Language of document : ECLI:EU:C:2012:285

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Μαΐου 2012 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως — Κοινοτικό σήμα — Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 — Άρθρο 8, παράγραφος 5 — Λεκτικά κοινοτικά σήματα BOTOLIST και BOTOCYL — Κοινοτικά και εθνικά εικονιστικά και λεκτικά σήματα BOTOX — Κήρυξη ακυρότητας — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου —Προσβολή της φήμης»

Στην υπόθεση C‑100/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2011,

Helena Rubinstein SNC, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

L’Oréal SA, με έδρα το Παρίσι,

εκπροσωπούμενες από τον A. von Mühlendahl, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενο από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού πρωτοδίκως,

Allergan, Inc., με έδρα το Irvine (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τον F. Clark, barrister,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών
του ΓΕΕΑ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits, J.‑J. Kasel και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιανουαρίου 2012,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή τους αναιρέσεως, η Helena Rubinstein SNC (στο εξής: Helena Rubinstein) και η L’Oréal SA (στο εξής: L’Oréal) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Δεκεμβρίου 2010 επί των υποθέσεων T‑345/08 και T‑357/08, Rubinstein και L’Oréal κατά ΓΕΕΑ — Allergan (BOTOLIST και BOTOCYL) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), και με την οποία απέρριψε, στη μεν υπόθεση T‑345/08, την προσφυγή που άσκησε η Helena Rubinstein με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 28ης Μαΐου 2008 (υπόθεση R 863/2007-1), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας σήματος μεταξύ της Allergan, Inc. και της Helena Rubinstein SNC, στη δε υπόθεση T‑357/08, την προσφυγή που άσκησε η L’Oréal με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 5ης Ιουνίου 2008 (υπόθεση R 865/2007-1), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας σήματος μεταξύ της Allergan, Inc. και της L’Oréal SA (στο εξής και από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13 Απριλίου 2009. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της ένδικης διαφοράς, αυτή εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό 40/94.

3        Το άρθρο 8 του κανονισμού 40/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου», ορίζει, στην παράγραφό του 5, τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται […] δεκτό για καταχώρηση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα ή, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης εντός του οικείου κράτους μέλους, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία, του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

4        Το άρθρο 52 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικοί λόγοι ακυρότητας», ορίζει, στην παράγραφό του 1, στοιχείο α΄, ότι το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ «όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου».

5        Το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου […]», ορίζει, στις παραγράφους του 1 έως 3, τα εξής:

«1.      Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου […].

2.      Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.

3.      Το Δικαστήριο μπορεί, όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.»

6        Το άρθρο 73 του ιδίου αυτού κανονισμού προβλέπει ότι οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ αιτιολογούνται και ότι δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

7        Το άρθρο 115, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι οι γλώσσες του ΓΕΕΑ είναι η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική, η ισπανική και η ιταλική. Η παράγραφος 5 του ιδίου αυτού άρθρου ορίζει ότι η ανακοπή και η αίτηση κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας κατατίθενται σε μία από τις γλώσσες του ΓΕΕΑ.

8        Κατά τον κανόνα 38, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), προβλέπεται ότι:

«Σε περίπτωση κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως δεν υποβάλλονται στη γλώσσα της διαδικασίας για την κήρυξη της εκπτώσεως ή της ακυρότητας, ο αιτών πρέπει να υποβάλει μετάφραση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων στην εν λόγω γλώσσα εντός δύο μηνών από της υποβολής τους.»

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Στις 6 Μαΐου 2002 η Helena Rubinstein υπέβαλε στο ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανονισμού 40/94, αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου «BOTOLIST» ως κοινοτικού σήματος. Στις 19 Ιουλίου 2002, η L’Oréal υπέβαλε παρόμοια αίτηση για το λεκτικό σημείο «BOTOCYL».

10      Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση [των ανωτέρω σημείων] εμπίπτουν στην κλάση 3 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην εξής περιγραφή: «Αρώματα, κολόνιες· αφρόλουτρα σε μορφή τζελ και άλατα για το μπάνιο και το ντους μη προοριζόμενα για ιατρική χρήση· σαπούνια ατομικής περιποίησης· αποσμητικά για προσωπική χρήση· καλλυντικά προϊόντα, ιδίως κρέμες, γαλακτώματα, λοσιόν, τζελ και πούδρες για την περιποίηση του προσώπου, του σώματος και των χεριών· γαλακτώματα, τζελ και έλαια για μαύρισμα και για μετά την ηλιοθεραπεία (καλλυντικά)· παρασκευάσματα για το μακιγιάζ· σαμπουάν· τζελ, αφροί και βάλσαμα, προϊόντα υπό μορφή αερολύματος για το χτένισμα και την περιποίηση των μαλλιών· λακ για τα μαλλιά· βαφές και προϊόντα αποχρωματισμού των μαλλιών· προϊόντα για τη δημιουργία κυματισμών και για τη μιζανπλί των μαλλιών· αιθέρια έλαια».

11      Τα κοινοτικά σήματα BOTOLIST και BOTOCYL (στο εξής, από κοινού: επίμαχα σήματα) καταχωρίσθηκαν, αντιστοίχως, στις 14 Οκτωβρίου και στις 19 Νοεμβρίου 2003.

12      Στις 2 Φεβρουαρίου 2005 η Allergan Inc. (στο εξής: Allergan) υπέβαλε αίτηση κηρύξεως ακυρότητας στρεφόμενη κατά των επίμαχων σημάτων όσον αφορά τα προϊόντα που μνημονεύονται στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως.

13      Οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας στηρίζονταν σε πλείονα προγενέστερα εικονιστικά και λεκτικά σήματα, κοινοτικά και εθνικά, περιέχοντα το σημείο «BOTOX» και καταχωρισθέντα, μεταξύ άλλων, για προϊόντα της κλάσεως 5, κατά την έννοια του προμνημονευθέντος Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φαρμακευτικά προϊόντα για την αντιμετώπιση νευρολογικών διαταραχών, μυϊκής δυστονίας, μυϊκών προβλημάτων, διαταραχών του αυτόνομου νευρικού συστήματος, πονοκεφάλων, ρυτίδων, υπεριδρώσεως, τραυματισμών κατά την άθληση, εγκεφαλικής παραλύσεως, σπασμών, ρίγους και άλγους». Η παλαιότερη καταχώριση σήματος ανάγεται στις 12 Απριλίου 1991, ενώ η πλέον πρόσφατη στις 7 Αυγούστου 2003.

14      Οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη των εν λόγω αιτήσεων για την κήρυξη ακυρότητας ήταν οι διαλαμβανόμενοι στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και παράγραφοι 4 και 5, του ιδίου αυτού κανονισμού.

15      Με τις από 28 Μαρτίου και 4 Απριλίου 2007 αποφάσεις, το τμήμα ακυρώσεων απέρριψε τις αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας.

