώση του ότι η OLAF είχε εξετάσει την επίμαχη κατηγορία στο πλαίσιο της έρευνάς της, πρέπει δε να διαπιστωθεί ότι τον προέβαλε μόλις έλαβε γνώση αυτού.

256    Επομένως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής περί απαραδέκτου αυτής της αιτιάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καίτοι αυτή αποτελεί όντως νέο ισχυρισμό.

257    Ως προς το βάσιμο του προβληθέντος ως άνω από την ενάγουσα νέου ισχυρισμού, επισημαίνεται ότι, όπως ορίζει το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, «δεν μπορούν [...] να εξαχθούν κατά τη λήξη της έρευνας συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος [...] χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν». Έτσι, δεδομένου ότι η τελική έκθεση της OLAF περιείχε διαπιστώσεις και συστάσεις που αφορούσαν ονομαστικά την ενάγουσα, το γεγονός ότι η OLAF δεν της γνωστοποίησε μια χωριστή και ιδιαίτερη κατηγορία η οποία προβλήθηκε εις βάρος της κατά τη διενέργεια της έρευνας, αλλά την οποία εξέτασε και μνημόνευσε ακολούθως στην τελική της έκθεση, συνιστά παράβαση της διατάξεως αυτής.

258    Επ’ ακροατηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι η καταβολή του επίμαχου ποσού των 40 000 LUF απλώς αναφέρθηκε, δευτερευόντως, μαζί με άλλες κατηγορίες που αφορούσαν δάνεια τα οποία είχαν χορηγήσει στην ενάγουσα μέλη του γραφείου της.

259    Το σχετικό χωρίο της τελικής έκθεσης της OLAF που αφορά τον εν λόγω ισχυρισμό έχει ως εξής:

«Εξ άλλου, ο κ. [K] δήλωσε επίσης ότι η Κ. Νικολάου του άσκησε πίεση για να καταβάλει ποσό 40 000 LUF, ήτοι το ισόποσο του τιμήματος μαθημάτων γαλλικής το οποίο αυτή όφειλε να επιστρέψει».

260    Ασφαλώς, οι λοιποί ισχυρισμοί που προβάλλονται στο ίδιο τμήμα της εν λόγω εκθέσεως αφορούν δάνεια, τα οποία αφορούν ποσά υψηλότερα απ’ ό,τι το προαναφερθέν. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η κατηγορία αυτή, η οποία αφορά ένα όχι αμελητέο ποσό, αφορά μια συναλλαγή διάφορη από τα δάνεια, για τα οποία γίνεται επίσης λόγος. Έτσι, για να αποκρούσει τον ισχυρισμό αυτόν, η ενάγουσα θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να αρνηθεί ή, ενδεχομένως, να εξηγήσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

261    Επιπλέον, η OLAF, στο τμήμα της τελικής έκθεσης που περιέχει την κατηγορία αυτή, καταλήγει απευθύνοντας σύσταση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, να «εξετάσει μήπως η συμπεριφορά αυτή μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου έναντι μέλους του προσωπικού του θα έπρεπε να οδηγήσει σε κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας», χωρίς να περιορίζει τη σύσταση αυτή στους ισχυρισμούς που αφορούσαν τα δάνεια. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν συντρέχει κανένας λόγος για να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός περί του ποσού των 40 000 LUF ήταν απλώς δευτερεύων. Πρόκειται, επομένως, για χωριστό ισχυρισμό, τον οποίο η OLAF δεν γνωστοποίησε στην ενάγουσα πριν εκδώσει την τελική της έκθεση.

262    Υπό το φως των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι η OLAF παρέβη το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 και, κατά συνέπεια, ότι ο νέος ισχυρισμός είναι βάσιμος. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η παράβαση αυτή συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. ανωτέρω σκέψη 39).

263    Είναι προφανές ότι ο προσβαλλόμενος εν προκειμένω κανόνας δικαίου, κατά τον οποίο το πρόσωπο εις βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα πρέπει να ενημερώνεται για όλα τα πραγματικά περιστατικά που το αφορούν, απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.

264    Εξ άλλου, το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 δεν αφήνει στην OLAF κανένα περιθώριο εκτιμήσεως, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας η αυστηρή τήρηση του απορρήτου και απαιτείται η προσφυγή σε μέσα έρευνας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, οπότε η υποχρέωση να δοθεί στο μέλος το οποίο αφορά η έρευνα η δυνατότητα να εκφρασθεί μπορεί να αναβληθεί με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εφόσον η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε εν προκειμένω ούτε το ως άνω αναγκαίο της αυστηρής τήρησης του απορρήτου, ούτε την προσφυγή σε τέτοια μέσα έρευνας, η εξαίρεση αυτή δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής. Κατά τα λοιπά, αρκεί η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, συμπεράσματα που θα αφορούν ονομαστικά μέλος «δεν μπορούν να εξαχθούν» κατά τη λήξη της έρευνας χωρίς να έχει δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί σχετικά με όλα τα πραγματικά περιστατικά που τον αφορούν. Η διατύπωση αυτή δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την υποχρέωση ενημερώσεως του ενδιαφερομένου στην περίπτωση που κατονομάζεται στην τελική έκθεση.

265    Εφόσον, επομένως, η βαρύνουσα εν προκειμένω την OLAF υποχρέωση πληροφόρησης δεν τηρήθηκε ως προς τον επίδικο ισχυρισμό, η απλή αυτή παράβαση του κοινοτικού δικαίου αρκεί για να θεμελιώσει την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνος δικαίου, διαπραχθείσας από την ίδια, σύμφωνα με την απόφαση Bergaderm, ανωτέρω σκέψη 30 (σκέψη 44).

266    Το ζήτημα του κατά πόσον η κατάφωρη αυτή παράβαση του κοινοτικού δικαίου προξένησε στην ενάγουσα ζημία θα εξετασθεί κατωτέρω στις σκέψεις 273 επ.

–       Επί της προσβάσεως στην τελική έκθεση

267    Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι καμία από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50 δεν αφορά την πρόσβαση στην τελική έκθεση. Επομένως, το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η OLAF υπεχρεούτο να της επιτρέψει την πρόσβαση στο κείμενο της τελικής έκθεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί βάσιμο υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής.

268    Όσον αφορά, έπειτα, την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και τις λοιπές διατάξεις που επικαλείται η ενάγουσα, αρκεί να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν ανωτέρω, δεν μπορούν να θεμελιώσουν παρανομία, παρά μόνο στην περίπτωση που η τελική έκθεση δημοσιεύεται ή κατά το μέτρο που αυτή ακολουθείται από βλαπτική πράξη.

269    Εν προκειμένω, δεν υποστηρίζεται ότι η έκθεση δημοσιεύτηκε. Εάν και εφόσον οι αποδέκτες της τελικής έκθεσης, ήτοι το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι λουξεμβουργιανές δικαστικές αρχές, προετίθεντο να εκδώσουν τέτοια πράξη εις βάρος της ενάγουσας στηριζόμενες στην τελική έκθεση, τότε οι αρχές αυτές, και όχι η OLAF, θα εβαρύνοντο πλέον με την υποχρέωση να επιτρέψουν στην ενάγουσα την πρόσβαση στην έκθεση αυτή σύμφωνα με τους δικούς τους διαδικαστικούς κανόνες. Επισημαίνεται, πάντως, ότι σύμφωνα με την ίδια την ενάγουσα, το Ελεγκτικό Συνέδριο της επέτρεψε την πρόσβαση αυτή, απαντώντας σε σχετική της αίτηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία κίνησε αφού είχε λάβει την έκθεση της OLAF (βλ. ανωτέρω σκέψη 123).

