Language of document : ECLI:EU:C:2010:501

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑261/09

Ποινική δίκη

κατά

Gaetano Mantello

[αίτηση του Oberlandesgericht Stuttgart (Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτελέσεως – Αρχή “ne bis in idem” – Θεμελιώδες δικαίωμα – Εφαρμογή, όταν η απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος – Έννοια των “ίδιων πράξεων” – Αυτοτελής έννοια – Πεδίο εφαρμογής»





1.        Το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, που θεσπίσθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου (2), αντικατέστησε την τυπική διαδικασία εκδόσεως μεταξύ κρατών μελών με σύστημα παραδόσεως μεταξύ δικαστικών αρχών, στηριζόμενο σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών των αρχών. Θεωρείται, ορθώς, ως το μέσο δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που παράγει τα καλλίτερα αποτελέσματα.

2.        Η απόφαση-πλαίσιο απαριθμεί αποκλειστικώς τους λόγους για τους οποίους μπορεί να αποκλεισθεί η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Η εν προκειμένω προδικαστική διαδικασία αφορά για πρώτη φορά το περιεχόμενο του λόγου που διατυπώνεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, κατά τον οποίο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν πρέπει να εκτελείται όταν ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις και, σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί.

3.        Αφορμή για την κίνηση της προδικαστικής αυτής διαδικασίας αποτέλεσε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από την ιταλική δικαστική αρχή κατά Ιταλού υπηκόου που κατοικεί στη Γερμανία, στον οποίο η αρχή αυτή προσάπτει ότι συμμετείχε στη μέσω συμμορίας διακίνηση κοκαΐνης μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας επί χρονικό διάστημα αρκετών μηνών μεταξύ των ετών 2004 και 2005.

4.        Το Oberlandesgericht Stuttgart (Γερμανία) θέτει εν προκειμένω το ζήτημα της ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου σε σχέση με τις ακόλουθες περιστάσεις. Αφενός, ο εκζητούμενος καταδικάσθηκε από ιταλικό δικαστήριο λόγω παραβάσεως των διατάξεων περί παράνομης κατοχής κοκαΐνης, διαπραχθείσας στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, και, αφετέρου, οι ιταλικές προανακριτικές αρχές διέθεταν ήδη, κατά τον χρόνο αυτής της καταδίκης, επαρκή πληροφοριακά στοιχεία για τη δίωξη αυτού του προσώπου λόγω της συμμετοχής του στη διακίνηση που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, αλλά δεν προέβησαν σ’ αυτή για να μη βλάψουν την ομαλή εξέλιξη της έρευνάς τους για την εν λόγω διακίνηση.

5.        Υποβάλλει στο Δικαστήριο δύο ερωτήματα, το πρώτο ως προς το αν οι «ίδιες πράξεις», κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου εκτιμώνται κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος ή του κράτους μέλους εκτελέσεως ή αν πρέπει επιπλέον να αποτελούν το αντικείμενο αυτοτελούς ερμηνείας. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η έννοια των ίδιων πράξεων έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία οι προανακριτικές αρχές, όταν ο εκζητούμενος είχε καταδικασθεί για μεμονωμένη πράξη κατοχής ναρκωτικών ουσιών, είχαν την απόδειξη της συμμετοχής του σε μια μεγαλύτερης κλίμακας διακίνηση, αποφάσισαν όμως, προς το συμφέρον της προανακρίσεως, να μη προβούν στη δίωξή του λόγω αυτής της συμμετοχής του.

6.        Τα δύο αυτά ερωτήματα στηρίζονται στην προκείμενη ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου μπορεί από τη φύση του να έχει επίσης εφαρμογή, όταν τα περιστατικά που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κρίθηκαν με δικαστική απόφαση η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη στο κράτος μέλος, εντός του οποίου εκδόθηκε αυτό το ένταλμα.

7.        Η ορθότητα αυτής της προκείμενης αμφισβητείται έντονα από τα περισσότερα από τα κράτη μέλη που μετέχουν στην παρούσα διαδικασία, κατά τα οποία η εν λόγω πρόταση συλλογισμού αντιβαίνει προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο του συστήματος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Αυτά τα κράτη μέλη έχουν τη γνώμη ότι ο εν προκειμένω λόγος μη εκτελέσεως έχει εφαρμογή, μόνον οσάκις οι πράξεις που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κρίθηκαν με δικαστική απόφαση η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της εκδόσεως του εντάλματος.

8.        Επομένως, πριν από την εξέταση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ορθότητας της προκείμενης επί της οποίας στηρίχθηκαν τα ερωτήματα αυτά, όχι μόνο διότι πρόκειται για ζήτημα αρχής, αλλά και διότι το ίδιο ζήτημα ανακύπτει σε πολύ μεγάλο αριθμό περιπτώσεων.

9.        Θα επισημάνω ότι, μολονότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στηρίζεται σε ένα υψηλό επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης, γεγονός παραμένει ότι η παράδοση του εκζητούμενου, τον οποίο αφορά αυτό το ένταλμα, γίνεται κατόπιν αποφάσεως δικαστικής αρχής του κράτους μέλους εκτελέσεως (3), η οποία πρέπει να λαμβάνεται με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Θα εκθέσω ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου αποτελεί έκφραση της αρχής ne bis in idem, η οποία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα αναγνωριζόμενο από την έννομη τάξη όλων των κρατών μελών και κατοχυρωθέν με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4).

10.      Επομένως ότι, μολονότι δυνάμει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν εναπόκειται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την τήρηση αυτής της αρχής, γεγονός παραμένει ότι αυτή δεν μπορεί να εκτελέσει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, εάν διαθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι υφίσταται παραβίαση αυτής της αρχής, αυτό δε στην περίπτωση επίσης κατά την οποία οι πράξεις έχουν κριθεί τελεσιδίκως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

11.      Θα προτείνω, στη συνέχεια, στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η έννοια των «ίδιων πράξεων», στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, ελλείψει παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών ως προς το περιεχόμενό της, πρέπει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, να ερμηνεύεται ομοιόμορφα εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Θα υποστηρίξω επίσης ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο όπως η έννοια στην οποία αναφέρεται το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν (5), λόγω της ταυτότητας των όρων και της ομοιότητας των σκοπών αυτών των δύο διατάξεων.

12.      Τέλος, ως απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί, έχοντας υπόψη τη σχετική με την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ νομολογία, ότι το γεγονός ότι οι προανακριτικές αρχές διέθεταν, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εκζητούμενος δικάσθηκε για μια μεμονωμένη πράξη παράνομης κατοχής ναρκωτικών ουσιών, αποδεικτικά στοιχεία για την ανάμειξη αυτού του προσώπου, επί πολλούς μήνες, στη μέσω συμμορίας διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και παραιτήθηκαν από τη δίωξη αυτού του προσώπου γι’ αυτή την πράξη κατά το χρονικό αυτό σημείο χάριν των αναγκών της προανακρίσεως στερείται σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της έννοιας των ίδιων πράξεων.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Η απόφαση-πλαίσιο

13.      Η απόφαση-πλαίσιο έχει ως σκοπό την κατάργηση, μεταξύ των κρατών μελών, της τυπικής διαδικασίας εκδόσεως που προβλέπεται από τις διάφορες συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη αυτά τα κράτη, και την αντικατάστασή της με σύστημα παραδόσεως μεταξύ δικαστικών αρχών. Ειδικότερα, επιδιώκει «να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης» και να δώσουν τη θέση τους «σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων» (6).

14.      Η απόφαση-πλαίσιο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των ποινικών αποφάσεων, η οποία αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας (7). Το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που δημιουργήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο, βασίζεται σε ένα «υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης» μεταξύ των κρατών μελών (8).

15.      Παρά ταύτα, κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το εκζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.

16.      Ομοίως, κατά τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως-πλαισίου, η απόφαση αυτή σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ, όπως εκφράζονται στον Χάρτη.

17.      Οι σκοποί αυτοί της αποφάσεως-πλαισίου συγκεκριμενοποιούνται με τις κανονιστικές της διατάξεις ως ακολούθως.

18.      Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας αποφάσεως-πλαισίου.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

19.      Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμεί τρεις λόγους υποχρεωτικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Η [δικαστική αρχή εκτελέσεως] αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

2.      εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο [εκ]ζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης.»

20.      Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου διέπει, σε τέσσερα σημεία, τα των λόγων προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το άρθρο 4, σημεία 3 και 5, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

[…]

3.      όταν [οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως] αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν δίωξη για την αξιόποινη πράξη που αποτελεί το αντικείμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είτε να παύσουν τη δίωξη ή όταν ο [εκ]ζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης·

[…]

5.      εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο [εκ]ζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις αυτές πράξεις σε τρίτη χώρα, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί να εκτιθεί πλέον σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας της καταδίκης.»

21.      Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου απαριθμεί τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικώς να περιέχει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Πλην της ταυτότητας του εκζητουμένου, στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να εκτίθενται, μεταξύ άλλων, οι περιστάσεις της αξιόποινης πράξεως και τα σχετικά με τη συμμετοχή του εκζητουμένου. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να έχουν μεταφρασθεί στην επίσημη γλώσσα της δικαστικής αρχής εκτελέσεως.

