Language of document : ECLI:EU:T:2012:415

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Τομέας των θαλάσσιων ενδομεταφορών – Υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος – Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Κοινωνική πολιτική των κρατών μελών – Ενίσχυση για αναδιάρθρωση – Αποτελέσματα δικαστικής αποφάσεως περί ακυρώσεως πράξεως»

Στην υπόθεση T‑565/08,

Corsica Ferries France SAS, με έδρα την Bastia (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους S. Rodrigues και C. Bernard-Glanz, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους C. Giolito και B. Stromsky,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον G. de Bergues και την A.-L. Vendrolini, στη συνέχεια, από τον M. de Bergues, την N. Rouam και τον J. Rossi,

και από

τη Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) SA, εκπροσωπούμενη από τους A. Winckler και F.-C. Laprévote, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2009/611/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τα μέτρα C 58/02 (πρώην N 118/02) που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία προς όφελος της Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) (ΕΕ L 225, σ. 180),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Οι εμπλεκόμενες ναυτιλιακές εταιρίες

1        Η προσφεύγουσα, Corsica Ferries France SAS, είναι ναυτιλιακή εταιρία που πραγματοποιεί τακτικές θαλάσσιες συνδέσεις από την ηπειρωτική Γαλλία (Μασσαλία, Τουλόν και Νίκαια) και από την Ιταλία προς την Κορσική.

2        Η Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM) είναι ναυτιλιακή εταιρία που πραγματοποιεί τακτικές συνδέσεις από την ηπειρωτική Γαλλία (Μασσαλία, Τουλόν και Νίκαια) προς την Κορσική και προς τη Βόρεια Αφρική (Αλγερία και Τυνησία), καθώς και συνδέσεις προς τη Σαρδηνία. Μία από τις κύριες θυγατρικές της SNCM, την οποία κατέχει σε ποσοστό 100 %, είναι η Compagnie méridionale de navigation (στο εξής: CMN).

3        Το 2002, το κεφάλαιο της SNCM κατείχαν κατά ποσοστό 20 % η Société nationale des chemins de fer και σε ποσοστό 80 % η Compagnie générale maritime et financière (στο εξής: CGMF), ανήκουσες κατά ποσοστό 100 % στο Γαλλικό Δημόσιο. Κατά την προσφορά μετοχών το 2006, δύο ιδιώτες αγοραστές, η Butler Capital Partners (στο εξής: BCP) και η Veolia Transport (στο εξής: VT), απέκτησαν, αντιστοίχως, το 38 % και το 28 % του κεφαλαίου, ενώ η CGMF παρέμεινε στην εταιρία έχοντας στην κατοχή της το 25 %, το δε 9 % του κεφαλαίου κατείχαν οι εργαζόμενοι. Η BCP μεταβίβασε στη συνέχεια το μερίδιό της στη VT.

 Η διοικητική διαδικασία

4        Με την απόφαση 2002/149/ΕΚ, της 30ής Οκτωβρίου 2001, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες καταβλήθηκαν από τη Γαλλία στην SNCM (ΕΕ 2002, L 50, σ. 66, στο εξής: απόφαση του 2001), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι η ενίσχυση των 787 εκατομμυρίων ευρώ που χορηγήθηκε στην SNCM, για το διάστημα 1991 έως 2001, ως αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ήταν συμβατή με την κοινή αγορά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δεν προσεβλήθη με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

5        Με έγγραφο της 18ης Φεβρουαρίου 2002, η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ενισχύσεως για αναδιάρθρωση υπέρ της SNCM, ύψους 76 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: σχέδιο του 2002).

6        Με την απόφαση 2004/166/ΕΚ, της 9ης Ιουλίου 2003, όσον αφορά την ενίσχυση αναδιάρθρωσης την οποία η Γαλλία προτίθεται να χορηγήσει στην SNCM (ΕΕ 2004, L 61, σ. 13, στο εξής: απόφαση του 2003), η Επιτροπή ενέκρινε, με ορισμένους όρους, τη χορήγηση ενισχύσεως για αναδιάρθρωση υπέρ της SNCM συνολικού ύψους 76 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέας σε δύο δόσεις, η μία ύψους 66 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέα αμέσως, και η άλλη ανώτατου ποσού 10 εκατομμυρίων ευρώ, καταβλητέα αναλόγως του καθαρού προϊόντος που θα προέκυπτε από την εκποίηση, μεταξύ άλλων, των πλοίων της SNCM.

7        Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2003 ενώπιον του τότε Πρωτοδικείου, νυν Γενικού Δικαστηρίου, στις 13 Οκτωβρίου 2003 (υπόθεση T‑349/03).

8        Με την απόφαση 2005/36/ΕΚ, της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, για την τροποποίηση της απόφασης του 2003 (ΕΕ L 19, σ. 70, στο εξής: απόφαση του 2004), η Επιτροπή τροποποίησε έναν από τους όρους του άρθρου 2 της αποφάσεως του 2003. Επρόκειτο για τον όρο σχετικά με τον ανώτατο αριθμό των ένδεκα πλοίων τα οποία επιτρεπόταν να εκποιήσει η SNCM. Με την απόφαση του 2004, η Επιτροπή επέτρεψε την αντικατάσταση του πλοίου Aliso με το πλοίο Asco.

9        Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2005, η Επιτροπή ενέκρινε την καταβολή δεύτερης δόσης της ενισχύσεως για αναδιάρθρωση, ποσού 3 327 400 ευρώ, βάσει της αποφάσεως του 2003 (στο εξής: απόφαση του 2005).

10      Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, T‑349/03, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑2197, στο εξής: απόφαση του 2005), το τότε Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση του 2003 λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως του ελάχιστου χαρακτήρα του ποσού της ενισχύσεως, οφειλόμενης κυρίως σε σφάλματα κατά τον υπολογισμό του καθαρού προϊόντος από τις εκποιήσεις, ενώ απέρριψε όλους τους άλλους λόγους ακυρώσεως που αφορούσαν ελλιπή αιτιολόγηση και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

11      Με επιστολή της 7ης Απριλίου 2006, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να αποφανθεί ότι ένα μέρος της ενισχύσεως για αναδιάρθρωση που εγκρίθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου του 2002, ύψους 53,48 εκατομμυρίων ευρώ, δεν έπρεπε, καθόσον επρόκειτο για αποζημίωση λόγω παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να χαρακτηριστεί ως μέτρο που ελήφθη στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης, αλλά ως μέτρο που δεν συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark), ή ως μέτρο ανεξάρτητο του σχεδίου του 2002 βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

12      Στις 21 Απριλίου 2006 κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1), το σχέδιο συγκέντρωσης για την από κοινού απόκτηση του ελέγχου της SNCM από την BCP και τη VT. Η Επιτροπή ενέκρινε αυτήν την πράξη συγκέντρωσης στις 29 Μαΐου 2006 βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού.

13      Τον Ιούνιο του 2006, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή σειρά πληροφοριών σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ιδιωτικοποίηση της SNCM.

14      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία όσον αφορά τα νέα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή υπέρ της SNCM, συμπεριλαμβάνοντας το σχέδιο του 2002 (ΕΕ 2006, C 303, σ. 53, στο εξής: απόφαση του 2006).

15      Με την απόφαση 2009/611/ΕΚ, της 8ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τα μέτρα C 58/02 (πρώην N 118/02) που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία προς όφελος της SNCM (ΕΕ 2009, L 225, σ. 180, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα του σχεδίου του 2002 συνιστούσαν παράνομες κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά ήταν συμβατά με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και ότι τα μέτρα του σχεδίου ιδιωτικοποίησης του 2006 (στο εξής: σχέδιο του 2006) δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Τα επίδικα μέτρα

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αντικείμενο τα εξής μέτρα:

–        στο πλαίσιο του σχεδίου του 2002: την εισφορά κεφαλαίου της CGMF προς την SNCM ύψους 76 εκατομμυρίων ευρώ, από τα οποία 53,48 εκατομμύρια ευρώ για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και το υπόλοιπο για ενισχύσεις αναδιάρθρωσης·

–        στο πλαίσιο του σχεδίου του 2006:

–        την αρνητική τιμή πωλήσεως της SNCM προς τη CGMF ποσού 158 εκατομμυρίων ευρώ·

–        την εισφορά κεφαλαίου της CGMF ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ·

–        την προκαταβολή σε τρεχούμενο λογαριασμό από τη CGMF ποσού 38,5 εκατομμυρίων ευρώ υπέρ του απολυθέντος προσωπικού της SNCM για την περίπτωση νέου κοινωνικού σχεδίου.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως με τις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 54, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εξυπηρέτηση της Κορσικής για τη μεταφορά επιβατών αποτελούσε αγορά με εποχιακό και συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Η ανταγωνιστική δομή της αγοράς παρουσίασε σημαντική εξέλιξη μετά την είσοδο στην αγορά αυτή της προσφεύγουσας, το 1996. Από το 2000, η SNCM και η προσφεύγουσα αποτελούσαν ένα εν τοις πράγμασι δυοπώλιο που κατείχε το 90 % και πλέον της αγοράς. Το 2007, η προσφεύγουσα απέκτησε σαφές προβάδισμα έναντι της SNCM και μετέφερε ένα εκατομμύριο επιβάτες επιπλέον, σε μια αγορά που αυξάνεται κατά 4 % ετησίως. Η SNCM, από κοινού με τη CMN, κατείχαν αντιθέτως οιονεί μονοπώλιο εν τοις πράγμασι στις μεταφορές εμπορευμάτων.

18      Η Επιτροπή θεώρησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 219 έως 225 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το σύνολο των εισφορών που έλαβε η SNCM μέσω της CGMF προερχόταν από κρατικούς πόρους, ότι υπήρχε κίνδυνος νοθεύσεως του ανταγωνισμού και ότι επηρεαζόταν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Έτσι, θεώρησε ότι πληρούνται οι τρεις από τις τέσσερις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Εξέτασε, στη συνέχεια, για κάθε μέτρο την ύπαρξη επιλεκτικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και την ενδεχόμενη συμβατότητά του με την κοινή αγορά.

19      Όσον αφορά τα 76 εκατομμύρια ευρώ που κοινοποιήθηκαν το 2002, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα 53,48 εκατομμύρια μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Σύμφωνα με το σημείο 320 της αποφάσεως του 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, εκτίμησε την εισφορά αυτή βάσει της αποφάσεως Altmark, σκέψη 11 ανωτέρω, και κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ποσό αυτό συνιστούσε κρατική ενίσχυση, συμβατή όμως με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Τα υπόλοιπα 22,52 εκατομμύρια ευρώ έπρεπε επομένως να θεωρηθούν ως ενίσχυση για αναδιάρθρωση.

20      Όσον αφορά το σχέδιο του 2006, η Επιτροπή εφάρμοσε στη συνέχεια, στα σημεία 267 έως 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή) στην αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ. Προς τούτο, εκτίμησε αν ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής, ευρισκόμενος στη θέση της CGMF, θα προτιμούσε να ανακεφαλαιοποιήσει τη CGMF για το ποσό αυτό ή να θέσει την εταιρία υπό εκκαθάριση και να επωμιστεί το κόστος. Ήταν επομένως απαραίτητο να εκτιμήσει το ελάχιστο κόστος της εκκαθάρισης.

21      Η Επιτροπή εκτίμησε, στα σημεία 267 έως 280 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι στο κόστος εκκαθάρισης έπρεπε να συμπεριληφθεί το κόστος ενός σχεδίου κοινωνικών μέτρων, δηλαδή το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απόλυσης πέραν των νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεων, προκειμένου να συμμορφωθεί με την τρέχουσα πρακτική των μεγάλων ομίλων επιχειρήσεων και προκειμένου να μην πληγεί η εικόνα της εταιρίας και του τελικού μετόχου της. Εκτίμησε επομένως, με ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων συγκρίνοντας τα σχέδια κοινωνικών μέτρων που εφάρμοσαν πρόσφατα στη Γαλλία διάφοροι όμιλοι επιχειρήσεων, όπως οι Michelin ή Yves Saint-Laurent.

