Language of document : ECLI:EU:C:2012:286

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Μαΐου 2012 (*)

«Άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ — Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) — Διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των μερισμάτων που καταβάλλονται σε αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ, από τα οποία παρακρατείται φόρος στην πηγή, και των μερισμάτων που καταβάλλονται σε ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ, από τα οποία δεν παρακρατείται τέτοιος φόρος — Ανάγκη να ληφθεί υπόψη η κατάσταση των μεριδιούχων προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα του εθνικού μέτρου με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Δεν συντρέχει»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑338/11 έως C‑347/11,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal administratif de Montreuil (Γαλλία) με αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2011, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2011, στο πλαίσιο των δικών

Santander Asset Management SGIIC SA, ενεργώντας στο όνομα του FIM Santander Top 25 Euro Fi (C‑338/11),

κατά

Directeur des résidents à l’étranger et des services généraux

και

Santander Asset Management SGIIC SA, ενεργώντας στο όνομα της Cartera Mobiliaria SA SICAV (C‑339/11),

Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του Alltri Inka (C‑340/11),

Allianz Global Investors Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του DBI-Fonds APT n° 737 (C‑341/11),

SICAV KBC Select Immo (C‑342/11),

SGSS Deutschland Kapitalanlagegesellschaft mbH (C‑343/11),

International Values Series of the DFA Investment Trust Co. (C‑344/11),

Continental Small Co. Series of the DFA Investment Trust Co. (C‑345/11),

SICAV GA Fund B (C‑346/11),

Generali Investments Deutschland Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του AMB Generali Aktien Euroland (C‑347/11),

κατά

Ministre du Budget, des Comptes publics, de la Fonction publique et de la Réforme de l’État,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, Γ. Αρέστη, T. von Danwitz και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι Santander Asset Management SGIIC SA, ενεργώντας στο όνομα του FIM Santander Top 25 Euro Fi, και Santander Asset Management SGIIC SA, ενεργώντας στο όνομα της Cartera Mobiliaria SA SICAV, εκπροσωπούμενες από τις C. Charpentier, N. Gelli, P. Van den Perre και C. Profitos, avocats,

–        οι Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του Alltri Inka, International Values Series of the DFA Investment Trust Co., Continental Small Co. Series of the DFA Investment Trust Co. και Generali Investments Deutschland Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του AMB Generali Aktien Euroland, εκπροσωπούμενες από τον Y. Robert και την S. Lauratet, avocats,

–        η Allianz Global Investors Kapitalanlagegesellschaft mbH, ενεργώντας στο όνομα του DBI-Fonds APT n° 737, εκπροσωπούμενη από τον P. Schultze και την A. Feger, avocats,

–        η SICAV KBC Select Immo, εκπροσωπούμενη από τις V. Louvel και S. Defert, avocats,

–        η SGSS Deutschland Kapitalanlagegesellschaft mbH, εκπροσωπούμενη από τον A. Lagarrigue και την B. Hardeck, avocats,

–        η SICAV GA Fund B, εκπροσωπούμενη από τους P. Le Roux και L. Bogey, avocats,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και J.‑S. Pilczer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη C. Soulay και τον W. Roels,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) οι οποίοι δεν εδρεύουν στη Γαλλία και των γαλλικών φορολογικών αρχών, με αντικείμενο την παρακράτηση φόρου στην πηγή από τα μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως που διανέμονται στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

 Το εθνικό νομικό πλαίσιο

3        Κατά το γαλλικό δίκαιο, στους ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνονται οι εταιρίες επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου (ΕΕΜΚ) και τα αμοιβαία κεφάλαια. Δυνάμει του άρθρου 208, 1° bis A του code général des impôts (Γενικού Φορολογικού Κώδικα, στο εξής: CGI), οι ΕΕΜΚ απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος εταιριών για τα κέρδη που πραγματοποιούν στο πλαίσιο του νόμιμου σκοπού τους. Όσον αφορά τα αμοιβαία κεφάλαια, ο χαρακτήρας τους ως ομάδας περιουσίας που διαιρείται σε ιδανικά μερίδια τα αποκλείει αυτοδικαίως από το πεδίο εφαρμογής του φόρου εισοδήματος εταιριών.

4        Το άρθρο 119 bis, παράγραφος 2, του CGI ορίζει τα εξής:

«Από τα [μερίσματα] παρακρατείται φόρος στην πηγή με συντελεστή καθοριζόμενο από το άρθρο 187 εφόσον καταβάλλονται σε πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους ή την έδρα τους στη Γαλλία […]».

5        Το άρθρο 187 του CGI έχει ως εξής:

«1.       Ο συντελεστής του παρακρατούμενου στην πηγή φόρου κατά το άρθρο 119 bis καθορίζεται σε:

[…]

      25 % για όλα τα υπόλοιπα εισοδήματα.»