16      Την 1η Ιουνίου 2007 η Allergan προσέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αμφότερες τις αποφάσεις του τμήματος ακυρώσεων.

17      Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε τις δύο προσφυγές. Ειδικότερα, έκρινε ότι, μολονότι τα επίμαχα σήματα δεν προκαλούσαν κίνδυνο συγχύσεως με το «προγενέστερο σήμα», οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας καθόσον στηρίζονταν στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 ήταν βάσιμες.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18      Με δικόγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου και την 1η Σεπτεμβρίου 2008, αντιστοίχως, η Helena Rubinstein και η L’Oréal άσκησαν προσφυγές με αίτημα, όσον αφορά την πρώτη, την ακύρωση της αποφάσεως του ΓΕΕΑ της 28ης Μαΐου 2008 και, όσον αφορά τη δεύτερη, την ακύρωση της αποφάσεως του ΓΕΕΑ της 5ης Ιουνίου 2008.

19      Με διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 11ης Μαΐου 2010, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑345/08 και T‑357/08 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

20      Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν δύο πανομοιότυπους λόγους ακυρώσεως όσον αφορά εκάστη των υποθέσεων. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 και ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 73 του ιδίου αυτού κανονισμού.

21      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 38 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και στο πλαίσιο εισαγωγικών παρατηρήσεων, ότι οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας στηρίζονταν στην ύπαρξη πλειόνων κοινοτικών και εθνικών σημάτων, εικονιστικών και λεκτικών, τα οποία περιέχουν το σημείο «BOTOX» και των οποίων η πλειονότητα είχε καταχωρισθεί πριν υποβληθούν οι αιτήσεις για την καταχώριση των σημάτων BOTOLIST και BOTOCYL, στις 6 Μαΐου και στις 19 Ιουλίου 2002, αντιστοίχως.

22      Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το τμήμα προσφυγών «απέστη της προσεγγίσεως που είχε ακολουθήσει το τμήμα ακυρώσεων, το οποίο είχε στηρίξει τις αποφάσεις του αποκλειστικά στην αριθ. 2015832 προγενέστερη καταχώριση του εικονιστικού σημείου BOTOX ως κοινοτικού σήματος, κρίνοντας ότι είχαν αποκτήσει φήμη τόσο τα εικονιστικά όσο και τα λεκτικά κοινοτικά και εθνικά σήματα BOTOX που είχαν καταχωρισθεί πριν τις 6 Μαΐου 2002». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προσέγγιση την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα αυτό δεν μνημόνευσε το εικονιστικό στοιχείο του κοινοτικού σήματος BOTOX.

23      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μπορούσε να περιορισθεί στην εξέταση των δύο προγενέστερων εθνικών σημάτων τα οποία καταχωρίσθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 14 Δεκεμβρίου 2000, για την καταπολέμηση των ρυτίδων και τα οποία περιέχουν το σημείο «BOTOX» (στο εξής: προγενέστερα σήματα), καθόσον η πλειονότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan αφορούν την επικράτεια αυτού του κράτους μέλους και λαμβανομένου υπόψη ότι αρκεί η διαπίστωση σχετικού λόγου απαραδέκτου ως προς ένα κράτος μέλος για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

24      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι θα εξετάσει εάν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής και συγκεκριμένα, πρώτον, «εάν αυτά τα [προγενέστερα σήματα] χαίρουν φήμης στο Ηνωμένο Βασίλειο», δεύτερον, «εάν τα [επίμαχα] σήματα εμφανίζουν ομοιότητα με αυτά τα προγενέστερα σήματα» και, τέλος, τρίτον, «εάν λόγω χρήσεως άνευ νομίμου αιτίας των [επίμαχων] σημάτων αντλείται αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων ή θίγεται αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη». Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε αρκεί να μη συντρέχει μία από αυτές για να αποκλεισθεί η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

25      Πρώτον, όσον αφορά τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 46 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η Allergan προς στήριξη των αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας και των προσφυγών ενώπιον του τμήματος προσφυγών, συγκεκριμένα δε στοιχεία περί του όγκου των πωλήσεων των προϊόντων που διατέθηκαν στο εμπόριο με το σήμα BOTOX κατά τα έτη 1999 έως 2003 σε δεκατέσσερα κράτη μέλη, την προώθηση του σήματος αυτού μέσω άρθρων σε αγγλική γλώσσα τα οποία δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικά έντυπα κατά τα έτη 1999 και 2001, τη σημαντική δημοσιότητα που δόθηκε, από το 2001, εκ μέρους ιδίως του αγγλικού τύπου στα διατιθέμενα στο εμπόριο με το εν λόγω σήμα προϊόντα, την προσθήκη της λέξεως «BOTOX» σε πλείονα λεξικά της αγγλικής γλώσσας, τα οποία αναγνωρίζουν τη λέξη αυτή ως σήμα, την από 26 Απριλίου 2005 απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο αιτήσεως για την κήρυξη της ακυρότητας του σήματος BOTOMASK, το οποίο καταχωρίσθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο για καλλυντικά προϊόντα, δήλωση διευθυντικού στελέχους της Allergan και έρευνα αγοράς που διενεργήθηκε κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο.

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, το παραδεκτό των δημοσιευμάτων σε αγγλική γλώσσα, το οποίο αμφισβήτησαν οι νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για τον λόγο ότι τα άρθρα αυτά δημοσιεύθηκαν μετά την υποβολή της αιτήσεως για την καταχώριση των επίμαχων σημάτων, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία κατά την οποία «μολονότι η φήμη προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδειχθεί ότι υφίσταται κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για την καταχώριση του επίμαχου σήματος, εντούτοις τα αποδεικτικά στοιχεία με ημερομηνία μεταγενέστερη της ανωτέρω δεν στερούνται αποδεικτικής αξίας εφόσον καθιστούν δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την υφιστάμενη κατά την ιδία αυτή ημερομηνία κατάσταση».

27      Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τη σκέψη 54 της αποφάσεως αυτής, τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών τα οποία αντλούνταν από το απαράδεκτο των άρθρων που δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικά έντυπα και στον απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό Τύπο για τον λόγο ότι δεν είχαν μεταφρασθεί στη γαλλική, η οποία είναι γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ. Έκρινε ότι η ίδια η ύπαρξη των άρθρων αυτών αποτελούσε «κρίσιμο στοιχείο για να αποδειχθεί η φήμη στο ευρύ κοινό του σήματος BOTOX, ανεξαρτήτως του θετικού ή αρνητικού [για τα προϊόντα] περιεχομένου των άρθρων αυτών».

