Language of document : ECLI:EU:C:2004:317

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 25ης Μαΐου 2004 (1)

Υπόθεση C-438/02

Εklagaren

κατά

Krister K. Hanner

[αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως του Stockholms tingsrätt (Σουηδία)]

«Άρθρο 31 EΚ – Κρατικά μονοπώλια – Μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως φαρμάκων – Διάκριση – Αιτιολογία – Άρθρο 86, παράγραφος 2, EΚ»    






1.        Με την παρούσα υπόθεση, το Stockholms tingsrätt (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Στοκχόλμης) (Σουηδία) υποβάλλει σειρά προδικαστικών ερωτημάτων σχετικών με τη νομιμότητα του μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως φαρμάκων στη Σουηδία. Τα ερωτήματα αυτά υποβάλλονται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του Krister K. Hanner, ο οποίος κατηγορείται για την πώληση ορισμένων φαρμάκων κατά παράβαση της σουηδικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία η εμπορία των εν λόγω προϊόντων ασκείται αποκλειστικώς από το κράτος ή από εντεταλμένο από το κράτος όργανο.

2.        Η υπόθεση αυτή εγείρει κατ’ ουσίαν το ερώτημα αν ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως μπορεί να θεωρηθεί συμβατό προς το άρθρο 31 ΕΚ. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η διατήρηση του εν λόγω δικαιώματος μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των εισαγουσών παρέκκλιση διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ και, ειδικότερα, του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

3.        Ένα από τα προβλήματα που ανακύπτουν από τη δικογραφία απορρέει από το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει δώσει αντιφατικές απαντήσεις επί των επίμαχων ζητημάτων. 

I –    Το εθνικό νομικό πλαίσιο

4.        Το 1969 οι σουηδικές αρχές προέβησαν σε διάλυση των ιδιωτικών φαρμακείων και καθιέρωσαν κρατικό μονοπώλιο στον τομέα της λιανικής πωλήσεως φαρμάκων. Το μονοπώλιο αυτό καλύπτει όλα τα φάρμακα, ήτοι τα φάρμακα για ανθρώπους και για ζώα καθώς και τα φάρμακα που χορηγούνται μόνον κατόπιν συνταγής ιατρού και εκείνα για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ιατρού. Το εν λόγω μονοπώλιο διέπεται σήμερα από τον lagen (1996:1152) om handel med läkemedel m.m. (νόμο 1152 του 1996 περί εμπορίας φαρμάκων) (2).

5.        Το άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζει ως «λιανικό εμπόριο» την πώληση φαρμάκων στους καταναλωτές καθώς και στα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να χορηγούν ιατρικές συνταγές. Κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου, οποιαδήποτε άλλη μορφή πωλήσεως αποτελεί «χονδρικό εμπόριο» και προϋποθέτει τη χορήγηση αδείας από τον Läkemedelsverket (σουηδικό οργανισμό φαρμάκων).

6.        Το άρθρο 4 του νόμου του 1996 καθιερώνει το κρατικό μονοπώλιο στη Σουηδία. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη αντίθετης διατάξεως του παρόντος νόμου, το λιανικό εμπόριο [φαρμάκων] ασκείται αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικό(-ά) πρόσωπο(-α) στο(-α) οποίο(-α) το κράτος ασκεί αποφασιστική επιρροή» και ότι «[η] Κυβέρνηση αποφασίζει από ποιον και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να ασκείται το εν λόγω εμπόριο».

7.        Κατά παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή, το λιανικό εμπόριο φαρμάκων στα νοσοκομεία μπορεί να ασκηθεί από τους κατέχοντες άδεια ασκήσεως χονδρικού εμπορίου (3).

8.        Κατά το άρθρο 11 του νόμου του 1996, η παράβαση των διατάξεων περί κρατικού μονοπωλίου επισύρει χρηματική ποινή ή ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο έτη.

9.        Βάσει συμβάσεως που υπογράφηκε το 1970, το σουηδικό Δημόσιο ανέθεσε την άσκηση λιανικού εμπορίου φαρμάκων στην εταιρία Apoteksbolaget AB, ιδρυθείσα ειδικώς προς τον σκοπό αυτό. Το 1988 η Apoteksbolaget AB μετονομάστηκε σε Apoteket AB (4).

10.      Η Apoteket είναι εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει στο κράτος, το δε διοικητικό της συμβούλιο συνθέτουν κυρίως πολιτικά πρόσωπα και δημόσιοι υπάλληλοι. Απαριθμεί συνολικώς 11 000 μέλη.

11.      Προς εξασφάλιση της πωλήσεως φαρμάκων στους καταναλωτές, η Apoteket έχει στην κατοχή της 800 φαρμακεία τα οποία διαχειρίζεται η ίδια. Τα φαρμακεία της είναι κατά κανόνα διασκορπισμένα στα σημεία όπου παρουσιάζεται μεγάλη συγκέντρωση του πληθυσμού, όπως τα αστικά κέντρα, τα εμπορικά κέντρα και τα κέντρα υγείας.

12.      Στις αγροτικές περιοχές, όπου η δημιουργία φαρμακείου δεν αποφέρει κέρδη, η Apoteket ασκεί εμπόριο φαρμάκων μέσω 970 περίπου «Apoteksombud» (φαρμακευτικών αντιπροσώπων). Πρόκειται για ιδιώτες επιχειρηματίες, με τους οποίους έχει συνάψει σύμβαση και οι οποίοι, έναντι αμοιβής, πωλούν στους ασθενείς φάρμακα χορηγούμενα αποκλειστικώς κατόπιν συνταγής ιατρού. Οι εν λόγω φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι εξουσιοδοτούνται επίσης να πωλούν στο κοινό περιορισμένη ποικιλία φαρμάκων για τη χορήγηση των οποίων δεν απαιτείται συνταγή ιατρού. Ασκούν τη δραστηριότητά τους υπό τον έλεγχο της Apoteket, η οποία καθορίζει την τιμή των φαρμάκων καθώς και την ποικιλία των εν λόγω προϊόντων. Οι φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι δεν έχουν ειδική κατάρτιση και απαγορεύεται να δίδουν στους πελάτες συμβουλές ως προς τη χρήση των φαρμάκων.

13.      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, από την άνοιξη του 2002, η Apoteket διαθέτει επίσης στο εμπόριο, μέσω διαδικτύου και μέσω τηλεφώνου, φάρμακα χορηγούμενα χωρίς συνταγή ιατρού. Μακροπρόθεσμος στόχος της Apoteket είναι να διαθέτει στο εμπόριο όλα τα είδη φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χορηγούνται μόνον κατόπιν συνταγής ιατρού, με όλα τα μέσα πωλήσεως. Στην περίπτωση αυτή, θα αποστέλλει τα φάρμακα στους πελάτες μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες και οδηγίες χρήσεως.

14.      Όσον αφορά τους όρους εφοδιασμού, η Apoteket προμηθεύεται προϊόντα αποκλειστικώς από δύο χονδρεμπόρους που δραστηριοποιούνται στη σουηδική αγορά, ήτοι από τους Tamro και Kronans Droghandel. Δεν είναι εξουσιοδοτημένη να εισάγει η ίδια φάρμακα από άλλα κράτη μέλη.

15.      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι σχέσεις μεταξύ του κράτους και της Apoteket διέπονταν από τη σύμβαση της  20ής Δεκεμβρίου 1996, όπως παρατάθηκε και τροποποιήθηκε με τη σύμβαση της 21ης Δεκεμβρίου 1998 (5).

16.      Η σύμβαση αυτή προβλέπει ότι η Apoteket οφείλει να εξασφαλίζει τον επαρκή εφοδιασμό με φάρμακα στο σύνολο της επικράτειας και να εγγυάται στους καταναλωτές ενημέρωση ανεξάρτητη από τα συμφέροντα των παραγωγών φαρμάκων. Προς τούτο, η Apoteket πρέπει να καθιερώνει ένα εθνικό σύστημα διανομής και να εξασφαλίζει επάρκεια ως προς τα αποθέματα και τις δυνατότητες παραδόσεως, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του συστήματος υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, η Apoteket καθορίζει, αυτή καθαυτή, τον αριθμό και τον τόπο εγκαταστάσεως των φαρμακείων, καθώς και των λοιπών σημείων πωλήσεως φαρμάκων. Πρέπει να είναι σε θέση να διαθέτει στο εμπόριο όλα τα είδη φαρμάκων που καλύπτει το αποκλειστικό δικαίωμά της (τόσο αυτά που χορηγούνται μόνον κατόπιν συνταγής ιατρού, όσο και εκείνα για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ιατρού).

17.      Το άρθρο 8 της συμβάσεως του 1996 επιβάλλει στην Apoteket  την υποχρέωση να εφαρμόζει ενιαία τιμή πωλήσεως για κάθε φάρμακο. Όσον αφορά τα φάρμακα η δαπάνη των οποίων αποδίδεται στους ασφαλισμένους, η τιμή πωλήσεως –και, επομένως, το περιθώριο κέρδους της Apoteket– καθορίζεται από τη Läkemedelsförmånsnämnden (επιτροπή καθορισμού των τιμών φαρμάκων). Αντιθέτως, όσον αφορά τα φάρμακα η δαπάνη των οποίων δεν αποδίδεται στους ασφαλισμένους, η ίδια η Apoteket καθορίζει την τιμή των προϊόντων καθώς και το περιθώριο κέρδους της. Τα φάρμακα των οποίων η δαπάνη επιστρέφεται στους ασφαλισμένους είναι εκείνα που χορηγούνται κατόπιν συνταγής ιατρού καθώς και ορισμένα φάρμακα που πωλούνται ελεύθερα στο εμπόριο. 

II – Η προδικαστική παραπομπή

18.      Οι σουηδικές εισαγγελικές αρχές άσκησαν ποινική δίωξη κατά του K. Hanner για παράβαση του άρθρου 4 του νόμου του 1996. Τον κατηγορούν για την πώληση, τον Μάιο και τον Ιούλιο του 2001, δώδεκα κουτιών Nicorette σε μορφή εμπλάστρου και Nicorette σε μορφή μαστίχας, τα οποία αποτελούν υποκατάστατα νικοτίνης που βοηθούν τους καπνιστές να σταματήσουν το κάπνισμα. O εισαγγελέας τόνισε ότι τα εν λόγω προϊόντα συγκαταλέγονται, σύμφωνα με το Läkemedelsverket, στα φάρμακα και, συνεπώς, εμπίπτουν στο σουηδικό κρατικό μονοπώλιο.

19.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο K. Hanner αποδέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά, αλλά δεν δέχθηκε ότι στοιχειοθετούν παράβαση. Υποστήριξε ότι το σουηδικό κρατικό μονοπώλιο αντέβαινε στα άρθρα 31 ΕΚ, 28 ΕΚ και 43 ΕΚ.

20.      Το Stockholms tingsrätt, κρίνοντας ότι είναι αναγκαία η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Σε εθνικό επίπεδo υφίσταται ένα αυτoτελές σύστημα για την εξέταση και την έγκριση των φαρμάκων, πoυ απoσκoπεί στη διατήρηση της καλής πoιότητας των φαρμάκων και στην εξάλειψη των επιβλαβών συνεπειών των φαρμάκων. Περαιτέρω, για oρισμένα φάρμακα απαιτείται συνταγή ιατρoύ ασκoύντoς νoμίμως τo επάγγελμά τoυ. Υπό τις συvθήκες αυτές, αντιβαίνει στo άρθρo 31 της Συνθήκης ΕΚ μια εθνική νoμoθεσία η oπoία oρίζει ότι τo λιανικό εμπόριo φαρμάκων μπoρεί να ασκείται μόνoν από τo κράτoς ή από νoμικό πρόσωπo στo oπoίo τo κράτoς ασκεί απoφασιστική επιρρoή και της oπoίας o σκoπός συνίσταται στην ικανoπoίηση της ανάγκης για ασφαλή και απoτελεσματικά φάρμακα;

2)      Αντιβανει στo άρθρo 28 ΕΚ, λαμβανoμένων υπόψη των όσων διαλαμβάνoνται στo ερώτημα 1, μια νoμoθεσία όπως αυτή πoυ αναφέρεται στo ερώτημα 1;

3)      Αντιβαίνει στo άρθρo 43 ΕΚ, λαμβανoμένων υπόψη των όσων διαλαμβάνoνται στo ερώτημα 1, μια νoμoθεσία όπως αυτή πoυ αναφέρεται στo ερώτημα 1;

4)      Κατά την εξέταση των ερωτημάτων 1 έως 3, μπoρεί να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην αρχή της αναλoγικότητας μια εθνική νoμoθεσία όπως αυτή πoυ αναφέρεται στo ερώτημα 1;

5)      Επηρεάζει την απάντηση πoυ πρέπει να δoθεί στα ερωτήματα 1 έως 4 τo γεγoνός ότι τα φάρμακα “που πωλούνται ελεύθερα”εξαιρoύνται εν όλω ή εν μέρει από την απαίτηση της εθνικής νoμoθεσίας βάσει της oπoίας τo λιανικό εμπόριo φαρμάκων μπoρεί να ασκείται απoκλειστικά από τo κράτoς ή από νoμικό πρόσωπo στo oπoίo τo κράτoς ασκεί απoφασιστική επιρρoή;»

III – Το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων

21.      Με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Stockholms tingsrätt θέτει κατ’ ουσία δύο κατηγορίες ερωτημάτων.

22.      Καταρχάς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι βασικές διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων (άρθρα 31 ΕΚ και 28 ΕΚ) και περί ελευθερίας εγκαταστάσεως (άρθρο 43 ΕΚ) απαγορεύουν μια εθνική νομοθεσία που παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως φαρμάκων στο κράτος ή σε οργανισμό ελεγχόμενο από το κράτος (6).

23.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί αν μια τέτοια νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των εξαιρέσεων που προβλέπει η Συνθήκη. Συγκεκριμένα, καίτοι το Stockholm tinterätt δεν αναφέρθηκε ρητώς, με την αίτησή του εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, στις εισάγουσες παρέκκλιση διατάξεις της Συνθήκης, μόνον η ερμηνεία των διατάξεων αυτών θα του δώσει λυσιτελή απάντηση, δηλαδή θα του παράσχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να καθοριστεί αν το επίδικο μονοπώλιο συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο (7). Το ζήτημα αν το μονοπώλιο μπορεί να δικαιολογηθεί περιλαμβάνεται, εμμέσως, στις δύο πρώτες περιόδους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος καθώς και στο τέταρτο και πέμπτο ερώτημα.

24.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, συγκεκριμένα, αν το επίδικο μέτρο είναι ανάλογο προς τον σκοπό που επιδιώκει (8). Το εθνικό δικαστήριο διερωτάται αν το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο, λαμβανομένου υπόψη ότι υπάρχουν ήδη προς εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας άλλες νόμιμες διατάξεις στον τομέα του ελέγχου φαρμάκων, της χορηγήσεως σχετικών αδειών και της συνταγογραφήσεως (9). Επίσης, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το επίδικο μέτρο βαίνει πέραν του αναγκαίου, καθόσον καλύπτει με το κρατικό μονοπώλιο τα φάρμακα που χορηγούνται χωρίς συνταγή ιατρού (10).

25.      Τα ερωτήματα αυτά θα εξεταστούν διαδοχικώς, αφού πρώτα αναλυθεί το άρθρο 31 ΕΚ, καθόσον, κατά τη νομολογία, η διάταξη αυτή αποτελεί lex specialis για τα εθνικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα (11). 

IV – Επί του άρθρου 31 ΕΚ

26.      Το άρθρο 31, παράγραφος 1, ΕΚ έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη διαρρυθμίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό με τον οποίο κράτος μέλος, νομικά ή πραγματικά, ελέγχει, διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά, άμεσα ή έμμεσα, τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ κρατών μελών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης και επί των κατά παραχώρηση κρατικών μονοπωλίων».