22.      Το άρθρο 15 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά τα της αποφάσεως για την παράδοση. Προβλέπει τα εξής:

«1.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης αποφασίζει, εντός των προθεσμιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, για την παράδοση του προσώπου.

2.      Εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 3 έως 5 και το άρθρο 8, και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη της ότι είναι αναγκαίο να τηρηθούν οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 17.

3.      Η δικαστική αρχή [του κράτους μέλους] έκδοσης [(9)] του εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει οποτεδήποτε στη δικαστική αρχή εκτέλεσης κάθε επιπλέον χρήσιμη πληροφορία.»

23.      Το άρθρο 17 της αποφάσεως-πλαισίου είναι αφιερωμένο στις προθεσμίες και στη διαδικασία της αποφάσεως εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Έχει την ακόλουθη διατύπωση:

«1.      Για την εξέταση και εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ακολουθείται διαδικασία επείγοντος.

2.      Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο [εκζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην παράδοσή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός δέκα ημερών μετά τη συγκατάθεση.

3.      Στις λοιπές περιπτώσεις, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης θα πρέπει να λαμβάνεται εντός 60 ημερών από τη σύλληψη του [εκ]ζητουμένου.

4.      Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παραγράφους 2 ή 3 προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση, οι προθεσμίες μπορούν να παρατείνονται κατά τριάντα ημέρες.

5.      Εφόσον η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν έχει λάβει οριστική απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εξασφαλίζει ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις ώστε να είναι δυνατή η παράδοση προσώπων.

6.      Η άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

7.      Όταν, εκτάκτως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά την Eurojust, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησής του. Επιπλέον, ένα κράτος μέλος το οποίο έχει υποστεί επανειλημμένες καθυστερήσεις από άλλο κράτος μέλος στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ενώσεως] με σκοπό να γίνει αξιολόγηση, σε επίπεδο κρατών μελών, του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται η παρούσα απόφαση-πλαίσιο.»

24.      Τέλος, η απόφαση-πλαίσιο προβλέπει τα δικαιώματα του εκζητουμένου. Όταν το πρόσωπο αυτό συλλαμβάνεται, η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει, δυνάμει του άρθρου 11 της αποφάσεως-πλαισίου, να το ενημερώσει για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Ο συλληφθείς μπορεί να συγκατατεθεί ή όχι στην παράδοσή του. Μπορεί επίσης να παραιτηθεί ή όχι από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, κατά τον οποίο το πρόσωπο το οποίο παραδόθηκε δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν διώκεται για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα πριν από την παράδοσή του πλην εκείνης που την προκάλεσε (10). Όταν ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του, έχει δικαίωμα ακροάσεως από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως (11).

 Η αρχή ne bis in idem

25.      Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου αποτελεί έκφραση της αρχής ne bis in idem.

1.      Τα θεμέλια της αρχής ne bis in idem

26.      Η αρχή που εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα ne bis in idem ή non bis in idem, η οποία σημαίνει «ου δις επί τ’ αυτώ», έχει ως συνέπεια ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί να καταδικασθεί δύο φορές για την ίδια πράξη.

27.      Η αρχή αυτή είναι εγγενής στην έννοια του κράτους δικαίου. Πράγματι, όταν η κοινωνία άσκησε το εύλογο δικαίωμά της να τιμωρήσει τον δράστη μιας παραβάσεως των κανόνων της, έχει εξαντλήσει το δικαίωμά της διώξεως και επομένως δεν έχει πλέον την εξουσία να κολάσει το πρόσωπο που έχει ήδη καταδικασθεί γι’ αυτή την πράξη. Η εν λόγω αρχή είναι επομένως αρρήκτως συνδεδεμένη με τις αρχές του δεδικασμένου, καθώς και της αναλογικότητας, δυνάμει της οποίας η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα των πράξεων που αφορά η δίωξη.

28.      Θεωρούμενη σε σχέση με το άτομο, η αρχή ne bis in idem προορισμό έχει να εξασφαλίζει στον καταδικαθέντα ότι, όταν εκτίσει την ποινή του, θα έχει «πληρώσει το χρέος του» στην κοινωνία και θα μπορεί έτσι να ξαναβρεί τη θέση του σ’ αυτή, χωρίς να χρειάζεται να είναι υπό τον φόβο νέων διώξεων. Επομένως, ανταποκρίνεται σε μια διπλή απαίτηση δικαιοσύνης και ασφάλειας δικαίου.

29.      Η αρχή ne bis in idem είναι μια αρχαιότατη αρχή (12). Εντούτοις, μακράν από του να έχει περιπέσει σε αχρησία, ενισχύθηκε και διευρύνθηκε προοδευτικά με την εξέλιξη του ποινικού δικαίου στις σύγχρονες κοινωνίες, όσον αφορά, ειδικότερα, τη σημασία της κυρώσεως. Πράγματι, η σύγχρονη εξέλιξη του ποινικού δικαίου, στην οποία συμμετείχαν όλα τα κράτη μέλη, καθιστά την επανένταξη θεμελιώδες στοιχείο της λειτουργίας που επιτελεί η ποινή. Αυτή δεν έχει επομένως πλέον ως μοναδικό σκοπό τον κολασμό και την αποτροπή, αλλά επιδιώκει επίσης την ενθάρρυνση της επανεντάξεως του καταδικασθέντος. Αυτή η επανένταξη προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι το παθητικό θεωρείται ως οριστικώς εκκαθαρισθέν και ότι το πρόσωπο που δικάσθηκε τελεσιδίκως δεν έχει πλέον τίποτε να φοβάται από τον νόμο.

30.      Η αρχή ne bis in idem έχει καθιερωθεί με διάφορες διεθνείς πράξεις τόσο στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών όσο και στο πλαίσιο της Ενώσεως.

31.      Συγκεκριμένα, έκφραση της αρχής ne bis in idem αποτελεί το άρθρο 4 του έβδομου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1984, τουλάχιστον ως προς τα κράτη μέλη που έχουν προσχωρήσει σ’ αυτό (13). Το εν λόγω άρθρο 4 ορίζει τα εξής:

«1.      Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού.

[…]»

32.      Σε επίπεδο σχέσεων μεταξύ κρατών μελών, η αρχή ne bis in idem διατυπώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ (14) ως ακολούθως:

«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

33.      Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως εντός αυτής. Επιδιώκει την αποτροπή του ενδεχόμενου διώξεως ενός προσώπου, λόγω της εκ μέρους του ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, για τις ίδιες πράξεις στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών (15).

34.      Ελλείψει εναρμονίσεως των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών, η εφαρμογή μιας τέτοιας αρχής προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη αυτών των κρατών στα αντίστοιχα συστήματά τους ποινικής δικαιοσύνης και ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται την εφαρμογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη μέλη, έστω και αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του οδηγούσε σε διαφορετική λύση (16).

35.      Τέλος, η αρχή ne bis in idem έχει καθιερωθεί με το άρθρο 50 του Χάρτη ως αποκλείουσα διπλή καταδίκη τόσο από τα δικαιοδοτικά όργανα του ίδιου κράτους μέλους όσο και από τα δικαιοδοτικά όργανα διαφορετικών κρατών μελών, υπό τον όρο ότι η κατάσταση διέπεται από το δίκαιο της Ενώσεως (17). Το εν λόγω άρθρο 50 προβλέπει τα εξής:

«κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο.» (18)

2.      Το περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem

36.      Το ακριβές περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem, πέραν της πολύ γενικής προαναφερθείσας ερμηνείας, είναι δύσκολο να καθορισθεί (19). Μπορεί να ποικίλλει σημαντικά από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Οι διαφορές μπορούν να αφορούν τα δύο στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η εφαρμογή αυτής της αρχής, δηλαδή το bis και το idem.

37.      Η έννοια του bis βρίσκεται σε αντιστοιχία προς τον προσδιορισμό των αποφάσεων που μπορούν να καθιστούν δυνατή την εφαρμογή της αρχής.

38.      Το άρθρο 4 του έβδομου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και το άρθρο 50 του Χάρτη αναφέρονται, όπως το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, σε μια αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη. Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου προσθέτουν εντούτοις, ως συμπληρωματικό όρο σε περίπτωση καταδικαστικής αποφάσεως, ότι η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης.

39.      Τίθεται, πάντως, το ζήτημα αν ο τελευταίος αυτός όρος καλύπτει την περίπτωση της χάρης και της αμνηστίας, ή ακόμη το ζήτημα της διαπιστώσεως αν οι αποφάσεις που μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem περιορίζονται μόνο στις αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων ή περιλαμβάνουν και τις αποφάσεις των διωκτικών αρχών, όταν αυτές θέτουν οριστικώς τέλος στη δίωξη, ενδεχομένως δε υπό ποιες προϋποθέσεις.

40.      Η έννοια του idem παραπέμπει στα στοιχεία που πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν ήδη κριθεί. Μπορεί να πρόκειται, υπό μια θετική για τα πρόσωπα αντίληψη, για την ταυτότητα μόνον των υλικών πράξεων ή ακόμη, υπό μια πιο αυστηρή εννοιολογική θεώρηση, για την ταυτότητα των παραβάσεων, δηλαδή των πράξεων αυτών περιβεβλημένων με τον νομικό τους χαρακτηρισμό.

