Language of document : ECLI:EU:C:2012:530

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 6ης Σεπτεμβρίου 2012 (1)

Υπόθεση C‑610/10

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας

«Διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Παραδεκτό της προσφυγής – Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε η παράβαση – Μη εκτέλεση – Χρηματική κύρωση»





1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε προσφυγή κατά του Βασιλείου της Ισπανίας δυνάμει του άρθρου 260 ΣΛΛΕ, καθόσον έκρινε ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2002, C‑499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας (2) (στο εξής: απόφαση του 2002). Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, παραλείποντας να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς την απόφαση 91/1/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τις ενισχύσεις που η Κεντρική Κυβέρνηση και ορισμένες αυτόνομες κυβερνήσεις της Ισπανίας έχουν χορηγήσει στη Magefesa (3), παραγωγό οικιακών ειδών ανοξείδωτου χάλυβα και μικρών ηλεκτρικών συσκευών (4), καθόσον με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής κρίθηκαν παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά οι ενισχύσεις οι οποίες χορηγήθηκαν στην Indosa, την Gursa, τη Migsa και την Cunosa, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως της Επιτροπής (5).

2.        Σημειωτέον ότι η υπό κρίση προσφυγή αφορά μόνον τη μη εκτέλεση της αποφάσεως του 2002 σε σχέση με τις ενισχύσεις οι οποίες είχαν χορηγηθεί στην επιχείρηση Indosa από την Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων υπό τη μορφή μιας εγγυήσεως δανείου ύψους 300 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών (ESP) που παρασχέθηκε απευθείας στην Indosa, μιας εγγυήσεως δανείου ύψους 672 εκατομμυρίων ESP για τις εταιρίες του ομίλου Magefesa και μιας επιδοτήσεως επιτοκίου ύψους 9 εκατομμυρίων ESP. Ως προς τις επιχειρήσεις Gursa, Migsa και Cunosa, η Επιτροπή θεωρεί ότι από το 2006 η απόφαση 91/1 έχει εκτελεστεί, εφόσον αυτές έχουν παύσει να ασκούν δραστηριότητες και τα στοιχεία του ενεργητικού τους έχουν πωληθεί στην αγοραία τιμή.

I –    Η διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής

3.        Από το 2004 και εντεύθεν, η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας έχουν ανταλλάξει μια ογκωδέστατη αλληλογραφία σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως του 2002. Λόγω του μεγάλου αριθμού των εγγράφων που έχουν αποσταλεί εκατέρωθεν, θα εστιάσω μόνο στα σημαντικότερα σημεία της αλληλογραφίας αυτής.

4.        Δεδομένου ότι η Indosa είχε κηρυχθεί σε πτώχευση ήδη από τις 19 Απριλίου 1994, πλην όμως συνέχισε να ασκεί τις δραστηριότητές της μέσω της κατά 100 % θυγατρικής της εταιρίας CMD (6), η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως από τις ισπανικές αρχές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της εκκαθαρίσεως της Indosa. Τις πίεσε μάλιστα να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να περατωθεί η διαδικασία πλήρους εκκαθαρίσεως των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής και να παύσει να ασκεί τις δραστηριότητές της.

5.        Οι ισπανικές αρχές απάντησαν ότι η εκκαθάριση των στοιχείων του ενεργητικού της Indosa δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί καθόσον η σχετική συμφωνία για την πώληση όλων των στοιχείων του ενεργητικού που συγκροτούσαν την εταιρική περιουσία και για την παύση της λειτουργίας της επιχείρησης, η οποία είχε εγκριθεί με διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 2004, δεν είχε αποκτήσει ακόμη οριστική ισχύ. Μόλις στις 30 Μαΐου 2006 οι ισπανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι η ως άνω συμφωνία κατέστη οριστική στις 2 Μαΐου 2006.

6.        Με επιστολή της 26ης Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η CMD, ως θυγατρική κατά 100 % της Indosa, συνέχιζε την επιδοτούμενη δραστηριότητα και επέστησε την προσοχή των ισπανικών αρχών στο γεγονός ότι, για να θεωρηθεί ότι η απόφαση 91/1 όντως εκτελέστηκε, έπρεπε οι ασύμβατες προς την κοινή αγορά ενισχύσεις να ανακτηθούν από τον φορέα ο οποίος επωφελήθηκε στην πράξη από αυτές. Σε απάντηση της ως άνω επιστολής, οι ισπανικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούσαν τη διαδικασία πωλήσεως του μοναδικού στοιχείου του ενεργητικού της Indosa, δηλαδή των μετοχών της CMD. Τελικώς, με δύο έγγραφα που απέστειλαν τον Σεπτέμβριο του 2008, οι ισπανικές αρχές γνωστοποίησαν ότι δεν είχε υποβληθεί έγκυρη προσφορά για την αγορά των μετοχών της CMD και ότι, κατόπιν τούτου, δεν έγινε διανομή των στοιχείων του ενεργητικού της Indosa.

7.        Με επιστολή της 24ης Οκτωβρίου 2007, οι ισπανικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι οι ενισχύσεις οι οποίες είχαν κριθεί ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 91/1 ενεγράφησαν στο παθητικό της πτωχευτικής περιουσίας της Indosa. Τον Ιούλιο του 2008 η Επιτροπή ζήτησε δικαιολογητικό έγγραφο, το οποίο όμως ουδέποτε προσκομίστηκε από τις ισπανικές αρχές.

8.        Με επιστολές της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της 13ης Νοεμβρίου 2008, οι ισπανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι η CMD είχε κηρυχθεί σε πτώχευση στις 30 Ιουλίου 2008.

9.        Με επιστολές της 18ης Αυγούστου 2009, της 7ης Σεπτεμβρίου 2009 και της 21ης Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τις ισπανικές αρχές, πρώτον, λεπτομερές χρονοδιάγραμμα από το οποίο να προκύπτουν οι ημερομηνίες παύσεως των δραστηριοτήτων της CMD και ενάρξεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των στοιχείων του ενεργητικού της, δεύτερον, πληροφορίες σχετικά με την εκποίηση των στοιχείων αυτών, τρίτον, αποδείξεις ότι τα εν λόγω στοιχεία θα εκποιούνταν υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά και, τέταρτον, αποδείξεις ότι οι ενισχύσεις που είχαν κριθεί ασύμβατες προς την κοινή αγορά είχαν εγγραφεί στο παθητικό της CMD ως πτωχευτικές απαιτήσεις.