270    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η OLAF δεν διάπραξε εν προκειμένω καμία παρανομία όσον αφορά την πρόσβαση στην τελική έκθεση.

–       Επί της αιτιολογίας

271    Ως προς το επιχείρημα της ενάγουσας περί ελλείψεως αιτιολογίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 126), αρκεί η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, η παραβίαση της καθιερούμενης στο άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωσης αιτιολογίας δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να θεμελιώσει ευθύνη της Κοινότητας (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1982, 106/81, Kind κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 2885, σκέψη 14, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑76/01 P, Eurocoton κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑10091, σκέψεις 97 έως 99· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T‑481/93 και T‑484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2941, σκέψη 104, και της 6ης Δεκεμβρίου 2001, T‑43/98, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑3519, σκέψη 63). Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται.

3.     Επί της ζημίας και της αιτιώδους συναφείας

272    Δεδομένου του ιδιαιτέρως στενού δεσμού που υφίσταται, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, μεταξύ του ζητήματος αν η ενάγουσα υπέστη ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί και του ζητήματος της αιτιώδους συναφείας μεταξύ των παρανομιών που διαπιστώθηκαν και της φερομένης ζημίας, πρέπει τα δύο αυτά ζητήματα να εξετασθούν από κοινού.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

 Επί της ηθικής βλάβης

273    Η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι δημόσιο πρόσωπο που απολαύει κύρους τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο, ιδίως καθ’ όσον υπήρξε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Υποστηρίζει ότι, μέχρι την έναρξη της εις βάρος της έρευνας από την OLAF, έχαιρε κύρους και σεβασμού που είχε κερδίσει με πολυετή δημόσια υπηρεσία. Έτσι, τα επίδικα εν προκειμένω δημοσιεύματα, τόσο της OLAF όσο και του Τύπου, έθιξαν σοβαρότατα την υπόληψή της ενώπιον των συνεργατών, των φίλων, των συγγενών, των ψηφοφόρων και εν γένει των πολιτών.

274    Ειδικότερα, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, μετά τη δημοσίευση από την OLAF της Ετήσιας Έκθεσης και του Δελτίου Τύπου της, άρχισε να αντιμετωπίζεται κατά τρόπο επιφυλακτικό από τους γνωστούς και συνεργάτες της. Όταν δε ακολούθησαν τα δημοσιεύματα στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, που στηρίχθηκαν στα στοιχεία που, αμέσως ή εμμέσως, είχε παράσχει η OLAF, η ενάγουσα αντιμετώπισε τη δημόσια διαπόμπευσή της και διαπίστωσε μια μεταβολή της στάσης των πολιτών απέναντί της. Άλλωστε, η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων εθίγη από τις πράξεις και παραλείψεις της OLAF, με αποτέλεσμα να μη μπορεί πλέον να συμμετέχει στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η ενάγουσα καλεί το Πρωτοδικείο να ακούσει ως μάρτυρες δύο καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων.

275    Τέλος, η ενάγουσα επισημαίνει ότι, πέραν της πολιτικής διάστασης της ηθικής της βλάβης, η βλάβη αυτή έχει και μια διάσταση ιδιωτική, η οποία συνίσταται στη διατάραξη της οικογενειακής ζωής και της οικιακής ηρεμίας.

276    Όσον αφορά το γεγονός ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο απέστειλε στην ενάγουσα την επιστολή της 14ης Φεβρουαρίου 2003, για να την πληροφορήσει ότι ορισμένες δαπάνες για έξοδα αποστολής δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως καλυπτόμενες από την αποστολή και να της αναζητήσει ποσό 3 602,90 ευρώ, η ενάγουσα επισημαίνει, πρώτον, ότι το στοιχείο αυτό είναι άσχετο με το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και, δεύτερον, ότι, εν πάση περιπτώσει, το Ελεγκτικό Συνέδριο εθεώρησε το ζήτημα αυτό, το οποίο του είχε επισημάνει η OLAF, ως πρόβλημα διοικητικής φύσεως στην εσωτερική του λειτουργία.

277    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν πραγματεύεται αυτό καθαυτό το υποστατό της ζημίας, αλλά επισημαίνει απλώς ότι μεταξύ της ζημίας και της ενδεχομένης παράνομης συμπεριφοράς της OLAF δεν υφίσταται κανένας δεσμός.

278    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αποδέχεται σιωπηρώς το αιτούμενο ποσό αποζημιώσεως που αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, εφόσον δεν το αντικρούει με το υπόμνημα αντικρούσεως. Ισχυρίζεται ότι τυχόν απόπειρα της Επιτροπής να αμφισβητήσει το ποσό αυτό για πρώτη φορά με το υπόμνημα ανταπαντήσεως θα συνιστούσε, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθυστερημένη και, συνεπώς, απαράδεκτη προβολή ισχυρισμών.

279    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή απαντά ότι, εστιάζοντας, με το υπόμνημα αντικρούσεως, την ανάπτυξή της στην έλλειψη αιτιώδους συναφείας και όχι στο υποστατό της προβαλλομένης ζημίας, με κανένα τρόπο δεν αποδέχθηκε ούτε το υποστατό της ζημίας ούτε την έκτασή της. Αποκρούει το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή δεν δύναται πλέον να αμυνθεί αμφισβητώντας το υποστατό της ζημίας για πρώτη φορά με το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

280    Η Επιτροπή υποστηρίζει άλλωστε ότι η ζημία που επικαλείται η ενάγουσα σε σχέση με την προσβολή της φήμης της είναι τελείως αβέβαιη και ανεπίδεκτη εκτιμήσεως και ότι το αίτημα της ενάγουσας πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί.

 Επί της ζημίας που προκύπτει από τη βλάβη της υγείας της ενάγουσας

281    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η δημοσίευση μειωτικών για το πρόσωπό της ισχυρισμών της προκάλεσε ιδιαίτερα έντονη ταραχή και ψυχική ταλαιπωρία, που τεκμηριώνεται από ιατρική γνωμάτευση την οποία προσκομίζει. Η ενάγουσα επισημαίνει ότι το 1998 εμφάνισε καρκίνο, για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Μετά την εν λόγω επέμβαση παρουσίασε συμπτώματα άγχους για ένα διάστημα, τα επίπεδα όμως του άγχους της επανήλθαν ακολούθως στα φυσιολογικά.

282    Η ενάγουσα διατείνεται ότι, όταν, χωρίς ακόμη να έχει λάβει η ίδια κάποια πληροφορία από την OLAF αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσής της, διάβασε την Ετήσια Έκθεσή της, τα σχετικά με αυτήν άρθρα του Τύπου και το Δελτίο Τύπου, υπέστη ισχυρό κλονισμό και περιέπεσε εκ νέου σε κατάθλιψη. Με το υπόμνημα απαντήσεως, αναφέρεται ειδικότερα στην επίπτωση που της προκάλεσε το τηλεφώνημα το οποίο δέχτηκε το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου 2002 από τον δημοσιογράφο του European Voice.