22      Η Επιτροπή θεώρησε, στο σημείο 350 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρνητική τιμή πώλησης υπήρξε αποτέλεσμα διαδικασίας επιλογής ανοικτής, διαφανούς και χωρίς διακρίσεις και όρους και ότι, στο πλαίσιο αυτό, αντανακλούσε την αγοραία τιμή. Επομένως, δεχόμενη την υπόθεση ότι το κόστος εκκαθάρισης περιορίζεται μόνο στις αποζημιώσεις απόλυσης, η Επιτροπή κατέληξε, στο σημείο 352 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το κόστος εκκαθάρισης ήταν υψηλότερο από την αρνητική τιμή πώλησης και ότι η εισφορά κεφαλαίου των 158 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

23      Όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου των 8,75 εκατομμυρίων ευρώ της CGMF, η Επιτροπή εκτίμησε, στα σημεία 356 έως 358 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η εισφορά των ιδιωτών αγοραστών ήταν σημαντική και ταυτόχρονη, μπορούσε εξαρχής να αποκλειστεί ότι επρόκειτο περί ενισχύσεως. Διαπίστωσε στη συνέχεια ότι το σταθερό ποσοστό αποδοτικότητας συνιστούσε δίκαιη ανταμοιβή για τα επενδυμένα κεφάλαια και ότι η ύπαρξη ρήτρας με δικαίωμα υπαναχώρησης από τη μεταβίβαση δεν υπονομεύει την ίση μεταχείριση. Κατέληξε, στο σημείο 365 της ίδιας αποφάσεως, ότι η εισφορά κεφαλαίου της CGMF, ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

24      Η Επιτροπή παρατήρησε στη συνέχεια, στα σημεία 372 έως 378 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέτρα ενισχύσεως σε πρόσωπα, ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ, που είχαν κατατεθεί σε δεσμευμένο λογαριασμό θα εφαρμόζονταν σε περίπτωση ενός νέου κοινωνικού σχεδίου εκτελεστέου από τους αγοραστές και δεν αφορούσαν την περικοπή προσωπικού που προβλεπόταν στο σχέδιο του 2002. Οι ενισχύσεις αυτές, κατά την Επιτροπή, μπορούσαν να καταβληθούν μόνο σε πρόσωπα των οποίων η σύμβαση εργασίας με την SNCM είχε ήδη λυθεί. Επομένως, τα εν λόγω μέτρα δεν αποτελούσαν επιβαρύνσεις που προκύπτουν από τη συνήθη εφαρμογή της εφαρμοστέας κοινωνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο απολύσεων. Η Επιτροπή κατέληξε ότι οι ενισχύσεις αυτές σε πρόσωπα, που εγκρίθηκαν από το κράτος υπό την ιδιότητα του φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας και όχι από το κράτος υπό την ιδιότητα του μετόχου, εντάσσονταν στην κοινωνική πολιτική των κρατών μελών και δεν συνιστούσαν, ως εκ τούτου, ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

25      Όσον αφορά το υπόλοιπο των 22,52 εκατομμυρίων ευρώ που κοινοποιήθηκαν ως ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, δηλαδή το υπόλοιπο των 76 εκατομμυρίων ευρώ που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου του 2002 και των 53,48 εκατομμυρίων ευρώ που κρίθηκαν συμβατά με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 381 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επιδότηση αυτή συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Η Επιτροπή εκτίμησε στη συνέχεια τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με τις κατευθυντήριες γραμμές.

26      Στα σημεία 387 έως 401 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η SNCM αποτελούσε πράγματι, το 2002, προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 5, στοιχείο α΄, και του σημείου 6 των κατευθυντήριων γραμμών και ότι το σχέδιο του 2002 μπορούσε να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, σύμφωνα με τα σημεία 31 έως 34 των κατευθυντήριων γραμμών.

27      Όσον αφορά την πρόληψη των αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (σημεία 35 έως 39 των κατευθυντήριων γραμμών), η Επιτροπή εκτίμησε, στο σημείο 404 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υπήρχε πλεονάζουσα ικανότητα στην αγορά των θαλάσσιων μεταφορών προς την Κορσική και ότι, επομένως, δεν ετίθετο ζήτημα συμβολής στην εξυγίανσή της. Θεώρησε στη συνέχεια, στο σημείο 406 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της παρουσίας της επιχείρησης στην αγορά. Συνεπώς, πληρούνταν και το κριτήριο σχετικά με την πρόληψη των αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

28      Η Επιτροπή παρατήρησε, στις σκέψεις 410 έως 419 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ανάγκη ενισχύσεως, υπολογιζόμενη στο ελάχιστο απαιτούμενο βάσει των σκέψεων 40 και 41 των κατευθυντήριων γραμμών, είχε περιοριστεί στα 19,75 εκατομμύρια ευρώ στις 9 Ιουλίου 2003, υπό την επιφύλαξη του καθαρού προϊόντος των εκποιήσεων που προβλέπονταν με την απόφαση του 2003. Προς τούτο, η Επιτροπή υπολόγισε τις ανάγκες ρευστότητας της SNCM για το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Το κόστος του σχεδίου αναδιάρθρωσης εκτιμήθηκε, κατ’ αυτήν, σε 46 εκατομμύρια ευρώ. Στη συνέχεια αφαίρεσε το σύνολο των εκποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα μεταξύ 18ης Φεβρουαρίου 2002 (ημερομηνία κοινοποιήσεως του σχεδίου του 2002) και 9ης Ιουλίου 2003 (ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του 2003), δηλαδή 26,25 εκατομμύρια ευρώ, και κατέληξε στο ποσό των 19,75 εκατομμυρίων ευρώ.

29      Όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σύνολο των όρων που προέβλεπε η απόφαση του 2003 όσον αφορά τις αγορές, τη χρήση του στόλου, τις εκποιήσεις στοιχείων του ενεργητικού, την απαγόρευση προσφοράς τιμών χαμηλότερων από τις τιμές των ανταγωνιστών της [στο εξής: όρος του πρώτου στις τιμές (price leadership)] και τον περιορισμό των δρομολογίων με επιστροφή με αφετηρία την Κορσική, τηρήθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Στον βαθμό που οι όροι αυτοί είχαν τηρηθεί και το κοινοποιηθέν ποσό της ενισχύσεως ήταν σημαντικά μικρότερο από το ποσό που εγκρίθηκε το 2003, η Επιτροπή δεν έκρινε απαραίτητο να επιβάλει συμπληρωματικές υποχρεώσεις. Έτσι, αφού έλαβε υπόψη το ποσό των πρόσθετων εκποιήσεων που προέβλεπε η απόφαση του 2003, η Επιτροπή θεώρησε, στη σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τελικό υπόλοιπο της αναδιάρθρωσης, υπολογισθέν σε 15,81 εκατομμύρια ευρώ, συνιστούσε κρατική ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ.

30      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η αποζημίωση που κατέβαλε το γαλλικό κράτος στην SNCM ύψους 53,48 εκατομμυρίων ευρώ για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας κατά την περίοδο 1991-2001 συνιστά κρατική ενίσχυση παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, αλλά συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 86 παράγραφος 2 της εν λόγω συνθήκης.

Η αρνητική τιμή πώλησης της SNCM των 158 εκατομμυρίων ευρώ, η ανάληψη από την CGMF του κόστους των κοινωνικών μέτρων έναντι των μισθωτών για ποσό 38,5 εκατομμυρίων ευρώ και η νέα κεφαλαιοποίηση της SNCM που πραγματοποίησε από κοινού και ταυτόχρονα η CGMF για ποσό 8,75 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

31      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 17 Δεκεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

32      Με διάταξη της 27ης Απριλίου 2009, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει.

33      Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2009, επετράπη στην SNCM να παρέμβει.

34      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το νυν Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

35      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένα ερωτήματα και να του προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπρόθεσμα προς τα αιτήματα αυτά.

36      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή, η Γαλλική Δημοκρατία και η SNCM ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

38      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν έξι λόγους ακυρώσεως.

39      Ο πρώτος λόγος αντλείται από φερόμενη ως υπερβολικά ευρεία ερμηνεία του άρθρου 287 ΕΚ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ελλιπή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος άσκησης αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

40      Ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος ακυρώσεως αντλούνται από παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών. Οι λόγοι αυτοί αφορούν αντιστοίχως την εισφορά κεφαλαίου ύψους 53,48 εκατομμυρίων ευρώ υπό μορφή αντιστάθμισης λόγω υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, την πώληση της SNCM στην αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ, την εισφορά κεφαλαίου εκ μέρους της CGMF ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, τα μέτρα ενισχύσεως σε πρόσωπα ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ και το υπόλοιπο των 22,5 εκατομμυρίων ευρώ που κοινοποιήθηκε ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής

41      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει με τον παρόντα λόγο ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ ουσίαν, πάσχει από ελλιπή αιτιολόγηση, στον βαθμό που η Επιτροπή απέκρυψε, στην απόφαση που κοινοποίησε στην προσφεύγουσα, ουσιώδη στοιχεία χαρακτηρίζοντάς τα ως εμπιστευτικά. Εκτιμά, επικουρικώς, ότι δεν ζητήθηκε επαρκώς η γνώμη της όσον αφορά στοιχεία που την αφορούν.

42      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της, όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Ομοίως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, τα μέλη των θεσμικών οργάνων, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας οφείλουν να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικό απόρρητο. Ωστόσο, η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλει το άρθρο 287 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ελλιπή αιτιολόγηση. Η υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου δεν μπορεί να ερμηνευθεί τόσο διασταλτικά ώστε να καταστεί χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η υποχρέωση αιτιολογήσεως, προς βλάβη των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων διαδίκων (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 27). Ειδικότερα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας αποφάσεως ληφθείσας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν μπορεί να καθορίζεται με γνώμονα το συμφέρον προς πληροφόρηση μόνον του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η απόφαση αυτή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το κράτος μέλος έχει λάβει από την Επιτροπή αυτό που ζήτησε, δηλαδή την έγκριση του σχεδίου του ενισχύσεως, το συμφέρον του να λάβει αιτιολογημένη απόφαση μπορεί, αντιθέτως προς το συμφέρον των ανταγωνιστών του δικαιούχου της ενισχύσεως, να είναι ελάχιστο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψη 92).

44      Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διατύπωση ενός λόγου ακυρώσεως πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο, ο δε καθού να προετοιμάσει την άμυνά του. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είναι επομένως απαραίτητο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο λόγος ακυρώσεως να προκύπτουν, συνοπτικά έστω, αλλά οπωσδήποτε κατά τρόπο λογικό και κατανοητό, από το δικόγραφο της προσφυγής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 1997, T‑84/96, Cipeke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2081, σκέψη 31, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3137, σκέψη 208). Ομοίως, από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να εκθέτει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική, αλλά σαφή και ακριβή, έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών.

45      Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως πρέπει, επομένως, να εξετασθεί υπό το πρίσμα των εν λόγω προϋποθέσεων.

46      Πρώτον, όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά τις αποφάσεις του 2001 έως 2005 και την απόφαση του 2005, σκέψη 10 ανωτέρω. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, συνεπώς, εντός γνωστού για την προσφεύγουσα πλαισίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑17/02, Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2031, σκέψη 97).

47      Δεύτερον, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί λυσιτελώς. Ομοίως, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του.