10.      Με επιστολές της 21ης Σεπτεμβρίου 2009 και της 13ης Οκτωβρίου 2009, οι ισπανικές αρχές απάντησαν, πρώτον, ότι η CMD έπαυσε να ασκεί δραστηριότητες στις 30 Ιουλίου 2009, δεύτερον, ότι η πτωχευτική διαδικασία έβαινε κανονικά ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου (χωρίς να υποβληθεί συναφώς λεπτομερές χρονοδιάγραμμα όπως είχε ζητήσει η Επιτροπή) και, τρίτον, ότι δεν γνώριζαν αν οι ενισχύσεις οι οποίες είχαν κριθεί ασύμβατες προς την κοινή αγορά ενεγράφησαν στο παθητικό της CMD. Την 1η Δεκεμβρίου 2009 απέστειλαν τον πίνακα των αναγγελθέντων πιστωτών της CMD, ο οποίος είχε εγκριθεί από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο. Η Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων δεν περιλαμβανόταν στον ως άνω πίνακα, όσον αφορά τις ενισχύσεις που είχαν κριθεί ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 91/1.

11.      Στις 20 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή απέστειλε στο Βασίλειο της Ισπανίας έγγραφο οχλήσεως δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, δηλώνοντας ότι επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να εκδώσει, σύμφωνα με το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ, αιτιολογημένη γνώμη, αφότου το οικείο κράτος μέλος θα υπέβαλλε τις παρατηρήσεις του ή σε περίπτωση που οι παρατηρήσεις αυτές δεν θα της διαβιβάζονταν εμπροθέσμως.

12.      Σε απάντηση του εγγράφου αυτού, οι ισπανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή, στις 26 Ιανουαρίου 2010, ότι η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002 είχε δρομολογηθεί, δεδομένου ότι τόσο η Indosa όσο και η CMD βρίσκονταν σε στάδιο εκκαθαρίσεως, δεν απασχολούσαν πλέον προσωπικό και είχαν παύσει τις δραστηριότητές τους.

13.      Στις 18 Μαρτίου 2010 η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, καλώντας το Βασίλειο της Ισπανίας, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός δύο μηνών από της παραλαβής του εγγράφου αυτού. Η Επιτροπή σημείωσε ότι διατηρούσε το δικαίωμά της να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αφότου το οικείο κράτος μέλος θα υπέβαλλε τις παρατηρήσεις του ή σε περίπτωση που οι παρατηρήσεις αυτές δεν θα της διαβιβάζονταν εμπροθέσμως.

14.      Οι ισπανικές αρχές απάντησαν στο συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως με επιστολές της 2ας Ιουνίου 2010, της 9ης Ιουνίου 2010 και της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, από τις οποίες προέκυπτε ότι η Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων δεν καταλεγόταν μεταξύ των πιστωτών της CMD και ότι επρόκειτο να μετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία ζητώντας να εγγραφεί στον πίνακα των πιστωτών δυνάμει της απαιτήσεως που είχε έναντι της Indosa λόγω των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 91/1. Με μήνυμα που εστάλη στις 7 Ιουλίου 2010 μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, οι ισπανικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή το σχέδιο εκκαθαρίσεως της CMD, το οποίο είχε εγκριθεί από το εθνικό πτωχευτικό δικαστήριο.

15.      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει, στις 22 Δεκεμβρίου 2010, την υπό κρίση προσφυγή.

II – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και αιτήματα

16.      Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από την απόφαση 91/1 και από το άρθρο 260 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν έλαβε όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του 2002,

–        να υποχρεώσει το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει στην Επιτροπή χρηματική ποινή ύψους 131 136 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως κατά την εκτέλεση της απόφασης του 2002, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση και μέχρις ότου εκτελεστεί πλήρως η απόφαση του 2002·

–        να υποχρεώσει το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει στην Επιτροπή το κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο θα προκύψει από τον πολλαπλασιασμό του ημερήσιου ποσού των 14 343 ευρώ με τον αριθμό των ημερών που θα έχουν παρέλθει, χωρίς να έχει τερματιστεί η παράβαση, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του 2002 έως:

–        την ημερομηνία κατά την οποία το Βασίλειο της Ισπανίας ανακτήσει τις ενισχύσεις που κρίθηκαν παράνομες με την απόφαση 91/1, εφόσον το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι η ανάκτηση θα έχει πράγματι λάβει χώρα πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση·

–        την ημερομηνία εκδόσεως αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον η απόφαση του 2002 δεν έχει εκτελεστεί πλήρως πριν από την ημερομηνία αυτή, και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

17.      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ή, επικουρικώς, να επιβάλει χρηματική ποινή ύψους 12 269,70 ευρώ ανά τρίμηνο, καθώς και κατ’ αποκοπήν ποσό με βάση υπολογισμού το ποσό των 44,80 ευρώ ανά ημέρα, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18.      Στις 22 Μαρτίου 2011 το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε, δυνάμει του άρθρου 91 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ένσταση απαραδέκτου, την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

19.      Με διάταξη της 13ης Μαΐου 2011, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στην Τσεχική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ του Βασιλείου της Ισπανίας. Το υπόμνημα παρεμβάσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας εστιάζει στο ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής.

III – Εκτίμηση

 A –      Επί του παραδεκτού της προσφυγής

20.      Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί, με την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε, το νομότυπο της διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής, λόγω της απουσίας αιτιολογημένης γνώμης.

21.      Η ένσταση αυτή ανάγεται σε μια μεταρρύθμιση την οποία επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας στη διαδικασία που πρέπει υποχρεωτικώς να προηγείται της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως η οποία συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως παραβάσεως κράτους μέλους.

22.      Το Βασίλειο της Ισπανίας, με το οποίο συντάσσεται η Τσεχική Δημοκρατία, και η Επιτροπή ερίζουν ως προς το ζήτημα αν το νομότυπο της διαδικασίας που προηγήθηκε της ασκήσεως της προσφυγής πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 228 ΕΚ, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή κινήθηκε με την αποστολή του εγγράφου οχλήσεως στις 20 Νοεμβρίου 2009, ήτοι πριν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ή βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο θα έπρεπε να εφαρμόζεται από της ενάρξεως της ισχύος της ως άνω Συνθήκης, ανεξαρτήτως αν η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία είχε κινηθεί πριν από το χρονικό αυτό σημείο.