28      Όσον αφορά το επιχείρημα των νυν αναιρεσειουσών περί απαραδέκτου της προβολής ως αποδεικτικού στοιχείου αποφάσεως της 26ης Απριλίου 2005 του United Kingdom Intellectual Property Office, για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή είναι μεταγενέστερη της υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως των επίμαχων σημάτων, το Γενικό Δικαστήριο το απέρριψε παραπέμποντας στη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

29      Όσον αφορά επίσης το επιχείρημα των νυν αναιρεσειουσών περί απαραδέκτου της δηλώσεως του διευθυντικού στελέχους της Allergan και της έρευνας αγοράς, για τον λόγο ότι τα στοιχεία αυτά προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής, ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, «το [ΓΕΕΑ] μπορεί να μη λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν προβλήθηκαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν προσκομίσθηκαν εγκαίρως», οπότε το τμήμα προσφυγών διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει ρητής αποφάσεως του τμήματος προσφυγών επί του παραδεκτού αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, το τμήμα αυτό αποφάνθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι τα στοιχεία ήταν παραδεκτά.

30      Στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που προσκόμισε η Allergan, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, κρίνοντας ότι, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως για την καταχώριση των επίμαχων σημάτων, το σήμα BOTOX έχαιρε φήμης στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τα «φαρμακευτικά προϊόντα για την καταπολέμηση των ρυτίδων».

31      Δεύτερον, όσον αφορά την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, το Γενικό Δικαστήριο διακρίβωσε, στις σκέψεις 69 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι μεταξύ των προγενέστερων σημάτων και των επίμαχων σημάτων υφίσταται ομοιότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε το κοινό να τα συσχετίζει μεταξύ τους.

32      Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, το σκεπτικό του τμήματος προσφυγών, το οποίο έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημάτων, το γεγονός ότι όλα έχουν κοινό το πρόθεμα «boto». Επισήμανε ότι η συλλαβή «bot» δεν διαθέτει ιδιαίτερο σημασιολογικό περιεχόμενο και δεν παραπέμπει στη δραστική ουσία του φαρμακευτικού προϊόντος που διαθέτει στο εμπόριο η Allergan, δηλαδή στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζονταν οι νυν αναιρεσείουσες. Επισήμανε επίσης ότι οι νυν αναιρεσείουσες δεν επικαλέσθηκαν κανέναν λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να προτιμηθεί η συλλαβή αυτή αντί του προθέματος «boto» το οποίο έλαβε υπόψη το τμήμα προσφυγών.

33      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι το σημείο «BOTOX» μπορεί να αναλυθεί στα στοιχεία bo, για την αλλαντίαση [botulinum], και tox, για την τοξίνη, παραπέμποντας στη χρησιμοποιούμενη δραστική ουσία, το σημείο αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, εγγενώς ή διά της χρήσεως, τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο.

34      Στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι «το μέγεθος του μεριδίου αγοράς που κατέχει το BOTOX στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 74,3 % κατά το 2003, και το γεγονός ότι το σήμα είναι γνωστό στο 75 % του εξειδικευμένου κοινού που είναι εξοικειωμένο με τη φαρμακευτική αγωγή για την καταπολέμηση των ρυτίδων, αρκεί προς απόδειξη του ότι το σήμα έχει καταστεί γνωστό σε σημαντικό βαθμό εντός της αγοράς».

35      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, ορθώς αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών ότι τα προϊόντα τα οποία προσδιορίζονται από τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, μολονότι διαφορετικά, δεδομένου ότι η Allergan διαθέτει στο εμπόριο φαρμακευτικά προϊόντα για την καταπολέμηση των ρυτίδων, ενώ οι αναιρεσείουσες καλλυντικά, εμπίπτουν σε «παρεμφερείς τομείς της αγοράς».

36      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς αποφάνθηκε το τμήμα προσφυγών ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα συσχέτιζε κατ’ ανάγκη τα επίμαχα σήματα με το σήμα BOTOX το οποίο χαίρει φήμης, πριν καν τα συνδέσει με την «αλλαντίαση».

37      Τρίτον, όσον αφορά τα αποτελέσματα της χρήσεως των επίμαχων σημάτων ως προς τα προγενέστερα σήματα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι υφίστανται συναφώς τρία διαφορετικά είδη κινδύνου. Καταρχάς, η άνευ νομίμου αιτίας χρήση σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δύναται να θίγει τον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος. Εν συνεχεία, η χρήση αυτή μπορεί επίσης να θίγει τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Τέλος, ο δικαιούχος του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορεί, με τη χρήση του σήματός του, να αντλεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Αρκεί να υφίσταται κι ένα μόνον εξ αυτών των ειδών κινδύνου για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

38      Το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι δέχθηκε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκ μέρους του τμήματος προσφυγών εξέταση της αποδείξεως των αποτελεσμάτων της χρήσεως των επίμαχων σημάτων ήταν μάλλον ακροθιγής, επισήμανε ωστόσο ότι η αιτιολόγηση της ανεπάρκειας αυτής από το τμήμα προσφυγών, δηλαδή το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα συσχετίσει κατ’ ανάγκη τα αντιπαρατιθέμενα σήματα, απασχόλησε σημαντικά τόσο το ΓΕΕΑ όσο και το Γενικό Δικαστήριο.

39      Στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα της Allergan ότι τα επίμαχα σήματα σκοπούν συγκεκριμένα στην άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα και από τη φήμη που έχει αποκτήσει το σήμα BOTOX όσον αφορά την καταπολέμηση των ρυτίδων, με συνέπεια την αποδυνάμωση της αξίας του σήματος αυτού. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι υποθετικοί, αλλά αρκούντως σοβαροί, ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι νυν αναιρεσείουσες παραδέχθηκαν ότι, μολονότι τα προϊόντα τους δεν περιείχαν την τοξίνη της αλλαντιάσεως, αυτές είχαν όμως ως σκοπό να επωφεληθούν από τη φήμη του προϊόντος αυτού, το οποίο περιέχεται στο σήμα BOTOX, δηλαδή στο μοναδικό σήμα που πληροί την προδιαγραφή αυτή.

40      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως στο σύνολό του.

41      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το σκεπτικό των προσβαλλομένων αποφάσεων καθιστά γνωστούς τους λόγους για τους οποίους χαίρει φήμης το σήμα BOTOX.

42      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, με τη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αιτιολογούνται επαρκώς όσον αφορά τα αποτελέσματα της χρήσεως άνευ νομίμου αιτίας των επίμαχων σημάτων, παρέχοντας στις νυν αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση όλων των αναγκαίων στοιχείων, προκειμένου να αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τις σχετικές κρίσεις του τμήματος προσφυγών.

43      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και τις προσφυγές στο σύνολό τους.

