Language of document : ECLI:EU:C:2010:14

Υπόθεση C-343/08

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Τσεχικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2003/41/ΕΚ – Δραστηριότητες και εποπτεία των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων – Παράλειψη μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη ολόκληρης της οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας – Απουσία επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων εγκατεστημένων εντός της εθνικής επικράτειας – Αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Εκτέλεση από τα κράτη μέλη – Ανάγκη πλήρους μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο – Ανυπαρξία εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία – Δεν ασκεί επιρροή – Εξαίρεση – Γεωγραφικοί λόγοι

(Άρθρο 249, εδ. 3, EΚ)

2.        Πράξεις των οργάνων – Οδηγίες – Εκτέλεση από τα κράτη μέλη – Ανάγκη πλήρους μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο – Οδηγία 2003/41 – Δραστηριότητες και εποπτεία των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων

(Άρθρο 137 § 4 EΚ, οδηγία 2003/41 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20 §§ 2 έως 4)

1.        Η μη ύπαρξη εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους δραστηριότητας στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος από την υποχρέωσή του να λάβει νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του συνόλου των διατάξεων της οδηγίας.

Τόσο η αρχή της ασφαλείας δικαίου όσο και η ανάγκη διασφαλίσεως της πλήρους εφαρμογής των οδηγιών, όχι μόνο στην πράξη αλλά και νομικώς, απαιτούν από τα κράτη μέλη να επαναλαμβάνουν τις συναφείς επιταγές της οδηγίας με δεσμευτικές νομικές διατάξεις στον τομέα που αφορά η οδηγία.

Τέτοιου είδους υποχρέωση βαρύνει τα κράτη μέλη όχι μόνον προκειμένου να προλάβουν οποιαδήποτε τροποποίηση της ισχύουσας σε δεδομένο χρονικό σημείο καταστάσεως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι όλα τα υποκείμενα δικαίου στην Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των υποκειμένων δικαίου των κρατών μελών στα οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένη δραστηριότητα στην οποία αναφέρεται δεδομένη οδηγία, θα γνωρίζουν, εν πάση περιπτώσει, με σαφήνεια τα ακριβή δικαιώματα και τις ακριβείς υποχρεώσεις τους.

Η μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση που η μεταφορά της δεν έχει νόημα για γεωγραφικούς λόγους.

(βλ. σκέψεις 39-42)

2.        Παραλείποντας να θεσπίσει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς τα άρθρα 8, 9, 13, 15 έως 18 και 20, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2003/41, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, που επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη μέλη στην επικράτεια των οποίων είναι εγκατεστημένα τέτοιου είδους ιδρύματα, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου της 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

Καίτοι, κατά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, κανένας επαγγελματικός συνταξιοδοτικός φορέας δεν μπορεί νομίμως να εγκατασταθεί στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ελλείψει δεύτερου πυλώνα στο εθνικό σύστημα συντάξεων, το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποχρεούται να μεταφέρει πλήρως τις διατάξεις της οδηγίας, θεσπίζοντας και θέτοντας σε ισχύ στο εσωτερικό της δίκαιο τις αναγκαίες προς τούτο νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις.

Μια τέτοια υποχρέωση μεταφοράς δεν μπορεί να θίξει την αρμοδιότητα που διαθέτει το ως άνω κράτος μέλος όσον αφορά την οργάνωση του εθνικού του συστήματος συντάξεων και τη διατήρηση της οικονομικής του ισορροπίας, υποχρεώνοντάς το να δημιουργήσει, στο πλαίσιο της μεταφοράς της, δεύτερο πυλώνα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα προνόμια που του αναγνωρίζει το άρθρο 137, παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση, ΕΚ. Καμία από τις διατάξεις της οδηγίας 2003/41 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη τη θέση σε εφαρμογή τέτοιου κανονιστικού πλαισίου. Η οδηγία αυτή αποτελεί ένα πρώτο μόνο βήμα προς την κατεύθυνση μιας εσωτερικής αγοράς επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, μέσω της εφαρμογής, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ενός ελάχιστου επιπέδου κανόνων εποπτείας. Αντιθέτως, δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει, έστω μερικώς, τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν τους κανόνες του εθνικού τους δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση καθαυτή των συστημάτων αυτών. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2003/41 καθαυτή δεν υποχρεώνει ένα κράτος μέλος το οποίο απαγορεύει την εγκατάσταση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφός του λόγω της απουσίας δεύτερου πυλώνα στο εθνικό του σύστημα συνταξιοδοτήσεως, να καταργήσει την απαγόρευση αυτή, ούτως ώστε να καταστήσει δυνατή την εγκατάσταση των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών φορέων στο έδαφός του, προκειμένου αυτοί να παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες αδιαμφισβήτητα εμπίπτουν στον δεύτερο πυλώνα των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

(βλ. σκέψεις 48, 52-53, 57, 59, 62, 69 και διατακτ.)