23.       Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι τυχόν εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν αναδρομική και, επομένως, θα παραβίαζε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας των κανόνων δικαίου που προβλέπουν επαχθέστερες κυρώσεις.

24.      Επ’ αυτού υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως που συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβαση κράτους μέλους πρέπει να θεωρηθεί ως ειδική ένδικη διαδικασία εκτελέσεως των αποφάσεων, δηλαδή, με άλλα λόγια, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως (7). Σκοπός της είναι να αποκατασταθεί η νομιμότητα και να διασφαλιστεί η τήρησή της (8). Το νομότυπο της διαδικασίας που πρέπει να προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής συνιστά ουσιώδη εγγύηση, η οποία κατοχυρώθηκε με τη Συνθήκη ΛΕΕ όχι μόνο για να προστατεύονται τα δικαιώματα του οικείου κράτους μέλους, αλλά και για να εξασφαλίζεται ότι η διαδικασία που θα κινηθεί ενδεχομένως ενώπιον του Δικαστηρίου θα έχει ως αντικείμενο μια σαφώς καθορισμένη διαφορά (9).

25.      Όπως συνέβαινε και με τη διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία σε σχέση με παράβαση η οποία συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως προηγούμενης παραβάσεως χωριζόταν αρχικώς, βάσει του άρθρου 228 ΕΚ, σε δύο διαδοχικά στάδια, ήτοι στην αποστολή εγγράφου οχλήσεως και, στη συνέχεια, αιτιολογημένης γνώμης. Επομένως, είναι αδύνατο να συμμεριστώ την άποψη του Βασιλείου της Ισπανίας ότι η όλη οικονομία της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας αποτελούσε προϊόν της διοικητικής πρακτικής που ακολουθούσε η Επιτροπή. Όπως υπογράμμισε η ίδια η Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου, τα στάδια της διαδικασίας αυτής προβλέπονταν ρητώς στο άρθρο 228 ΕΚ.

26.      Η αλλαγή που επήλθε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας συνιστά μια απλούστευση και συνεπάγεται, ως εκ τούτου, την επιτάχυνση της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας λόγω της καταργήσεως του σταδίου της αιτιολογημένης γνώμης. Αυτό σημαίνει ότι, πλέον, το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εξαρτά το παραδεκτό της προσφυγής λόγω παραβάσεως που συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβαση κράτους μέλους από την προϋπόθεση και μόνον ότι έχει δοθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του πριν από την άσκηση της προσφυγής αυτής. Κατά τη γνώμη μου, η αποστολή εγγράφου οχλήσεως με το οποίο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη μη εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου αρκεί για να εξασφαλιστεί ότι πληρούται η προαναφερθείσα προϋπόθεση.

27.      Τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή μόνον επί των διαδικασιών που έχουν κινηθεί μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οπότε το έγγραφο οχλήσεως θα πρέπει να έχει αποσταλεί στο οικείο κράτος μέλος μετά την 1η Δεκεμβρίου 2009, ή αν εφαρμόζεται και στις διαδικασίες οι οποίες κινήθηκαν πριν από την ως άνω ημερομηνία, όπερ θα σήμαινε ότι το νομότυπο της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής πρέπει να εκτιμάται βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ για όλες τις προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

28.      Επί τούτου συμφωνώ με την Τσεχική Δημοκρατία ότι η επίλυση του ζητήματος αυτού εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα αν το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρηθεί διαδικαστικός ή ουσιαστικός κανόνας. Ωστόσο, αντιθέτως προς την άποψη που υιοθετεί η Τσεχική Δημοκρατία, φρονώ ότι το επίμαχο άρθρο δεν πρέπει να θεωρηθεί, αυτό καθαυτό, ως διάταξη ουσιαστικού δικαίου.

29.      Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ έχει μικτό χαρακτήρα. Είναι ουσιαστικός κανόνας, ο οποίος προβλέπει, αφενός, το «αδίκημα» της μη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως παραβάσεως κράτους μέλους και, αφετέρου, την επιβολή χρηματικής κυρώσεως γι’ αυτό. Αντιθέτως, στο μέτρο που απαιτεί να προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής μια διαδικασία προκειμένου το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, συνιστά διαδικαστικό κανόνα ο οποίος θέτει τις προϋποθέσεις της πραγματώσεως των δικαιωμάτων που απορρέουν από ουσιαστικό κανόνα. Το αυτό ισχύει και για την απαίτηση να προσδιορίζεται με την προσφυγή το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής.

30.      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οι διαδικαστικοί κανόνες θεωρείται ότι εφαρμόζονται γενικώς επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (10).

31.      Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν η Συνθήκη της Λισσαβώνας περιείχε μια μεταβατική διάταξη η οποία προέβλεπε ότι, αν η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει κινηθεί πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, ισχύει το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ. Εντούτοις, η ως άνω Συνθήκη δεν περιέχει τέτοια διάταξη.

32.      Κατά συνέπεια, όσον αφορά το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το νομότυπο της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής πρέπει να εκτιμάται βάσει του άρθρου αυτού ως προς όλες τις προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί μετά την 1η Δεκεμβρίου 2009, ακόμη στην περίπτωση που το έγγραφο οχλήσεως, το οποίο αποτελεί την πρώτη πράξη διαδικασίας αυτής, είχε αποσταλεί στο οικείο κράτος μέλος πριν από την ως άνω ημερομηνία.

33.      Όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας ότι τυχόν εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στην προκειμένη περίπτωση θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ως κατευθυντήρια γραμμή μπορεί να χρησιμοποιηθεί η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την οποία το πεδίο της εν λόγω αρχής δεν πρέπει να επεκτείνεται μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να παρακωλύεται γενικώς η εφαρμογή νέας ρυθμίσεως επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων των καταστάσεων που έχουν γεννηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση (11). Φρονώ ότι η νομολογία αυτή ισχύει, κατ’ αναλογία, και για τη σχέση μεταξύ της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της άμεσης εφαρμογής των διαδικαστικών κανόνων.