41.      Το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με πολλά από αυτά τα ζητήματα στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

42.      Όσον αφορά το bis, ερμήνευσε τον όρο ότι η ποινή που επιβάλλει δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους «έχει ήδη εκτιθεί» ή «εκτίεται» υπό την έννοια ότι καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή. Αντιθέτως, η έννοια αυτή δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα και/ή τεθεί υπό καθεστώς προσωρινής κράτησης για μικρό χρονικό διάστημα και, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, η στέρηση αυτή της ελευθερίας πρέπει να συνυπολογίζεται κατά τη μετέπειτα έκτιση της ποινής φυλακίσεως (20).

43.      Επίσης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αρχή ne bis in idem εφαρμόζεται στην περίπτωση αποφάσεως δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως και με την οποία ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε αμετακλήτως λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη (21).

44.      Ομοίως, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή σε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση λόγω ανεπαρκών αποδείξεων (22). Τέλος, καλύπτει μια δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί ερήμην από δικαστική αρχή κράτους μέλους εκτός του γεωγραφικού πεδίου που καλύπτεται από τη ΣΕΣΣ (23).

45.      Όσον αφορά αυτόν που εξέδωσε τη δυνάμενη να επιφέρει εφαρμογή της αρχής ne bis in idem απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή αυτή έχει επίσης εφαρμογή στις διαδικασίες με τις οποίες εξαλείφεται η δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως και κατά τις οποίες ο εισαγγελέας κράτους μέλους αποφασίζει, χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου, να παύσει την ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί στο κράτος αυτό, αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος έχει εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού που έχει καθορίσει ο εισαγγελέας (24).

46.      Αντιθέτως, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση των δικαστικών αρχών κράτους μέλους με την οποία η υπόθεση κηρύσσεται περατωθείσα κατόπιν της αποφάσεως του εισαγγελέα να μη συνεχίσει την ποινική δίωξη για τον λόγο και μόνον ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε άλλο κράτος μέλος κατά του ίδιου κατηγορουμένου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, χωρίς μάλιστα να πραγματοποιείται καμία αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών (25).

47.      Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται ούτε στην απόφαση με την οποία μια δημόσια αρχή συμβαλλόμενου κράτους, μετά την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως που της έχει ανατεθεί, διατάσσει, σε στάδιο προγενέστερο της απαγγελίας κατηγορίας κατά του προσώπου για το οποίο υπάρχει η υποψία ότι έχει διαπράξει έγκλημα, την προσωρινή παύση της ποινικής διώξεως, εφόσον αυτή η απόφαση για παύση της διώξεως δεν εξαλείφει οριστικά, κατά την εθνική νομοθεσία του κράτους αυτού, τη δυνατότητα ασκήσεως ποινικής διώξεως και επομένως δεν συνιστά εμπόδιο για την άσκηση, στο εν λόγω κράτος, νέας ποινικής διώξεως για τα ίδια πραγματικά περιστατικά (26).

48.      Όσον αφορά το idem, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ έχει την έννοια ότι το κατάλληλο κριτήριο για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου είναι το κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών υπό την έννοια ενός συνόλου περιστατικών που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού τους ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (27).

49.      Διευκρίνισε ότι όσον αφορά τα σχετικά με ναρκωτικές ουσίες εγκλήματα, δεν απαιτείται να είναι η ίδια ποσότητα ναρκωτικών στα δύο συμβαλλόμενα κράτη ή να ταυτίζονται τα άτομα που φέρεται ότι τέλεσαν τις οικείες πράξεις στα δύο αυτά κράτη, οπότε δεν αποκλείεται μια κατάσταση στην οποία δεν υφίσταται μια τέτοια ταυτότητα να αποτελεί σύνολο πραγματικών περιστατικών τα οποία, από την ίδια τη φύση τους, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η οριστική αξιολόγηση του ζητήματος αυτού απόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές (28).

50.      Η νομολογία αυτή καθορίζει το ελάχιστο μόνον περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem στις σχέσεις μεταξύ κρατών. Σύμφωνα με το άρθρο 58 της ΣΕΣΣ, το άρθρο 54 αυτής της συμβάσεως δεν εμποδίζει την εφαρμογή ευρυτέρων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία συνδέεται με τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.

51.      Στο πλαίσιο της αμιγώς εσωτερικής έννομης τάξεως των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο που πρέπει να έχει η αρχή ne bis in idem. Όσον αφορά την έννοια του idem, υιοθέτησε τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία πρέπει να λαμβάνονται ως βάση μόνον τα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το προστατευόμενο έννομο συμφέρον (29).

 Τα εθνικά δίκαια

1.      Το γερμανικό δίκαιο

52.      Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 83, σημείο 1, του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen) της 23ης Δεκεμβρίου 1982, όπως έχει τροποποιηθεί με τον νόμο περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (Europäisches Haftbefehlsgesetz) της 20ής Ιουλίου 2006 (30). Αυτό το άρθρο, που επιγράφεται «Συμπληρωματικές προϋποθέσεις παραδεκτού», ορίζει τα εξής:

«Η έκδοση δεν επιτρέπεται, όταν

1.      Ο διωκόμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως από άλλο κράτος μέλος για την ίδια πράξη, στην οποία στηρίζεται η αίτηση, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης [...].

[…]»

2.      Το ιταλικό δίκαιο

53.      Τα άρθρα 73 και 74 του διατάγματος 306/90 του Προέδρου της Δημοκρατίας για την «έγκριση ενιαίου κειμένου των νόμων περί ναρκωτικών ουσιών και ψυχοτρόπων ουσιών», της 9ης Οκτωβρίου 1990, έχουν ως ακολούθως:

«Άρθρο 73. Παράνομη παραγωγή, διακίνηση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών ή ψυχοτρόπων ουσιών

1.      Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή από έξι έως είκοσι έτη και με πρόστιμο 26 000 έως 260 000 ευρώ όποιος, άνευ της κατά το άρθρο 17 άδειας, καλλιεργεί, παράγει, παρασκευάζει, λαμβάνει δι’ επεξεργασίας, εξευγενίζει, πωλεί, εκχωρεί, διανέμει, εμπορεύεται, μεταφέρει, προμηθεύει, αποστέλλει, περνά ή διακινεί υπό διαμετακόμιση ή παραδίδει για οποιονδήποτε σκοπό ναρκωτικές ουσίες ή ψυχότροπες ουσίες […].

[…]

6.      Η ποινή προσαυξάνεται, αν η πράξη τελέσθηκε από τρία ή και πλέον άτομα, τα οποία ενεργούν από κοινού.

Άρθρο 74. Ένωση σκοπό έχουσα την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών ή ψυχοτρόπων ουσιών

1.      Όταν τρία ή και πλέον άτομα συγκροτούν ένωση για τη διάπραξη περισσότερων από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 73 εγκλήματα, αυτός που έχει την πρωτοβουλία για την ίδρυση της ενώσεως, την ιδρύει, διευθύνει, οργανώνει ή χρηματοδοτεί, τιμωρείται αποκλειστικώς με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον είκοσι ετών.

2.      Όποιος συμμετέχει στην ένωση, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον δέκα ετών.

3.      Η ποινή προσαυξάνεται, αν ο αριθμός των συμμετεχόντων είναι δέκα […].

[…]»

54.      Κατά το άρθρο 649 του ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «δεν μπορεί κατά του αθωωθέντος ή καταδικασθέντος με απόφαση ή διάταξη ποινικού δικαστηρίου που κατέστη απρόσβλητη να κινηθεί νέα ποινική διαδικασία για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν αυτή τυγχάνει διαφορετικής εκτιμήσεως από την άποψη του νομικού της χαρακτηρισμού, του βαθμού σοβαρότητάς της ή των περιστάσεων».

55.      Κατά τα εκτεθέντα από την Ιταλική Κυβέρνηση, από τη νομολογία του Corte suprema di cassazione (αναιρετικού δικαστηρίου) (Ιταλία) προκύπτει πάντως ότι «η προβλεπόμενη στο άρθρο 649 του κώδικα ποινικής δικονομίας ένσταση δεν μπορεί να προβληθεί, όταν η πράξη που κρίθηκε αμετακλήτως αφορά περίπτωση κατ’ ιδέα συρροής παραβάσεων, εφόσον η συμπεριφορά που έχει εφεξής κριθεί αμετακλήτως μπορεί να επαναχαρακτηρισθεί ως πραγματικό στοιχείο και να ενταχθεί, βάσει διαφορετικής, μάλιστα δε εναλλακτικής, εκτιμήσεως, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο απαγγελίας κατηγορίας».

II – Τα περιστατικά και η διαδικασία στη διαφορά της κύριας δίκης

 Το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως

56.      Στις 7 Νοεμβρίου 2008, το Tribunale di Catania, Sezione del Giudice per le indagini preliminari (δικαστήριο της Κατάνης, τμήμα επιφορτισμένου με τις προκαταρκτικές έρευνες δικαστή) (Ιταλία) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά του G. Mantello, στηριζόμενο σε εθνικό ένταλμα συλλήψεως της 5ης Σεπτεμβρίου 2008, που αφορά αυτό το πρόσωπο και άλλους 76 συγκατηγορουμένους.

