Language of document : ECLI:EU:C:2013:499

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 18ης Ιουλίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑272/12 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Ιρλανδίας,

Γαλλικής Δημοκρατίας,

Ιταλικής Δημοκρατίας,

Eurallumina SpA,

Aughinish Alumina Ltd

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Δυνατότητα καταλογισμού του αμφισβητουμένου μέτρου – Απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως – Πετρελαιοειδή – Σχέση μεταξύ φορολογικής εναρμονίσεως και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Τεκμήριο νομιμότητας»





1.        Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη λόγο ακυρώσεως πράγμα το οποίο δεν επιτρεπόταν.

2.        Είναι η δεύτερη φορά που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υποθέσεως αυτής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε εκ νέου αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2012, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (2), με την οποία, για μία ακόμη φορά, ακυρώθηκε η απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005 (3).

3.        Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή χαρακτήρισε τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών, τις οποίες εφαρμόζουν η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία, ως κρατικές ενισχύσεις που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Οι απαλλαγές αυτές είχαν επιτραπεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, πριν από αρκετά έτη, σύμφωνα με τις συναφείς οδηγίες στον τομέα του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

4.        Η Επιτροπή διέταξε επίσης την ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων από την ημερομηνία δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της αποφάσεώς της περί ενάρξεως της τυπικής διαδικασίας ελέγχου εκτιμώντας ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, οι εν λόγω ενισχύσεις είχαν δημιουργήσει στους δικαιούχους τους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

5.        Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση κρίνοντας ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, πλέον προσφάτως η απόφαση 2001/224/ΕΚ (4), εμπόδιζαν την Επιτροπή, κατ’ αρχήν, να καταλογίσει στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τις επίδικες απαλλαγές και, συνεπώς, να τις χαρακτηρίσει ως κρατικές ενισχύσεις και να διατάξει τη μερική ανάκτησή τους. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, υπό τις ειδικές εν προκειμένω περιστάσεις, η προσβαλλομένη απόφαση ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου καθώς και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, καθόσον έθετε ευθέως υπό αμφισβήτηση το κύρος των επίδικων απαλλαγών που τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είχαν χορηγήσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και έθετε επίσης υπό αμφισβήτηση, εμμέσως πλην σαφώς, το κύρος των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, τελευταίως της αποφάσεως 2001/224 και των συνδεομένων με αυτήν αποτελεσμάτων.

6.        Η Επιτροπή, προς στήριξη του αιτήματός της ακυρώσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζει μεταξύ άλλων ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση βάσει λόγου ακυρώσεως που έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως, δηλαδή ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν μπορούσαν να καταλογισθούν στα κράτη μέλη. Κατά την Επιτροπή, ο λόγος αυτός δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, συνιστούσε δε τον πραγματικό λόγο επί του οποίου βασίσθηκε η ακύρωση αυτή.

7.        Με τις παρούσες προτάσεις θα υποστηρίξω τη θέση της Επιτροπής προτείνοντας στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο πράγματι έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως, πράγμα που δεν έπρεπε να συμβεί, και θα καταδείξω ότι η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί, αυτή καθεαυτή, την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –     Το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων

8.        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει τα εξής:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η […] συνθήκη [ΕΚ] ορίζει άλλως.»

9.        Το άρθρο 88 ΕΚ προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, εξετάζει διαρκώς τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα κράτη αυτά. Τους προτείνει τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη και η λειτουργία της κοινής αγοράς.

2.      Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερόμενους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87 [ή] ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

[…]

3.      Η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 87, κινεί αμελλητί τη διαδικασία που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν δύναται να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η Επιτροπή καταλήξει σε τελική απόφαση.»

 Β –      Η κανονιστική ρύθμιση στον τομέα της φορολογικής εναρμονίσεως

1.      Οι οδηγίες περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών

10.      Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών οδηγιών, ήτοι της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (5), της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (6), και της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (7), που κατήργησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82 από τις 31 Δεκεμβρίου 2003.