283    Η κατάσταση της ενάγουσας επιδεινώθηκε περαιτέρω όταν αντιμετώπιζε διαρκή άρνηση της OLAF να της επιτρέψει την πρόσβαση στον φάκελο και την τελική έκθεση, αλλά και να της γνωστοποιήσει την ακριβή φύση των εις βάρος της κατηγοριών και των συμπερασμάτων της επ’ αυτών. Ειδικός ιατρός της διέγνωσε οξύ καταθλιπτικό σύνδρομο με συνοδά συμπτώματα άγχους και έξαρση των φοβιών. Έκτοτε η ενάγουσα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα εν λόγω συμπτώματα.

284    Και εδώ, η Επιτροπή δεν πραγματεύεται αυτό καθαυτό το υποστατό της ζημίας, αλλά επισημαίνει απλώς ότι μεταξύ αυτής και της ενδεχομένης παράνομης συμπεριφοράς της OLAF δεν υφίσταται κανένας δεσμός.

285    Κατά την ενάγουσα, τυχόν απόπειρα της Επιτροπής να αμφισβητήσει το ποσό αυτό για πρώτη φορά με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, θα ήταν απαράδεκτη, για τους λόγους που εκτίθενται στην ανωτέρω σκέψη 278.

286    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι με κανένα τρόπο δεν αποδέχθηκε ούτε το υποστατό της ζημίας ούτε την έκτασή της. Αποκρούει και πάλι το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή δεν δύναται πλέον να αμυνθεί με το υπόμνημα ανταπαντήσεως. Η Επιτροπή διατείνεται άλλωστε ότι, όσον αφορά τη ζημία που επικαλείται σε σχέση με τη βλάβη της υγείας της, η ενάγουσα δεν απέδειξε ούτε την έκταση αυτής της ζημίας ούτε τη συνάρτησή της με τη συμπεριφορά της OLAF.

 Επί της αιτιώδους συναφείας μεταξύ των φερομένων παρανομιών και της προκληθείσας ζημίας

287    Η ενάγουσα επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία, για να γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, η ζημία πρέπει να απορρέει κατά τρόπο επαρκώς άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά. Συναφώς διατείνεται ότι οι δημοσιεύσεις στις οποίες προέβη η ίδια η OLAF υποδεικνύουν σαφώς την ταυτότητά της και αποτελούν συνεπώς την άμεση αιτία της ηθικής βλάβης και της βλάβης της υγείας της. Όσον αφορά τα δημοσιεύματα του Τύπου, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να έχουν συνταχθεί άνευ των πληροφοριών που παρέσχε η OLAF μέσω των δημοσιευμάτων της ή λόγω των διαρροών. Έτσι, η συμπεριφορά αυτή της OLAF επίσης προκάλεσε στην ενάγουσα σοβαρή ηθική βλάβη και βλάβη της υγείας της.

288    Επιπλέον, οι ήδη δημοσιοποιηθείσες πληροφορίες συστηματοποιήθηκαν, επιβεβαιώθηκαν και επικυρώθηκαν μέσω του Δελτίου Τύπου, πράγμα που επιδείνωσε τις ως άνω βλάβες.

289    Περαιτέρω, η διαρκής άρνηση της OLAF να επιτρέψει στην ενάγουσα την πρόσβαση στον εις βάρος της σχηματισθέντα φάκελο και στην τελική έκθεση της προκάλεσαν κατάσταση ανασφάλειας και αδυναμία να αντιδράσει στα δημοσιεύματα. Η άρνηση αυτή της προκάλεσε ιδιαίτερο άγχος και θλίψη, επιτείνοντας έτσι τη βλάβη που υπέστη.

290    Με το υπόμνημα απαντήσεως, όσον αφορά τη διαρροή σχετικά με τα συμπεράσματα της τελικής έκθεσης της OLAF, η ενάγουσα τονίζει ότι, από τη στιγμή που η OLAF γνωστοποίησε πληροφορίες στον Τύπο, είναι προφανές, και μάλιστα αναπόφευκτο, ότι ο Τύπος θα τις δημοσίευε. Δεδομένου ότι η αρχική πηγή των εν λόγω πληροφοριών δεν μπορούσε παρά να είναι η OLAF, δημιουργείται τεκμήριο ότι πηγή τους ήταν η OLAF, σύμφωνα με την αρχή res ipsa loquitur. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως του ότι, παρά τα φαινόμενα, οι πληροφορίες αυτές δεν προέρχονταν από την OLAF. Εφόσον δεν προσκόμισε αυτή την απόδειξη με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή δεν δύναται πλέον να προβάλει παραδεκτώς συναφείς λόγους ή αποδεικτικά μέσα σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

291    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η ενάγουσα παρατηρεί ότι η μόνη «συνέντευξη» που έδωσε ήταν η τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον δημοσιογράφο, ο οποίος την κάλεσε στο σπίτι της στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2002, δώδεκα ημέρες πριν η OLAF την πληροφορήσει ότι είχε περατώσει την έρευνά της, για να της θέσει ερωτήσεις επί των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει στο πλαίσιο της έρευνας αυτής η OLAF.

292    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία, ένα πταίσμα δεν οδηγεί αυτό καθαυτό στη θεμελίωση ευθύνης της Κοινότητας, παρέχουσας στον ενάγοντα δικαίωμα αποκαταστάσεως των ζημιών που προβάλλει. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει ότι ο ενάγων αποδεικνύει όχι μόνον το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτει στο οικείο όργανο και το υποστατό της ζημίας, αλλά και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της εν λόγω ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 1993, C‑257/90, Italsolar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑9, σκέψη 33, και απόφαση Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 271, σκέψη 80).

293    Κατά πάγια, άλλωστε, νομολογία, η ζημία πρέπει να απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει ότι η συμπεριφορά αυτή πρέπει να αποτελεί το καθοριστικό αίτιο της επελθούσας ζημίας (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑614/97, Aduanas Pujol Rubio κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2387, σκέψη 19, και της 16ης Ιουνίου 2000, T‑611/97, T‑619/97 έως T‑627/97, Transfluvia κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2405, σκέψη 17).

294    Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο αιτιώδης σύνδεσμος, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, γίνεται δεκτός οσάκις υφίσταται άμεσος σύνδεσμος αιτίου και αιτιατού μεταξύ του πταίσματος και της προβαλλόμενης ζημίας, σύνδεσμος η απόδειξη του οποίου βαρύνει τον ενάγοντα (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1992, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑363/88 και C‑364/88, Finsider κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑359, σκέψη 25).

295    Εν προκειμένω, η ενάγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη άμεσου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας την οποία επικαλείται και των επίμαχων δημοσιευμάτων της OLAF, ούτε την ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο και των υπηρεσιών της OLAF. Η Επιτροπή τονίζει συναφώς ότι δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι οι δημοσιευθείσες στον Τύπο πληροφορίες προέρχονται από διαρροή εντός της OLAF, χωρίς να παρέχονται σχετικές αποδείξεις.

