Language of document : ECLI:EU:C:2013:245

Υπόθεση C‑103/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Systran SA και Systran Luxembourg SA

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρα 225, παράγραφος 1, ΕΚ, 235 EK και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ – Αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας – Εκτίμηση του ζητήματος κατά πόσον η διαφορά είναι εξωσυμβατική – Αρμοδιότητες των κοινοτικών δικαστηρίων»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 18ης Απριλίου 2013

1.        Ένδικη διαδικασία – Αίτηση επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας – Αίτημα να επιτραπεί η κατάθεση παρατηρήσεων επί νομικών ζητημάτων τα οποία έθεσε ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του – Προϋποθέσεις επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83)

2.        Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Όρια – Είδος της προβαλλομένης ευθύνης – Έλεγχος από τον δικαστή – Αγωγή στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται να εξεταστούν συμβατικής φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις – Απουσία ρήτρας διαιτησίας – Αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων

(Άρθρα 235 ΕΚ, 240 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.        Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 41)

2.        Προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιληφθεί συγκεκριμένης αγωγής κατά της Κοινότητας με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως, πρέπει να ελεγχθεί αν αντικείμενο της εν λόγω αγωγής είναι η συμβατική ή η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

Συναφώς, η κατά τα άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ έννοια της εξωσυμβατικής ευθύνης, η οποία έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού της, που είναι να καθίσταται δυνατή η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών και των εθνικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό τα κοινοτικά δικαστήρια οφείλουν, όταν ασκείται ενώπιόν τους αγωγή αποζημιώσεως, να εξετάζουν ως προκαταρκτικό ζήτημα, προτού αποφανθούν επί της ουσίας της διαφοράς, αν έχουν αρμοδιότητα, προβαίνοντας σε μια ανάλυση από την οποία να προκύπτει το είδος της ευθύνης και, ως εκ τούτου, η ίδια η φύση της επίμαχης διαφοράς.

Η ως άνω ανάλυση δεν πρέπει να στηρίζεται απλώς και μόνο στους κανόνες τους οποίους επικαλούνται οι διάδικοι. Αντιθέτως, τα κοινοτικά δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν αν το αίτημα αποζημιώσεως που αποτελεί το αντικείμενο της ασκηθείσας ενώπιόν τους αγωγής στηρίζεται, βάσει αντικειμενικής και σφαιρικής εκτιμήσεως, σε δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από σύμβαση ή όχι. Προς τούτο, υποχρεούνται να ελέγχουν, αναλύοντας τα διάφορα στοιχεία της δικογραφίας, ιδίως δε τον κανόνα δικαίου που ενδέχεται να παραβιάστηκε, τη φύση της προβαλλομένης ζημίας, την προσαπτόμενη συμπεριφορά, καθώς και τις τυχόν έννομες σχέσεις των διαδίκων, αν υφίσταται μεταξύ αυτών ένα πραγματικό συμβατικό πλαίσιο το οποίο να συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς και να πρέπει οπωσδήποτε να εξεταστεί σε βάθος προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίλυσή της.

Αν από την προκαταρκτική ανάλυση των προαναφερθέντων στοιχείων προκύψει ότι είναι απαραίτητη η ερμηνεία του περιεχομένου μίας ή περισσότερων από τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί μεταξύ των διαδίκων προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος είναι βάσιμοι, το οικείο κοινοτικό δικαστήριο οφείλει να σταματήσει σε αυτό το στάδιο την εξέταση της διαφοράς και να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής, εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις δεν περιέχουν ρήτρα διαιτησίας. Στην περίπτωση αυτή, για να εκδοθεί απόφαση επί της αγωγής αποζημιώσεως που έχει ασκηθεί κατά της Κοινότητας απαιτείται να προηγηθεί μια εκτίμηση επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συμβατικής φύσεως, στην οποία δεν επιτρέπεται, βάσει του άρθρου 240 ΕΚ, να προβεί άλλο δικαστήριο πλην των εθνικών.

(βλ. σκέψεις 61-64, 66, 67)