11.      Όσον αφορά την οδηγία 92/81, το άρθρο 8, παράγραφος 4, είχε ως εξής:

«Το Συμβούλιο αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής μπορεί να επιτρέψει σε ένα κράτος μέλος να θεσπίσει περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις για λόγους ειδικής πολιτικής.

Το κράτος μέλος που σκοπεύει να θεσπίσει τέτοια μέτρα ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και της παρέχει όλες τις συναφείς και αναγκαίες πληροφορίες. Η Επιτροπή ενημερώνει τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά με το προτεινόμενο μέτρο εντός προθεσμίας ενός μηνός.

Το Συμβούλιο θεωρείται ότι εγκρίνει τη σχεδιαζόμενη εξαίρεση ή μείωση εάν, σε δύο μήνες από την κατά το δεύτερο εδάφιο ενημέρωση των άλλων κρατών μελών, ούτε η Επιτροπή ούτε κανένα κράτος μέλος φέρει το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου.»

12.      Το άρθρο 8, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας προέβλεπε τα εξής:

«Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν πλέον οι απαλλαγές ή οι μειώσεις οι οποίες προβλέπονται στην παράγραφο 4, κυρίως για λόγους αθέμιτου ανταγωνισμού ή στρέβλωσης της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ή για λόγους που συνδέονται με την κοινοτική πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος, υποβάλλει τις κατάλληλες προτάσεις στο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα σχετικά με τις προτάσεις αυτές.»

13.      Όσον αφορά την οδηγία 92/82, το άρθρο 6 αυτής καθόρισε τον ελάχιστο συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης για το βαρύ πετρέλαιο που τα κράτη μέλη έπρεπε να εφαρμόσουν από 1ης Ιανουαρίου 1993 στα 13 ευρώ ανά 1 000 kg.

14.      Όσον αφορά την οδηγία 2003/96, το άρθρο της 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, προβλέπει ότι αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ενεργειακών προϊόντων διπλής χρήσεως, ήτοι στα προϊόντα που προορίζονται τόσο για χρήση ως καύσιμα όσο και για άλλες χρήσεις εκτός της χρήσεως ως καύσιμα κινητήρων ή καύσιμα θέρμανσης. Πράγματι, από 31ης Δεκεμβρίου 2003, ημερομηνία θέσεως της οδηγίας αυτής σε εφαρμογή, δεν προβλέπεται πλέον ελάχιστος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης βαρέος μαζούτ για την παραγωγή αλουμίνας. Επιπλέον, με το άρθρο 18, παράγραφος 1, η οδηγία 2003/96 παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, υπό τον όρο της προηγούμενης εξετάσεως από το Συμβούλιο, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τους μειωμένους συντελεστές ή τις απαλλαγές που αριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, που προβλέπει τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βαρέος μαζούτ που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία.

2.      Η απόφαση 2001/224

15.      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2001/224 ορίζει ότι τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς όπως απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της εν λόγω αποφάσεως.

16.      Η αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει το αποτέλεσμα ενδεχόμενων διαδικασιών σχετικά με τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, οι οποίες μπορούν να κινηθούν, ιδίως σύμφωνα με τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης. Δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 88 της Συνθήκης, τις κρατικές ενισχύσεις που τυχόν καθιερώνονται.»

II – Το ιστορικό της διαφοράς

17.      Η Ιρλανδία από το 1983, η Ιταλική Δημοκρατία από το 1993 και η Γαλλική Δημοκρατία από το 1997 απαλλάσσουν από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας, αντιστοίχως, στην περιοχή Shannon, στη Σαρδηνία και στην περιοχή Gardanne.

18.      Οι απαλλαγές αυτές εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο, αντιστοίχως, με τις αποφάσεις 92/510/ΕΟΚ (8), 93/697/ΕΚ (9) και 97/425/ΕΚ (10). Η ισχύς των επίμαχων απαλλαγών παρατάθηκε από το Συμβούλιο κατ’ επανάληψη και για τελευταία φορά με την απόφαση 2001/224 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

19.      Με τρεις αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 2001, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 2 Φεβρουαρίου 2002 (11), η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για καθεμία από τις επίμαχες απαλλαγές. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.