57.      Με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, προσάπτονται στον G. Mantello δύο πράξεις.

58.      Αφενός, φέρεται ότι κατά το χρονικό διάστημα λίγο πριν από τον Ιανουάριο του 2004 και έως τον Νοέμβριο του 2005 συμμετείχε στο πλαίσιο συμμορίας, που αποτελούνταν από τουλάχιστον δέκα άλλα άτομα, σε οργανωμένη διακίνηση κοκαΐνης στη Vittoria (Ιταλία), σε άλλες ιταλικές πόλεις, καθώς και στη Γερμανία. Ο G. Mantello ανέλαβε όχι μόνον τον ρόλο του μεταφορέα και του μεσάζοντος, αλλά ήταν επίσης υπεύθυνος για τη διάθεση της κοκαΐνης και για την εμπορία της.

59.      Αφετέρου, κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα και σ’ αυτούς τους τόπους, δρώντας ατομικώς και από κοινού ως συνεργός, παρανόμως απέκτησε κοκαΐνη, την κατείχε και τη μετέφερε, την πώλησε ή ακόμη την εκποίησε σε τρίτους.

 Η απόφαση που μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως

60.      Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, το αργότερο από τον Ιανουάριο του 2004, διάφορες διενεργούσες την προανάκριση ιταλικές αρχές προέβησαν σε έρευνες για παράνομη διακίνηση κοκαΐνης σε μεγάλη κλίμακα στην περιοχή της Vittoria. Η ακρόαση τηλεφωνικών κλήσεων του G. Mantello, κατά το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιανουαρίου έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2005, επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του σ’ αυτή τη διακίνηση. Ο G. Mantello παρακολουθήθηκε επίσης από προανακριτικούς υπαλλήλους κατά τη διάρκεια μερικών από τις μετακινήσεις του, μεταξύ ιδίως της Σικελίας (Ιταλία) και του Μιλάνου (Ιταλία) στις 28 Ιουλίου 2005, καθώς και στις 12 Αυγούστου 2005, και μεταξύ της Σικελίας, του Esslingen (Γερμανία) και της Κατάνης στις 12 Σεπτεμβρίου 2005.

61.      Κατά την τελευταία αυτή μετακίνηση, ο G. Mantello αγόρασε 150 γραμμάρια κοκαΐνης στο Esslingen και, κατά την επιστροφή του το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, συνελήφθη, κατά την έξοδό του από το τραίνο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατάνης, από την αστυνομία σιδηροδρόμων. Μετέφερε δύο φακελάκια που περιείχαν αντιστοίχως 9,5 γραμμάρια και 145,96 γραμμάρια κοκαΐνης, που αντιστοιχούσαν σε ποσότητα 599 έως 719 ατομικών δόσεων.

62.      Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2005, το Tribunale di Catania καταδίκασε τον G. Mantello σε στερητική της ελευθερίας ποινή τριών ετών, έξι μηνών, και είκοσι ημερών, καθώς και σε χρηματική ποινή ύψους 13 000 ευρώ, λόγω του ότι στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, στην Κατάνη, είχε στην κατοχή του παρανόμως 155,46 γραμμάρια κοκαΐνης, προοριζόμενης για μεταπώληση. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με απόφαση του Corte d’apello di Catania (εφετείου Κατάνης) της 18ης Απριλίου 2006.

 Η διαδικασία ενώπιον της δικαστικής αρχής εκτελέσεως

63.      Έχοντας λάβει γνώση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μέσω του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS), η Generalstaatsanwaltschaft Stuttgart (γενική εισαγγελική αρχή της Στουτγκάρδης) (Γερμανία), προέβη στη σύλληψη του G. Mantello στις 3 Δεκεμβρίου 2008 στην κατοικία του και διέταξε να εμφανισθεί ενώπιον του Amtsgericht Stuttgart (κατώτατο πρωτοβάθμιο δικαστήριο Στουτγκάρδης). Κατά την εμφάνισή του, ο G. Mantello αντιτάχθηκε στην παράδοσή του στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος και δεν παραιτήθηκε από τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της ειδικότητας. Κατόπιν αιτήματος της Generalstaatsanwaltschaft Stuttgart, το Oberlandesgericht Stuttgart παρακάλεσε τις ιταλικές αρχές, στις 22 Ιανουαρίου 2009, να ελέγξουν αν η απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2005 εμποδίζει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

64.      Δεδομένου ότι δεν έλαβε καμία πληροφορία από αυτές τις αρχές, το Oberlandesgericht Stuttgart αποφάσισε, στις 20 Μαρτίου 2009, να αναστείλει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο στον G. Mantello.

65.      Στις 4 Απριλίου 2009, η αρμόδια ανακρίτρια δικαστής του Tribunale di Catania απάντησε ότι η αρχή ne bis in idem δεν μπορούσε να έχει εφαρμογή. Η Generalstaatsanwaltschaft Stuttgart ζήτησε τότε από το αιτούν δικαστήριο να προβεί στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

66.      Το Oberlandesgericht Stuttgart διερωτάται εντούτοις αν μπορεί να μη κάνει δεκτό αυτό το αίτημα εκτελέσεως, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων περιστάσεων. Κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η προανάκριση είχε ως κατάληξη την καταδίκη του G. Mantello λόγω κατοχής κοκαΐνης προς τον σκοπό μεταπωλήσεώς της, οι προανακριτικοί υπάλληλοι διέθεταν ήδη επαρκείς αποδείξεις για να του προσάψουν τη διάπραξη εγκλήματος και να ασκήσουν δίωξη κατ’ αυτού για τις κατηγορίες στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, ιδίως δε τη μέσω συμμορίας διακίνηση ναρκωτικών. Εντούτοις, για τους σκοπούς της προανακρίσεως, οι ανακριτικοί αυτοί υπάλληλοι, προκειμένου να μπορέσουν να αποδιοργανώσουν αυτή τη διακίνηση και να συλλάβουν τα άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δεν ανακοίνωσαν στην ανακρίτρια δικαστή τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους, ούτε ζήτησαν τότε να ασκηθεί ποινική δίωξη γι’ αυτές τις πράξεις.

67.      Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, κατά το γερμανικό δίκαιο, όπως ερμηνεύεται από το Bundesgerichtshof (ομοσπονδιακό δικαστήριο) (Γερμανία), η εκ των υστέρων δίωξη για έγκλημα ενώσεως προσώπων είναι κατ’ αρχήν δυνατή, αν, αφενός, μόνο μεμονωμένες πράξεις του μέλους μιας τέτοιας ενώσεως αποτέλεσαν το αντικείμενο της πρότερης κατηγορίας και δικαστικής εξετάσεως και αν, αφετέρου, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η προηγούμενη διαδικασία περιελάμβανε όλες τις σχετικές με τη δράση της ενώσεως πράξεις. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι επιπλέον αναγκαίο να μην ήταν γνωστό, κατά το χρονικό σημείο της καταδίκης για τη μεμονωμένη πράξη, στις επιφορτισμένες με την προανάκριση αρχές ότι υπήρχαν και άλλες επί μέρους πράξεις και γενικώς έγκλημα ενώσεως προσώπων, πράγμα ακριβώς που δεν συνέβαινε ως προς τις επιφορτισμένες με την προανάκριση αρχές στην Ιταλία.

68.      Εξάλλου, το εν λόγω δικαστήριο τονίζει ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν υπάρχει στοιχείο διακρατικού χαρακτήρα, καθόσον το εν δυνάμει idem συνίσταται σε δικαστική απόφαση που προέρχεται από το ίδιο το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος και όχι από άλλο κράτος μέλος. Υπογραμμίζει, επιπλέον, ότι η έννοια των «ίδιων πράξεων», στην οποία αναφέρεται η απόφαση-πλαίσιο, δεν έχει ακόμη αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας από το Δικαστήριο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η διαμορφωθείσα στο πλαίσιο της ΣΕΣΣ νομολογία μπορεί να ισχύει κατ’ αναλογία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

69.      Κατόπιν αυτών των σκέψεων, το Oberlandesgericht Stuttgart αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Η εκτίμηση περί του αν πρόκειται για “ίδιες πράξεις”, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της [αποφάσεως-πλαισίου], πρέπει να γίνεται βάσει

α)      του δικαίου του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, ή

β)      του δικαίου του κράτους μέλους εκτελέσεως, ή

γ)      της αυτοτελούς, στο πλαίσιο του δικαίου της Ενώσεως ερμηνείας της έννοιας “ίδιες πράξεις”;

2)      Συνιστά “ίδια πράξη” κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2 της αποφάσεως-πλαισίου η παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών, όπως στην περίπτωση συμμετοχής σε συμμορία με σκοπό την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, όταν οι διενεργούσες την προανάκριση αρχές είχαν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως λόγω παράνομης εισαγωγής ναρκωτικών, πληροφορίες και αποδείξεις, κατά τις οποίες υφίστατο υπόνοια συμμετοχής στη συμμορία, πλην όμως, για λόγους προανακριτικής τακτικής, δεν έθεσαν υπόψη του δικαστηρίου τις σχετικές πληροφορίες και αποδείξεις και ως εκ τούτου δεν άσκησαν ποινική δίωξη;»

IV – Ανάλυση

70.      Η αίτηση του Oberlandesgericht Stuttgart για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται παραδεκτώς, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 35 ΕΕ. Πράγματι, από τη σχετική με την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ ενημέρωση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 1ης Μαΐου 1999 (31), προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη σε δήλωση βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 2, ΕΕ, με την οποία αποδέχεται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΕ, δηλαδή επί των ερωτημάτων που υποβάλλουν όλα τα δικαστήριά της.

