Language of document : ECLI:EU:C:2011:123

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/09

Γνωμοδότηση δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ

«Γνωμοδότηση δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ – Σχέδιο συμφωνίας – Δημιουργία ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Δικαστήριο Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας – Συμβατό του εν λόγω σχεδίου με τις Συνθήκες»

Περίληψη της γνωμοδοτήσεως

1.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Προηγούμενη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου – Αίτηση για την έκδοση γνωμοδοτήσεως υποβληθείσα κατά το προκαταρκτικό στάδιο των διαπραγματεύσεων ή προ της ενάρξεώς τους – Γνωμοδότηση την οποία ζήτησε το Συμβούλιο χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 218 § 11 ΣΛΕΕ)

2.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Σύσταση Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας – Συμβατό με τις διατάξεις της Συνθήκης

(Άρθρα 262 ΣΛΕΕ και 344 ΣΛΕΕ)

3.        Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Σύσταση Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας – Αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού να επιλαμβάνεται ορισμένων αγωγών ασκούμενων από ιδιώτες και να ερμηνεύει και εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας – Μη συμβατή με το θεσμικό και δικαιοδοτικό πλαίσιο της Ένωσης

(Άρθρα 4 § 3 ΣΕΕ και 19 § 1 ΣΕΕ· άρθρα 258 ΣΛΕΕ έως 260 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ)

1.        Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει εάν προς σύναψη συμφωνία είναι συμβατή με τις διατάξεις των Συνθηκών. Η διάταξη αυτή σκοπεί στην αποτροπή των περιπλοκών οι οποίες θα ανέκυπταν από ένδικες αμφισβητήσεις σχετικές με το αν διεθνείς συμφωνίες που δεσμεύουν την Ένωση είναι συμβατές με τις Συνθήκες. Συγκεκριμένα, δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται, ενδεχομένως, κατόπιν της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας δεσμεύουσας την Ένωση, ότι η συμφωνία αυτή, λόγω είτε του περιεχομένου της είτε της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη σύναψή της, δεν είναι συμβατή με τις διατάξεις των Συνθηκών, θα προκαλούσε, ασφαλώς, σοβαρές δυσχέρειες όχι μόνο εντός της Ένωσης, αλλά και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, και θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων, περιλαμβανομένων των τρίτων χωρών.

Το γεγονός ότι διεθνής συμφωνία μπορεί να συναφθεί μόνον κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, ενδεχομένως δε μόνον κατόπιν της εγκρίσεώς του, και το γεγονός ότι η ενδεχόμενη θέσπιση συναφών νομοθετικών μέτρων εντός της Ένωσης προϋποθέτει νομοθετική διαδικασία στην οποία θα μετάσχει αυτό το θεσμικό όργανο, στερείται σημασίας όσον αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται στο Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, να ζητήσει από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει.

Επιπλέον, η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως για την έκδοση γνωμοδοτήσεως, δυνάμει του προμνημονευθέντος άρθρου, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη οριστικής συμφωνίας μεταξύ των οικείων θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα που παρέχεται στο Συμβούλιο, στο Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να ζητούν από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει μπορεί να ασκηθεί ατομικώς, χωρίς οποιαδήποτε μεταξύ τους συνεννόηση και χωρίς να αναμένεται το τελικό αποτέλεσμα συναφούς νομοθετικής διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, το Κοινοβούλιο διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει το ίδιο αίτηση για την έκδοση γνωμοδοτήσεως.

Εξάλλου, μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση γνωμοδοτήσεως πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων σε διεθνές επίπεδο, εφόσον είναι γνωστό το αντικείμενο της σχεδιαζόμενης συμφωνίας, έστω και αν υφίσταται η δυνατότητα ορισμένων εναλλακτικών λύσεων ή το ενδεχόμενο διαφοροποιήσεων ως προς την τελική μορφή των υπό κατάρτιση κειμένων, εφόσον τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο καθιστούν δυνατό σ’ αυτό να διαμορφώσει επαρκώς βεβαία κρίση επί του ζητήματος που ήγειρε το Συμβούλιο. Το παραδεκτό αιτήσεως για την έκδοση γνωμοδοτήσεως δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω για τον λόγο ότι το Συμβούλιο δεν έχει ακόμη λάβει την απόφαση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων σε διεθνές επίπεδο.

(βλ. σκέψεις 47-48, 53, 55-56)

2.        Η σύσταση δικαστηρίου ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν αντιβαίνει στο άρθρο 262 ΣΛΕΕ. Μολονότι το άρθρο αυτό επιτρέπει την ανάθεση στο Δικαστήριο ορισμένων εκ των αρμοδιοτήτων που προβλέπεται να ανατεθούν στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο, η λύση που υποδεικνύεται βάσει του ως άνω άρθρου δεν είναι η μόνη δυνατή για τη σύσταση ενοποιημένου δικαιοδοτικού οργάνου επί θεμάτων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα διευρύνσεως των αρμοδιοτήτων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στις ένδικες διαφορές που αφορούν την εφαρμογή πράξεων της Ένωσης περί θεσπίσεως ευρωπαϊκών τίτλων πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 262 ΣΛΕΕ δεν εγκαθιδρύει μονοπώλιο του Δικαστηρίου στον οικείο τομέα και δεν προδικάζει την επιλογή του δικαιοδοτικού πλαισίου που ενδέχεται να θεσπισθεί για τις ένδικες διαφορές μεταξύ ιδιωτών όσον αφορά τους τίτλους πνευματικής ιδιοκτησίας.