20.      Στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως τονίζεται ότι οι επίμαχες απαλλαγές που χορηγήθηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003 είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, στο μέτρο που οι δικαιούχοι τους δεν έχουν καταβάλει συντελεστή τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος μαζούτ και ότι, συνεπώς, οι εν λόγω ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν από τα τρία οικεία κράτη μέλη.

III – Η προ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαδικασία

21.      Ως προς την πρώτη εξέταση των υποθέσεων από το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο παραπέμπω στις σκέψεις 25 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

IV – Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

22.      Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον αυτή διαπιστώνει ή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και καθόσον με την απόφση αυτή απευθύνεται διαταγή στα εν λόγω κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος πετρελαίου.

23.      Κατά το γράμμα της σκέψεως 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της διαδικασίας, να εξετασθούν, πρώτον, οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που αντλούνται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και/ή της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης. Με αυτούς τους λόγους ακυρώσεως και τις εν λόγω αιτιάσεις, οι προσφεύγουσες προσήπταν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι εκμηδένισε εν μέρει τα έννομα αποτελέσματα που παρήγαγαν οι αποφάσεις του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224 και οι οποίες επέτρεπαν στα οικεία κράτη μέλη να εφαρμόσουν τις εν λόγω απαλλαγές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

24.      Αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 59 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη σχετική με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 63 έως 74 της εν λόγω αποφάσεως, το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ των κανόνων που αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

25.      Υπενθύμισε τα μέσα δράσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προοριζόμενα να εξαλείψουν διάφορα είδη στρεβλώσεων που έβλαπταν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στους δύο τομείς, και στήριξε τη συλλογιστική του στην προκείμενη ότι οι κανόνες στον τομέα της φορολογικής εναρμόνισης, ιδίως αυτοί που αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, ήτοι στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διά της καταπολεμήσεως, ιδίως, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένου υπόψη του κοινού σκοπού τους, η συνεπής εφαρμογή των διαφόρων αυτών κανόνων επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού έχει το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο νόημα στον τομέα της εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

26.      Παρατήρησε ότι οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως δε αυτοί οι οποίοι αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 93 ΕΚ και στην οδηγία 92/81, αναθέτουν ρητώς στα όργανα της Ένωσης, δηλαδή στην Επιτροπή, η οποία προτείνει, και στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει, το καθήκον να εκτιμούν κατά πόσον υφίσταται ενδεχομένως στρέβλωση του ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψουν ή όχι σε κράτος μέλος να εφαρμόσει ή να εξακολουθήσει να εφαρμόζει απαλλαγή από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης.

27.      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε στη συνέχεια τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ που αφορά τις αποφάσεις των κρατών μελών με τις οποίες τα τελευταία, στο πλαίσιο της επιδιώξεως των δικών τους οικονομικών και κοινωνικών στόχων, θέτουν, μέσω μονομερών και αυτοτελών αποφάσεων, στη διάθεση των επιχειρήσεων ή άλλων υποκειμένων δικαίου πόρους ή τους παρέχουν πλεονεκτήματα με σκοπό να ευνοηθεί η πραγματοποίηση των επιδιωκομένων οικονομικών ή κοινωνικών στόχων. Υπογράμμισε ότι, για να μπορούν να χαρακτηρισθούν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα ως «ενισχύσεις», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει αυτά, μεταξύ άλλων, να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος.

28.      Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών και αυτών των κανόνων, το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η απόφαση 2001/224 ήταν αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για να μπορούν τα οικεία κράτη μέλη να χορηγήσουν τις επίδικες απαλλαγές υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 5 της αποφάσεως 2001/224. Συνήγαγε εξ αυτού ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν μπορούσε να αφορά περίπτωση όπως η επίδικη, κατά την οποία τα κράτη μέλη εφαρμόζουν απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ενεργώντας απλώς σε πλήρη συμμόρφωση με μια έγκριση που χορηγήθηκε από θεσμικό όργανο της Ένωσης, άλλως αυτό θα έθιγε την επιτακτική αρχή της εξασφαλίσεως της συνεπούς εφαρμογής των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, κάτι το οποίο επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

29.      Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή ουδέποτε είχε κάνει χρήση των εξουσιών που αντλούσε από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή ακόμη από τα άρθρα 230 ΕΚ ή 241 ΕΚ προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των περί εγκρίσεως αποφάσεων, ακύρωση των ιδίων αυτών αποφάσεων ή την κήρυξη ως ανίσχυρης της οδηγίας 92/81.

