Language of document : ECLI:EU:C:2012:714

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 15ης Νοεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑103/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Systran SA και Systran Luxembourg SA

«Αίτηση αναιρέσεως – Δημόσιες συμβάσεις της Ένωσης – Πρόσκληση προς υποβολή προσφορών σχετικά με τη συντήρηση και τη βελτίωση από γλωσσικής πλευράς λογισμικού – Λογισμικό αυτόματης μεταφράσεως της Επιτροπής – Γνωστοποίηση του πρωτογενούς κώδικα σε τρίτους χωρίς την άδεια του δημιουργού – Προσβολή του δικαιώματος του δημιουργού – Μη επιτρεπόμενη αποκάλυψη τεχνογνωσίας σε τρίτους – Εξωσυμβατική ευθύνη – Συμβατική ευθύνη – Αρμοδιότητες του δικαστή της Ένωσης – Φύση της διαφοράς – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση – Πραγματική και βέβαιη ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Διάρρηξη της αιτιώδους συνάφειας – Κατ’ αποκοπήν εκτίμηση του ύψους της ζημίας»





1.        Η παρούσα υπόθεση εγείρει εκ προοιμίου ζήτημα οριοθετήσεως των συμβατικών και εξωσυμβατικών διαφορών και, συνεπώς, εν προκειμένω, των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του δικαστή της Ένωσης, θέτοντας το καινοφανές πρόβλημα της κάθετης κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων. Το κύριο ζήτημα της υποθέσεως συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στον καθορισμό της μεθόδου την οποία πρέπει να ακολουθεί ο δικαστής της Ένωσης προκειμένου να αποφανθεί, κατά τρόπο σύμφωνο προς την αρχή των κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων, ως προς την αρμοδιότητά του να εκδικάσει εξωσυμβατική αγωγή στο πλαίσιο της οποίας προβάλλεται ένσταση περί αναρμοδιότητας αντλούμενη από τη συμβατική φύση της διαφοράς.

2.        Εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως αναιρέσεως την οποία άσκησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑19/07, Systran και Systran Luxembourg κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II‑6083, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο καταδίκασε την Ευρωπαϊκή Ένωση να καταβάλει στη Systran SA (2) το κατ’ αποκοπήν ποσό των 12 001 000 ευρώ προς αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη η επιχείρηση αυτή λόγω της εκ μέρους της Επιτροπής προσβολής των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνογνωσίας της επί της εκδόσεως Unix του λογισμικού Systran.

3.        Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ιδίως ότι, αναγνωρίζοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να προκηρύξει, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως την άδεια των εταιριών του ομίλου Systran, πρόσκληση προς υποβολή προσφορών για την πραγματοποίηση εργασιών συντηρήσεως και γλωσσικού εμπλουτισμού του συστήματός της αυτόματης μεταφράσεως, εν προκειμένω της εκδόσεως EC-Systran Unix του λογισμικού Systran, η Επιτροπή προέβη σε παράνομη πράξη υπό το πρίσμα των γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών (σκέψη 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), καθόσον η εν λόγω πρόσκληση προς υποβολή προσφορών είχε ως συνέπεια τη γνωστοποίηση προς τρίτους και την τροποποίηση στοιχείων της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού αυτού θίγουσα τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνογνωσίας των εν λόγω εταιριών.

4.        Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, εάν το Δικαστήριο δεχθεί, όπως προτείνω, ότι η διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και των εταιριών Systran SA και Systran Luxembourg SA (στο εξής: Systran Luxembourg) πρέπει πρωτίστως να εξετασθεί και ενδεχομένως να επιλυθεί από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια και ότι, κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να εκδικάσει την εν λόγω διαφορά, παρέλκει η εξέταση όλων των λόγων αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή. Εντούτοις, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την πρότασή μου επί του πρώτου αυτού θεμελιώδους σημείου, θα εξετάσω τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως για να παράσχω στο Δικαστήριο διευκρινίσεις ως προς όλες τις πτυχές της οικείας υποθέσεως.

5.        Υπό το πρίσμα αυτό, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο των λοιπών λόγων αναιρέσεως, η Επιτροπή θέτει ιδίως υπό αμφισβήτηση την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των τριών προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, οι οποίες απαιτείται πάντοτε να πληρούνται κατά πάγια νομολογία, ήτοι τόσο τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής όσο και την ύπαρξη, αφενός, υλικής ζημίας και ηθικής βλάβης οι οποίες προέκυψαν από τη συμπεριφορά αυτή και, αφετέρου, άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω παράνομης συμπεριφοράς και των οικείων ζημιών. Μολονότι οι τρεις αυτές αναγκαίες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς για να αναγνωρισθεί δικαίωμα αποζημιώσεως, εντούτοις θεωρώ σκόπιμο να τις εξετάσω διαδοχικώς, εντός των ορίων των λόγων αναιρέσεως της Επιτροπής, προκειμένου να εξακριβώσω εάν το Γενικό Δικαστήριο βεβαιώθηκε όντως ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνταν σαφώς και αδιαμφισβητήτως.

6.        Θεωρώ επίσης σκόπιμο να επισημάνω ευθύς εξ αρχής ότι, λαμβανομένων υπόψη των λόγων αναιρέσεως, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα λοιπά ζητήματα που εμμέσως ανακύπτουν στην παρούσα διαφορά, όσον αφορά ιδίως τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων επί αγωγών λόγω απομιμήσεως στρεφόμενων κατά των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης (3) ή την πρακτική συνάψεως δημοσίων συμβάσεων με αντικείμενο την ανάπτυξη και τη συντήρηση των συστημάτων πληροφορικής των θεσμικών ή λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης (4).

I –    Το ιστορικό της διαφοράς

7.        Ο πρόεδρος της αμερικανικής εταιρίας World Translation Center Inc. (στο εξής: WTC) η οποία εδρεύει στη La Jolla της Καλιφόρνια (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), δόκτωρ Toma, δημιούργησε το 1968 ένα λογισμικό αυτόματης μεταφράσεως με την ονομασία «Systran» (SYStem TRANslation).

8.        Στις 22 Δεκεμβρίου 1975, η Επιτροπή συνήψε με την WTC αρχική σύμβαση η οποία αφορούσε, αφενός, την εγκατάσταση και την ανάπτυξη του λογισμικού Systran για την πραγματοποίηση μεταφράσεων από την αγγλική προς τη γαλλική γλώσσα και, αφετέρου, την εξ αρχής ανάπτυξη του εν λόγω λογισμικού για την πραγματοποίηση μεταφράσεων από τη γαλλική προς την αγγλική γλώσσα.

9.        Ως αποτέλεσμα της συνάψεως σειράς παρόμοιων συμβάσεων μεταξύ της Επιτροπής και της WTC, από το 1976 έως το 1987, δημιουργήθηκε ένα σύστημα αυτόματης μεταφράσεως το οποίο λειτουργούσε σε περιβάλλον Mainframe, με την ονομασία «EC-Systran Mainframe», το οποίο περιελάμβανε έναν πυρήνα, μεταφραστικούς μηχανισμούς και λεξικά για την πραγματοποίηση μεταφράσεων μεταξύ νέων ζευγών γλωσσών της Ένωσης.

10.      Από το 1985 και εντεύθεν, η γαλλική εταιρία Gachot εξαγόρασε σταδιακώς τις εταιρίες του ομίλου WTC, οι οποίες είχαν στην κυριότητά τους την τεχνολογία Systran και την έκδοση Mainframe του λογισμικού Systran. Κατόπιν τούτου, η εταιρία Gachot μετονομάστηκε σε Systran SA.

11.      Στις 4 Αυγούστου 1987, η Systran και η Επιτροπή υπέγραψαν «σύμβαση συνεργασίας» για την από κοινού οργάνωση της αναπτύξεως και της βελτιώσεως του συστήματος μεταφράσεως Systran για τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και για όσες επρόκειτο να γίνουν επίσημες στο μέλλον, καθώς και για την εφαρμογή του.

12.      Στις 11 Δεκεμβρίου 1991, η Επιτροπή έλυσε τη σύμβαση συνεργασίας που είχε συνάψει με τη Systran.

13.      Στις 22 Δεκεμβρίου 1997, η Systran και η Επιτροπή συνήψαν την πρώτη από τις τέσσερις διαδοχικές συμβάσεις μεταβάσεως, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο να καταστεί δυνατή η λειτουργία του λογισμικού EC-Systran Mainframe στα περιβάλλοντα Unix και Windows.

14.      Στις 4 Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή προκήρυξε διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών για τη συντήρηση και τον γλωσσικό εμπλουτισμό του συστήματός της αυτόματης μεταφράσεως.

15.      Με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2003, η Systran επισήμανε στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι οι εργασίες που αναφέρονταν στην πρόσκληση προς υποβολή προσφορών θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσβάλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της και κάλεσε το εν λόγω θεσμικό όργανο να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Η Systran διευκρίνιζε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση προς υποβολή προσφορών.

16.      Με επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν θεωρούσε ότι οι σχεδιαζόμενες εργασίες μπορούσαν να προσβάλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της Systran.

17.      Κατόπιν της εν λόγω προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, ανατέθηκαν μόνον δυο από τις δέκα ενότητες εργασιών που προβλέπονταν στην πρόσκληση, συγκεκριμένα στην εταιρία Gosselies SA (5).

II – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι εταιρίες Systran και Systran Luxembourg (6), με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 25 Ιανουαρίου 2007, άσκησαν αγωγή με την οποία ζητούσαν από το Πρωτοδικείο, πρώτον, να διατάξει την άμεση παύση των πράξεων απομιμήσεως και δημοσιοποιήσεως στις οποίες προέβη η Επιτροπή, δεύτερον, να διατάξει την κατάσχεση όλων των υποθεμάτων που βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής και της εταιρίας Gosselies, επί των οποίων αναπαράγονται οι εφαρμογές πληροφορικής που ανέπτυξε η εταιρία Gosselies με βάση τις εκδόσεις λογισμικού EC‑Systran Unix και Systran Unix κατά τρόπο θίγοντα τα δικαιώματα των εναγουσών, καθώς και την παράδοσή τους στη Systran ή, τουλάχιστον, την καταστροφή τους παρουσία δημοσίου λειτουργού, τρίτον, να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση ύψους τουλάχιστον 1 170 328 ευρώ για τη Systran Luxembourg και 48 804 000 ευρώ, κατά προσωρινή εκτίμηση, για τη Systran, τέταρτον, να διατάξει τη δημοσίευση της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδώσει το Πρωτοδικείο με έξοδα της Επιτροπής, σε ειδικευμένες εφημερίδες, σε ειδικευμένα περιοδικά και σε ειδικευμένους διαδικτυακούς τόπους κατ’ επιλογή των εναγουσών και, εν τέλει, πέμπτον, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19.      Το νυν Γενικό Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, απέρριψε τις διάφορες ενστάσεις απαραδέκτου της αγωγής αποζημιώσεως τις οποίες προέβαλε η Επιτροπή (σκέψεις 52 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Έκρινε, πρώτον, κατόπιν της εξετάσεως του αιτήματος των εναγουσών και των διαφόρων στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η διαφορά είχε συμβατικό χαρακτήρα και, επομένως, δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής (σκέψεις 57 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση περί ασάφειας του δικογράφου της αγωγής (σκέψεις 107 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, εν τέλει, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου λόγω αναρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να διαπιστώσει απομίμηση στο πλαίσιο εξωσυμβατικής αγωγής, αφού διαπίστωσε ότι η επίμαχη προσβολή δι’ απομιμήσεως προβλήθηκε με μόνο σκοπό να χαρακτηρισθεί παράνομη η συμπεριφορά της Επιτροπής στο πλαίσιο εξωσυμβατικής αγωγής αποζημιώσεως, αγωγή η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, και ότι δεν υπήρχε κανένα εθνικό ένδικο βοήθημα που θα επέτρεπε την αποκατάσταση από την Επιτροπή της προβαλλόμενης ζημίας (σκέψεις 113 έως 117 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

20.      Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις περί απαραδέκτου των αιτημάτων με τα οποία του ζητήθηκε να διατάξει την άμεση παύση εκ μέρους της Επιτροπής των πράξεων απομιμήσεως και διαδόσεως τεχνογνωσίας, την κατάσχεση ή την καταστροφή δεδομένων πληροφορικής που βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής και της εταιρίας Gosselies και τη δημοσίευση της εκδοθησομένης αποφάσεως με έξοδα της Επιτροπής σε εξειδικευμένες εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και σε εξειδικευμένους διαδικτυακούς τόπους (σκέψεις 118 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

21.      Εν τέλει, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, επί της ουσίας, διαδοχικώς τα δικαιώματα που επικαλέσθηκαν οι ενάγουσες και τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στην Επιτροπή συμπεριφοράς (σκέψεις 127 έως 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), τις ζημίες που υπέστησαν οι ενάγουσες και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των προβαλλόμενων ζημιών και της φερόμενης παράνομης συμπεριφοράς (σκέψεις 262 έως 326 της οικείας αποφάσεως), και, στη συνέχεια, τα διάφορα μέτρα, πλην της καταβολής αποζημιώσεως, τα οποία ζήτησαν οι ενάγουσες με τα αιτήματά τους (σκέψεις 327 έως 332 της εν λόγω αποφάσεως).

22.      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Systran Luxembourg περί καταβολής αποζημιώσεως, ελλείψει αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης στην Επιτροπή συμπεριφοράς και των προβαλλόμενων από την εν λόγω εταιρία ζημιών (σκέψεις 264 έως 267 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Απέρριψε επίσης, για τους ίδιους λόγους, το αίτημα της Systran περί καταβολής αποζημιώσεως λόγω υποτιμήσεως των τίτλων της Systran Luxembourg (σκέψεις 283 και 284 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, δέχθηκε ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής προκάλεσε στη Systran περιουσιακή ζημία λόγω της απώλειας της αξίας των αύλων στοιχείων του ενεργητικού της, η οποία εκτιμήθηκε κατ’ αποκοπήν σε 12 εκατομμύρια ευρώ, και ηθική βλάβη, η οποία εκτιμήθηκε σε 1 000 ευρώ (σκέψεις 285 έως 326 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

III – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23.      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως.

24.      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2012.

25.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη·

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή αγωγή αποζημιώσεως κατά της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, αποφασίζοντας οριστικά επί της διαφοράς να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη και αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει τις Systran SA και Systran Luxembourg SA στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν τόσο οι ίδιες όσο και η Επιτροπή.

26.      Οι εταιρίες Systran και Systran Luxembourg ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής·

–        να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

IV – Οι λόγοι αναιρέσεως

27.      Η Επιτροπή επικαλείται οκτώ λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον αυτό στηρίχθηκε στην προδήλως εσφαλμένη και αντιφατική εκτίμηση ότι η διαφορά δεν είχε συμβατικό χαρακτήρα. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση των κανόνων περί αποδείξεως. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μη ορθή εφαρμογή των κανόνων περί του δικαιώματος του δημιουργού σχετικά με τον καθορισμό του κατόχου των δικαιωμάτων τα οποία επικαλέσθηκε η Systran. Με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς της και του κατάφωρου χαρακτήρα του προβαλλόμενου πταίσματός της. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ερμήνευσε εσφαλμένως την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (7), και, αφετέρου, αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφασή του όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας. Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την εκτίμηση της υπάρξεως «επαρκώς άμεσης» αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του καταγγελλόμενου πταίσματος και της προβαλλόμενης ζημίας. Εν τέλει, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς τον καθορισμό αποζημιώσεως ύψους 12 001 000 ευρώ.

V –    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Α –      Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Επιτροπής

28.      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κυρίως, ότι η διαφορά μεταξύ της ίδιας και των εταιριών Systran και Systran Luxembourg αποτελεί όχι εξωσυμβατική αλλά συμβατική διαφορά, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες συμβάσεις που συνήψε με τις εν λόγω εταιρίες από το 1975 έως το 2002, καθώς και άλλα συμβατικά έγγραφα, όπως ορισμένες επιστολές και έγγραφα προσλήψεων. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση της νομικής φύσεως της διαφοράς και, κατά συνέπεια, παρέβη τους κανόνες περί της αρμοδιότητάς του (8).

29.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την απόφαση της 20ής Μαΐου 2009, Guigard κατά Επιτροπής (9). Ενώ αναγνωρίζει ότι η προσβολή των δικαιωμάτων του δημιουργού μπορεί να θεμελιώσει την άσκηση αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, θεωρεί ότι η παρούσα διαφορά δεν εμπίπτει στην περίπτωση αυτή, καθόσον οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει επί των λεπτομερειών μεταβιβάσεως ή παραχωρήσεως των επίμαχων εν προκειμένω δικαιωμάτων του δημιουργού.