 Οι διαφορές των κυρίων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

6        Οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών είναι βελγικοί (υποθέσεις C‑342/11 και C‑346/11), γερμανικοί (υποθέσεις C‑340/11, C‑341/11, C‑343/11 και C‑347/11) και ισπανικοί ΟΣΕΚΑ (υποθέσεις C‑338/11 και C‑339/11), καθώς και ΟΣΕΚΑ με έδρα τις ΗΠΑ (υποθέσεις C‑344/11 και C‑345/11), οι οποίοι επενδύουν μεταξύ άλλων σε μετοχές γαλλικών εταιριών και εισπράττουν για τον λόγο αυτό μερίσματα. Από τα μερίσματα αυτά παρακρατείται στη Γαλλία φόρος στην πηγή με συντελεστή 25 %, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 119 bis, παράγραφος 2, και 187, παράγραφος 1, του CGI.

7        Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία εισάγει διαφορετική φορολογική μεταχείριση εις βάρος των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ, καθόσον από τα μερίσματα γαλλικής προελεύσεως που εισπράττουν οι ως άνω οργανισμοί παρακρατείται φόρος στην πηγή, ενώ δεν παρακρατείται τέτοιος φόρος από τα μερίσματα της ίδιας προελεύσεως τα οποία καταβάλλονται σε ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 63 ΣΛΕΕ, ο οποίος δεν μπορεί να γίνει δεκτός, βάσει του άρθρου 65 ΣΛΕΕ, παρά μόνον αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση αφορά καταστάσεις οι οποίες δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή αν ο περιορισμός δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Κατά το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον οι καταστάσεις είναι συγκρίσιμες, είναι απαραίτητο να τεθεί το ερώτημα αν, εκτός από την κατάσταση των ΟΣΕΚΑ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των μεριδιούχων.

8        Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αν λαμβανόταν υπόψη μόνον η κατάσταση των ΟΣΕΚΑ, θα έπρεπε να κριθεί ότι, είτε εδρεύουν στη Γαλλία είτε σε άλλο κράτος μέλος, οι ΟΣΕΚΑ τελούν σε αντικειμενικώς συγκρίσιμη κατάσταση. Έτσι δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρείται ότι η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος.

9        Εφόσον αντιθέτως, δεδομένου αφενός του αποκλειστικού σκοπού των ΟΣΕΚΑ, που είναι να πραγματοποιούν, ως απλοί μεσάζοντες οι οποίοι δεν έχουν απαραιτήτως νομική προσωπικότητα, επενδύσεις για λογαριασμό επενδυτών, και αφετέρου του γεγονότος ότι η φορολόγηση των μερισμάτων βαρύνει στην πραγματικότητα τους μεριδιούχους, ανεξαρτήτως του αν είναι κάτοικοι Γαλλίας ή όχι, είτε ευθέως λόγω του φορολογικού καθεστώτος των ημεδαπών ΟΣΕΚΑ είτε εμμέσως λόγω της παρακρατήσεως φόρου στην πηγή που επιβάλλεται στους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η κατάσταση των ΟΣΕΚΑ, αλλά και η κατάσταση των μεριδιούχων τους, το σύμφωνο της παρακρατήσεως φόρου στην πηγή προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων θα μπορούσε να γίνει δεκτό σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες είτε οι καταστάσεις δεν θα ήταν δυνατόν, δεδομένου του συνολικά εφαρμοστέου φορολογικού καθεστώτος, να θεωρηθούν ως αντικειμενικώς συγκρίσιμες, είτε η διαφορετική μεταχείριση θα δικαιολογούνταν από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος που αντλείται από την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων.

10      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το tribunal administratif de Montreuil αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εκτός από την κατάσταση των ΟΣΕΚΑ, και η κατάσταση των μεριδιούχων των ΟΣΕΚΑ;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί το επίδικο μέτρο της παρακρατήσεως φόρου στην πηγή να θεωρηθεί σύμφωνο προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων;»

11      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 4ης Αυγούστου 2011, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑338/11 έως C‑347/11 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

12      Καταρχάς, διευκρινίζεται ότι, μολονότι τα άρθρα 119 bis, παράγραφος 2, και 187 του CGI ισχύουν γενικώς για τα πρόσωπα που δεν έχουν τη φορολογική έδρα ή την κατοικία τους στη Γαλλία, τα τεθέντα ερωτήματα αφορούν μόνο τη φορολογική μεταχείριση των ΟΣΕΚΑ συνεπεία της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων.

13      Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών, που υποβάλλει τα διανεμόμενα σε ΟΣΕΚΑ μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως σε διαφορετική φορολογική μεταχείριση αναλόγως του τόπου της έδρας του δικαιούχου οργανισμού. Το εν λόγω δικαστήριο ερωτά ειδικότερα αν, όσον αφορά τη φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται από εδρεύουσες στη Γαλλία εταιρίες σε αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ, η σύγκριση των περιπτώσεων προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται διαφορετική μεταχείριση συνιστώσα εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων πρέπει να γίνεται μόνο υπό το πρίσμα του επενδυτικού οργανισμού ή πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την κατάσταση των μεριδιούχων.