30.      Οι σκέψεις 104 και 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«104      Συνεπώς, όπως ορθώς υποστήριξε το Συμβούλιο απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου […], κατά τον χρόνο που η Επιτροπή εξέδωσε την [επίδικη] απόφαση, η απόφαση 2001/224 υφίστατο και παρέμενε σε ισχύ. Υπέρ της τελευταίας αυτής αποφάσεως, των προηγηθεισών αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως καθώς και της οδηγίας 92/81, ιδίως δε του άρθρου της 8, παράγραφος 4, υφίστατο το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο ισχύει για κάθε πράξη της Ένωσης. Οι ανωτέρω πράξεις παρήγαγαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Κατά συνέπεια, είχε επιτραπεί στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ιρλανδία και στη Γαλλική Δημοκρατία να στηρίζονται επί των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, προκειμένου να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τις επίδικες απαλλαγές, αντιστοίχως, στη Σαρδηνία, στην περιφέρεια Shannon και στην περιφέρεια Gardanne, ιδίως, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003. Οι ως άνω αποφάσεις παρεμπόδιζαν, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο να καταλογίσει η Επιτροπή, με την [επίδικη] απόφαση, στα οικεία κράτη μέλη τις προαναφερθείσες επίδικες απαλλαγές και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο να χαρακτηρίσει η Επιτροπή τις εν λόγω απαλλαγές ως κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και το ενδεχόμενο να εντέλλεται η Επιτροπή τη μερική ανάκτησή τους, στον βαθμό που τις θεωρούσε ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

105      Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως, διαπιστώνεται ότι η [επίδικη] απόφαση, καθόσον θέτει ευθέως υπό αμφισβήτηση το κύρος των επιδίκων απαλλαγών που χορηγήθηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από τη Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση, εμμέσως πλην σαφώς, το κύρος των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως, εκ των οποίων η τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, και των αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω αποφάσεις. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ασφαλείας δικαίου καθώς και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.»

V –    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

31.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

32.      Η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Aughinish Alumina Ltd (στο εξής: AAL) ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33.      Η Eurallumina SpA (στο εξής: Eurallumina) ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς επανεξέταση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

VI – Η αίτηση αναιρέσεως

34.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή προβάλλει πέντε λόγους.

35.      Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι, εν μέρει, δικονομικού χαρακτήρα, ενώ οι τρεις άλλοι αντλούνται από παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης.

36.      Με τον πρώτο λόγο επιδιώκεται να αποδειχθεί η αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, οι διαδικαστικές πλημμέλειες που βλάπτουν τα συμφέροντα της Επιτροπής, η παραβίαση της αρχής της διαθέσεως, η παράβαση του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 44, παράγραφος 1, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και, επικουρικώς, η ελλιπής αιτιολογία. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, παράβαση των άρθρων 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, και διαδικαστικές πλημμέλειες που βλάπτουν τα συμφέροντα της Επιτροπής. Με τον τρίτο λόγο επιδιώκεται να αποδειχθεί η παράβαση των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, η παραβίαση της αρχής της θεσμικής ισορροπίας και το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον καθορισμό των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και των σχέσεων μεταξύ φορολογικής εναρμονίσεως και ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την απόφαση 2001/224 και παρέβη τους κανόνες σχετικά με την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται, αφενός, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και της χρηστής διοικήσεως, και, αφετέρου, ελλιπής αιτιολογία.

37.      Αρχίζω την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

 Α –     Τα επιχειρήματα των διαδίκων

38.      Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη.

39.      Με το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να καταλογισθούν στα κράτη μέλη οι επίδικες απαλλαγές, ή ότι προέβη σε νέο χαρακτηρισμό του αντικειμένου της προσφυγής, αυτού καθεαυτό.