 Τα αιτήματα ενώπιον του Δικαστηρίου

44      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει τις προσφυγές ακυρώσεως που άσκησε η Allergan κατά των αποφάσεων του τμήματος ακυρώσεων της 28ης Μαρτίου και της 4ης Απριλίου 2007 και

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

45      Το ΓΕΕΑ και η Allergan ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

46      Προς στήριξη της αιτήσεώς τους, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση των άρθρων 52, παράγραφος 1, και 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 115 του κανονισμού 40/94, σε συνδυασμό με τον κανόνα 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αντλούνται από παράβαση, αντιστοίχως, του άρθρου 63 και του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

47      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας μπορεί να εξετασθεί λαμβάνοντας υπόψη τα δύο προγενέστερα σήματα τα οποία έχουν καταχωρισθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, πλην όμως δεν αποτέλεσαν τη νομική βάση των προσβαλλομένων αποφάσεων. Το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ στήριξε τις αποφάσεις του αποκλειστικά στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα που καταχωρίσθηκε με αριθμό 2015832 και αποτελείται από το εικονιστικό σημείο «BOTOX».

49      Το ΓΕΕΑ και η Allergan ισχυρίζονται ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, για τον λόγο ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα προσφυγών δεν στηρίχθηκε ρητώς στην καταχώριση του ως άνω προγενέστερου εικονιστικού κοινοτικού σήματος.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50      Στη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αιτήσεις κηρύξεως ακυρότητας που υπέβαλε η Allergan στηρίζονται σε πλείονα εικονιστικά και λεκτικά σήματα, κοινοτικά και εθνικά, τα οποία περιέχουν το σημείο «BOTOX» και των οποίων η πλειονότητα έχει καταχωρισθεί πριν την υποβολή των αιτήσεων για την καταχώριση των επίμαχων σημάτων BOTOLIST και BOTOCYL, στις 6 Μαΐου και στις 19 Ιουλίου 2002, αντιστοίχως. Το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε συναφώς στη σκέψη 2 των προσβαλλομένων αποφάσεων, όπου απαριθμούνται τα σήματα αυτά.

51      Με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών απέστη της προσεγγίσεως που είχε ακολουθήσει το τμήμα ακυρώσεων, το οποίο είχε στηρίξει τις αποφάσεις του αποκλειστικά στο καταχωρισθέν με αριθμό 2015832 προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα, και αποφάνθηκε ότι είχαν αποκτήσει φήμη τόσο τα εικονιστικά όσο και τα λεκτικά κοινοτικά και εθνικά σήματα BOTOX που είχαν καταχωρισθεί πριν τις 6 Μαΐου 2002. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η προσέγγιση αυτή την οποία προέκρινε το τμήμα προσφυγών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το τμήμα αυτό του ΓΕΕΑ δεν μνημόνευσε το εικονιστικό στοιχείο του προγενέστερου κοινοτικού σήματος που καταχωρίσθηκε με αριθμό 2015832.

52      Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα αυτά στοιχεία, το Γενικό Δικαστήριο περιορίσθηκε δικαιολογημένα στην εξέταση των προγενέστερων εθνικών σημάτων που είχαν καταχωρισθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 14 Οκτωβρίου 2000 για την καταπολέμηση των ρυτίδων δεδομένου ότι η πλειονότητα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan αφορούσε την επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους.

53      Διαπιστώνεται επίσης ότι οι αναιρεσείουσες απλώς προβάλλουν, γενικώς, ότι το τμήμα προσφυγών στήριξε την εκτίμησή του, όπως και το τμήμα ακυρώσεων, αποκλειστικά στο προγενέστερο εικονιστικό κοινοτικό σήμα, χωρίς να προβάλλουν οποιοδήποτε στοιχείο δυνάμενο να τεκμηριώσει την επιχειρηματολογία τους.

54      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, κρίνοντας ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης.

56      Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, μολονότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν τη σχετική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, δηλαδή ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από το ευρύ κοινό και από τους επαγγελματίες του χώρου της υγείας, υποστηρίζουν πάντως ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε ειδική ανάλυση του ζητήματος αν τα εν λόγω σήματα χαίρουν φήμης όσον αφορά καθεμία χωριστά από τις δύο κατηγορίες προσώπων που αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό.

57      Όσον αφορά την οικεία εδαφική περιοχή, κατά τις αναιρεσείουσες, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη σχετικά με την εδαφική περιοχή στην οποία έγινε δεκτό ότι χαίρουν φήμης τα προγενέστερα σήματα.

58      Όσον αφορά την απόδειξη της φήμης, οι αναιρεσείουσες θέτουν εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία ορισμένων στοιχείων που προσκόμισε η Allergan και συγκεκριμένα του όγκου των πωλήσεων των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX, στοιχείο που παρατίθεται στις σκέψεις 46 και 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και της προβολής του σήματος BOTOX σε επιστημονικά έντυπα, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 48 και 49 της αποφάσεως αυτής. Όσον αφορά τη σημαντική προβολή των εν λόγω προϊόντων από τα μέσα ενημερώσεως, η οποία μνημονεύεται στις σκέψεις 50 έως 54 της εν λόγω αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αυτό το αποδεικτικό στοιχείο, καθόσον η εκτίμησή του δεν συνοδεύτηκε από την απόδειξη του εύρους της διανομής στο Ηνωμένο Βασίλειο των εφημερίδων ή περιοδικών στα οποία δημοσιεύθηκαν άρθρα σχετικά με τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX. Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι η παρατιθέμενη στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί της προσθήκης του όρου «BOTOX» σε πλείονα λεξικά στηρίζεται σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Οι αναιρεσείουσες διατείνονται επίσης ότι, στις σκέψεις 60 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την έρευνα αγοράς η οποία διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Θέτουν, συναφώς, εν αμφιβόλω τη σημασία της έρευνας αυτής, καθόσον δεν περιέχει στοιχεία, τα οποία όφειλε να προσκομίσει η Allergan, δυνάμενα να συνδέσουν τα δεδομένα που παραθέτει με την υφιστάμενη κατάσταση κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων καταχωρίσεως των επίμαχων σημάτων.

59      Όσον αφορά την απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office, της 26ης Απριλίου 2005, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι αυτό το αποδεικτικό στοιχείο έπρεπε να κριθεί απαράδεκτο από το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον αφορά διαφορετική ένδικη διαφορά στην οποία δεν ήταν διάδικοι οι αναιρεσείουσες.

60      Το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτο και εν μέρει ως αβάσιμο.

61      Πρώτον, όσον αφορά την ισχύ της φήμης της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα ως προς καθεμία από τις κατηγορίες που αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι οποιοδήποτε σήμα χαίρει φήμης στο ευρύ κοινό είναι γνωστό και στους επαγγελματίες.

62      Δεύτερον, όσον αφορά την οικεία εδαφική περιοχή, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, περιορίζοντας την εξέτασή του στα δύο προγενέστερα σήματα που καταχωρίσθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισήμανε σαφώς ότι το Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά την οικεία εδαφική περιοχή.