27.      Το άρθρο 31 ΕΚ συγκαταλέγεται στις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων διατάξεις της Συνθήκης. Κύριος σκοπός του είναι να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα κράτη μέλη να μη χρησιμοποιούν τα εμπορικά μονοπώλιά τους για σκοπούς προστατευτισμού και, με τον τρόπο αυτό, να δημιουργούν εκ νέου στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων τα εμπόδια που οι λοιπές διατάξεις της Συνθήκης επιδιώκουν ακριβώς να εξαλείψουν (12). Η Έκθεση Spaak επισημαίνει, συγκεκριμένα, τα εξής (13):

«Ανακύπτει ιδιαίτερο πρόβλημα όταν η άμεση ρύθμιση των εισαγωγών δεν πραγματοποιείται μέσω επιβολής ποσοστώσεων, αλλά με την καθιέρωση μονοπωλίου αγοράς, είτε πρόκειται για μονοπώλιο δημόσιας υπηρεσίας, είτε για μονοπώλιο ιδιωτικού οργανισμού εξουσιοδοτημένου από το κράτος. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή που καθορίζει το όριο των εισαγωγών συγχέεται με τον αγοραστή, αυτόν καθαυτόν. Συνεπώς, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ένας αυτόματος κανόνας επεκτάσεως των αγορών, διότι δεν είναι δυνατό να καθίστανται υποχρεωτικές αγορές που δεν είναι αναγκαίες. Σημαντική  για τη λύση του προβλήματος είναι η επισήμανση ότι, κατά το πέρας της μεταβατικής περιόδου, οι αρμόδιοι για αγορές ή εισαγωγές εθνικοί οργανισμοί θα πρέπει είτε να παύσουν να υφίστανται, είτε να προσαρμοστούν στην κοινή αγορά, είτε, αν παραστεί ανάγκη, να αντικατασταθούν με κοινής αποδοχής οργανισμό.»

28.      Επομένως, το άρθρο 31 ΕΚ αποτελεί ειδική διάταξη σκοπούσα στην εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων τα οποία δεν ανακύπτουν από κρατική ρύθμιση, αλλά από τη διαχείριση των κρατικών μονοπωλίων (14).

29.      Εν προκειμένω, το Stockholms tingsrätt ερωτά αν η διάταξη αυτή απαγορεύει μια εθνική νομοθεσία που παραχωρεί στις αρχές κράτους μέλους ή σε οργανισμό ελεγχόμενο από τις εν λόγω αρχές το αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως φαρμάκων.

30.      Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί αν η Apoteket εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 ΕΚ (βλ. κατωτέρω σημείο Α). Στη συνέχεια θα εξεταστεί αν ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με τις επιταγές της εν λόγω διατάξεως (βλ. κατωτέρω σημείο Β).

 Α –     Επί του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 31 ΕΚ

31.      Το άρθρο 31 ΕΚ εφαρμόζεται στα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα και αφορά «κάθε οργανισμό μέσω του οποίου τα κράτη μέλη ελέγχουν, διευθύνουν ή επηρεάζουν αισθητά, όχι μόνον άμεσα, αλλά και έμμεσα, τις εισαγωγές ή εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών» (15).

32.      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Κοσμάς (16), για τη συγκρότηση της εν λόγω έννοιας απαιτείται η σύζευξη δύο στοιχείων: ενός θεσμικού στοιχείου και ενός λειτουργικού.

33.      Όσον αφορά το θεσμικό στοιχείο, το άρθρο 31 προϋποθέτει ότι το κρατικό μονοπώλιο είναι «εμπορικού» χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι ο οικείος οργανισμός πρέπει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ήτοι δραστηριότητα η οποία έγκειται στην προσφορά προϊόντων ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (17). Η έννοια του «κρατικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα» εμφανίζει, ως εκ τούτου, κοινά σημεία με την έννοια της «επιχειρήσεως» κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, καθόσον η έννοια αυτή καλύπτει «κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του» (18).

34.      Ωστόσο, ο «κρατικός» χαρακτήρας του μονοπωλίου προϋποθέτει την ύπαρξη ιδιαίτερου συνδέσμου μεταξύ του οικείου οργανισμού και του κράτους (19). Μπορεί να πρόκειται για διοικητικό τμήμα (20), για δημόσια επιχείρηση (21) ή για ιδιωτική επιχείρηση κατέχουσα αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα (22). Το σημαντικό στοιχείο είναι να μπορεί το κράτος να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά του εν λόγω οργανισμού (23). Επιπλέον, ο «κρατικός» χαρακτήρας του μονοπωλίου προϋποθέτει ότι το εν λόγω μονοπώλιο απορρέει από πράξη της δημόσιας αρχής και ότι η αποκλειστικότητα του σχετικού δικαιώματος εξασφαλίζεται από τη νομοθεσία (24). Ως εκ τούτου, αποκλείονται από την έννοια του κρατικού μονοπωλίου τα αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα μονοπώλια, τα οποία διέπονται από τους κανόνες της Συνθήκης περί ανταγωνισμού. Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 31 ΕΚ αφορά το εμπόριο (25) και, συνεπώς, δεν εφαρμόζεται στα σχετικά με υπηρεσίες μονοπώλια (26), εκτός αν πρόκειται για μονοπώλια δυνάμενα να επηρεάσουν άμεσα το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (27).

35.      Προκειμένου δε για το λειτουργικό στοιχείο, το άρθρο 31 αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι δημόσιες αρχές είναι σε θέση να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μέσω του προαναφερθέντος οργανισμού ή επιχειρήσεως (28). Συναφώς, δεν είναι απαραίτητο το κράτος να ελέγχει ή να ρυθμίζει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Αρκεί να είναι σε θέση να επηρεάζει το εμπόριο, έστω και εμμέσως (29). Επίσης, για να θεωρηθεί σημαντική η επίδραση του κράτους, δεν είναι αναγκαίο το κράτος να ελέγχει το σύνολο των εισαγωγών ή των εξαγωγών.  Ένα κράτος που κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής και εμπορίας προϊόντων που καλύπτουν το 65 % των αναγκών της εθνικής αγοράς έχει τη δύναμη να επηρεάσει αισθητά τις εισαγωγές των εν λόγω προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη (30).

36.      Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η Apoteket πληροί τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

37.      Αφενός, η Apoteket ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, καθόσον πωλεί προϊόντα σε συγκεκριμένη αγορά, ήτοι στην αγορά φαρμάκων. Υπόκειται, εξάλλου, στον έλεγχο του κράτους, καθόσον το κεφάλαιό της ανήκει στο σουηδικό δημόσιο και το διοικητικό της συμβούλιο απαρτίζεται από πολιτικά πρόσωπα και δημόσιους υπαλλήλους. Τέλος, κατέχει μονοπώλιο εκ του νόμου, καθόσον ο αποκλειστικός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων της εξασφαλίζεται τόσο από τον νόμο του 1996 (31) όσο και από τη σύμβαση του 1996 (32).

38.      Αφετέρου, η Apoteket κατέχει αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατοχή τέτοιου δικαιώματος παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να επηρεάσει αισθητά τις εισαγωγές του επίμαχου προϊόντος το οποίο προέρχεται από άλλα κράτη μέλη (33).

39.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Apoteket κατέχει κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 31 ΕΚ. Συνεπώς, επιβάλλεται να εξεταστεί αν οι επιταγές της εν λόγω διατάξεως απαγορεύουν την ύπαρξη ή την τμηματική άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως που της παραχωρήθηκε.

 B –     Επί των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 31 ΕΚ

40.      Το άρθρο 31 EK δεν επιβάλλει υποχρέωση καταργήσεως των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα (34). Επιτάσσει μόνον τη ρύθμιση των εν λόγω μονοπωλίων κατά τρόπο εξασφαλίζοντα, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων, την πλήρη εξάλειψη οποιασδήποτε διακρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών (35).

41.      Ένα από τα προβλήματα που εγείρει το άρθρο 31 ΕΚ έγκειται στο ότι η έννοια του «κρατικού μονοπωλίου» χρησιμοποιείται για να αποδώσει τόσο το αποκλειστικό δικαίωμα ασκήσεως συγκεκριμένης δραστηριότητας (παραγωγή, εισαγωγή, εμπορία), όσο και τον επιφορτισμένο με την άσκηση του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος οργανισμό (36). Είναι προφανές ότι, βάσει του άρθρου 295 ΕΚ (37), η Συνθήκη δεν μπορεί να επιβάλει σε ένα κράτος μέλος υποχρέωση άρσεως της λειτουργίας ενός οργανισμού ο οποίος κατέχει αποκλειστικά δικαιώματα. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση ρυθμίσεως των μονοπωλίων την οποία επιβάλλει το άρθρο 31 ΕΚ μπορούσε να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να καταργήσουν ορισμένα αποκλειστικά δικαιώματα.

42.      Συγκεκριμένα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Manghera κ.λπ. (38), το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής προϊόντων εισήγαν, εκ της φύσεώς τους, δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 31 ΕΚ και ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, ως εκ τούτου, να καταργήσουν τα εν λόγω δικαιώματα Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα εξαγωγής προϊόντων ήταν, εκ της φύσεώς τους, αντίθετα προς το άρθρο 31 ΕΚ και, συνεπώς, έπρεπε να καταργηθούν (39).

43.      Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως μπορεί να θεωρηθεί συμβατό προς το άρθρο 31 ΕΚ.

44.      Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της αποφάσεως Franzén. Έκρινε ότι το επίδικο στην υπόθεση αυτή μονοπώλιο ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 31 ΕΚ, στο μέτρο που οι σχετικές με την ύπαρξη και τη λειτουργία του εν λόγω μονοπωλίου διατάξεις ούτε εισήγαν δυσμενή διάκριση ούτε ήταν ικανές να περιαγάγουν σε δυσμενή θέση τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα.

45.      Εν προκειμένω, ωστόσο, προτείνω στο Δικαστήριο να μην εφαρμόσει την απόφαση Franzén. Συγκεκριμένα, φρονώ, όπως και η πλειονότητα των θεωρητικών του δικαίου (40), ότι η λύση που δόθηκε με την απόφαση αυτή δεν συνιστά ορθή ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης.

46.      Πριν εκθέσω τους λόγους για τους οποίους προτείνω στο Δικαστήριο να αναθεωρήσει την απόφαση Franzén, πρέπει να υπενθυμίσω εν συντομία το περιεχόμενό της. 

1.      Το περιεχόμενο της αποφάσεως Franzén

47.      Η υπόθεση Franzén αφορούσε το μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών στη Σουηδία. 

48.      Στο κράτος αυτό, η νομοθεσία εξαρτούσε την παραγωγή, το χονδρικό εμπόριο και την εισαγωγή (ολική ή μερική) οινοπνευματωδών ποτών από την απόκτηση ειδικών αδειών χορηγηθεισών από την Αlkoholinspektion (επιθεώρηση οινοπνευματωδών ποτών). Επίσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως οίνου, ζύθου και αφρωδών ποτών κατείχε μια κρατική επιχείρηση, ιδρυθείσα ειδικώς προς τον σκοπό αυτό. Η επιχείρηση αυτή, επονομαζόμενη Systembolaget Aktiebolag (41), ανήκε εξ ολοκλήρου στο σουηδικό Δημόσιο. 

49.      Στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του Franzén, ένα σουηδικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων με σκοπό να διευκρινιστεί αν το μονοπώλιο της Systembolaget ήταν συμβατό με τα άρθρα 30 και 37 της Συνθήκης EΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 31 ΕΚ).

50.      Το Δικαστήριο τόνισε, καταρχάς, ότι τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούσαν μόνον τις σχετικές με την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου εθνικές διατάξεις, αλλά, γενικότερα, τις διατάξεις οι οποίες, μολονότι δεν διέπουν τη λειτουργία του μονοπωλίου, επιδρούν πάντως ευθέως επ’ αυτού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των κανόνων περί των αδειών παραγωγής και χονδρικού εμπορίου (42).

51.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες που αφορούν την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου έπρεπε να εξεταστούν υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 37 της Συνθήκης (43), ενώ οι λοιπές διατάξεις, οι οποίες μπορούν να αποσπαστούν από το πλαίσιο λειτουργίας του μονοπωλίου, μολονότι έχουν επίπτωση επ’ αυτού, πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 30 της Συνθήκης (44).

52.      Όσον αφορά τους σχετικούς με την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου κανόνες, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«39      Πράγματι, το άρθρο 37 της Συνθήκης έχει ως αντικείμενο τον συγκερασμό της δυνατότητας των κρατών μελών να διατηρούν ορισμένα μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, ως όργανα επιτεύξεως στόχων δημοσίου συμφέροντος, με τις απαιτήσεις της εγκαθιδρύσεως και της λειτουργίας της κοινής αγοράς. Στοχεύει στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, με την εξαίρεση, πάντως, των περιοριστικών αποτελεσμάτων επί του εμπορίου που είναι σύμφυτα με την ύπαρξη των επιδίκων μονοπωλίων.

40      Έτσι, το άρθρο 37 απαιτεί η οργάνωση και λειτουργία του μονοπωλίου να διαρρυθμίζονται έτσι ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οπότε να μη βλάπτεται ούτε νομικά ούτε πραγματικά το εμπόριο των προερχομένων από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με το εμπόριο των εγχωρίων προϊόντων και να μη νοθεύεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών […].

41      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, σκοπώντας την προστασία της δημοσίας υγείας από τα κακά του οινοπνεύματος, ένα κρατικό μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως των οινοπνευματωδών ποτών, όπως είναι αυτό που έχει ανατεθεί στη Systembolaget, επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος.

42      Κατόπιν αυτού, πρέπει να ελεγχθεί αν μονοπώλιο αυτού του είδους είναι διαρρυθμισμένο κατά τρόπον ώστε να ανταποκρίνεται στις υπομνησθείσες στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως προϋποθέσεις.»

53.      Το Δικαστήριο εξέτασε τις διατάξεις που αφορούν το σύστημα επιλογής των προϊόντων (45), το δίκτυο πωλήσεων της κατέχουσας μονοπώλιο επιχειρήσεως (46) και το σύστημα προωθήσεως των οινοπνευματωδών ποτών (47). Σε κάθε περίπτωση, έκρινε ότι οι επίδικες διατάξεις ούτε εισήγαν δυσμενείς διακρίσεις, ούτε ήταν ικανές να περιαγάγουν σε μειονεκτική θέση τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν συνέβαινε αυτό, οι εν λόγω διατάξεις δικαιολογούνταν από τις σχετικές με την ύπαρξη και τη ρύθμιση του επίδικου μονοπωλίου επιταγές (48).

54.      Το Δικαστήριο κατέληξε, συνεπώς, ότι «ένα μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως, όπως είναι το επίδικο στ[ο] πλαίσι[-ο] της διαφοράς της κυρίας δίκης, πληροί τις προϋποθέσεις συμβατότητας προς το άρθρο 37 της Συνθήκης, όπως αυτές προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 39 και 40 της παρούσας αποφάσεως» (49).

55.      Όσον αφορά τις λοιπές εθνικές διατάξεις που επηρεάζουν τη λειτουργία του μονοπωλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις βάσει των οποίων οι εισαγωγές οινοπνευματωδών ποτών ασκούνται αποκλειστικώς από τους κατόχους σχετικής αδείας αποτελούσαν εμπόδιο κατά την έννοια της αποφάσεως Dassonville (50). Επιπλέον, έκρινε ότι η Σουηδική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι οι εν λόγω διατάξεις ήταν ανάλογες προς τον σκοπό τον οποίο επιδίωκαν, ήτοι την προστασία της δημόσιας υγείας (51). Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι διατάξεις της σουηδικής νομοθεσίας περί του καθεστώτος εισαγωγών οινοπνευματωδών ποτών ήταν αντίθετες προς τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 28 ΕΚ και 30 ΕΚ) (52).