296    Επιπλέον, ως αιτία της επιδείνωσης της υγείας της η ενάγουσα δεν επικαλέστηκε, στα δικόγραφά της, τις επίσημες έρευνες της OLAF, αλλά τα «συκοφαντικά» δημοσιεύματα του Τύπου. Εν πάση περιπτώσει, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η φήμη της ενάγουσας εθίγη από τις πληροφορίες που, με ουδέτερο τρόπο, παρουσιάζονταν στην Ετήσια Έκθεση και όχι από τα δημοσιεύματα του Τύπου. Ούτε απεδείχθη άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της βλάβης της υγείας της και της άρνησης της OLAF να της επιτρέψει την πρόσβαση στην τελική έκθεση της έρευνας. Η βλάβη της υγείας, αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, ενδέχεται να επήλθε είτε λόγω καθαρά ιατρικών λόγων, είτε λόγω αυτής καθαυτής της διεξαγωγής έρευνας από την OLAF, είτε λόγω της εκ των υστέρων κινήσεως πειθαρχικής διώξεως και ποινικής έρευνας.

297    Τέλος, η ενάγουσα, στο πλαίσιο της ακρόασής της στην Ελλάδα από την ομάδα έρευνας της OLAF, έλαβε γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών και των υπονοιών απάτης που εικάζοντο απ’ αυτά. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στη συνέχεια της ακρόασης αυτής, η ενάγουσα έδωσε συνέντευξη απαντώντας σε κάθε μια από τις αναφερόμενες στο Τύπο δημοσιεύσεις υπερασπιζόμενη τη θέση της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

298    Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, η ζημία πρέπει να απορρέει κατά τρόπο επαρκώς άμεσο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier Frères κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 55· της 25ης Ιουνίου 1997, T‑7/96, Perillo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1063, σκέψη 41, και της 27ης Ιουνίου 2000, T‑72/99, Meyer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2521, σκέψη 49). Προκύπτει επίσης από πάγια νομολογία ότι ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως του αιτιώδους συνδέσμου, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (βλ., στην κατεύθυνση αυτή, απόφαση Finsider κ.λπ. κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 294, σκέψη 25· αποφάσεις του Πρωτοδικείου Blackspur κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 33, σκέψεις 38 και 40, και της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑149/96, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3841, σκέψεις 99 και 101).

299    Πρέπει κατ’ αρχάς να απορριφθεί το επιχείρημα της ενάγουσας ότι η Επιτροπή, εστιάζοντας την άμυνά της στην ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, αποδέχθηκε σιωπηρώς το υποστατόν της προβαλλομένης ζημίας, περιλαμβανομένου και του αιτουμένου προς αποκατάστασή της ποσού, ώστε τα στοιχεία αυτά να μπορούν να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένα. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το βάρος αποδείξεως της συνδρομής των στοιχείων που γεννούν δικαίωμα προς αποζημίωση το φέρει η ενάγουσα (βλ. ανωτέρω σκέψη 141). Έτσι, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται, ούτως ή άλλως, να ελέγξει αν τα προβαλλόμενα από την ενάγουσα επιχειρήματα και στοιχεία αρκούν για να θεμελιώσουν την ύπαρξη της ζημίας την οποία επικαλείται.

300    Η ενάγουσα επικαλέστηκε εν προκειμένω δύο επί μέρους μορφές ζημίας, ήτοι ηθική βλάβη και βλάβη της υγείας της. Πρέπει να εξετασθεί διαδοχικά καθεμία από τις μορφές αυτές ζημίας, για να εκτιμηθεί κατά πόσον αποδεικνύεται αφενός μεν το υποστατό τους, αφετέρου δε η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ καθεμιάς απ’ αυτές και μιας από τις διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες.

 Επί της ηθικής βλάβης

301    Παρατηρείται κατ’ αρχάς ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα είναι δημόσιο πρόσωπο που έχει καταλάβει υψηλές διπλωματικές και πολιτικές θέσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο κατά το μέτρο που η απήχηση που είχαν, ιδίως στον Τύπο, οι πληροφορίες που την αφορούσαν υπήρξε σημαντικότερη απ’ ό,τι θα ήταν στην περίπτωση ενός απλού πολίτη. Με αυτή την επιφύλαξη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ηθική βλάβη την οποία υφίσταται ένα υποκείμενο δικαίου λόγω παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από την κοινωνική του θέση ή τα αξιώματα που έχει καταλάβει. Ως προς το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν μπόρεσε να συνεχίσει την πολιτική της σταδιοδρομία, αρκεί να επισημανθεί ότι, καθ’ όσον η ενάγουσα δεν προέβαλε τεκμηριωμένα στοιχεία προς στήριξη αυτού του γεγονότος, η φερόμενη ζημία, όντας υπερβολικά αβέβαιη και υποθετική, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδειχθείσα.

302    Επισημαίνεται ακολούθως ότι οι διαδόσεις και δημοσιεύσεις που αποδίδονται σε διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες αποτελούν πηγή μέρους μόνον, σχετικά περιθωριακού, των αρνητικών πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν αναφορικά με την ενάγουσα στον Τύπο. Πράγματι, οι ισχυρισμοί που δημοσιεύθηκαν αρχικά στο άρθρο της 19ης Φεβρουαρίου 2002 της επιθεώρησης Europa Journal είχαν, όπως φαίνεται, πηγή ένα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εξ άλλου, όπως κρίθηκε στην ανωτέρω σκέψη 163, οι πλείστες των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 του περιοδικού European Voice προήλθαν πιθανότατα από πηγές εκτός OLAF. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και ως προς διάφορα άρθρα που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2002.

303    Έτσι, μέγα μέρος της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα έχει πηγή άλλη πέραν των παρανομιών που διέπραξε η OLAF.

304    Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένες πληροφορίες, η δημοσίευση των οποίων ήταν αποτέλεσμα των παρανομιών που διέπραξε η OLAF και που διαπιστώθηκαν ανωτέρω, συνέβαλαν στην ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αγνοηθούν αυτές με την αιτιολογία ότι υφίσταται ηθική βλάβη εκτενέστερη οφειλόμενη σε άλλα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, κάθε επιπλέον διάδοση εμπιστευτικής πληροφορίας συνέβαλλε στην ηθική βλάβη της ενάγουσας και της προξενούσε πρόσθετη ζημία, διότι προσέθετε ειδικότερες πληροφορίες ή προσέδιδε μεγαλύτερη αξιοπιστία ή τεκμηρίωση στους διαδοθέντες εις βάρος της ενάγουσας ισχυρισμούς, αυξάνοντας έτσι την έκταση της προσβολής της υπόληψής της. Επομένως, από το γεγονός ότι οι διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες εν μέρει μόνον αποτελούν αφετηρία της προσβολής της υπόληψης της ενάγουσας δεν προκύπτει έλλειψη του αιτιώδους συνδέσμου που απαιτείται να υπάρχει με την ηθική της βλάβη.

305    Εναπόκεται, επομένως, στο Πρωτοδικείο να εξετάσει κατά πόσον καθεμιά από τις πληροφορίες, η δημοσίευση των οποίων αποδίδεται σε διαπραχθείσα από την OLAF παρανομία, συνέβαλε στην ηθική βλάβη που υπέστη η ενάγουσα.

–       Επί των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 στο περιοδικό European Voice και που είχαν ως πηγή διαρροή από την OLAF

306    Υπενθυμίζεται ότι τρεις από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο αυτό δεν μπορεί παρά να προήλθαν από πρόσωπο εργαζόμενο εντός της OLAF (βλ. ανωτέρω σκέψη 151), και ειδικότερα οι εξής:

–        ότι η OLAF είχε μόλις περατώσει την έρευνά της·

–        ότι η OLAF προετίθετο, σύμφωνα με πρόσωπα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την κίνηση διαδικασίας κατά της Κ. Νικολάου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου·

–        ότι η περίπτωση της Κ. Νικολάου μνημονευόταν στην Ετήσια Έκθεση.