34.      Επ’ αυτού πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι δεν είναι δυνατό να ισχυρίζεται το Βασίλειο της Ισπανίας ότι η εκτίμηση του νομότυπου της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ θα είχε ως συνέπεια να μη γνωρίζει επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, ώστε να λάβει αντίστοιχα τα μέτρα της, όπως επιτάσσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου (12). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση λήψης των μέτρων που συνεπάγεται η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου προβλεπόταν ήδη στην έννομη τάξη της Ένωσης και πριν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το δε Βασίλειο της Ισπανίας είχε σαφώς ενημερωθεί, με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως της 18ης Μαρτίου 2010, για την πρόθεση της Επιτροπής να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή των παρατηρήσεων του Βασιλείου της Ισπανίας.

35.      Όσον αφορά το άλλο επιχείρημα του Βασιλείου της Ισπανίας, ότι η εφαρμογή του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ θα αντέβαινε στην αρχή της μη αναδρομικότητας των κανόνων που προβλέπουν επαχθέστερες κυρώσεις, αρκεί η διαπίστωση ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας ουδεμία τροποποίηση επέφερε στις κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται σε περίπτωση μη εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου.

36.      Συμπερασματικώς, στην υπό κρίση υπόθεση, είχε δοθεί στο Βασίλειο της Ισπανίας, πριν από την άσκηση της προσφυγής, η δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά με την παράβαση που του προσήψε η Επιτροπή, όπως επιτάσσει το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το αποδεικνύουν τόσο το έγγραφο οχλήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2009 όσο και το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως της 18ης Μαρτίου 2010, με τα οποία η Επιτροπή κάλεσε το Βασίλειο της Ισπανίας να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί της μη εκτελέσεως της αποφάσεως του 2002. Εκτιμώ, συνεπώς, ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, για τον λόγο αυτό, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας.

 Β –     Επί της παραβάσεως

37.      Με την απόφαση του 2002 το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, μη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή του προς την απόφαση 9/11, είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 249, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθώς και από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως 9/11. Επομένως, η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002 προϋποθέτει την εκτέλεση της αποφάσεως 91/1 και η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής προϋποθέτει, με τη σειρά της, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν κριθεί παράνομες.

38.      Ως εκ τούτου, για να διαπιστωθεί αν το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να εξεταστεί αν το εν λόγω κράτος μέλος ανέκτησε τις ενισχύσεις, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες με την απόφαση 91/1, από τους αποδέκτες τους. Σημειωτέον ότι, όπως επισημάνθηκε και ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή αφορά μόνον τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Indosa από την Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων.

39.      Λαμβανομένης υπόψη της τροποποιήσεως που επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας στη διαδικασία η οποία προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως που συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβαση κράτους μέλους, είναι κατ’ αρχάς απαραίτητο να προσδιοριστεί εκ νέου η κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της υπάρξεως παραβάσεως. Από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ προκύπτει ότι κρίσιμη συναφώς ήταν η ημερομηνία κατά την οποία έληγε η προθεσμία που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη (13).

40.      Εφόσον το στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης έχει καταργηθεί, ως κρίσιμη για την εκτίμηση της υπάρξεως παραβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει, κατ’ αναλογία προς τη νομολογία που αφορούσε το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ, να θεωρηθεί η ημερομηνία κατά την οποία λήγει η προθεσμία που τάσσεται με το έγγραφο οχλήσεως ή, ενδεχομένως, με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Εν προκειμένω είναι η 22α Μαΐου 2010.

41.      Δεδομένου ότι τόσο η Indosa όσο και η θυγατρική της CMD έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση, θεωρώ σκόπιμο να υπενθυμίσω τη νομολογία σχετικά με την ανάκτηση ενισχύσεων από επιχειρήσεις που τελούν υπό πτώχευση. Κατά τη νομολογία αυτή, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού, η οποία οφείλεται στη χορήγηση των παράνομων ενισχύσεων μπορούν κατ’ αρχήν να επιτευχθούν με την εγγραφή, στον πίνακα των απαιτήσεων, της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων οφειλής (14). Εντούτοις, η εγγραφή της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων οφειλής στον πίνακα των απαιτήσεων συνεπάγεται, στις περιπτώσεις όπου η αρμόδια κρατική αρχή δεν έχει ανακτήσει το συνολικό ποσό των ενισχύσεων, εκπλήρωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως μόνον εφόσον η πτωχευτική διαδικασία καταλήγει σε εκκαθάριση της επιχειρήσεως, ήτοι σε οριστική παύση των δραστηριοτήτων της, την οποία η κρατική αρχή μπορεί να προκαλέσει υπό την ιδιότητα είτε του μετόχου είτε του πιστωτή (15).

42.      Η ως άνω νομολογία θέτει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύσεις που κρίθηκαν παράνομες με απόφαση της Επιτροπής έχουν ανακτηθεί. Η πρώτη είναι η εγγραφή των απαιτήσεων που αφορούν την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων ως πτωχευτικών απαιτήσεων στον σχετικό πίνακα και η δεύτερη είναι η οριστική παύση της επιδοτούμενης από τις ενισχύσεις αυτές δραστηριότητας.

43.      Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι την κρίσιμη ημερομηνία, ήτοι στις 22 Μαΐου 2010, οι απαιτήσεις που αφορούσαν την επιστροφή των ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων στην Indosa δεν είχαν εγγραφεί στον σχετικό πίνακα, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της CMD.

44.      Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η πρώτη αναγγελία απαιτήσεως για το ποσό των 16 828,34 ευρώ υποβλήθηκε από την Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων στις 10 Ιουνίου 2010, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας η οποία είχε ταχθεί με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως. Επιπλέον, το αναγγελθέν ποσό δεν ήταν ορθό. Μια νέα αναγγελία, της 3ης Δεκεμβρίου 2010, αφορούσε ποσό ύψους 16 494 499 ευρώ. Η εν λόγω αναγγελία διορθώθηκε με την αναγγελία της 23ης Φεβρουαρίου 2011 που αφορούσε το ποσό των 22 469 459 ευρώ, και, τέλος, με την τρίτη αναγγελία της 7ης Δεκεμβρίου 2011 για 22 683 745 ευρώ. Από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι, κατόπιν της σχετικής αποφάσεως που εξέδωσε το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο στις 4 Απριλίου 2012, οι απαιτήσεις, οι οποίες ανέρχονταν συνολικώς σε 22 683 745 ευρώ, ενεγράφησαν εν τέλει στον πίνακα ως πτωχευτικές απαιτήσεις στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της εταιρίας CMD.