48      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αναφέρει με επαρκή σαφήνεια ποια είναι τα ουσιώδη στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως που απέκρυψε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, τα μόνα στοιχεία που προβάλλει η προσφεύγουσα παρουσιάζονται με υπαινικτικό τρόπο, χωρίς να αποδεικνύεται ως προς τι ήσαν ουσιώδη σε σχέση με την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

49      Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

50      Δεύτερον, όσον αφορά τη θέση της προσφεύγουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε διαβούλευση με την προσφεύγουσα για τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις που την αφορούν. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που είναι οι αποδέκτες των ενισχύσεων ή οι ανταγωνιστές τους θεωρούνται απλώς ως «ενδιαφερόμενοι» κατά τη διοικητική διαδικασία. Έτσι, η νομολογία αυτή αναγνωρίζει κυρίως στους ενδιαφερομένους τον ρόλο των πηγών ενημερώσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι σαφώς δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχουν απλώς το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία, στον ανάλογο βαθμό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψεις 59 και 60, και της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑435, σκέψη 125).

51      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της ως προς το υποστατό και την κρισιμότητα των σχετικών με την επίδικη πράξη πραγματικών και νομικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία, προκύπτει σαφώς ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της τόσο για το σχέδιο του 2002 όσο και για το σχέδιο του 2006, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 24, 131 έως 134 και 142 έως 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα πλήρους συμμετοχής στη διαδικασία υποβάλλοντας κατ’ επανάληψη γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

52      Συνεπώς, η αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

53      Τρίτον, όσον αφορά τη φερόμενη προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας απορρίφθηκαν ως αβάσιμες (βλ. σκέψεις 49 και 52 ανωτέρω). Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεώς της. Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από προσβολή του δικαιώματός της αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμη.

54      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της εισφοράς κεφαλαίου 53,48 εκατομμυρίων ευρώ βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ

55      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι έκρινε ότι η SNCM μπορούσε νομίμως να δεχθεί εισφορά κεφαλαίου 53,48 εκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η εδαφική συνοχή μπορούσε να εξασφαλισθεί απλώς βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.

56      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο δίκαιο της Ένωσης δεν ορίζεται ακριβώς η έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (στο εξής: ΥΓΟΣ), που αναφέρεται στο άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Αντιθέτως, από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό αυτού που θεωρούν ΥΓΟΣ και ότι η Επιτροπή μπορεί να αμφισβητήσει τον καθορισμό από τα κράτη μέλη της έννοιας των εν λόγω υπηρεσιών μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης. Ωστόσο, η εξουσία που το κράτος μέλος διαθέτει δυνάμει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, και, συνεπώς, η εξουσία του να ορίζει τις ΥΓΟΣ, δεν είναι απεριόριστη και δεν μπορεί να ασκείται αυθαίρετα με αποκλειστικό σκοπό να αποφευχθεί η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένο τομέα, όπως είναι ο τομέας των θαλάσσιων εσωτερικών μεταφορών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Olsen κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 216· της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑81, σκέψεις 165 έως 169, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, T‑8/06, FAB κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63).

57      Όσον αφορά ειδικότερα την ΥΓΟΣ στον τομέα των θαλάσσιων συνδέσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3577/92 του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, για την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών στις θαλάσσιες μεταφορές στο εσωτερικό των κρατών μελών (θαλάσσιες ενδομεταφορές-καμποτάζ) (ΕΕ L 364, σ. 7, στο εξής: κανονισμός καμποτάζ), προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να διασφαλιστεί η τακτική και επαρκής παροχή υπηρεσιών μεταφορών από, προς και ανάμεσα σε νησιά υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται διάκριση. Το Δικαστήριο έκρινε, συγκεκριμένα, με την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2001, C‑205/99, Analir κ.λπ. (Συλλογή 2001, σ. I‑1271, σκέψη 27), ότι ο σκοπός της εδαφικής συνοχής εξυπηρετεί νόμιμο δημόσιο συμφέρον.

58      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, για να συμμορφωθεί με το σημείο 320 της αποφάσεως του 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 244, την εισφορά κεφαλαίου των 53,48 εκατομμυρίων ευρώ λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση Altmark, σκέψη 11 ανωτέρω. Η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου προσέδωσε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στην SNCM και συνιστούσε επομένως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στη συνέχεια εκτίμησε, στην αιτιολογική σκέψη 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

59      Όσον αφορά την ύπαρξη ΥΓΟΣ, η Επιτροπή περιορίστηκε να παραθέσει εν συντομία, στην αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας (στο εξής: ΠΔΥ) ανταποκρίνονται σε μια πραγματική ανάγκη δημόσιας υπηρεσίας. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι συμβάσεις ΠΔΥ, που υπέγραψαν οι αναθέτουσες δημόσιες υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις, είναι συμβάσεις που διευκρινίζουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας και παρέχουν τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής της εδαφικής συνοχής. Το Γαλλικό Δημόσιο είχε επιλέξει την SNCM το 1976 για να εξασφαλίσει την εδαφική συνοχή για διάστημα 25 ετών. Σύμφωνα με τους νέους κοινοτικούς κανόνες και κατόπιν ευρωπαϊκής προκηρύξεως υποβολής προσφορών, ανατέθηκε από κοινού στην SNCM και στη CMN η σύμβαση ΠΔΥ που αφορούσε τη συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της Κορσικής για την περίοδο 2002 έως 2006, και στη συνέχεια για την περίοδο από το 2007 έως το 2013. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η αρχή της εδαφικής συνοχής ανταποκρινόταν στα μειονεκτήματα που συνεπάγεται ο νησιωτικός χαρακτήρας, ότι ο σκοπός αυτός δεν μπόρεσε να επιτευχθεί μέσω του ανταγωνισμού των δυνάμεων της αγοράς και παρέπεμψε, τέλος, στη λεπτομερή ανάλυσή της για τον ανταγωνισμό την οποία είχε αναπτύξει στην απόφασή της του 2001.

60      Δεδομένου ότι από την αιτιολογική σκέψη 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε συνοπτικώς μόνον την ύπαρξη ΥΓΟΣ για την περίοδο 1991 έως 2001 και παρέπεμψε στην απόφαση του 2001 για λεπτομερέστερη ανάπτυξη, πρέπει να εκτιμηθεί το κατά πόσο μπορούσε ορθώς να στηριχθεί εν μέρει στην προηγούμενη αυτή απόφαση για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ΥΓΟΣ στην προσβαλλόμενη απόφαση ή εάν, αντιθέτως, είχε υποχρέωση, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό λεπτομερώς.

61      Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση, πρώτον, ότι στο σημείο 7.2 της αποφάσεως του 2001 στοιχειοθετείται πειστικώς η ύπαρξη πραγματικής ανάγκης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το ζήτημα αν ο ανταγωνισμός, ειδικότερα σε σχέση με την είσοδο της προσφεύγουσας στην αγορά το 1996, ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την επίτευξη του στόχου της εδαφικής συνοχής εξετάστηκε στα σημεία 72 και 74 της αποφάσεως του 2001. Η Επιτροπή εξέτασε ειδικότερα, στο σημείο 72 της αποφάσεως του 2001, την εξέλιξη, ανά γραμμή, της προσφοράς της προσφεύγουσας στο δρομολόγιο Κορσική-Γαλλία για την περίοδο 1996-2001. Κατέληξε, στη συνέχεια, στο σημείο 74 της αποφάσεως αυτής, ότι οι ιδιώτες επιχειρηματίες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν την εδαφική συνοχή χωρίς να συνάψουν σύμβαση ΠΔΥ, τόσο ως προς τα ποιοτικά όσο και ως προς τα ποσοτικά κριτήρια που προέβλεπε το καθεστώς της σύμβασης, το οποίο περιγράφεται, μαζί με το κανονιστικό πλαίσιο, στις αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 30 της εν λόγω αποφάσεως και υπενθυμίζεται εν συντομία στις αιτιολογικές σκέψεις 73, 75 και 80. Η απόφαση του 2001 εξετάζει διεξοδικά τη σχέση ανταγωνισμού και δημόσιας υπηρεσίας τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο του 2001 (αιτιολογική σκέψη 72) και η προσφεύγουσα δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής.

62      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα ή οι λοιποί ενδιαφερόμενοι ουδέποτε αμφισβήτησαν τον πραγματικό χαρακτήρα της δημόσιας σύμβασης που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης ΠΔΥ κατά τις διάφορες διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των οργάνων της Ένωσης που κινήθηκαν μετά την απόφαση του 2001. Ειδικότερα, η προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως του 2003, την οποία άσκησε η προσφεύγουσα στις 13 Οκτωβρίου 2003, δεν αμφισβητούσε το γεγονός καθαυτό της παροχής δημόσιας υπηρεσίας, αλλά την εκτίμηση της Επιτροπής ότι μέρος της ενισχύσεως αποτελούσε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

63      Τρίτον και τελευταίο, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι υπήρξε παροχή δημόσιας υπηρεσίας ούτε κατά τη διοικητική διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι δεν πληρούνταν, εν προκειμένω, κανένα από τα κριτήρια της αποφάσεως Altmark, σκέψη 11 ανωτέρω, εκτός από το πρώτο, δηλαδή το κριτήριο σχετικά με το ότι πράγματι υπήρξε παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

64      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η Επιτροπή, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν προσκόμισαν κανένα νέο στοιχείο, ειδικότερα κατά τη διοικητική διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και βάσει των στοιχείων που διέθετε, όντως μπορούσε να περιοριστεί σε συνοπτική αιτιολογία και να παραπέμψει στην απόφαση του 2001 για να κρίνει ως αποδεδειγμένη την παροχή πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας για την περίοδο 1991-2001, η οποία, εξάλλου, ήταν κατά πολύ προγενέστερη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

65      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του περιορισμένου ελέγχου της επί του ορισμού από τα κράτη μέλη του τι θεωρούν ΥΓΟΣ (απόφαση BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 166), δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η σύμβαση ΠΔΥ ανταποκρινόταν σε πραγματική ανάγκη εξυπηρέτησης δημόσιας υπηρεσίας για την περίοδο 1991-2001.

66      Επαλλήλως, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα όσον αφορά, κυρίως, την παρουσία της στην αγορά κατά την περίοδο εκείνη δεν μπορούν να κλονίσουν την εκτίμηση αυτή.

67      Πρώτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ήταν ήδη παρούσα στην αγορά κατά την ανανέωση της συμβάσεως ΠΔΥ το 2001, μολονότι έχει αποδειχθεί, δεν μπορεί να ανατρέψει το συμπέρασμα της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ήταν εντελώς απούσα από την αγορά πριν το 1996 και προγραμμάτισε τη γραμμή Τουλόν-Κορσική μόλις το 2000. Το 2000 κατείχε μόνο το 12 % του μεριδίου της αγοράς όσον αφορά τις παρεχόμενες θέσεις κατά τη θερινή περίοδο στο δρομολόγιο Κορσική-Γαλλία. Ωστόσο, το μερίδιό της στην αγορά αυξανόταν ταχέως, δηλαδή, ειδικότερα, κατά 30 % το 2001. Μολονότι, επομένως, η παρουσία της προσφεύγουσας στην αγορά άρχισε να γίνεται περισσότερο αισθητή κατά τα τελευταία δύο έτη της εξεταζόμενης περιόδου, ειδικότερα το 2001, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει αυτό και μόνο ότι οι δυνάμεις της αγοράς θα δημιουργούσαν τις συνθήκες που θα επέτρεπαν σε δεδομένο επιχειρηματία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμβάσεως ΠΔΥ, όπως αυτές καθορίζονται στη σύμβαση-πλαίσιο, τόσο σε ποιοτικό όσο και σε ποσοτικό επίπεδο. Η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει, πράγματι, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, όσον αφορά, π.χ., τη δυνατότητά της να επιτύχει τους στόχους συχνότητας κατά την περίοδο χαμηλής κινήσεως και κατά την περίοδο αιχμής στο σύνολο των δρομολογίων, τα ωράρια αναχώρησης και άφιξης ή το είδος του πλοίου, τόσο για τη μεταφορά επιβατών όσο και για τη μεταφορά εμπορευμάτων, καθώς και όσον αφορά τη δυνατότητά της να εξυπηρετήσει τα διάφορα λιμάνια της Κορσικής.