30.      Η Επιτροπή επιχειρεί, στη συνέχεια, να τεκμηριώσει το βάσιμο της εκτιμήσεώς της, προβαίνοντας σε ανάλυση των επίμαχων συμβάσεων, της νομικής τους φύσεως και των ρητρών που περιέχονται σε αυτές, καθώς και των δικαιωμάτων που οι ως άνω συμβάσεις της παρέχουν. Εξ αυτού η Επιτροπή συνάγει ότι, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την ακριβή έκταση των δικαιωμάτων χρήσεως που διαθέτει επί του λογισμικού EC-Systran Unix, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το σαφές περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων, με συνέπεια να υποπέσει σε πλάνη κατά την εκτίμηση της φύσεως της διαφοράς.

31.      Η Επιτροπή επικαλείται, εν τέλει, παράβαση των κανόνων ερμηνείας των συμβάσεων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε τις συμβάσεις μεταβάσεως, και ιδίως το άρθρο τους 13, υπό την έννοια ότι δεν της παρέχουν κανένα δικαίωμα. Διατείνεται επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως συνήγαγε ότι, καθόσον η Systran δεν ήταν συμβαλλόμενη στις συμβάσεις μεταβάσεως, οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούσαν να της αντιταχθούν ως τέτοιες, κατ’ εφαρμογήν της αρχής ότι οι συμβάσεις δεσμεύουν μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη.

32.      Πριν καταλήξω στην προσήκουσα απάντηση επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, θα πρέπει να διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

 Β –      Οι συνέπειες ενστάσεως αναρμοδιότητας αντλούμενης από τη συμβατική φύση της διαφοράς

1.      Ζήτημα κάθετης κατανομής των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών

33.      Κατ’ αρχάς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, οι διαφορές στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος δεν εξαιρούνται εκ του λόγου αυτού από την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων «εφόσον οι Συνθήκες δεν προβλέπουν αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ήτοι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι ως άνω διαφορές εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης (10).

34.      Επομένως, το άρθρο 274 ΣΛΕΕ προβλέπει κάθετη κατανομή, μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, των αρμοδιοτήτων εκδικάσεως των διαφορών στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος, κατανομή η οποία επιτάσσεται από την αρχή των κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων ή, ειδικότερα, καθορίζεται από τις διάφορες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ οι οποίες απονέμουν στα δικαστήρια της Ένωσης αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα.

35.      Εξάλλου, και κατά πάγια νομολογία, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν, μεταξύ άλλων, αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημιών που προκαλούνται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή από τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (11), καθώς και στο άρθρο 41, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

36.      Εν τέλει, τα δικαστήρια της Ένωσης είναι αρμόδια (12), δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, να αποφαίνονται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση (13).

37.      Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των άρθρων 272 ΣΛΕΕ, 274 ΣΛΕΕ, 268 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, όταν ασκείται αγωγή κατά της Ένωσης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η συμβατική ή εξωσυμβατική φύση της διαφοράς προσδιορίζει αμέσως το αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς δικαστήριο, πλην της περιπτώσεως στην οποία υπάρχει ρήτρα απονομής αρμοδιότητας. Άλλως ειπείν, τα εθνικά δικαστήρια είναι κατ’ αρχήν αρμόδια να επιλαμβάνονται των συμβατικών διαφορών, εκτός εάν υφίσταται ρήτρα διαιτησίας δυνάμει της οποίας απονέμεται αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης. Ο δικαστής της Ένωσης έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί εξωσυμβατικών διαφορών.

38.      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το ζήτημα της συμβατικής ή εξωσυμβατικής φύσεως ορισμένης διαφοράς εγείρει ζήτημα κάθετης κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων της Ένωσης (14), ζήτημα το οποίο, επομένως, και ως εκ της φύσεώς του, διακρίνεται σαφώς από εκείνο της οριοθετήσεως μεταξύ συμβατικών και εξωσυμβατικών διαφορών στις έννομες τάξεις των κρατών μελών.

2.      Ζήτημα προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου: το άρθρο 340 ΣΛΕΕ

39.      Ο καθορισμός της συμβατικής ή εξωσυμβατικής φύσεως διαφοράς στην οποία η Ένωση είναι διάδικος έχει κρίσιμη σημασία όχι μόνο διότι αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης ή των κρατών μελών, αλλά και όσον αφορά το εφαρμοστέο στη διαφορά δίκαιο, επηρεάζοντας άμεσα την απάντηση που πρέπει να δοθεί επί ενστάσεως αντλούμενης από τη συμβατική φύση της εν λόγω διαφοράς.

40.      Από το άρθρο 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, σε περίπτωση διαφοράς συμβατικής φύσεως, η ευθύνη της Ένωσης «διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση». Αντιθέτως, στο πλαίσιο εξωσυμβατικών διαφορών, η Ένωση υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να αποκαθιστά τη ζημία «σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών».

41.      Επομένως, εάν η διαφορά είναι συμβατικής φύσεως, έχει εφαρμογή το ουσιαστικό δίκαιο που καθορίζεται από τους όρους της συμβάσεως αυτούς καθεαυτούς. Το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, αφενός, ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στην σύμβαση αυτή και, αφετέρου, καθορίζει την εφαρμοστέα στην εν λόγω σύμβαση νομοθεσία και, τελικώς, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να εκδικάσει τις διαφορές που ανακύπτουν από τη σύμβαση αυτή, σύμφωνα τόσο με το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο όσο και με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση (15).

42.      Αντιθέτως, εάν η διαφορά είναι εξωσυμβατικής φύσεως, για την εκτίμηση του αιτήματος περί καταβολής αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη μόνον, όπως ορίζεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι γενικές αρχές οι οποίες είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών. Τούτο συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να αποφανθεί μόνον βάσει των αρχών αυτών, ότι, άλλως ειπείν, δεν μπορεί να εφαρμόσει κανένα άλλο δίκαιο και ότι, επομένως, δεν έχει αρμοδιότητα να εφαρμόσει το δίκαιο που διέπει τυχόν συμβάσεις οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ των διαδίκων, όπως το δίκαιο που προβλέπεται στις εν λόγω συμβάσεις ή το δίκαιο που έχει εφαρμογή σε αυτές. Πάντως, η κατάσταση αυτή δεν παρουσιάζει αφ’ εαυτής καμία ιδιομορφία στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης η οποία, καθ’ υπόθεση, θεμελιώνεται στην έλλειψη οιουδήποτε συναφούς, ήτοι αρκούντως συνδεόμενου με τη διαφορά, συμβατικού όρου.

 Γ –      Ποια μέθοδος πρέπει να ακολουθείται κατά την εξέταση ενστάσεως αναρμοδιότητας αντλούμενης από τη συμβατική φύση της διαφοράς;

43.      Ως εξωσυμβατική διαφορά νοείται, κατ’ αρχήν, η διαφορά στην οποία οι διάδικοι δεν συνδέονται με καμία συναφή, ήτοι συνδεόμενη με το αντικείμενο της διαφοράς, συμβατική σχέση.

44.      Εντούτοις, όταν προκύπτει ότι διαφορά η οποία εμπίπτει στον ως άνω ορισμό δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς να εξετασθεί το περιεχόμενο και η έκταση των συμβατικών δεσμών οι οποίοι συνδέουν τους διαδίκους και, κατά συνέπεια, για την επίλυσή της, πρέπει να ληφθεί υπόψη το «δίκαιο της συμβάσεως», είναι σαφές ότι η διαφορά αυτή καθίσταται, κατ’ αρχήν, διαφορά «συμβατικής φύσεως». Επομένως, πρέπει, αρχικώς τουλάχιστον, να εξετασθεί ως τέτοια διαφορά, ενώ διευκρινίζεται ότι τίποτε δεν εμποδίζει, κατόπιν της εν λόγω εξετάσεως εκ μέρους του αρμόδιου για την εκδίκαση συμβατικών διαφορών δικαστηρίου, την παραπομπή της διαφοράς αυτής στο αρμόδιο για την εκδίκαση εξωσυμβατικών διαφορών δικαστήριο. Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, για να μπορεί να γίνει δεκτή ένσταση αναρμοδιότητας αντλούμενη από τη συμβατική φύση της διαφοράς, δεν απαιτείται να κριθεί ότι δεν διαπράχθηκε καμία ενέργεια δυνάμενη να στοιχειοθετήσει ευθύνη εξ αδικοπραξίας, αλλά απλώς να διαπιστωθεί η ύπαρξη συμβατικού πλαισίου με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά.

45.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ένσταση απαραδέκτου η οποία υποβλήθηκε τυπικώς από εναγόμενο σε δίκη με αντικείμενο εξωσυμβατική αγωγή, με την οποία προβάλλεται ότι μεταξύ των διαδίκων υφίσταται συμβατική σχέση συνδεόμενη με το αντικείμενο της διαφοράς, δεν δύναται να εξετασθεί όπως κάθε άλλη ένσταση, αλλά πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ότι αποτελεί ειδικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να επιλυθεί εκ προοιμίου και κατά προτεραιότητα.

46.      Η αντίθετη συλλογιστική, κατά την οποία, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει πρώτα να εξετασθεί εάν τυχόν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, δεν μπορεί να γίνει ευλόγως δεκτή. Ειδικότερα, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να εξετάσει αίτημα αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης χωρίς να λάβει υπόψη τη νομοθεσία η οποία, prima facie, συνδέει τους διαδίκους, πριν βεβαιωθεί ότι είναι ευλόγως αρμόδιος να εκδικάσει τη διαφορά, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να έχει απορρίψει τυχόν ένσταση αντλούμενη από τη συμβατική φύση της διαφοράς.

47.      Εν κατακλείδι, ο έλεγχος του εάν υφίσταται «δίκαιο της συμβάσεως» το οποίο διέπει τις σχέσεις των διαδίκων σε δίκη με αντικείμενο εξωσυμβατική αγωγή επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, εκ της λογικής, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων που απονέμει η Συνθήκη στον δικαστή της Ένωσης, να διενεργείται εκ προοιμίου και κατά προτεραιότητα.

48.      Κατόπιν των ανωτέρω, έχει επίσης σημασία να καθοριστεί το αντικείμενο και η έκταση του εν λόγω προκαταρκτικού ελέγχου που πρέπει να διενεργείται υπό τις εν λόγω περιστάσεις και για τους ως άνω ειδικούς σκοπούς.

49.      Με απλούς όρους, τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει, όταν ασκηθεί ενώπιόν του εξωσυμβατική αγωγή στο πλαίσιο της οποίας γίνεται επίκληση της συμβατικής φύσεως της διαφοράς, να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του κατόπιν εξετάσεως της ουσίας της διαφοράς, ήτοι του βασίμου των επιχειρημάτων που προβάλλονται ενώπιόν του, ιδίως από τον διάδικο ο οποίος προβάλλει την ένσταση. Αντιθέτως, πρέπει να περιορίσει την εξέτασή του στο εάν υφίσταται «συμβατικό πλαίσιο» του οποίου το περιεχόμενο και η συνάφεια να είναι τέτοια ώστε, όπως ήδη τονίσθηκε ανωτέρω, η διαφορά να μην μπορεί ευλόγως να επιλυθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συμβατικές σχέσεις που συνδέουν τους διαδίκους (16). Το είδος της εξετάσεως που πρέπει να πραγματοποιηθεί επηρεάζει άμεσα το εύρος του προς διενέργεια ελέγχου.

50.      Ειδικότερα, όταν ο δικαστής της Ένωσης καλείται να προσδιορίσει τη φύση παρόμοιας διαφοράς, η οποία έχει τεθεί κατά τα ανωτέρω στην κρίση του, προκειμένου να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του, οφείλει να εξετάσει το σύνολο των συμβατικών σχέσεων οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, συνδέουν τους διαδίκους, τούτο δε μόνον προκειμένου να αποδείξει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς, την ύπαρξη «δικαίου της συμβάσεως» το οποίο δεσμεύει τους διαδίκους και από το οποίο συνάγεται κατά τρόπο ευλόγως προβλέψιμο ότι η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς να ληφθεί λεπτομερώς υπόψη το εν λόγω «δίκαιο της συμβάσεως» (17).

51.      Ας μου επιτραπεί να εμμείνω στο εν λόγω ειδικό ζήτημα. Όταν τίθεται στην κρίση του εξωσυμβατική διαφορά εντασσόμενη σε συμβατικό πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης, ο οποίος, ελλείψει ρήτρας διαιτησίας, δεν είναι αρμόδιος να εξετάσει το περιεχόμενο των συμβατικών δεσμών, λόγω του ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τη νομοθεσία που διέπει τις συμβατικές σχέσεις, δεν μπορεί να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του στηριζόμενος, ακριβώς, στο βάσιμο ή μη των αιτημάτων του εναγομένου. Εντούτοις, έχει καθοριστική σημασία το ότι, προκειμένου να κρίνει εαυτόν αρμόδιο ή αναρμόδιο, δεν καλείται να αχθεί πέραν της σφαιρικής εκτιμήσεως του εάν υφίσταται συμβατική σχέση η οποία να είναι αρκούντως συναφής με το αντικείμενο της διαφοράς για να συναχθεί ότι η οικεία διαφορά δεν μπορεί ευλόγως να επιλυθεί χωρίς να εξετασθούν, προηγουμένως, οι συμβατικές ρήτρες των οποίων γίνεται επίκληση υπό το πρίσμα του δικαίου στο οποίο υπάγονται.

 Δ –      Τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση της ενστάσεως αναρμοδιότητας

52.      Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ακολούθησε την προεκτεθείσα προσέγγιση κατά την εξέταση που πραγματοποίησε εν προκειμένω, όπως προκύπτει τόσο από τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της αρμοδιότητας σε διαφορές εκ συμβάσεως και σε διαφορές εξωσυμβατικής φύσεως οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 57 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες παραθέτει το βασικό πλαίσιο της εξετάσεως στην οποία πρόκειται να προβεί, όσο και από τα επόμενα σημεία του σκεπτικού στα οποία αναπτύσσεται η εν λόγω εξέταση (σκέψεις 65 έως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

53.      Υπενθυμίζεται ότι, αφού παρουσίασε τις κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης οι οποίες διέπουν την ευθύνη εκ συμβάσεως και την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (σκέψεις 57 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), το Γενικό Δικαστήριο κατ’ αρχάς επισήμανε ορθώς, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου να κρίνει εάν είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 235 ΕΚ, όφειλε να εξετάσει, υπό το πρίσμα των διαφόρων σχετικών στοιχείων του φακέλου, εάν το αίτημα των εναγουσών για αποζημίωση στηριζόταν αντικειμενικά και εν όλω σε υποχρεώσεις εκ συμβάσεως ή σε εξωσυμβατικές υποχρεώσεις, παραπέμποντας στην προπαρατεθείσα απόφαση Guigard κατά Επιτροπής. Αφού έθεσε την εν λόγω παραδοχή, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τα στοιχεία τα οποία προετίθετο να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεώς του, αναφέροντας, κατά μη εξαντλητικό τρόπο, τα επιχειρήματα των διαδίκων, το γενεσιουργό της προβαλλόμενης ζημίας γεγονός και το περιεχόμενο των εκ της συμβάσεως διατάξεων των οποίων είχε γίνει επίκληση (18).

54.      Κατόπιν τούτου, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τυπικώς, πρώτον, το αίτημα των εναγουσών για αποζημίωση και τη φύση των καταγγελλόμενων ζημιογόνων συμπεριφορών, εν προκειμένω της παράνομης δημοσιοποιήσεως της τεχνογνωσίας τους και της απομιμήσεως του λογισμικού Systran Unix (σκέψεις 65 έως 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), και, δεύτερον, «τα επιχειρήματα της Επιτροπής προς υποστήριξη της υπάρξεως εκ της συμβάσεως άδειας κοινοποιήσεως σε τρίτον πληροφοριών οι οποίες προστατεύονται εν δυνάμει από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και την τεχνογνωσία» (σκέψεις 84 έως 100 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

55.      Η συγκεκριμένη προσέγγιση την οποία υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως δικαιολογούσα την αναίρεση για δυο λόγους.