45.      Δεδομένου ότι οι δύο προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να διαπιστωθεί ότι έχουν ανακτηθεί ενισχύσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες με απόφαση της Επιτροπής, σε περίπτωση επιχειρήσεως που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, είναι σωρευτικές και ότι μόλις αποδείχθηκε ότι η μία εξ αυτών δεν πληρούται εν προκειμένω, φρονώ ότι, χωρίς καν να εξεταστεί αν συντρέχει η δεύτερη προϋπόθεση, στοιχειοθετείται παράβαση εκ μέρους του Βασιλείου της Ισπανίας βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

46.      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, εφόσον δεν έλαβε εντός της προθεσμίας που τάχθηκε με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο κλήθηκε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί της προσαπτόμενης παραβάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002, σχετικά με την ανάκτηση των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 91/1, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την τελευταία αυτή απόφαση και από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Γ –     Επί της χρηματικής ποινής

47.      Η Επιτροπή, παραπέμποντας στη μέθοδο υπολογισμού η οποία εκτίθεται στην ανακοίνωσή της SEC(2005) 1658 της 13ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ (16), όπως ενημερώθηκε με την ανακοίνωση SEC(2010) 923 της 20ής Ιουλίου 2010, προτείνει την επιβολή ημερήσιας χρηματικής ποινής ύψους 131 136 ευρώ. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η χρηματική αυτή ποινή, η οποία υπολογίστηκε με σημείο αναφοράς το βασικό ποσό των 640 ευρώ και με συντελεστή σοβαρότητας το 5, συντελεστή διάρκειας το 3 και συντελεστή n το 13,66, είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, δεδομένου ότι η χρηματική ποινή πρέπει να έχει τόσο κατασταλτικό όσο και αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

48.      Η Επιτροπή προέβαλε ως δικαιολογητικό λόγο για την επιβολή χρηματικής ποινής το γεγονός ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν είχαν ακόμη ανακτηθεί και ότι, ως εκ τούτου, τόσο η απόφαση 91/1 όσο και η απόφαση του 2002 παρέμεναν ανεκτέλεστες. Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε τρεις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις ανακτήθηκαν. Πρώτον, η σχετική με τις επίμαχες ενισχύσεις οφειλή πρέπει να εγγραφεί ως πτωχευτική πίστωση, δεύτερον, η επιδοτούμενη δραστηριότητα πρέπει να παύσει και, τρίτον, τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχειρήσεως Indosa πρέπει να εκποιηθούν στην αγοραία τιμή κατόπιν ανοικτού, δεσμευτικού και διαφανούς διαγωνισμού.

49.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή μετέβαλε την επιχειρηματολογία της ως προς το σημείο αυτό. Υποστήριξε ότι, μολονότι η σχετική με τις επίμαχες ενισχύσεις οφειλή εγγράφηκε τελικώς, και συγκεκριμένα στις 4 Απριλίου 2012, ως πτωχευτική πίστωση στον σχετικό πίνακα, εντούτοις η προσαπτόμενη στο Βασίλειο της Ισπανίας παράβαση δεν τερματίστηκε, δεδομένου ότι εξακολουθούσε να ασκείται η επιδοτούμενη δραστηριότητα. Φαίνεται, επομένως, ότι η Επιτροπή εγκατέλειψε την προϋπόθεση της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού στην αγοραία τιμή.

50.      Το Βασίλειο της Ισπανίας, από την πλευρά του, θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση παρέλκει η επιβολή χρηματικών κυρώσεων, δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές έπραξαν ούτως ή άλλως ό,τι ήταν δυνατό για να ανακτήσουν τις ενισχύσεις που είχαν κριθεί παράνομες με την απόφαση 91/1 και, κατά συνέπεια, ενδεχόμενες χρηματικές κυρώσεις δεν θα έχουν οποιοδήποτε αποτέλεσμα ως προς τη συμπεριφορά των εν λόγω αρχών. Όσον αφορά ειδικότερα τη χρηματική ποινή, το Βασίλειο της Ισπανίας στηρίζεται στην απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (17), για να αντλήσει το επιχείρημα ότι, κατόπιν της εγγραφής των απαιτήσεων που αφορούν την επιστροφή των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί παράνομες με την απόφαση 91/1 ως πτωχευτικών απαιτήσεων στον σχετικό πίνακα, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της CMD, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόφαση του 2002 τελικώς εκτελέστηκε και, για τον λόγο αυτό, παρέλκει η επιβολή χρηματικής ποινής.

51.      Πάντως, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιβάλει τέτοια κύρωση, το Βασίλειο της Ισπανίας προτείνει χρηματική ποινή ύψους 12 269,70 ευρώ ανά τρίμηνο, στην οποία καταλήγει πολλαπλασιάζοντας το βασικό ποσό των 9,98 ευρώ (18) με το 1 ως συντελεστή σοβαρότητας, το 1 ως συντελεστή διάρκειας, το 13,66 ως συντελεστή n και, τέλος, το 90 ως συντελεστή που πρέπει να εφαρμοστεί λόγω της τριμηνιαίας βάσεως υπολογισμού.

52.      Λαμβανομένων των προεκτεθέντων επιχειρημάτων των διαδίκων, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί αν η προσαπτόμενη στο Βασίλειο της Ισπανίας παράβαση, η οποία συνίσταται στη μη εκτέλεση της αποφάσεως του 2002 περιστατικών, εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι την εξέταση των πραγματικών από το Δικαστήριο, σύμφωνα με την απαίτηση που απορρέει από τη νομολογία σχετικά με την επιβολή χρηματικής ποινής (19).

53.      Όπως έχω ήδη επισημάνει, η εκτέλεση της αποφάσεως του 2002 προϋποθέτει την εκτέλεση της αποφάσεως 91/1 και η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής προϋποθέτει, με τη σειρά της, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν κριθεί παράνομες.

54.      Στο πλαίσιο των προτάσεων αυτών διαπιστώθηκε επίσης ότι, σε περίπτωση επιχειρήσεως που τελεί υπό πτώχευση, η νομολογία θέτει δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύσεις οι οποίες κρίθηκαν παράνομες με απόφαση της Επιτροπής έχουν ανακτηθεί, ήτοι, πρώτον, την εγγραφή των απαιτήσεων που αφορούν την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων ως πτωχευτικών απαιτήσεων στον σχετικό πίνακα και, δεύτερον, την οριστική παύση της επιδοτούμενης από τις εν λόγω ενισχύσεις δραστηριότητας (20).