40.      Κατά την Επιτροπή, είναι πρόδηλον ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση λόγω της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, οι οποίες εξετάστηκαν μόνο σε γενικό επίπεδο, αλλά μόνον επειδή οι επίδικες απαλλαγές δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις εφόσον ήσαν καταλογιστέες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (12).

41.      Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο ήταν αυτό που, αποφαινόμενο μετά την αναπομπή, εισήγαγε το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού όταν, με έγγραφο της Γραμματείας της 20ής Ιουλίου 2011, απηύθυνε στους διαδίκους την ακόλουθη ερώτηση:

«Στο μέτρο που έχουν προηγουμένως εγκριθεί με αποφάσεις του Συμβουλίου, εκδοθείσες ομοφώνως κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, εκ των οποίων τελευταία ήταν η απόφαση 2001/224, μπορούν οι χορηγηθείσες από την Ιταλία, την Ιρλανδία και τη Γαλλία επίδικες απαλλαγές, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, να θεωρούνται αντικειμενικώς ότι πληρούν την προϋπόθεση της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος, την οποία προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ;»

42.      Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις, διότι ήσαν καταλογιστέες στην Ένωση και όχι στα κράτη μέλη, μόνο στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους στην ως άνω ερώτηση.

43.      Οι αναιρεσίβλητες αμφισβητούν την εν λόγω επιχειρηματολογία.

44.      Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως παραβίαση ουσιώδους τύπου, καθόσον η Επιτροπή όφειλε, για να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της προς αιτιολόγηση, να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επίδικες απαλλαγές ήσαν καταλογιστέες στα οικεία κράτη μέλη.

45.      Επιπλέον, η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL υποστηρίζουν ότι ο σχετικός με τη δυνατότητα καταλογισμού λόγος ακυρώσεως συνιστά ανάπτυξη των λόγων που αυτές προέβαλαν και ότι, κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο είχε απλώς δεχθεί και αναπτύξει τους λόγους που αντλούνται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

46.      Εξάλλου, κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία και την Eurallumina, η άποψη περί ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη δεν αποτελεί κύριο στοιχείο του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, δεν συνιστά τον κύριο λόγο ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

 Β –     Η εκτίμησή μου

47.      Τα ερωτήματα που θέτει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής είναι αν το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως –αυτόν που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, λόγω της μη δυνατότητας καταλογισμού στα κράτη μέλη των επίδικων απαλλαγών– ο οποίος δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, και αν αυτός ο λόγος ακυρώσεως αποτέλεσε τον πραγματικό λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, που μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

48.      Υπενθυμίζω προκαταρκτικώς ότι από τις διατάξεις που διέπουν την ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διαδικασία, μεταξύ άλλων τα άρθρα 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η διαφορά καθορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους. Συνεπώς, ο Δικαστής της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στα αιτήματα των διαδίκων. Πρέπει επίσης, καταρχήν, να αποφαίνεται επί των αιτημάτων αυτών στο πλαίσιο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που θέτουν υπό την κρίση του οι διάδικοι.

49.      Εντούτοις, οι κανόνες που άπτονται της διαδικασίας ενώπιον εκάστου των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, καθώς και η νομολογία, προβλέπουν περιπτώσεις στις οποίες ο δικαστής της Ένωσης, προς εκπλήρωση του σχετικού με την εκτίμηση της νομιμότητας καθήκοντός του, έχει αρμοδιότητα αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου ακυρώσεως, ήτοι λόγου ακυρώσεως που δεν έχει προβληθεί από τον προσφεύγοντα προς στήριξη της προσφυγής του. Η φύση του λόγου ακυρώσεως είναι αυτή που θα καθορίσει την αυτεπάγγελτη αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης.

50.      Στην υπό κρίση υπόθεση θεωρώ ότι τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη παραβίαση ουσιώδους τύπου καθόσον η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει την επίδικη απόφαση ως προς τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος, πρέπει να απορριφθούν εξ αρχής.

51.      Πράγματι, η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως.

52.      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους καθ’ οιονδήποτε τρόπο και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

53.      Η εν λόγω διάταξη εξαρτά το ως άνω ασυμβίβαστο από τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων είναι η προϋπόθεση να πρόκειται για επέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων (13).