307    Πρώτον, η δημοσίευση της πληροφορίας ότι η έρευνα είχε μόλις περατωθεί δεν προσέβαλε την υπόληψη της ενάγουσας. Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη της έρευνας ήταν γνωστή σε πρόσωπα εκτός OLAF και δεν μπορεί, επομένως, να τεκμαίρεται ότι πήγαζε από διαρροή προερχόμενη από την OLAF. Η δε δημοσίευση της επιπλέον πληροφορίας περί της περατώσεως της έρευνας δεν προξένησε αφ’ εαυτής στην ενάγουσα καμία ζημία, εφόσον αυτή είναι απολύτως ουδέτερη ως προς το ζήτημα της ενδεχόμενης ενοχής ή αθωότητάς της.

308    Η ενάγουσα, επικαλούμενη το άρθρο του European Voice, ισχυρίζεται ότι ένας δημοσιογράφος του περιοδικού αυτού της κατέστησε γνωστό το γεγονός ότι η έρευνα είχε περατωθεί, καλώντας την τηλεφωνικά στο σπίτι της. Πράγματι, ένας δημοσιογράφος κάλεσε την ενάγουσα στις 16 Οκτωβρίου 2002 το βράδυ και της έθεσε ερωτήσεις σχετικά με τους ισχυρισμούς που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας που μόλις είχε περατώσει η OLAF, όπως προκύπτει από το άρθρο που δημοσιεύτηκε την επομένη. Η Επιτροπή άλλωστε δεν αποκρούει τον ισχυρισμό αυτόν και επιβεβαιώνει ότι η OLAF γνωστοποίησε στην ενάγουσα την περάτωση της έρευνας στις 28 Οκτωβρίου 2002.

309    Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος της κατέστησε γνωστό ότι η έρευνα είχε περατωθεί πρέπει να θεωρηθεί ως αποδεδειγμένος. Υπενθυμίζεται ότι ο δημοσιογράφος μπόρεσε να λάβει την πληροφορία αυτή μόνο χάρη σε διαρροή προερχόμενη από την OLAF.

310    Πρέπει, ωστόσο, να διαπιστωθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η ενάγουσα έμαθε από μη εξουσιοδοτημένη πηγή ότι η εις βάρος της έρευνα είχε περατωθεί, όσο και αν είναι λυπηρόν, δεν είναι αυτό που της προξένησε ηθική βλάβη. Όσον αφορά τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες έμαθε το νέο αυτό η ενάγουσα, αρκεί να επισημανθεί ότι η OLAF δεν μπορεί προφανώς να θεωρηθεί ως άμεσα υπεύθυνη για την ενέργεια του δημοσιογράφου να καλέσει την ενάγουσα στο σπίτι της.

311    Δεύτερον, η πληροφορία σχετικά με το γεγονός ότι η OLAF προετίθετο, σύμφωνα με πρόσωπα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την κίνηση διαδικασίας κατά της Κ. Νικολάου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προέρχεται επίσης από διαρροή από την OLAF. Η δημοσίευση της πληροφορίας αυτής στον Τύπο στις 17 Οκτωβρίου 2002 προξένησε ασφαλώς ζημία στην ενάγουσα.

312    Πράγματι, από τον ισχυρισμό αυτόν, που δημοσιεύθηκε πριν από την επίσημη ολοκλήρωση της έρευνας, προκύπτει ότι η OLAF είχε διαπιστώσει πράξεις τις οποίες θεωρούσε αρκούντως σοβαρές ώστε να δικαιολογείται η σύσταση της κίνησης διαδικασίας κατά της Κ. Νικολάου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Από την πληροφορία αυτή απορρέει –πράγμα άλλωστε που θα συνήγαγε το κοινό– ότι η OLAF είχε κατ’ ανάγκην κρίνει αποδεδειγμένες έναντι της ενάγουσας αιτιάσεις μιας κάποιας βαρύτητας.

313    Επιπλέον, σ’ έναν αναγνώστη κατέχοντα τις κοινοτικές διαδικασίες δόθηκε ειδικότερα η δυνατότητα, με την ανάγνωση του επίδικου άρθρου, να αντιληφθεί ότι η σύσταση της OLAF αναφερόταν ασφαλώς στην άσκηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο αιτήσεως βάσει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Η διάταξη όμως αυτή εφαρμόζεται μόνον σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ότι ένα μέλος έχει παύσει να ανταποκρίνεται προς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν εκ της θέσεώς του. Για ένα καλώς ενημερωμένο αναγνώστη, επομένως, το άρθρο αυτό σημαίνει ότι, κατά την εκτίμηση της OLAF, το κριτήριο αυτό επληρούτο.

314    Και ορθώς μεν η Επιτροπή παρατήρησε κατά την προφορική της ανάπτυξη ότι το γεγονός ότι η OLAF συνιστά στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και στις αρμόδιες λουξεμβουργιανές ποινικές αρχές, να κινήσει διαδικασία εις βάρος ενός προσώπου δεν προδικάζει την ενοχή ή την αθωότητα αυτού, δεδομένου ότι η OLAF δεν διαθέτει τις ίδιες εξουσίες διεξαγωγής ερευνών ή επιβολής κυρώσεων με τις αρχές αυτές και ότι η θέση την οποία λαμβάνει έχει προκαταρκτικό μόνο χαρακτήρα.

315    Αναγκαία όμως συνέπεια του προκαταρκτικού –και μάλιστα από ορισμένες απόψεις ανεπίσημου– χαρακτήρα των διενεργουμένων από την OLAF ερευνών είναι ότι τα συμπεράσματα αυτής πρέπει να παραμένουν εμπιστευτικά, πλην κατά το μέτρο που οδηγούν στη συνέχεια σε άλλες διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων τα υποκείμενα στην έρευνα πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν και, επομένως, να αποδείξουν ενδεχομένως την αθωότητά τους. Διότι ακριβώς οι έρευνες της OLAF δεν καταλήγουν σε οριστικά συμπεράσματα κατά το πέρας διαδικασίας υποκειμένης πλήρως στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η δημοσίευση των συμπερασμάτων της, εξ ορισμού προσωρινών, δύναται να προκαλέσει ζημία στα υποκείμενα στην έρευνα πρόσωπα.

316    Υπό τις παρούσες περιστάσεις, η ύπαρξη συστάσεως της OLAF ήρκεσε αφ’ εαυτής για να προσδώσει κάποια αξιοπιστία στους προβαλλόμενους εις βάρος της ενάγουσας ισχυρισμούς. Η υπόθεση ότι οι αναγνώστες του επίμαχου άρθρου, ακόμη και οι πλέον ενήμεροι, δεν απέδωσαν καμία σημασία στη σύσταση αυτή, για τον λόγο ότι τα συμπεράσματα της OLAF είναι προσωρινά, είναι εξωπραγματική. Ασφαλώς, οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ συστάσεως της OLAF και αναγνωρίσεως από δικαιοδοτικό όργανο της ενοχής ενός προσώπου, μπορούσαν όμως ευλόγως να συναγάγουν εν προκειμένω από τη στάση της OLAF ότι αυτή είχε γνώση στοιχείων που θεμελίωναν το αληθές ορισμένων προβαλλομένων κατά της ενάγουσας ισχυρισμών.