68      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, ότι η σύμβαση ΠΔΥ εγκαταλείφθηκε στα δρομολόγια από Νίκαια και Τουλόν και προτιμήθηκε ένα σύστημα κοινωνικών ενισχύσεων υπέρ ορισμένων κατηγοριών επιβατών, μεταξύ των οποίων οι κάτοικοι της Κορσικής, και ένα σύστημα επιβολής υποχρεώσεων ως προς τη συχνότητα των δρομολογίων σε όλες τις επιχειρήσεις. Τα συστήματα αυτά θεωρήθηκαν από την Επιτροπή συμβατά με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι η σταδιακή είσοδός της στην αγορά υποδηλώνει εντατικοποίηση του ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί εξάλλου δηλωθέντα σκοπό της Ένωσης από την έναρξη ισχύος του κανονισμού καμποτάζ, τούτο δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας της συμβάσεως ΠΔΥ κατά την εξεταζόμενη περίοδο, κατά μείζονα λόγο διότι από την αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το σύστημα κοινωνικών ενισχύσεων τέθηκε σε ισχύ το 2002, δηλαδή μετά την εν λόγω περίοδο.

69      Συγκεκριμένα, η επιλογή της κοινωνικής ενισχύσεως καταδεικνύει μάλλον την καλή διαχείριση εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής και όχι την ύπαρξη αδικαιολόγητης ενισχύσεως με σκοπό τη «σωτηρία» της SNCM, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Περιορίζοντας σταδιακά τις καταβαλλόμενες προς την SNCM αντισταθμίσεις, η Office des transports (Υπηρεσία μεταφορών) της Κορσικής (στο εξής: ΥΜΚ) περιόρισε το κόστος για τον καταναλωτή και προσάρμοσε την αντιστάθμιση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ. Η ΥΜΚ ανταποκρίθηκε, επομένως, στην ανάγκη να λάβει υπόψη την εξέλιξη των δυνάμεων της αγοράς και έδρασε επιμελώς εξετάζοντας τη τροποποίηση του συστήματος ήδη από το 2000. Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ύπαρξη κοινωνικής ενισχύσεως καταδεικνύει την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Το ότι η ΥΜΚ περιόρισε την έκταση της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή.

70      Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόφαση του tribunal administratif de Bastia (Γαλλία) της 5ης Ιουλίου 2001, με την οποία ακυρώθηκαν οι υπηρεσίες αιχμής κατά τη θερινή περίοδο, καταδεικνύει τη μη ύπαρξη παροχής πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή αναιρέθηκε από το γαλλικό Conseil d’État στις 24 Οκτωβρίου 2001, όπως υπενθυμίζει η SNCM. Όσον αφορά, τέλος, την απόφαση του cour administrative d’appel de Marseille (Γαλλία), της 7ης Νοεμβρίου 2011, την οποία παρέθεσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω απόφαση αφορά την πλέον πρόσφατη περίοδο ΠΔΥ, από το 2007 έως το 2013. Συνεπώς, οι αναλύσεις για την ύπαρξη ανάγκης παροχής πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας κατά την περίοδο εκείνη δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να κλονίσει την εκτίμηση της Επιτροπής για την περίοδο 1996-2001, ειδικότερα ενόψει της ιδιαίτερα ταχείας εξελίξεως του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά.

71      Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της μεταβιβάσεως της SNCM στην αρνητική τιμή των 158 εκατομμυρίων ευρώ ως μέτρου που δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

72      Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι αιτιάσεις με τις οποίες αμφισβητεί την εφαρμογή από την Επιτροπή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στον καθορισμό της αρνητικής τιμής πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ. Πρώτον, η Επιτροπή προέβη σε καταχρηστική σύνδεση των κοινωνικών αναταραχών του 2005 με την αυξημένη πιθανότητα θέσεως υπό εκκαθάριση της SNCM. Δεύτερον, η εφαρμογή του κριτηρίου συγκρισιμότητας με πρόσφατα προγράμματα κοινωνικών μέτρων δεν δικαιολογείται επαρκώς. Τρίτον, οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο ελάχιστο κόστος εκκαθάρισης. Τέταρτον, θα έπρεπε να αναλυθεί η οικονομική επίπτωση της ρήτρας υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως. Πέμπτον, ο μη συνυπολογισμός από την Επιτροπή της ευθύνης του Γαλλικού Δημοσίου στην παρούσα κατάσταση της SNCM δεν συνάδει με την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Έκτον, δεν υπήρξε ίση μεταχείριση μεταξύ της CGMF και των αγοραστών.

73      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να αρχίσει την εξέταση του τρίτου λόγου από την τρίτη αιτίαση.

74      Στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει της νομολογίας, η Επιτροπή δεν μπορούσε να συμπεριλάβει στον υπολογισμό του υποθετικού κόστους εκκαθάρισης της SNCM συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως πέραν των αυστηρώς εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεων, στον βαθμό που μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας. Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα διευκρίνισε την αιτίασή της υποστηρίζοντας, αφενός, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή στο σημείο 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προστασία του κύρους της επωνυμίας της CGMF, μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν η SNCM, δεν μπορεί να συνιστά επαρκή δικαιολογία για τη χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως. Αφετέρου, η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως αποσκοπούσε, στην πραγματικότητα, στον περιορισμό των κοινωνικών αναταραχών σε περίπτωση θέσεως υπό εκκαθάριση της SNCM, γεγονός που μαρτυρεί στόχους ενός κράτους που λειτουργεί ως φορέας άσκησης δημόσιας εξουσίας και όχι συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή.

75      Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει αν η SNCM άντλησε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, συνέκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 352, την αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ με το υποθετικό κόστος εκκαθάρισης της εταιρίας. Κατά την Επιτροπή, το ελάχιστο κόστος εκκαθάρισης περιοριζόταν εν προκειμένω στο κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως (αιτιολογική σκέψη 306 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι εν λόγω αποζημιώσεις έχουν καταστεί σήμερα, κατά την Επιτροπή, υποχρέωση εκ των πραγμάτων για τους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων σε περίπτωση εκκαθάρισης θυγατρικής ή κλεισίματος εγκαταστάσεων. Εν προκειμένω, η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως είναι ιδιαιτέρως απαραίτητη, λόγω των επαναλαμβανόμενων κοινωνικών αναταραχών στην SNCM, για να προστατευθεί το κύρος της CGMF και του Γαλλικού Δημοσίου (αιτιολογικές σκέψεις 270 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή κατέληξε ότι, δεδομένου ότι το ποσό των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ήταν υψηλότερο από το κόστος ανακεφαλαιοποίησης, η αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ δεν περιείχε κανένα στοιχείο κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

76      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η επέμβαση των δημοσίων αρχών στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν γίνεται αυτό, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

77      Ωστόσο, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη ΕΚ, κατά το άρθρο της 295, δεν επηρεάζει το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη. Έτσι, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αναλάβουν, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικές δραστηριότητες, ακριβώς όπως και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η αρχή αυτή της ίσης μεταχείρισης του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επενδύσουν σε οικονομικές δραστηριότητες και ότι τα κεφάλαια που τίθενται από το κράτος στη διάθεση μιας επιχειρήσεως, άμεσα ή έμμεσα, υπό συνθήκες οι οποίες ανταποκρίνονται στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 29, και της 21ης Μαρτίου 1991, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1433, σκέψη 20· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑358/94, Air France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2109, σκέψη 70).

78      Επομένως, για να προσδιοριστεί εάν η ιδιωτικοποίηση της SNCM στην αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ περιείχε στοιχεία κρατικής ενισχύσεως, πρέπει να εκτιμηθεί εάν, υπό παρεμφερείς συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να προβεί σε εισφορά κεφαλαίου αυτού του μεγέθους στο πλαίσιο της πωλήσεως της εν λόγω επιχειρήσεως ή εάν θα είχε επιλέξει την εκκαθάρισή της (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 70, και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C‑334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1139, σκέψη 133).

79      Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, επιβάλλεται απαραιτήτως η διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων που πρέπει να αναλάβει το Δημόσιο ως επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα και των υποχρεώσεων που μπορεί να υπέχει ως δημόσια αρχή (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 22, και Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 134). Συγκεκριμένα, όταν το Δημόσιο προβαίνει σε επένδυση στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, η συμπεριφορά του Δημοσίου ουδέποτε μπορεί να συγκριθεί με εκείνη ενός επιχειρηματία ή ενός ιδιώτη επενδυτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 2008, T‑196/04, Ryanair κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑3643, σκέψη 85).

80      Ωστόσο, διακρίνοντας μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων, αφενός, και των ενεργειών στο πλαίσιο της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή, με την οποία πρέπει να συγκριθεί η συμπεριφορά του Δημοσίου που ενεργεί ως επενδυτής, δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη στη συμπεριφορά του κοινού επενδυτή που επενδύει κεφάλαια με προοπτική την αποδοτικότητά τους κατά το μάλλον ή ήττον βραχυπροθέσμως. Η συμπεριφορά αυτή πρέπει, τουλάχιστον, να αντιστοιχεί προς τη συμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που ακολουθούν διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, με γνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C‑305/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1603, σκέψη 20).

81      Περαιτέρω, τόσο το περιεχόμενο των εθνικών κοινωνικών νομοθεσιών όσο και η πρακτική των κοινωνικών σχέσεων στους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων εξελίσσονται διαχρονικά και διαφοροποιούνται εντός της Ένωσης. Είναι, επομένως, απαραίτητο ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων να εκφράζει την εξέλιξη αυτή, όσον αφορά τόσο τις επενδύσεις που πραγματοποιούν ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και τις επενδύσεις που πραγματοποιεί το Δημόσιο, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης και χωρίς να εξουδετερώνεται η πρακτική της αποτελεσματικότητα.

82      Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, ο συνετός ιδιώτης επενδυτής δεν μπορεί, αφενός, να αποποιηθεί την ευθύνη του έναντι του συνόλου των ενδιαφερομένων παραγόντων της επιχείρησης και, αφετέρου, να μη λάβει υπόψη του την εξέλιξη του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού πλαισίου εντός του οποίου προσπαθεί να αναπτυχθεί. Τα ζητήματα της κοινωνικής ευθύνης και του επιχειρηματικού πλαισίου ενδέχεται, πράγματι, να έχουν σημαντική επιρροή σε συγκεκριμένες αποφάσεις καθώς και στον στρατηγικό προσανατολισμό ενός συνετού ιδιώτη επιχειρηματία. Η μακροπρόθεσμη οικονομική λογική της συμπεριφοράς ενός συνετού ιδιώτη επιχειρηματία δεν μπορεί επομένως να εκτιμηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παράγοντες αυτοί.

83      Προς τούτο, η καταβολή από ιδιώτη επενδυτή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ενδέχεται, κατ’ αρχήν, να αποτελεί νόμιμη και εύλογη πρακτική, αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων, με σκοπό τον ειρηνικό κοινωνικό διάλογο και τη διαφύλαξη του κύρους της επωνυμίας της εταιρίας ή του ομίλου εταιριών. Συγκεκριμένα, το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως δεν είναι ταυτόσημο με το κόστος της κοινωνικής κάλυψης το οποίο βαρύνει κατ’ ανάγκη το κράτος σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρίας. Βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω), τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα καταβολής συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως σε περίπτωση εκκαθάρισης δημόσιας επιχείρησης, έστω και αν οι υποχρεώσεις τους δεν μπορούν a priori να υπερβούν τις ελάχιστες απαιτούμενες εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις.