55.      Κατά τη γνώμη μου, η απαίτηση να συντρέχουν αμφότερες οι σωρευτικές προϋποθέσεις δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση με την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (21), μολονότι το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει εξ αυτής το συμπέρασμα ότι ένα κράτος μέλος εκπληρώνει την υποχρέωση ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων εγγράφοντας στον σχετικό πίνακα τις επίδικες απαιτήσεις, στο πλαίσιο της οικείας πτωχευτικής διαδικασίας. Αληθεύει βεβαίως ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση, το Δικαστήριο συνέδεσε την υποχρέωση ανακτήσεως των παράνομων ενισχύσεων αποκλειστικώς και μόνο με την εγγραφή των απαιτήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας και, ταυτοχρόνως, απέρριψε ρητώς την προϋπόθεση της εκποιήσεως των στοιχείων του ενεργητικού της επιχειρήσεως στην αγοραία τιμή (22). Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο εγκατέλειψε την προϋπόθεση της παύσεως της επιδοτούμενης από τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις δραστηριότητας, η οποία απορρέει από την προγενέστερη πάγια νομολογία του (23).

56.      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία περατώσεως της προφορικής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, οι ανερχόμενες σε 22 683 745 ευρώ απαιτήσεις οι οποίες αφορούσαν την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από την Αυτόνομη Κοινότητα της Χώρας των Βάσκων στην Indosa είχαν εγγραφεί στον σχετικό πίνακα ως πτωχευτικές απαιτήσεις, στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας κατά της CMD.

57.      Παραμένει, εντούτοις, προβληματικό το ζήτημα αν είχε παύσει στην πράξη η δραστηριότητα η οποία επιδοτούνταν από τις παράνομες, κατά την απόφαση 91/1, ενισχύσεις.

58.      Μολονότι η Indosa κηρύχθηκε σε πτώχευση το 1994, η επίδικη δραστηριότητα συνεχίστηκε από τη θυγατρική της CMD. Η τελευταία αυτή εταιρία κηρύχθηκε επίσης σε πτώχευση το 2008 και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Βασιλείου της Ισπανίας, έπαυσε οριστικώς να ασκεί δραστηριότητες κατόπιν της εκδοθείσας από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο διατάξεως της 24ης Ιουλίου 2009, με την οποία επήλθε η λύση όλων των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της. Όπως όμως παραδέχθηκε το ίδιο το Βασίλειο της Ισπανίας με γραπτή απάντησή του προς ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο, η δραστηριότητα στις εγκαταστάσεις της CMD συνεχίστηκε από τη συσταθείσα στις 3 Σεπτεμβρίου 2009 εταιρία Euskomenaje, η οποία τις χρησιμοποιεί για την παραγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων που κατά το παρελθόν κατασκεύαζε η CMD. Η δυνατότητα αυτή προβλεπόταν από την άδεια την οποία παραχώρησε στην Euskomenaje ο σύνδικος πτωχεύσεως της CMD, καθόσον περιελάμβανε όρο σχετικό με προσωρινή μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού της CMD στην Euskomenaje.

59.      Ομολογουμένως, το Βασίλειο της Ισπανίας προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η Βασκική Κυβέρνηση έλαβε μια σειρά μέτρων προκειμένου να αποτρέψει την Euskomenaje από τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της στις εγκαταστάσεις της CMD. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, κατά την ημερομηνία περατώσεως της προφορικής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, η Euskomenaje εξακολουθούσε να ασκεί τις ίδιες πάντοτε δραστηριότητες στις εγκαταστάσεις της CMD. Το επιβεβαίωσε μάλιστα και το Βασίλειο της Ισπανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

60.      Φρονώ, λοιπόν, ότι υφίστανται επαρκή στοιχεία προς απόδειξη του ότι η προϋπόθεση της οριστικής παύσεως της επιδοτούμενης από τις παράνομες ενισχύσεις δραστηριότητας δεν συνέτρεχε εν προκειμένω κατά την ημερομηνία περατώσεως της προφορικής διαδικασίας και ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχουν ανακτηθεί οι ενισχύσεις που κρίθηκαν παράνομες με την απόφαση 91/1. Για τον λόγο αυτό, ενδείκνυται η επιβολή χρηματικής ποινής στο Βασίλειο της Ισπανίας ως κίνητρο για να τερματιστεί το συντομότερο δυνατό η προσαπτόμενη παράβαση, η οποία αλλιώς θα υπήρχε κίνδυνος να συνεχιστεί (24).

61.      Όσον αφορά το ύψος της χρηματικής ποινής, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι αυτό πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπον ώστε η χρηματική ποινή να είναι, αφενός, προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογη τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Τα βασικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται ο κατασταλτικός χαρακτήρας της χρηματικής ποινής, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, είναι κατ’ αρχήν η διάρκεια της παραβάσεως, η σοβαρότητά της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμήσει ιδίως τις συνέπειες που έχει η μη εκτέλεση επί των συμφερόντων των ιδιωτών και επί του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και το ζήτημα πόσο επείγον είναι να εξαναγκαστεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του (25).

62.      Ως προς το πρώτο κριτήριο, δηλαδή τη διάρκεια της παραβάσεως, έχουν παρέλθει εν προκειμένω δέκα και πλέον έτη από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του 2002, της οποίας η μη εκτέλεση προσάπτεται στο Βασίλειο της Ισπανίας. Είναι σαφές ότι το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ σημαντικό. Σημειωτέον δε ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για το οποίο έχει κληθεί να αποφανθεί το Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας παραβάσεως που συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως με την οποία είχε διαπιστωθεί προηγούμενη παράβαση. Για τον λόγο αυτό, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωση αυτή ο υψηλότερος συντελεστής, δηλαδή 3.

63.      Ως προς το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή τη σοβαρότητα της παραβάσεως, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει τη θεμελιώδη σημασία των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο τόσο της αποφάσεως 91/1 όσο και της αποφάσεως του 2002. Η σπουδαιότητα των διατάξεων που δεν τηρήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση έγκειται ιδίως στο γεγονός ότι η επιστροφή μιας παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως εξαλείφει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού η οποία προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε με την ενίσχυση και ότι ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα του οποίου ετύγχανε έναντι των ανταγωνιστών του (26).