317    Επισημαίνεται επίσης ότι η ζημία την οποία υπέστη εν προκειμένω η ενάγουσα θα ήταν αμελητέα αν το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση κατά της ενάγουσας. Στην περίπτωση αυτή, η διαρροή της επίμαχης πληροφορίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με απλή πρόωρη αναγγελία μιας ακριβούς πληροφορίας. Η ενάγουσα θα είχε άλλωστε τη δυνατότητα να αμυνθεί δημοσίως ενώπιον του Δικαστηρίου και ενδεχομένως να αποδείξει δημοσίως την αθωότητά της. Όπως όμως προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις της Επιτροπής στις υποβληθείσες από το Πρωτοδικείο ερωτήσεις, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν άσκησε καμία αίτηση κατά της ενάγουσας.

318    Χωρίς διαρροή, η ύπαρξη της επίμαχης σύστασης ουδέποτε θα είχε καταστεί γνωστή στο κοινό. Επομένως, η διαρροή είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλύψει δημοσίως το ότι η OLAF είχε κρίνει, βάσει των διαπιστώσεών της, ότι έπρεπε το Ελεγκτικό Συνέδριο να ασκήσει αίτηση βάσει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, ενώ αυτό, αρμόδιο όργανο προς άσκηση αυτής της αιτήσεως, αποφάσισε να μην ακολουθήσει αυτή τη σύσταση. Το γεγονός ότι η διατυπωθείσα από την OLAF κατά το πέρας της έρευνάς της σύσταση περιήλθε εις γνώση του κοινού προσέβαλε την υπόληψη της ενάγουσας. Πράγματι, το κοινό μπόρεσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να σκεφθεί ότι η OLAF διέθετε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έκρινε ότι αρκούσαν για να δικαιολογήσουν την άσκηση αιτήσεως, εξ ου το κοινό μπόρεσε να συναγάγει ότι τα στοιχεία αυτά είχαν κάποια υπόσταση, παρ’ όλον ότι το αληθές τους δεν είχε αποδειχθεί οριστικά, ούτε άλλωστε είχε αποδειχθεί οριστικά κατά τον χρόνο διενέργειας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της υπό κρίση υποθέσεως.

319    Επομένως, η δημοσίευση, κατόπιν της διαρροής, της πληροφορίας περί της συστάσεως που απηύθυνε η OLAF σχετικά με την κίνηση διαδικασίας κατά της ενάγουσας, έθιξε την υπόληψη αυτής εις τα όμματα του κοινού, επιφέροντάς της έτσι ηθική βλάβη.

320    Δεδομένου ότι ανωτέρω (βλ. σκέψη 156) κρίθηκε ότι η δημοσίευση της πληροφορίας αυτής προήλθε κατ’ ανάγκην από διαρροή από την OLAF, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαπραχθείσας παρανομίας και της ζημίας αυτής αποδεικνύεται. Συναφώς επισημαίνεται ότι, από τη στιγμή που μια εμπιστευτική πληροφορία αφορώσα έρευνα της OLAF διαρρέει, η δημοσίευσή της αποτελεί την προβλεπτή συνέπεια της παραβάσεως αυτής των διατάξεων του κανονισμού 45/2001. Σε περίπτωση που μια τέτοια πληροφορία ανακοινώνεται, άμεσα ή έμμεσα, σε δημοσιογράφο, η διαρροή πρέπει να θεωρείται όχι μόνον ως causa sine qua non της προξενουμένης από τη δημοσίευσή της ζημία, αλλά και ως επαρκώς άμεσο αίτιο αυτής, κατά την έννοια της νομολογίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 298). Η ενέργεια της δημοσίευσης της πληροφορίας από τον δημοσιογράφο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο, εφόσον μια τέτοια δημοσίευση ήταν σφόδρα πιθανή από τη στιγμή που συνέβη η διαρροή, όταν μάλιστα η ενάγουσα ήταν γνωστή σε μέρος του κοινού λόγω της πολιτικής της δραστηριότητας (βλ. ανωτέρω σκέψη 301).

321    Τρίτον, η δημοσίευση, στο άρθρο του European Voice της 17ης Οκτωβρίου 2002, της προερχομένης από διαρροή πληροφορίας ότι η περίπτωση της Κ. Νικολάου μνημονευόταν στην Ετήσια Έκθεση, σε συνάρτηση με τη δημοσίευση της έκθεσης αυτής την ίδια ημέρα, είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλύψει στο κοινό τις αφορώσες την ενάγουσα πληροφορίες που εκτίθενται στο «παράδειγμα» (βλ. ανωτέρω σκέψη 169).

322    Ασφαλώς, το κοινό μπόρεσε έτσι να συναγάγει από το «παράδειγμα» ότι διεξαγόταν όντως έρευνα της OLAF εις βάρος της ενάγουσας. Κατά τα λοιπά, όμως, το κείμενο του «παραδείγματος» δεν διέδιδε κανένα στοιχείο σχετικό με το περιεχόμενο, τον χαρακτήρα και το ενδεχομένως βάσιμο των ισχυρισμών που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας.

323    Και ναι μεν η επίσημη επιβεβαίωση της πληροφορίας αυτής ως προς το γεγονός ότι διεξαγόταν έρευνα της OLAF εις βάρος της ενάγουσας –κατ’ αντίθεση προς την ίδια την πληροφορία, που ενδέχεται να περιήλθε στον δημοσιογράφο από διαφορετική πηγή– μπορεί να προξένησε στην ενάγουσα ηθική βλάβη, επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η βλάβη αυτή είναι ελάχιστη.

324    Πράγματι, ενώ μεταξύ μιας πληροφορίας που δημοσιεύεται σε άρθρο του Τύπου και της ίδιας πληροφορίας όταν αυτή έχει επιβεβαιωθεί επισήμως δεν παύει να υφίσταται διαφορά ως προς τη φύση, η ύπαρξη καθαυτή της έρευνας δεν αποτελούσε πληροφορία ως προς την οποία μπορούσε να υφίσταται αληθής αμφιβολία, αφού ο Τύπος είχε ήδη παραθέσει λεπτομερώς τους ισχυρισμούς που προέβαλλε ο βουλευτής Bart Staes και είχε ήδη αναφέρει την ύπαρξη έρευνας. Δεδομένου του χαρακτήρα των ισχυρισμών και της πηγής τους, το κοινό ήταν ήδη σε θέση, διαβάζοντας το δημοσιευθέν στο European Voice άρθρο, να θεωρήσει προφανή την έναρξη έρευνας από την OLAF. Επιπλέον, η ύπαρξη αυτή καθαυτή της έρευνας δεν πρέπει να θεωρηθεί ως περίσταση πλήττουσα βαρέως την υπόληψη της ενάγουσας, δεδομένου ότι αυτή δεν προδίκαζε την ενοχή ή την αθωότητά της.