84      Εντούτοις, η ανάληψη του πρόσθετου αυτού κόστους, λόγω εύλογων ανησυχιών, δεν μπορεί να γίνεται για αποκλειστικά κοινωνικό, ή ακόμα και πολιτικό, σκοπό, διότι τότε εκφεύγει από το πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, όπως αυτό περιγράφηκε στις σκέψεις 76 έως 82 ανωτέρω. Επομένως, η ανάληψη κόστους που υπερβαίνει τις αναγκαίες εκ του νόμου και εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις, εάν δεν δικαιολογείται οικονομικά, έστω και μακροπρόθεσμα, πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

85      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προστασία της εικόνας ενός κράτους μέλους που ενεργεί ως συνολικός επενδυτής στην οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να αποτελεί, αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και δεν υφίσταται ιδιαίτερα πειστική αιτιολογία, επαρκή δικαιολογία για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αναλήψεως πρόσθετου κόστους, όπως οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως. Το να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τη μη ύπαρξη ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ αναφερόμενη εν συντομία στην εικόνα ενός κράτους μέλους, ως συνολικού παράγοντα, αφενός, στρεβλώνει τις συνθήκες του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κράτη μέλη στα οποία ο δημόσιος οικονομικός τομέας είναι συγκριτικά περισσότερο ανεπτυγμένος ή στα οποία ο κοινωνικός διάλογος είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένος και, αφετέρου, μετριάζει αδικαιολόγητα την πρακτική αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα κρατικών ενισχύσεων.

86      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εναπόκειται στην Επιτροπή, εφαρμόζοντας το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει, να προσδιορίσει τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους, ιδίως σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο, σε σχέση με τις οποίες πρέπει να εκτιμηθεί η ορθότητα της μακροπρόθεσμης οικονομικής συμπεριφοράς του.

87      Συγκεκριμένα, ελλείψει επαρκώς σαφούς προσδιορισμού των οικείων οικονομικών δραστηριοτήτων, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση, αφενός, να προσδιορίσει τους ιδιώτες επενδυτές αναφοράς και, στη συνέχεια, να εξακριβώσει, βάσει αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων, αν υφίσταται πάγια πρακτική των επενδυτών αυτών. Αφετέρου, ελλείψει ενός τέτοιου μέτρου σύγκρισης, ο προσδιορισμός των οικείων οικονομικών δραστηριοτήτων είναι απαραίτητος για να καταστεί δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη εύλογης και επαρκώς βάσιμης πιθανότητας ότι το κράτος μέλος θα αποκομίσει κέρδος από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, έστω και μακροπρόθεσμα.

88      Όσον αφορά, τέλος, την έκταση και τη φύση του δικαστικού ελέγχου, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως ορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατ’ αρχήν, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συγκεκριμένα στοιχεία της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και τον τεχνικό ή περίπλοκο χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2000, C‑83/98 P, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑3271, σκέψη 25, καθώς και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψη 111). Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει ιδίως να εξακριβώσει όχι μόνο την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, Επιτροπή κατά Scott, Συλλογή 2010, σ. I‑7763, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Με γνώμονα αυτές τις αρχές πρέπει να εξεταστεί η τρίτη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

90      Συναφώς, επιβάλλεται εισαγωγικά η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, κατά τρόπο ενιαίο, τις οικονομικές δραστηριότητες του Γαλλικού Δημοσίου για τις οποίες μπορεί ενδεχομένως να υπάρξει ανάγκη προστασίας της εικόνας του.

91      Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 270 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εικόνα που χρήζει προστασίας είναι η εικόνα «της εταιρείας και του τελικού μετόχου της», δηλαδή η εικόνα της CGMF και του Γαλλικού Δημοσίου. Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί, όπως ορθώς υπογράμμισε η προσφεύγουσα, ότι η CGMF δεν έχει κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από την προστασία της εικόνας της εταιρίας δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να την αφορά.

92      Στη συνέχεια, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εικόνα της εταιρίας που έπρεπε να προστατευθεί ήταν, στην πραγματικότητα, η εικόνα του Γαλλικού Δημοσίου ως συνολικού επενδυτή στην οικονομία της αγοράς. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή μετέβαλε εκ νέου τη θέση της, διευκρινίζοντας, κατ’ επανάληψη, ότι το αντλούμενο από την προστασία της εικόνας της εταιρίας επιχείρημα είχε εφαρμογή στο Γαλλικό Δημόσιο ως επενδυτή στον τομέα των μεταφορών. Η Γαλλική Δημοκρατία αναφέρθηκε, αντιθέτως, στο Γαλλικό Δημόσιο ως συνολικό επενδυτή στην οικονομία της αγοράς.

93      Επιβάλλεται επομένως η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει επαρκώς κατά νόμο τις οικονομικές δραστηριότητες του Γαλλικού Δημοσίου σε σχέση με τις οποίες έπρεπε να εκτιμήσει την οικονομική ορθολογικότητα των επίμαχων στη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρων (βλ. σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω).

94      Ελλείψει του ορισμού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να ελέγξει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της αρνητικής τιμής πώλησης της SNCM στην οποία συναίνεσε το Γαλλικό Δημόσιο προκειμένου να αποφύγει την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως σε περίπτωση εκκαθάρισης (βλ. σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω). Ως προς αυτό το σημείο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

95      Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του προσδιορισμού των συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε επαρκή αντικειμενικά και αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, υπό παρεμφερείς συνθήκες, αποτελεί πάγια πρακτική των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

96      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρά μόνο στην υποσημείωση 135. Στις αιτιολογικές σκέψεις 267 και 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να υποστηρίξει ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, καθώς και άλλα μέτρα, όπως οι ενισχύσεις για την αναζήτηση απασχόλησης, αποτελούσε την τρέχουσα πρακτική στους μεγάλους ομίλους επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Μολονότι διαπιστώθηκε πράγματι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 267 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων δεν μπορούν να αγνοήσουν τις κοινωνικές συνέπειες του κλεισίματος μιας μονάδας παραγωγής, εντούτοις, από το γεγονός αυτό δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, χωρίς κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως συνιστά πάγια πρακτική των μεγάλων ομίλων επιχειρήσεων σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας θυγατρικής τους.

97      Στην αιτιολογική σκέψη 272 και στην υποσημείωση 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστήριξε εκ νέου ότι με το να μη περιληφθούν οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως στο υποθετικό κόστος της εκκαθάρισης δεν λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική πραγματικότητα με την οποία είναι αντιμέτωποι οι μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων και περιορίστηκε στο να παραπέμψει, προς απόδειξη της εκτιμήσεώς της αυτής, στην απόφασή της 92/266/ΕΟΚ, της 27ης Νοεμβρίου 1991, σχετικά με τις δραστηριότητες μετατροπής κρατικών βιομηχανικών ομίλων της Γαλλίας εκτός του τομέα σιδήρου και χάλυβα, άνθρακα και της Compagnie générale maritime ως προς τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης ΕΟΚ (ΕΕ L 138, σ. 24), και στα προγράμματα κοινωνικών μέτρων που αναφέρονταν στη συνέχεια. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση, αφενός, ότι μία απόφαση του 1991 δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη αρκούντως παγιωμένης κοινωνικής πρακτικής κατά την ιδιωτικοποίηση του 2006 και, αφετέρου, ότι η παραπομπή απλώς σε περιορισμένο αριθμό κοινωνικών σχεδίων δεν αποδεικνύει επίσης την ύπαρξη αρκούντως παγιωμένης πρακτικής σε περιπτώσεις παρεμφερείς με τις εξεταζόμενες εν προκειμένω. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον τα κοινωνικά σχέδια αναφέρονται σε πράξεις αναδιαρθρώσεως, και όχι σε εκκαθάριση, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε τομείς οι οποίοι δεν έχουν a priori κανένα κοινό με τις θαλάσσιες υποδομές, όπως ο τομέας των καλλυντικών (Yves Saint-Laurent Haute Couture) ή των γεωργικών προϊόντων διατροφής (Danone).

98      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα μόνα πραγματικά στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή, στις σκέψεις 274 έως 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβλήθηκαν, κατ’ ουσίαν, για να εκτιμηθεί το κόστος των αποζημιώσεων αυτών ανά μισθωτό, και όχι για να αποδειχθεί η ύπαρξη μιας αρκούντως παγιωμένης πρακτικής, όπως επιβεβαίωσε και η Επιτροπή στο σημείο 41 του υπομνήματος ανταπαντήσεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προβληθείσες εκτιμήσεις αποκλίνουν σημαντικά αναλόγως των επιχειρήσεων και των διαφόρων τομέων.

99      Τρίτον, ούτε η Επιτροπή ούτε οι παρεμβαίνοντες προέβαλαν κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υφίσταται πρακτική καταβολής συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, είτε με τις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν ασχολήθηκε καθόλου με το ζήτημα αυτό, ενώ η Γαλλική Δημοκρατία ανέφερε μία μόνο ιδιωτική επιχείρηση, στον τομέα της σιδηρουργίας, η οποία εξέτασε την εφαρμογή αυτών των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως.

100    Κατόπιν των σκέψεων 96 έως 99 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως αποτελούσε αρκούντως παγιωμένη πρακτική των ιδιωτών επιχειρηματιών.

101    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε επίσης επαρκώς αντικειμενικά και αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, ελλείψει πάγιας πρακτικής εκ μέρους των ιδιωτών επενδυτών, η συμπεριφορά του Γαλλικού Δημοσίου είχε ως κίνητρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογη πιθανότητα να αποκομίσει έμμεσο υλικό κέρδος, έστω και μακροπρόθεσμα (βλ. σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω).

102    Συγκεκριμένα, επιβάλλεται εκ νέου η διαπίστωση ότι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε καθόλου στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή περιορίστηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις 270 και 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στη διαπίστωση ότι οι κοινωνικές εντάσεις στην επιχείρηση, οι οποίες, κατ’ αυτήν, αποδεικνύονται από την κοινωνική σύγκρουση του 2004, θα κατέληγαν, σε περίπτωση εκκαθάρισης της SNCM, σε κοινωνικές αναταραχές που μπορούσαν να πλήξουν την εικόνα της μητρικής εταιρίας της και του τελικού της μετόχου. Επομένως, η Επιτροπή δεν προέβαλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κανένα στοιχείο που να εξηγεί έστω τη συγκεκριμένη φύση της ζημίας που υπέστη η εικόνα της εταιρίας και ειδικότερα να διευκρινίζει έναντι ποιών παραγόντων της επιχείρησης (καταναλωτών, πελατών, προμηθευτών ή και του προσωπικού) πλήττεται η εικόνα της CGMF και του Γαλλικού Δημοσίου. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή επιχείρησε να προσδιορίσει το μέγεθος της ζημίας, μολονότι η ζημία αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να αντιπαραβληθεί με το εκτιμώμενο κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως διότι αποτελεί τη δικαιολογία για την καταβολή τους.