2.      Ανάλυση της αποφάσεως Franzén

56.      Συμμεριζόμενος την άποψη της πλειονότητας των θεωρητικών του δικαίου (53), φρονώ ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση Franzén ερείδεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 31 ΕΚ. Κατά την άποψή μου, η απόφαση αυτή εγείρει κατ’ ουσίαν τρία βασικά ζητήματα.

57.      Πρώτον, το Δικαστήριο προέβη σε «τμηματική» προσέγγιση του επίδικου μονοπωλίου.

58.      Στην προγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο κλήθηκε συχνά να αποφανθεί αποκλειστικώς επί συγκεκριμένης πτυχής ενός εθνικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα. Η πτυχή αυτή ήταν δυνατόν να αφορά την είσπραξη δασμού ή φόρου επί των εισαγόμενων προϊόντων (54), την εμπορία προϊόντων σε παραδόξως χαμηλή τιμή πωλήσεως (55), την απαγόρευση αποστάξεως εισαγόμενων πρώτων υλών (56), τον καθορισμό ενιαίων περιθωρίων κέρδους (57) ή τον καθορισμό τιμής πωλήσεως διαφορετικής από την καθορισθείσα από τους παραγωγούς και τους εισαγωγείς τιμή (58). Είναι προφανές ότι, στις διάφορες αυτές περιπτώσεις, το Δικαστήριο περιόρισε κατ’ ανάγκη την εξέτασή του στην πτυχή του μονοπωλίου που αποτελούσε αντικείμενο της διαφοράς που υποβλήθηκε στην κρίση του.

59.      Σε όλες πάντως τις άλλες περιπτώσεις, το Δικαστήριο προέβη σε σφαιρική εξέταση του οικείου μονοπωλίου. Στην προπαρατεθείσα απόφαση Manghera κ.λπ. (59) εξέτασε σφαιρικώς το μονοπώλιο εισαγωγής βιομηχανοποιημένων καπνών από πλευράς του άρθρου 31 ΕΚ, και όχι μόνον τους διάφορους κανόνες λειτουργίας του εν λόγω μονοπωλίου. Ομοίως, στην προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (60), το Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο σφαιρικής αναλύσεως, ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα του ελληνικού Δημοσίου στον τομέα της εισαγωγής και της εμπορίας πετρελαϊκών προϊόντων εισήγαν δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 31 ΕΚ. Ως εκ τούτου, όταν υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου ζήτημα σχετικό με τη  συμβατότητα όλων των παραμέτρων ενός κρατικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο προβαίνει σε σφαιρική εξέταση του(-ων) επίδικου(-ων) αποκλειστικού(-ών) δικαιώματος(-άτων).

60.      Στην υπόθεση Franzén, ωστόσο, το Δικαστήριο δεν ακολούθησε την πρακτική αυτή, μολονότι το ζήτημα αυτό τέθηκε ρητώς ενώπιόν του (61). Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο απομόνωσε τους διάφορους κανόνες λειτουργίας του μονοπωλίου (το σύστημα επιλογής των προϊόντων, το δίκτυο πωλήσεως, την προώθηση των προϊόντων) και εξέτασε, σε κάθε περίπτωση, αν οι κανόνες αυτοί εισήγαν διακρίσεις ή ήταν ικανοί να περιαγάγουν σε μειονεκτική θέση τα εισαγόμενα προϊόντα.

61.      Τίθεται το ζήτημα αν η νέα αυτή προσέγγιση είχε ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να προβεί σε κρίση διαφορετική από αυτή που επέβαλλε η πρακτική του παραδοσιακώς εφάρμοζε. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση των συνεπειών ενός μονοπωλίου στο διακρατικό εμπόριο διαφέρει ανάλογα με το αν το Δικαστήριο προέβη σε σφαιρική εξέταση ή σε τμηματική προσέγγιση. Αντιθέτως προς την τελευταία αυτή προσέγγιση, μια σφαιρική εξέταση λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων που απορρέουν από τη σωρευτική εφαρμογή των διαφόρων κανόνων λειτουργίας του μονοπωλίου. Εξάλλου, το συμπέρασμα του γενικού εισαγγελέα ότι το μονοπώλιο της Systembolaget ήταν ικανό να παρεμποδίσει σοβαρά το ενδοκοινοτικό εμπόριο συνήχθη κατόπιν σφαιρικής αναλύσεως του εν λόγω μονοπωλίου (62).

62.      Δεύτερον, φρονώ ότι το Δικαστήριο έδωσε περιοριστική ερμηνεία στην προβλεπόμενη από το άρθρο 31 ΕΚ έννοια της «διακρίσεως».

63.      Όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια των προτάσεων (63), το άρθρο 31 ΕΚ δεν απαγορεύει μόνον τις διακρίσεις μεταξύ των προϊόντων των άλλων κρατών μελών. Η εν λόγω διάταξη απαγορεύει κυρίως τις διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων. Το άρθρο 31 ΕΚ  έχει, επομένως, ως σκοπό να εξασφαλίσει στις εγκαταστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους πελάτες της επιλογής τους εντός του κράτους μέλους στο οποίο υφίσταται το μονοπώλιο. Αντιστρόφως, σκοπός του είναι να παράσχει στους καταναλωτές του κράτους μέλους εντός του οποίου υφίσταται το μονοπώλιο τη δυνατότητα να εφοδιάζονται από τους επιχειρηματίες της επιλογής τους εντός των άλλων κρατών μελών. Επομένως, το άρθρο 31 ΕΚ δεν αποβλέπει μόνο στην προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αυτή καθαυτή: αποβλέπει κυρίως στην προστασία των επιχειρηματιών που μετέχουν στην εν λόγω ελεύθερη κυκλοφορία (64).

64.      Όπως αναφέρεται σε ένα νομικό σύγγραμμα (65), αυτή η ιδιαίτερη σημασία της έννοιας «διάκριση» βαίνει πέραν της έννοιας της διακρίσεως μεταξύ των προϊόντων. Συγκεκριμένα, η κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ των προϊόντων δεν απαιτεί οπωσδήποτε την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων. Για να τηρεί το μονοπώλιο την απαίτηση αυτή, αρκεί τα εθνικά προϊόντα και τα προερχόμενα από την αλλοδαπή προϊόντα να τυγχάνουν ίδιας μεταχειρίσεως (μη διακριτικής). Αντιθέτως, η άρση των διακρίσεων μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών είναι δυνατόν να προϋποθέτει την κατάργηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθόσον η παροχή δυνατότητας ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας κατ’ αποκλειστικότητα σε ημεδαπή επιχείρηση είναι στοιχείο ικανό να επηρεάσει άμεσα τις εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων. Όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια (66), το Δικαστήριο δέχθηκε, στη νομολογία του, αυτή την ιδιαίτερη σημασία της έννοιας «διάκριση». Έκρινε δηλαδή επιτακτική την κατάργηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, χωρίς να ερευνήσει αν το επίδικο μονοπώλιο εξασφάλιζε ίση μεταχείριση στα ημεδαπά και στα εισαγόμενα προϊόντα (67).

65.      Στην απόφαση Franzén, όμως, το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη νομολογία αυτή.

66.      Το Δικαστήριο περιόρισε, κατ’ ουσίαν, την ανάλυσή του στο ζήτημα της διακρίσεως μεταξύ των προϊόντων των κρατών μελών. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο είχε εξακριβώσει, για κάθε κανόνα λειτουργίας του μονοπωλίου (για το σύστημα επιλογής προϊόντων, το δίκτυο πωλήσεως και την προώθηση των προϊόντων), ότι οι κρίσιμες διατάξεις εφαρμόζονταν ανεξαρτήτως της προελεύσεως των προϊόντων και ότι δεν μπορούσαν να περιαγάγουν σε μειονεκτική θέση τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα. Το Δικαστήριο στήριξε, επομένως, την εξέτασή του σε περιοριστική ερμηνεία της κατ’ άρθρο 31 ΕΚ έννοιας της «διακρίσεως».

67.      Συναφώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόφαση Franzén αποτελεί απαρχή μεταστροφής της νομολογίας και μεταβολής της ερμηνείας του άρθρου 31 ΕΚ. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή αίρεται από το γεγονός ότι την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως Franzén το Δικαστήριο εξέδωσε τρεις άλλες αποφάσεις στις οποίες ακολούθησε την κλασική ερμηνεία της έννοιας «διάκριση».

68.      Συγκεκριμένα, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (68), Επιτροπή κατά Ιταλίας (69) και Επιτροπή κατά  Γαλλίας (70), που εκδόθηκαν επίσης στις 23 Οκτωβρίου 1997, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η ύπαρξη, σε ένα κράτος μέλος, αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εξαγωγής αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, σε βάρος των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη, συνεπαγόταν δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 31 ΕΚ. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι το ίδιο θα συνέβαινε ακόμη και αν το μονοπώλιο εξασφάλιζε ίση μεταχείριση (μη διακριτική) στα εθνικά και στα εισαγόμενα προϊόντα (71). Σύμφωνα, επομένως, με την κλασική νομολογία του, το Δικαστήριο έκρινε επιτακτική την κατάργηση των επίδικων αποκλειστικών δικαιωμάτων.

69.      Κατά του νομικούς συγγραφείς (72), δεν είναι σαφές γιατί το Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετική γραμμή σε δύο κατηγορίες αποφάσεων που εκδόθηκαν αυθημερόν και με την ίδια σύνθεση (ολομέλεια).

70.      Το τρίτο πρόβλημα που εγείρει η απόφαση Franzén αφορά την αιτιολόγηση των μέτρων που αντιβαίνουν στο άρθρο 31 ΕΚ.

71.      Η αιτιολόγηση των αντίθετων προς το άρθρο 31 ΕΚ μέτρων αποτελεί αμφισβητούμενο ζήτημα, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια (73). Προς το παρόν, επισημαίνω ότι, με την απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, Campus Oil κ.λπ. (74), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ) δεν απάλλασσε ένα κράτος μέλος, το οποίο είχε αναθέσει σε μια επιχείρηση τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, από την υποχρέωση λήψεως μέτρων τα οποία παρεμποδίζουν τις εισαγωγές, κατά παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επίσης, με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (75), το Δικαστήριο έκρινε, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ότι η διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας πετρελαϊκών προϊόντων δεν δικαιολογούνταν από λόγους δημόσιας ασφάλειας, κατά την έννοια του άρθρου 36 της Συνθήκης.

72.      Η Επιτροπή, στηριχθείσα στις εν λόγω αποφάσεις, είχε καταλήξει ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, EΚ δεν μπορούσε να προβληθεί προς αιτιολόγηση ενός αντίθετου προς το άρθρο 31 ΕΚ μέτρου και ότι μόνον στο άρθρο 30 ΕΚ μπορούσε να θεμελιωθεί η εν λόγω αιτιολογία (76).

73.      Με την απόφαση Franzén, το Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη γραμμή αυτή. Παρέσχε άλλη δυνατότητα αιτιολογήσεως, προβλέποντας ενός είδους «κανόνα της ελλόγου αιτίας» στο πλαίσιο του άρθρου 31, παράγραφος 1, ΕΚ.

74.      Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 39 της αποφάσεως Franzén, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 31 ΕΚ καθιστά δυνατό «τον συγκερασμό της δυνατότητας των κρατών μελών να διατηρούν ορισμένα μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, ως όργανα επιτεύξεως στόχων δημοσίου συμφέροντος, με τις απαιτήσεις της εγκαθιδρύσεως και της λειτουργίας της κοινής αγοράς. Στοχεύει στην κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, με την εξαίρεση, πάντως, των περιοριστικών αποτελεσμάτων επί του εμπορίου που είναι σύμφυτα με την ύπαρξη των επιδίκων μονοπωλίων» (77).

75.      Στη συνέχεια της συλλογιστικής του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μονοπώλιο που αναγνωρίστηκε στη Systembolaget επιδίωκε όντως σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθόσον σκοπούσε στην προστασία της δημόσιας υγείας από τις βλαπτικές συνέπειες των οινοπνευματωδών ποτών (78). Ακολούθως, το Δικαστήριο εξακρίβωσε ότι οι σχετικές με την οργάνωση και τη λειτουργία του μονοπωλίου διατάξεις δεν συνεπάγονταν περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι περιορισμοί αυτοί δεν έβαιναν πέραν του σχετικού με την «ύπαρξη» (79) ή τη «διαχείριση» (80) ενός κρατικού μονοπωλίου εμπορικού χαρακτήρα.

76.      Αναπτύσσοντας τη συλλογιστική αυτή, το Δικαστήριο έθεσε, επομένως, δύο αρχές:

–        πρώτον, το άρθρο 31 ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν  κρατικό μονοπώλιο εμπορικού χαρακτήρα, υπό τον όρον ότι το μονοπώλιο αυτό επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος, και,

–        δεύτερον, αν το μονοπώλιο επιδιώκει τέτοιο σκοπό, το άρθρο 31 ΕΚ δεν απαγορεύει τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που είναι «σύμφυτοι με την ύπαρξη» του εν λόγω μονοπωλίου, ήτοι τους περιορισμούς που δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

77.      Οι δύο αυτές αρχές, ωστόσο, δεν βρίσκουν έρεισμα στο άρθρο 31 ΕΚ.

78.      Καταρχάς, το άρθρο 31 ΕΚ δεν απαιτεί από ένα κράτος μέλος που επιθυμεί να διατηρήσει ένα κρατικό μονοπώλιο να αποδείξει ότι το μονοπώλιο αυτό επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος (81). Σύμφωνα με τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, απαιτείται απλώς τα κράτη μέλη να ρυθμίζουν τα μονοπώλιά τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να  αποκλείονται οι δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων. Συνεπώς, αφ’ ης στιγμής τα κράτη μέλη ρυθμίσουν τα μονοπώλιά τους, το άρθρο 31 ΕΚ τους επιτρέπει να τα διατηρήσουν χωρίς πρόσθετους όρους.

79.      Στην πραγματικότητα, το ζήτημα αν ένα μονοπώλιο επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος είναι ζήτημα το οποίο άπτεται της αιτιολογίας του αποκλειστικού δικαιώματος, όταν αυτό κρίνεται αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ. Η επιταγή αυτή προβλέπεται από τις δύο διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να προβληθούν προς δικαιολόγηση της διατηρήσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων αντίθετων προς το άρθρο 31 ΕΚ, ήτοι από το άρθρο 30 ΕΚ (για λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας) και από το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ (βάσει της έννοιας «υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος»). Επομένως, το ζήτημα του σκοπού που επιδιώκει το μονοπώλιο δεν διέπεται από το άρθρο 31 ΕΚ, αλλά από τις εισάγουσες παρέκκλιση διατάξεις της Συνθήκης.

80.      Υπενθυμίζω, ακολούθως, ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, EΚ επιβάλλει «συγκεκριμένη και χωρίς όρους υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος» (82). Η διάταξη αυτή επιτάσσει τη ρύθμιση των κρατικών μονοπωλίων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η «πλήρης εξάλειψη» (83) «οποιασδήποτε διακρίσεως» (84) μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών. Αντιθέτως προς την αρχή που έθεσε η απόφαση Franzén, το άρθρο 31 ΕΚ δεν προβλέπει, επομένως, ούτε προϋποθέσεις ούτε εξαιρέσεις όσον αφορά τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων που είναι σύμφυτοι με την ύπαρξη κρατικού μονοπωλίου ή ανάλογοι προς τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω μονοπώλιο. Ομοίως, οι εξαιρέσεις από την αρχή που θέτει το άρθρο 31 ΕΚ πρέπει να στηρίζονται στις εισάγουσες παρέκκλιση διατάξεις της Συνθήκης, ήτοι στο άρθρο 30 ΕΚ και/ή στο άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

81.      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να μην εφαρμόσει την απόφαση Franzén στην παρούσα υπόθεση. Προτείνω να ακολουθήσει την παραδοσιακή νομολογία του, όπως επιβεβαιώθηκε, για τελευταία φορά, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας.