14      Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν πάντως να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2004, C‑334/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2004, σ. I‑2229, σκέψη 21· της 20ής Ιανουαρίου 2011, C‑155/09, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2011, σ. Ι‑65, σκέψη 39, και της 16ης Ιουνίου 2011, C‑10/10, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2011, σ. Ι‑5389, σκέψη 23).

15      Από πάγια επίσης νομολογία προκύπτει ότι στα μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος ή να αποτρέψουν τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑370/05, Festersen, Συλλογή 2007, σ. I‑1129, σκέψη 24· της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑101/05, A, Συλλογή 2007, σ. I‑11531, σκέψη 40, καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2011, C‑436/08 και C‑437/08, Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, Συλλογή 2011, σ. Ι‑305, σκέψη 50).

16      Όσον αφορά το ζήτημα αν νομοθεσία κράτους μέλους όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες συνιστά περιορισμό των κινήσεων κεφαλαίων, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της ως άνω νομοθεσίας, τα μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρία που εδρεύει στη Γαλλία σε αλλοδαπό ΟΣΕΚΑ, ανεξαρτήτως του αν αυτός εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, φορολογούνται με συντελεστή 25 % και με παρακράτηση του φόρου στην πηγή, ενώ τα ως άνω μερίσματα δεν φορολογούνται όταν καταβάλλονται σε ημεδαπό ΟΣΕΚΑ.

17      Μια τέτοια διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση των ΟΣΕΚΑ όσον αφορά τα μερίσματα, αναλόγως του τόπου της έδρας τους, μπορεί να αποτρέψει, αφενός, τους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ από το να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε εδρεύουσες στη Γαλλία εταιρίες και, αφετέρου, τους επενδυτές που κατοικούν στη Γαλλία από το να αποκτήσουν μερίδια σε αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ.

18      Συνεπώς, η εν λόγω νομοθεσία συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ο οποίος καταρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ.

19      Πρέπει όμως να εξετασθεί αν ο ως άνω περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει των διατάξεων της ΣΛΕΕ.

20      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ, «[ο]ι διατάξεις του άρθρου 63 [ΣΛΕΕ] δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών […] να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους».

21      Η ως άνω διάταξη, ως συνιστώσα παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι οποιαδήποτε φορολογική νομοθεσία διακρίνει μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου κατοικίας τους ή του κράτους στο οποίο επενδύουν τα κεφάλαιά τους είναι άνευ ετέρου συμβατή με τη Συνθήκη (βλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑11/07, Eckelkamp κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑6845, σκέψη 57· της 22ας Απριλίου 2010, C‑510/08, Mattner, Συλλογή 2010, σ. I‑3553, σκέψη 32, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 56).

22      Ειδικότερα, η κατά την εν λόγω διάταξη παρέκκλιση περιορίζεται από το άρθρο 65, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63».

23      Πρέπει έτσι να γίνει διάκριση μεταξύ της διαφορετικής μεταχειρίσεως που επιτρέπεται βάσει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ και των διακρίσεων που απαγορεύονται από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου. Από τη νομολογία προκύπτει όμως ότι για να μπορεί εθνική φορολογική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουνίου 2000, C‑35/98, Verkooijen, Συλλογή 2000, σ. I‑4071, σκέψη 43· της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑319/02, Manninen, Συλλογή 2004, σ. I‑7477, σκέψη 29, και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C‑250/08, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12341, σκέψη 51).

24      Προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον είναι συγκρίσιμες οι καταστάσεις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν εκτός από την κατάσταση των ΟΣΕΚΑ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση των μεριδιούχων.

25      Συναφώς, η Γαλλική Κυβέρνηση τονίζει ότι οι ΟΣΕΚΑ δεν είναι επενδυτές ιδίω ονόματι, αλλά οργανισμοί συλλογικής επενδύσεως που ενεργούν για λογαριασμό των μεριδιούχων τους. Από τη στιγμή που η παρεμβολή των ΟΣΕΚΑ είναι φορολογικώς ουδέτερη, τα μερίσματα που εισπράττουν δεν φορολογούνται. Πρέπει επομένως να ληφθεί υπόψη και η κατάσταση των μεριδιούχων προκειμένου να κριθεί αν η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα μερίσματα τα οποία καταβάλλονται στους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ, σε σύγκριση με τη μεταχείριση των μερισμάτων που καταβάλλονται στους ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ, αφορά καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες.

26      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτή.