71.      Πριν από την εξέταση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, κρίνεται αναγκαίο να εξετασθεί το ζήτημα αν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου λόγος υποχρεωτικής μη εκτελέσεως έχει εφαρμογή, όταν η απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη και που μπορεί να δικαιολογεί την εφαρμογή του έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος.

 Επί της εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, όταν οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχουν κριθεί αμετακλήτως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος

72.      Αρκετά κράτη μέλη, που παρενέβησαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, υποστηρίζουν ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου λόγος υποχρεωτικής μη εκτελέσεως δεν έχει εφαρμογή σ’ αυτή την περίπτωση (32). Προέβαλαν, προς στήριξη αυτής της απόψεως, ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου και ότι οι δικαστικές αρχές που εκδίδουν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως υποχρεούνται να διασφαλίζουν την τήρησή της. Υπογραμμίζουν ότι οι αρχές αυτές είναι οι πλέον κατάλληλες για να ελέγχουν αν το πρόσωπο, κατά του οποίου εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, έχει ήδη καταδικασθεί στο κράτος τους για τις ίδιες πράξεις.

73.      Επομένως, κατά τις κυβερνήσεις αυτών των κρατών μελών, η εφαρμογή του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και προς το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να έχει η δικαστική αρχή εκτελέσεως έναντι της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος.

74.      Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, η εκτίμηση της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, ότι η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή, είναι δεσμευτική για τη δικαστική αρχή εκτελέσεως.

75.      Η Ισπανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2009, Wolzenburg (33). Προβάλλει, όπως και η Τσεχική Κυβέρνηση, ότι η αρχή ne bis in idem, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, έχει κατ’ ανάγκη διακρατικό χαρακτήρα έναντι αυτής στην οποία αναφέρεται το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής ne bis in idem διαπράττεται όχι κατά την παράδοση, αλλά κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, ενδεχομένως, κατόπιν ακροάσεως του εκζητουμένου προσώπου κινεί σχετικώς διαδικασία έρευνας.

76.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη που υποστηρίζουν αυτές οι κυβερνήσεις, διότι, κατά τη γνώμη μου, είναι αντίθετη προς το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, όπως αυτό καθορίζεται από την απόφαση-πλαίσιο, και προς το γεγονός ότι το άρθρο 3, σημείο 2, αυτής αποτελεί έκφραση ενός θεμελιώδους δικαιώματος.

77.      Συγκεκριμένα, μολονότι το σύστημα της αποφάσεως-πλαισίου στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, ο νομοθέτης της Ενώσεως δεν θέλησε να εξομοιώσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως με το εθνικό ένταλμα συλλήψεως, η εκτέλεση του οποίου εναπόκειται ευθέως στις αστυνομικές δυνάμεις του κράτους μέλους εκτελέσεως. Προέβλεψε ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στηρίζεται στη συνεργασία των δικαστικών αρχών των οικείων κρατών μελών και ότι για την παράδοση του εκζητουμένου θα πρέπει να υπάρχει απόφαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως, η οποία μπορεί να την αρνηθεί για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στην απόφαση-πλαίσιο.

78.      Καθιστώντας τον λόγο που διατυπώνεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου λόγο υποχρεωτικής μη εκτελέσεως, ενώ η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος τεκμαίρεται ότι έλεγξε η ίδια ότι οι προσαπτόμενες στο οικείο πρόσωπο πράξεις δεν έχουν ήδη κριθεί, ο νομοθέτης της Ενώσεως θέλησε ρητώς, αφενός, η αρχή ne bis in idem να συνιστά όχι μόνον εμπόδιο για να δικασθεί εκ νέου το ίδιο πρόσωπο, αλλά και εμπόδιο για την παράδοσή του και, αφετέρου, η τήρηση αυτής της αρχής να μην επαφίεται αποκλειστικώς στην εκτίμηση της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, αλλά να διασφαλίζεται επίσης από τη δικαστική αρχή εκτελέσεως.

79.      Προς τούτο, η απόφαση-πλαίσιο προβλέπει ολόκληρη δέσμη κανόνων, οι οποίοι παρέχουν στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη δυνατότητα να διασφαλίζει συγκεκριμένα την τήρηση της εν λόγω αρχής. Έτσι, απαιτείται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως να περιέχει τα χρήσιμα στοιχεία σε σχέση με τις πράξεις που μπορούν να προσαφθούν στο εκζητούμενο πρόσωπο. Προβλέπεται επίσης ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί στην ακρόαση αυτού του προσώπου. Τέλος, η αρχή αυτή μπορεί, ενδεχομένως, να ζητήσει από τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος όλες τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες σε σχέση με τον λόγο υποχρεωτικής μη εκτελέσεως.

80.      Καταλαβαίνω, σ’ αυτό το στάδιο της αναλύσεως, το επιχείρημα των κυβερνήσεων ότι ο διπλός έλεγχος που προβλέπει αυτό το σύστημα δεν θα είχε όντως χρησιμότητα παρά μόνον αν το εκζητούμενο πρόσωπο έχει ήδη δικασθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος. Πράγματι, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, η οποία δεν είχε ίσως τη δυνατότητα να ακούσει το εκζητούμενο πρόσωπο, μπορεί δικαιολογημένα, ελλείψει ενός ευρωπαϊκού ποινικού μητρώου που να συγκεντρώνει όλες τις εκδιδόμενες από όλα τα κράτη μέλη καταδικαστικές αποφάσεις, να αγνοεί ότι η υπόθεση έχει ήδη εκδικασθεί σε άλλο κράτος μέλος. Αντιθέτως, δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος όσον αφορά απόφαση εκδοθείσα στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, κατά μείζονα δε λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, η αμετάκλητη απόφαση που επικαλείται ο εκζητούμενος και το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχουν εκδοθεί από το ίδιο δικαιοδοτικό όργανο.

81.      Δεν νομίζω ότι αυτό το επιχείρημα μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου στην περίπτωση αμετάκλητης αποφάσεως που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος της εκδόσεως του εντάλματος.

82.      Βεβαίως, λόγω του υψηλού επιπέδου αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ της δικαστικής αρχής εκτελέσεως και της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, δεν εναπόκειται στην πρώτη από αυτές να ερευνά αυτεπαγγέλτως αν οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχουν ήδη κριθεί ή όχι στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ή σε άλλο κράτος μέλος. Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου δεν επιβάλλει τέτοιες εκ των προτέρων επαληθεύσεις, διότι προβλέπει ότι έχει εφαρμογή «εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει» ότι ο εκζητούμενος έχει ήδη δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις.

83.      Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν η αντίδραση της δικαστικής αυτής αρχής, όταν διαθέτει τέτοιες πληροφορίες, πρέπει να είναι διαφορετική, ανάλογα με το αν η αμετάκλητη απόφαση εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ή σε άλλο κράτος μέλος.

84.      Δεν το νομίζω για τους ακόλουθους λόγους. Αφενός, όπως το υπογράμμισε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου και το σύστημα που σκοπό έχει την τήρησή του δεν περιορίζονται στις περιπτώσεις, όπου οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχουν κριθεί αμετακλήτως σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της εκδόσεως του εντάλματος.

85.      Αφετέρου, το θεμελιώδες δικαίωμα, στην προστασία του οποίου σκοπεί αυτή η διάταξη της αποφάσεως-πλαισίου, έχει την ίδια αξία σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

86.      Η αρχή ne bis in idem, το υπενθυμίζω, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως όλων των κρατών μελών, ως αρχή εγγενής στην έννοια του κράτους δικαίου, και το οποίο έχει ρητώς κατοχυρωθεί στον Χάρτη.

87.      Αποτελεί πάγια νομολογία ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ενώσεως, οφείλουν να το πράττουν σεβόμενα τα θεμελιώδη δικαιώματα (34). Η νομολογία αυτή δεν περιορίζεται στις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ. Εφαρμόζεται στο σύνολο των πράξεων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της Ενώσεως (35), διότι κατά το άρθρο 6 ΕΕ, η Ένωση στηρίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου και στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών.

88.      Κατά συνέπεια, όπως και η νομιμότητα μιας πράξεως που εκδίδεται στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, όπως είναι η απόφαση-πλαίσιο, μπορεί να ελέγχεται με γνώμονα τα θεμελιώδη δικαιώματα (36) έτσι και η δράση των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν μια τέτοια πράξη, πρέπει να συνάδει προς αυτά ακριβώς τα δικαιώματα. Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως υπέχει αυτή την υποχρέωση, όταν είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, όπως αυτό υπενθυμίζεται ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου.