56.      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη απλώς και μόνο σε προηγούμενη ανάλυση της επικρατούσας μεταξύ των διαδίκων της διαφοράς καταστάσεως προκειμένου να θεμελιώσει την αρμοδιότητά του να εκδικάσει τη διαφορά. Εξετάζοντας την ένσταση αναρμοδιότητας, τρόπον τινά, από κοινού με την ουσία, ή μάλλον εξετάζοντας την ουσία, της οποίας είχε ήδη επιληφθεί στο στάδιο αυτό, από κοινού με την εν λόγω ένσταση (19), επιχείρησε να βεβαιωθεί, κατ’ αρχάς, ως προς το βάσιμο του αιτήματος των εναγουσών, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών.

57.      Κατά δεύτερο μόνο λόγο, απαντώντας συγκεκριμένα στην ένσταση αναρμοδιότητας, το Γενικό Δικαστήριο επιχείρησε να καταδείξει την έλλειψη ρητής, σαφούς και ακριβούς συμβατικής ρήτρας η οποία να επιτρέπει τη συμπεριφορά της Επιτροπής, καταλήγοντας, στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η κρινομένη διαφορά δεν συνιστά διαφορά εκ συμβάσεως».

58.      Ασφαλώς, και έχει σημασία να τονισθεί, η δυσχέρεια την οποία αντιμετώπιζε το Γενικό Δικαστήριο ήταν σημαντική, επιτεινόταν δε από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής η οποία προέβαλε, στο πλαίσιο της ενστάσεώς της περί αναρμοδιότητας, συγκεκριμένες συμβατικές διατάξεις για να θέσει υπό αμφισβήτηση τα δικαιώματα των εναγουσών και, συγχρόνως, να θεμελιώσει τα δικά της δικαιώματα.

59.      Αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επιχείρησε να καταδείξει ότι οι αξιώσεις των εναγουσών ήσαν αυτές καθεαυτές θεμελιωμένες. Εξάλλου, κατέληξε σαφώς στο συμπέρασμα αυτό, καθόσον επισήμανε ότι οι ενάγουσες «αποδεικνύουν επαρκώς, από νομικής και πραγματικής απόψεως, τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την επί εξωσυμβατικών διαφορών αρμοδιότητά του, όπως αυτή του ανατίθεται από τη Συνθήκη» (σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

60.      Εντούτοις, και στο στοιχείο αυτό θεμελιώνεται η πρώτη αιτίαση κατά της προσεγγίσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, ευλόγως, επεδίωκε, με την ένστασή της περί αναρμοδιότητας και σε εκείνο το στάδιο, στο να αμφισβητήσει το εκ πρώτης όψεως βάσιμο των αξιώσεων των εναγουσών, αλλά μάλλον να ληφθεί δεόντως υπόψη, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ενστάσεώς της, το σαφώς οριοθετημένο συμβατικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν οι αξιώσεις αυτές, έστω και εάν η επιχειρηματολογία της επικεντρωνόταν σε ορισμένες συγκεκριμένες ρήτρες. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να εκληφθεί η επιμονή της στην επίκληση της προπαρατεθείσας αποφάσεως Guigard κατά Επιτροπής.

61.      Αφετέρου, και στο στοιχείο αυτό θεμελιώνεται η δεύτερη αιτίαση κατά της προσεγγίσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο προέβη, όσον αφορά αυτή καθεαυτήν την ένσταση της Επιτροπής και όπως ήδη τονίσθηκε ανωτέρω, σε εξέταση εστιασμένη στο περιεχόμενο της διαφοράς, ήτοι αφορώσα μόνον τις διατάξεις που επικαλέσθηκε η Επιτροπή, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω συμβατικές ρήτρες δεν ήσαν ικανές να δικαιολογήσουν την καταγγελλόμενη συμπεριφορά της Επιτροπής και να απορρίψει τη ρήτρα περί αναρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης. Εντούτοις, ο έλεγχος που εναπέκειτο στο Γενικό Δικαστήριο να διενεργήσει στο πλαίσιο της εκ μέρους του εξετάσεως της ενστάσεως της Επιτροπής περί αναρμοδιότητας δεν μπορούσε να επεκταθεί σε εκείνο το χρονικό σημείο στο βάσιμο των συμβατικών δικαιωμάτων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή.

62.      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως προέβη σε συνολική εξέταση, όπως περιεγράφη ανωτέρω, του συμβατικού πλαισίου της διαφοράς, ως όφειλε, προκειμένου να προσδιορίσει εάν μπορούσε ευλόγως να καταλήξει με επαρκή βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η διαφορά ενέπιπτε κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητά του.

63.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι Γενικό Δικαστήριο πλανήθηκε διττώς περί το δίκαιο κατά την εξέταση των συμβατικών σχέσεων που συνήφθησαν μεταξύ της Επιτροπής και των διαφόρων εταιριών του ομίλου Systran οι οποίες ανέπτυξαν ή συνέβαλαν στην ανάπτυξη των διαφόρων εκδόσεων του λογισμικού Systran διαχρονικώς και ότι, επομένως, εσφαλμένως έκρινε ότι ήταν αρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή προς αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε στη Systran από τη συμπεριφορά της Επιτροπής.

64.      Συνεπώς, και χωρίς να παρίσταται στο παρόν στάδιο ανάγκη εξετάσεως των λοιπών αιτιάσεων που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο εν λόγω λόγος αναιρέσεώς πρέπει να γίνει δεκτός και, επομένως, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 Ε –      Το Δικαστήριο είναι σε θέση να αποφανθεί επί της ενστάσεως περί αναρμοδιότητας

65.      Απομένει να εξετασθεί η συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην προτεινόμενη αναίρεση και, ειδικότερα, να προσδιορισθεί εάν το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει την υπόθεση και να αποφανθεί οριστικά επί της ενστάσεως αναρμοδιότητας που προέβαλε η Επιτροπή πρωτοδίκως ή εάν πρέπει, αντιθέτως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να αποφανθεί εκείνο οριστικά επί της ενστάσεως αναρμοδιότητας.

66.      Από το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, όταν αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για να την κρίνει εκείνο.

67.      Φρονώ ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικά επί της ενστάσεως αναρμοδιότητας που προέβαλε η Επιτροπή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (20).

68.      Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες παρατηρήσεις, η διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και των Systran και Systran Luxembourg εντάσσεται στο πλαίσιο διενέξεως η οποία αφορά κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο των αντίστοιχων επί του λογισμικού EC-Systran Unix δικαιωμάτων τους. Δεδομένου ότι το εν λόγω λογισμικό αποτελεί καρπό μακράς συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία υλοποιήθηκε νομικώς βάσει διαδοχικών συμβάσεων από κοινού αναπτύξεως του λογισμικού αυτού, συντηρήσεως και μεταβάσεως, οι οποίες περιέχουν ιδίως ρήτρες περί χορηγήσεως αδειών εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, καθίσταται σαφές ότι η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε στο πλαίσιο σαφώς οριοθετημένου συμβατικού πλαισίου.

69.      Εξάλλου, πρέπει εν προκειμένω να τονισθεί ότι οι διάφορες συμβάσεις που συνήφθησαν όχι μόνον ουδόλως περιέχουν ρήτρα διαιτησίας υπέρ του δικαστή της Ένωσης, αλλά αντιθέτως περιλαμβάνουν ρήτρες οι οποίες υπάγουν οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των μερών στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων ορισμένου κράτους μέλους (συμβάσεις μεταβάσεως) ή σε διαιτησία (συμβάσεις συνεργασίας) και καθορίζουν το εφαρμοστέο στις συμβάσεις αυτές δίκαιο (21).

70.      Η ύπαρξη του εν λόγω συμβατικού πλαισίου, το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ήδη σε μεγάλο βαθμό από τα προεκτεθέντα, επιτρέπει, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί εκτενέστερη και διεξοδικότερη ανάλυση του πλαισίου αυτού, να συναχθεί με επαρκή βεβαιότητα ότι, λαμβανομένου υπόψη του αιτήματος αποζημιώσεως και των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, δεν είναι ευλόγως δυνατή η επίλυση της διαφοράς χωρίς να προηγηθεί διεξοδικός έλεγχος των διαφόρων συμβάσεων (22) υπό το πρίσμα του δικαίου που τις διέπει (23).

71.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί της ενστάσεως αναρμοδιότητας της Επιτροπής, κρίνοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ότι στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει, βάσει των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τη διαφορά που υποβλήθηκε στην κρίση του και να καλέσει τους διαδίκους να προσφύγουν ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων που ορίσθηκαν βάσει κοινής συμφωνίας τους, προκειμένου να καθορίσουν, κατ’ εφαρμογήν του εφαρμοστέου στις συμβάσεις δικαίου και στον βαθμό που αυτό είναι λυσιτελές, το περιεχόμενο των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους και να αποφανθούν ως προς την ύπαρξη τυχόν συμβατικών παραβάσεων και την ενδεχόμενη ευθύνη της Ένωσης εκ συμβάσεως.

72.      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται γενικώς ότι η εκτίμηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων της διαφοράς προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένη και λεπτομερή εξέταση της φύσεως, του αντικειμένου και του σκοπού των διαφόρων επίμαχων συμβάσεων και των βασικών όρων που έχουν συμφωνηθεί συμβατικώς, υπό το πρίσμα τόσο του εφαρμοστέου στις εν λόγω συμβάσεις δικαίου όσο και των συναλλακτικών ηθών (24), λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων και ιδίως της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, καθώς και των υποχρεώσεων πίστης, συνέσεως και συνεργασίας που υπέχουν οι συμβαλλόμενοι (25).

73.      Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της διαφοράς ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, ουδόλως θίγεται η αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να διατάξει ενδεχομένως την αποκατάσταση των ζημιών οι οποίες μπορεί τελικώς να οφείλονται όχι σε συμβατική παράβαση, αλλά σε συμπεριφορά η οποία συνιστά αδικοπραξία, κατ’ εφαρμογήν των γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών.

VI – Επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως

74.      Όπως προελέχθη, η ανάλυση που ακολουθεί πραγματοποιείται μόνον επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής. Θα εξετάσω αρχικώς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως της Επιτροπής, ο οποίος αντλείται από παράβαση των κανόνων περί αποδείξεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας (υπό Α), και στη συνέχεια τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, στο πλαίσιο του οποίου το εν λόγω θεσμικό όργανο αμφισβητεί την ύπαρξη των δικαιωμάτων του δημιουργού που διεκδικούν οι ενάγουσες (υπό Β). Ακολούθως, θα εξετάσω (υπό Γ) τους επί μέρους λόγους αναιρέσεως και τις επί μέρους αιτιάσεις που βάλλουν κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τις διάφορες προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, ήτοι τον παράνομο χαρακτήρα της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς (υπό 1), την ύπαρξη των προβαλλόμενων ζημιών (υπό 2), την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οικείας συμπεριφοράς και των εν λόγω ζημιών (υπό 3) και, εν τέλει, την εκτίμηση των ζημιών αυτών (υπό 4).

 Α –      Επί της παραβάσεως των κανόνων περί αποδείξεως και της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Επιτροπής (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)

75.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τους κανόνες περί αποδείξεως και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, καθόσον έκρινε ότι η έκθεση Golvers και η βεβαίωση Gosselies υποβλήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και, επομένως, απαραδέκτως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (σκέψεις 252 και 253 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

76.      Σύμφωνα με τα άρθρα 44, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, και 46, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, απόκειται στον προσφεύγοντα και τον καθού να παραθέσουν τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως, αντιστοίχως.

77.      Οι εν λόγω διατάξεις, οι οποίες αντιστοιχούν στα άρθρα 120, στοιχείο ε΄, και 124, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου καθορίζουν επομένως σε ποιο στάδιο της διαδικασίας πρέπει κατά κανόνα να προσκομισθούν τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα (26). Θεσπισθείσες χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και με πλήρη σεβασμό των αρχών της κατ’ αντιμωλίαν δίκης και της ίσης μεταχειρίσεως, αποτελούν έκφραση των επιταγών της δίκαιης δίκης και, ειδικότερα, της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας (27).

78.      Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 128, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, οι διάδικοι μπορούν προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους να προτείνουν αποδεικτικά μέσα με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των εν λόγω αποδεικτικών μέσων.

79.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καθόσον εισάγει εξαίρεση από τους κανόνες που διέπουν την πρόταση αποδεικτικών μέσων, το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου επιβάλλει στους διαδίκους να αιτιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων (28), υποχρέωση η οποία συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει την εξουσία να ελέγχει το βάσιμο της αιτιολογίας της καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών στοιχείων και, αναλόγως της περιπτώσεως, το περιεχόμενο της προτάσεως αυτής, καθώς και, σε περίπτωση που το αίτημα δεν κρίνεται επαρκώς βάσιμο από νομικής απόψεως, την εξουσία να μην τη λαμβάνει υπόψη (29).

80.      Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, η έκθεση Golvers και η βεβαίωση Gosselies προσκομίσθηκαν όντως με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (30), πολύ μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

81.      Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή προσκόμισε την έκθεση Golvers και τη βεβαίωση Gosselies σε απάντηση της τρίτης σειράς ερωτήσεων που υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο στους διαδίκους επί των στοιχείων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της ζημίας. Εντούτοις, το δικόγραφο της αγωγής κατατέθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2007 και το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε την πρώτη σειρά ερωτήσεων την 1η Δεκεμβρίου 2008 και, ακολούθως, τη δεύτερη σειρά ερωτήσεων αμέσως κατά την έναρξη της προφορικής διαδικασίας. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση έλαβε χώρα στις 27 Οκτωβρίου 2009 και στη συνέχεια το Γενικό Δικαστήριο, με διάταξη της 26ης Μαρτίου 2010, διέταξε την επανέναρξη της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν στην επίμαχη τρίτη σειρά ερωτήσεων.

82.      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ρητώς ότι η εν λόγω καθυστέρηση στερούνταν παντελώς αιτιολογίας. Εντούτοις, επαλλήλως περισσού, εξέτασε όλως διεξοδικώς τα εν λόγω έγγραφα (31), στο πλαίσιο εντός του οποίου προτάθηκαν, ήτοι ως στοιχεία τα οποία παρείχαν πληροφορίες σε σχέση με το ζήτημα της εκτιμήσεως της ζημίας.

83.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι αγνόησε την προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής.

84.      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής, αντλούμενος από παράβαση των κανόνων περί αποδείξεως και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, είναι αβάσιμος και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Β –      Επί του καθορισμού του κατόχου των δικαιωμάτων του δημιουργού της Systran (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

85.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου περί του δικαιώματος του δημιουργού οι οποίες απορρέουν από την οδηγία 91/250, μεταξύ άλλων, καθόσον έκρινε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της αρμοδιότητάς του να αποφανθεί επί διαφοράς αποζημιώσεως (σκέψεις 70 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), ότι οι ενάγουσες ήσαν κάτοχοι των δικαιωμάτων του δημιουργού τα οποία διεκδικούσαν.

86.      Η Επιτροπή επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250 ορίζει ότι δημιουργός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι το φυσικό πρόσωπο ή ομάδα φυσικών προσώπων που έχει δημιουργήσει το πρόγραμμα. Καίτοι υπενθυμίζει ότι ο κανόνας αυτός συνοδεύεται από εξαιρέσεις όσον αφορά τα συλλογικά έργα ή τη δημιουργία προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από υπάλληλο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εντούτοις υποστηρίζει ότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν προβλήθηκαν από τις ενάγουσες ούτε εξετάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

87.      Στη συνέχεια, η Επιτροπή επικρίνει τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε τον κανόνα του τεκμηρίου πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος προβλέπεται ιδίως στο άρθρο 5 της οδηγίας 2004/48 (32), κατά τον οποίο το πρόσωπο που ασκεί αγωγή λόγω απομιμήσεως απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποδείξει τα δικαιώματά του, εφόσον αποδεικνύει ότι το όνομά του εμφανίζεται επί του έργου. Συναφώς, επισημαίνει ότι το επίμαχο λογισμικό αποκαλείται EC-Systran Unix, γεγονός που αποδεικνύει ότι η Επιτροπή είναι συνδημιουργός του οικείου λογισμικού με τη Systran, ότι τα δικαιώματα επί του λογισμικού αυτού κατέχονται από κοινού και ότι οιαδήποτε διαφορά σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων αυτών πρέπει να επιλύεται με βάση τη σύμβαση. Το εν λόγω θεσμικό όργανο προσθέτει ότι το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό και ότι έχει αποδείξει ότι κατέχει δικαιώματα χρήσεως του λογισμικού EC-Systran Unix.