54.      Για να μπορούν κάποια πλεονεκτήματα να χαρακτηριστούν ως «ενισχύσεις» κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει, αφενός, να χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικών πόρων και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο Δημόσιο (14).

55.      Κατά πάγια νομολογία, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την έλλειψη δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος, καθόσον αφορά το νόμω βάσιμο αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης και ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα (15).

56.      Πρέπει επομένως, καταρχάς, να εξετασθεί αν η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Eurallumina και η AAL προέβαλαν πρωτοδίκως, κατόπιν της αναπομπής, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της μη δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη, για να διαπιστωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αυτεπαγγέλτως ή όχι τον λόγο αυτόν.

57.      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, αναμφισβήτητα, στο πλαίσιο της προσφυγής τους και κατά τη διαδικασία αναπομπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα οικεία κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι οι επίδικες απαλλαγές δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις για τον λόγο ότι δεν μπορούσαν να καταλογιστούν στα οικεία κράτη μέλη.

58.      Το ζήτημα της μη δυνατότητας καταλογισμού έθεσε εντούτοις η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑56/06, απαντώντας στον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία, η οποία υποστήριζε ότι η γαλλική απαλλαγή δεν αποτελούσε ενίσχυση επειδή ούτε νόθευε ούτε απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

59.      Η Επιτροπή είχε τότε επικαλεστεί την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2006, T‑351/02, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής (16), ως εύγλωττο παράδειγμα περιπτώσεως κατά την οποία το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο κλήθηκαν να εκτιμήσουν εθνικά μέτρα με παράλληλα κριτήρια τόσο τους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες του δικαίου της Ένωσης όσο και τις λοιπές διατάξεις της Συνθήκης. Απέδειξε, με μια a contrario συλλογιστική, ότι απαλλαγή που έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο βάσει κανόνων που αφορούν τη φορολογική εναρμόνιση δεν αποκλείεται να αποτελεί επίσης κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

60.      Κατόπιν της προπαρατεθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., με την οποία οι συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06 αναπέμφθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο ενημέρωσε όλους τους διαδίκους ότι η διαδικασία συνεχιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 117 επ. του Κανονισμού του Διαδικασίας και ότι αυτοί είχαν τη δυνατότητα να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις.

61.      Κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναπομπή, οι προσφεύγουσες δεν επανήλθαν εντούτοις, σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, στην ερμηνεία της Επιτροπής, την οποία αυτή στήριξε στην προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Bahn κατά Επιτροπής.

62.      Συγκεκριμένα, στην υπόθεση T‑56/06 RENV, η Γαλλική Δημοκρατία εξακολούθησε να υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σχετικά με τη νόθευση του ανταγωνισμού δεν συνέτρεχε. Η δε Ιταλική Δημοκρατία, στην υπόθεση T‑60/06 RENV, ανέκαθεν αμφισβητούσε μόνο το κριτήριο της επιλεκτικότητας της απαλλαγής. Η Eurallumina και η AAL, στις υποθέσεις T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, επανέλαβαν τις αιτιάσεις που είχαν προβάλει κατά την πριν από την αναπομπή διαδικασία, καμία δε εξ αυτών δεν αφορούσε την παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ αυτή καθεαυτή. Τέλος, στην υπόθεση T‑50/06 RENV, η Ιρλανδία επέμεινε μάλιστα στην άποψή της ότι η χορηγηθείσα στην AAL απαλλαγή αποτελούσε υφισταμένη ενίσχυση.

63.      Επομένως, όπως τόνισε η Επιτροπή στο σημείο 19 της αιτήσεως αναιρέσεώς της, το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αυτό που πράγματι έθεσε το ζήτημα περί ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού με την ερώτηση που απηύθυνε στους διαδίκους με έγγραφο της Γραμματείας της 20ής Ιουλίου 2011, παρέχοντας σ’ αυτούς τη δυνατότητα να απαντήσουν σ’ αυτό γραπτώς και να συζητήσουν επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που έλαβε χώρα ενώπιόν του στις 14 Σεπτεμβρίου 2011.