89.      Προβλέποντας ότι η αρχή ne bis in idem συνιστά λόγο υποχρεωτικής μη εκτελέσεως και όχι απλώς εμπόδιο στο πλαίσιο δίκης εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, ο νομοθέτης της Ενώσεως έλαβε υπόψη και θέλησε να προλάβει τα συνιστώντα προσβολή των ατομικών ελευθεριών αποτελέσματα που θα συνεπήγετο η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, μη λαμβανομένης υπόψη αυτής της αρχής.

90.      Είναι σημαντικό, πράγματι, να υπομνησθεί ότι η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως έχει ως συνέπεια τη σύλληψη του εκζητούμενου, κατόπιν δε, ενδεχομένως, τη θέση του υπό κράτηση στο κράτος μέλος εκτελέσεως για χρονικό διάστημα που μπορεί να διαρκέσει έως 60 ημέρες, αν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να παραδοθεί, και, τέλος, την αναγκαστική μεταφορά του σε άλλο κράτος μέλος, στη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος. Ενόψει των αποτελεσμάτων που έχουν αυτά τα μέτρα για τις ατομικές ελευθερίες, ο νομοθέτης της Ενώσεως εκτίμησε ευλόγως ότι η εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως πρέπει να θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος της διώξεως που ασκήθηκε από τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος.

91.      Επιπλέον, η περίπτωση κατά την οποία οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως θεωρούνται ότι έχουν κριθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος δεν συνιστά αμιγώς εσωτερική κατάσταση, της οποίας το συμβατό με τα θεμελιώδη δικαιώματα θα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα αποκλειστικώς το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

92.      Πράγματι, από τη στιγμή κατά την οποία ο εκζητούμενος αποτελεί το αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η κατάστασή του καλύπτεται από το δίκαιο της Ενώσεως και η εκτέλεση του εντάλματος πρέπει να είναι σύμφωνη προς τις γενικές αρχές του δικαίου που διέπουν τη δράση της Ενώσεως, καθώς και τη δράση των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν αυτό το δίκαιο.

93.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου έχει ή όχι εφαρμογή, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν επαληθεύει αν πράγματι τηρήθηκε η αρχή ne bis in idem, όπως αυτή ορίζεται στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, από τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, αλλά ελέγχει την τήρηση της εξαγγελλόμενης με αυτή τη διάταξη του δικαίου της Ενώσεως αρχής, σύμφωνα με τον ορισμό που της έχει δώσει το Δικαστήριο.

94.      Τέλος, τα βλαπτικά αποτελέσματα που έχει για τον εκζητούμενο η κατά παραβίαση αυτής της αρχής εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εμφανίζουν την ίδια βαρύτητα, είτε οι πράξεις έχουν κριθεί στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος είτε σε άλλο κράτος μέλος.

95.      Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει να εφαρμόσει τον λόγο μη εκτελέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, αν, όλως απροβλέπτως, αποδεικνυόταν ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχουν ήδη κριθεί αμετακλήτως στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος ή, ακόμη, αν, αφού έχει λάβει πληροφοριακά στοιχεία υπ’ αυτή την έννοια και έχει ερωτήσει τη δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος, προκειμένου να επαληθεύσει την ακρίβειά τους, δεν λαμβάνει ικανοποιητική απάντηση από αυτή.

96.      Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της υποθέσεως, ευλόγως η γερμανική δικαστική αρχή εκτελέσεως, κατόπιν της διαβεβαιώσεως του εκζητουμένου ότι είχε ήδη δικασθεί στην Ιταλία για τις πράξεις στις οποίες αναφέρεται το εκδοθέν από το Tribunale di Catania ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, ερώτησε τις ιταλικές δικαστικές αρχές ως προς το υποστατό και το περιεχόμενο της σχετικής αποφάσεως, προκειμένου να εκτιμήσει αν, λαμβανομένης αυτής υπόψη, είχε ή όχι εφαρμογή ο λόγος μη εκτελέσεως, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

97.      Κατόπιν, η γερμανική δικαστική αρχή εκτελέσεως, καθόσον τρέφει αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης και καθόσον το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη διευκρινίσει την έννοια των «ίδιων πράξεων» κατ’ αυτή τη διάταξη, ευλόγως υπέβαλε στο Δικαστήριο την παρούσα αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

98.      Τα προδικαστικά της ερωτήματα, με τα οποία ζητείται να διευκρινισθούν τα κριτήρια, βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμηθεί το περιεχόμενο αυτής της έννοιας, είναι απολύτως λυσιτελή για τη διαφορά της κύριας δίκης και, επομένως, παραδεκτά.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

99.      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν κατ’ ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου η έννοια των «ίδιων πράξεων», στην οποία αναφέρεται αυτή η διάταξη, πρέπει να κρίνεται κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος ή κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, ή μήπως συνιστά αυτοτελή έννοια, προσιδιάζουσα στην Ένωση.

100. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της εν λόγω εννοίας πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, αυτό δε για τους ακόλουθους λόγους.

101. Πρώτον, κατ’ αυτή την κυβέρνηση, το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να εφαρμόζεται όπως και οι άλλοι λόγοι μη εκτελέσεως που προβλέπονται σ’ αυτό το άρθρο, οι οποίοι παραπέμπουν στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως (37).

102. Δεύτερον, υπό τις περιστάσεις αυτής της υποθέσεως, το ζήτημα του βαθμού αλληλοεπικαλύψεως των οικείων πράξεων και το ζήτημα αν η έλλειψη διώξεων για το σύνολο των αξιόποινων πράξεων που ήταν γνωστές κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποτέλεσαν μόνον εν μέρει αντικείμενο διώξεως συνιστά κατάχρηση διαδικασίας ή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας κρίνονται κατά το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους.

103. Επομένως, το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου σκοπό ακριβώς έχει να εφαρμόζεται όταν το κράτος μέλος εκτελέσεως προσδίδει στην αρχή ne bis in idem περιεχόμενο ευρύτερο από αυτό του κράτους εκδόσεως του εντάλματος. Αν αυτό δεν συνέβαινε και αν η έννοια των ίδιων πράξεων έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς και ομοιόμορφου ορισμού, θα ήταν απίθανο, κατ’ αρχάς, το κράτος μέλος εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως να έχει εκδώσει αυτό το ένταλμα.

104. Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Έχω τη γνώμη, όπως και οι άλλες κυβερνήσεις των κρατών μελών που παρενέβησαν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, καθώς και η Επιτροπή, ότι πρέπει να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, διαφορετικά απ’ ό,τι το άρθρο 3, σημεία 1 και 3, αυτής, παραπέμπει όχι στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως για τον καθορισμό του περιεχομένου του, αλλά μόνο στο δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης και αποκλειστικώς ως προς το ειδικότερο ζήτημα αν η απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη, όταν πρόκειται για καταδικαστική απόφαση, δεν μπορεί πλέον να εκτελεσθεί.

105. Επομένως, προσχωρώ στην άποψη που υποστηρίζουν οι άλλοι αυτοί παρεμβαίνοντες, κατά την οποία πρέπει να εφαρμοσθεί η πάγια νομολογία, βάσει της οποίας στο περιεχόμενο μιας διατάξεως του κοινοτικού δικαίου ή του δικαίου της Ενώσεως, όταν αυτή δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και της σημασίας της, πρέπει να δίδεται, εντός όλων των κρατών μελών, αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία, η οποία πρέπει να ανευρίσκεται με βάση τα συμφραζόμενα και τον σκοπό που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση που εμπεριέχει αυτή τη διάταξη (38). Το Δικαστήριο έχει κάνει εφαρμογή αυτής της νομολογίας, όσον αφορά την απόφαση-πλαίσιο, για να ερμηνεύσει τους όρους «διαμένει» και «είναι κάτοικος», στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 4, σημείο 6, αυτής (39).

106. Επομένως, το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου έχει, κατ’ εμέ, την έννοια ότι οι αναφερόμενες σ’ αυτή τη διάταξη «ίδιες πράξεις» συνιστούν αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ενώσεως.

107. Οι κυβερνήσεις, καθώς και η Επιτροπή, που υποστηρίζουν αυτή την άποψη προτείνουν στο Δικαστήριο να προχωρήσει περισσότερο με την απάντησή του και να αποφανθεί ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως η έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών», στα οποία αναφέρεται το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Συμμερίζομαι την άποψή τους.

108. Είναι αναγκαίο, πράγματι, να διευκρινισθεί το περιεχόμενο της έννοιας των «ίδιων πράξεων», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Αποδέχομαι επίσης τους λόγους για τους οποίους οι παρεμβαίνοντες αυτοί προτείνουν να ληφθεί υπόψη το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ.

109. Πρώτον, οι έννοιες αυτές εκφράζονται με τους ίδιους όρους στις περισσότερες από τις γλωσσικές αποδόσεις. Βεβαίως, αυτό δεν συμβαίνει με τη γερμανική γλώσσα, διότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου κάνει λόγο περί «derselben Handlung», ενώ το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ χρησιμοποιεί τον όρο «derselben Tat». Η ίδια η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει πάντως με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι η ορολογική αυτή διαφορά δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για να τύχουν οι εν λόγω δύο διατάξεις της αυτής ερμηνείας.