63      Τρίτον, όσον αφορά την απόδειξη της φήμης, το ΓΕΕΑ και η Allergan διατείνονται ότι τα σχετικά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών είναι αφενός μεν πεπλανημένα, διότι σκοπούν να θέσουν εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, μολονότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτιμηθούν συνολικά, αφετέρου δε απαράδεκτα, δεδομένου ότι αφορούν ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64      Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι το επιχείρημα των αναιρεσειουσών, το οποίο αντλείται από προβαλλόμενη νομική πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη φήμη της οποίας χαίρουν τα προγενέστερα σήματα στις δύο κατηγορίες ατόμων που αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

65      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48, 49 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, ως αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των προγενέστερων σημάτων, την προβολή της οποίας έτυχε το σήμα BOTOX ιδίως μέσω δημοσιευμάτων στην αγγλική γλώσσα, τόσο σε επιστημονικά περιοδικά, τα οποία απευθύνονται ακριβώς στους επαγγελματίες του χώρου, όσο και στον απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό Τύπο.

66      Εν συνεχεία, όπως επισήμανε το ΓΕΕΑ, εφόσον σήμα χαίρει φήμης στο ευρύ κοινό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι, καταρχήν, γνωστό και στους επαγγελματίες. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί λυσιτελώς ότι η φήμη του σήματος BOTOX, λόγω της σημαντικής προβολής από τα μέσα ενημερώσεως προς το ευρύ κοινό των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα αυτό ή λόγω της προσθήκης του όρου «BOTOX» στα λεξικά της αγγλικής γλώσσας, θα ήταν δυνατό να αγνοηθεί από τους επαγγελματίες του χώρου της υγείας.

67      Συνεπώς, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη στις διαπιστώσεις αυτές, από τις οποίες συνάγεται ότι έλαβε υπόψη τόσο το ευρύ κοινό όσο και τους επαγγελματίες του χώρου της υγείας, δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων για την καταχώριση των επίμαχων σημάτων, δηλαδή στις 6 Μαΐου και στις 19 Ιουλίου 2002, το σήμα BOTOX έχαιρε φήμης στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τα «φαρμακευτικά προϊόντα για την καταπολέμηση των ρυτίδων» σε αμφότερες τις κατηγορίες που αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό.

68      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία ειδική ανάλυση σχετικά με το αν τα προγενέστερα σήματα χαίρουν φήμης σε καθεμία από τις κατηγορίες ατόμων που αποτελούν το ενδιαφερόμενο κοινό πρέπει να απορριφθεί.

69      Δεύτερον, όσον αφορά την έλλειψη ενδείξεων ως προς την εδαφική περιοχή εντός της οποίας χαίρουν φήμης τα προγενέστερα σήματα, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι, από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εξέτασή του στα δύο εθνικά σήματα τα οποία είχαν καταχωρισθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 14 Δεκεμβρίου 2000, συνάγεται σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί την οικεία εδαφική περιοχή.

70      Αφετέρου, από τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο, όπως είναι τα άρθρα σε αγγλική γλώσσα που δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικά έντυπα ή σε αγγλικά ημερήσια έντυπα, η προσθήκη της λέξεως «BOTOX» σε λεξικά της αγγλικής γλώσσας και η απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office, προκύπτει ότι η φήμη των προγενέστερων σημάτων εξετάσθηκε με σημείο αναφοράς την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου συνολικά.

71      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την οριοθέτηση της οικείας εδαφικής περιοχής πρέπει να απορριφθεί.

72      Τρίτον, όσον αφορά την απόδειξη της φήμης του σήματος BOTOX, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη συναφώς σε σφαιρική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε προσκομίσει η Allergan, όπως προκύπτει από τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Τα επιχειρήματα, όμως, τα οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες προκειμένου να αμφισβητήσουν ότι αποδείχθηκε η φήμη αυτή αφορούν έκαστο αυτών των αποδεικτικών στοιχείων εξεταζόμενο χωριστά. Συνεπώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 20 των προτάσεών του, εάν το Δικαστήριο δεχόταν ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, το ενδεχόμενο αυτό θα αναιρούσε κατ’ ανάγκη την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, διότι θα έπρεπε επίσης να καθορισθεί το ειδικό βάρος το οποίο έχει το προς απόρριψη αποδεικτικό στοιχείο στη σφαιρική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου. Εντούτοις, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν προς τούτο κανένα επιχείρημα.

73      Τούτου δοθέντος, καθόσον οι αναιρεσείουσες θέτουν εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία στοιχείων όπως είναι ο όγκος των πωλήσεων των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX, καθώς και η προβολή του σήματος αυτού σε επιστημονικά έντυπα, αρκεί η διαπίστωση ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, οι αναιρεσείουσες σκοπούν κατ’ ουσία στην εκ νέου εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου.

74      Κατά πάγια νομολογία, όμως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά προσκομίσθηκαν νομότυπα και εφόσον τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα αποδεικτικά στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων αυτών (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, C‑304/06 P, Eurohypo κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2008, σ. I‑3297, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ουδόλως προβλήθηκε εν προκειμένω το ενδεχόμενο παραμορφώσεως, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί αμφισβητήσεως της αποδεικτικής αξίας ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

76      Καθόσον οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη σημασία της προβολής που έτυχαν στα μέσα ενημερώσεως τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο με το σήμα BOTOX και σχετικά με την έρευνα αγοράς που διενεργήθηκε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι στήριξε σε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών την εκτίμησή του περί προσθήκης του όρου «BOTOX» σε πλείονα λεξικά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ενώ επικαλούνται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων ή των πραγματικών περιστατικών, οι αναιρεσείουσες απλώς αμφισβητούν τη σημασία τους προβάλλοντας γενικού χαρακτήρα και όχι εμπεριστατωμένες αιτιάσεις, σκοπούν δε, στην πραγματικότητα, στην εκ νέου εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων αυτών από το Δικαστήριο.

77      Όπως, όμως, προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία υπομνήσθηκε με τη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

78      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί απαραδέκτου της αποφάσεως του United Kingdom Intellectual Property Office της 26ης Απριλίου 2005, για τον λόγο ότι αφορά διαφορετική ένδικη διαφορά, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην απόφαση αυτή αποτελούν, αφεαυτών, πραγματικό περιστατικό το οποίο, εφόσον ασκεί επιρροή, μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκ μέρους του ελεύθερης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, προς απόδειξη της φήμης των προγενέστερων σημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα δυνάμενο να θέσει εν αμφιβόλω την ορθότητα των διαπιστώσεων που περιέχονται στην απόφαση αυτή, ούτε ενώπιον του ΓΕΕΑ ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

79      Το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η απόφαση του United Kingdom Intellectual Property Office της 26ης Απριλίου 2005 προβλήθηκε απαραδέκτως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

80      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως απαράδεκτο και εν μέρει ως αβάσιμο.