325    Κατά συνέπεια, η ηθική βλάβη την οποία επέφερε στην ενάγουσα η επιβεβαίωση της υπάρξεως της έρευνας μπορεί να ικανοποιηθεί προσηκόντως με συμβολική απλώς αποζημίωση. Δεδομένου ότι ανωτέρω κρίθηκε (βλ. σκέψη 158) ότι η δημοσίευση της πληροφορίας σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου το οποίο αφορούσε η περιγραφόμενη στο «παράδειγμα» έρευνα δεν μπορεί παρά να ήταν αποτέλεσμα διαρροής προερχομένης από την OLAF, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διαπραχθείσας παρανομίας και της ζημίας αυτής αποδεικνύεται σαφώς, για τους εκτεθέντες στην ανωτέρω σκέψη 320 λόγους.

–       Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

326    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωσε την ακρίβεια ορισμένων από τις πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως στον Τύπο και δεν διέδιδε εντελώς νέες πληροφορίες. Επιβεβαίωσε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

–        η ενάγουσα υπεβλήθη σε έρευνα της OLAF σχετικά με ισχυρισμούς που αφορούσαν την εποχή κατά την οποία ήταν μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

–        η OLAF διαβίβασε στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες αφορώσες την ενάγουσα σχετικά με πράξεις δυνάμενες να επισύρουν ποινική δίωξη·

–        η OLAF συνέστησε στο Ελεγκτικό Συνέδριο να αρχίσει κατά της ενάγουσας πειθαρχική έρευνα και να κινήσει διαδικασίες αναζήτησης ορισμένων χρηματικών ποσών.

327    Ως προς την ύπαρξη αυτή καθαυτή της έρευνας, επισημαίνεται ότι το γεγονός αυτό είχε ήδη αποκαλυφθεί με τη δημοσίευση, την ίδια ημέρα, του άρθρου του European Journal και της Ετήσιας Έκθεσης. Επομένως, το Δελτίο Τύπου δεν προκάλεσε στην ενάγουσα καμία επιπλέον ζημία λόγω της νέας αυτής επιβεβαιώσεως του ίδιου γεγονότος.

328    Αντιθέτως, η επίσημη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η OLAF είχε διαβιβάσει στις αρμόδιες δικαστικές αρχές πληροφορίες που αφορούσαν την ενάγουσα περί πράξεων επισυρόντων ποινική δίωξη, καθώς και του γεγονότος ότι είχε συστήσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο την έναρξη πειθαρχικής έρευνας εις βάρος της ενάγουσας και την κίνηση διαδικασίας αναζήτησης ορισμένων χρηματικών ποσών προξένησε αληθή ζημία στην ενάγουσα. Πράγματι, η επιβεβαίωση αυτή ήρε τις αμφιβολίες που μπορούσαν να διατηρούνται, μετά τα άρθρα του Τύπου, ως προς την αληθή έννοια των συμπερασμάτων στα οποία είχε καταλήξει με την Ετήσια Έκθεσή της η OLAF.

329    Για λόγους ανάλογους με τους εκτεθέντες ανωτέρω στις σκέψεις 311 επ., οι επιβεβαιωθείσες κατ’ αυτόν τον τρόπο πληροφορίες ηδύναντο να προσβάλουν την υπόληψη της ενάγουσας, εφόσον το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωνε δημοσίως τη θέση που είχε λάβει η OLAF κατά το πέρας της έρευνάς της, ότι ορισμένοι ισχυρισμοί μπορούσαν να είναι βάσιμοι, ενώ το αληθές των ισχυρισμών αυτών δεν είχε αποδειχθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκατέρωθεν ακροάσεως.

330    Προς άμυνά της, η Επιτροπή διατείνεται ότι η OLAF ανήγγειλε στο Δελτίο Τύπου την απόρριψη ορισμένων ισχυρισμών τους οποίους δεν είχε δεχθεί εις βάρος της ενάγουσας. Επισημαίνεται ότι η περίσταση αυτή δεν ασκεί επιρροή στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αν το γεγονός ότι το Δελτίο Τύπου επιβεβαίωνε άλλες πληροφορίες έπληξε την υπόληψη της ενάγουσας. Πράγματι, το ότι, με βάση τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε κατά το πέρας της έρευνάς της η OLAF, το Δελτίο Τύπου περιέχει διαβεβαιώσεις δυνάμενες να δημιουργήσουν στην αντίληψη του κοινού την εντύπωση ότι ορισμένοι αρνητικοί για την ενάγουσα ισχυρισμοί ήσαν –ή μπορεί να ήσαν– βάσιμοι αρκεί για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η διαρροή πληροφοριών προσέβαλε την υπόληψη της ενάγουσας, η οποία υπέστη εκ του γεγονότος αυτού ζημία. Τέλος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παρανομίας την οποία συνιστά η δημοσίευση του Δελτίου Τύπου και της ζημίας αυτής είναι αναμφίβολη, κατά το μέτρο που η δημοσίευση αυτή πραγματοποιήθηκε, κατά τρόπο επίσημο και εξουσιοδοτημένο, από την Υπηρεσία Τύπου της OLAF (βλ. ανωτέρω σκέψη 221), χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου.

–       Επί της παραβάσεως του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50

331    Η ενάγουσα δεν απέδειξε εν προκειμένω ότι η διαπιστωθείσα στην ανωτέρω σκέψη 262 παράβαση του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50 της προξένησε ηθική βλάβη.

332    Πράγματι, τα συμπεράσματα της OLAF σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα ανάγκασε έναν υφιστάμενό της να καταβάλει 40 000 LUF για κάλυψη προσωπικής της δαπάνης ουδέποτε δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, διότι μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λουξεμβουργιανών δικαστικών αρχών είχαν γνώση αυτού. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διαπραχθείσα από την OLAF παρανομία δεν προξένησε καμία προσβολή της υπολήψεως της ενάγουσας.

–       Συμπέρασμα ως προς την ηθική βλάβη

333    Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, και ιδίως του γεγονότος ότι οι διαδόσεις και δημοσιεύσεις που αποδίδονται σε διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες αποτελούν πηγή μέρους μόνον των αρνητικών πληροφοριών που δημοσιεύτηκαν αναφορικά με την ενάγουσα στον Τύπο (βλ. ανωτέρω σκέψεις 302 και 303), πρέπει το μνημονευόμενο στη σκέψη 28 αίτημα της ενάγουσας να γίνει δεκτό, μέχρι ποσού που κατά δικαίαν κρίσιν ορίζεται σε 3 000 ευρώ. Το ποσό αυτό αρκεί προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στην υπόληψη της ενάγουσας λόγω των παρανομιών τις οποίες διέπραξε η OLAF και που διαπιστώνονται με την παρούσα απόφαση, αφού ελήφθησαν υπόψη όλες οι περιστάσεις που ασκούν επιρροή, και ιδίως η απήχηση που είχαν οι πληροφορίες που την αφορούσαν στον Τύπο. Η υποχρέωση της Επιτροπής να καταβάλει το ποσό αυτό αρκεί επίσης προς συμβολική αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που μνημονεύεται στις σκέψεις 323 και 325.

 Επί της ζημίας που προκύπτει από τη βλάβη της υγείας της ενάγουσας

334    Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η περιγραφόμενη ανωτέρω δημοσίευση μειωτικών για το πρόσωπό της ισχυρισμών της προκάλεσε ιδιαίτερα έντονη ταραχή και ψυχική ταλαιπωρία, που τεκμηριώνεται από ιατρική γνωμάτευση την οποία προσκομίζει. Πρέπει να εξετασθεί αν η ενάγουσα απέδειξε ότι η ζημία αυτή, αν υποτεθεί ότι αποδείχθηκε, προκύπτει με αρκετά άμεσο τρόπο από τις διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες.