88.      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ενάγουσες δεν ήσαν κάτοχοι των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που διεκδικούσαν επί της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran, επικυρώνοντας την επιχειρηματολογία των εναγουσών κατά την οποία από τις γενικές αρχές που απορρέουν από τη Σύμβαση της Βέρνης και από τις οδηγίες 91/250 και 2004/48 προκύπτει ότι η ιδιότητα του δημιουργού ανήκει, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, σε εκείνον ή εκείνους υπό την επωνυμία των οποίων διατίθεται στην κυκλοφορία το πρόγραμμα του υπολογιστή (σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

89.      Διαπιστώνεται ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμιμο τεκμήριο που προβλέπεται στο άρθρο 15 της Συμβάσεως της Βέρνης και στο άρθρο 5 της οδηγίας 2004/48, κατά το οποίο, για τους σκοπούς της εφαρμογής των μέτρων, των διαδικασιών και των μέσων επανορθώσεως που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία, για να θεωρείται ο δημιουργός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου ως δημιουργός, και για να έχει κατά συνέπεια το δικαίωμα προσφυγής κατά των παραβατών, αρκεί να εμφανίζεται το όνομά του επί του έργου κατά τον συνήθη τρόπο.

90.      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον εφάρμοσε το τεκμήριο του δημιουργού επί του λογισμικού EC-Systran Unix, οπότε το οικείο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

91.      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν οι ενάγουσες, και ειδικότερα σύμφωνα με συγκεκριμένη νομική γνωμοδότηση, η ιδιότητα του κατόχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην περίπτωση εταιρίας έχει καθιερωθεί από τη γαλλική και τη βελγική νομολογία, επισήμανε δε ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αντικρούσει τη γνωμοδότηση αυτή.

92.      Η εν λόγω διαπίστωση εντάσσεται, ασφαλώς, στο πλαίσιο της εξετάσεως της ουσίας της διαφοράς και όχι στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της αγωγής και των αναπτύξεων που αφορούν ειδικώς το τεκμήριο κατοχής των δικαιωμάτων της Systran. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η ως άνω διαπίστωση συνεκτιμήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναλύσεως σχετικά με τα δικαιώματα που κατέχουν οι ενάγουσες επί της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran, χωρίς να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αναφέρθηκε στις διατάξεις της οδηγίας 91/250 των οποίων έγινε επίκληση.

93.      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Γ –      Επί της εκτιμήσεως από το Γενικό Δικαστήριο της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (τέταρτος έως όγδοος λόγος αναιρέσεως)

94.      Στο πλαίσιο των λοιπών λόγων αναιρέσεως που προβάλλει, η Επιτροπή αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις τρεις προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης οι οποίες συνίστανται στον παράνομο ή υπαίτιο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της (τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος αναιρέσεως), στην ύπαρξη οιασδήποτε ζημίας, καθώς και στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της καταγγελλόμενης παρανομίας και των προβαλλόμενων ζημιών (έβδομος λόγος αναιρέσεως). Εν τέλει, η Επιτροπή επικρίνει την εκτίμηση των προβαλλόμενων ζημιών (όγδοος λόγος αναιρέσεως). Ως εκ τούτου, οι διάφοροι αυτοί λόγοι αναιρέσεως θα εξετασθούν με τη σειρά αυτή, ενώ διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή προέβαλε τυπικώς την έλλειψη ζημίας το πρώτον στο πλαίσιο του ογδόου λόγου αναιρέσεως.

1.      Επί του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς (τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος αναιρέσεως)

 α)     Συνοπτική έκθεση των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

95.      Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 200 έως 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ολοκλήρωσε την ανάλυσή του όσον αφορά τη φερόμενη παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής καταλήγοντας ότι, «αναγνωρίζοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να πραγματοποιήσει εργασίες που θα είχαν κατ’ ανάγκην ως συνέπεια την τροποποίηση των στοιχείων της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran τα οποία περιέχονται και στην έκδοση EC-Systran Unix, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως την άδεια του ομίλου Systran, η Επιτροπή προέβη σε παράνομη πράξη υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων συναφώς γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών», πράξη η οποία αποτελεί «κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνογνωσίας του ομίλου Systran επί της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran» (σκέψη 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

96.      Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα κατόπιν εξετάσεως η οποία διεξήχθη σε τρία στάδια. Κατ’ αρχάς, εξέτασε εάν οι ενάγουσες μπορούσαν να επικαλεσθούν, υπό το πρίσμα των γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, το δικαίωμα να αντιταχθούν στην εκ μέρους της Επιτροπής ανάθεση σε τρίτον χωρίς την άδειά τους εργασιών σχετικών με ορισμένες πτυχές της εκδόσεως EC-Systran Unix (σκέψεις 204 έως 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, έλεγξε το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο οι διάφορες συμβάσεις που είχε συνάψει από το 1975 και εντεύθεν της παρείχαν την άδεια να αναθέσει σε τρίτον τις εργασίες που προσδιορίζονταν στην επίδικη δημόσια σύμβαση (σκέψεις 216 έως 227 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εν τέλει, ανέλυσε το περιεχόμενο των εργασιών που αναφέρονταν στην πρόσκληση προς υποβολή προσφορών, προκειμένου να διαπιστώσει εάν μπορούσαν να επιφέρουν την τροποποίηση ή τη διάδοση στοιχείων ή πληροφοριών που προστατεύονταν από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας και την τεχνογνωσία των εναγουσών (σκέψεις 228 έως 260 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 β)     Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Επιτροπής

97.      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ότι η συμπεριφορά της δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παράνομη ή υπαίτια. Ο εν λόγω λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε δυο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και το δεύτερο την τεχνογνωσία.

98.      Αφενός, η εκ μέρους της ίδιας ή τρίτου τροποποίηση των συστατικών μερών του λογισμικού EC-Systran Unix δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απομίμηση (πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον (πρώτη αιτίαση), παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία καθόσον άντλησε από την ουσιώδη ομοιότητα που υφίσταται μεταξύ των λογισμικών Systran Unix και EC-Systran Unix το συμπέρασμα ότι οι ενάγουσες μπορούσαν να επικαλεσθούν τα δικαιώματα που κατείχαν επί του λογισμικού Systran Unix προκειμένου να αντιταχθούν στη γνωστοποίηση σε τρίτον, χωρίς την άδειά τους, της εκδόσεως EC-Systran Unix (σκέψεις 143, 147 και 212 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) (33). Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, δεύτερον (δεύτερη αιτίαση), σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, διαπιστώνοντας την ύπαρξη προσβολής δι’ απομιμήσεως, δεδομένου ότι από τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν τροποποιήθηκε ο πυρήνας της εκδόσεως EC-Systran Unix του λογισμικού, επί της οποίας η Επιτροπή διαθέτει μη επιδεχόμενα αμφισβητήσεως δικαιώματα βάσει συμβάσεων μεταβάσεως, και όχι ο πυρήνας της εκδόσεως Systran Unix.

99.      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι, με την ανάθεση δυο ενοτήτων εργασιών της επίδικης δημόσιας συμβάσεως στην εταιρία Gosselies και τη συνακόλουθη κοινοποίηση στην εταιρία αυτή πληροφοριών που αφορούσαν το λογισμικό Systran Unix, η Επιτροπή προέβη σε παράνομη διάδοση της τεχνογνωσίας της Systran (δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως).

100. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, ότι η εν λόγω συμπεριφορά δεν συνιστά, εν πάση περιπτώσει, «κατάφωρη» προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνογνωσίας της Systran, κατά την έννοια της αποφάσεως της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (34), καθόσον, αφενός, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασύγγνωστη και, αφετέρου, ο παραβιαζόμενος κανόνας δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις (35). Το εν λόγω θεσμικό όργανο προσθέτει ότι, για την εκτίμηση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου διαπράχθηκαν οι προβαλλόμενες παραβιάσεις, ήτοι η λειτουργία της γενικής διευθύνσεως της Επιτροπής που είναι αρμόδια για τη μετάφραση όλων των επίσημων εγγράφων του εν λόγω θεσμικού οργάνου η οποία υπηρετεί επιτακτικό δημόσιο συμφέρον (36).

101. Εν τέλει, τρίτον, η Επιτροπή προβάλλει, στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, δυο αιτιάσεις αντλούμενες από τις εξαιρέσεις από το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού οι οποίες προβλέπονται στην οδηγία 91/250. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει για ποιους λόγους μπορούσε να επικαλεσθεί την εξαίρεση που εισάγει ο νόμος από τις πράξεις που υπόκεινται σε περιορισμό, προκειμένου να αναθέσει σε τρίτον τις προβλεπόμενες από την επίδικη δημόσια σύμβαση εργασίες. Αφενός, η εν λόγω οδηγία δεν απαγορεύει να πραγματοποιούνται από τρίτους οι εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο της 5, παράγραφος 1. Αφετέρου, η κατά νόμον εξαίρεση καλύπτει τις εργασίες που αφορούν την προσαρμογή ενός προγράμματος σε νέο λειτουργικό σύστημα, εργασίες οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών της 4ης Οκτωβρίου 2003. Εξάλλου, μολονότι η Επιτροπή επικαλέσθηκε επίσης την εξαίρεση περί αντίστροφης μεταγλωττίσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 91/250, στο πλαίσιο των απαντήσεών της στη δεύτερη σειρά ερωτήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο δεν αποφάνθηκε επί του σημείου αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

 γ)     Εκτίμηση

102. Δεδομένου ότι η Επιτροπή, χωρίς να ακολουθεί την τριών σταδίων ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, αμφισβητεί τόσο οποιαδήποτε προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δι’ απομιμήσεως (υπό i) –και, στο πλαίσιο αυτό, επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία της οδηγίας 91/250 (υπό ii)– όσο και οιαδήποτε διάδοση της τεχνογνωσίας της Systran (υπό iii), υποστηρίζοντας συγχρόνως ότι οι σχετικές παραβάσεις, ακόμη και εάν αποδεικνύονταν, δεν θα ήταν εν πάση περιπτώσει «κατάφωρες» (υπό iv), θα εξετάσω τα τέσσερα αυτά σημεία διαδοχικώς, με δεδομένο ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι λόγοι που διέλαβε το Γενικό Δικαστήριο στην εκτίμησή του όσον αφορά τις ενστάσεις απαράδεκτου, καθόσον, αφενός, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στην εν λόγω ανάλυση με τις επί της ουσίας εκτιμήσεις της αποφάσεώς του (37), και, αφετέρου, η Επιτροπή προβάλλει τυπικώς, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεώς της, αιτίαση η οποία αφορά τις εν λόγω εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

i)      Επί της προσβολής του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας δι’ απομιμήσεως (πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως)

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

103. Η δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει κατ’ αρχάς να απορριφθεί ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος.

104. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας στην ανάλυσή του σχετικά με τη θεμελίωση της αρμοδιότητάς του, η οποία περιέχεται στις σκέψεις 68 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ο όμιλος Systran δικαιούται να προβάλλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran, την οποία ανέπτυξε και διαθέτει στο εμπόριο υπό την επωνυμία της, χωρίς να χρειάζεται να προσκομίσει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία» (σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, επισήμανε ότι «[η] συζήτηση […] δεν αφορά την έκδοση EC-Systran Unix, αλλά τα δικαιώματα που μπορούν να επικαλεστούν οι ενάγουσες στην περίπτωση εργασιών που αφορούν την έκδοση EC-Systran Unix, δυνάμει των δικαιωμάτων που κατέχουν επί της προηγούμενης πρωτότυπης εκδόσεως Systran Unix» (σκέψη 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

105. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε με ιδιαίτερη σαφήνεια ότι η προσβολή των δικαιωμάτων που κατέχουν οι ενάγουσες επί της εκδόσεως Systran Unix οφείλεται στην τροποποίηση της εκδόσεως EC-Systran Unix (σκέψη 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

106. Εξάλλου, η ως άνω ουσιαστική διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου συνάδει απολύτως με την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού, στις σκέψεις 137 έως 147 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν της οποίας το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγουσες απέδειξαν επαρκώς ότι υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ της εκδόσεως Systran Unix και της εκδόσεως EC-Systran Unix και ότι ήσαν, επομένως, σε θέση επικαλεστούν τα δικαιώματα που κατέχουν επί της εκδόσεως Systran Unix προκειμένου να αντιταχθούν στη γνωστοποίηση σε τρίτον, χωρίς την άδειά τους, της παράγωγης εκδόσεως EC-Systran Unix.

107. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή ότι παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά αρνούμενο να διαπιστώσει ότι τροποποιήθηκε η έκδοση EC-Systran Unix.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

108. Η πρώτη αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως εγείρει ζήτημα παραδεκτού. Η Επιτροπή υποστηρίζει, το επαναλαμβάνω, ότι τα νομικά συμπεράσματα που αντλεί το Γενικό Δικαστήριο από την ουσιώδη ομοιότητα μεταξύ των εκδόσεων Systran Unix και EC-Systran Unix του λογισμικού Systran συνιστούν παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, προβάλλοντας τρία επιχειρήματα.

109. Η Επιτροπή επισημαίνει, πρώτον, ότι, καθόσον δεν είχε στην κατοχή της την έκδοση Systran Unix, δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσει την προβαλλόμενη ουσιώδη ομοιότητα μεταξύ των εκδόσεων EC-Systran Unix και Systran Unix. Δεύτερον, τονίζει ότι η ομοιότητα αυτή, ακόμη και εάν αποδειχθεί, οφείλεται στο ότι τα συστήματα Systran Unix και EC-Systran Unix αποτελούν αμφότερα εξέλιξη του ιδίου συστήματος, συγκεκριμένα του συστήματος EC-Systran Mainframe, καθώς και στο ότι η Επιτροπή ανέθεσε στη Systran την προσαρμογή της εκδόσεως EC-Systran Mainframe σε περιβάλλον Unix, παραπέμπει δε, συναφώς, στην έκθεση Golvers. Εν τέλει, τρίτον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η ύπαρξη παράνομης πράξεως ή προσβολής δι’ απομιμήσεως αποκλείεται, αφενός, βάσει των δικαιωμάτων που θεωρεί ότι κατέχει δυνάμει των διαφόρων συμβάσεων που συνήψε διαδοχικώς από το 1975 και εντεύθεν, επιχείρημα το οποίο ανέπτυξε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται η αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, και, αφετέρου, βάσει των εξαιρέσεων από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού τις οποίες επικαλείται στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως.

110. Τα δύο πρώτα επιχειρήματα της Επιτροπής είναι απαράδεκτα, καθόσον στηρίζονται σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να συνοδεύονται από οιαδήποτε διευκρίνιση σχετικά με την ανακρίβεια του περιεχομένου των πραγματικών διαπιστώσεων και την παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων της οποίας φέρεται ότι πάσχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

111. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οποία η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνον αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός εάν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει συναφώς το Γενικό Δικαστήριο (38).

112. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία προσκομίσθηκαν νομότυπα και εφόσον τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (39). Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων αυτών (40).

113. Εν πάση περιπτώσει, η επίκληση της εκθέσεως Golvers, όπως προεκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ορθώς κρίθηκε απαράδεκτη από το Γενικό Δικαστήριο, οπότε το Δικαστήριο δεν μπορεί να τη λάβει υπόψη, έστω και εάν αυτή επιτρέπει να διαπιστωθεί η παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε ήδη, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προβάλει ότι ουδέποτε κατείχε τους πρωτογενείς κώδικες της εκδόσεως Systran Unix (σκέψη 197 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), επιχείρημα επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο πλαίσιο της ως εκ περισσού εξετάσεως της εν λόγω εκθέσεως Golvers, χωρίς η Επιτροπή να αμφισβητήσει ειδικώς την εκτίμηση αυτή.

114. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, βάσει των διατάξεων του άρθρου 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή. Δεν πληροί τον όρο αυτόν αίτηση αναιρέσεως που περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά λέξη παράθεση των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονταν σε περιστατικά τα οποία ρητώς απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά, στην πραγματικότητα, αίτηση απλής επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία, κατά το προαναφερθέν άρθρο 49 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (41).

115. Το τρίτο επιχείρημα χρήζει ιδιαίτερα προσεκτικής εξετάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προβάλλει τυπικώς ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη αποφαινόμενο ότι ούτε οι προβαλλόμενες συμβάσεις ούτε οι εξαιρέσεις από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού δύνανται να αποτρέψουν τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της Επιτροπής ως παράνομης ή υπαίτιας.