 Επί του τρίτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

81      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη επιβεβαιώνοντας τον συσχετισμό των προγενέστερων σημάτων BOTOX με τα επίμαχα σήματα, βάσει του κοινού στοιχείου «bot» ή «boto», καθόσον αυτό το κοινό στοιχείο είναι περιγραφικό ή αποτελεί έννοια γένους το οποίο παραπέμπει στην «τοξίνη της αλλαντιάσεως». Η ύπαρξη τέτοιου συσχετισμού δεν έπρεπε να γίνει δεκτή, διότι πρέπει να επιτρέπεται στον δικαιούχο σήματος να περιλαμβάνει στο σήμα του ένα τέτοιο περιγραφικό στοιχείο.

82      Κατά το ΓΕΕΑ και την Allergan, αυτό το τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, για τον λόγο ότι αφορά ζήτημα σχετικό με πραγματικά περιστατικά, το οποίο υπόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

83      Καθόσον οι αναιρεσείουσες, με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, σκοπούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 70 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το πρόθεμα «bot» ή «boto» δεν είναι περιγραφικό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκτίμηση αυτή αφορά τα πραγματικά περιστατικά.

84      Όπως προκύπτει, όμως, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός αν η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του απορρέει από την υποβληθείσα ενώπιόν του δικογραφία, και να εκτιμήσει τα περιστατικά αυτά. Επομένως, εκτός της περιπτώσεως της παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί νομικό ζήτημα που ως τέτοιο εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2003, C‑121/01 P, O’Hannrachain κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑5539, σκέψη 35, και απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C‑431/07 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2665, σκέψη 137).

85      Δεδομένου ότι ουδόλως προβλήθηκε παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όσον αφορά την εκτίμηση που παρατίθεται στις σκέψεις 70 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το υπό κρίση τρίτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον σκοπεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση αυτή.

86      Αντιθέτως, με το υπό κρίση σκέλος του λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν επίσης ότι ο αιτών την καταχώριση σήματος έχει το δικαίωμα να περιλάβει, στο σήμα του οποίου ζητεί την καταχώριση, στοιχείο που περιέχεται στο προγενέστερο σήμα τρίτου, καθόσον το κοινό αυτό στοιχείο έχει περιγραφικό χαρακτήρα. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό εγείρει νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία.

87      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην προκειμένη ότι το κοινό στοιχείο «bot» ή «boto» είναι περιγραφικό.

88      Αφενός, όμως, από τις σκέψεις 70 έως 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το πρόθεμα «bot» ή «boto» δεν είναι περιγραφικό. Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 83 έως 85 της παρούσας αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής δεν μπορούν να προβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία.

89      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι έχουν δικαίωμα να περιλάβουν στα επίμαχα σήματα στοιχείο κοινό με προγενέστερο σήμα, καθόσον το στοιχείο αυτό έχει περιγραφικό χαρακτήρα, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές.

90      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

91      Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας ότι αποδείχθηκε ο κίνδυνος προσβολής της φήμης των προγενέστερων σημάτων. Η παρατιθέμενη στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, περί του ότι τα επίμαχα σήματα σκοπούν συγκεκριμένα στην άντληση οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα και από τη φήμη που έχουν αποκτήσει τα προγενέστερα σήματα BOTOX όσον αφορά την καταπολέμηση των ρυτίδων, δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Διατείνονται επίσης ότι, μολονότι τα επίμαχα σήματα παρέπεμπαν ενδεχομένως στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, δεν σκοπούσαν, ούτε υπήρχε πρόθεση ή βούληση να συσχετισθούν με το σήμα BOTOX, το οποίο έχει καταχωρισθεί για φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία χορηγούνται μόνον κατόπιν ιατρικής συνταγής.

92      Κατά το ΓΕΕΑ και την Allergan, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Συγκεκριμένα, ο συσχετισμός μεταξύ των προγενέστερων και των επίμαχων σημάτων μπορεί να έχει ως συνέπεια την αθέμιτη οικειοποίηση της φήμης των προγενέστερων σημάτων, καθόσον θα υποδήλωνε ότι τα καλλυντικά των αναιρεσειουσών έχουν αποτελέσματα παρεμφερή με αυτά του προϊόντος BOTOX. Τούτο θα είχε ως συνέπεια την αποδυνάμωση της αξίας των προγενέστερων σημάτων.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

93      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να τύχει της προστασίας που παρέχεται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει να αποδείξει ότι με τη χρήση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση θα αντληθεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα θιγεί αυτός ο διακριτικός χαρακτήρας ή αυτή η φήμη. Προς τούτο, δεν απαιτείται ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος να αποδείξει πραγματική και ενεστώσα προσβολή, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 5. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία μπορεί να προβλεφθεί ότι ο δικαιούχος του μεταγενέστερου σήματος ενδέχεται να χρησιμοποιήσει το σήμα του κατά τρόπο που θα έχει ως συνέπεια μια τέτοια προσβολή, δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος να αναμείνει την επέλευσή της προκειμένου να αποκτήσει το δικαίωμα να ζητήσει την απαγόρευση της χρήσεως αυτής. Ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος πρέπει πάντως να αποδείξει βάσει στοιχείων ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επελεύσεως της προσβολής αυτής στο μέλλον (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, C‑252/07, Intel Corporation, Συλλογή 2008, σ. I‑8823, σκέψεις 37 και 38).

94      Εξάλλου, για να διαπιστωθεί αν με τη χρήση του σημείου αντλείται αθέμιτα όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του σήματος, απαιτείται σφαιρική εκτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009, C‑487/07, L’Oréal κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑5185, σκέψη 44).

95      Επομένως, ορθώς αποφάνθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος δεν οφείλει να αποδείξει πραγματική και ενεστώσα προσβολή του σήματός του, αλλά πρέπει να προσκομίσει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να γίνει εκ πρώτης όψεως δεκτό ότι υφίσταται μη υποθετικός μελλοντικός κίνδυνος αντλήσεως αθέμιτου οφέλους ή επελεύσεως προσβολής, κρίση η οποία μπορεί να συναχθεί βάσει επαγωγικών συλλογισμών που απορρέουν από ανάλυση των πιθανοτήτων και λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον οικείο εμπορικό τομέα, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πραγματικό περιστατικό της υπό κρίση υποθέσεως.