Η σύσταση δικαστηρίου ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 344 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό απλώς απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιλέγουν τρόπο επιλύσεως διαφοράς σχετικής με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των Συνθηκών διαφορετικό από εκείνον που προβλέπουν οι Συνθήκες. Οι αρμοδιότητες, όμως, οι οποίες πρόκειται να ανατεθούν στο δικαστήριο ευρωπαϊκών και κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας βάσει του σχεδίου συμφωνίας για τη δημιουργία ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αφορούν αποκλειστικώς τις ένδικες διαφορές μεταξύ ιδιωτών επί θεμάτων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

(βλ. σκέψεις 61-63)

3.        Το διεθνές δικαστήριο του οποίου τη σύσταση προβλέπει το υπό εξέταση σχέδιο συμφωνίας για τη δημιουργία ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και το οποίο ονομάζεται επί του παρόντος Δικαστήριο Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας καλείται να ερμηνεύει και να εφαρμόζει όχι μόνον τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής, αλλά και τον μελλοντικό κανονισμό περί κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, καθώς και άλλα νομοθετήματα της Ένωσης, ιδίως κανονισμούς και οδηγίες, σε συνδυασμό με τα οποία θα πρέπει, ενδεχομένως, να ερμηνεύεται ο κανονισμός αυτός, δηλαδή διατάξεις σχετικές με άλλα συστήματα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικές με την εσωτερική αγορά και το δίκαιο του ανταγωνισμού. Επίσης, το εν λόγω δικαστήριο μπορεί να κληθεί να εκδικάσει διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του από απόψεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των γενικών αρχών του δικαίου του Ένωσης ή ακόμη και να εξετάσει το κύρος πράξεως της Ένωσης.

Μολονότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αγωγών μεταξύ ιδιωτών επί θεμάτων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στα δικαστήρια των κρατών μελών, τα κράτη μέλη δεν μπορούν πάντως να εκχωρήσουν την αρμοδιότητα επιλύσεως τέτοιων διαφορών σε δικαστήριο το οποίο θα συσταθεί βάσει διεθνούς συμφωνίας και το οποίο θα στερήσει από τα εθνικά δικαστήρια την αρμοδιότητά τους να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, ως δικαστήρια «κοινού δικαίου» της έννομης τάξεως της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δυνατότητα ή ακόμη και υποχρέωση υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στον οικείο τομέα. Το κατά το εν λόγω άρθρο σύστημα, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την προάσπιση του κοινοτικού χαρακτήρα του θεσπιζόμενου με τις Συνθήκες δικαίου, σκοπεί να διασφαλίσει σε όλες τις περιστάσεις ότι το δίκαιο αυτό θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα εντός όλων των κρατών μελών και καθιερώνει, ως εκ τούτου, άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας τα δεύτερα συμπράττουν ουσιαστικώς στην προσήκουσα εφαρμογή και στην ομοιόμορφη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, καθώς και στην προστασία των δικαιωμάτων που η έννομη αυτή τάξη παρέχει στους ιδιώτες.

Το σχέδιο συμφωνίας, όμως, προβλέπει μηχανισμό προδικαστικής παραπομπής κατά τον οποίο η δυνατότητα προδικαστικής παραπομπής στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, ενώ αφαιρείται από τα εθνικά δικαστήρια. Εξάλλου, τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας που θα αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης δεν θα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως, ούτε θα συνεπάγεται την οποιαδήποτε ευθύνη ενός ή πλειόνων κρατών μελών για την καταβολή αποζημιώσεως λόγω παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης καταλογιστέων σ’ αυτό το κράτος μέλος.

Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση συμφωνία, καθόσον αναθέτει σε διεθνές δικαστήριο ευρισκόμενο εκτός του θεσμικού και δικαιοδοτικού πλαισίου της Ένωσης αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται ορισμένων ειδών αγωγών ασκούμενων από ιδιώτες στον τομέα του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και αρμοδιότητα να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αυτό, στερεί από τα μεν κράτη μέλη τις αρμοδιότητές τους όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, από το δε Δικαστήριο την αρμοδιότητά του να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις σε απάντηση των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά, και ως εκ τούτου αλλοιώνει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται με τις Συνθήκες στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα κράτη μέλη και οι οποίες είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της ουσίας του δικαίου της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 71, 78, 80-81, 83-84, 86, 88-89)