3.      Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

82.      Στο μέτρο που προτείνω να απορριφθεί η ερμηνεία που δόθηκε στο πλαίσιο της αποφάσεως Franzén, μένει να εξεταστεί αν το αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως που κατέχει η Apoteket εισάγει «διάκριση» απαγορευόμενη από το άρθρο 31 EΚ.

83.      Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, η έννοια «διάκριση» του άρθρου 31 ΕΚ καλύπτει πολλές κατηγορίες μέτρων.

84.      Καταρχάς, είναι γεγονός ότι η έννοια αυτή αφορά κάθε  περίπτωση διαφορετικής μεταχειρίσεως των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων των άλλων κρατών μελών. Με τις πρώτες αποφάσεις του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 31 ΕΚ «όταν το εισαγόμενο προϊόν τελεί υπό τους ίδιους όρους όπως το ομοειδές εγχώριο προϊόν που [θίγεται] από το μονοπώλιο» (85). Η διάκριση μπορεί, επομένως, να απορρέει από δικαίωμα εισαγωγής, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τα εισαγόμενα προϊόντα να επιβαρύνονται περισσότερο από τα ομοειδή εθνικά προϊόντα (86)· από το ότι μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα επιβάλλεται υποχρέωση συνεισφοράς στα έξοδα του μονοπωλίου, υπό μορφή φόρου (87)·από την απαγόρευση διυλίσεως που επιβάλλεται μόνο στις εισαγόμενες πρώτες ύλες (88), ή από φόρο που βαρύνει μόνον τα εισαγόμενα προϊόντα προκειμένου να αντισταθμιστεί η διαφορά μεταξύ της τιμής πωλήσεως του προϊόντος εντός του κράτους μέλους προελεύσεως και της τιμής πωλήσεως που καταβάλλει το κρατικό μονοπώλιο στους εθνικούς παραγωγούς για το αντίστοιχο προϊόν (89).

85.      Η έννοια της «διακρίσεως» καλύπτει επίσης τα αδιακρίτως εφαρμοζόμενα μέτρα που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (90), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκ μέρους κρατικού μονοπωλίου καθορισμός τιμής λιανικής πωλήσεως  καπνών διαφορετικής από εκείνης που καθόρισαν οι παραγωγοί ή οι εισαγωγείς δεν αποτελούσε μόνον εμπόδιο αντίθετο προς το άρθρο 28 ΕΚ, αλλά εισήγε επίσης δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 31 ΕΚ. Ομοίως, με την προπαρατεθείσα απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983,  Επιτροπή κατά Ιταλίας (91), το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι το επίδικο μέτρο εφαρμοζόταν αδιακρίτως στα εισαγόμενα και τα εθνικά προϊόντα, εξέτασε αν το μέτρο αυτό εισήγε, εντούτοις, δυσμενή διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 31 ΕΚ.

86.      Συνεπώς, η έννοια «διάκριση» του άρθρου 31 ΕΚ αφορά το σύνολο των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (92). Τα εμπόδια αυτά μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, ήτοι μορφή δασμών ή επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 25 ΕΚ (93), ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 28 EΚ (94) ή ακόμη εσωτερικών φόρων εισαγόντων διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 90 ΕΚ (95).

87.      Ωστόσο, φρονώ ότι το άρθρο 31 ΕΚ έχει πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από αυτό των σχετικών με την ελεύθερη κυκλοφορία  των εμπορευμάτων διατάξεων της Συνθήκης. Όπως προαναφέρθηκε, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει μόνον τις δυσμενείς διακρίσεις και τα εμπόδια όσον αφορά τα προϊόντα των άλλων κρατών μελών. Απαγορεύει κυρίως τις διακρίσεις μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων. Το άρθρο 31 ΕΚ έχει επίσης σκοπό να εξασφαλίσει στις εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους πελάτες που επιλέγουν εντός του οικείου κράτους μέλους. Αντιστρόφως, επιδιώκει να καταστήσει δυνατό για τους καταναλωτές του οικείου κράτους μέλους τον εφοδιασμό από τους επιχειρηματίες της επιλογής τους στα άλλα κράτη μέλη (96).

88.      Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η ιδιαίτερη ερμηνεία της έννοιας «διάκριση» βαίνει πέραν της διακρίσεως μεταξύ των προϊόντων, την οποία απαγορεύουν τα άρθρα 25 EΚ, 28 EΚ και 90 EΚ. Συγκεκριμένα, η εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ των προϊόντων δεν απαιτεί, καταρχήν, την κατάργηση αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθόσον, για να τηρεί ένα μονοπώλιο την εν λόγω επιταγή, αρκεί να μεταχειρίζεται κατά τέτοιο τρόπο τα εθνικά προϊόντα και τα προϊόντα των άλλων κρατών μελών, ώστε να μη δημιουργούνται δυσμενείς διακρίσεις. Αντιθέτως, η έννοια της «διακρίσεως μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών» είναι δυνατόν να απαιτεί την κατάργηση ορισμένων αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθόσον το γεγονός και μόνον της αναθέσεως της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας σε εθνική επιχείρηση μπορεί να επηρεάσει άμεσα τις εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις, όσον αφορά τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως των εμπορευμάτων.

89.      Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε επανειλημμένως στη νομολογία του την ιδιαίτερη αυτή ερμηνεία της έννοιας «διάκριση».

90.      Συγκεκριμένα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Manghera κ.λπ. (97), το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής προϊόντων εισήγε, εκ της φύσεώς του, διάκριση ως προς τους κοινοτικούς εξαγωγείς και ότι τα κρατικά μονοπώλια έπρεπε, κατά συνέπεια, να ρυθμίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείουν αυτό το είδος δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση αυτή χωρίς να εξακριβώσει αν το επίδικο μονοπώλιο μεταχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο τα εγχώρια και τα εισαγόμενα προϊόντα.

91.      Ομοίως, με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας (98), τα Δικαστήριο έκρινε ότι αποκλειστικά δικαιώματα στον τομέα της εισαγωγής και εμπορίας πετρελαϊκών προϊόντων εισήγαν διάκριση σε βάρος των εγκατεστημένων στα άλλα κράτη μέλη  εξαγωγέων. Διαπιστώθηκε ότι τα εν λόγω δικαιώματα σκοπούσαν στην εξασφάλιση αγοράς για την παραγωγή των ελληνικών διυλιστηρίων του δημόσιου τομέα (99) και, κατά συνέπεια, στερούσαν από τις εγκατεστημένες στην Ελλάδα εταιρίες εμπορίας τη δυνατότητα να  εφοδιάζονται από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη (100).

92.      Στις προαναφερθείσες υποθέσεις Société coopérative d’amélioration de l’elevage et d’insémination artificielle du Béarn (101) και Gervais κ.λπ. (102), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί ενός μονοπωλίου παροχής υπηρεσιών σχετικών με την τεχνητή γονιμοποίηση ζώων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι  ένα μονοπώλιο παροχής υπηρεσιών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 ΕΚ, εκτός αν παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων δημιουργώντας δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων και προς όφελος των εγχωρίας προελεύσεως προϊόντων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν συνέβαινε στις περιπτώσεις στις οποίες οι κτηνοτρόφοι ήταν ελεύθεροι να ζητήσουν από το κέντρο τοποθετήσεως σπέρματος στο οποίο υπάγονται να τους προμηθεύσει σπέρμα που προέρχεται από το κέντρο παραγωγής της επιλογής τους, στο οικείο κράτος μέλος ή στο εξωτερικό.

93.      Τέλος, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε αναμφισβήτητα την εν λόγω ιδιαίτερη ερμηνεία της έννοιας «διάκριση» στις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας. Με τις αποφάσεις αυτές, επιβεβαίωσε ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής συνεπάγονταν, ως εκ της φύσεώς τους, διάκριση σε βάρος των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη εξαγωγέων, καθόσον τα εν λόγω δικαιώματα «[ήταν] ικανά να επηρεάσουν άμεσα τους όρους διαθέσεως των προϊόντων μόνον των επιχειρηματιών ή πωλητών των άλλων κρατών μελών» (103). Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα αποκλειστικά δικαιώματα εξαγωγής συνεπάγονται, ως εκ της φύσεώς τους, δυσμενή διάκριση έναντι των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη εισαγωγέων, καθόσον η αποκλειστικότητα αυτή επηρεάζει μόνον τους όρους εφοδιασμού των επιχειρηματιών ή καταναλωτών των άλλων κρατών μελών» (104).

94.      Όσον αφορά τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής, η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υποστήριξε, στο πλαίσιο μίας εκ των εν λόγω υποθέσεων, ότι το άρθρο 31 ΕΚ απαγορεύει μόνον την εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων και όχι την κατοχή τους (105). Το Δικαστήριο απέρριψε ρητώς το επιχείρημα αυτό, επισημαίνοντας ότι «η ελεύθερη κυκλοφορία [των εμπορευμάτων] εμποδίζεται από την ύπαρξη αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής σε κράτος μέλος, οσάκις αφαιρεί από τους επιχειρηματίες των άλλων κρατών μελών τη δυνατότητα να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε πελάτες επιλογής τους στο εν λόγω κράτος μέλος» (106).

95.      Συνεπώς, η έννοια «διάκριση» του άρθρου 31 ΕΚ έχει ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό της έννοιας «διάκριση» που προβλέπουν οι άλλες διατάξεις της Συνθήκης περί της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Σκοπός της έννοιας αυτής δεν είναι μόνο να εξασφαλιστεί στα προϊόντα των άλλων κρατών μελών δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά του οικείου κράτους μέλους. Κύριος σκοπός της είναι να εξασφαλίσει την πρόσβαση των εγκατεστημένων στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων στην εν λόγω αγορά. Συναφώς, το βασικό κριτήριο είναι να έχουν οι εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους πελάτες της επιλογής τους εντός του οικείου κράτους μέλους και, αντιστρόφως, οι καταναλωτές του οικείου κράτους μέλους να έχουν τη δυνατότητα να εφοδιάζονται από τις επιχειρήσεις της επιλογής τους εντός των άλλων κρατών μελών (107).

96.      Λαμβανομένης υπόψη αυτής της ιδιαίτερης ερμηνείας της έννοιας «διάκριση», φρονώ ότι ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως –όπως το δικαίωμα που παραχωρήθηκε στην Apoteket– είναι επίσης, ως εκ της φύσεώς του, αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ.

97.      Συναφώς, είναι σκόπιμη η διάκριση μεταξύ ενός αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως και ενός «καθεστώτος χορηγήσεως αδειών», ήτοι ενός καθεστώτος βάσει του οποίου η λιανική πώληση ορισμένων προϊόντων ασκείται αποκλειστικώς από εξουσιοδοτημένους διανομείς.

98.      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Elmer (108), ένα σύστημα χορηγήσεως αδειών δεν αποτελεί μονοπώλιο κατά την οικονομική του όρου έννοια. Πρόκειται για ένα «ανοικτό» σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου κάθε επιχειρηματίας που πληροί τις έννομες προϋποθέσεις εξουσιοδοτείται να διαθέσει στο εμπόριο ορισμένο προϊόν. Συνεπώς, ένα καθεστώς αδειών προϋποθέτει εν γένει την ύπαρξη σημαντικού αριθμού διανομέων (περίπου 76 000 λιανοπωλητών στην προαναφερθείσα υπόθεση Banchero), οι οποίοι εφοδιάζονται ελεύθερα από τους επιχειρηματίες της επιλογής τους. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έκρινε (109) ότι ένα σύστημα χορηγήσεως αδειών, το οποίο δεν επηρεάζει το εμπόριο των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι των εγχωρίων προϊόντων αποτελεί «όρο πωλήσεως» κατά την έννοια της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91, Keck και Mithouard (110), και, επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 ΕΚ (111).

99.      Αντιθέτως, ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως αποτελεί πραγματικό μονοπώλιο κατά την οικονομική του όρου έννοια. Πρόκειται για ένα «κλειστό» σύστημα, στο οποίο ένας μόνον επιχειρηματίας –εν προκειμένω, το κράτος ή μια ελεγχόμενη από το κράτος επιχείρηση– επιτρέπεται να διαθέτει στο εμπόριο το εν λόγω προϊόν.

100. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Elmer (112), ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως έχει, από πλευράς συνεπειών στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τα ίδια χαρακτηριστικά με ένα αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής.

101. Συγκεκριμένα, ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη συγκέντρωση όλων των αγορών του προϊόντος με σκοπό τη λιανική πώλησή του. Μια επιχείρηση όπως η Apoteket, η οποία κατέχει το μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως ενός προϊόντος, δεν αποτελεί απλώς τον μοναδικό πωλητή του εν λόγω προϊόντος ενός του οικείου κράτους μέλους, αλλά και τον μοναδικό αγοραστή του προϊόντος αυτού στο εν λόγω κράτος μέλος. Οι παραγωγοί και οι χονδρέμποροι δεν μπορούν, εν τέλει, να απευθυνθούν σε ένα μόνον επιχειρηματία (στην Apoteket) για να εξασφαλίσουν τη διάθεση των προϊόντων τους στους καταναλωτές.

102. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι σαφές ότι ένα κρατικό μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως μπορεί, όπως ένα κρατικό μονοπώλιο εισαγωγής, να καθορίσει τα προϊόντα που θα διατεθούν στο εμπόριο εντός του οικείου κράτους μέλους. Συναφώς, είτε το προϊόν έχει πρόσβαση στο δίκτυο πωλήσεων του μονοπωλίου και, στην περίπτωση αυτή, θα πωληθεί εντός του οικείου κράτους μέλους, είτε δεν έχει πρόσβαση στο δίκτυο πωλήσεων του μονοπωλίου, οπότε θα αποκλειστεί εντελώς από την οικεία αγορά. Ο κάτοχος αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως έχει, επομένως, εξουσία να καθορίσει τα προϊόντα που θα έχουν πρόσβαση στην αγορά του οικείου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, είναι σε θέση να καθορίσει το ύψος των εισαγωγών προϊόντων από τα άλλα κράτη μέλη εξίσου αποτελεσματικά με τον κάτοχο αποκλειστικού δικαιώματος εισαγωγής (113).

103. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται, εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας.

104. Συγκεκριμένα, το Stockholms tingsrätt επισήμανε ότι, βάσει της συμβάσεως του 1996, η Apoteket είχε την εξουσία να αποφασίσει ποια από τα φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ιατρού πρόκειται να διαθέσει στο εμπόριο (114). Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε σχετικώς ότι «[ο] παρασκευαστής των φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ή των φαρμάκων τα οποία είναι εγκεκριμένα σε άλλες χώρες δεν δικαιούται να επιβάλει την πώληση στη Σουηδία των προϊόντων αυτών από την Apoteket» (115). Ομοίως, όσον αφορά τους φαρμακευτικούς αντιπροσώπους, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η Apoteket είχε στην ιδιοκτησία της αποθέματα φαρμάκων των εν λόγω αντιπροσώπων και ότι «[ε]πί των αποθεμάτων [αποφάσιζε] ο υπεύθυνος του φαρμακείου κατόπιν διαβουλεύσεως με τις αρμόδιες για θέματα υγείας τοπικές υπηρεσίες» (116). Κατά συνέπεια, η Apoteket διαθέτει εξουσία καθορισμού των προϊόντων που θα πωληθούν μέσω του δικτύου της και που θα έχουν, επομένως, πρόσβαση στη σουηδική αγορά (117).

105. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως εμφανίζει, από πλευράς συνεπειών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, κοινά χαρακτηριστικά με ένα αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής. Επομένως, ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως πρέπει επίσης να θεωρείται, ως εκ της φύσεώς του, αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ.

106. Η νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει, εξάλλου, πολλά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν αυτή την ανάλυση (118).