27      Βεβαίως, απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να οργανώσει, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, το σύστημά του για τη φορολόγηση διανεμομένων κερδών. Εντούτοις, όταν εθνική φορολογική νομοθεσία θεσπίζει κριτήριο διακρίσεως για τη φορολόγηση των διανεμομένων κερδών, η εκτίμηση του αν οι καταστάσεις είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω κριτηρίου (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2006, C‑170/05, Denkavit Internationaal και Denkavit France, Συλλογή 2006, σ. I‑11949, σκέψεις 34 και 35· της 18ης Ιουνίου 2009, C‑303/07, Aberdeen Property Fininvest Alpha, Συλλογή 2009, σ. I‑5145, σκέψεις 51 έως 54· της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑540/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2009, σ. I‑10983, σκέψη 43, καθώς και της 20ής Οκτωβρίου 2011, C‑284/09, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2011, σ. Ι‑9879, σκέψη 60).

28      Εξάλλου, μόνο τα ουσιώδη κριτήρια διακρίσεως που προβλέπονται από την επίμαχη νομοθεσία πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την εν λόγω νομοθεσία αποτελεί συνέπεια μιας αντικειμενικής διαφοράς των καταστάσεων. Επομένως, όταν το κράτος μέλος επιλέγει να ασκήσει την αρμοδιότητά του για τη φορολόγηση των μερισμάτων που καταβάλλονται από ημεδαπές εταιρίες αποκλειστικά βάσει του τόπου της έδρας των δικαιούχων ΟΣΕΚΑ, η φορολογική κατάσταση των μεριδιούχων των εν λόγω ΟΣΕΚΑ δεν θα έχει σημασία για την εκτίμηση του αν η εν λόγω νομοθεσία εισάγει ή όχι δυσμενή διάκριση.

29      Όσον αφορά την επίμαχη στις κύριες δίκες φορολογική νομοθεσία, διαπιστώνεται ότι προβλέπει κριτήριο διακρίσεως βάσει του τόπου της έδρας του ΟΣΕΚΑ, υποβάλλοντας μόνο τους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ σε παρακράτηση φόρου στην πηγή για τα μερίσματα που εισπράττουν.

30      Εξάλλου, δεν υφίσταται ο σύνδεσμος για τον οποίο κάνει λόγο η Γαλλική Κυβέρνηση μεταξύ της μη φορολογήσεως των μερισμάτων που εισπράττονται από τους ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ και της επιβολής φόρου στους μεριδιούχους των ως άνω ΟΣΕΚΑ για τα εν λόγω μερίσματα. Ειδικότερα, η φορολογική απαλλαγή της οποίας τυγχάνουν οι ημεδαποί ΟΣΕΚΑ δεν εξαρτάται από την επιβολή φόρου στους μεριδιούχους τους για τα διανεμόμενα εισοδήματα.

31      Επισημαίνεται συναφώς ότι, όσον αφορά τους ΟΣΕΚΑ που προβαίνουν σε κεφαλαιοποίηση των εισπραττόμενων μερισμάτων, δεν λαμβάνει χώρα καμία αναδιανομή των μερισμάτων που να επιτρέπει τη μεταγενέστερη επιβολή φόρου στους μεριδιούχους. Η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει έτσι κανένα σύνδεσμο μεταξύ της φορολογικής μεταχειρίσεως των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττονται από τους ΟΣΕΚΑ κεφαλαιοποιήσεως —είτε εδρεύουν στη Γαλλία είτε όχι— και της φορολογικής καταστάσεως των μεριδιούχων τους.

32      Όσον αφορά τους ΟΣΕΚΑ που προβαίνουν στη διανομή των εισπραττόμενων μερισμάτων, η επίμαχη νομοθεσία δεν λαμβάνει υπόψη ούτε ως προς αυτούς τη φορολογική κατάσταση των μεριδιούχων τους.

33      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η επιχειρηματολογία της Γαλλικής Κυβερνήσεως στηρίζεται στην προκείμενη ότι οι μεριδιούχοι των ημεδαπών ΟΣΕΚΑ έχουν και αυτοί τη φορολογική κατοικία τους στη Γαλλία, ενώ οι μεριδιούχοι των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ έχουν τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο οικείος ΟΣΕΚΑ. Οι διμερείς συμβάσεις για την πρόληψη της διπλής φορολογίας που έχουν συνάψει η Γαλλική Δημοκρατία με το οικείο κράτος μέλος ή τρίτο κράτος εγγυώνται έτσι, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, όμοια φορολογική μεταχείριση των μεριδιούχων των ημεδαπών και των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ.

34      Εντούτοις μια τέτοια προκείμενη, με τη γενίκευση που περιέχει, είναι ανακριβής. Ειδικότερα, δεν είναι ασυνήθιστο το να έχει ο μεριδιούχος ενός μη εδρεύοντος στη Γαλλία ΟΣΕΚΑ τη φορολογική κατοικία του στη Γαλλία ή το να έχει ο μεριδιούχος ενός εδρεύοντος στη Γαλλία ΟΣΕΚΑ τη φορολογική κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος.