64.      Εντούτοις, επ’ αυτού του σημείου, θεωρώ ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρόοδος που σημειώθηκε, μετά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ως προς την εκτέλεση τόσο της αποφάσεως 91/1 όσο και της αποφάσεως του 2002. Συναφώς επισημαίνω ιδίως δύο στοιχεία: πρώτον, ότι οι απαιτήσεις που αφορούσαν την επιστροφή των ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν στην Indosa ενεγράφησαν τελικώς στον σχετικό πίνακα ως πτωχευτικές απαιτήσεις στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας της CMD και, δεύτερον, ότι οι εθνικές αρχές ενήργησαν ώστε να επιτύχουν την οριστική, και όχι απλώς τυπική, παύση της επιδοτούμενης από τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις δραστηριότητας, έστω και αν οι πρωτοβουλίες δεν έχουν, μέχρι τούδε, οδηγήσει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

65.      Τα δύο αυτά στοιχεία δικαιολογούν, κατά τη γνώμη μου, την εφαρμογή συντελεστή 4, χαμηλότερου από εκείνον που πρότεινε η Επιτροπή.

66.      Ως προς το τρίτο κριτήριο, δηλαδή την ικανότητα πληρωμής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μέθοδος υπολογισμού η οποία συνίσταται στον πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού με έναν ειδικό συντελεστή για κάθε κράτος μέλος συνιστά ενδεδειγμένο μέσον, καθόσον αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, διατηρώντας ταυτόχρονα μια εύλογη απόκλιση στον τρόπο αντιμετωπίσεως των διαφόρων κρατών μελών (27). Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιηθεί και εν προκειμένω ο συντελεστής n, ο οποίος είναι 13,66 για το Βασίλειο της Ισπανίας.

67.      Εφαρμόζοντας τους συντελεστές που προτείνω, προκύπτει χρηματική ποινή ύψους 104 909 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως κατά την εκτέλεση της αποφάσεως 91/1 και της αποφάσεως του 2002.

68.      Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα καταβολής της χρηματικής ποινής, νομίζω ότι η επιβολή χρηματικής ποινής υπολογιζόμενης ανά ημέρα αποτελεί εν προκειμένω το πλέον ενδεδειγμένο μέτρο για να θέσει το Βασίλειο της Ισπανίας τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση το συντομότερο δυνατό.

 Δ –     Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

69.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη του όλου νομικού και πραγματικού πλαισίου της παραβάσεως που προσάπτεται στο Βασίλειο της Ισπανίας, για να προληφθεί αποτελεσματικά η επανάληψη αντίστοιχων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης στο μέλλον, απαιτείται η λήψη ενός αποτρεπτικού μέτρου, όπως η επιβολή υποχρεώσεως καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού. Όσον αφορά το ύψος του, προτείνει να πολλαπλασιαστεί το ποσό των 14 343 ευρώ (28) με τον αριθμό των ημερών που θα έχουν παρέλθει από την έκδοση της αποφάσεως του 2002 έως την ημερομηνία της εκτελέσεως από το Βασίλειο της Ισπανίας των υποχρεώσεών του ή, ελλείψει συμμορφώσεως του εν λόγω κράτους μέλους, έως την ημερομηνία της εκδόσεως αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

70.      Το Βασίλειο της Ισπανίας προτείνει, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να το υποχρεώσει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό, το ημερήσιο ποσό των 44,80 ευρώ, το οποίο προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού των 3,28 ευρώ (29) με τον συντελεστή σοβαρότητας 1 και τον συντελεστή n 13,66.

71.      Όσον αφορά το κατ’ αποκοπήν ποσό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το είδος αυτό χρηματικής κυρώσεως δεν πρέπει να επιβάλλεται αυτομάτως στις περιπτώσεις παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά το Δικαστήριο, η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ του απονέμει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίζει αν θα επιβάλει ή όχι τέτοια κύρωση (30) λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που σχετίζονται τόσο με τα χαρακτηριστικά της διαπιστωθείσας παραβάσεως όσο και με τη συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους (31).

72.      Κατά την άποψή μου, η διάρκεια της παραβάσεως είναι το στοιχείο που πρωτίστως συνηγορεί υπέρ της επιβολής κατ’ αποκοπήν ποσού. Πρόκειται για πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι παρήλθαν δέκα και πλέον έτη από την έκδοση της αποφάσεως του 2002, της οποίας η μη εκτέλεση προσάπτεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

73.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι επανειλημμένες παραβιάσεις, εκ μέρους ενός κράτους μέλους, συγκεκριμένου τομέα του δικαίου της Ένωσης μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο για την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού (32), όπερ, κατά τη γνώμη μου, συνάδει με τον προληπτικό χαρακτήρα των χρηματικών κυρώσεων (33). Στην περίπτωση του Βασιλείου της Ισπανίας, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεων σχετικών με μη εκτέλεση αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες κρατικές ενισχύσεις έχουν κριθεί παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά, όπως παραδείγματος χάρη με τις αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑177/06, Επιτροπή κατά Ισπανίας (34), και της 14ης Δεκεμβρίου 2006 C‑485/03 έως C‑490/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (35).

74.      Σε σχέση με το κατ’ αποκοπήν ποσό, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την πρόταση της Επιτροπής και ότι ο καθορισμός του ύψους του ποσού αυτού εμπίπτει στη διακριτική του ευχέρεια (36). Το σχετικό ποσό πρέπει πάντως να καθορίζεται κατά τρόπον ώστε να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Μεταξύ των κρίσιμων παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συναφώς, καταλέγονται στοιχεία όπως το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η παράβαση εξακολούθησε να υφίσταται μετά την απόφαση περί διαπιστώσεώς της και η σοβαρότητά της (37).