116. Δεδομένου ότι το κατά πόσον οι εξαιρέσεις από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού ασκούν επιρροή στη προκειμένη περίπτωση αποτελεί το κύριο αντικείμενο του έκτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, το ζήτημα αυτό θα εξετασθεί κατωτέρω.

117. Το επιχείρημα που αντλείται από τις συμβάσεις θα μπορούσε να ληφθεί υπό την έννοια ότι θέτει κατ’ ουσίαν υπό αμφισβήτηση τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούσαν υπαίτια ή παράνομη πράξη, νομικό ζήτημα δυνάμενο να αποτελέσει το αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως θα μπορούσε ειδικότερα να θεωρηθεί, συμφώνως προς την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως στο σημείο 29 των ανά χείρας προτάσεων, ότι βάλλει όχι κατά της παραμορφώσεως σαφών και συγκεκριμένων συμβατικών όρων, αλλά κατά της συνολικής παραμορφώσεως των προβαλλόμενων συμβάσεων. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε επομένως να εκτιμηθεί όχι η παραμόρφωση οιουδήποτε πραγματικού περιστατικού, αλλά η παραμόρφωση ορισμένης πράξεως ή ομάδας πράξεων, εν προκειμένω των επίμαχων συμβάσεων, και ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός που κατ’ ανάγκην απορρέει από την παραμόρφωση αυτή.

118. Εντούτοις, στο μέτρο που η Επιτροπή περιορίστηκε στο να καταγγείλει την παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, παραπέμποντας στις διάφορες προβαλλόμενες συμβάσεις, χωρίς να παράσχει οιαδήποτε διευκρίνιση ή επεξήγηση συναφώς, και καθόσον δεν επικαλέσθηκε ρητώς την παραμόρφωση των εν λόγω συμβάσεων ούτε και το τεκμήριο νομιμότητας των εγγράφων, φρονώ ότι η αιτίαση αυτή πρέπει επίσης να απορριφθεί. Συναφώς, επισημαίνεται ιδίως ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε αναγκαίο να αμφισβητήσει τυπικώς, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 221 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη «φιλοσοφία» των συμβάσεων παραγγελίας τις οποίες η Επιτροπή επικαλέσθηκε πρωτοδίκως.

119. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο στο σύνολό του.

120. Δεδομένου ότι το κατά πόσον οι εξαιρέσεις από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/250 ασκούν επιρροή εν προκειμένω, ζήτημα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του έκτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει ευλόγως να εξετασθεί σε συνέχεια των όσων προεκτέθηκαν, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με τη διάδοση της τεχνογνωσίας, θα αναλυθεί το πρώτον κατόπιν της εξετάσεως αυτής.

ii)    Επί της λυσιτέλειας των εξαιρέσεων από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού που προβλέπονται στην οδηγία 91/250 (έκτος λόγος αναιρέσεως)

121. Στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250 και η δεύτερη το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως

122. Με την πρώτη αιτίαση που προέβαλε στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250 καθόσον έκρινε ότι η κατά νόμον εξαίρεση από τις πράξεις για τις οποίες απαιτείται άδεια του κατόχου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή καλύπτει μόνον τις εργασίες που πραγματοποιούνται από τον νόμιμο αγοραστή του εν λόγω προγράμματος και όχι τις εργασίες που αναθέτει ο αγοραστής αυτός σε τρίτους (σκέψη 225 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

123. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250 ορίζει ότι, με την επιφύλαξη ειδικών συμβατικών διατάξεων, οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4, στοιχεία α΄ και β΄, της εν λόγω οδηγίας, στις οποίες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η «μετάφραση, προσαρμογή, διαρρύθμιση ή οποιαδήποτε άλλη μετατροπή του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και αναπαραγωγή των αποτελεσμάτων του», δεν υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης σφαλμάτων.

124. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα εάν, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η εξαίρεση από τις πράξεις που εμπίπτουν στο αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού έχει εφαρμογή στις εργασίες προσαρμογής τις οποίες αναθέτει ο νόμιμος αγοραστής προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή σε κάποιον τρίτο, καλείται εν προκειμένω να αποφανθεί ως προς το ζήτημα αυτό (42).

125. Συναφώς, από την εικοστή και την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/250 προκύπτει ότι ένας από τους σκοπούς της εξαιρέσεως αυτής είναι να επιτραπεί η διαλειτουργικότητα ενός ανεξάρτητα δημιουργηθέντος προγράμματος με άλλα προγράμματα ή η διασύνδεση όλων των στοιχείων ενός συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από διαφορετικούς κατασκευαστές, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν από κοινού. Η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι οι πράξεις αναπαραγωγής και μεταφράσεως που προβλέπονται στο άρθρο 4, στοιχεία α΄ και β΄, της εν λόγω οδηγίας μπορούν να διενεργούνται εκ μέρους ή εξ ονόματος προσώπου που έχει δικαίωμα χρήσεως αντιγράφου του προγράμματος.

126. Συνεπώς, έστω και εάν οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 91/250 πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, στον βαθμό που προβλέπουν εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή να πραγματοποιεί ή να παρέχει άδεια για ορισμένες πράξεις, εντούτοις είναι εμφανώς δυσχερές να γίνει δεκτό ότι η οδηγία αποκλείει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα οι εργασίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω άρθρων να πραγματοποιούνται από τρίτους εξ ονόματος του προσώπου που έχει το δικαίωμα χορηγήσεως άδειας.

127. Επομένως, φρονώ ότι η πρώτη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμη, οπότε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να πρέπει, επίσης, να αναιρεθεί εξ αυτού μόνον του λόγου, μολονότι αυτός αποτελεί απλώς παρεπόμενο στοιχείο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου.

128. Πρέπει, συναφώς, να προστεθεί ότι, καίτοι η Επιτροπή επικαλέσθηκε λυσιτελείς διατάξεις του βελγικού και λουξεμβουργιανού δικαίου (σκέψη 224 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματά της βάσει της ερμηνείας του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250 (σκέψη 225 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), αφού προηγουμένως έκρινε ότι ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς της Επιτροπής έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των γενικών αρχών που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών (σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

129. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στην περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τον λόγο αυτό και μόνο, η υπόθεση θα πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να εξετάσει εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω εξαιρέσεως και, ειδικότερα, εάν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσαρμογή προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή σε νέο λειτουργικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως αυτής και εάν οι εργασίες οι οποίες περιγράφονταν στην επίδικη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών και πραγματοποιήθηκαν από την Gosselies, ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250, αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του εν λόγω προγράμματος.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως

130. Η δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή, η οποία αντλείται από τη μη εξέταση της εξαιρέσεως της αντίστροφης μεταγλωττίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 91/250, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη. Καίτοι είναι αληθές ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναλύεται η εξαίρεση της αντίστροφης μεταγλωττίσεως που προβάλλει η Επιτροπή, εντούτοις δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του ή ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί ορισμένου σημείου ή ακόμη ότι αποφάνθηκε infra petita.

131. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, όπως η ίδια επισημαίνει στο δικόγραφο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, προέβαλε την εξαίρεση της αντίστροφης μεταγλωττίσεως το πρώτον με την απάντησή της στη δεύτερη σειρά ερωτήσεων που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο. Ούτε στο υπόμνημα αντικρούσεως ούτε στο υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναφέρεται η εν λόγω εξαίρεση ή οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250 στην οποία προβλέπεται η εξαίρεση αυτή. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που αντλείται από την εξαίρεση της αντίστροφης μεταγλωττίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο άμυνας στο οποίο πρέπει να δοθεί ρητή απάντηση από το Γενικό Δικαστήριο, διότι άλλως η απόφασή του είναι αναιρετέα.

iii) Επί της διαδόσεως της τεχνογνωσίας (δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως)

132. Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεώς της, η Επιτροπή αιτιάται επίσης το Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι, καθόσον ανέθεσε τη σύμβαση που αναφερόταν στην πρόσκληση προς υποβολή προσφορών της 4ης Οκτωβρίου 2003 στην εταιρία Gosselies, γνωστοποίησε παρανόμως την τεχνογνωσία της Systran, βάλλοντας κατά της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου τόσο επί του παραδεκτού της σχετικής αιτιάσεως, στις σκέψεις 78 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσο και επί της ουσίας της αποφάσεως αυτής, στη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αυτής. Αφενός, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 339 ΣΛΕΕ δεν πληρούνται εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 1985, 145/83, Adams κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3539). Αφετέρου, ούτε οι ενάγουσες ούτε το Γενικό Δικαστήριο επικαλέσθηκαν συγκεκριμένο κανόνα δικαίου ή άλλη γενική αρχή που να κατοχυρώνει την προστασία της τεχνογνωσίας, οπότε το σχετικό αίτημα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

133. Επ’ αυτού, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο όντως έκρινε, κατόπιν αιτήματος των εναγουσών (43), ότι η Επιτροπή διέδωσε παρανόμως την τεχνογνωσία της Systran (44). Ειδικότερα, κατέληξε, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν ελέγχου των δικαιωμάτων που επικαλέσθηκαν οι ενάγουσες, ότι ο όμιλος Systran είχε δικαίωμα να επικαλεσθεί την προστασία, δυνάμει της τεχνογνωσίας, των απόρρητων τεχνικών πληροφοριών που αφορούσαν την έκδοση Systran Unix του λογισμικού Systran (45), παραπέμποντας, συναφώς, στην ανάλυση που εκτέθηκε στις σκέψεις 78 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως.

134. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μία τεχνική πληροφορία η οποία εμπίπτει στο επιχειρηματικό απόρρητο μιας επιχειρήσεως και κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή για συγκεκριμένους σκοπούς δεν μπορεί να κοινοποιηθεί σε τρίτον για άλλους σκοπούς χωρίς την άδεια της εν λόγω επιχειρήσεως (σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

135. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα, λαμβάνοντας, κατ’ αρχάς, υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, αφενός, η υποχρέωση εχεμύθειας που επιβάλλει στην Επιτροπή και στο προσωπικό της το άρθρο 339 ΣΛΕΕ αποτελεί γενική αρχή δικαίου και, αφετέρου, η εν λόγω διάταξη αποτελεί έκφραση της γενικής αρχής δυνάμει της οποίας οι επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα στην προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου. Υπενθύμισε, επίσης, τις διατάξεις του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο διασφαλίζει την τήρηση των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Στη συνέχεια, προσδιόρισε την έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου, καθώς και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 287 ΕΚ.

136. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

iv)    Επί του κατάφωρου χαρακτήρα της παραβάσεως (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)

137. Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, βάσει των κριτηρίων που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου (46), το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι οι προβαλλόμενες παράνομες πράξεις απομιμήσεως και διαδόσεως τεχνογνωσίας συνιστούσαν κατάφωρη παράβαση κατά την έννοια της νομολογίας. Οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση κατάφωρης παραβάσεως, ιδίως δε οι επιταγές που αφορούν τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς και τη σαφήνεια του παραβιασθέντος κανόνα, προδήλως δεν συντρέχουν, ενώ το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον.

138. Το Γενικό Δικαστήριο κατ’ αρχάς υπενθύμισε, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου (47), ότι η προσαπτόμενη σε θεσμικό όργανο παράνομη συμπεριφορά πρέπει να συνίσταται σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες και ότι, όταν το οικείο θεσμικό όργανο δεν διαθέτει παρά αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (48).

139. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του σχετικά με τα δικαιώματα που επικαλέσθηκαν οι ενάγουσες και την παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής (49), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «αναγνωρίζοντας στον εαυτό της το δικαίωμα να πραγματοποιήσει εργασίες που θα είχαν κατ’ ανάγκην ως συνέπεια την τροποποίηση των στοιχείων της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran τα οποία περιέχονται και στην έκδοση EC-Systran Unix, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως την άδεια του ομίλου Systran, η Επιτροπή προέβη σε παράνομη πράξη υπό το πρίσμα των εφαρμοστέων συναφώς γενικών αρχών που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών» και ότι η παράνομη αυτή πράξη αποτελούσε κατάφωρη προσβολή των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνογνωσίας του ομίλου Systran επί της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού Systran (50).

140. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ενάγουσες, η εν λόγω αιτίαση δεν κηρύχθηκε απαράδεκτη για τον λόγο ότι δεν προβλήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η αιτίαση αυτή προβλήθηκε στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς της Επιτροπής και από το ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε διαπράξει καμία παράνομη ή υπαίτια πράξη, ο οποίος, επομένως, έθετε υπό αμφισβήτηση τη συνδρομή ενός εκ των τριών στοιχείων που θεμελιώνουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, την οποία εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή παραδεκτώς προβάλλει αιτίαση η οποία αφορά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επικρίνει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής (51).

141. Εν προκειμένω, οι επικρίσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν επιτρέπουν να συναχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε όντως σε πλάνη περί το δίκαιο συναφώς, έστω και εάν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει ασφαλώς να ελεγχθεί από το Δικαστήριο ως προς το σημείο αυτό.

142. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία βασίσθηκε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι το εάν συντρέχει, εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Όταν το κοινοτικό αυτό όργανο δεν διαθέτει παρά αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (52).

143. Ως εκ τούτου, όπως το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επισημάνει, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να αποδείξει την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου μη προσδιορίζοντας το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει το κοινοτικό όργανο ή, εν πάση περιπτώσει, μη εξηγώντας επαρκώς τους λόγους ή τις περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την άποψη ότι η εν λόγω ανάλυση δεν είναι, κατ’ εξαίρεση, αναγκαία (53).

144. Εντούτοις, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως ούτε εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν αναγκαίο να προβεί στην οικεία ανάλυση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ελεγχθεί από το Δικαστήριο ως προς το σημείο αυτό.

145. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει, πάντως, να αναιρεθεί για τον λόγο αυτό.

146. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επικρίνεται όχι λόγω της κανονιστικής δράσεώς της, και ειδικότερα λόγω των επιζήμιων συνεπειών που απορρέουν από κανονιστική πράξη την οποία εξέδωσε κατά την άσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (54), αλλά λόγω των όρων δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών την οποία συνήψε. Μολονότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης προδήλως διαθέτουν την αναγκαία διακριτική ευχέρεια για να αποφασίσουν τη διεξαγωγή διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, εντούτοις δεν διαθέτουν, αντιθέτως, οιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την τήρηση του δικαίου που υποχρεούνται να εφαρμόσουν στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

147. Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί εάν είναι σκόπιμο το Δικαστήριο να προσδιορίσει (55) καθεστώς εξωσυμβατικής ευθύνης λόγω διοικητικής δράσεως διάφορο του καθεστώτος εξωσυμβατικής ευθύνης λόγω κανονιστικής δράσεως, φρονώ, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, ότι η εκ μέρους θεσμικού οργάνου προσβολή, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημόσιας συμβάσεως, του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή της τεχνογνωσίας φυσικού ή νομικού προσώπου, εφόσον αποδειχθεί, συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που χορηγεί δικαιώματα στους ιδιώτες η οποία είναι ικανή να θεμελιώσει δικαίωμα αποζημιώσεως.

148. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του εάν υφίσταται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως σκοπό την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

149. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.      Επί της υπάρξεως ζημίας

 α)     Συνοπτική έκθεση των εκτιμήσεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

150. Στη σκέψη 291 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, καίτοι η αρχικώς προβληθείσα εκτίμηση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες δεν ήταν επαρκώς ακριβής, εντούτοις δεν μπορούσε να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο όμιλος Systran υπέστη «πραγματική και βεβαία ζημία», η οποία συνίστατο «στην απώλεια της αξίας της τεχνογνωσίας της Systran μετά τη διάδοσή της από την Επιτροπή» (σκέψη 292 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, έκρινε ότι υπήρξε υλική ζημία, συνιστάμενη κυρίως σε τρία στοιχεία, και ηθική βλάβη.

151. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι οι βεβαιώσεις που παρέσχαν οι διανομείς των εναγουσών αποδείκνυαν ότι η στάση της Επιτροπής είχε προκαλέσει ζημία στις εμπορικές δραστηριότητες του ομίλου Systran, ζημία η οποία συνίστατο «στην απώλεια μελλοντικών πελατών και στην περιπλοκή των συζητήσεων με τους νυν πελάτες» (σκέψη 293 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Δεύτερον, οι βεβαιώσεις ή μαρτυρίες που προέρχονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (σκέψη 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) επιτρέπουν να συναχθεί ότι η συμπεριφορά της Systran κατέστη «λιγότερο ελκυστική έναντι των μετόχων της, των επενδυτών της, νυν και μελλοντικών, ή ακόμη και των αγοραστών» (σκέψη 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Τρίτον, από τη βεβαίωση των ελεγκτών της Systran (σκέψη 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) προκύπτει ότι η Systran αναγκάστηκε να προβλέψει ποσό 11,6 εκατομμυρίων ευρώ για την υποτίμηση των αύλων στοιχείων του ενεργητικού της, ήτοι για την απώλεια της αξίας των δικαιωμάτων της πνευματικής ιδιοκτησίας (σκέψη 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

152. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, εξάλλου, ότι, για την κατ’ αποκοπήν εκτίμηση του ποσού της αποζημιώσεως, έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ηθική βλάβη που υπέστη η εταιρία, επισημαίνοντας, συναφώς, ότι, με τη συμπεριφορά της, η Επιτροπή στέρησε τη Systran από τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει από το δημιούργημά της, συμπεριφορά την οποία καθιστά ακόμη σοβαρότερη το γεγονός ότι, ως θεσμικό όργανο, η Επιτροπή έχει θεσπίσει διάφορες διατάξεις για την εναρμόνιση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας οι οποίες δεν τηρήθηκαν στην κρινομένη υπόθεση (σκέψη 324 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 β)     Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Επιτροπής

153. Στο πλαίσιο του ογδόου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος, όπως καταδεικνύεται στη συνέχεια, ουσιαστικά βάλλει κατά του ποσοτικού προσδιορισμού της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγουσες, καθώς και κατά των στοιχείων που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο για την κατ’ αποκοπήν εκτίμηση της ζημίας, η Επιτροπή τυπικώς αμφισβητεί την ύπαρξη υλικής ζημίας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η ανάθεση της επίδικης συμβάσεως στην εταιρία Gosselies ουδόλως συνιστά παράνομη πράξη και ότι, επομένως, δεν ήταν ικανή να προκαλέσει ζημία. Αμφισβητεί, επίσης, ρητώς την ύπαρξη ηθικής βλάβης, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως διέγνωσε ηθική βλάβη χωριστή από την εκτιμηθείσα σε 12 εκατομμύρια ευρώ υλική ζημία.

154. Συνεπώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει τις εν λόγω δύο αιτιάσεις, μολονότι, όπως καταδεικνύεται στη συνέχεια, αυτές μπορούν ευχερώς να αποκρουσθούν.

 γ)     Εκτίμηση

155. Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής δεν παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, όσον αφορά την ύπαρξη της υλικής ζημίας την οποία διέγνωσε το Γενικό Δικαστήριο, ούτε τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν συγκεκριμένα την αίτηση αυτή. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ουδόλως θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη δυσχερειών εμπορικής και οικονομικής φύσεως ούτε την εγγραφή λογιστικής προβλέψεως 11,6 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία έγινε δεκτό από το Γενικό Δικαστήριο ότι αποτελούν συστατικά στοιχεία της προβαλλόμενης από τις ενάγουσες υλικής ζημίας.

156. Συνεπώς, καθόσον η εν λόγω αιτίαση δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου (56), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

157. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σαφώς ότι η ηθική βλάβη που υπέστη η Systran οφειλόταν στο ότι στερήθηκε τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει από το δημιούργημά της. Μολονότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού είναι ασφαλώς πολύ συνοπτική, ή ακόμη ελλιπής, εντούτοις αποτελεί απάντηση στη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία των εναγουσών, η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 272 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

158. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διέγνωσε την εν λόγω ηθική βλάβη.

159. Από την προεκτεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι οι αιτιάσεις με τις οποίες η Επιτροπή αμφισβητεί την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την ίδια την ύπαρξη της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που διαγνώσθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως, εν μέρει, προδήλως απαράδεκτες και, εν μέρει, αβάσιμες, διευκρινίζεται δε ότι οι αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (σκέψεις 301 έως 326 της εν λόγω αποφάσεως) σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της αποζημιώσεως και της χρηματικής ικανοποιήσεως θα εξετασθούν στη συνέχεια, στο πλαίσιο της αναλύσεως του ογδόου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή.

3.      Επί της αιτιώδους συνάφειας (έβδομος λόγος αναιρέσεως)

 α)     Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Επιτροπής

160. Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή, με τον οποίο επικρίνεται η ανάλυση περί της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παράνομων πράξεων που διαπιστώθηκαν και της ζημίας που διαγνώσθηκε, υποδιαιρείται σε δύο σκέλη.

161. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λόγω του ότι προέβη σε εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά και σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων κρίνοντας ότι υπήρχε αρκούντως άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής και της ζημίας που υπέστη η Systran λόγω του ότι υποχρεώθηκε να εγγράψει στον ισολογισμό της, στο τέλος του έτους 2008, μέρος της προβλέψεως ζημίας ύψους 11,6 εκατομμυρίων ευρώ λόγω υποτιμήσεως των αύλων στοιχείων του ενεργητικού της. Η Επιτροπή εκτιμά ομοίως ότι η συμπεριφορά της δεν αποτέλεσε την αιτία της διαταράξεως των εμπορικών σχέσεων της Systran και ότι δεν συνιστούσε σημαντικό εμπόδιο για οιονδήποτε δυνάμενο να ενδιαφερθεί για τη Systran επενδυτή (πρώτη αιτίαση). Επισημαίνει επίσης ότι, καθόσον παρέπεμψε, με τις σκέψεις 324 και 325 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη σκέψη 300 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ηθικής βλάβης που επικαλέσθηκε η Systran και της συμπεριφοράς της Επιτροπής (δεύτερη αιτίαση).

162. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας χωρίς να εξετάσει εάν η Systran κατέβαλε τη δέουσα επιμέλεια ώστε να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της. Συναφώς, επισημαίνει ότι οι ενάγουσες δεν έκαναν χρήση των μέσων παροχής έννομης προστασίας που είχαν στη διάθεσή τους για να εναντιωθούν στην ανάθεση της επίδικης συμβάσεως, εν προκειμένω της προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ή της αγωγής περί παύσεως της προσβολής δι’ απομιμήσεως δυνάμει του βελγικού ή του λουξεμβουργιανού δικαίου.

 β)     Εκτίμηση

163. Κατ’ αρχάς επισημαίνεται ότι η αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, η οποία αντλείται από τη μη εξέταση εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου της ενδεχόμενης διαρρήξεως της αιτιώδους συνάφειας, είναι κατά τη γνώμη μου βάσιμη, οπότε δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι δύο αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του οικείου λόγου αναιρέσεως. Εντούτοις, και σύμφωνα με την προσέγγιση που ακολουθήθηκε μέχρι τώρα στις ανά χείρας προτάσεις, θα εκθέσω ορισμένες σκέψεις συναφώς, προκειμένου να παράσχω στο Δικαστήριο επεξηγήσεις, ως εκ περισσού, επί όλων των νομικών ζητημάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας υποθέσεως.

i)      Επί της διαρρήξεως της αιτιώδους συνάφειας (δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου αναιρέσεως)

164. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και κατά γενική αρχή η οποία είναι κοινή στις έννομες τάξεις των κρατών μελών, ο ζημιωθείς οφείλει, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί ο ίδιος με τη ζημία, να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια για να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της (57).

165. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι το γεγονός ότι Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν αγωγής αποζημιώσεως, δεν εξέτασε εάν ο ζημιωθείς είχε συμβάλει στην επέλευση της ζημίας συνιστά πλάνη περί το δίκαιο (58).

166. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από την ανάλυση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (σκέψεις 291 έως 300) όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης παράνομης πράξεως και της φερόμενης ζημίας δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό.

167. Το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε από τις ενάγουσες, ότι το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας προκειμένου να καλέσει τους διαδίκους να διατυπώσουν την άποψή τους, στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους στην τρίτη σειρά ερωτήσεων (59), ως προς το εάν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, για την εκτίμηση του ποσού της ζημίας, το γεγονός ότι οι ενάγουσες έπραξαν παν ό,τι ήταν σε αυτές δυνατόν προκειμένου να περιορίσουν την έκταση των ζημιών που υπέστησαν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυνάμενο να επανορθώσει την παράλειψη αυτή.

168. Καίτοι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε όντως υπόψη τις ως άνω περιστάσεις κατά την κατ’ αποκοπήν εκτίμηση της ζημίας, εντούτοις, ελλείψει οιασδήποτε αιτιολογήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει συναφώς τον έλεγχό του.

169. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, το οποίο αντλείται από τη μη εξέταση ενδεχόμενης διαρρήξεως της αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να γίνει δεκτό.

170. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και για τον λόγο αυτό και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ώστε να εξετάσει εκείνο το εν λόγω σημείο, καθόσον το Δικαστήριο δεν είναι σε θέσει να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επ’ αυτού.

ii)    Επί της υπάρξεως άμεσης αιτιώδους συνάφειας (πρώτο σκέλος τους εβδόμου λόγου αναιρέσεως)

171. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που αυτό έχει συναγάγει (60).

172. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικότερα ότι, σε υποθέσεις εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, το ζήτημα της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και του γενεσιουργού αυτής γεγονότος, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτής, αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται, κατά συνέπεια, στον έλεγχό του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, λόγος αναιρέσεως που αντλείται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένως την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ παράνομης πράξεως της Επιτροπής και της προβαλλόμενης από την αναιρεσείουσα επιχείρηση ζημίας προβάλλεται παραδεκτώς, καθόσον σκοπεί ακριβώς σε έλεγχο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο για να δεχθεί την ύπαρξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας και στον βαθμό που ο έλεγχος αυτός μπορεί να διεξαχθεί χωρίς επανεξέταση των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών στις οποίες έχει ήδη προβεί το Γενικό Δικαστήριο (61).

173. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 291 έως 300 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξέτασε από κοινού το υποστατό της ζημίας που υπέστη η Systran και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της συμπεριφοράς της Επιτροπής, χαρακτηρίζοντας την εν λόγω συνάφεια ως «αρκούντως άμεση» δύο φορές, στην αρχή και στο τέλος της αναλύσεώς του (σκέψεις 291 και 300 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

174. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δύσκολα μπορούν να εξετασθούν χωριστά ή ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε χωριστή ανάλυση όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια δεν αρκεί, αυτό και μόνον, ώστε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, στον βαθμό που από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής αποτέλεσε άμεση και βέβαιη αιτία της ζημίας που διαγνώσθηκε, συνήγαγε τις συνέπειες των δικών του διαπιστώσεων (62).

175. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 292 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι σκοπός της δεύτερης σειράς ερωτήσεων που απηύθυνε στους διαδίκους ήταν ο «υπολογισμός των συνεπειών που είχε η συμπεριφορά της Επιτροπής επί των δραστηριοτήτων του ομίλου Systran».

176. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι βεβαιώσεις των διανομέων των εναγουσών, τις οποίες αυτές κατέθεσαν σε απάντηση στις ως άνω ερωτήσεις, «καταδε[ίκνυαν] το καθ’ όλα αληθοφανές γεγονός ότι μία δικαστική διαμάχη μεταξύ μιας εταιρίας […] και ενός “θεσμικού” πελάτη της […] καθιστά δυσχερέστερες τις εμπορικές σχέσεις της εταιρίας αυτής τόσο με τους νυν όσο και με τους υποψήφιους πελάτες της» (σκέψη 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, έκρινε ότι οι μαρτυρίες και οι βεβαιώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποδείκνυαν «επαρκώς τις αντιδράσεις πολλών επενδυτών στην ιδέα να παραμείνουν σε μια εταιρία που διαθέτει στο εμπόριο λογισμικό πληροφορικής τα δικαιώματα επί του οποίου αμφισβητούνται από την Επιτροπή, καθώς και να επενδύσουν σε αυτήν ή να την εξαγοράσουν» (σκέψη 296 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εν τέλει, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η βεβαίωση των ελεγκτών της Systran αποδείκνυε ότι η πρόβλεψη των 11,6 εκατομμυρίων ευρώ για υποτίμηση των αύλων στοιχείων του ενεργητικού συνδεόταν με τρεις λόγους που αναφέρονταν σε αυτήν, ο πρώτος από τους οποίους ήταν η δικαστική διαμάχη με την Επιτροπή.

177. Καθίσταται σαφές ότι τα διάφορα στοιχεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη αρκούντως άμεσης και ευθείας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς της Επιτροπής και των διαφόρων συστατικών στοιχείων της προβαλλόμενης από τις ενάγουσες ζημίας. Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει ενδεχομένως μόνον ότι η διαφορά περί πνευματικής ιδιοκτησίας μεταξύ της Systran και της Επιτροπής είχε επίπτωση επί της υποβαθμίσεως της οικονομικής και λογιστικής κατάστασης της εν λόγω επιχειρήσεως.

178. Ως εκ τούτου, αφενός, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της εν λόγω διαφοράς και της περιπλοκής των εμπορικών σχέσεων της Systran κρίθηκε, σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο, ως «καθ’ όλα αληθοφανής». Αφετέρου, το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η πρόβλεψη των 11,6 εκατομμυρίων ευρώ για υποτίμηση των αύλων στοιχείων του ενεργητικού οφειλόταν με τρεις λόγους. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν παράσχει οιαδήποτε διευκρίνιση ως προς το μέρος της απορρέουσας από την πρόβλεψη αυτή ζημίας το οποίο αυτό θεώρησε ότι προέκυψε από τη διένεξη μεταξύ της Επιτροπής και της Systran και δικαιολογούσε την εκτίμησή του όσον αφορά το ύψος της κατ’ αποκοπήν υλικής ζημίας.

179. Εν προκειμένω, τονίζεται ότι, καίτοι, κατ’ αρχήν, και όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, η επιλογή του Γενικού Δικαστηρίου να προβεί σε κατ’ αποκοπήν εκτίμηση της ζημίας δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εντούτοις η επιλογή αυτή ουδόλως συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να μην προβεί σε αυστηρό έλεγχο της τρίτης προϋποθέσεως θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης η οποία συνίσταται στην ύπαρξη άμεσης και ευθείας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης παράνομης πράξεως και της προβαλλόμενης ζημίας.

180. Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, η οποία αντλείται από τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, πρέπει να γίνει δεκτή.

181. Αντιθέτως, η δεύτερη αιτίαση που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς της και της ηθικής βλάβης που επικαλέσθηκαν οι ενάγουσες πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της προεκτεθείσας αναλύσεως όσον αφορά την εν λόγω βλάβη, να απορριφθεί.

4.      Επί του ποσοτικού προσδιορισμού των ζημιών (όγδοος λόγος αναιρέσεως)

182. Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα κατόπιν της εξετάσεως του εβδόμου λόγου αναιρέσεως όσον αφορά την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος βάλλει κατά της εκτιμήσεως των ζημιών που διαγνώσθηκαν, εξετάζεται μόνον επικουρικώς.

 α)     Συνοπτική έκθεση των επιχειρημάτων της Επιτροπής

183. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον στηρίχθηκε στην αξία υποθετικής άδειας προσαρμογής προκειμένου να υπολογίσει τη ζημία που υπέστη η Systran από το 2004 έως το 2010. Ειδικότερα, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθόσον έλαβε υπόψη το εν λόγω χρονικό διάστημα, ενώ οι εργασίες που πραγματοποίησε η εταιρία Gosselies διήρκεσαν τρία έτη, από το 2004 έως το 2006, γεγονός που διαπιστώθηκε στη σκέψη 313 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης αντιφατική και πλημμελώς αιτιολογημένη. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, αντιφάσκοντας προς τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, έκρινε ότι η χορήγηση άδειας τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα δεν συνηθίζεται στον βαθμό που δεν εμπίπτει στο παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο των εκδοτών λογισμικού, ενώ οι διάφορες συμβάσεις που συνήφθησαν με τις εταιρίες του ομίλου Systran από το 1975 και εντεύθεν αναγνώριζαν στην Επιτροπή το δικαίωμα να πραγματοποιεί ή να αναθέτει σε άλλους εργασίες προσαρμογής και αναπτύξεως του λογισμικού EC-Systran.

184. Η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση «συμπληρωματικού» ποσού ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ στηρίζεται επίσης σε πρόδηλες αντιφάσεις μεταξύ των πραγματικών διαπιστώσεων στις οποίες προέβη και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 321 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ζημία που υπέστη η Systran ετησίως από το 2004 και εντεύθεν λόγω των επιπτώσεων επί της δραστηριότητας και της αναπτύξεώς της αντιστοιχεί σε ποσό κατ’ αποκοπήν υπολογιζόμενο σε 650 000 ευρώ, ενώ προηγουμένως είχε διαπιστώσει ότι η είδηση της διαδόσεως του λογισμικού και της σχετικής τεχνογνωσίας από την Επιτροπή έγινε γνωστή το πρώτον το 2005 και δημοσιοποιήθηκε μόλις το 2006.