35      Από την επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθεσία προκύπτει όμως ότι τα μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως που καταβάλλονται σε ημεδαπό ΟΣΕΚΑ διανομής απαλλάσσονται από τον φόρο ακόμη και στην περίπτωση που η Γαλλική Δημοκρατία δεν πρόκειται να ασκήσει τη φορολογική της αρμοδιότητα επί των μερισμάτων που αναδιανέμονται από έναν τέτοιο ΟΣΕΚΑ, και ειδικότερα όταν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε μεριδιούχους που έχουν τη φορολογική κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος.

36      Περαιτέρω, τα μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως που καταβάλλονται στους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ διανομής φορολογούνται με συντελεστή 25 % ανεξάρτητα από τη φορολογική κατάσταση των μεριδιούχων τους.

37      Όσον αφορά τους μεριδιούχους τέτοιων ΟΣΕΚΑ οι οποίοι δεν κατοικούν στη Γαλλία, έστω και αν ορισμένες διμερείς συμβάσεις για την πρόληψη της διπλής φορολογίας που έχουν συνάψει η Γαλλική Δημοκρατία με το οικείο κράτος μέλος ή τρίτο κράτος προβλέπουν ότι το κράτος της κατοικίας των ως άνω μεριδιούχων λαμβάνει υπόψη την παρακράτηση φόρου στην πηγή που έλαβε χώρα στη Γαλλία, δεν συνάγεται εξ αυτού ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθεσία λαμβάνει υπόψη τη φορολογική κατάσταση των εν λόγω μεριδιούχων. Αντιθέτως, το κράτος της κατοικίας των μεριδιούχων θα λάβει υπόψη, δυνάμει των ως άνω συμβάσεων, τη φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων στη Γαλλία στο επίπεδο των ΟΣΕΚΑ.

38      Ακόμη και αν υφίσταται, όπως υποστηρίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, για τον κάτοικο Γαλλίας μεριδιούχο ενός αλλοδαπού ΟΣΕΚΑ διοικητική πρακτική που του παρέχει τη δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τύχει εκπτώσεως φόρου για την παρακράτηση στην πηγή που διενεργήθηκε στο επίπεδο του αλλοδαπού ΟΣΕΚΑ, πάντως η επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθεσία προβλέπει τη φορολόγηση των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως που διανέμονται στους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ με συντελεστή 25 % απλώς και μόνο λόγω του τόπου της έδρας των τελευταίων και, επομένως, ανεξάρτητα από τη φορολογική κατάσταση των μεριδιούχων των εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

39      Λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου διακρίσεως που προβλέπεται από την ως άνω νομοθεσία, το οποίο βασίζεται αποκλειστικά στον τόπο της έδρας του ΟΣΕΚΑ, η εκτίμηση του αν οι καταστάσεις μπορούν να συγκριθούν, προκειμένου να κριθεί αν η εν λόγω νομοθεσία εισάγει ή όχι δυσμενή διάκριση, πρέπει να διενεργηθεί αποκλειστικά στο επίπεδο του επενδυτικού ταμείου.

40      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, στην απόφαση της 20ής Μαΐου 2008, C‑194/06, Orange European Smallcap Fund (Συλλογή 2008, σ. I‑3747), που αφορούσε το φορολογικό καθεστώς των ΟΣΕΚΑ βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το καθεστώς φορολογήσεως των μεριδιούχων φυσικών προσώπων προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα φορολογικού καθεστώτος, όπως το επίμαχο στην εν λόγω υπόθεση, με την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Ειδικότερα, το εν λόγω φορολογικό καθεστώς, σε αντίθεση με το επίμαχο στις κύριες δίκες φορολογικό καθεστώς, εξαρτούσε τη φορολογική απαλλαγή των ΟΣΕΚΑ από την προϋπόθεση ότι το σύνολο των κερδών των οργανισμών αυτών διανεμόταν στους μεριδιούχους τους, με σκοπό την προσέγγιση της φορολογικής επιβαρύνσεως επί των εισοδημάτων από επενδύσεις που πραγματοποιούνται μέσω των ως άνω οργανισμών προς αυτήν που πλήττει τις άμεσες επενδύσεις των ιδιωτών (προπαρατεθείσα απόφαση Orange European Smallcap Fund, σκέψεις 8, 33 και 60). Στην εν λόγω υπόθεση, ο εθνικός νομοθέτης έλαβε επομένως υπόψη τη φορολογική κατάσταση του μεριδιούχου ως κριτήριο διακρίσεως για τη φορολογική μεταχείριση που έπρεπε να εφαρμοσθεί.

41      Αντιθέτως, στις υποθέσεις των κυρίων δικών, το προβλεπόμενο από την επίμαχη εθνική νομοθεσία κριτήριο διακρίσεως όσον αφορά την εφαρμοστέα φορολογική μεταχείριση δεν είναι η φορολογική κατάσταση του μεριδιούχου, αλλ’ αποκλειστικά το καθεστώς του ΟΣΕΚΑ, αναλόγως του αν εδρεύει στη Γαλλία ή όχι.