107. Ως εκ τούτου, με την προπαρατεθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, έχοντας, ωστόσο, στηριχθεί σε άλλη διάταξη της Συνθήκης, το ασυμβίβαστο αποκλειστικού δικαιώματος εμπορίας με την κοινή αγορά. Στο πλαίσιο εξετάσεως αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών τερματικών, έκρινε ότι:

«34      […] [Η] ύπαρξη αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας στερεί τους επιχειρηματίες από τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων τους στους καταναλωτές.

35      Στη συνέχεια επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ο τομέας των τερματκών χαρακτηρίζεται από τη διαφοροποίηση και τον τεχνικό χαρακτήρα των προϊόντων, καθώς και από τους συνακόλουθους καταναγκασμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι εξασφαλισμένο ότι ο κάτοχος μονοπωλίου είναι σε θέση να προσφέρει ολόληρη την κλίμακα των τύπων που υφίστανται στην αγορά, να ενημερώνει τους πελάτες για την κατάσταση και τη λειτουργία όλων των τερματικών και να εγγυάται την ποιότητά τους.

36      Τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εμπορίας στον τομέα των τερματικών τηλεπικοινωνιών μπορούν, επομένως, να περιορίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο [κατά την έννοια του άρθρου 31 EΚ]» (119).

108. Επίσης, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας όσον αφορά τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής μπορεί σαφώς να ακολουθηθεί και στην περίπτωση κρατικού μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως.

109. Είναι εύλογη η διαπίστωση ότι, όπως συμβαίνει με τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής, τα αποκλειστικά δικαιώματα λιανικής πωλήσεως είναι «είναι ικανά να επηρεάσουν άμεσα τους όρους διαθέσεως των προϊόντων μόνον των επιχειρηματιών ή πωλητών των άλλων κρατών μελών» (120). Όμως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διακριτική άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων λιανικής πωλήσεως είναι, αφ’ εαυτής, αντίθετη προς το άρθρο 31 ΕΚ, καθόσον «η ύπαρξη [των εν λόγω] αποκλειστικών δικαιωμάτων […] στερεί από τους επιχειρηματίες των άλλων κρατών μελών τη δυνατότητα να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους καταναλωτές της επιλογής τους εντός του οικείου κράτους μέλους» (121). Τέλος, είναι γεγονός ότι ένα αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής δεν εμποδίζει «τους ευρισκομένους στην […] επικράτεια [του οικείου κράτους μέλους] πιθανούς πελάτες να επιλέγουν ελεύθερα τις πηγές εφοδιασμού τους [με το επίμαχο προϊόν] από τα άλλα κράτη μέλη» (122)

110. Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως συνεπάγεται, ομοίως, διάκριση σε βάρος των εγκατεστημένων στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων καθώς και σε βάρος των καταναλωτών που βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος.

111. Η διαπίστωση αυτή δεν θίγεται από το ότι, στην παρούσα υπόθεση, το αποκλειστικό δικαίωμα της Apoteket δεν εκτείνεται στις εισαγωγές και στο χονδρικό εμπόριο φαρμάκων. Είναι, πράγματι, γεγονός ότι ένα από τα χαρακτηριστικά των προπαρατεθεισών υποθέσεων Επιτροπή κατά Ελλάδας (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990) και Γαλλία κατά Επιτροπής ήταν ότι η επίμαχη επιχείρηση κατείχε συγχρόνως αποκλειστικό δικαίωμα εισαγωγής και αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίας. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν το στοιχείο αυτό είναι ικανό να μεταβάλει την εκτίμηση της συμβατότητας ενός αποκειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως από πλευράς του άρθρου 31 ΕΚ.

112. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Elmer (123), μια τέτοια διάκριση (μεταξύ της παράλληλης κατοχής αποκλειστικών δικαιωμάτων και της υπάρξεως ενός μόνον αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως) στηρίζεται σε συλλογιστική στερούμενη πρακτικής εφαρμογής.

113. Η οικονομική πραγματικότητα είναι ότι οι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις θα δεχθούν να εξαγάγουν τα προϊόντα τους προς τη Σουηδία μόνον αν είναι βέβαιες ότι τα προϊόντα αυτά θα διατεθούν στο εμπόριο από την Apoteket. Ομοίως, οι εγκατεστημένες στη Σουηδία επιχειρήσεις θα δεχθούν να εισαγάγουν προϊόντα από άλλα κράτη μέλη μόνον αν είναι επίσης βέβαιες ότι τα εν λόγω προϊόντα θα αγοραστούν από την Apoteket. Από οικονομικής απόψεως, επομένως, η ελευθέρωση των εισαγωγών και του χονδρικού εμπορίου παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους επιχειρηματίες μόνον αν συνδυάζεται με την ελευθέρωση του λιανικού εμπορίου (124).

114. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ότι ο κάτοχος αποκλειστικού δικαιώματος λιανικού εμπορίου δεν είναι κάτοχος αποκλειστικού δικαιώματος εισαγωγής είναι άνευ σημασίας. Η εξουσία του κατόχου αποκλειστικού δικαιώματος λιανικού εμπορίου να καθορίζει τα προϊόντα που θα διατεθούν στο εμπόριο μέσω του δικτύου του ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με εξουσία καθορισμού των προϊόντων που θα μπορούν να εισάγονται στο οικείο κράτος μέλος και των επιχειρηματιών που θα μπορούν να πραγματοποιούν εξαγωγές προς το εν λόγω κράτος. Από απόψεως ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, ένα κρατικό μονοπώλιο στον τομέα του λιανικού εμπορίου έχει, επομένως, τις ίδιες συνέπειες με ένα κρατικό μονοπώλιο στον τομέα των εισαγωγών.

115. Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, φρονώ, συνεπώς, ότι ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως είναι, ως εκ της φύσεώς του, αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ (125). Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 31 ΕΚ απαγορεύει τη διατήρηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως, όπως αυτό που παραχώρησαν οι σουηδικές αρχές στην Apoteket. 

V –    Επί των άρθρων 28 EΚ και 43 EΚ

116. Με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (126), Επιτροπή κατά Ιταλίας  (127) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (128), το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όταν η διατήρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος αποβαίνει αντίθετη προς το άρθρο 31 ΕΚ, δεν είναι πλέον αναγκαίο να εξεταστεί αν το δικαιώμα αυτό είναι αντίθετο και προς τα άρθρα 28 EΚ και 29 EΚ.

117. Στο μέτρο που προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 31 ΕΚ απαγορεύει τη διατήρηση αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket, το δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα του Stockholms tingsrätt καθίστανται, κατά συνέπεια, άνευ αντικειμένου. Επομένως, θα τα εξετάσω εν συντομία επικουρικώς.

118. Σκοπός του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος είναι, κατ’ ουσίαν, να εξακριβωθεί αν τα άρθρα 28 ΕΚ και 43 ΕΚ απαγορεύουν τη διατήρηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως φαρμάκων, όπως το δικαίωμα που παραχωρήθηκε στην Apoteket.

119. Όσον αφορά το άρθρο 28 ΕΚ (129), υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με η νομολογία (130), ένα μέτρο αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ θεωρείται, εν γένει, επίσης αντίθετο προς το άρθρο 28 ΕΚ. Το συμπέρασμα αυτό είναι εύλογο, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 31 ΕΚ σκοπούσε στην άρση όλων των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, όταν τα εμπόδια αυτά αποτελούν συνέπεια της διαχειρίσεως κρατικού μονοπωλίου, στα δε εμπόδια αυτά συγκαταλέγονται κυρίως οι ποσοτικοί περιορισμοί και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ.

120. Επίσης, από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας (131) και Γαλλία κατά Επιτροπής (132), προκύπτει ότι η ύπαρξη αποκλειστικού δικαιώματος εμπορίας αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ. Το Δικαστήριο έκρινε, συγκεκριμένα, ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου δικαιώματος στερούσε από τους επιχειρηματίες τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων τους στους καταναλωτές και, επομένως, αποτελούσε εμπόδιο στο ενδοκοινοτικό εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 28 ΕΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το άρθρο 28 ΕΚ απαγορεύει επίσης τη διατήρηση ενός αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως, όπως το δικαίωμα που παραχωρήθηκε, εν προκειμένω, στην Apoteket.

121. Όσον αφορά το άρθρο 43 ΕΚ, είναι γνωστό ότι η έννοια της «εγκαταστάσεως», σύμφωνα με τη Συνθήκη, «είναι πολύ ευρεία, εμπεριέχουσα τη δυνατότητα του κοινοτικού υπηκόου να συμμετέχει, με σταθερό και συνεχή τρόπο, στην οικονομική ζωή άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους προελεύσεώς του και να αποκομίζει συναφώς οφέλη, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική αλληλοδιείσδυση στο εσωτερικό της Κοινότητας σε ό,τι αφορά τον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων» (133).

122. Φρονώ, καταρχήν, όπως εξάλλου επισήμανε η Επιτροπή (134), ότι ένα μονοπώλιο λιανικής πωλήσεως αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στο δικαίωμα εγκαταστάσεως που εξασφαλίζει το άρθρο 43 ΕΚ. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς ένα καθεστώς χορηγήσεως αδειών, το οποίο παρέχει σε όλους όσους πληρούν τις εκ του νόμου προϋποθέσεις τη δυνατότητα ασκήσεως της επίμαχης δραστηριότητας, ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως παρεμποδίζει όλες τις εγκατεστημένες στα άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις να εγκατασταθούν στο οικείο κράτος μέλος, προκειμένου να ασκήσουν εντός της επικράτειάς του την επίμαχη δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το άρθρο 43 ΕΚ απαγορεύει επίσης τη διατήρηση ενός αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως φαρμάκων, όπως αυτό που παραχωρήθηκε στην Apoteket. 

VI – Επί της δικαιολογήσεως του επίδικου μονοπωλίου

123. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να εξεταστεί αν η διατήρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος μπορεί να δικαιολογηθεί από πλευράς των εισαγουσών παρέκκλιση διατάξεων της Συνθήκης.

124. Συναφώς, με το πρώτο ερώτημα ερωτάται ποια διάταξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς δικαιολόγηση μέτρου αντίθετου προς το άρθρο 31 ΕΚ (135). 

 Α –     Επί της εφαρμοστέας διατάξεως

125. Κατά το άρθρο 30 ΕΚ, οι «διατάξεις των άρθρων 28 [ΕΚ] και 29 [ΕΚ] δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται [ιδίως] από λόγους […] προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων […]. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται, πάντως, να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών».

126. Λόγω της διατυπώσεως της διατάξεως αυτής, τέθηκε το ερώτημα αν η ν λόγω διάταξη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς δικαιολόγηση μέτρου αντίθετου προς το άρθρο 31 ΕΚ.

127. Ορισμένοι νομικοί συγγραφείς (136) πρότειναν να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Υποστήριξαν ότι το άρθρο 30 ΕΚ αφορούσε αποκλειστικώς δυνητικούς περιορισμούς των άρθρων 28 ΕΚ και 29 ΕΚ και ότι η διάταξη αυτή, ως εισάγουσα παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, έπρεπε να τύχει στενής ερμηνείας.

128. Οι γενικοί εισαγγελείς Κοσμάς (137) και Elmer (138) έκριναν ότι, παρά την ύπαρξη του εν λόγω επιχειρήματος το οποίο αντλείται από το γράμμα της διατάξεως, λόγοι συνοχής συνηγορούσαν υπέρ της αντίθετης λύσεως. Κατά την άποψή τους, είναι παράλογο να γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 30 ΕΚ μπορεί να δικαιολογήσει ποσοτικό περιορισμό ή μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος που απορρέει από «κλασικό» κρατικό μέτρο (κατά την έννοια των άρθρων 28 EΚ και 29 EΚ), αλλά να μη γίνεται δεκτό ότι το άρθρο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει τον ίδιο περιορισμό ή το ίδιο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, διότι οφείλεται στη διαχείριση κρατικού μονοπωλίου κατά την έννοια του άρθρου 31 ΕΚ.

129. Αρχικώς το Δικαστήριο τάχθηκε επίσης υπέρ της απόψεως αυτής.

130. Συγκεκριμένα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Campus Oil κ.λπ. (139), το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ δεν εξαιρεί το κράτος μέλος που ανέθεσε σε μια επιχείρηση τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος από την απαγόρευση λήψεως μέτρων που παρεμποδίζουν τις εισαγωγές κατά παράβαση του άρθρου 28 ΕΚ. Επίσης, στην προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας (140), το Δικαστήριο εξέτασε –απορρίπτοντάς το– το επιχείρημα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι η διατήρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας πετρελαιοειδών δικαιολογούνταν από λόγους δημόσιας υγείας κατά την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ.

131. Το Δικαστήριο άφησε, επομένως, να εννοηθεί ότι ένα αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ μέτρο έπρεπε να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 30 ΕΚ και όχι βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

132. Ωστόσο, το Δικαστήριο επανήλθε στην άποψη αυτή με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας. Έκρινε ότι:

«33      Δοθέντος ότι τα επίδικα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγής και εξαγωγής αντίκεινται προς το άρθρο 37 της Συνθήκης, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν αντίκεινται προς τα άρθρα 30 και 34 ούτε, κατά συνέπεια, αν ενδεχομένως μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

34      Εντούτοις, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί αν τα επίδικα αποκλειστικά δικαιώματα μπορούν να δικαιολογηθούν […] βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

[...]

43      [Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το άρθρο 90, παράγραφος 2, της Συνθήκης μπορεί να προβληθεί] προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραχώρηση, από κράτος μέλος, σε επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, αποκλειστικών δικαιωμάτων τα οποία αντίκεινται ιδίως προς το άρθρο 37 της Συνθήκης, στο μέτρο που η εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την παραχώρηση τέτοιων δικαιωμάτων και εφόσον η ανάπτυξη του εμπορίου δεν επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος αντίκειται προς το συμφέρον της Κοινότητας» (141).

133. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν από την ολομέλεια του Δικαστηρίου και κατόπιν των αντίθετων προτάσεων των γενικών εισαγγελέων Κοσμά (142) και Elmer (143), φρονώ, συνεπώς, ότι στο κοινοτικό δίκαιο, ως έχει σήμερα, ένα αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ μέτρο πρέπει να δικαιολογείται βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, και όχι βάσει του άρθρου 30 ΕΚ.

134. Κατά συνέπεια, θα εξεταστεί αν η διατήρηση του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. 

 Β –     Επί του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ

135. Το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ ορίζει ότι «[ο]ι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συνθήκης, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας.»

136. Όπως εξάλλου προαναφέρθηκε (144), η εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ εξαρτάται από έξι προϋποθέσεις.

137. Πρώτον, ο οικείος οργανισμός πρέπει να είναι επιχείρηση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου. Πρέπει να πρόκειται για «φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς του» (145). Κατά τη νομολογία, στην έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» εμπίπτει κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών εντός μιας συγκεκριμένης αγοράς (146). Κατά κανόνα, μια δραστηριότητα έχει οικονομικό χαρακτήρα όταν μπορεί να ασκείται, τουλάχιστον καταρχήν, από ιδιώτη επιχειρηματία με κερδοσκοπικό σκοπό (147).

138. Δεύτερον, η επιχείρηση πρέπει να είναι «επιφορτισμένη» με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η οποία της ανατέθηκε με πράξη της δημόσιας αρχής (148). Καταρχήν, η άσκηση δραστηριότητας ρυθμιζόμενης υπό τον έλεγχο του κράτους δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να διαπιστωθεί ότι μια επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, ακόμη και αν ο κρατικός έλεγχος είναι εντονότερος έναντι της οικείας επιχειρήσεως (149).