185. Η Επιτροπή θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο την ίδια την ύπαρξη οιασδήποτε ηθικής βλάβης, όπως προεκτέθηκε, όσο και την εκτίμηση της βλάβης αυτής. Επισημαίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση πρέπει, κατ’ αρχήν, να αντιστοιχεί αυστηρά στο ποσό της βλάβης, οπότε η σοβαρότητα της παράνομης πράξεως που φέρεται ότι διαπράχθηκε δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της εν λόγω χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, καταδικάζοντας, στις σκέψεις 324 και 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την Κοινότητα να καταβάλει στη Systran ποσό 1 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η επιχείρηση αυτή, συνεκτιμώντας τη σοβαρότητα της παράνομης πράξεως που φέρεται ότι διέπραξε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τις γενικές αρχές που είναι κοινές στις νομοθεσίες των κρατών μελών, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου.

 β)     Εκτίμηση

186. Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει την ύπαρξη ζημίας, αυτό και μόνον είναι αρμόδιο να εκτιμήσει, εντός των ορίων της αγωγής αποζημιώσεως, την πλέον ενδεδειγμένη αποκατάσταση της ζημίας, ενώ διευκρινίζεται ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει ωστόσο να είναι αρκούντως αιτιολογημένη και να αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημιώσεως (63), προκειμένου να μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

i)      Επί της υλική ζημίας

187. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/48, να προσδιορίσει κατ’ αποκοπήν ποσό αποζημιώσεως (σκέψεις 301 έως 326 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, επισήμανε ότι η εφαρμογή της μεθόδου των αρνητικών οικονομικών συνεπειών, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, δημιουργούσε σοβαρές δυσκολίες, δεδομένου ότι η οικονομική πραγματογνώμων της Επιτροπής αντιτασσόταν συστηματικά σε κάθε απόπειρα εκτιμήσεως εκ μέρους του οικονομικού πραγματογνώμονα των εναγουσών (σκέψεις 303 έως 306 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

188. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απαρίθμησε τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της εν λόγω κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως, διακρίνοντας μεταξύ του κυρίου ποσού, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσό των αμοιβών ή των δικαιωμάτων που θα οφείλονταν εάν η Επιτροπή είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιήσει τα επίμαχα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (σκέψεις 307 έως 319 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), του συμπληρωματικού ποσού, το οποίο κρίθηκε ότι ήταν αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν υπόψη άλλα υλικά στοιχεία που μόνη η καταβολή των ως άνω δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε να καλύψει (σκέψεις 320 έως 323 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), και, εν τέλει, το ποσό για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η Systran (σκέψεις 324 και 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

189. Η Επιτροπή επικρίνει δύο στοιχεία της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως του κυρίου ποσού και του συμπληρωματικού ποσού.

190. Κατ’ αρχάς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να λάβει ως βάση για τον υπολογισμό του κυρίου ποσού της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως την άδεια τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα του λογισμικού και όχι την απλή άδεια χρήσεως λογισμικού. Ειδικότερα, επικρίνει το ότι η επιλογή αυτή στηρίχθηκε στο επιχείρημα ότι η χορήγηση άδειας για την τροποποίηση του πρωτογενούς κώδικα δεν συνηθίζεται, διότι δεν εμπίπτει στο παραδοσιακό οικονομικό μοντέλο των εκδοτών λογισμικού (σκέψη 308 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκτίμηση αυτή αντιφάσκει προς τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, καθόσον οι συμβάσεις που συνήψε με τις εταιρίες του ομίλου Systran αποδεικνύουν εν προκειμένω ότι η χορήγηση των εν λόγω αδειών δεν είναι ασυνήθης.

191. Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπολόγισε το κύριο ποσό με βάση την υποθετική τιμή ετήσιας άδειας τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα του λογισμικού, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την υποθετική τιμή ετήσιας άδειας χρήσεως του εν λόγω λογισμικού, και, επομένως, εκκινώντας από την υπόθεση ότι η άδεια τροποποιήσεως είναι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, ακριβότερη από την απλή άδεια χρήσεως. Οι συμβάσεις που επικαλέσθηκε η Επιτροπή δεν είναι ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω, ελλείψει οιουδήποτε αριθμητικού στοιχείου, τη λυσιτέλεια της εν λόγω διακρίσεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον εκκίνησε από την υπόθεση αυτή.

192. Στη συνέχεια, η Επιτροπή βάλλει κατά του χρονικού διαστήματος που ελήφθη υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για την εκτίμηση του κυρίου ποσού της διαπιστωθείσας υλικής ζημίας. Καθόσον οι εργασίες που πραγματοποίησε η εταιρία Gosselies διήρκεσαν από το 2004 έως το 2006, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το ποσό των υποθετικών ετήσιων δικαιωμάτων τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα έπρεπε να υπολογισθεί για το χρονικό διάστημα από το 2004 έως το 2010 (σκέψη 318 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

193. Εντούτοις, εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι ο υπολογισμός του ποσού των υποθετικών ετήσιων δικαιωμάτων τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα γίνεται με σκοπό όχι την άμεση αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Systran λόγω των εργασιών που πραγματοποίησε η εταιρία Gosselies, αλλά την εκτίμηση του κυρίου ποσού της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που οφείλεται για την επανόρθωση της ζημίας, εφόσον αυτή όντως υπήρξε, που υπέστη η Systran λόγω του ότι η Επιτροπή αναγνώρισε στον εαυτό της το δικαίωμα να πραγματοποιήσει χωρίς άδεια εργασίες που θα είχαν κατ’ ανάγκην ως συνέπεια την τροποποίηση στοιχείων της εκδόσεως Systran Unix του λογισμικού EC-Systran Unix. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ευλόγως κατέληξε, έστω και εμμέσως (64), ότι τα εν λόγω ετήσια δικαιώματα οφείλονταν για ολόκληρο το χρονικό διάστημα χρήσεως του τροποποιηθέντος λογισμικού, ήτοι από το 2004, και συγκεκριμένα από την ημερομηνία κατά την οποία η ζημία συγκεκριμενοποιήθηκε με την ανάθεση της επίδικης συμβάσεως στην εταιρία Gosselies, έως το 2010, και συγκεκριμένα έως την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

194. Αντιθέτως, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την επιλογή του χρονικού διαστήματος το οποίο έλαβε υπόψη για την εκτίμηση του συμπληρωματικού ποσού της διαπιστωθείσας υλικής ζημίας.

195. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρει ότι το εν λόγω συμπληρωματικό ποσό είναι αναγκαίο προκειμένου να ληφθούν υπόψη άλλα υλικά στοιχεία της ζημίας που υπέστη η Systran από το 2004 και εντεύθεν τα οποία δεν θα μπορούσε να καλύψει μόνον η καταβολή των δικαιωμάτων υποθετικής ετήσιας άδειας τροποποιήσεως του πρωτογενούς κώδικα (σκέψη 320 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συναφώς, διευκρινίζει ότι τα στοιχεία αυτά συνίστανται στις επιπτώσεις επί της ετήσιας δραστηριότητας και αναπτύξεως της Systran, οι οποίες από το 2004 και εντεύθεν προκάλεσαν ζημία 650 000 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 6 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η εν λόγω επιχείρηση το 2003 (σκέψη 321 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), και καθορίζει το συμπληρωματικό αυτό ποσό, όπως αναπροσαρμόστηκε για τα έτη 2004 έως 2010, σε 5 εκατομμύρια ευρώ (σκέψη 322 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

196. Εντούτοις, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η είδηση περί διενέξεως μεταξύ της Systran και της Επιτροπής διαδόθηκε το 2005 και δημοσιοποιήθηκε το 2006 (σκέψη 289 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να συσχετισθεί προς τα διάφορα συστατικά στοιχεία της ζημίας που διέγνωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες εξετάσθηκαν ανωτέρω (σκέψεις 291 έως 300 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Από τον εν λόγω συσχετισμό προκύπτει ότι ουδόλως προσδιορίζεται το χρονικό σημείο ενάρξεως των δυσκολιών εμπορικής φύσεως (σκέψεις 293 και 294 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και οικονομικής φύσεως (σκέψεις 296 και 297 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) τις οποίες διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον μόνον η εγγραφή της λογιστικής προβλέψεως φέρει ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2008.

197. Ως εκ τούτου, η αιτίαση που αντλείται από ελλιπή αιτιολόγηση της εκτιμήσεως του συμπληρωματικού ποσού των 5 εκατομμυρίων ευρώ είναι βάσιμη και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει επομένως να γίνει δεκτός ως προς το σημείο αυτό.

ii)    Επί της ηθικής βλάβης

198. Αφιστάμενο του αιτήματος που διατύπωσε η Systran, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 325 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εκτίμησε την ηθική βλάβη της εν λόγω επιχειρήσεως στο συμβολικό ποσό των 1 000 ευρώ, αφού διαπίστωσε ότι, με τη συμπεριφορά της, η Επιτροπή στέρησε την εν λόγω επιχείρηση από τα δικαιώματα που μπορούσε να αντλήσει από το δημιούργημά της, συμπεριφορά την οποία καθιστά ακόμη σοβαρότερη το γεγονός ότι, ως θεσμικό όργανο, η Επιτροπή έχει θεσπίσει διάφορες διατάξεις για την εναρμόνιση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι οποίες δεν τηρήθηκαν στην κρινομένη υπόθεση (σκέψη 324 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

199. Επομένως, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του κατ’ αποκοπήν ποσού αποζημιώσεως, εκτίμησε ελεύθερα την ηθική βλάβη που υπέστη η Systran, εκτίμηση η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, κατόπιν συνεκτιμήσεως των επιβαρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα του γεγονότος ότι η Επιτροπή έχει θεσπίσει τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες παραβιάσθηκαν εν προκειμένω, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις επιταγές της νομολογίας του Δικαστηρίου (65).

200. Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του ογδόου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

 Δ –      Επικουρική πρόταση

201. Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι δικαιολογείται η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως από πολλές απόψεις και επί της ουσίας. Τόσο οι εκτιμήσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τις δυο προϋποθέσεις θεμελιώσεως εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης οι οποίες αφορούν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πρώτη αιτίαση του έκτου λόγου αναιρέσεως) και την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της διαπιστωθείσας παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που διαγνώσθηκε (πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του εβδόμου λόγου αναιρέσεως) όσο και η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση της ζημίας αυτής (όγδοος λόγος) ενέχουν νομικά σφάλματα.

202. Υπό τις περιστάσεις αυτές, προτείνω επικουρικώς στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για όλους αυτούς τους λόγους, μολονότι η οικεία απόφαση θα μπορούσε να αναιρεθεί βάσει ενός και μόνον από τους λόγους αυτούς, και, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των νομικών σφαλμάτων που διαπιστώθηκαν, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό, κατ’ αρχάς, να επανεξετάσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παράνομης πράξεως και ιδίως τη λυσιτέλεια των εξαιρέσεων από το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/250, στη συνέχεια, να επανεξετάσει την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ενδεχομένως παράνομης πράξεως που διαπιστώθηκε και των προβαλλόμενων ζημιών και να αξιολογήσει τα στοιχεία στα οποία μπορεί να οφείλεται τυχόν διάρρηξη της εν λόγω αιτιώδους συνάφειας και, εν τέλει, να επανεξετάσει τους λόγους που δικαιολογούν τον ποσοτικό προσδιορισμό των εν λόγω ζημιών, ιδίως του συμπληρωματικού ποσού της υλικής ζημίας.

VII – Πρόταση

203. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω αναλύσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

–      κυρίως:

«1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T-19/07, Systran και Systran Luxembourg κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που άσκησαν οι Systran SA και Systran Luxembourg SA ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Καταδικάζει τις Systran SA και Systran Luxembourg SA στα δικαστικά έξοδα.»

–      επικουρικώς:

«1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T-19/07, Systran και Systran Luxembourg κατά Επιτροπής.

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Στο εξής: Systran.


3–      To Δικαστήριο έχει ήδη κληθεί εμμέσως να αποφανθεί επί καταγγελίας αφορώσας την εκ μέρους της Επιτροπής προσβολή δι’ απομιμήσεως σειράς σημάτων, συγκεκριμένα στο πλαίσιο της εφαρμογής του ευρωπαϊκού σχεδίου υπηρεσιών πλοηγήσεως μέσω δορυφόρου Galileo, χωρίς όμως να μπορέσει να εξετάσει τα ζητήματα τα οποία δύναται να εγείρει η άσκηση αγωγής λόγω απομιμήσεως. Βλ. διάταξη της 20ής Μαρτίου 2007, C‑325/06 P, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε, εν μέρει, ως προδήλως απαράδεκτη και, εν μέρει, ως προδήλως αβάσιμη η αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2006, T‑279/03, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑1291). Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει σε άλλες αποφάσεις του, πλην της αναιρεσιβαλλομένης, τέτοιες αγωγές λόγω προσβολής δι’ απομιμήσεως. Βλ., όσον αφορά το δίκαιο των σημάτων, πλην της προπαρατεθείσας αποφάσεως Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2003, T‑195/00, Travelex Global and Financial Services και Interpayment Services κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑1677), και, όσον αφορά το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑295/05, Document Security Systems κατά ΕΚΤ (Συλλογή 2007, σ. II‑2835).


4–      Εν προκειμένω υπενθυμίζεται απλώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 89 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ). 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), «[κ]άθε διαδικασία σύναψης συμβάσεων πραγματοποιείται με την ευρύτερη δυνατή διαδικασία ανταγωνισμού», ενώ διευκρινίζεται ότι, κατά το άρθρο 104 του εν λόγω κανονισμού, τα όργανα της Ένωσης θεωρούνται ως αναθέτουσες αρχές για τις συμβάσεις που συνάπτουν για ίδιο λογαριασμό. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του ιδίου κανονισμού, μπορούν να αποκλεισθούν από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση της Ένωσης οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες οι οποίοι, μετά τη σύναψη άλλης συμβάσεως, διαπιστώθηκε ότι διέπραξαν σοβαρό παράπτωμα εκτελέσεως λόγω μη τηρήσεως των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Μολονότι είναι εμφανές ότι η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στην προπαρατεθείσα περίπτωση, παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο αυτής επήλθε λύση των συμβατικών σχέσεων, εντούτοις, εγείρει εμμέσως ζήτημα συνδυασμού των κανόνων περί του δικαιώματος του δημιουργού επί των λογισμικών με εκείνους που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Συγκεκριμένα, το ζήτημα που ενδέχεται να τεθεί στο πλαίσιο της εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης συνάψεως δημοσίων συμβάσεων περί παροχής υπηρεσιών πληροφορικής είναι εκείνο του συμβιβασμού μεταξύ, αφενός, του σεβασμού των δικαιωμάτων του δημιουργού επί λογισμικού και, αφετέρου, της τηρήσεως των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που έχουν εφαρμογή στις εν λόγω δημόσιες συμβάσεις και επιβάλλουν στην αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με το κείμενο της αποφάσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2000, C‑324/98, Telaustria και Telefonadress (Συλλογή 2000, σ. I‑10745, σκέψη 62), υποχρέωση διαφάνειας η οποία «συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού».


5–      Στο εξής: Gosselies.


6–      Χάριν ευκολίας και μολονότι οι Systran και Systran Luxembourg είναι αναιρεσίβλητες, οι εταιρίες αυτές θα αναφέρονται στις παρούσες προτάσεις ως «οι ενάγουσες» στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


7–      ΕΕ L 122, σ. 42. Η εν λόγω οδηγία, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993 (ΕΕ L 290, σ. 9, στο εξής: οδηγία 91/250), κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΕΕ L 111, σ. 16). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, η δεύτερη αυτή οδηγία δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ratione temporis.


8–      Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν βάλλει, αντιθέτως, κατά της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτιμήσεως της δεύτερης ενστάσεως περί απαραδέκτου που προέβαλε, η οποία αντλείται από την αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να διαπιστώσει προσβολή δι’ απομιμήσεως στο πλαίσιο εξωσυμβατικής αγωγής.


9–      C‑214/08 P.


10–      Βλ. αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1987, 133/85 έως 136/85, Rau Lebensmittelwerke κ.λπ. (Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψη 10), της 9ης Οκτωβρίου 2001, C-80/99 έως C-82/99, Flemmer κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑7211, σκέψη 39), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Guigard κατά Επιτροπής (σκέψη 39).