42      Εν συνεχεία, όπως τονίζει το αιτούν δικαστήριο, υπό το πρίσμα εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, που έχει ως σκοπό να αποφύγει την αλλεπάλληλη φορολόγηση των μερισμάτων που διανέμονται από εδρεύουσες στη Γαλλία εταιρίες, η κατάσταση του ημεδαπού δικαιούχου ΟΣΕΚΑ είναι συγκρίσιμη προς την κατάσταση του αλλοδαπού δικαιούχου ΟΣΕΚΑ (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Aberdeen Property Fininvest Alpha, σκέψεις 43 και 44, καθώς και Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 58).

43      Είναι απορριπτέο το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως που αντλείται από την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑282/07, Truck Center (Συλλογή 2008, σ. I‑10767, σκέψη 47), κατά το οποίο η διαφορετική μεταχείριση ημεδαπών και αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ αποτελεί απλώς συνέπεια των διαφορετικών καταστάσεων στις οποίες ευρίσκονται οι εν λόγω οργανισμοί όσον αφορά την είσπραξη του φόρου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Truck Center, η επίμαχη εθνική νομοθεσία προέβλεπε, τόσο για τις ημεδαπές όσο και για τις αλλοδαπές δικαιούχους εταιρίες, τη φορολόγηση ορισμένων εισοδημάτων ημεδαπής προελεύσεως. Η εν λόγω νομοθεσία προέβλεπε απλώς διαφορετικές μεθόδους εισπράξεως του φόρου αναλόγως του τόπου στον οποίο είχε την έδρα της η δικαιούχος εταιρία, οι οποίες ήταν δικαιολογημένες λόγω αντικειμενικής διαφοράς των καταστάσεων στις οποίες ευρίσκονταν οι ημεδαπές εταιρίες και οι αλλοδαπές εταιρίες. Εντούτοις, στις υποθέσεις των κυρίων δικών, η επίμαχη νομοθεσία δεν προβλέπει μόνο διαφορετικές μεθόδους εισπράξεως του φόρου αναλόγως του τόπου της έδρας του λήπτη των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως. Αντιθέτως προβλέπει φορολόγηση των εν λόγω μερισμάτων μόνο για τους αλλοδαπούς ΟΣΕΚΑ.

44      Επομένως, η διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των ημεδαπών ΟΣΕΚΑ, οι οποίοι τυγχάνουν φορολογικής απαλλαγής για τα μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττουν, και των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ, που υποβάλλονται σε παρακράτηση φόρου στην πηγή για τα ως άνω μερίσματα, δεν δικαιολογείται λόγω ουσιώδους διαφοράς των καταστάσεων.

45      Περαιτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν ο περιορισμός που προκύπτει από εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑451/05, ELISA, Συλλογή 2007, σ. I‑8251, σκέψη 79· προπαρατεθείσες αποφάσεις Haribo Lakritzen Hans Riegel και Österreichische Salinen, σκέψη 63, καθώς και Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 68).

46      Η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλέσθηκε διάφορούς δικαιολογητικούς λόγους ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι την ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών, την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων καθώς και τη διαφύλαξη της συνοχής του επίμαχου στις υποθέσεις των κυρίων δικών φορολογικού καθεστώτος. Σε σχέση, ειδικότερα, με τους δικαιολογητικούς λόγους για τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων όσον αφορά τρίτα κράτη, η Γαλλική Κυβέρνηση στηρίζεται, αφενός, στη θέση ότι, στο συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο, οι επίμαχοι κανόνες είναι αναγκαίοι για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, και, αφετέρου, στο άρθρο 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

47      Υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να ληφθεί υπόψη ιδίως εφόσον το επίμαχο καθεστώς έχει ως σκοπό να αποτρέψει συμπεριφορές ικανές να υπονομεύσουν το δικαίωμα του κράτους μέλους να ασκήσει τη φορολογική του αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C‑231/05, Oy AA, Συλλογή 2007, σ. I‑6373, σκέψη 54· της 8ης Νοεμβρίου 2007, C‑379/05, Amurta, Συλλογή 2007, σ. I‑9569, σκέψη 58· προπαρατεθείσες αποφάσεις Aberdeen Property Fininvest Alpha, σκέψη 66, και Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 77).

48      Εντούτοις, από τη στιγμή που το κράτος μέλος επέλεξε να μη φορολογήσει τους ημεδαπούς ΟΣΕΚΑ που εισπράττουν μερίσματα ημεδαπής προελεύσεως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ανάγκη εξασφαλίσεως της ισόρροπης κατανομής της εξουσίας φορολογήσεως μεταξύ των κρατών μελών για να δικαιολογήσει τη φορολόγηση των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ που αποκτούν τέτοια εισοδήματα (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Amurta, σκέψη 59· Aberdeen Property Fininvest Alpha, σκέψη 67, και Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 78).