103    Η Επιτροπή, με τη γραπτή απάντησή της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, προέβαλε ότι πιθανώς θα προκαλούνταν κοινωνικές αναταραχές στις ελεγχόμενες από το Δημόσιο επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται πλησίον της SNCM, όπως το λιμάνι της Μασσαλίας, και θα μπορούσαν επίσης να προκληθούν ταραχές σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, σε οποιονδήποτε τομέα, ιδίως στις μεταφορές. Το γεγονός αυτό θα έβλαπτε την εικόνα του Δημοσίου ως εργοδότη. Συνεπώς, η εκκαθάριση της SNCM χωρίς την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, κατά την Επιτροπή, θα συνεπαγόταν απεργίες αλληλεγγύης σε όλο τον δημόσιο τομέα, όπως εκείνες που συνέβησαν σε ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η Γαλλική Δημοκρατία διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η φθορά στην εικόνα του Δημοσίου νοείται ως φθορά της εικόνας στην αντίληψη όλων των κοινωνικών εταίρων της και των μη επαγγελματιών πελατών τους. Η Επιτροπή επικαλέσθηκε, εξάλλου, ιδιαίτερους κινδύνους εκδηλώσεως περιστατικών βίας και διαπράξεως εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας.

104    Πέραν της εκπρόθεσμης προβολής της αιτιολογίας, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, εν πάση περιπτώσει, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν με τις γραπτές απαντήσεις και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν συνιστούν αρκούντως πειστική αιτιολογία δυνάμενη να δικαιολογήσει τον συνυπολογισμό των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως στο υποθετικό κόστος εκκαθάρισης της SNCM.

105    Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει, εν προκειμένω, ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα κοινωνικού κόστους το οποίο δικαιολογεί την καταβολή των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως. Η Επιτροπή δεν εξέτασε καθόλου τον κίνδυνο αυτόν, όπως παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η Επιτροπή περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, στη διαπίστωση ότι υπήρχε κίνδυνος απεργιών σε ένδειξη αλληλεγγύης, χωρίς να παρουσιάσει κανένα άλλο στοιχείο για το μέγεθος των απεργιών αυτών, εκτός από τη διευκρίνιση ότι ήταν πιθανό να απεργήσει το σύνολο των δημόσιων επιχειρήσεων, ειδικότερα στον τομέα των μεταφορών. Ως συγκεκριμένο παράδειγμα, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει τις πιθανές συνέπειες στις δραστηριότητες του Δημοσίου ως ιδιώτη σε περίπτωση κλεισίματος του λιμανιού της Μασσαλίας, όπως είχε συμβεί κατά τις κοινωνικές ταραχές του Μαρτίου του 2011. Ανέφερε επίσης τρία παραδείγματα κλεισίματος παραγωγικών μονάδων στη Γαλλία και στο Βέλγιο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Συνεπώς, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς αποδεδειγμένη η ύπαρξη έντονων κοινωνικών πιέσεων εντός της SNCM, όπως προκύπτει, π.χ., από την αιτιολογική σκέψη 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα προβαλλόμενα στοιχεία δεν αποδεικνύουν, εν προκειμένω, την ύπαρξη, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, πραγματικού κινδύνου απεργιών σε ένδειξη αλληλεγγύης σε άλλες επιχειρήσεις που ελέγχονται, αμέσως ή εμμέσως, από το Γαλλικό Δημόσιο.

106    Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έλλειψη προσπάθειας προσδιορισμού του μεγέθους του έμμεσου κοινωνικού κόστους από την Επιτροπή είναι κατακριτέα για τον πρόσθετο λόγο ότι για να θεμελιωθεί η συλλογιστική της το εν λόγω κόστος πρέπει να είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Συγκεκριμένα, το κόστος των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως ανέρχεται, εξ ορισμού, σε περισσότερα από 158 εκατομμύρια ευρώ, ίσο με την αρνητική τιμή πώλησης της SNCM. Για να δικαιολογηθούν οι συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως, το κόστος τους πρέπει να είναι κατώτερο από το έμμεσο κοινωνικό κόστος, όπως το κόστος των απεργιών σε ένδειξη αλληλεγγύης. Επομένως, το ποσό του έμμεσου κοινωνικού κόστους, στην περίπτωση που πράγματι υπάρξει, πρέπει να είναι ιδιαίτερα υψηλό ώστε να μπορέσει να αποτελέσει έρεισμα της συλλογιστικής της Επιτροπής.

107    Τρίτον, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως στους μισθωτούς της SNCM θα απέτρεπε την εκδήλωση κοινωνικών ταραχών σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρίας, πράγμα που δέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή όχι μόνον παρέλειψε να αναλύσει την πιθανότητα να προκύψει το προαναφερθέν έμμεσο κοινωνικό κόστος, αλλά δεν ανέλυσε επίσης τον κίνδυνο να προκύψει το κόστος αυτό και στην περίπτωση που καταβληθούν συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως. Στην περίπτωση αυτή, το Γαλλικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί με το έμμεσο κοινωνικό κόστος, το οποίο παρουσιάζεται ως δικαιολογία για τις συμπληρωματικές αποζημιώσεις απολύσεως, παρά την καταβολή των αποζημιώσεων αυτών.

108    Επομένως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμο, ότι ο συνυπολογισμός του σημαντικού κόστους των συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, οι οποίες, εξάλλου, μπορεί να ανέλθουν στο δεκαπλάσιο του ποσού των νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεων, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δικαιολογείται, εν προκειμένω, από την εύλογη πιθανότητα να αποκομίσει το Γαλλικό Δημόσιο έμμεσο υλικό όφελος, έστω και μακροπρόθεσμο. Μολονότι είναι αδύνατο να αποτραπεί ο κίνδυνος ορισμένων κοινωνικών επιπτώσεων στις άλλες δημόσιες υπηρεσίες σε περίπτωση εκκαθάρισης της SNCM χωρίς την καταβολή συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως, το μέγεθος του συγκεκριμένου έμμεσου κοινωνικού κόστους, καθώς και η πιθανότητα επελεύσεώς του, δεν αναλύθηκε καθόλου από την Επιτροπή ούτε με τις γραπτές απαντήσεις της προς το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μακροπρόθεσμη οικονομική ορθολογικότητα της συμπεριφοράς του Γαλλικού Δημοσίου δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο.

109    Κατόπιν των σκέψεων 72 έως 108 ανωτέρω, η τρίτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν η πρώτη, η δεύτερη, η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη αιτίαση. Οι συνέπειες από πλευράς νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστούν στις σκέψεις 155 επ. κατωτέρω.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της εισφοράς κεφαλαίου από τη CGMF, ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, ως μέτρου που δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

110    Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις προς στήριξη του παρόντος λόγου ακυρώσεως, αντλούμενες, αφενός, από εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου της χρονικής σύμπτωσης των εισφορών κεφαλαίου των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF και, αφετέρου, από μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

111    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα ΙΙΙ του πρωτοκόλλου συμφωνίας προέβλεπε την κοινή και ταυτόχρονη εγγραφή από τους αγοραστές και τη CGMF νέων μετοχών για ποσό 35 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων το 25 % από τη CGMF. Η εγγραφή αυτή έπρεπε να γίνει μετά τη νέα κεφαλαιοποίηση ύψους 142,5 εκατομμυρίων ευρώ και τη μεταβίβαση του 75 % των μεριδίων στους ιδιώτες αγοραστές για ένα συμβολικό ποσό.

112    Στην αιτιολογική σκέψη 354 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, πρώτον, ότι η εισφορά κεφαλαίου εκ μέρους του Δημοσίου δεν συνιστά ενίσχυση εάν πραγματοποιηθούν συγχρόνως ιδιωτικές επενδύσεις σημαντικού ύψους. Εκτίμησε, στη συνέχεια, ότι μπορούσε να περιοριστεί στην ανάλυση του κατά πόσον οι εισφορές κεφαλαίου έγιναν συγχρόνως, δεδομένου ότι αυτές ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, χωρίς να προβεί σε ανάλυση της αποδοτικότητας, προκειμένου να συναγάγει το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στον βαθμό που πληρούνταν το κριτήριο της χρονικής σύμπτωσης, κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εισφορά κεφαλαίου της CGMF, ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, δεν παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στην SNCM και, επομένως, δεν συνιστούσε ενίσχυση.

113    Στη συνέχεια, η Επιτροπή, αφού είχε ήδη διαπιστώσει τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εξέτασε, στις αιτιολογικές σκέψεις 361 έως 363 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κατά πόσον η σταθερή απόδοση της συμμετοχής της CGMF θα ήταν συμφέρουσα για τον υποθετικό ιδιώτη επενδυτή. Θεώρησε επομένως ότι η σταθερή απόδοση, στον βαθμό που απέτρεπε κάθε κίνδυνο της CGMF σχετικό με την εκτέλεση του επιχειρηματικού σχεδίου, συνιστούσε επαρκή μακροπρόθεσμη απόδοση των επενδυμένων κεφαλαίων. Περαιτέρω, ο πραγματογνώμονας της Επιτροπής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από πλευράς κινδύνου, η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου αντιστοιχούσε περισσότερο σε υποχρέωση του γαλλικού ιδιωτικού τομέα.

114    Τέλος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβίβασης (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) δεν εξετάστηκε σε σχέση με το ζήτημα της αποδοτικότητας, δεδομένου ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η ρήτρα αυτή δεν υπονομεύει την ίση μεταχείριση μεταξύ της CGMF και των ιδιωτών αγοραστών.

115    Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε, στις σκέψεις 76 και 77 ανωτέρω, για να προσδιοριστεί αν μια εισφορά κεφαλαίου του Δημοσίου ενέχει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να εκτιμηθεί αν ο ιδιώτης επενδυτής θα προέβαινε, υπό παρόμοιες συνθήκες, σε μια τέτοια εισφορά. Εφόσον τα κεφάλαια διατέθηκαν από το Δημόσιο στην επιχείρηση, αμέσως ή εμμέσως, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Πρέπει έτσι να θεωρηθεί ότι εισφορά κεφαλαίου από δημόσιους πόρους πληροί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και δεν συνεπάγεται τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως, μεταξύ άλλων, αν η εισφορά αυτή γίνεται συγχρόνως με σημαντική εισφορά κεφαλαίου εκ μέρους του ιδιώτη επενδυτή η οποία πραγματοποιείται υπό παρόμοιους όρους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑296/97, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3871, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Όσον αφορά τη χρονική σύμπτωση

116    Όσον αφορά τη χρονική σύμπτωση των εισφορών των ιδιωτών και των δημόσιων επενδυτών, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, δεδομένου ότι η εισφορά του ποσού των 35 εκατομμυρίων ευρώ δεν έγινε εφάπαξ, δεν πληρούται το κριτήριο της χρονικής σύμπτωσης για το σύνολο των εισφορών, ενώ η Επιτροπή θεώρησε επαρκές το ότι οι όροι υπήρξαν παρόμοιοι.

117    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η χρονική σύμπτωση των εισφορών των ιδιωτών και των δημόσιων επενδυτών μπορεί, το πολύ, να αποτελέσει ένδειξη προς την κατεύθυνση της μη υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 81 της αποφάσεως Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 115 ανωτέρω, την οποία η Επιτροπή παραθέτει στην υποσημείωση 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι εν λόγω εισφορές πρέπει να πραγματοποιούνται υπό παρόμοιους όρους. Δεδομένου ότι σκοπός του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή είναι να συγκριθεί η συμπεριφορά του Δημοσίου με τη συμπεριφορά ενός υποθετικού ιδιώτη επενδυτή, δεν αμφισβητείται ότι η ύπαρξη επενδυτών πρόθυμων να επενδύσουν ταυτόχρονα σημαντικά ποσά συνηγορεί υπέρ της πληρώσεως του κριτηρίου. Ωστόσο, για να εκτιμηθεί η νομιμότητα των συγκεκριμένων εισφορών σε σχέση με τους κοινοτικούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων. Επομένως, η χρονική πτυχή είναι προφανώς σημαντική, αλλά η χρονική σύμπτωση δεν μπορεί, μόνο αυτή, να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως επαρκής.