75.      Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που προεκτέθηκαν στα σημεία 62 έως 64 σχετικά με τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παραβάσεως η οποία προσάπτεται στο Βασίλειο της Ισπανίας, εκτιμώ ότι το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ είναι προσαρμοσμένο στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

IV – Πρόταση

76.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο τα εξής:

–        να αποφανθεί ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, μη έχοντας λάβει κατά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με το συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, το οποίο του απεστάλη προκειμένου να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί της προσαπτόμενης παραβάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 2ας Ιουλίου 2002, C‑499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σε σχέση με την ανάκτηση των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί παράνομες και ασύμβατες προς την κοινή αγορά με την απόφαση 91/1/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τις ενισχύσεις που η Κεντρική Κυβέρνηση και ορισμένες αυτόνομες κυβερνήσεις της Ισπανίας έχουν χορηγήσει στη MAGEFESA, παραγωγό οικιακών ειδών ανοξείδωτου χάλυβα και μικρών ηλεκτρικών συσκευών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ως άνω απόφαση της Επιτροπής και από το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να υποχρεώσει το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή ύψους 104 909 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστερήσεως κατά την εφαρμογή των μέτρων που είναι αναγκαία προς συμμόρφωση με την προαναφερθείσα απόφαση της 2ας Ιουλίου 2002, Επιτροπή κατά Ισπανίας, από τη συμπλήρωση ενός μήνα από την έκδοση της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση και μέχρι την ημερομηνία εκτελέσεως της αποφάσεως της 2ας Ιουλίου 2002·

–        να υποχρεώσει το Βασίλειο της Ισπανίας να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης», κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, και

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      Συλλογή 2002, σ. I‑6031.


3  – Η Magefesa είναι ισπανική εταιρία χαρτοφυλακίου, η οποία έχει συσταθεί κατ’ ουσίαν από τέσσερις επιχειρήσεις του βιομηχανικού τομέα: την Industrias Domésticas SA (στο εξής: Indosa), τη Manufacturas Gur SA (στο εξής: GURSA), τη Manufacturas Inoxidables Gibraltar SA (στο εξής: MIGSA) και την Cubertera del Norte SA (στο εξής: Cunosa).


4 –      ΕΕ L 5, σ. 18.


5 –      Με την απόφαση του 2002, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης παράβαση των υποχρεώσεων που υπείχε το Βασίλειο της Ισπανίας από την απόφαση 1999/509/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ισπανία στις επιχειρήσεις του ομίλου Magefesa και στις επιχειρήσεις που τον διαδέχτηκαν (ΕΕ L 198, σ. 15). Με την υπό κρίση προσφυγή, ωστόσο, προβάλλεται μόνον ισχυρισμός περί μη εκτέλεσης της απόφασης του 2002 από πλευράς των υποχρεώσεων που απέρρεαν από την απόφαση 91/1.


6 –      Η εταιρία CMD ιδρύθηκε από τον σύνδικο πτωχεύσεως της Indosa το 1994, με σκοπό να διατεθεί η παραγωγή της στην αγορά. Οι μετοχές της CMD αποτελούσαν το μοναδικό στοιχείο του ενεργητικού της Indosa.


7 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C‑304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I‑6263, σκέψη 92).


8 –      Απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψη 93).


9 –      Βλ., σχετικώς, απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, C‑508/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μολονότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο στοιχείο αυτό ως χαρακτηριστικό της προβλεπόμενης στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασίας λόγω παραβάσεως, φρονώ ότι το ίδιο ισχύει και για την προσφυγή που ασκείται δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως η οποία συνίσταται στη μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου περί διαπιστώσεως προηγούμενης παραβάσεως κράτους μέλους.


10 –      Βλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, C‑201/09 P και C‑216/09 P, ArcelorMittal Luxembourg κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά ArcelorMittal Luxembourg κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι‑2239, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. Ι‑2359, σκέψη 88), και απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, C‑17/10, Toshiba Corporation κ.λπ (σκέψη 47).


11 –      Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2011, C‑168/09, Flos (Συλλογή 2011, σ. Ι‑181, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 81).


13 –      Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, C‑496/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2011, σ. Ι‑11483, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14 –      Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 73).


15 –      Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, C‑454/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


16 –      ΕΕ 2007, C 126, σ. 15.


17 –      Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13.


18 –      Το προτεινόμενο από το Βασίλειο της Ισπανίας βασικό ποσό αντιστοιχεί στο γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού ποσού, το οποίο έχει οριστεί σε 640 ευρώ με την ανακοίνωση SEC(2005) 1658 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2005, με το 25 % (καθόσον η προσαπτόμενη παράβαση αφορά μία μόνον από τις τέσσερις εταιρίες του ομίλου Magefesa, οι οποίες έλαβαν παράνομες ενισχύσεις σύμφωνα με την απόφαση 91/1) και με το 6,24 % (καθόσον η προσαπτόμενη παράβαση αφορά ενίσχυση που χορηγήθηκε από την κυβέρνηση μιας περιφέρειας η οποία αντιπροσωπεύει το 6,24 % του ΑΕγχΠ της Ισπανίας).


19 –      Βλ., σχετικώς, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 42).


20 –      Βλ. ανωτέρω σημεία 40 και 41.


21 –      Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13.


22 –      Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψεις 74 και 75).


23 –      Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


24 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, C‑121/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2008, σ. I‑9159, σκέψη 58).


25 –      Απόφαση της 7ης Ιουλίου 2009, C‑369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I‑5703, σκέψεις 114 και 115).


26 –      Απόφαση της 7ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψεις 118 και 120).


27 –      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


28 –      Το ποσό των 14 343 ευρώ προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του βασικού ποσού των 210 ευρώ με το 5, ως συντελεστή βαρύτητας, και το 13,66, που είναι ο συντελεστής n για το συγκεκριμένο κράτος μέλος.


29 –      Όπως ακριβώς και το βασικό ποσό που προτάθηκε για την περίπτωση επιβολής χρηματικής ποινής, το βασικό ποσό το οποίο προτείνει το Βασίλειο της Ισπανίας για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπήν ποσού προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ενιαίου βασικού ποσού των 210 ευρώ, που προβλέπεται στην ανακοίνωση SEC(2005) 1658 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2005, με το 25 % και με το 6,24 %.


30 –      Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 63), και της 7ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 144).


31 –      Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 62), της 4ης Ιουνίου 2009, C‑568/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I‑4505, σκέψη 44), και C‑109/08, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2009, σ. I‑4657, σκέψη 51), και της 7ης Ιουλίου 2009, C‑369/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25, σκέψη 144).


32 –      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 63), και της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 91).


33 –      Ως προς τον προληπτικό χαρακτήρα, βλ. απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 59).


34 –      Συλλογή 2007, σ. I‑7689.


35 –      Συλλογή 2006, σ. I‑11887.


36 –      Βλ., σχετικώς, απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 24, σκέψη 64).


37–      Βλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψεις 93 και 94).