49      Η επίμαχη στις κύριες δίκες εθνική νομοθεσία δεν δικαιολογείται ούτε από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει εξάλλου το αιτούν δικαστήριο, η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη φορολόγηση αποκλειστικά και συγκεκριμένα όσων δεν είναι κάτοικοι Γαλλίας.

50      Όσον αφορά το επιχείρημα που αναφέρεται στη διαφύλαξη της συνοχής του γαλλικού φορολογικού καθεστώτος, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη διαφυλάξεως της ως άνω συνοχής μπορεί να δικαιολογήσει ρύθμιση ικανή να περιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες (βλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1992, C‑204/90, Bachmann, Συλλογή 1992, σ. I‑249, σκέψη 21· της 23ης Οκτωβρίου 2008, C‑157/07, Krankenheim Ruhesitz am Wannsee-Seniorenheimstatt, Συλλογή 2008, σ. I‑8061, σκέψη 43, και προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 70).

51      Εντούτοις, προκειμένου να ευδοκιμήσει επιχείρημα στηριζόμενο στον ως άνω δικαιολογητικό λόγο, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να αποδειχθεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ του οικείου φορολογικού πλεονεκτήματος και της αντισταθμίσεώς του από συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η δε αμεσότητα του συνδέσμου αυτού πρέπει να εκτιμάται βάσει του σκοπού της επίμαχης ρυθμίσεως (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2008, C‑418/07, Papillon, Συλλογή 2008, σ. I‑8947, σκέψη 44, και προπαρατεθείσα απόφαση Aberdeen Property Fininvest Alpha, σκέψη 72).

52      Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, η απαλλαγή των μερισμάτων από τον παρακρατούμενο στην πηγή φόρο δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο οικείος ΟΣΕΚΑ αναδιανέμει τα μερίσματα που εισπράττει και ότι η επιβολή φόρου στους μεριδιούχους του εν λόγω ΟΣΕΚΑ για τα μερίσματα αυτά αντισταθμίζει την απαλλαγή από τον φόρο που παρακρατείται στην πηγή.

53      Κατά συνέπεια, ελλείπει ο άμεσος σύνδεσμος, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ της απαλλαγής από τον παρακρατούμενο στην πηγή φόρο των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως που εισπράττονται από ημεδαπό ΟΣΕΚΑ και της φορολογήσεως των εν λόγω μερισμάτων ως εισοδημάτων των μεριδιούχων του εν λόγω ΟΣΕΚΑ.

54      Τέλος, σε σχέση ειδικότερα με τους δικαιολογητικούς λόγους για την επιβολή περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων όσον αφορά τρίτα κράτη, επισημαίνεται, αφενός, ότι η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε απλώς ότι, στο πλαίσιο των εν λόγω κινήσεων κεφαλαίων και εφόσον δεν υπάρχουν φορολογικές συμβάσεις οι οποίες να προβλέπουν αμοιβαία διοικητική συνδρομή, οι επίμαχοι περιορισμοί δικαιολογούνται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων. Βεβαίως, κατά τη νομολογία, οι ως άνω κινήσεις κεφαλαίων εντάσσονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο απ’ ό,τι οι κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών (προπαρατεθείσα απόφαση A, σκέψη 60). Επισημαίνεται όμως συναφώς ότι η Γαλλική Κυβέρνηση δεν επικαλέσθηκε στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων δικαιολογεί τη φορολόγηση αποκλειστικά και συγκεκριμένα των αλλοδαπών ΟΣΕΚΑ. Αφετέρου, από τη στιγμή που οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν έχουν ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 64, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν χρειάζεται να εξετασθεί αν ο περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων προς ή από τρίτα κράτη που απορρέει από εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, θα μπορούσε να δικαιολογείται δυνάμει της ως άνω διατάξεως.

55      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει τη φορολόγηση, μέσω παρακρατήσεως στην πηγή, των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως όταν εισπράττονται από ΟΣΕΚΑ που εδρεύουν σε άλλο κράτος, ενώ οι ΟΣΕΚΑ που εδρεύουν στο πρώτο κράτος απαλλάσσονται από τον φόρο για τα ως άνω μερίσματα.

 Επί του διαχρονικού αποτελέσματος της παρούσας αποφάσεως

56      Με τις προφορικές παρατηρήσεις της, η Γαλλική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών είναι ασυμβίβαστη με τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ.

57      Προς στήριξη του αιτήματός της, η εν λόγω Κυβέρνηση, αφενός, επέστησε την προσοχή του Δικαστηρίου στις σοβαρές οικονομικές συνέπειες που θα είχε μια απόφαση που θα προέβαινε στην ως άνω διαπίστωση. Αφετέρου, υποστήριξε ότι, δεδομένης της συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών, η Γαλλική Δημοκρατία θεώρησε ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες νομοθεσία ήταν σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.