118    Συνεπώς, στον βαθμό που η χρονική σύμπτωση πρέπει να εκτιμηθεί απλώς ως ένδειξη προς την κατεύθυνση της μη υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί λογικά να εκτιμηθεί περιοριστικά. Εν προκειμένω, επειδή η εισφορά του πρώτου τετάρτου κάθε συμμετοχής έγινε ακριβώς την ίδια στιγμή και επειδή στα υπόλοιπα τρία τέταρτα έχουν εφαρμογή οι ίδιες διατάξεις του εθνικού δικαίου, ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι πληρούνταν το κριτήριο της χρονικής σύμπτωσης, ή τουλάχιστον ότι η ανάλυση της χρονικής πτυχής παρείχε ενδείξεις υπέρ της υπάρξεως παρόμοιων όρων για τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επενδύσεις.

119    Επομένως, η πρώτη αιτίαση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμη.

 Όσον αφορά την ίση μεταχείριση

120    Κατά την προσφεύγουσα, η ανισότητα σε επίπεδο αποδοτικότητας μεταξύ της CGMF και των ιδιωτών αγοραστών, που οφείλεται ειδικότερα στην ύπαρξη της ρήτρας υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως, θέτει υπό αμφισβήτηση το συγκρίσιμο των όρων επενδύσεως των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF, οπότε το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά την ίση μεταχείριση δεν έχει νόμιμη βάση.

121    Βάσει των αρχών που αναφέρονται στη σκέψη 115 ανωτέρω, πρέπει να εκτιμηθεί εάν οι ενδεχόμενες διαφορές μεταξύ της αποδοτικότητας των εισφορών κεφαλαίων των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF, αντίστοιχα, μπορούν να κλονίσουν το βάσιμο της αναλύσεως της Επιτροπής από την οποία συνήχθη ότι τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

122    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 117 και 118 ανωτέρω, ότι η χρονική σύμπτωση, εν προκειμένω, των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων μπορούσε, το πολύ, να αποτελεί ένα στοιχείο δυνάμενο να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η εισφορά δημοσίων κεφαλαίων συνιστά κρατική ενίσχυση. Συνεπώς, είναι εσφαλμένη η διαπίστωση της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 354 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κοινοτικός δικαστής επιβεβαίωσε την ανάλυσή της. Περαιτέρω, το σημείο 3.2, τρίτη περίπτωση, της ανακοινώσεως για την εφαρμογή των άρθρων 92 [ΕΚ] και 93 ΕΚ στις κτήσεις μεριδίων εταιρικού κεφαλαίου των δημόσιων αρχών (Δελτίο ΕΚ 9‑1984), στο οποίο αναφέρεται η Επιτροπή στην υποσημείωση 167, παρέχει απλώς ένα τεκμήριο για τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως όταν συντρέχει σημαντική και ταυτόχρονη ιδιωτική επένδυση. Συνεπώς, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με τις γραπτές απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η χρονική σύμπτωση δεν μπορεί, αυτή και μόνο, ακόμη και αν υπάρχουν σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, να αποτελέσει στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι δεν υπήρξε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα λοιπά κρίσιμα πραγματικά ή νομικά στοιχεία.

123    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ζήτημα της σταθερής αποδοτικότητας και το ζήτημα των επιπτώσεων της ρήτρας υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως αποτελούν μέρος του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων που θα έπρεπε να έχει αναλύσει η Επιτροπή προκειμένου να συναγάγει ότι οι όροι επενδύσεως των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF είναι παρόμοιοι και ότι, επομένως, τηρείται η αρχή της ίσης μεταχείρισης.

124    Συγκεκριμένα, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι η απόδοση του κεφαλαίου που εισέφεραν οι ιδιώτες αγοραστές δεν καθορίστηκε με το πρωτόκολλο συμφωνίας. Αφετέρου, η εισφορά κεφαλαίου της CGMF θεωρείται ότι λειτουργεί, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως υποχρέωση, έχοντας ένα ποσοστό πάγιας απόδοσης. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό πάγιας απόδοσης δεν είναι εξασφαλισμένο στον βαθμό που, σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως, εφόσον δεν υπάρξει ανανέωση της ισχύος της συμβάσεως ΠΔΥ ή σε περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής ή του κοινοτικού δικαστή που επηρεάζει ουσιωδώς την αξία της εταιρίας, η σταθερή απόδοση θα παύσει να εισπράττεται. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή δεν μπορούσε να μην προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιπτώσεων των διαφορών στην απόδοση των εταιρικών μεριδίων της CGMF και των εταιρικών μεριδίων των ιδιωτών αγοραστών στο πλαίσιο της εξετάσεως της ίσης μεταχείρισης.

125    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η επένδυση των 8,75 εκατομμυρίων ευρώ στο κεφάλαιο της SNCM δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση κλασικού χαρτοφυλακίου χωρίς να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου τοποθετείται στο πλαίσιο ενός συνολικού πρωτοκόλλου πώλησης, κατόπιν ενιαίας διαπραγμάτευσης, στην οποία οι εισφορές των αγοραστών αποτελούν το αντάλλαγμα για σημαντικές δεσμεύσεις, υπό διάφορες μορφές, του Γαλλικού Δημοσίου.

126    Τρίτον, όσον αφορά τη ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίση μεταχείριση των ιδιωτών και των δημόσιων επενδυτών στον βαθμό που έγινε αποτίμηση της αξίας της στο πλαίσιο της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως με αρνητική τιμή πώλησης.

127    Χωρίς να χρειάζεται να επιλυθεί το ζήτημα αν η αποτίμηση της αξίας της ρήτρας υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως ορθώς ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή, αρκεί η διαπίστωση ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της και, ως εκ τούτου, ο τρόπος που επηρεάζει την ίση μεταχείριση των επενδυτών που πραγματοποιούν εισφορές κεφαλαίου ταυτόχρονα ουδόλως εκτιμήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η αιτιολογική σκέψη 364 της αποφάσεως αυτής περιορίζεται στο να διαπιστώσει ότι δεν υπονομεύει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των επενδυτών που πραγματοποιούν εισφορές κεφαλαίου ταυτόχρονα, αλλά δεν περιλαμβάνει καμία ανάλυση οικονομικής φύσεως. Πάντως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως έχει πιθανώς σημαντική οικονομική αξία, γεγονός το οποίο η προσφεύγουσα και η εταιρία STIM d’Orbigny, ως τρίτη ενδιαφερόμενη η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις κατά την επίσημη διαδικασία εξέτασης, είχαν σαφώς υπογραμμίσει κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 155, 158 και 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

128    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως μπορεί να ασκηθεί σε περίπτωση μη ανανεώσεως της ισχύος της συμβάσεως ΠΔΥ ή σε περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής ή του κοινοτικού δικαστή η οποία επηρεάζει ουσιωδώς την αξία της εταιρίας. Τα δύο αυτά γεγονότα μπορούν ήδη, αυτά και μόνο, να καταστήσουν προβληματική την ανακεφαλαιωθείσα SNCM στον βαθμό που, αφενός, θα έχανε σημαντικό μερίδιο του κύκλου εργασιών της και, αφετέρου, θα μπορούσε να κινηθεί εναντίον της διαδικασία επιστροφής της παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως για το σύνολο ή για μέρος των εισφορών της CGMF. Στο δυσχερές αυτό πλαίσιο για την επιχείρηση, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, υποχρέωση επιστροφής του συνόλου των εισφορών των αγοραστών. Αφετέρου, η CGMF θα καθίστατο εκ νέου κάτοχος του 100 % του κεφαλαίου της SNCM και υπεύθυνη επομένως κατά 100 % για το κόστος ενδεχόμενης μελλοντικής εκκαθάρισης, ενώ ο κίνδυνος εκκαθάρισης θα αυξανόταν σημαντικά.

129    Δεύτερον, η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησαν, κατά τη γραπτή διαδικασία και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ότι η ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως μπορούσε πράγματι να αποτιμηθεί οικονομικώς, εφόσον υποστήριξαν ότι η αποτίμησή της περιλαμβανόταν εξ ορισμού στη σύμβαση. Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία υπογράμμισε, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, ότι μία από τις ανταγωνιστικές προσφορές, η οποία δεν περιελάμβανε ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως, απαιτούσε ως αντάλλαγμα από το Γαλλικό Δημόσιο ανακεφαλαίωση πολύ μεγαλύτερου ύψους. Η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία δεν αμφισβήτησαν επομένως το γεγονός ότι η ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως είχε πραγματική οικονομική αξία.

130    Στη συνέχεια των σκέψεων 126 έως 129 ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ρήτρα υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως μπορεί, τουλάχιστον, να εξαλείψει κάθε κίνδυνο των ιδιωτών αγοραστών σε περίπτωση επελεύσεως ενός εκ των συμβάντων που ενεργοποιούν τον κίνδυνο και ότι η εν λόγω ρήτρα μπορεί, επομένως, να αποτιμηθεί οικονομικά. Η ρήτρα αυτή ενδέχεται, ως εκ τούτου, να μεταβάλει το είδος κινδύνου των εισφορών κεφαλαίου των ιδιωτών αγοραστών και της CGMF και να θέσει υπό αμφισβήτηση το συγκρίσιμο των όρων επενδύσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν μπορούσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να μην προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της οικονομικής επιπτώσεως της ρήτρας υπαναχώρησης από τη σύμβαση μεταβιβάσεως.

131    Όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση της συγκρισιμότητας των όρων επενδύσεως των ταυτόχρονων εισφορών κεφαλαίου, δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων και, ιδίως, την αποδοτικότητα. Προς τούτο, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός. Οι συνέπειες της πλάνης αυτής επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστούν στις σκέψεις 155 επ. κατωτέρω.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση των μέτρων ενισχύσεως σε πρόσωπα, ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ, ως μέτρων που δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

132    Προς στήριξη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, η ανάλυση της Επιτροπής αντιβαίνει στο σημείο 3.2.7, σχετικά με τις «ενισχύσεις για την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της αναδιάρθρωσης», των κατευθυντήριων γραμμών, στον βαθμό που το αντικείμενο των ενισχύσεων αυτών δεν ορίζεται με σαφήνεια. Δεύτερον, στον βαθμό που η SNCM αποφασίζει μόνη, βάσει επιχειρηματικής συμφωνίας, για το ποσό που θα χορηγήσει στους εργαζομένους, οι ενισχύσεις αυτές σε πρόσωπα έπρεπε να θεωρηθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του σημείου 59 των κατευθυντήριων γραμμών. Το μέτρο αυτό θα έθετε την SNCM σε ευνοϊκή θέση σε σχέση με τον ανταγωνισμό, οπότε αυτό θα της παρείχε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα και θα συνιστούσε ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Τρίτον, ο δεσμευμένος λογαριασμός στον οποίο κατατέθηκαν τα κεφάλαια για τις ενισχύσεις σε πρόσωπα ήταν άτοκος. Αντέβαινε επομένως στις κατευθυντήριες γραμμές, καθόσον οι ανάγκες ενισχύσεως δεν περιορίζονταν στο ελάχιστο απαιτούμενο.

133    Η Επιτροπή θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αλυσιτελείς στον βαθμό που η προσφεύγουσα επικρίνει τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά βάσει των κατευθυντήριων γραμμών και όχι τον χαρακτήρα της ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι τα μέτρα ενισχύσεως σε πρόσωπα εμπίπτουν στην κοινωνική πολιτική των κρατών μελών.