64.      Πρέπει, ακολούθως, να εξεταστεί αν, παρά ταύτα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη μπορεί να σχετίζεται με τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι αναιρεσίβλητοι.

65.      Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού δεν μπορεί να αποτελεί πρόσθετο ή συμπληρωματικό επιχείρημα που το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε και ανέπτυξε στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση των εν λόγω αρχών.

66.      Πράγματι, οι λόγοι ακυρώσεως είναι εξ ορισμού οι νόμιμοι λόγοι που ένας διάδικος επικαλείται για να θεμελιώσει το αίτημά του. Συμπληρωματικό επιχείρημα είναι το επιχείρημα με το οποίο ενισχύεται λόγος ακυρώσεως και επιδιώκεται, συνεπώς, το ίδιο αίτημα.

67.      Υπενθυμίζω ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε πρώτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, τους λόγους και τις αιτιάσεις που αντλούνται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης για να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

68.      Δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα μπορούσε ο λόγος ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη να συσχετισθεί με τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αυτό δε για πλείστους λόγους.

69.      Κατά τη γνώμη μου, οι δύο αυτοί λόγοι είναι σαφώς διακρινόμενοι και ανεξάρτητοι. Αφενός, η φύση του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου διαφέρει, εφόσον ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση κανόνα δικαίου που αφορά την εφαρμογή της Συνθήκης, ενώ ο δεύτερος αφορά την παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, οι συνέπειες της παραβάσεως από την οποία αντλούνται οι δύο αυτοί λόγοι επίσης διαφέρουν.

70.      Πράγματι, με τον λόγο που αφορά την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης επιδιώκεται η αμφισβήτηση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ήτοι της ανακτήσεως των ενισχύσεων.

71.      Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις υποθέσεις T‑56/06 RENV και T‑60/06 RENV, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιταλική Δημοκρατία προσήψαν στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ως προς την πρώτη, και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, ως προς τη δεύτερη, στο μέτρο που απηύθυνε εντολή για την ανάκτηση της ενισχύσεως που φέρεται ότι χορηγήθηκε μεταξύ της 3ης Φεβρουαρίου 2002 και της 31ης Δεκεμβρίου 2003 (17).

72.      Σε σχέση με τις υποθέσεις T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, η Eurallumina και η AAL προσήψαν στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, ως προς την πρώτη, και την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ως προς τη δεύτερη, στο μέτρο που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιταλική και η ιρλανδική απαλλαγή, αντιστοίχως, ήταν εν μέρει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά (18).

73.      Ο σκοπός του λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της μη δυνατότητας καταλογισμού των απαλλαγών στα κράτη μέλη είναι –λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η δυνατότητα καταλογισμού αποτελεί συστατικό στοιχείο της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως– να συναχθεί ότι το στοιχείο αυτό δεν υφίσταται.

74.      Επομένως, δεν μπορώ να συμμερισθώ την άποψη της Eurallumina, η οποία υποστηρίζει ότι η έννοια του καταλογισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

75.      Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί ότι η Ιρλανδία, μέχρι να υποβάλει το Γενικό Δικαστήριο την ερώτηση στους διαδίκους για να απαντήσουν γραπτώς, δεν είχε υποστηρίξει ότι η ιρλανδική απαλλαγή δεν αποτελούσε ενίσχυση. Αντιθέτως, ισχυρίσθηκε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι επρόκειτο για νέα και όχι για υφισταμένη ενίσχυση. Το στοιχείο αυτό ενισχύει επίσης την άποψη περί ελλείψεως σχέσεως με τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

76.      Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως συνδέοντας τον λόγο που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη με τον λόγο που αφορά την παραβίαση των εν λόγω αρχών.

77.      Τέλος, θα εξετάσω αν ο λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω της ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη αποτέλεσε τον πραγματικό λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ή, πάντως, ένα σημαντικό λόγο που θα δικαιολογούσε την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

78.      Είναι γεγονός ότι, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, μόνο κάποιες σκέψεις αφιερώνονται στον ως άνω λόγο. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, αυτός δεν έχει σχετικό μόνον ενδιαφέρον στο πλαίσιο του σκεπτικού της εν λόγω αποφάσεως, όπως ισχυρίζονται η Ιταλική Δημοκρατία και η Eurallumina.