110. Δεύτερον, όπως υποστηρίζει αυτή η κυβέρνηση, η ίδια αυτή ερμηνεία δικαιολογείται ιδίως από την ομοιότητα των σκοπών που επιδιώκονται με τις εν λόγω δύο διατάξεις.

111. Πράγματι, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, όπως είδαμε, σκοπό έχει την αποτροπή του ενδεχόμενου διώξεως ενός προσώπου λόγω του ότι ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, για τις ίδιες πράξεις στο έδαφος περισσοτέρων συμβαλλομένων κρατών (40). Επομένως, υπό τις περιστάσεις αυτής της υποθέσεως, το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, αν υποτεθεί ότι για τις πράξεις που προσάπτονται στον G. Mantello με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην Ιταλία, δεν επιτρέπει να δικασθεί αυτός εκ νέου για τις ίδιες πράξεις στη Γερμανία.

112. Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου συνιστά κατά κάποιο τρόπο το μέτρο που συμπληρώνει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ως προς την Ιταλική Δημοκρατία. Απαγορεύοντας στις δικαστικές αρχές να εκτελέσουν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε κατά του G. Mantello, η τελευταία αυτή διάταξη έχει επίσης ως σκοπό να μη παρακωλύεται η διαμονή του οικείου προσώπου στη Γερμανία ή σε άλλο κράτος μέλος, ενώ για τις πράξεις στις οποίες αναφέρεται αυτό το ένταλμα έχει ήδη εκδοθεί απόφαση η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη.

113. Επομένως, η αρχή ne bis in idem που εξαγγέλλεται με το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου συντείνει στην επίτευξη του ίδιου σκοπού με αυτόν του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Η τελευταία αυτή διάταξη σκοπό έχει να εξασφαλίζεται ότι ένα πρόσωπο που έχει ήδη δικασθεί μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα, χωρίς να πρέπει να φοβάται νέες ποινικές διώξεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος, στο οποίο μεταβαίνει (41). Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, εξάλλου, έχει ως σκοπό να μη διαταράσσεται η διαμονή αυτού του προσώπου σ’ αυτό το κράτος από την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος σε άλλο κράτος μέλος.

114. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να συμπληρώσει την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, κρίνοντας ότι η έννοια των «ίδιων πράξεων», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, πρέπει να ερμηνεύεται όπως η έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών», στα οποία αναφέρεται το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

115. Με το δεύτερο ερώτημά του, το Oberlandesgericht Stuttgart ερωτά αν είναι κρίσιμο το ότι οι Ιταλοί προανακριτικοί υπάλληλοι, όταν ο G. Mantello δικάσθηκε, στις 30 Νοεμβρίου 2005, λόγω του ότι είχε στην κατοχή του κοκαΐνη στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 προς τον σκοπό μεταπωλήσεως, διέθεταν ήδη αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή του, επί αρκετούς μήνες, σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας, προκειμένου να εκτιμηθεί αν πρέπει να επιτραπεί η παράδοση αυτού του προσώπου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

116. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ένα πρόσωπο διώχθηκε και καταδικάσθηκε για μια μεμονωμένη πράξη κατοχής ναρκωτικών ουσιών οι προανακριτικοί υπάλληλοι διέθεταν ήδη αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή αυτού του προσώπου, επί αρκετούς μήνες, σε μια εγκληματική ένωση, που σκοπό είχε τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά δεν τα φανέρωσαν στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο για λόγους προανακριτικής τακτικής, δικαιολογεί το να θεωρηθεί ότι αυτή η συμμετοχή στην εγκληματική ένωση και η μεμονωμένη κατοχή ναρκωτικών συνιστούν ίδιες πράξεις.

117. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει αυτό το ερώτημα, διότι ένα τέτοιο γεγονός, στην εθνική έννομη τάξη του, θα μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συνεπάγεται άρση της ποινικής διώξεως, όσον αφορά τη συμμετοχή στην εγκληματική ένωση.

118. Έχω τη γνώμη, όπως και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και η Επιτροπή, που παρενέβησαν σ’ αυτή τη διαδικασία, ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν είναι λυσιτελές και δεν δικαιολογεί το να θεωρηθεί ότι μια μεμονωμένη πράξη κατοχής ναρκωτικών ουσιών και η συμμετοχή, επί αρκετούς μήνες, σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών συνιστούν «ίδιες πράξεις», όπως η έννοια αυτή έχει ορισθεί στο πλαίσιο του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

119. Είδαμε, πράγματι, ότι, βάσει πάγιας νομολογίας, το κατάλληλο κριτήριο για την εκτίμηση του στοιχείου «idem» είναι το κριτήριο της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών υπό την έννοια ενός συνόλου περιστατικών που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού τους ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (42). Η ερμηνεία αυτή σκοπό έχει την προστασία της εμπιστοσύνης που έχει δικαιολογημένα ένα πρόσωπο, το οποίο έχει ήδη καταδικασθεί και ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, ότι δεν θα διωχθεί εκ νέου για τις ίδιες πράξεις, ως εκ του ότι οι πράξεις αυτές συνιστούν παράβαση ενός διαφορετικού ποινικού κανόνα σε κάθε κράτος μέλος και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο διαφορετικού νομικού χαρακτηρισμού.

120. Κατά την απόφαση Kraaijenbrink (43), το γεγονός και μόνον ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δεύτερη διαδικασία διαπιστώνει ότι ο φερόμενος ως αυτουργός αυτών των πράξεων ενήργησε με την ίδια εγκληματική πρόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να εξασφαλιστεί η ύπαρξη ενός συνόλου συγκεκριμένων περιστάσεων άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους, κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ (44).

121. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη αυτής της νομολογίας, η έννοια των «ίδιων πράξεων» κατά το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου πρέπει να εκτιμηθεί βάσει μιας συγκρίσεως των πράξεων που προσάπτονται αντικειμενικώς κατά τη διάρκεια της πρώτης διαδικασίας με αυτές που αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Αυτό που πρέπει να εξακριβωθεί είναι αν το οικείο πρόσωπο δικάσθηκε ήδη, κατά την πρώτη διαδικασία, για τις πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

122. Από τα ανωτέρω έπεται, αφενός, ότι το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι πράξεις, στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, αποκαλύφθηκαν από τους προανακριτικούς υπαλλήλους δεν είναι ουσιώδες, προκειμένου να καθορισθεί αν συνδέονται άρρηκτα με τις ήδη κριθείσες πράξεις.

123. Εξ αυτού προκύπτει, αφετέρου, ότι, κατά τη σύγκριση αυτή, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη υποκειμενικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή, όπως ακριβώς δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εγκληματική πρόθεση του εκζητούμενου, έτσι δεν πρέπει και να αποδίδει σημασία στη στρατηγική των επιφορτισμένων με τις έρευνες υπηρεσιών.

124. Επιπλέον, όπως εκθέτει η Επιτροπή, το ζήτημα των δυνατοτήτων που διαθέτουν αυτές οι υπηρεσίες για να διεξάγουν αποτελεσματικά τις προανακρίσεις σε δύσκολες και μεγάλου εύρους υποθέσεις, όπως αυτές που έχουν σχέση με το οργανωμένο έγκλημα, διέπεται από τους κανόνες της ποινικής δικονομίας του κράτους μέλους τους και δεν είναι ουσιώδες, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ταυτότητας πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

125. Δεδομένου ότι η έννοια των ίδιων πράξεων συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ενώσεως, το γεγονός ότι μια παρόμοια κατάσταση θα είχε, ενδεχομένως, ως συνέπεια στο κράτος μέλος εκτελέσεως την άρση της ποινικής διώξεως βάσει του εσωτερικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογεί διαφορετική εκτίμηση.

126. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που αφορά το περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem στο πλαίσιο του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, η αρχή αυτή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι υποχρεώνει τις επιφορτισμένες με τις έρευνες υπηρεσίες να ασκούν δίωξη, ήδη από την πρώτη απαγγελία κατηγορίας, για όλες τις πράξεις που μπορούν να προσαφθούν στο οικείο πρόσωπο και να τις υποβάλλουν στην κρίση του δικαστηρίου.

127. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο εκζητούμενος είχε διωχθεί και καταδικασθεί για μια μεμονωμένη πράξη παράνομης κατοχής ναρκωτικών ουσιών, οι προανακριτικές υπηρεσίες διέθεταν στοιχεία που αποδείκνυαν τη συμμετοχή αυτού του προσώπου επί αρκετούς μήνες σε διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, πλην όμως επέλεξαν να μην ασκήσουν δίωξη και να μη τα φανερώσουν στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, προκειμένου να μη βλάψουν την ομαλή πορεία της προανακρίσεως και να καταστήσουν δυνατή την εξάρθρωση του δικτύου στο σύνολό του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι οι εν λόγω πράξεις αποτελούν ένα άρρηκτα συνδεδεμένο με την πρώτη σύνολο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

128. Επιπλέον, όπως εκθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η αστυνομική αρχή επέλεξε, κατά τον χρόνο των διώξεων που είχαν ως κατάληξη την καταδικαστική απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2005, να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για τις πράξεις επίσης στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, προκειμένου να μη βλάψουν την πορεία της προανακρίσεως, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «αμετάκλητη απόφαση» ως προς αυτές τις πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου.

129. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας αυτής της έννοιας στο πλαίσιο του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, στην οποία προέβη το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Gözütok και Brügge, Miraglia, καθώς και Turansk, πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι οι επίμαχες πράξεις δεν γνωστοποιήθηκαν στο δικαιοδοτικό όργανο που επελήφθη της πρώτης υποθέσεως, ούτε δε στην εισαγγελική αρχή, και, κατά συνέπεια, ουδόλως αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ ουσίαν εκτιμήσεως από αρχή καλούμενη να συμμετάσχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της οικείας έννομης τάξεως. Επιπλέον, η απόφαση της αστυνομικής αρχής να μη προβεί σε διώξεις δεν έθεσε τέλος στην ποινική δίωξη εντός αυτής της έννομης τάξεως.

130. Επομένως, στην παρούσα υπόθεση, το γεγονός ότι οι ιταλικές προανακριτικές αρχές, όταν ο G. Mantello δικάσθηκε τον Νοέμβριο του 2005 από το Tribunale di Catania λόγω κατοχής και μεταφοράς, στην Κατάνη, στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, 155,46 γραμμαρίων κοκαΐνης προς μεταπώληση, διέθεταν αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή του, από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Νοέμβριο του 2005, σε εγκληματική οργάνωση, που σκοπό είχε τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, δεν εμποδίζει την παράδοσή του στην ιταλική δικαστική αρχή δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που αναφέρεται στη συμμετοχή του σ’ αυτή την εγκληματική ένωση.

131. Βεβαίως, εναπόκειται στην ιταλική δικαστική αρχή να εξαιρέσει από τις νέες διώξεις κατά του G. Mantello τις πράξεις για τις οποίες έχει ήδη δικασθεί αμετακλήτως. Αυτή, πάντως, είναι αρμόδια για την τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως και όχι η δικαστική αρχή εκτελέσεως. Δυνάμει της αρχής της αμοιβαιότητας, η οποία αποτελεί το υπόβαθρο του συστήματος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως, από τη στιγμή κατά την οποία της κατέστη δυνατό να επαληθεύσει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν συγχέονται με ήδη κριθείσες πράξεις, έχει εκτελέσει τις υποχρεώσεις της ελέγχου της τηρήσεως της αρχής ne bis in idem και οφείλει να αποφασίσει την παράδοση του εκζητουμένου.

132. Επομένως, προτείνω να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ένα πρόσωπο διώχθηκε και καταδικάσθηκε για μεμονωμένη πράξη κατοχής ναρκωτικών ουσιών, οι προανακριτικοί υπάλληλοι διέθεταν ήδη αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή αυτού του προσώπου, επί αρκετούς μήνες, σε εγκληματική ένωση, που σκοπό είχε τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά δεν τα αποκάλυψαν στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο για λόγους προανακριτικής τακτικής δεν δικαιολογεί το να θεωρηθεί ότι αυτή η συμμετοχή στην εγκληματική ένωση και η μεμονωμένη κατοχή ναρκωτικών συνιστούν «ίδιες πράξεις» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως.

V –    Πρόταση

133. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Stuttgart ως ακολούθως:

«1)      Κατ’ ερμηνεία του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, η έννοια των “ίδιων πράξεων”, στις οποίες αναφέρεται αυτή η διάταξη, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ενώσεως.

Η έννοια αυτή είναι ταυτόσημη με την έννοια των “πραγματικών περιστατικών”, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990.

2)      Το γεγονός ότι κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ένα πρόσωπο διώχθηκε και καταδικάσθηκε για μεμονωμένη πράξη κατοχής ναρκωτικών ουσιών οι προανακριτικοί υπάλληλοι διέθεταν ήδη αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή αυτού του προσώπου, επί αρκετούς μήνες, σε εγκληματική ένωση, που σκοπό είχε τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά δεν τα αποκάλυψαν στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο για λόγους προανακριτικής τακτικής δεν δικαιολογεί το να θεωρηθεί ότι αυτή η συμμετοχή στην εγκληματική ένωση και η μεμονωμένη κατοχή ναρκωτικών συνιστούν “ίδιες πράξεις” κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – Απόφαση-πλαίσιο, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 190, σ. 1, στο εξής: απόφαση-πλαίσιο).


3 – Στο εξής: δικαστική αρχή εκτελέσεως.


4 – Στο εξής: Χάρτης.


5 – Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 (στο εξής: ΣΕΣΣ).


6 – Πέμπτη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω αποφάσεως.


7 – Έκτη αιτιολογική σκέψη.


8 – Δέκατη αιτιολογική σκέψη.


9 –      Στο εξής: δικαστική αρχή εκδόσεως.


10 – Άρθρα 13, παράγραφος 1, και 27, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως.


11 – Άρθρο 14.


12 – Επομένως, μπορεί βασίμως να θεωρηθεί ότι είναι ήδη εγγενής στον νόμο του αντιπεπονθότος, ο οποίος αποτέλεσε τον πρώτο ή έναν από τους πρώτους περιορισμούς του δικαιώματος κολασμού, περιορίζοντας την κύρωση στη ζημία που προξενήθηκε από τον δράστη της παραβάσεως. Βλ., επίσης, παραδείγματα που παραθέτει η γενική εισαγγελέας E. Sharpston στο σημείο 72 των προτάσεών της στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑467/04, Gasparini κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑9199).


13 – Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Διαδίκτυο, κατά την ημερομηνία της 18ης Μαρτίου 2010, όλα τα κράτη μέλη είχαν υπογράψει το πρωτόκολλο, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας. Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν είχαν ακόμη κυρώσει αυτό το πρωτόκολλο.


14 – Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ δεσμεύει τα 27 κράτη μέλη, περιλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας [βλ. αποφάσεις 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131, σ. 43), και 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64, σ. 20)].


15 – Αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, C‑187/01 και C‑385/01, Gözütok και Brügge (Συλλογή 2003, σ. I‑1345, σκέψη 38), και της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C‑297/07, Bourquain (Συλλογή 2008, σ. I‑9425, σκέψη 41).


16 – Προπαρατεθείσα απόφαση Gözütok και Brügge (σκέψη 33).


17 – Όπως επισημαίνεται στη δήλωση για τον Χάρτη, που προσαρτάται ως παράρτημα στις Συνθήκες, ο Χάρτης αυτός δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ενώσεως.


18 –      Δυνάμει της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο Χάρτης απέκτησε δεσμευτική ισχύ, εφόσον, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, έχει εφεξής το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες.


19 – Weyembergh, A., «Le principe ne bis in idem: pierre d’achoppement de l’espace pénal européen?», Cahiers de droit européen, 2004, nos 3 και 4, σ. 337.


20 – Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C‑288/05, Kretzinger (Συλλογή 2006, σ. I‑6441).


21 – Προπαρατεθείσα απόφαση Gasparini κ.λπ.


22 – Απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑150/05, Van Straaten (Συλλογή 2006, σ. I‑9327).


23 – Προπαρατεθείσα απόφαση Bourquain.


24 – Προπαρατεθείσα απόφαση Gözütok και Brügge.


25 – Απόφαση της 10ης Μαρτίου 2005, C‑469/03, Miraglia (Συλλογή 2005, σ. I‑2009).


26 – Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑491/07, Turanský (Συλλογή 2008, σ. I‑11039).


27 – Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, C‑436/04, Van Esbroeck (Συλλογή 2006, σ. I‑2333).


28 – Προπαρατεθείσα απόφαση Van Straaten.


29 – Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ Sergueï Zolotoukhine κατά Ρωσίας, της 10ης Φεβρουαρίου 2009.


30 – BGBl. 2006 I, σ. 1721.


31 – ΕΕ L 114, σ. 56.


32 – Πρόκειται για την Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και τη Δημοκρατία της Πολωνίας.


33 – C‑123/08 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 57 έως 59).


34 – Αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf (Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 19), και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑241/07, JK Otsa Talu (Συλλογή 2009, σ. Ι-4323, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


35 – Βλ., όσον αφορά την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2009, C‑115/08, ČEZ (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 91).


36 – Απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld (Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 45).


37 – Το άρθρο 3, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι πρέπει να προβάλλεται άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εάν η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά αυτό το ένταλμα καλύπτεται από αμνηστία στο κράτος μέλος εκτελέσεως, εφόσον το εν λόγω κράτος είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξεως σύμφωνα με το ποινικό του δίκαιο. Το άρθρο 3, σημείο 3, της αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι πρέπει να προβάλλεται άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εάν το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί αυτό το ένταλμα δεν μπορεί, λόγω της ηλικίας του, να θεωρηθεί ποινικώς υπεύθυνο για τις πράξεις για τις οποίες εξεδόθη το εν λόγω ένταλμα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.


38 – Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑195/06, Österreichischer Rundfunk (Συλλογή 2007, σ. I‑8817, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


39 – Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C‑66/08, Kozłowski (Συλλογή 2008, σ. I‑6041, σκέψη 42).


40 – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Gözütok και Brügge (σκέψη 38), Gasparini κ.λπ. (σκέψη 27), καθώς και Van Straaten (σκέψη 57).


41 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Gasparini κ.λπ. (σκέψη 27).


42 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kretzinger (σκέψη 34).


43 – Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, C‑367/05 (Συλλογή 2007, σ. I‑6619).


44 – Σκέψη 29.