139.  Τρίτον, η οικεία επιχείρηση πρέπει να είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση «υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος». Μολονότι η νομολογία δεν διευκρινίζει την εν λόγω έννοια, είναι βέβαιον ότι οι συγκεκριμένες δραστηριότητες πρέπει να παρουσιάζουν «το γενικό οικονομικό συμφέρον που παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτό που έχουν άλλες οικονομικές δραστηριότητες» (150). Στην πραγματικότητα, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών τους γενικού οικονομικού συμφέροντος και, προς τούτο, διαθέτουν ευρύ περιθώριο χειρισμών, καθόσον το Δικαστήριο και η Επιτροπή επεμβαίνουν μόνον προς επιβολή κυρώσεων για τα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως (151).

140. Η τέταρτη προϋπόθεση του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ έγκειται στον έλεγχο της αναγκαιότητας. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης στην οικεία επιχείρηση πρέπει να είναι ικανή να «εμποδίζει» την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί. Πρέπει, επομένως, το επίδικο μέτρο (το οποίο προκαλεί περιορισμό του ανταγωνισμού ή εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων) να είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (152). Συναφώς, δεν είναι απαραίτητο η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης να απειλεί την ύπαρξη, τη βιωσιμότητα ή τη χρηματοοικονομική ισορροπία της επιχειρήσεως (153). Αρκεί, ελλείψει αποκλειστικών δικαιωμάτων παραχωρηθέντων από το κράτος, είτε να εμποδίζει την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων υποχρεώσεων που έχουν ανατεθεί στην επιχείρηση είτε να είναι αναγκαία η διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών για να μπορεί ο δικαιούχος να εκπληρώνει την αποστολή του σε συνθήκες οικονομικώς αποδεκτές.

141. Η πέμπτη προϋπόθεση του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ έγκειται στον έλεγχο της αναλογικότητας. Η διάταξη διευκρινίζει ότι οι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος επιχειρήσεις διέπονται από τους κανόνες της Συνθήκης, «κατά το μέτρο που» η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής τους.

142. Κατά συνέπεια, τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ή οι περιορισμοί του ελεύθερου ανταγωνισμού επιτρέπονται μόνο «στο μέτρο που αποδεικνύονται απαραίτητοι προκειμένου να επιτρέπουν στην επιφορτισμένη με μια τέτοια αποστολή γενικότερου συμφέροντος επιχείρηση να εκπληρώνει την αποστολή αυτή» (154). Με τον έλεγχο της αναλογικότητας εξετάζεται αν η ειδική αποστολή της επιχειρήσεως μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά του ανταγωνισμού μέτρα (155).

143. Τέλος, σύμφωνα με την τελευταία προϋπόθεση του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, «[η] ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Κοινότητας». Μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ακόμη επί του περιεχομένου της επιταγής αυτής, ορισμένοι γενικοί εισαγγελείς έχουν ήδη λάβει θέση επί του ζητήματος. Κατά την άποψή τους, ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, απαιτεί, αντίθετα προς τον κλασικό ορισμό της έννοιας του μέτρου ισοδυνάμου αποτελέσματος σε ποσοτικούς περιορισμούς, να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο πράγματι επηρέασε ουσιωδώς το ενδοκοινοτικό εμπόριο (156). Φρονώ ότι η εκτίμηση αυτή δικαιολογείται πράγματι από το γράμμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

144. Πριν εξεταστεί αν οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται εν προκειμένω, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, ως διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης, πρέπει να τυγχάνει στενής ερμηνείας (157). Υπενθυμίζω επίσης ότι, κατά τη νομολογία, στο κράτος μέλος που επικαλείται το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ απόκειται να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής (158).

145. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ πληρούνται.

146. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, η Apoteket ασκεί οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της νομολογίας, καθόσον παρέχει προϊόντα και υπηρεσίες εντός συγκεκριμένης αγοράς, δηλαδή της αγοράς φαρμάκων. Η εν λόγω δραστηριότητα μπορεί αναμφισβήτητα να ασκείται από ιδιωτική επιχείρηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Από τη δικογραφία προκύπτει, εξάλλου, ότι, ακόμη και στη Σουηδία, πριν από την κρατικοποίηση των φαρμακείων, τη δραστηριότητα λιανικής πωλήσεως φαρμάκων ασκούσαν ιδιώτες επιχειρηματίες (159). Επομένως, η Apoteket αποτελεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

147. Επιπλέον, η εταιρία αυτή ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η οποία της είχε ανατεθεί με πράξη της δημόσιας αρχής.

148. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η απονομή του επίδικου δικαιώματος είχε σκοπό να συμβάλει στην προστασία της δημόσιας υγείας, εξασφαλίζοντας την πρόσβαση των Σουηδών πολιτών στα φάρμακα.

149. Με τις γραπτές (160) και προφορικές παρατηρήσεις της, η Σουηδική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι η Σουηδία, έχοντας πληθυσμό εννέα εκατομμυρίων πολιτών και έκταση 450 000 km², ήταν το δεύτερο αραιοκατοικημένο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (161) μετά τη Φινλανδική Δημοκρατία. Η Σουηδική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, δεδομένων αυτών των γεωγραφικών χαρακτηριστικών και της κοινωνικής πολιτικής της, επιδίωκε να εξασφαλίσει σε κάθε πολίτη πρόσβαση στα φάρμακα επί ίσοις όροις και με τις ίδιες τιμές. Η δημιουργία κρατικού μονοπωλίου λιανικής πωλήσεως φαρμάκων έχει, συνεπώς, σκοπό την εξασφάλιση επαρκούς και επί ίσοις όροις εφοδιασμού με φάρμακα στο σύνολο της σουηδικής επικράτειας.

150. Η αποστολή αυτή αποτελεί υπηρεσία γενικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Σύμφωνα με τη νομολογία, πρόκειται για το «γενικό οικονομικό συμφέρον που παρουσιάζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτό που έχουν άλλες οικονομικές δραστηριότητες» (162). Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, εξάλλου, ότι η ανάγκη εξασφαλίσεως εκτεταμένου εφοδιασμού με φάρμακα και προσαρμοσμένου στις ανάγκες του πληθυσμού αποτελούσε στόχο γενικού συμφέροντος βάσει του άρθρου 30 ΕΚ (163) και του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ (164).

151. Τέλος, είναι γεγονός ότι η Apoteket επιφορτίστηκε με την αποστολή αυτή με ρητή πράξη της δημόσιας αρχής, καθόσον η ανάθεση της εν λόγω αποστολής και η παραχώρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος προκύπτουν, κατά το μέρος που αφορά την παρούσα υπόθεση, από την απόφαση της Σουηδικής Κυβερνήσεως της 19ης Δεκεμβρίου 1996 και από τη σύμβαση του 1996 (165).

152. Συνεπώς, η Apoteket αποτελεί επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

153. Αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η τέταρτη και η πέμπτη προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως πληρούνται εν προκειμένω.

154. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι ο νόμος του 1996 και η σύμβαση του 1996 επιδίωκαν διαφορετικό σκοπό από εκείνο που επιδιώκουν οι κοινοτικές διατάξεις περί χορηγήσεως σχετικών αδειών και περί ελέγχου των φαρμάκων (166).

155. Πράγματι, οι τελευταίες αυτές διατάξεις σκοπούν στην εξασφάλιση της προστασίας της δημόσιας υγείας αυτής καθαυτής. Αποβλέπουν στην προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων από τους κινδύνους τους οποίους ενδεχομένως εγκυμονούν τα φάρμακα και οι συνθήκες χρησιμοποιήσεώς τους. Αντιθέτως, όπως προανέφερα, η χορήγηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος στην Apoteket έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της προσβάσεως των Σουηδών πολιτών στα φάρμακα. Αποβλέπει στην εξασφάλιση επαρκούς και επί ίσοις όροις εφοδιασμού στο σύνολο της σουηδικής επικράτειας. Συνεπώς, προς απάντηση στα σχετικά ερωτήματα του Stockholms tingsrätt (167), επισημαίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα επικαλύψεως μεταξύ, αφενός, του νόμου του 1996 και της συμβάσεως του 1996 και, αφετέρου, των σχετικών με τη χορήγηση αδειών και τον έλεγχο των φαρμάκων κοινοτικών διατάξεων.

156. Κατόπιν αυτού, φρονώ ότι η Σουηδική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως είναι αναγκαία για να μπορέσει η Apoteket να εκπληρώσει την αποστολή της.

157. Συγκεκριμένα, η εν λόγω κυβέρνηση δεν προέβαλε λεπτομερή στοιχεία (αριθμητικά ή μη), από τα οποία να προκύπτει ότι, ελλείψει του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος, οι αραιοκατοικημένες περιοχές δεν θα κάλυπταν τις ανάγκες τους σε φάρμακα ή ότι θα εφοδιάζονταν με φάρμακα υπό λιγότερο ευνοϊκούς όρους. Ομοίως, οι σουηδικές αρχές δεν προέβαλαν λεπτομερή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση που οι εν λόγω αρχές χρειαστεί να παρέμβουν για να εξασφαλιστεί η επάρκεια σε φαρμακεία σε αραιοκατοικημένες περιοχές, η χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως αποτελεί το λιγότερο περιοριστικό μέτρο για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

158. Αντιθέτως, από ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η διατήρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Τα στοιχεία αυτά είναι τα ακόλουθα:

159. Πρώτον όπως προαναφέρθηκε, η Apoteket, προκειμένου να διαθέτει τα φάρμακά στο εμπόριο, εφοδιάζεται από 800 φαρμακεία τα οποία κατέχει και διαχειρίζεται, καθώς και από 970 φαρμακευτικούς αντιπροσώπους οι οποίοι δραστηριοποιούνται στη σουηδική επικράτεια. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, τα φαρμακεία ήταν γενικώς διασκορπισμένα σε πολύ πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως σε αστικά κέντρα και σε εμπορικά κέντρα, οι δε φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι είχαν την έδρα τους σε αγροτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές.

160. Οι φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι είναι επιχειρηματίες που δρουν ως εξωτερικοί συνεργάτες της Αpoteket. Πρόκειται για ιδιώτες επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με την εν λόγω εταιρία και δέχονται να προμηθεύσουν φάρμακα χορηγούμενα με συνταγή ιατρού και να πωλήσουν μια περιορισμένη σειρά φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ιατρού. Επίσης, οι εν λόγω αντιπρόσωποι δεν επιλέγονται από την Apoteket με γνώμονα τη συγκέντρωση πληθυσμού στις οικείες περιοχές ή τις ανάγκες του, αλλά «βάσει εμπορικών κριτηρίων, δηλαδή με γνώμονα την περιοχή όπου ο εν λόγω αντιπρόσωπος δεν ανταγωνίζεται φαρμακεία που παρέχουν όλα τα είδη των φαρμάκων» (168). Τέλος, είναι γεγονός ότι οι εν λόγω φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι δεν έχουν ειδική κατάρτιση (169) και δεν εξουδιοδοτούνται να συμβουλεύουν τους πελάτες σχετικά  με τη χρήση των φαρμάκων (170).

161. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί εύκολα να γίνει δεκτό ότι η χορήγηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος είναι αναγκαία για την εξασφάλιση εφοδιασμού με φάρμακα στο σύνολο της επικράτειας. Το γεγονός ότι η Apoteket, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διανομή των φαρμάκων σε αραιοκατοικημένες περιοχές, συνάπτει συμβάσεις με εξωτερικούς συνεργάτες-επιχειρηματίες, οι οποίοι είναι ήδη διασκορπισμένοι στις οικείες περιοχές και έχουν επιλεγεί βάσει εμπορικών κριτηρίων αποδεικνύει ότι δεν είναι αναγκαίο η πώληση φαρμάκων να ασκείται αποκλειστικώς από ένα επιχειρηματία, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκής εφοδιασμός στο σύνολο της σουηδικής επικράτειας.

162. Ομοίως, δεν είναι σαφές γιατί η χορήγηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της προσβάσεως των πολιτών στα φάρμακα υπό ιδανικές συνθήκες και επί ίσοις όροις. Από το γεγονός ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων και στις αγροτικές περιοχές, τα φάρμακα δεν πωλούνται από φαρμακεία, αλλά από επιχειρηματίες που δεν έχουν καμία ειδική εκπαίδευση και δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να συμβουλεύουν τους πελάτες σχετικά με τη χρήση των φαρμάκων προκύπτει ότι το επίδικο δικαίωμα δεν αποτελεί αναγκαίο (ή κατάλληλο) μέτρο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.

163. Δεύτερον, όπως προαναφέρθηκε, η Apoteket είχε αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω διαδικτύου και μέσω τηλεφώνου. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε (171) ότι, από την άνοιξη του 2002, η Apoteket διέθετε στο εμπόριο μέσω διαδικτύου τα φάρμακα που χορηγούνται χωρίς συνταγή ιατρού και ότι σχεδίαζε, μακροπρόθεσμα, να διαθέτει με τη μέθοδο αυτή στο εμπόριο φάρμακα όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των φαρμάκων για τα οποία απαιτείται συνταγή ιατρού. Προς τούτο, η Apoteket απέστελλε τα φάρμακα στους πελάτες μέσω ταχυδρομείου, μαζί με τις απαιτούμενες πληροφορίες και οδηγίες χρήσεως.

164. Από το στοιχείο αυτό προκύπτει επίσης ότι η διατήρηση του επίδικου δικαιώματος δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει η Apoteket να εκπληρώσει την αποστολή της.

165. Συγκεκριμένα, δεν καθίσταται αντιληπτό γιατί η λιανική πώληση φαρμάκων πρέπει να ασκείται αποκλειστικώς από ένα μόνον επιχειρηματία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πώληση των προϊόντων αυτών στις αγροτικές περιοχές, ενώ ο κάτοχος του αποκλειστικού δικαιώματος εξασφαλίζει αυτόν τον εφοδιασμό μέσω πωλήσεως δια αλληλογραφίας. Κατά την άποψή μου, οποιοδήποτε φαρμακείο που διαθέτει δίκτυο πωλήσεων μέσω του διαδικτύου ή μέσω τηλεφώνου είναι σε θέση να λαμβάνει παραγγελίες από ασθενείς, ακόμη και αν αυτοί κατοικούν σε αραιοκατοικημένες περιοχές, και να τους αποστέλλει τα φάρμακα καθώς και τις απαιτούμενες πληροφορίες και οδηγίες χρήσεως.

166. Τρίτον, από μια σύντομη επισκόπηση των συστημάτων που ισχύουν στα άλλα κράτη μέλη (172) προκύπτει ότι, γενικότερα, η χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως δεν είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η παρουσία φαρμακείων στις αραιοκατοικημένες περιοχές.

167. Συγκεκριμένα, σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Φινλανδίας (ήτοι το κράτος μέλος με τη μικρότερη συγκέντρωση πληθυσμού), οι δημόσιες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να παρεμβαίνουν για να επιβάλλουν υποχρέωση εκμεταλλεύσεως φαρμακείων σε αραιοκατοικημένες περιοχές. Τα μέτρα που ελήφθησαν (ήτοι ο γενικός καθορισμός των σχετικών με τη διανομή των φαρμακείων κριτηρίων και ο περιορισμός του αριθμού φαρμακείων στις πυκνοκατοικημένων περιοχών) αρκούν κατά κανόνα για την εξασφάλιση επαρκούς αριθμού φαρμακείων στο σύνολο της επικράτειας και, ειδικότερα, στις λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές.

168. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους πρέπει να παρεμβαίνουν προκειμένου να εξασφαλίζεται η εκμετάλλευση φαρμακείων σε τμήμα της επικράτειάς τους, φρονώ ότι η χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως αποτελεί δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

169. Συγκεκριμένα, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αρχές του οικείου κράτους μέλους καθιερώνουν ένα σύστημα χορηγήσεως αδειών και παρεμβαίνουν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εκμετάλλευση φαρμακείου σε μια περιοχή στην οποία αυτό καθίσταται αναγκαίο, συνάπτοντας σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας με ιδιώτη επιχειρηματία. Στον επιχειρηματία αυτό επιβάλλεται, με τον τρόπο αυτό, υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας, η οποία έγκειται στην εξασφάλιση  της πωλήσεως φαρμάκων εντός της οικείας περιοχής, έναντι χορηγήσεως επιδοτήσεως εκ μέρους του κράτους. Το καθεστώς αυτό είναι σαφώς λιγότερο περιοριστικό για το ενδοκοινοτικό εμπόριο, καθόσον, αντιθέτως προς ένα αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως, δεν εμπορίζει τους επιχειρηματίες των άλλων κρατών μελών να εγκατασταθούν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και να παρέχουν, εντός του κράτους αυτού, τα προϊόντα τους στους πελάτες της επιλογής τους.

170. Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι δεν θα ήταν δυνατή η επιβολή ενός τέτοιου συστήματος στη Σουηδία.

171. Πράγματι, στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, ο K. Hanner προσκόμισε έκθεση του Handels Utredningsinstitut (HUI) (Ινστιτούτο εμπορικών ερευνών), του Μαΐου του 2002, σχετικά με τη διανομή φαρμάκων στη Σουηδία (173). Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταργήσεως του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket όσον αφορά τα χορηγούμενα χωρίς συνταγή ιατρού φάρμακα, ο αριθμός σημείων πωλήσεως των εν λόγω φαρμάκων θα αυξανόταν κατά 3 300. Ο K. Hanner αναφέρθηκε στην έκθεση του Konkurrentverket (Εθνικό συμβούλιο ανταγωνισμού) (174), από την οποία προκύπτει ότι, σε περίπτωση καταργήσεως του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket όσον αφορά τα χορηγούμενα χωρίς συνταγή ιατρού φάρμακα, η τιμή των εν λόγω προϊόντων θα καθίστατο κατώτερη από αυτή που εφαρμόζει η Apoteket. Η Σουηδική Κυβέρνηση, πάντως, δεν σχολίασε τις εν λόγω εκθέσεις.

172. Επίσης, το Stockholms tingsrätt επισήμανε (175) ότι, πριν αποκτήσει μονοπώλιο η Apoteket το 1969, το λιανικό εμπόριο φαρμάκων ασκούνταν από ιδιώτες επιχειρηματίες, στο πλαίσιο καθεστώτος χορηγήσεως αδειών. Η Σουηδική Κυβέρνηση όμως δεν υποστήριξε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ότι το εν λόγω καθεστώς δεν εξασφάλιζε τον επαρκή εφοδιασμό με φάρμακα στο σύνολο της επικράτειας και με ίδιες τιμές. Στην πραγματικότητα, το μονοπώλιο της Apoteket δεν αποκτήθηκε για τεχνικούς λόγους σχετικούς με την ανεπάρκεια εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.

173. Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, φρονώ ότι οι σουηδικές αρχές δεν δικαιολόγησαν την εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Από τη δικογραφία προκύπτει, αντιθέτως, ότι η διατήρηση του αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως φαρμάκων δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει η Apoteket να εκπληρώσει την ειδική αποστολή της και, εν πάση περιπτώσει, η διατήρηση του δικαιώματος αυτού αποτελεί δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

174. Τέλος, προς απάντηση στο τελευταίο ερώτημα του Stockholms tingsrätt, διευκρινίζω ότι, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα αυτό δεν μεταβάλλεται στην περίπτωση που τα χορηγούμενα χωρίς συνταγή ιατρού φάρμακα αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του μονοπωλίου της Apoteket (176).

175. Συγκεκριμένα, από τα προεκτεθέντα προκύπει ότι οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket ισχύουν τόσο για τα χορηγούμενα μόνον κατόπιν συνταγής ιατρού φάρμακα όσο και για τα φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται συνταγή ιατρού. Επομένως, ο αποκλεισμός των χορηγούμενων χωρίς συνταγή φαρμάκων από το πεδίο εφαρμογής του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket δεν δύναται να καταστήσει το δικαίωμα αυτό σύμφωνο προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου.

176. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η διατήρηση του αποκλειστικού δικαιώματος της Apoteket δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, EΚ. Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο Stockholms tingsrätt την απάντηση ότι τα άρθρα 31 ΕΚ και 86, παράγραφος 2, ΕΚ απαγορεύουν τη διατήρηση  ενός αποκλειστικού δικαιώματος λιανικής πωλήσεως φαρμάκων, όπως αυτό που παραχωρήθηκε στην Apoteket. 

VII – Πρόταση

177. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

«Τα άρθρα 31 ΕΚ και 86, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνικό μέτρο το οποίο παραχωρεί σε μια επιχείρηση, όπως η εταιρία Apoteket AB, αποκλειστικό δικαίωμα λιανικής πωλήσεως φαρμάκων με σκοπό την εξασφάλιση επαρκούς εφοδιασμού με φάρμακα στο σύνολο της επικράτειας του οικείου κράτους μέλους και με ίδιες τιμές.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου:η γαλλική.


2  – Παράρτημα 1 των γραπτών παρατηρήσεων της Σουηδικής Κυβερνήσεως (στο εξής: νόμος του 1996).


3  – Άρθρο 5 του νόμου του 1996.


4  – Στο εξής: Apoteket.


5  – Παράρτημα 2 των γραπτών παρατηρήσεων της Σουηδικής Κυβερνήσεως (στο εξής: σύμβαση του 1996).


6  – Πρώτο προδικαστικό ερώτημα (τρίτη περίοδος) καθώς και δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα.


7  – Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο δικαστήριο που του απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα, μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες κοινοτικού δικαίου τους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν ανέφερε με το ερώτημά του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, 35/85, Tissier, Συλλογή 1986, σ. 1207, σκέψη 9, της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal, Συλλογή 1999, σ. I‑8121, σκέψη 39, της 16ης Ιανουαρίου 2003,C-265/01, Pansard κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑683, σκέψη 19, και της 22ας Ιανουαρίου 2004, C-271/01, COPPI, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 27).


8  – Τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.


9  – Πρώτο προδικαστικό ερώτημα (πρώτη και δεύτερη περίοδος).


10  – Πέμπο προδικαστικό ερώτημα.


11  – Aποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, ReweZentral, επονομαζόμενη «Cassis de Dijon» (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 321, σκέψη 7)· της 13ης Μαρτίου 1979, 119/78, Peureux II (Συλλογή τόμος, σκέψη 27), και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-387/93, Banchero (Συλλογή 1995, σ. I‑4663, σκέψη 26).


12  – Βλ., υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 31, παράγραφος 2, ΕΚ και την απόφαση της 13ης Μαρτίου 1979, 91/78, Hansen (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 515, σκέψη 8).


13  – Έκθεση των αρχηγών αντιπροσωπειών προς τους υπουργούς εξωτερικών, δημοσιευθείσα από τη διακυβερνητική επιτροπή που συστάθηκε από τη διάσκεψη της Μεσίνης, Βρυξέλλες, 21 Απριλίου 1956, σ. 37.


14  – Berrod, F., «Monopoles publics et droit communautaire», Juris‑classeur Europe, 1997, fascicule 580 (σημείο 4).


15  – Αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1976, 59/75, Manghera κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1976, σ. 28, σκέψη 7), και της 4ης Μαΐου 1988, 30/87, Bodson (Συλλογή 1988, σ. 2479, σκέψη 11).


16  – Προτάσεις στις αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-157/94, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1997, σ. I‑5699)· C-158/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1997, σ. I‑5789)· C-159/94, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1997, σ. I‑5815), και C-160/94, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 1997, σ. I‑5851, σημείο 28).


17  – Υπενθυμίζω ότι, στο δίκαιο του ανταγωνισμού, η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» καλύπτει όλες τις δραστηριότητες που συνίστανται στην προσφορά προϊόντων ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1987, 118/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1987, σ. 2599, σκέψη 7)· της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σ. I‑3851, σκέψη 36), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-1577, σκέψη 47).


18  – Απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Höfner και Elser (Συλλογή 1991, σ. I‑1979, σκέψη 21).


19  – Αυτό προκύπτει σαφώς από το αρχικό κείμενο του άρθρου 31 ΕΚ, που χρησιμοποιούσε τον όρο «μονοπώλιο του κράτους». Άλλες γλωσσικές αποδόσεις της Συνθήκης, όπως η αγγλική, διατήρησαν την ιδιαίτερη αυτή διατύπωση («State monopolies»).


20  – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Bodson (σκέψη 13).


21  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 2), και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 3), καθώς και απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, C-189/95, Franzén (Συλλογή 1997, σ. I‑5909, σκέψη 15, στο εξής: απόφαση Franzén).


22  – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψεις 2 έως 4), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer στην υπόθεση SAIL (απόφαση της 21ης Μαρτίου 1972, 82/71, Συλλογή τόμος 1972, σ. 119, σκέψη 145).


23  – Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1970, 13/70, Cinzano (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 573, σκέψη 5), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Roemer στην προαναφερθείσα υπόθεση SAIL (σημείο 145).


24  – De Cockborne, J.‑E., Defalque, L., Durand, C.‑F., Prahl, H., et Vandersanden, G., Commentaire J. Megret, Le droit de la CEE, volume 1, Préambule, Principes, Libre circulation des marchandises, Éditions de l’université de Bruxelles, 2e éd., Bruxelles, 1992, σ. 311, και προπαρατεθέν σύγγραμμα του F. Berrod  (σημείο 8).


25  – Απόφαση της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa κατά Enel (Συλλογή τόμος 1054-1964, σ. 1191, και σημείο 4 του διατακτικού).


26  – Αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1974, 155/73, Sacchi  (Συλλογή τόμος 1977, σ. 217, σκέψη 10), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑6/01, Anomar κ.λπ. (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 59).


27  – Αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 1983, 271/81, Société coopérative d’amélioration de l’elevage et d’insémination artificielle du Béarn (Συλλογή 1983, σ. 2057, σκέψεις 8 έως 13), και της 7ης Δεκεμβρίου 1995, C-17/94, Gervais κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I‑4353, σκέψεις 35 και 37).


28  – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Bodson (σκέψη 13), απόφαση της 27ης Απριλίου 1994,C-393/92, Almelo κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑1477, σκέψη 29), και προπαρατεθείσα απόφαση Banchero (σκέψη 26).


29  – Προπαρατεθείσα απόφαση Cinzano (σκέψη 5).


30  – Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1990, σ. I‑4747, σκέψη 41).


31  – Άρθρο 4.


32  – Άρθρο 1.


33  – Aπόφαση Franzén (σκέψεις 37 επ.). Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται επίσης από την a contrario διατύπωση της προπαρατεθείσα αποφάσεως Banchero (σκέψεις 29 έως 31).


34  – Προπαρατεθείσα απόφαση Manghera κ.λπ. (σκέψη 5).


35  – Idem.


36  – Βλ. το προπαρατεθέν σύγγραμμα των De Cockborne, J.-E., Defalque, L., Durand., C.-F., Prahl, H., και Vandersanden, G., (σ. 322).


37 – Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «[η] παρούσα Συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη».


38  – Σκέψεις 12 και 13.


39  – Προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 24).


40  – Βλ., μεταξύ άλλων, Berrod, F., σχόλια επί της αποφάσεως Franzén, Europe, Ιανουάριος 1998, σ. 14 και 15· Blum, F., «De Sacchi à Franzén en passant par la Crespelle: jurisprudence récente de l’article 90», Gazette du Palais, 1999, σ. 1031 έως 1043· Buendia Sierra, J. L., Exclusive rights and state monopolies under EC Law, Oxford University Press, Oxford, 1999, σ. 102 έως 104 (σημεία 3.105 έως 3.108) και σ. 121 και 122 (σημεία 3.169 και 3.170)·  Slot, P. J., σχόλια επί των [προπαρατεθεισών] αποφάσεων της 23ης Οκτωβρίου 1997, Franzén, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ισπανίας, Common Market Law Review, 1998, σ. 1183 έως 1203, καθώς και Faull, J., και Nikpay, A.,The EC law of competition, Oxford University Press, Oxford, 1999, σ. 309 (σημείο 5.109).


41  – Στο εξής: Systembolaget.


42 – Απόφαση Franzén (σκέψη 34).


43  – Όπ.π. (σκέψη 35).


44  – Όπ.π. (σκέψη 36).


45  – Όπ.π. (σκέψεις 43 έως 52).


46  – Όπ.π. (σκέψεις 53 έως 57).


47  – Όπ.π. (σκέψεις 58 έως 65).


48  – Όπ.π. (σκέψεις 49 και 59).


49  – Όπ.π. (σκέψη 66).


50  – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Dassonville (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).


51  – Απόφαση Franzén (σκέψη 76).


52  – Όπ.π. (σκέψη 77).


53  – Βλ. υποσημείωση 40 των προτάσεων.


54  – Προπαρατεθείσα απόφαση Cinzano (σκέψεις 1 και 2) και απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1976, 91/75, Miritz (Συλλογή τόμος 1976, σ. 113, σκέψεις 1 και 2).


55  – Προπαρατεθείσα απόφαση Hansen (σκέψεις 12 και 13).


56  – Προπαρατεθείσα απόφαση Peureux II (σκέψεις 3 και 4).


57  – Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 78/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1983, σ. 1955, σκέψη 5).


58  – Απόφαση της 21ης Ιουνίου 1983, 90/82, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1983, σ. 2011, σκέψη 1).


59  – Σκέψεις 9 έως 13.


60  – Σκέψεις 41 έως 44.


61  – Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ερώτησε, μεταξύ άλλων, «[α]ν συμβιβαζ[-όταν] με το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ρώμης ένα προβλεπόμενο από τον νόμο μονοπώλιο, όπως […] αυτό της Systembolaget» και αν «[έ]να προβλεπόμενο από τον νόμο μονοπώλιο, όπως […] αυτό της Systembolaget, παραβίαζ[-ε] το άρθρο 37 της Συνθήκης της Ρώμης» (απόφαση Franzén, σκέψη 29).


62  – Προτάσεις στην υπόθεση Franzén (σημεία 74 έως 103).


63  – Σημεία 84 έως 95 των ανά χείρας προτάσεων.


64  – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Franzén (σημείο 68).


65  – Βλ. το προπαρατεθέν σύγγραμμα του Buendia Sierra, J. L., σ. 102 και 103 (σημεία 3.103 έως 3.108).


66  – Σημεία 89 έως 94 των ανά χείρας προτάσεων.


67  – Βλ. ιδίως προπαρατεθείσα απόφαση Manghera κ.λπ. (σκέψη 13).


68  – Σκέψεις 21 έως 23.


69  – Σκέψεις 22 έως 24.


70  – Σκέψεις 32 έως 34.


71  – Προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψεις 21 έως 23).


72  – Βλ., μεταξύ άλλων, Berrod, F., σχόλια επί της αποφάσεως Franzén (βλ. ανωτέρω) (σ. 14)· επίσης βλ. προπαρατεθέντα συγγράμματα των Blum, F. (σ. 1036 και 1037) και Buendia Sierra, J. L., σ. 103 και 104 (σημείο 3.108) και σ. 121 και 122 (σημεία 3.170 και 3.171).


73  – Βλ. σημεία 125 έως 134 των ανά χείρας προτάσεων.


74  – Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1984, 72/83, Campus Oil κ.λπ. (Συλλογή 1984, σ. 2727, σκέψη 19).


75  – Σκέψεις 47 έως 49.


76  – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 26)· Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 35), και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 43), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κοσμά στις εν λόγω αποφάσεις (σημείο 87).


77  – Η υπογράμμιση δική μου.


78  – Aπόφαση Franzén (σκέψη 41).


79  – Όπ.π. (σκέψη 49).


80  – Όπ.π. (σκέψη 59).


81  – Αυτή είναι επίσης η άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προς απάντηση στη σχετική γραπτή ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως (βλ. γραπτή απάντηση της Επιτροής της 10ης Δεκεμβρίου 2003, σημεία 1 έως 4).