96      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται συσχετισμός μεταξύ των προγενέστερων και των επίμαχων σημάτων κατόπιν αναλύσεως διαφόρων στοιχείων. Έτσι, αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 70 έως 72 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα σήματα αυτά εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, λόγω του προθέματος «boto», το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί σύντμηση της «αλλαντιάσεως» ή του επιθέτου που παράγεται από τον όρο αυτό, στις σκέψεις 73 και 74 της αποφάσεως αυτής, ότι το σημείο «BOTOX» έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα, στη σκέψη 76 της εν λόγω αποφάσεως, ότι τα προγενέστερα σήματα χαίρουν σημαντικής φήμης και, στη σκέψη 78 της ιδίας αποφάσεως, ότι τα οικεία προϊόντα ανήκουν σε «παρεμφερείς τομείς της αγοράς». Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα προβεί στον συσχετισμό αυτό πριν καν συνδέσει τα επίμαχα σήματα με την «αλλαντίαση». Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι νυν αναιρεσείουσες παραδέχθηκαν ότι, μολονότι τα προϊόντα τους δεν περιείχαν την τοξίνη της αλλαντιάσεως, αυτές είχαν όμως ως σκοπό να επωφεληθούν από τη φήμη του προϊόντος αυτού, το όνομα του οποίου περιέχεται στο σήμα BOTOX.

97      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 36 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα σήματα σκοπούν να επωφεληθούν από τον διακριτικό χαρακτήρα και από τη φήμη που έχουν αποκτήσει τα προγενέστερα σήματα BOTOX κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως των κρίσιμων στοιχείων της προκειμένης υποθέσεως. Συνεπώς, είναι αβάσιμο το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η διαπίστωση περί προθέσεως παρασιτισμού δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

98      Επίσης, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, σε περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα σήματα παραπέμπουν ενδεχομένως στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, δεν σκοπούν να προκαλέσουν συσχετισμό με το σήμα BOTOX. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό σκοπεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το πρόθεμα «boto» δεν είναι περιγραφικό και ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραπέμπει στην τοξίνη της αλλαντιάσεως, εκτίμηση στην οποία στηρίζεται η διαπίστωση που παρατίθεται στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου, όμως, ότι η εκτίμηση αυτή αφορά τα πραγματικά περιστατικά, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου κατά την αναιρετική διαδικασία, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 84 της παρούσας αποφάσεως.

99      Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

100    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 115 του κανονισμού 40/94 και τον κανόνα 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, για τον λόγο ότι απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος στρεφόταν κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών που έκρινε παραδεκτά [ως αποδεικτικά στοιχεία] τα δημοσιεύματα του Τύπου σε αγγλική γλώσσα, μολονότι έπρεπε να έχουν μεταφρασθεί στην ενώπιον του τμήματος προσφυγών γλώσσα διαδικασίας, δηλαδή στη γαλλική.

101    Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την Allergan, διατείνεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ο κανόνας 38, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ο οποίος αφορά τη διαδικασία κηρύξεως της ακυρότητας, δεν προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση κατά την οποία η αιτούσα την κήρυξη ακυρότητας δεν υποβάλλει μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας των αποδεικτικών στοιχείων που έχει προσκομίσει προς στήριξη της αιτήσεώς της.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

102    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, ο κανόνας, βάσει του οποίου τα προβαλλόμενα προς στήριξη ανακοπής ή αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας ή εκπτώσεως αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομίζονται στη γλώσσα διαδικασίας ή να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή, δικαιολογείται από την υποχρέωση τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ διαδίκων στις διαδικασίες inter partes [βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ — Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II‑1845, σκέψη 72, και της 6ης Νοεμβρίου 2007, T‑407/05, SAEME κατά ΓΕΕΑ — Racke (REVIAN’s), Συλλογή 2007, σ. II‑4385, σκέψη 35].

103    Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παράλειψη μεταφράσεως των δημοσιευμάτων του Τύπου που προσκομίσθηκαν στην αγγλική γλώσσα παρακώλυσε τις αναιρεσείουσες κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, καθόσον αυτές είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου την αποδεικτική αξία των δημοσιευμάτων αυτών, καθόσον παραδέχονται, στο σημείο 112 της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, ότι κατανόησαν το περιεχόμενό τους και καθόσον η αγγλική ήταν η γλώσσα διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

104    Διαπιστώνεται επιπλέον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες, τόσο ενώπιον του τμήματος ακυρώσεων όσο και ενώπιον του τμήματος προσφυγών, δεν ήγειραν καμία ένσταση ούτε και αμφισβήτησαν το ότι ελήφθησαν υπόψη τα προσκομισθέντα στην αγγλική γλώσσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνόδευαν την αίτηση κηρύξεως ακυρότητας των επίμαχων σημάτων.

105    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

106    Προς διευκόλυνση της απονομής της δικαιοσύνης, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξετασθεί πριν τον τρίτο.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, απορρίπτοντας τον λόγο ακυρώσεως περί μη αιτιολογήσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, όσον αφορά την κρίση περί του ότι τα προγενέστερα σήματα BOTOX χαίρουν φήμης και ότι υφίσταται κίνδυνος προσβολής τους.

108    Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον οι αναιρεσείουσες απλώς προβάλλουν εκ νέου λόγο που είχαν ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

109    Εν πάση περιπτώσει, κατά το ΓΕΕΑ και την Allergan, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το τμήμα προσφυγών δεν οφείλει να αιτιολογεί ρητώς τις εκτιμήσεις του ως προς την αποδεικτική αξία κάθε στοιχείου που προσκομίζεται ενώπιόν του, ούτε να στηρίζει την αιτιολογία του σε πραγματικά περιστατικά.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

110    Πρέπει να επισημανθεί καταρχάς ότι οι αναιρεσείουσες, διατεινόμενες ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 73 του κανονισμού 40/94, απορρίπτοντας τον λόγο που προέβαλαν και ο οποίος αντλείται από παράλειψη αιτιολογήσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, τα πρωτοδίκως εξετασθέντα νομικά ζητήματα μπορούν να συζητηθούν εκ νέου κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία αυτή θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2125, σκέψη 17, και της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C‑16/06 P, Les Editions Albert René κατά ΓΕΕΑ (MOBILIX/OBELIX), Συλλογή 2008, σ. I‑10053, σκέψη 110]. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

111    Εν συνεχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 73 του κανονισμού 40/94 υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων του ΓΕΕΑ έχει διττό σκοπό, δηλαδή, αφενός, παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως.

112    Η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δεν απαιτεί να δίδεται απάντηση ρητώς και κατά διεξοδικό τρόπο σε όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων.

113    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το τμήμα προσφυγών παρέθεσε, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τους λόγους για τους οποίους το σήμα BOTOX χαίρει φήμης. Παρατήρησε συναφώς ότι «οι λόγοι αυτοί συνάγονται τόσο από τη συνοπτική παράθεση των κρίσιμων για την ανάλυση πραγματικών περιστατικών όσο και από την καθαυτό νομική ανάλυση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με τις [προσβαλλόμενες] αποφάσεις».