11–      Βλ. αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 1987, 281/84, Zuckerfabrik Bedburg κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 49, σκέψη 12), της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 106/87 έως 120/87, Αστερίς κ.λπ. (Συλλογή 1988, σ. 5515, σκέψη 15), της 13ης Μαρτίου 1992, C‑282/90, Vreugdenhil κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑1937, σκέψη 14), της 8ης Απριλίου 1992, C‑55/90, Cato κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑2533, σκέψη 17), της 26ης Νοεμβρίου 2002, C‑275/00, First και Franex (Συλλογή 2002, σ. I‑10943, σκέψη 43), καθώς και της 29ης Ιουλίου 2010, C‑377/09, Hanssens-Ensch (Συλλογή 2010, σ. I‑7747, σκέψη 17).


12–      Όσον αφορά την κατανομή των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, βλ. διατάξεις της 27ης Μαΐου 2004, C‑517/03, IAMA Consulting κατά Επιτροπής· της 8ης Οκτωβρίου 2004, C‑248/03, Επιτροπή κατά Trends κ.λπ.· αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2005, C‑294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I‑2175, σκέψεις 43 έως 49), καθώς και της 12ης Μαΐου 2005, C‑315/03, Επιτροπή κατά Huhtamaki Dourdan (σκέψεις 18 έως 22).


13–      Επί των συμβατικών διαφορών στις οποίες είναι διάδικος η Ένωση, βλ., επί παραδείγματι, Heukels, T., «The contractual liability of the European Community revisited», σε: Heukels, T., και McDonnel, E. (επιμ.), TheactionfordamagesinCommunitylaw, Kluwer, 1997, σ. 89, καθώς και Ritleng, D., «Les contrats de l’administration communautaire», σε Droitadministratifeuropéen, 2007, σ. 147.


14–      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 43/84, Maag κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2581, σκέψη 26).


15–      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1986, 426/85, Επιτροπή κατά Zoubek (Συλλογή 1986, σ. 4057, σκέψη 4), της 6ης Απριλίου 1995, C‑299/93, Bauer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I‑839, σκέψεις 20 έως 22), και της 27ης Απριλίου 1999, C‑69/97, Επιτροπή κατά SNUA (Συλλογή 1999, σ. I‑2363, σκέψεις 18 έως 19).


16–      Προπαρατεθείσα απόφαση Guigard κατά Επιτροπής (σκέψη 42).


17–      Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Guigard κατά Επιτροπής.


18–      Η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου, όπως εκτίθεται ιδίως στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εγείρει ορισμένα ερωτήματα. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη 61, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η αρμοδιότητά του σε διαφορές εκ συμβάσεως συνιστά «παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο» και πρέπει, επομένως, να ερμηνεύεται «περιοριστικά», «έτσι ώστε [αυτό] να μπορεί να εκδικάζει μόνον αγωγές που πηγάζουν από τη σύμβαση ή που έχουν άμεση σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση», εκτίμηση η οποία αυτή καθεαυτή είναι ορθή. Εντούτοις, υποτεθειμένου ότι η εν λόγω παρατήρηση έχει όντως την ως άνω έννοια, η σκοπιμότητά της δεν είναι σαφής, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες εν προκειμένω συμβάσεις δεν περιείχαν ρήτρα διαιτησίας, βάσει της οποίας θεμελιώνεται ακριβώς η προεκτεθείσα αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου σε διαφορές εκ συμβάσεως. Εξάλλου, στην εν λόγω σκέψη 62, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι οφείλει «να εξετάσει το περιεχόμενο των διαφόρων συμβάσεων που συνήφθησαν [από το 1975 έως το 2002] τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη των ισχυρισμών της, το εν λόγω εγχείρημα εμπίπτει στην εξέταση της αρμοδιότητας και δεν μπορεί να έχει καθεαυτό ως συνέπεια τη μεταβολή της φύσεως της διαφοράς, προσδίδοντας στην τελευταία συμβατική βάση». Εντούτοις, αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω στον δικαστή της Ένωσης, εάν υποτεθεί ότι η ως άνω διαπίστωση έχει όντως αυτή την έννοια, ήτοι, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, εάν είναι πράγματι δυνατό και δη αναγκαίο αυτός να εξετάσει το περιεχόμενο των διαφόρων συμβάσεων προκειμένου να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του. Εξάλλου, αφετέρου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καίτοι η εν λόγω εκτίμηση παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στη σκέψη 43 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Guigard κατά Επιτροπής, εντούτοις μεταβάλλει την έννοιά της. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω σκέψη, το Δικαστήριο περιορίστηκε στην επισήμανση ότι η θεμελιωδώς συμβατική φύση της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του, η οποία ορθώς διαπιστώθηκε εκ προοιμίου, δεν μπορούσε να μεταβληθεί απλώς και μόνο λόγω της επικλήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου κανόνων δικαίου οι οποίοι, καίτοι δεν απέρρεαν από την επίμαχη σύμβαση, εντούτοις δέσμευαν τους διαδίκους.


19–      Συναφώς, επισημαίνεται όλως ιδιαιτέρως το γεγονός ότι, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο παραθέτει, στο πλαίσιο των επί της ουσίας εκτιμήσεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πολυάριθμες και εκτενέστατες παραπομπές στην ανάλυσή του επί του παραδεκτού. Βλ., ιδίως, σκέψεις 153, 205, 215, 219 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


20–      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2003, C-193/01 P, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ (Συλλογή 2003, σ. I-4837, σκέψη 32), της 17ης Ιουλίου 2008, C‑521/06 P, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. I‑5829, σκέψη 66), της 9ης Ιουλίου 2009, C‑319/07 P, 3F κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑5963, σκέψη 99), καθώς και της 18ης Νοεμβρίου 2010, C‑322/09 P, NDSHT κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ, Ι-11911 σκέψεις 65 και 66).


21–      Μπορεί επίσης να σημειωθεί, συναφώς, ότι, κατά τη διάρκεια των τριών περίπου ετών που μεσολάβησαν μεταξύ της δημοσιεύσεως της επίδικης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών και της ασκήσεως αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Systran επιχείρησε, μεταξύ άλλων, να επιτύχει «συμβατική επίλυση» της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις που παρέσχε με τα υπομνήματά της σε απάντηση στο δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής, αντλούμενου από τη διάρρηξη της αιτιώδους συνάφειας, το οποίο εξετάζεται κατωτέρω.


22–      Από την εξέταση αυτή θα καταστεί επίσης δυνατή η διάκριση μεταξύ συμβατικών παραβάσεων και αδικοπραξιών, διάκριση η οποία ενδέχεται εξάλλου να αποδειχθεί ιδιαιτέρως δυσχερής. Βλ., συναφώς, Varet, E., Le contentieux des licences de logiciel dans tous ses états, JCP-E, 2012, αριθ. 10, σ. 1173.


23–      Εν προκειμένω του δικαίου που καθορίσθηκε με κοινή συμφωνία των συμβαλλομένων στη σύμβαση, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για το δίκαιο των συμβάσεων ή για το ουσιαστικό δίκαιο για τη μεταφορά των οδηγιών 91/250 και 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ L 157, σ. 45, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 195, σ. 16, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27), και για την εφαρμογή της Συμβάσεως για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων, που υπογράφηκε στη Βέρνη στις 9 Σεπτεμβρίου 1886 (Πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), ως έχει κατόπιν της τροποποιήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 1979 (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης).


24–      Όσον αφορά τις κρίσιμες περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία των συμβάσεων, βλ., μεταξύ άλλων, ενδεικτικώς, άρθρο 5:102 των Aρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων, 1998, τις οποίες εξήγγειλε η Commission on European Contract Law, αποκαλούμενη «Commission Lando», σε Lando, O., και Beale, H. (επιμ.), Lesprincipesdu droiteuropéendescontratsPartiesIetII, Kluwer Law International, 2000. Βλ., επίσης, άρθρο 8:102 του Σχεδίου κοινού πλαισίου αναφοράς σε von Bar, C., Clive, E., και Schulte-Nölke, H. (επιμ.), StudyGrouponaEuropeanCivilCodeandtheResearchGrouponECPrivateLaw (AcquisGroup), Principles, DefinitionsandModelRulesofEuropeanPrivateLaw - DraftCommonFrameofReference (DCFR), Sellier, European law publishers, 2009. Επί του ζητήματος αυτού, βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων [COM(2001) 398 τελικό]· ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 11ης Οκτωβρίου 2004, Το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων και η αναθεώρηση του κοινοτικού κεκτημένου: πορεία προς τα εμπρός [COM(2004) 651 τελικό], καθώς και ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 12ης Φεβρουαρίου 2003, Ένα συνεκτικότερο Ευρωπαϊκό δίκαιο των Συμβάσεων – Σχέδιο δράσης [COM(2003) 68 τελικό, ΕΕ C 63, σ. 1].


25–      Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, Montero, E., «La communication des codes sources de logiciels. État de la question à la lumière de la jurisprudence belge et française et de la pratique contractuelle», Revue de droit intellectuel – l’Ingénieur Conseil, Bruylant, 1995, αριθ. 3 έως 5, σ. 60.


26–      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 66, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και ότι, συνεπώς, δεν αφορούν την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 71 και 72).


27–      Απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C‑243/04 P, Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου (σκέψη 32). Βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2009, T‑40/07 P και T‑62/07 P, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής (σκέψη 113).


28–      Για παραδείγματα απορρίψεως της προτάσεως των αποδεικτικών μέσων ως καθυστερημένης ή λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, βλ. αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1994, C‑308/87, Grifoni κατά ΕΚΑΧ (Συλλογή 1994, σ. I‑341, σκέψη 7), της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C‑221/97 P, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑8255, σκέψη 27), προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (σκέψεις 71 έως 75), καθώς και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1991, T‑36/89, Nijman κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. II‑699, σκέψεις 28 έως 29).


29–      Προπαρατεθείσα απόφαση Γάκη-Κακούρη κατά Δικαστηρίου (σκέψη 33).


30–      Σκέψη 252 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


31–      Σκέψεις 254 έως 260 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


32–      ΕΕ L 157, σ. 45 και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 95, σ. 16 και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27, στο εξής: οδηγία 2004/48/ΕΚ.


33–      Η εν λόγω αιτίαση εμπεριέχει αυτή καθεαυτή περισσότερα επιχειρήματα τα οποία θα αναλυθούν διεξοδικότερα κατωτέρω.


34–      C‑352/98 P (Συλλογή 2000, σ. I‑5291).


35–      Απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και C-48/93, Brasserie du pêcheur και Factortame (Συλλογή 1996, σ. Ι-1029, σκέψη 56).


36–      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑351/03, Schneider Electric κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2237, σκέψεις 122 επ.).


37–      Βλ. σκέψεις 205 και 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


38–      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 6ης Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 51), καθώς και της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑90/09 P, General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I‑1, σκέψη 71).


39–      Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (σκέψη 24).


40–      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, C‑122/01 P, T. Port κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑4261, σκέψη 27), καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση General Química κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 72).


41–      Βλ., ιδίως, διάταξη της 26ης Απριλίου 1993, C‑244/92 P, Kupka-Floridi κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1993, σ. I‑2041, σκέψεις 9 έως 11), και απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, C‑401/09 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (C‑401/09 P, Συλλογή 20011, σ. Ι-23.


42–      Με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, στην έκθεσή της προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 10ης Απριλίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή και τα αποτελέσματα της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών [COM(2000) 199 τελικό], επισήμανε ότι υφίστανται διαφορές απόψεων μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών ως προς το ζήτημα αυτό, αλλά ότι συμμερίζεται την άποψη ορισμένων σχολιαστών ότι ως πρόσωπο που απέκτησε νομίμως το πρόγραμμα πρέπει να νοείται ο αγοραστής, ο κάτοχος άδειας, ο μισθωτής ή άτομο που έχει άδεια να χρησιμοποιεί το πρόγραμμα για λογαριασμό κάποιου από τα ανωτέρω πρόσωπα.


43–      Βλ., ιδίως, σκέψεις 66 και 67, 78, 109 και 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


44–      Βλ., ιδίως, σκέψεις 215 και 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


45–      Σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


46–      Προπαταρατεθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame (σκέψη 56).


47–      Σκέψη 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


48–      Προπαρατεθείσα απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής (σκέψεις 42 και 44).


49–      Σκέψεις 127 έως 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


50–      Σκέψη 261 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


51–      Βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, C‑176/06 P, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 17).


52–      Αποφάσεις Brasserie du pêcheur και Factortame, προπαρατεθείσα (σκέψη 51)· Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψεις 41 και 42)· της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑312/00 P, Επιτροπή κατά Camar και Tico (Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψεις 53 και 54), καθώς και της 10ης Ιουλίου 2003, C‑472/00 P, Επιτροπή κατά Fresh Marine (Συλλογή 2003, σ. I‑7541, σκέψεις 25 και 26).


53–      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C‑198/03 P, Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer (Συλλογή 2005, σ. I‑6357, σκέψεις 63 έως 69).


54–      Προπαρατεθείσα απόφαση Brasserie du pêcheur και Factortame (σκέψεις 50 και 51).


55–      Λύση την οποία το Δικαστήριο ουδέποτε είχε όντως, εξ όσων γνωρίζω, την ευκαιρία να υιοθετήσει, καθόσον έχει επιληφθεί μόνον αγωγών αποζημιώσεως λόγω της κανονιστικής δράσεως των θεσμικών οργάνων. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έχει ακολουθήσει την εν λόγω οδό στο πλαίσιο της επιλύσεως διαφορών της δημόσιας διοικήσεως. Συναφώς, ενδείκνυται η σύγκριση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2008, T‑57/99, Nardone κατά Επιτροπής (σκέψη 162)· της 16ης Δεκεμβρίου 2010, T‑143/09 P, Επιτροπή κατά Petrilli (σκέψη 46), καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, T‑308/10 P, Επιτροπή κατά Νανόπουλου (σκέψη 103), υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου (ειδικό τμήμα προβλεπόμενο από το άρθρο 123β του Κανονισμού Διαδικασίας) της 8ης Φεβρουαρίου 2011, στην υπόθεση C‑17/11 RX, περί επανεξετάσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Petrilli (σκέψεις 3 και 4).


56–      Βλ., ιδίως, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψεις 65 έως 67)· διατάξεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑1/01 P, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑6349, σκέψη 44)· της 14ης Ιουλίου 2005, C‑420/04 P, Γκούβρας κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑7251), καθώς και απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2007, C‑354/04 P, Gestoras Pro Amnistía κ.λπ. κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑1579, σκέψη 22).


57–      Βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 1992, C‑104/89 και C‑37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I‑3061, σκέψη 33). Βλ., επίσης, αποφάσεις Brasserie du pêcheur και Factortame, προπαρατεθείσα (σκέψη 85)· της 27ης Ιανουαρίου 2000, C‑104/89 και C‑37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑203, σκέψη 168)· της 16ης Μαρτίου 2000, C‑284/98 P, Κοινοβούλιο κατά Bieber (Συλλογή 2000, σ. I‑1527, σκέψεις 56 και 57)· της 24ης Μαρτίου 2009, C‑445/06, Danske Slagterier (Συλλογή 2009, σ. I‑2119, σκέψη 61)· της 18ης Μαρτίου 2010, C‑419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. I‑2259, σκέψη 61), καθώς και διάταξη της 12ης Μαΐου 2010, C‑451/09 P, Πήγασος Αλιευτική Ναυτική Εταιρία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (σκέψεις 39 και 40).


58–      Προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Bieber (σκέψη 55). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Fresh Marine (σκέψεις 45 έως 49).


59–      Βλ. σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


60–      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, C‑413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (Συλλογή 2008, σ. I‑4951), καθώς και της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 105).


61–      Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, C‑440/07 P, Επιτροπή κατά Schneider Electric (Συλλογή 2009, σ. I‑6413, σκέψεις 191 έως 193).


62–      Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Schneider Electric (σκέψη 204).


63–      Βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑257/98 P, Lucaccioni κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑5251, σκέψεις 34 και 35).


64–      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 372), καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C‑47/10 P, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ. (C‑47/10 P, Συλλογή 2011, σ. Ι-10707,, σκέψη 104).


65–      Βλ., ακριβώς επί του σημείου αυτού, απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, C‑259/96 P, Συμβούλιο κατά de Nil και Impens (Συλλογή 1998, σ. I‑2915, σκέψη 25).