79.      Το παράδοξο αυτό μεταξύ της λακωνικότητας του Γενικού Δικαστηρίου και της σπουδαιότητας που έχει ο λόγος αυτός εξηγείται εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο ταύτισε τον λόγο που αφορά τη μη δυνατότητα καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη με τον λόγο που αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης.

80.      Η σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρουσιάζει ιδιαίτερα καλά την ταύτιση αυτή, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι υπέρ των αποφάσεων του Συμβουλίου περί εγκρίσεως υπήρχε το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο ισχύει για κάθε πράξη της Ένωσης, έκρινε ότι οι αποφάσεις αυτές παρεμπόδιζαν, κατ’ αρχήν, το ενδεχόμενο να καταλογίσει η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα οικεία κράτη μέλη τις επίδικες απαλλαγές και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο να χαρακτηρίσει η Επιτροπή τις εν λόγω απαλλαγές ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και το ενδεχόμενο να διατάξει η Επιτροπή τη μερική ανάκτησή τους, στον βαθμό που τις θεωρούσε ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ.

81.      Υπενθυμίζω ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση επειδή «η απόφαση αυτή διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι [επίδικες] απαλλαγές συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ».

82.      Πάντως, κατά τη γνώμη μου, η παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αυτή καθεαυτή, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει της αιτιολογίας αυτής.

83.      Ο λόγος βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο μπόρεσε να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση καθόσον αυτή διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι επίδικες απαλλαγές συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι κατά τη γνώμη μου αυτός της ελλείψεως δυνατότητας καταλογισμού των εν λόγω απαλλαγών στα κράτη μέλη.

84.      Κατά συνέπεια, η άποψη της Επιτροπής ότι ο πραγματικός λόγος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν η έλλειψη δυνατότητας καταλογισμού των επίδικων απαλλαγών στα κράτη μέλη πρέπει να γίνει δεκτή.

85.      Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν τα λοιπά επιχειρήματα και λόγοι των διαδίκων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στο μέτρο που αυτή ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση με την αιτιολογία ότι διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και ότι διατάσσει τα εν λόγω κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των ως άνω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος πετρελαίου.

86.      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, αν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου αναιρεθεί, το Δικαστήριο μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει. Εν προκειμένω, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

87.      Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

VII – Πρόταση

88.      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ως εξής:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαρτίου 2012, T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο μέτρο που:

–        ακυρώνει την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία, με την αιτιολογία ότι η απόφαση αυτή διαπιστώνει, ή στηρίζεται στη διαπίστωση, ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούντα ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και ότι διατάσσει τα εν λόγω κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους, εφόσον οι τελευταίοι δεν έχουν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης ανερχόμενο τουλάχιστον σε 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος πετρελαίου, και

–        καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T‑69/06 R εξόδων.

2)      Οι συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV αναπέμπονται στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 –      T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.


3 –      Απόφαση σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ L 119, σ. 12, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).


4 – Απόφαση του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23).


5 –      ΕΕ L 316, σ. 12.


6 –      ΕΕ L 316, σ. 19.


7 –      ΕΕ L 283, σ. 51.


8 – Απόφαση του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους υφιστάμενους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις υφιστάμενες απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 316, σ. 16).


9 – Απόφαση του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 321, σ. 29).


10 – Απόφαση του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 182, σ. 22).


11 –      ΕΕ C 30, αντιστοίχως, σ. 17, σ. 21 και σ. 25.


12 –      Η Επιτροπή αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της σκέψεως 104 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


13 –      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, C‑677/11, Doux Élevage και Coopérative agricole UKL-ARREE (σκέψη 25).


14 – Όπ.π. (σκέψη 27).


15 –      Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67). Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψη 40).


16 –      Συλλογή 2006, σ. II‑1047.


17 –      Βλ. σκέψεις 53 και 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


18 – Βλ. σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.