82  – Προπαρατεθείσα απόφαση Miritz (σκέψη 11).


83  – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Manghera κ.λπ. (σκέψη 5)· Miritz (σκέψη 7)· της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 14)· Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 22) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 32).


84  – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Hansen (σκέψη 16)· Peureux II (σκέψη 27)· της 7ης Ιουνίου 1983, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 11) και Banchero (σκέψη 27).


85  – Προπαρατεθείσα απόφαση Cinzano (σκέψη 9) και απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1976, 45/75, ReweZentrale (Συλλογή τόμος 1976, σ. 84, σκέψη 27).


86  – Προπαρατεθείσα απόφαση Cinzano (σκέψη 9).


87  – Προπαρατεθείσα απόφαση ReweZentrale (σκέψη 26).


88  – Προπαρατεθείσα απόφαση Peureux II (σκέψη 32).


89  – Προπαρατεθείσα απόφαση Miritz (σκέψη 12).


90  – Σκέψη 27.


91  – Σκέψεις 12 έως 18.


92  – Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Rozès στην προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, σημείο III.B), και του γενικού εισαγγελέα Κοσμά στις προαναφερθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Επιτροπή κατά Γαλλίας  (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, σκέψη 25). Όσον αφορά τη θεωρία, βλ., μεταξύ άλλων, Kovar, R., σχολιασμός της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 1979, 86/78, Peureux I (Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 481), και των προπαρατεθεισών αποφάσεων Hansen και Peureux II, στη Journal du droit international, 1981, σ. 125 έως 132 (σ. 127), και Pappalardo, A., «La position des monopoles publics par rapport aux monopoles privés», στη La réglementation du comportement des monopoles et entreprises dominantes en droit communautaire, Collège d’Europe, Bruges, 1977, σ. 538 έως 558 (σ. 554 και 555).


93  – Προπαρατεθείσα απόφαση Miritz (σκέψη 8).


94  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Manghera κ.λπ. (σκέψη 9) και Peureux II (σκέψη 32).


95  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις ReweZentrale (σκέψη 26), και της 13ης Μαρτίου 1979, 86/78, Peureux I (Συλλογή τόμος 1979 Ι, σ. 482, σκέψεις 30 και 31).


96  – Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, το προπαρατεθέν σύγγραμμα των De Cockborne, J.‑E., Defalque, L., Durand, C.‑F., Prahl, H., και Vandersanden, G. (σ. 312).


97  – Σκέψεις 12 και 13.


98  – Σκέψη 44.


99  – Όπ.π. (σκέψη 43).


100  – Όπ.π. (σκέψη 38).


101  – Σκέψεις 12 και 13.


102  – Σκέψεις 36 και 37.


103 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 15), Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 23) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 33).


104 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 24) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 34).


105 – Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 21).


106 – Όπ.π.


107  – Πρέπει, ωστόσο, να τονίσω ότι, με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1991, C‑202/88, Γαλλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I‑1223, σκέψεις 33 έως 36), το Δικαστήριο εφάρμοσε παρεμφερές κριτήριο στο πλαίσιο του άρθρου 28 ΕΚ. Έκρνε ότι «η ύπαρξη αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής και εμπορίας στερεί τους επιχειρηματίες από τη δυνατότητα πωλήσεως των προϊόντων τους στους καταναλωτές» και ότι τα δικαιώματα αυτά «μπορούν, επομένως, να περιορίσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο» κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως Dassonville. Ωστόσο, μέχρι σήμερα το Δικαστήριο δεν επικύρωσε αυτή την ερμηνεία του άρθρου 28 ΕΚ.


108  – Προτάσεις στην υπόθεση Franzén (σημεία 84 και 87).


109  – Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 1995, C-391/92, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 1995, σ. I‑1621), και προπαρατεθείσα απόφαση Banchero.


110  – Συλλογή 1993, σ. I‑6097.


111  – Όσον αφορά υποθέσεις σχετικές με το μονοπώλιο των φαρμακοποιών, οι οποίες προηγήθηκαν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Keck και Mithouard, βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1991, C-369/88, Delattre (Συλλογή 1991, σ. I‑1487), καθώς και C-60/89,  Monteil και Samanni (Συλλογή 1991, σ. I‑1547).


112  – Βλ. επίσης, επί του σημείου αυτού, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Franzén (σημεία 80 έως 97).


113  – Βλ., υπό την έννοα αυτή, το προπαρατεθέν σύγγραμμα του Buendia Sierra, J. L., σ. 119 και 121 (σημεία 3.162 και 3.168).


114  – Διάταξη περί παραπομπής (σ. 9).


115  – Όπ.π. (η υπογράμμιση δική μου).


116  – Όπ.π.


117  – Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Σουηδική Κυβέρνηση αμφισβήτησε τη διαπίστωση αυτή. Υποστήριξε ότι, βάσει της συμβάσεως του 1996, η Apoteket υποχρεούται να διαθέτει στην αγορά όλα τα φάρμακα για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στην αγορά. Τον ισχυρισμό της αυτό τον στήριξε στο άρθρο 5 της εν λόγω συμβάσεως, το οποίο προβλέπει ότι «[ε]ναι υποχρέωση [της Apoteket] να αποκτήσει και να διαθέσει στην αγορά εντός εύλογης προθεσμίας τα φάρμακα που εμπίπτουν στο καθεστώς επιστροφής εξόδων για την αγορά φαρμάκων καθώς και τα συνταγογραφημένα προϊόντα συνήθους καταναλώσεως. [Η Apoteket] πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διαθέσει στην αγορά, αφενός, τα λοιπά φάρμακα που καλύπτονται από το αποκλειστικό δικαίωμά της λιανικής πωλήσεως [και], αφετέρου, προϊόντα φυσικής ιατρικής». Φρονώ ότι η άποψη της Σουηδικής Κυβερνήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Καταρχάς, η άποψη αυτή διαψεύδεται σαφώς από τα στοιχεία που παρέσχε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, το οποίο, ως γνωστό, είναι το μοναδικό αρμόδιο να καθορίσει, σε εθνικό επίπεδο, τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (βλ., ως πρόσφατο παράδειγμα πάγιας νομολογίας, την απόφαση της 30ής Μαρίου 2004, C-147/02, Alabaster, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52). Ακολούθως, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της (σημεία 89 έως 100), οι κανόνες λειτουργίας και οργανώσεως της Apoteket, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 5 της συμβάσεως του 1996, δεν θέτουν κανένα συγκεκριμένο, αντικειμενικό και εξασφαλίζον διαφάνεια κριτήριο όσον αφορά την επιλογή και την εμπορία των προϊόντων. Η Apoteket διαθέτει, επομένως, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των προϊόντων που θα διατεθούν στο εμπόριο μέσω του δικτύου της πωλήσεων και που, κατά συνέπεια, θα έχουν πρόσβαση στην αγορά.


118 – Πέραν των στοιχείων για τα οποία γίνεται λόγος στα σημεία 107 έως 109 των ανά χείρας προτάσεων, βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψεις 41 και 44), και τον σχολιαμό της στο προπαρατεθέν σύγγραμμα των De Cockborne, J.-E., Defalque, L., Durand, C.‑F., Prahl, H., και Vandersanden, G., (σ. 328 και 329), καθώς και την προπαρατεθείσα απόφαση Banchero και την ανάλυσή της από τον γενικό εισαγγελέα Elmer στο πλαίσιο της υποθέσεως Franzén (σημείο 82).


119  –      Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Banchero και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Franzén (σημείο 82).


120 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 15), Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 23) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 33).


121 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 40). Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών ( (σκέψη 23).


122 – Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 10· βλ. επίσης σκέψεις 16 και 17).


123  – Προτάσεις στην υπόθεση Franzén (σημεία 91 έως 94).


124  – Υπό την έννοια αυτή, βλ. το προπαρατεθέν σύγγραμμα του Α. Pappalardo (σ. 556).


125  – Την άποψη αυτή πρεσβεύει η πλειονότητα των θεωρητικών του δικαίου. Βλ., μεταξύ άλλων, Beraud, R. C., «L’aménagement des monopoles nationaux prévu à l’article 37 du traité CEE à la lumière des récents développements jurisprudentiels», Revue trimestrielle de droit européen, 1979, σ. 573 έως 606 (σ. 605), προπαρατεθέν σύγγραμμα του Buendia Sierra, J. L., σ. 119 έως 122 (σκέψεις 3.162 έως 3.172), Burrows, F., «State Monopolies», Yearbook of European Law, 1983, σ. 25 έως 47 (σ. 30), προπαρατεθέν σύγγραμμα De Cockborne, J.-E., Defalque, L., Durand, C.‑F., Prahl, H., και Vandersanden, G. (σ. 327 έως 329), Wooldridge, F., «Some recent decisions concerning the ambit of article 37 of the EEC Treaty», Legal issues of European Integration, 1979, σ. 105 έως 121 (σ. 120), και προπαρατεθέν σύγγραμμα του Α. Pappalardo (σ. 555 και 556).


126  – Σκέψη 24.


127  – Σκέψη 33.


128  – Σκέψη 41.


129  – Επί των σχέσεων μεταξύ του άρθρου 31 ΕΚ και των άρθρων 28 ΕΚ και 29 ΕΚ, βλ. διεξοδική ανάλυση του γενικού εισαγγελέα Κοσμά στις προπαρατεθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών,  Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ισπανίας (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, σημεία 18 έως 25 των προτάσεων).


130  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Peureux II (σκέψη 32), της 21ης Ιουνίου 1983, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 27) και της 13ης Δεκεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψη 50).


131  – Σκέψεις 45 και 46.


132  – Σκέψεις 33 έως 36.


133 – Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94, Gebhard (Συλλογή 1995, σ. Ι-4165, σκέψη 25).


134  – Γραπτές παρατηρήσεις (σημεία 111 έως 127).


135  – Στο μέτρο που η εξέταση των άρθρων 28 ΕΚ και 43 ΕΚ πραγματοποιήθηκε σε επικουρική βάση, δεν θα προχωρήσω στην ανάλυση των διατάξεων που καθιστούν δυνατή τη δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από τις δύο αυτές διατάξεις. Θα εξετάσω μόνον τις διατάξεις βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί ένα αντίθετο προς το άρθρο 31 ΕΚ μέτρο.


136  – Βλ., μεταξύ άλλων, Berrod, F., «Monopoles publics et droit communautaire», προπαρατεθέν και Mattera, A., Le marché unique européen. Ses règles, son fonctionnement, Jupiter, Paris, 2e éd., 1990 (σ. 56).


137  – Προτάσεις στις προαναθερθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ισπανίας (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, σκέψη 26).


138  – Προτάσεις στην υπόθεση Franzén (σκέψεις 106 και 107).


139  – Σκέψη 19.


140  – Σκέψεις 47 έως 49.


141 –      Προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Ιταλίας. Βλ., επίσης, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά  Κάτω Χωρών (σκέψεις 24, 25 και 32) και Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψεις 41, 42 και 49).


142  – Προτάσεις στις προαναφερθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ισπανίας (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997, σκέψεις 26 και 69 έως 85).


143  – Προτάσεις στην υπόθεση Franzén (σκέψεις 104 έως 121).


144  – Βλ. τις προτάσεις μου στην προπαρατεθείσα υπόθεση Wouters κ.λπ. (σημεία 157 έως 166).


145 – Προπαρατεθείσα απόφαση Höfner και Elser (σκέψη 21).


146 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1987, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 7), της 18ης Ιουνίου 1998, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 36) και Wouters κ.λπ. (σκέψη 47).


147 – Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-475/99, Ambulanz Glöckner (Συλλογή 2001, σ. Ι-8089, σκέψη 20). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro στις υποθέσεις Poucet και Pistre (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, C-159/91 και C-160/91, Συλλογή 1993, σ. Ι-637, σκέψη 8), καθώς και SAT Fluggesellschaft (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, C-364/92, Συλλογή 1994, σ. Ι-43, σκέψη 9 )


148 – Αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1974, 127/73, BRT και SABAM, επονομαζόμενη BRT-ΙΙ (Συλλογή τόμος 1974, σ. 37, σκέψη 20), και της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisbüro (Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 55).


149 – Αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1981, 172/80, Züchner (Συλλογή 1981, σ. 2021, σκέψη 7), και της 2ας Μαρτίου 1983, 7/82, GVL κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 483, σκέψεις 29 έως 32).


150  – Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1991, C-179/90, Merci convenzionali porto di Genova (Συλλογή 1991, σ. I‑5889, σκέψη 27)· της 17ης Ιουλίου 1997, C-242/95, GT‑Link (Συλλογή 1997, σ. I‑4449, σκέψεις 52 και 53), και της 18ης Ιουνίου 1998, C-266/96, Corsica Ferries France (Συλλογή 1998, σ. I‑3949, σκέψη 45).


151  – Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1997, T-106/95, FFSA κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. II‑229, σκέψη 99), και ανακοίνωση 2001/C 17/04 της Επιτροπής για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος στην Ευρώπη (ΕΕ 2001, C 17, σ. 4, σημείο 22).


152 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Ambulanz Glöckner (σκέψεις 56 και 57).


153 – Προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψεις 59 και 95).


154 – Προπαρατεθείσα απόφαση Almelo (σκέψη 49). Βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαΐου 1993, C-320/91, Corbeau (Συλλογή 1993, σ. Ι-2533, σκέψη 14).


155 – Απόφαση της 23ης Μαΐου 2000, C-209/98, Sydhavnens Sten & Grus (Συλλογή 2000, σ. Ι-3743, σκέψη 80).


156 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Rozès στην προαναφερθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983), σημείο VI.C, και του γενικού εισαγγελεά Κοσμά στις προαναφερθείσες υποθέσεις Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Επιτροπή κατά Ισπανίας (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 1997), σημείο 126.


157 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις BRT-II (σκέψη 19), GT-Link (σκέψη 50) και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 37).


158 – Βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας (σκέψη 94).


159  – Διάταξη περί παραπομπής (σ. 3).


160  – Σημείο 22.


161  – Στις ανά χείρας προτάσεις, η στατιστική αυτή αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως πριν από την 1η Μαΐου 2004.


162  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Merci convenzionali porto di Genova (σκέψη 27), GT‑Link (σκέψεις 52 και 53) και Corsica Ferries France (σκέψη 45).


163  – Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C-322/01, Deutscher Apothekerverband (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 106 και 107).


164  – Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-53/00, Ferring (Συλλογή 2001, σ. I‑9067, σκέψεις 24 και 32), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tizzano στην απόφαση αυτή (σημείο 66).


165  – Βλ. το προοίμιο καθώς και τα άρθρα 1 και 2 της συμβάσεως του 1996.


166 – Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), και οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ 2001, L 311, σ. 1)


167  – Βλ. πρώτο προδικαστικό ερώτημα (πρώτη περίοδο) και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.


168  – Διάταξη περί παραπομπής (σ. 9).


169  – Όπ.π.


170  – Γραπτές παρατηρήσεις της Σουηδικής Κυβερνήσεως (σημείο 11).


171  – Διάταξη περί παραπομπής (σ. 8).


172  – Βλ., μεταξύ άλλων, τον πίνακα που περιλαμβάνει η ιστοσελίδα του Groupement pharmaceutique de l’Union européenne: http://www.pgeu.org (υπό τους τίτλους Sitemap, Pharmaciens d’officine, Données Pharmacie, Le nombre de pharmacies d’officine en Europe).


173  – Βλ. παράρτημα 3 καθώς και σημεία 92 έως 94 των γραπτών παρατηρήσεων του K. Hanner.


174  – Έκθεση 1999/4, με τίτλο «La concurrence dans la vente des médicaments»è έκθεση 2002/4, με τίτλο «Soigner et créer de la concurrence», και έκθεση 2002/2, με τίτλο «La concurrence en Suède» (παρατιθέμενες στις γραπτές παρατηρήσεις του K. Hanner, σημεία 39 και 40).


175  – Διάταξη περί παραπομπής (σ. 5).


176  – Βλ. πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.