58      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να νοείται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ. Συνεπώς, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ακόμη και σε έννομες σχέσεις που γεννήθηκαν πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως ερμηνείας, εφόσον συντρέχουν κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αχθεί ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων μια διαφορά σχετική με την εφαρμογή του εν λόγω κανόνα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2002, C‑347/00, Barreira Pérez, Συλλογή 2002, σ. I‑8191, σκέψη 44· της 17ης Φεβρουαρίου 2005, C‑453/02 και C‑462/02, Linneweber και Ακριτίδης, Συλλογή 2005, σ. I‑1131, σκέψη 41, καθώς και της 6ης Μαρτίου 2007, C‑292/04, Meilicke κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑1835, σκέψη 34).

59      Μόνον εντελώς κατ’ εξαίρεση μπορεί το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν της συμφυούς με την έννομη τάξη της Ενώσεως γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει τον περιορισμό της δυνατότητας την οποία έχει κάθε ενδιαφερόμενος να επικαλεσθεί διάταξη που ερμήνευσε το Δικαστήριο προκειμένου να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που έχουν καλοπίστως συναφθεί. Για να αποφασισθεί ένας τέτοιος περιορισμός, είναι αναγκαία η συνδρομή δύο βασικών κριτηρίων, και συγκεκριμένα της καλής πίστεως των ενδιαφερομένων και του κινδύνου σημαντικών διαταραχών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑402/03, Skov και Bilka, Συλλογή 2006, σ. I‑199, σκέψη 51, καθώς και της 3ης Ιουνίου 2010, C‑2/09, Kalinchev, Συλλογή 2010, σ. I‑4939, σκέψη 50).

60      Ειδικότερα, το Δικαστήριο κατέφυγε στη λύση αυτή μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, ειδικότερα όταν υπήρχε κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων οφειλομένων ιδίως στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο νομίμως ισχύουσα και εφόσον προέκυπτε ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν παρακινηθεί σε συμπεριφορά αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω δικαίου, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Επιτροπής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, C‑423/04, Richards, Συλλογή 2006, σ. I‑3585, σκέψη 42, και προπαρατεθείσα απόφαση Kalinchev, σκέψη 51).

61      Όσον αφορά το επιχείρημα της Γαλλικής Κυβερνήσεως που αντλείται από την αντικειμενική και σοβαρή αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η εν λόγω Κυβέρνηση δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους η συμπεριφορά της Επιτροπής και άλλων κρατών μελών συνέτεινε σε μια τέτοια αβεβαιότητα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτή στις υποθέσεις των κυρίων δικών η ύπαρξη αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, που παρατίθεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι, προκειμένου να κριθεί η συμβατότητα νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, προς τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ, η εκτίμηση του αν οι καταστάσεις είναι συγκρίσιμες μεταξύ τους πρέπει να διενεργηθεί στο επίπεδο που επελέγη από το κράτος μέλος, εν προκειμένω στο επίπεδο των ΟΣΕΚΑ. Εξάλλου, όπως διαπιστώνεται από το αιτούν δικαστήριο, η εκτίμηση της συμβατότητας προς τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ μιας ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες δεν εμφανίζει ιδιαίτερες δυσκολίες αν η σύγκριση των περιπτώσεων πρέπει να διενεργηθεί στο επίπεδο των ΟΣΕΚΑ.

62      Σε σχέση με την αναφορά της Γαλλικής Κυβερνήσεως στις σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις της παρούσας αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να απορρεύσουν για ένα κράτος μέλος από απόφαση εκδοθείσα επί προδικαστικής παραπομπής δεν δικαιολογούν, αφεαυτών, τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑184/99, Grzelczyk, Συλλογή 2001, σ. I‑6193, σκέψη 52· της 15ης Μαρτίου 2005, C‑209/03, Bidar, Συλλογή 2005, σ. I‑2119, σκέψη 68, και προπαρατεθείσα απόφαση Kalinchev, σκέψη 52). Εν προκειμένω όμως, η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία ζήτησε μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως, δεν προέβαλε κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στοιχεία βάσει των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να εκτιμήσει αν η Γαλλική Δημοκρατία διατρέχει πράγματι κίνδυνο σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων.

63      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν συντρέχει λόγος να περιορισθούν τα διαχρονικά αποτελέσματα της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

64      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 63 ΣΛΕΕ και 65 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους που προβλέπει τη φορολόγηση, μέσω παρακρατήσεως στην πηγή, των μερισμάτων ημεδαπής προελεύσεως όταν εισπράττονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που εδρεύουν σε άλλο κράτος, ενώ οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες που εδρεύουν στο πρώτο κράτος απαλλάσσονται από τον φόρο για τα ως άνω μερίσματα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.