114    Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι τα ενδελεχή επιχειρήματα που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αμφισβητήσουν την αποδεικτική αξία των διαφόρων στοιχείων που προσκομίσθηκαν προς απόδειξη της φήμης του εν λόγω σήματος ή το παραδεκτό τους, καταδεικνύουν ότι οι αναιρεσείουσες είχαν τη δυνατότητα να προασπίσουν το δικαίωμά τους άμυνας.

115    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε νομική πλάνη, να απορρίψει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία των προσβαλλομένων υποθέσεων όσον αφορά το ζήτημα αν το σήμα BOTOX χαίρει φήμης.

116    Όσον αφορά την αιτιολογία σχετικά με τον κίνδυνο προσβολής των προγενέστερων σημάτων, μολονότι, βέβαια, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ήταν ακροθιγής, έκρινε εντούτοις ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περιλαμβάνουν σκεπτικό βάσει του οποίου καθίσταται δυνατό να αποδειχθεί ότι, με τα επίμαχα σήματα, οι αναιρεσείουσες σκοπούσαν να αντλήσουν αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων. Το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε συναφώς στις σκέψεις 42 έως 44 της αποφάσεως Helena Rubinstein και στις σκέψεις 43 έως 45 της αποφάσεως L’Oréal, οι οποίες παρατίθενται και στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι νυν αναιρεσείουσες είχαν στη διάθεσή τους όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αμφισβητήσουν την αιτιολογία αυτή με την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή.

117    Διαπιστώνεται επίσης ότι οι αναιρεσείουσες απλώς υποστηρίζουν κατηγορηματικώς ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται συναφώς αιτιολογίας, χωρίς πάντως να προβάλλουν το παραμικρό επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεώς τους και χωρίς να αποδεικνύουν κατά ποιον τρόπο η προβαλλόμενη αυτή παράλειψη αιτιολογήσεως παρακώλυσε το δικαίωμά τους ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος.

118    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη απορρίπτοντας τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράλειψη αιτιολογήσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, όσον αφορά τον κίνδυνο προσβολής των προγενέστερων σημάτων.

119    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94. Ο λόγος αυτός αποτελείται από δύο σκέλη.

121    Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την ανάλυση περί της φήμης των προγενέστερων σημάτων, αφενός μεν έλαβε υπόψη διαφορετικά σήματα από αυτά που εξέτασε το τμήμα ακυρώσεων και το τμήμα προσφυγών, αφετέρου δε προέβη σε ιδιαίτερο έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Allergan, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής αναλύσεως εκ μέρους του τμήματος προσφυγών.

122    Με το δεύτερο σκέλος αυτού του ιδίου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των προγενέστερων σημάτων BOTOX τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του τμήματος προσφυγών και των οποίων το παραδεκτό αμφισβήτησαν οι νυν αναιρεσείουσες, δηλαδή τη δήλωση διευθυντικού στελέχους της Allergan και μία έρευνα αγοράς. Το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά, δεδομένου ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά στην έμμεση διαφήμιση και στην ιδιαίτερη προβολή από τα μέσα ενημερώσεως.

123    Το ΓΕΕΑ, υποστηριζόμενο από την Allergan, διατείνεται ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπερέβη τα όρια του ασκούμενου εκ μέρους του δικαστικού ελέγχου.

124    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζει ότι το τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να αιτιολογήσει ρητώς τις εκτιμήσεις του ως προς την αποδεικτική αξία ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου που προσκομίσθηκε ενώπιόν του. Το Γενικό Δικαστήριο απλώς εξέτασε καθένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες με την προσφυγή τους.

125    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, τεκμαίρεται ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ως παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία τη δήλωση του διευθυντικού στελέχους της Allergan και την έρευνα αγοράς, δεδομένου ότι αν είχε κρίνει ότι τα στοιχεία αυτά προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως θα έπρεπε να αποφανθεί ρητώς επί του παραδεκτού τους, σύμφωνα με το άρθρο 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

126    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αιτίαση που αντλείται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη στηριζόμενο σε διαφορετικά προγενέστερα σήματα, συγκεκριμένα δε στα δύο καταχωρισθέντα στο Ηνωμένο Βασίλειο εθνικά σήματα, από αυτά στα οποία στηρίχθηκαν το τμήμα ακυρώσεων και το τμήμα προσφυγών.

127    Όσον αφορά την αιτίαση περί ιδιαίτερου ελέγχου, από το Γενικό Δικαστήριο, καθενός στοιχείου που προσκόμισε η Allergan προς απόδειξη της φήμης των προγενέστερων σημάτων, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται στην προκειμένη ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη σε ατομική ανάλυση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, η οποία στηρίζεται με τη σειρά της στη διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται αιτιολογίας όσον αφορά την αποδεικτική αξία ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου. Όπως, όμως, προκύπτει από την εξέταση του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες από νομικής απόψεως όσον αφορά τη διαπίστωση της φήμης των προγενέστερων σημάτων, το δε τμήμα προσφυγών δεν όφειλε να αιτιολογήσει ρητώς τις εκτιμήσεις του περί της αποδεικτικής αξίας ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου.

128    Αφετέρου, καθόσον οι αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν την αποδεικτική αξία και/ή το παραδεκτό ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεώθηκε να εξετάσει τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειουσών και να απαντήσει σ’ αυτά. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν ενείχαν καμία νομική πλάνη κατόπιν αναλύσεως των στοιχείων αυτών, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του. Το σκέλος αυτός πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

129    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναιρεσείουσες απλώς διατείνονται ότι το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε αποκλειστικά στην έμμεση προβολή και στη δυναμική διαφημιστική εκστρατεία για να αποδειχθεί η φήμη του σήματος BOTOX. Αρκεί, όμως, η διαπίστωση ότι, κατά το τμήμα προσφυγών, η φήμη του σήματος αυτού συνάγεται πρωτίστως από την έμμεση προβολή του προϊόντος από τα μέσα ενημερώσεως. Χρησιμοποιώντας τον όρο «πρωτίστως», το τμήμα προσφυγών προσέδωσε ιδιαίτερη αξία στο αποδεικτικό στοιχείο περί δυναμικής διαφημιστικής εκστρατείας από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, προκειμένου να αποδειχθεί η φήμη του σήματος BOTOX, χωρίς ωστόσο να αποκλείσει τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η Allergan.

130    Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα δυνάμενο να θέσει εν αμφιβόλω την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου περί του ότι το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη τη δήλωση του διευθυντικού στελέχους της Allergan και την έρευνα αγοράς ως αποδεικτικά στοιχεία της φήμης του σήματος BOTOX. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τα σημεία 44 και 45 των δικογράφων των προσφυγών που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν ενώπιόν του ότι το τμήμα προσφυγών κακώς έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη το άρθρο 63 του κανονισμού 40/94, το δε δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

132    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

133    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

134    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι Helena Rubinstein και L’Oréal ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει τις Helena Rubinstein SNC και L’Oréal SA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.