335    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η βλάβη της υγείας της ενάγουσας δεν δύναται να κατακερματισθεί όπως η προσβολή της υπόληψής της (βλ. ανωτέρω σκέψη 304). Αν υποτεθεί ότι η επέλευση της καταθλιπτικής καταστάσεως την οποία επικαλείται η ενάγουσα θεωρείται αποδεδειγμένη, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προκληθείσα εν μέρει από καθένα από τους κατ’ ιδίαν παράγοντες που ενδέχεται να την προξένησαν. Πράγματι, στην ενάγουσα εναπέκειτο να αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες πράξεις που αποδίδονται στις παρανομίες της OLAF αποτέλεσαν αφετηρία της παθήσεως ή την επιδείνωσαν.

336    Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, πολλοί από τους δημοσιευθέντες στον Τύπο μειωτικούς ισχυρισμούς έχουν πηγή άλλη εκτός της OLAF, ενώ για άλλους η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι είχαν διαδοθεί στον Τύπο από την OLAF, και όχι από άλλο πρόσωπο ή φορέα. Πράγματι, η ίδια η ενάγουσα ανέφερε, ενώπιον του Πρωτοδικείου, ως αιτία της επιδείνωσης της υγείας της τα άρθρα του Τύπου μάλλον, παρά πράξεις ειδικώς συναρτώμενες προς τη συμπεριφορά της OLAF. Αλλά και η προσκομισθείσα από την ενάγουσα ιατρική γνωμάτευση αποδίδει τις διαπιστωθείσες διαταραχές στα επίμαχα δημοσιεύματα του Τύπου. Τέλος, πηγή άγχους για την ενάγουσα μπορεί να απετέλεσε αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η OLAF άρχισε εις βάρος της έρευνα, κατά τρόπον καθ’ όλα νόμιμο, όπως και το γεγονός ότι αυτή, πάλι κατά τρόπον καθ’ όλα νόμιμο, αποφάσισε να αποστείλει στις λουξεμβουργιανές αρχές τον φάκελο εν όψει ενδεχομένης ποινικής διώξεως, καθώς και στο Ελεγκτικό Συνέδριο εν όψει ενδεχομένης προσφυγής του στο Δικαστήριο.

337    Επομένως, υπό τις παρούσες περιστάσεις, η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι διαπιστωθείσες με την παρούσα απόφαση παρανομίες απετέλεσαν επαρκώς άμεσο αίτιο της βλάβης της υγείας της κατά την έννοια της νομολογίας. Συγκεκριμένα, δεν απέδειξε καν ότι αυτές απετέλεσαν causa sine qua non της βλάβης αυτής. Έτσι, η ενάγουσα δεν θεμελίωσε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας επαρκώς άμεσης μεταξύ της ζημίας που επικαλείται σχετικώς και των διαδόσεων που αποδίδονται στις διαπραχθείσες από την OLAF παρανομίες.

338    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή όσον αφορά τη ζημία που απορρέει από τη βλάβη της υγείας της ενάγουσας, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί του ζητήματος αν το υποστατόν αυτής της ζημίας αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον.

 Επί των δικαστικών εξόδων

339    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

340    Εν προκειμένω, η αγωγή ευδοκίμησε μερικώς, κατά το μέτρο που η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσόν των 3 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

341    Επισημαίνεται, όμως, επίσης ότι η ενάγουσα ηττήθηκε ως προς μέγα μέρος της αγωγής της αποζημιώσεως, πρώτον, κατά το μέτρο που οι ισχυρισμοί της περί της ζημίας που προκλήθηκε λόγω βλάβης της υγείας της απορρίφθηκαν και, δεύτερον, κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο δέχτηκε να της επιδικάσει μικρό μόνο μέρος του ποσού που ζήτησε λόγω ηθικής βλάβης.

342    Επομένως, το Πρωτοδικείο αποφασίζει ότι η ενάγουσα θα φέρει τα τρία τέταρτα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία θα φέρει το ένα τέταρτο των δικών της εξόδων και το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στην Καλλιόπη Νικολάου αποζημίωση 3 000 ευρώ.

2)      Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Κ. Νικολάου φέρει τα τρία τέταρτα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα τρία τέταρτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία φέρει το ένα τέταρτο των δικών της εξόδων και το ένα τέταρτο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Κ. Νικολάου.

Pirrung

Meij

Forwood

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.


Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung


Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης της Κοινότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

2.  Επί της κατάφωρης παραβάσεως κανόνος δικαίου απονέμοντος δικαιώματα σε ιδιώτες

Επιχειρήματα των διαδίκων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί των ισχυρισμών περί παράνομης διάδοσης από την OLAF ορισμένων στοιχείων της έρευνάς της

–  Περί παρανομιών προκυπτουσών από τον τρόπο δημοσίευσης της Ετήσιας Έκθεσης

–  Επί των παρανομιών που απορρέουν από τη φερόμενη διαρροή πληροφοριών εντός της OLAF

–  Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των ισχυρισμών περί παράνομης διάδοσης από την OLAF ορισμένων στοιχείων της έρευνάς της

Εξέταση των πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν τις πληροφορίες που διαδόθηκαν από την OLAF

–  Επί των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν πριν από την έναρξη έρευνας από την OLAF

–  Επί της διενέργειας έρευνας από την OLAF

–  Επί της δημοσιεύσεως του άρθρου της 17ης Οκτωβρίου 2002 από το εβδομαδιαίο περιοδικό European Voice

–  Επί της δημοσιεύσεως της Ετήσιας Έκθεσης

–  Επί των δημοσιευμάτων του Τύπου τον Νοέμβριο του 2002

–  Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

–  Συμπέρασμα της εξετάσεως των πραγματικών ισχυρισμών

Ανάλυση των φερομένων παραβάσεων κανόνων δικαίου απονεμόντων δικαιώματα στους ιδιώτες που ενδέχεται να κατέληξαν στη διάδοση πληροφοριών εξ υπαιτιότητος της OLAF

–  Επί της διαρροής ορισμένων πληροφοριών που αφορούσαν την ενάγουσα

–  Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας και στην τελική έκθεση

–  Επί της προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας

–  Επί της προσβάσεως στην τελική έκθεση

–  Επί της αιτιολογίας

3.  Επί της ζημίας και της αιτιώδους συναφείας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί της ηθικής βλάβης

Επί της ζημίας που προκύπτει από τη βλάβη της υγείας της ενάγουσας

Επί της αιτιώδους συναφείας μεταξύ των φερομένων παρανομιών και της προκληθείσας ζημίας

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ηθικής βλάβης

–  Επί των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στο άρθρο της 17ης Οκτωβρίου 2002 στο περιοδικό European Voice και που είχαν ως πηγή διαρροή από την OLAF

–  Επί της δημοσιεύσεως του Δελτίου Τύπου

–  Επί της παραβάσεως του άρθρου 4 της αποφάσεως 99/50

–  Συμπέρασμα ως προς την ηθική βλάβη

Επί της ζημίας που προκύπτει από τη βλάβη της υγείας της ενάγουσας

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 Εμπιστευτικά δεδομένα, που παραλείπονται.