134    Εισαγωγικά, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συγχέει την ύπαρξη ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ με τη συμβατότητά της προς την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών. Καθόσον δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμβατότητας ενισχύσεως η οποία δεν διαπιστώθηκε από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η πρώτη και η τρίτη αιτίαση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

135    Ωστόσο, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να ερμηνευθεί ως στρεφόμενη ευθέως κατά της διαπιστώσεως της Επιτροπής περί μη υπάρξεως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, τίθεται το ζήτημα του κατά πόσον οι ενισχύσεις αυτές σε πρόσωπα έχουν τον χαρακτήρα οικονομικού πλεονεκτήματος.

136    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία το γεγονός και μόνο ότι ένα μέτρο επιδιώκει κοινωνικό σκοπό δεν αρκεί προκειμένου να αποκλειστεί ο εκ προοιμίου χαρακτηρισμός παρόμοιου μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους. Η έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει και παρεμβάσεις του Δημοσίου οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που βαρύνουν κανονικά τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994, C‑387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I‑877, σκέψη 13· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4551, σκέψη 21· της 29ης Απριλίου 2004, C‑159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4461, σκέψη 51, και της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 46).

137    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έννοια της ενισχύσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι αναλαμβάνεται από το Δημόσιο μια εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση, αλλά μάλλον ότι παρέχεται μια ελάφρυνση από τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 136 ανωτέρω, Συλλογή 1996, σ. I‑4553, σημείο 42). Ο ορισμός του τι αποτελεί επιβάρυνση που εμπίπτει στην τρέχουσα διαχείριση της επιχειρήσεως δεν μπορεί επομένως, εκ φύσεως, να περιοριστεί στις εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις. Ομοίως, το γεγονός ότι άμεσοι δικαιούχοι της ενισχύσεως σε πρόσωπα είναι εργαζόμενοι δεν αρκεί για να αποδειχθεί η μη ύπαρξη ενισχύσεως προς τον εργοδότη τους (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547).

138    Επομένως, για να εξεταστεί αν οι εν λόγω ενισχύσεις σε πρόσωπα συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να προσδιοριστεί αν η SNCM αποκτά έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα που της παρέχει τη δυνατότητα να απαλλαχθεί από το βάρος του κόστους που θα επιβάρυνε κανονικά τους δικούς της οικονομικούς πόρους και ως εκ τούτου εμποδίζει την επέλευση των φυσιολογικών συνεπειών των δυνάμεων της αγοράς.

139    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προκαταβολή ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ σε τρεχούμενο λογαριασμό στην οποία συγκατατέθηκε η CGMF υπέρ του απολυθέντος προσωπικού της SNCM προορίζεται για τη χρηματοδότηση του κόστους των μελλοντικών συμπληρωματικών αποζημιώσεων ενός πιθανού σχεδίου μειώσεως του προσωπικού το οποίο θα εφάρμοζαν οι αγοραστές. Η εν λόγω προκαταβολή σε τρεχούμενο λογαριασμό προορίζεται πράγματι για τη χρηματοδότηση «του μέρους του κόστους των ενδεχόμενων εθελούσιων συνταξιοδοτήσεων ή λύσεων συμβάσεων εργασίας […] συμπληρωματικά προς τα πάσης φύσεως ποσά που θα έπρεπε να καταβάλει ο εργοδότης κατ’ εφαρμογή των νόμιμων και συμβατικών διατάξεων» (άρθρο II.2 του πρωτοκόλλου εκχώρησης της 16ης Μαΐου 2006, παρατεθέν στην υποσημείωση 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

140    Η Επιτροπή παρατήρησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 366 έως 370 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα υφίσταται όταν εισφορά κεφαλαίου του Δημοσίου παρέχει στην επιχείρηση ελάφρυνση από επιβάρυνση της τρέχουσας διαχείρισης. Η Επιτροπή εκτίμησε, εν προκειμένω, ότι το σύνολο των επιβαρύνσεων που απέρρεαν από την εφαρμογή της κοινωνικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων του συγκεκριμένου τομέα αποτελούσαν επιβαρύνσεις της τρέχουσας διαχείρισης. Επομένως, εφόσον οι εν λόγω ενισχύσεις σε πρόσωπα δεν προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των νόμιμων και συμβατικών υποχρεώσεων, δεν αφορούσαν τη χρηματοδότηση επιβαρύνσεων της τρέχουσας διαχείρισης της επιχειρήσεως.

141    Κατά την αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ενισχύσεις σε πρόσωπα δεν μπορούν να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της αποχώρησης μισθωτών, στον βαθμό που ο δεσμευμένος λογαριασμός μπορεί να αποδεσμευτεί μόνο για τους εργαζομένους των οποίων η σύμβαση εργασίας με την επιχείρηση έχει ήδη λυθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής του νέου κοινωνικού σχεδίου. Συνεπώς, οι εν λόγω ενισχύσεις σε πρόσωπα συνιστούν μέτρο κοινωνικής πολιτικής, οπότε το Γαλλικό Δημόσιο ενεργεί ως δημόσια εξουσία και όχι ως μέτοχος. Η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 375 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το μέτρο αυτό δεν προοριζόταν για τη χρηματοδότηση των απολύσεων που είχαν αρχικώς προβλεφθεί με το σχέδιο του 2002.

142    Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

143    Πρώτον, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 136 και 137 ανωτέρω, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 371 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ότι το επίμαχο μέτρο δεν απορρέει από νόμιμες και συμβατικές υποχρεώσεις δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλείσει ότι πρόκειται για κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

144    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η ύπαρξη δεσμευμένου λογαριασμού μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους εργαζομένους της SNCM να αποχωρήσουν από την επιχείρηση ή, έστω, να αποχωρήσουν χωρίς να διαπραγματευτούν την αποχώρησή τους, ειδικότερα όσον αφορά την ενδεχόμενη χορήγηση συμπληρωματικών αποζημιώσεων απολύσεως κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 268 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα που σε κάθε περίπτωση θα δημιουργούσε έμμεσο οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της SNCM.

145    Το γεγονός ότι τα συνδικαλιστικά όργανα της επιχείρησης διαπραγματεύθηκαν τον εν λόγω δεσμευμένο λογαριασμό πριν από την ιδιωτικοποίηση, κατά την κοινωνική σύγκρουση του 2005, όπως προκύπτει από τις γραπτές απαντήσεις της Επιτροπής, δεν μπορεί καθεαυτό να θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, η SNCM εξακολουθεί να διατηρεί το πλεονέκτημα, είτε αυτό παραχωρήθηκε πριν είτε μετά την ιδιωτικοποίηση. Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι εν λόγω ενισχύσεις σε πρόσωπα αποτελούν μέρος του πρωτοκόλλου πώλησης αποδεικνύει ότι παρέχουν πλεονέκτημα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι τα μέρη προέβλεψαν τα μέτρα αυτά διότι μπορούσαν έτσι να αποκομίσουν όφελος.

146    Κατά συνέπεια οι εξηγήσεις της Επιτροπής, ειδικότερα οι εξηγήσεις που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 372 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι ούτε πειστικές ούτε καν κατανοητές.

147    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 142 έως 146 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως χαρακτηρίζοντας τα εν λόγω μέτρα ενισχύσεων σε πρόσωπα, ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ, ως μέτρα που δεν αποτελούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός. Οι συνέπειες της πλάνης αυτής στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εξεταστούν στις σκέψεις 155 επ. κατωτέρω.

 Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση του υπολοίπου αναδιάρθρωσης βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών

148    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορά το υπόλοιπο αναδιάρθρωσης, τελικού ύψους 15,81 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κρίθηκε συμβατό με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών.

149    Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανάλυση του υπολοίπου αναδιάρθρωσης, στην οποία προέβη η Επιτροπή με τις αιτιολογικές σκέψεις 366 έως 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι το σχέδιο του 2006 δεν περιείχε στοιχεία κρατικής ενισχύσεως.

150    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση του 2006 είναι σαφής όσον αφορά το γεγονός ότι, εφόσον υπάρχουν στοιχεία ενισχύσεως αναδιάρθρωσης στο σχέδιο του 2006, θα πρέπει να αναλυθούν από κοινού με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης του σχεδίου του 2002, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6, 7, 25 και 129 της αποφάσεως αυτής. Η Επιτροπή επισήμανε, άλλωστε, στην αιτιολογική σκέψη 161 της αποφάσεως του 2006, ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι το σύνολο ή μέρος της νέας εισφοράς κεφαλαίου των 158 εκατομμυρίων ευρώ έπρεπε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή ορθώς υπογράμμισε έτσι ότι, εάν το μέτρο αυτό συνιστούσε ενίσχυση, έπρεπε να εκτιμηθεί «από κοινού με την ενίσχυση για συνολική αναδιάρθρωση της οποίας θα έπρεπε να εξεταστεί η συμβατότητα».

151    Εντούτοις, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το σχέδιο του 2006 δεν περιελάμβανε, κατά την Επιτροπή, νέα στοιχεία ενισχύσεως, διότι η Επιτροπή θεώρησε ότι η αρνητική τιμή των 158 εκατομμυρίων ευρώ, η κοινή και ταυτόχρονη εισφορά κεφαλαίου της CGMF ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ και οι ενισχύσεις σε πρόσωπα ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ δεν συνιστούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

152    Όμως, όπως προκύπτει από την εξέταση του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως ικανές να αμφισβητήσουν την παραδοχή κατά την οποία το σχέδιο του 2006 δεν είχε στοιχεία ενισχύσεως.

153    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή για το υπόλοιπο αναδιάρθρωσης δεν θεμελιώνεται σε κανένα στοιχείο. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος ακυρώσεως χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

154    Στο σημείο αυτό πρέπει να εξεταστούν οι συνέπειες της πεπλανημένης εκτιμήσεως της Επιτροπής επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των συνεπειών της πεπλανημένης εκτιμήσεως της Επιτροπής επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως

155    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 94, 109, 131 και 147 ανωτέρω, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τις αναλύσεις της για την αρνητική τιμή πώλησης των 158 εκατομμυρίων ευρώ, την από κοινού και ταυτόχρονη εισφορά κεφαλαίου, από τη CGMF, ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ και των ενισχύσεων σε πρόσωπα ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

156    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 148 έως 152 ανωτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση του υπολοίπου αναδιάρθρωσης, τελικού ποσού 15,81 εκατομμυρίων ευρώ, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη παραδοχή. Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

157    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

158    Η Γαλλική Δημοκρατία και η SNCM φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, της αποφάσεως 2009/611/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τα μέτρα C 58/02 (πρώην N 118/02) που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία προς όφελος της Société nationale maritime Corse-Méditerranée (SNCM).

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας καθώς και τα δικά της δικαστικά έξοδα.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η SNCM φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Οι εμπλεκόμενες ναυτιλιακές εταιρίες

Η διοικητική διαδικασία

Τα επίδικα μέτρα

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ασκήσεως αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται, κατ’ ουσίαν, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της εισφοράς κεφαλαίου 53,48 εκατομμυρίων ευρώ βάσει του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της μεταβιβάσεως της SNCM στην αρνητική τιμή των 158 εκατομμυρίων ευρώ ως μέτρου που δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση της εισφοράς κεφαλαίου από τη CGMF, ύψους 8,75 εκατομμυρίων ευρώ, ως μέτρου που δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Όσον αφορά τη χρονική σύμπτωση

Όσον αφορά την ίση μεταχείριση

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση των μέτρων ενισχύσεως σε πρόσωπα, ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ, ως μέτρων που δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής όσον αφορά την έγκριση του υπολοίπου αναδιάρθρωσης βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών

Επί των συνεπειών της πεπλανημένης εκτιμήσεως της Επιτροπής επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.